Σταύρος Μαμαλούκος
Στα πλαίσια της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα.
Βιβλιογραφία:
Αθανασούλης [2003]: Δημήτρης Αθανασούλης, Η αναχρονολόγηση του ναού της Παναγίας της Καθολικής στη Γαστούνη. Χρονολόγηση και κτίτορες, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 4/24 (2003), 63-77.
Αθανασούλης [2006]: Δημήτρης Αθανασούλης, Η ναοδομία στην Επισκοπή Ωλένης κατά την μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο, Πολυγραφημένη διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας – Τομέας Αρχαιολογίας, Τόμος 1 Κείμενο, Τόμος 2 Σχέδια – Πίνακες, Θεσσαλονίκη 2006.
Βασιλάτος [1992]: Νίκος Βασιλάτος, Κάστρα και πύργοι της Εύβοιας, Αθήνα 1992.
Γιαλούρη [2007]: Άννα Γιαλούρη, Οι φραγκικοί πύργοι της Φθιώτιδας, Φθιωτική Ιστορία. Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας (Ιστορία – Αρχαιολογία -Λαογραφία). 4,5 & 6 Νοεμβρίου 2006, Λαμία 2007Φθιωτική Ιστορία. Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας (Ιστορία – Αρχαιολογία -Λαογραφία). 4,5 & 6 Νοεμβρίου 2006, Λαμία 2007, 424-439.
Κάππας [2007]: Μιχάλης Κάππας, Οι Φράγκοι στη Μεσσηνία (1204-1460), Μεσσηνία. Τόπος – Χρόνος – Άνθρωποι, Εκδ. Μίλητος, Αθήνα 2007, 138-163.
Κάππας – Μαμαλούκος [2011]: Μιχάλης Κάππας – Σταύρος Μαμαλούκος, Κάστρα-κατοικίες στο πριγκιπάτο της Αχαϊας. Δύο μεσσηνιακά παραδείγματα, 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Πατρών / 25th Ephorate of Byzantine Antiquities – Department of Architecture at the University of Patras, Διεθνές Συνέδριο / International Conference : Οχυρωματική αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο (5ος-15ος αιώνας) / Defensive Architecture in the Peloponnese (5th–15th century), Περιλήψεις / Abstracts, Αλεξάνδρειο Συνεδριακό Κέντρο Λουτρακίου, Ισθμός Κορίνθου. 30 Σεπτεμβρίου – 2 Οκτωβρίου 2011 / Alexandreio Conference Centre of Loutraki, Corinth Canal. September 30th-October 2nd 2011, Κόρινθος 2011, 43-44.
Λαζαρίδης [1961-1962]: Πάυλος Λαζαρίδης, Μεσαιωνικά Ευβοίας, Αλιβέριον, Αρχαιολογικόν Δελτίον 17 (1961-1962) Β Χρονικά.
Λιάπης [1971]: Ιερώνυμος Λιάπης, Μεσαιωνικά Μνημεία Ευβοίας, Αθήνα 1971.
Λόης [2017]: Γιώργος Λόης, Αναζητώντας τις ρίζες του Ριζόκαστρου Αλιβερίου.
Λούβη – Κίζη [2003-2004]: Ασπασία Λούβη – Κίζη, Η Παντάνασσα της Γερουμάνας. Ένα μνημείο των Ιωαννιτών ιπποτών, Σύμμεικτα 16 (2003-2004), 357-378.
Μαμαλούκος [2012]: Σταύρος Μαμαλούκος, Παρατηρήσεις στην οικοδομική ιστορία και την αρχιτεκτονική των οχυρώσεων του Κάστρου της Λιβαδειάς, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 4/33 (2012), 7-20.
Μπούρας [1989]: Χαράλαμπος Μπούρας, Επανεξέταση του λεγόμενου Αγιολέου κοντά στην Μεθώνη, Φίλια Έπη εις Γ. Ε. Μυλωνά, Αθήνα 1989, 302-322.
Σκούρας [1975]: Θεόδωρος Σκούρας, Οχυρώσεις στην Εύβοια (Μερικές λύσεις στα τοπογραφικά τους προβλήματα), Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 20 (1975), 327-400.
Σκούρας [2003]: Θεόδωρος Σκούρας, Ακροπόλεις – Κάστρα – Πύργοι της Εύβοιας και η αποδελτίωση 82 μεσαιωνικών χαρτών, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ευβοίας, Χαλκίδα 2003.
Φαράντος [2010]: Χαράλαμπος Φαράντος, Πράξεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Δυστίων Ευβοίας (1856-1859), Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών. Τοπικό Τμήμα Αλιβερίου, Αθήνα 2010.
Andrews [1953]: Kevin Andrews, Castles of the Morea, Gennadeion Monographs 4, Princeton-New Jersey 1953.
Athanasoulis [2013]: Demetrios Athanasoulis, Triangle of Power. Building Projects in the Metropolitan Area of the Crusader Principality of Morea, στο : Gerstel (ed) [2013], 111-151.
Bintliff [2012]: John Bintliff, The Complete Archaeology of Greece: From Hunter-Gatherers to the 20th Century A.D., Willow-Blackwell, Chichester 2012.
Bon [1937]: Antoine Bon, Forteresses médiévales de la Grèce Centrale, Bulletin de Correspondance Hellenique 61 (1937), 136-208.
Bon [1966a]: Antoine Bon, Monuments d’ art byzantin et d’ art occidental dans le Péloponnèse au XIIIe siècle, Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, τ. 3, Αθήναι 1966, 86-93, pl. XXV-XXVII.
Bon [1966b]: Antoine Bon, Art oriental et art occidental en Grèce au Moyen Âge, Mélanges offerts à Michalowski, Warsawa 1966, 293-305.
Bon [1969]: Antoine Bon, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la Principauté d’ Achaie (1205-1430), Paris 1969.
Bouras [2001]: Charalampos Bouras, The Impact of Frankish Architecture on Thirteenth-Century Byzantine Architecture, στο: Laiou – Parviz Mottahedeh (eds) [2001], 247-262.
Brown [1985]: Reginald Allen Brown, Castles, Shire Archaology, Shire Publications Ltd, Bucks 1985.
Carpenter – Bon – Parsons [1936]: Rhys Carpenter – Antoine Bon – A.W. Parsons, The Defenses of Acrocorinth and the Lower Town, Harvard University Press, Cambridge Massachusetts 1936 (Corinth 3.2).
Cooper (ed.) [2002]: Frederick A. Cooper (ed.), Houses of the Morea, Vernacular Architecture of the Northwest Peloponnesos / Σπίτια του Μορέα, Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου (1205-1955), Αθήνα 2002.
Coulson [2002]: Mary Lee Coulson, The Church of Merbaka. Cultural Diversity and Integration in the 13th Century Peloponnese, PhD diss., Courtauld Institute of Art 2002.
Emerick – Deliyannis (eds.) [2005]: J.J. Emerick D.M. Deliyannis (eds.), Archaeology in Architecture: Studies in Honour of Cecil L.Striker, Μainz am Rhein 2005.
Georgopoulou [2001]: Maria Georgopoulou, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and Urbanism, Cambridge University Press 2001.
Gerola [1905-1932]: Giuseppe Gerola, Monumenti Veneti nell’ isola di Creta, v. 1-7, Venezia 1905-1932.
Gerstel [2001]: Sharon Gerstel, Art and Identity in the Medieval Morea, στο : Laiou – Parviz Mottahedeh (eds) [2001], 263-285.
Gerstel – Munn – Grossman – Barnes – Rohn – Kiel [2003]: Sharon Gerstel – M. Munn – Heather Grossman – E. Barnes – A. Rohn – Machiel Kiel [2003], A Late Medieval Settlement at Panakton, Hesperia 72 (2003), 147-234.
Gerstel [2013]: Sharon Gerstel (ed.), Viewing the Morea. Land and People in the Late Medieval Peloponnese, Dumbarton Oaks Byzantine Symposia and Colloquia, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington, DC 2013.
Grossman [2004]: Heather Grossman, Building Identity : Architecture as Evidence of Cultural Interaction Between Latins and Byzantines in Medieval Greece, D.Phil., University of Pennsylvania 2004.
Grossman [2005]: Heather Grossman, Syncretism Made Concrete : The Case for a Hybrid Moreote Architecture in Post-Fourth Crusade Greece, Emerick – Deliyannis (eds.) [2005], 65-74.
Kennedy [1994]: Hugh Kennedy, Crusader Castles, Cambridge University Press 1994.
Kitsiki-Panagopoulos [1979]: Beata Kitsiki – Panagopoulos, Cistercian and Mendicant Monasteries in Medieval Greece, Chicago 1979.
Koder [1973]: Johannes Koder, Negroponte. Tabula Imperii Byzantini, Wien 1973.
Koder – Hild [1976]: Johannes Koder – Friedrich Hild, Hellas und Thessalia, Tabula Imperii Byzantini 1, Wien 1976.
Kourelis [2002a]: Kostis Kourelis, Medieval Settlements / Μεσαιωνικοί οικισμοί, Cooper, στο: Frederick (ed.) [2002], 52-61.
Kourelis [2002b]: Kostis Kourelis, Catalogue of Citadels / Κατάλογος Κάστρων, στο: Frederick (ed.) [2002], 62-127.
Kourelis [2003]: Kostis Kourelis, Monuments of Rural Archaeology: Medieval Settlements in the Northwestern Peloponnese, Ph.D. Diss., University of Pennsylvania 2003.
Kourelis [2005]: Kostis Kourelis, The Rural House in the Medieval Peloponnese. An Archaeological Reassesment of Byzantine Domestic Architecture, στο: Emerick – Deliyannis (eds.) [2005], 119-128.
Laiou – Parviz Mottahedeh (eds) [2001]: Angeliki Laiou – R. Parviz Mottahedeh (eds), Crusades from the Perspective of Byzantium and the Muslim World, Washington D.C. 2001.
Langdon [1995]: M.K. Langdon, The Mortared Towers of Central Greece : An Attic Supplement, The Annual of the British School at Athens 90 [1995], 475-503.
Lock [1986]: Peter Lock, The Frankish Towers of Central Greece, The Annual of the British School at Athens 81 [1986], 101-123.
Lock – Sanders (eds.) [1996]: Peter Lock – Guy D.R. Sanders, The Archaeology of Medieval Greece, Oxbow Monograph 59, Oxford 1996.
Lock [1996]: Peter Lock, The Towers of Euboea : Lombard or Venetian, agrarian or strategic, στο: Lock – Sanders (eds.) [1996], 107-122.
Lockhart [2009]: A. Lockhart, English Castles, Great Britain 2009.
Loizou [2016]: Chrystalla Loizou, The medieval towers in the landscape of Euboea: landmarks of feudalism, Journal of Greek Archaeology 1 (2016), 331-352.
Loizou [2017]: Chrystalla Loizou, The medieval towers of Euboea: their dimension as domestic and landscape phenomena, στο : Tankosić – Mavridis – Kosma (eds) [2017], 625-638.
Mamaloukos [2012]: Stavros Mamaloukos, Observations on the Doors and Windows in Byzantine Architecture, στο : Ousterhout – Holod – Haselberger (eds.) Thourson Jones (associate editor) [2012], http://www.sas.upenn.edu/ancient/masons/mamaloukos.pdf
Mamaloukos [2017]: Stavros Mamaloukos, The Rizokastro near Aliveri, Euboea, in the context of Frankish castle architecture in Greece, στο : Tankosić – Mavridis – Kosma (eds) [2017], 613-623.
Mesqui [1991]: Jean Mesqui, Châteaux et enceintes de la France médiévale. De la défense à la résidence, Tome 1 : Les organes de la défense, Editions Picard, Paris 1991.
Mesqui [1993]: Jean Mesqui, Châteaux et enceintes de la France médiévale. De la défense à la résidence, Tome 2 : De la défense à la résidence, Editions Picard, Paris 1993.
O’ Neil [1977]: B.H.St.J. O’ Neil, Castles. An introduction to the castles of England and Wales, Her Majesty’s Stationery Office, London 1997.
Ousterhout – Holod – Haselberger (eds.) Thourson Jones (associate editor) [2012], Masons at Work: Architecture and Construction in the Pre-Modern World, Center for Ancient Studies, University of Pennsylvania, PA, October 2012 (http://www.sas.upenn.edu/ancient/publications.html).
Tankosić – Mavridis – Kosma (eds) [2017]: Zarko Tankosić – Fanis Mavridis – Maria Kosma (eds), An Island Between Two Worlds: The Archaeology of Euboea from Prehistoric to Byzantine Times. Proceedings of International Conference (Eretria, 12-14 July 2013), Athens 2017.
Traquair [1905-1906]: Ramsay Traquair, Laconia I: Mediaeval Fortresses, The Annual of the British School at Athens 12 (1905-1906), 258-276.
Traquair [1906-1907]: Ramsay Traquair, Medieval Fortresses of the North – Western Peloponnesus, The Annual of the British School at Athens 13 (1906-1907), 268-284.
Traquair [1923-1924]: Ramsay Traquair, Frankish Architecture in Greece, Part I, Journal of the Royal Institute of British Architects 31 (November 1923 – October 1924), n.2, 33-48.
Williams [2003]: C.K. Williams, Frankish Corinth: An Overview, Corinth, vol. 20, The Centenary: 1896–1996 (Athens, 2003), 423–34.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί έκδοση στα ελληνικά με επικαιροποιημένη βιβλιογραφία του πρόσφατου δημοσιεύματος του γράφοντος: Mamaloukos [2017]
Α. Εισαγωγή
Η καταγραφή, η τεκμηρίωση και η μελέτη με σκοπό τη συγγραφή μονογραφιών των μνημείων μιας χωροχρονικής ενότητας αποτελεί αναμφισβήτητα απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύνταξη συνθετικών μελετών σχετικών με την αρχιτεκτονική και την τέχνη της συγκεκριμένης ενότητας, ώστε αυτή να ενταχθεί στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής και της τέχνης, αλλά και της ανθρώπινης δραστηριότητας εν γένει κατά τη συγκεκριμένη περίοδο στην ευρύτερη περιοχή.
Τα μνημεία της περιόδου στην Φραγκοκρατίας στον Ελλαδικό χώρο έχουν από παλιά αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από ερευνητές, κυρίως ιστορικούς αλλά και αρχιτέκτονες και αρχαιολόγους, στα πλαίσια προσπαθειών ερμηνείας της αρχιτεκτονικής και της τέχνης της σημαντικής αυτής περιόδου[1]. Οι έρευνες αυτές, παρά τις όποιες αδυναμίες τους, κυρίως στον τομέα της ερμηνείας, όπου πολλά ζητήματα παραμένουν αναπάντητα, συσκοτισμένα συχνά και από ιδεολογικούς παράγοντες, έχουν συνδράμει αποφασιστικά στην καταγραφή και σε αρκετές περιπτώσεις σε μια πρώτη αξιολόγηση των πολυάριθμων μνημείων που η περίοδος της Φραγκοκρατίας έχει αφήσει στη σημερινή νότια Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα ελληνικά νησιά. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι για τη συστηματικότερη μελέτη των περισσοτέρων μνημείων χρειάζεται να γίνει ακόμη πολλή δουλειά[2]. Η δουλειά αυτή πρέπει απαραιτήτως να βασίζεται σε μια κατά το δυνατόν συστηματική τεκμηρίωση, που θα περιλαμβάνει αρχιτεκτονικά σχέδια αποτύπωσης και αναπαράστασης και η οποία, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να συνδυάζεται με αρχαιολογική έρευνα. Μόνο με βάση μια συστηματική τεκμηρίωση και μια βασισμένη σε αυτήν εξέταση άγνωστων ή ελάχιστα γνωστών μνημείων και επανεξέταση, υπό το πρίσμα και των σημαντικών δεδομένων που έχουν προκύψει από τη νεώτερη έρευνα, άλλων μνημείων που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο συστηματικότερων μελετών, θα καταστεί δυνατή η κατανόηση των κτηρίων και μέσω αυτής η ερμηνεία τους που θα οδηγήσει στη συνέχεια σε μια σωστή μελέτη της αρχιτεκτονικής και της τέχνης της περιόδου εν γένει. Στα παραπάνω πλαίσια εντάσσεται η εξέταση ενός ελάχιστα γνωστού σημαντικού ευβοϊκού μνημείου της Φραγκοκρατίας, του Ριζόκαστρου στο Μηλάκι Αλιβερίου.
Εικ.2: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Κατόψεις. Συνοπτική αποτύπωση (Απρίλιος 2011). 1. 1η Στάθμη, 2. 2η Στάθμη, 3. 3η Στάθμη, 4. 4η Στάθμη.
Β. Το Ριζόκαστρο ως αντικείμενο αναφοράς
Το Ριζόκαστρο έχει αρκετές φορές αποτελέσει αντικείμενο αναφοράς από διαφόρους ειδικούς στα πλαίσια ερευνών για τα μεσαιωνικά μνημεία της Εύβοιας[3].
Όλες, ωστόσο, οι παραπάνω εργασίες ασχολούνται κυρίως με την ταύτιση του μνημείου και, στην καλύτερη περίπτωση, παραθέτουν συνοπτικές περιγραφές, φωτογραφίες και ανακριβή σκαριφήματα[4]. Η εργασία που ακολουθεί αποτελεί μια προσπάθεια προσέγγισης της οικοδομικής ιστορίας και της αρχιτεκτονικής του κάστρου βασισμένη στην εξέταση, όσο αυτό είναι δυνατόν υπό τις παρούσες συνθήκες[5], των σωζομένων λειψάνων των διαφόρων κτισμάτων του και τη μελέτη των τυπολογικών, κατασκευαστικών και μορφολογικών τους χαρακτηριστικών.
Εικ.3: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Γενική άποψη από τα δυτικά (Φεβρουάριος 2011).
Γ. Σύντομη ιστορική περιγραφή του Ριζόκαστρου
Για τη μεσαιωνική ιστορία του Ριζόκαστρου ουσιαστικά τίποτε δεν είναι γνωστό. Από τους ειδικούς ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα, αυτό έχει ταυτισθεί με το αναφερόμενο στις πηγές Κάστρο Protimo[6].
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το κάστρο έχασε τη σημασία του ως οχυρό. Παρά ταύτα, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το κάστρο έπαιξε κάποιο ρόλο: Οι επαναστατημένοι Έλληνες υπό τον Νικόλαο Κριεζώτη κατέλαβαν και χρησιμοποίησαν το κάστρο ως αμυντήριο αλλά και ως φυλακή για τους αιχμαλώτους Τούρκους ως το Νοέμβριο του 1823, οπότε, μετά τη μάχη του Αλιβερίου, το οχυρό κατελήφθη από τον Ομέρ πασά[7]. Στα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον Τουρκικό ζυγό το Κάστρο εγκαταλείφθηκε εντελώς και ερειπώθηκε.
Εικ.4: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Άποψη του εσωτερικού από τον εξωτερικό περίβολο προς τα βορειοανατολικά (Φεβρουάριος 2011).
Δ. Περιγραφή του κάστρου
Το Ριζόκαστρο είναι χτισμένο σε έναν απότομο και βραχώδη κωνικό λόφο που υψώνεται στα νότια του κάμπου του Αλιβερίου, κοντά στον οικισμό Μηλάκι (Εικ.1). Η θέση είναι εντυπωσιακή: το οχυρό εποπτεύει τον κάμπο που εκτείνεται προς βορρά, τα περάσματα προς τα νότια καθώς και την παρακείμενη παραλία, όπου σήμερα βρίσκονται τα εργοστάσια του Αλιβερίου.
Το κάστρο έχει σε κάτοψη σχήμα τραπεζίου με μέσες διαστάσεις 46Χ30 μ. και εμβαδόν περίπου 1200 μ2 (Εικ.2). Στο κέντρο περίπου του οχυρού υψώνεται πύργος (Εικ. 2, 3, 4, 5, 6, 11) με κάτοψη σχήματος ορθογωνίου παραλληλογράμμου, με εξωτερικές διαστάσεις 7.10Χ7.60 μ. και μέγιστο σωζόμενο ύψος 11 περίπου μ. Από το επιβλητικό κτίσμα σήμερα διατηρούνται σχεδόν ακέραιες η βόρεια και η δυτική του πλευρά, το μεγαλύτερο μέρος της νότιας και το βόρειο άκρο καθώς και τα κατώτερα τμήματα της ανατολικής. Ο πύργος διέθετε δύο στάθμες και απέληγε άνω σε στηθαίο πάχους 50 περίπου εκ. με επάλξεις, το οποίο διατηρείται εν μέρει στη βόρεια, τη δυτική και την ανατολική του πλευρά. Το ισόγειο χωριζόταν σε δύο χώρους από τοίχο πάχους 55 εκ., ο οποίος δεν συνδεόταν κατασκευαστικά με τους εξωτερικούς τοίχους. Η προσπέλαση στο εσωτερικό του γινόταν από ημικατεστραμμένη σήμερα θύρα πλάτους 80 εκ. που ανοιγόταν στον ανατολικό του τοίχο. Ο φωτισμός του γινόταν από τρεις φωτιστικές σχισμές, που ανοίγονταν ανά μία σε κάθε έναν από τους άλλους τοίχους του. Στον όροφο φαίνεται ότι υπήρχε ένας μόνο χώρος. Στους τρεις σωζόμενους τοίχους του ανοίγονταν ανά δύο παράθυρα με ορθογωνικά λίθινα πλαίσια. Οι τοίχοι του πύργου, που έχουν πάχος στο ισόγειο 90 και στον όροφο 70 εκ., είναι κτισμένοι από αργούς τοπικούς ασβεστόλιθους μετρίου και σπάνια μεγάλου μεγέθους με μικρούς πλακοειδείς λίθους και πλινθία οριζόντια ή λοξά τοποθετημένα στους αρμούς. Για την οικοδόμησή τους έχει χρησιμοποιηθεί σχετικά ασθενές ασβεστοκονίαμα. Το πάτωμα του ορόφου ήταν ξύλινο. Ο φέρων οργανισμός του αποτελούνταν από δέκα δοκάρια διατομής περίπου 15Χ15 εκ. από ελάχιστα κατεργασμένους κορμούς δένδρων. Από τα σωζόμενα στοιχεία δεν είναι σαφές αν ο πύργος καλυπτόταν με στέγη ή με επίπεδο δώμα.
Εικ.5: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Άποψη του εσωτερικού από τη Μεγάλη Αίθουσα προς τα νοτιοανατολικά (Φεβρουάριος 2011).
Από τα τείχη που σχηματίζουν τον περίβολο του κάστρου (Εικ. 2, 3, 7, 8) καλύτερα διατηρούνται εκείνα της βόρειας και της δυτικής πλευράς. Του τείχους της νότιας πλευράς διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση μόνο το δυτικό τμήμα. Το τείχος της ανατολικής πλευράς είναι πολύ κατεστραμμένο. Το δυτικό τείχος εκτείνεται περίπου ευθύγραμμο σε μήκος 42 περίπου μ. Έχει πάχος χαμηλά 1.20 ως 1.30 μ. και ψηλά 90 εκ. Κατά μήκος του τείχους και σε επαφή με αυτό διατηρούνται τα ερείπια τριών ή, ίσως, τεσσάρων ισόγειων, προφανώς, κτηρίων που διακρίνονται σε δύο ενότητες από έναν τοίχο ο οποίος προχωρεί πέρα από τον ανατολικό τους τοίχο και καταλήγει στη δυτική όψη του πύργου (Εικ. 2, 5, 8). Τα νότια κτήρια βρίσκονται σε στάθμη σημαντικά χαμηλότερη από τα βόρεια. Τα βόρεια κτήρια αποτελούνταν από δύο χώρους, κάθε ένας από τους οποίους διέθετε ένα θολωτό υπόγειο που χρησίμευε ως δεξαμενή. Ο νότιος από τους δύο αυτούς χώρους είναι μια μεγάλη αίθουσα διαστάσεων περίπου 5.50Χ17 μ. η οποία επικοινωνούσε με την αυλή μέσω μιας ημικατεστραμμένης σήμερα φαρδιάς θύρας με προσεγμένη κατασκευή (Εικ. 12). Στο πάχος του ανατολικού τοίχου του κτηρίου, αμέσως δεξιά της θύρας είναι διαμορφωμένη στο πάχος του τοίχου μικρού πλάτους απότομη κλίμακα. Το βόρειο τείχος έχει μήκος 26.75 μ. Το ανατολικό του τμήμα, σε μήκος 9.95 μ., παρουσιάζει μικρή κάμψη από την ευθυγραμμία του υπόλοιπου τείχους. Το δυτικό τμήμα του τείχους έχει πάχος χαμηλά 1.20 μ. ενώ ψηλά 90 εκ. Στο ανατολικό του τμήμα το τείχος αποτελούνταν από δύο τμήματα, από τα οποία σώζεται μόνο το πάχους 65 περίπου εκ. εξωτερικό. Το εσωτερικό, με πάχος 80 εκ., ήταν ο τοίχος ενός ανεξάρτητου αρχικά κτηρίου που ενσωματώθηκε αργότερα στον περίβολο. Το ανατολικό τείχος με συνολικό σωζόμενο μήκος περίπου 35 μ. παρουσίαζε μιαν έντονη κάμψη προς τα δυτικά σε απόσταση 21 περίπου μ. από το βόρειο άκρο του. Και εδώ το τείχος αποτελούνταν από δύο τμήματα, ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό με πάχος από 35 ως 80 εκ. που επένδυσε εκ των υστέρων το πρώτο. Σε απόσταση 9.50 μ. από το σημείο της κάμψης το τείχος καμπτόταν σχεδόν κατά ορθή γωνία και προχωρούσε έτσι προς δυσμάς σε μήκος οκτώ τουλάχιστον μέτρων ενσωματώνοντας στο πάχος του έναν παλαιότερο λεπτό τοίχο. Από το κάθετο αυτό τμήμα του τείχους, σε απόσταση τριών περίπου μέτρων από τη γωνία του, ξεκινά το τελευταίο προς νότο τμήμα του ανατολικού τείχους, το οποίο διατηρείται αποσπασματικά και σε κακή κατάσταση.
Εικ.6: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Άποψη του πύργου από τα νοτιοανατολικά (Φεβρουάριος 2011).
Τα τείχη του περιβόλου αλλά και οι τοίχοι των υπόλοιπων κτηρίων του κάστρου είναι από αργούς τοπικούς ασβεστόλιθους μετρίου και κατά τόπους μεγάλου μεγέθους με μικρούς πλακοειδείς λίθους και πλινθία οριζόντια ή λοξά τοποθετημένα στους αρμούς. Το κονίαμα δομής είναι αλλού σχετικά ασθενές και αλλού πολύ ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Οι όψεις των τοιχοποιϊών ήταν αρχικά αρμολογημένες με φαρδύ αρμολόγημα, το οποίο παρουσίαζε τοπικές διαφοροποιήσεις. Μια σοβαρή διαφοροποίηση εντοπίζεται στη μορφή των ανοιγμάτων των παραθύρων του πύργου, τα πλαίσια των οποίων ήταν διαμορφωμένα με αδρά λαξευμένους ασβεστόλιθους, και της αποσπασματικά διατηρούμενης αλλά ως ένα βαθμό αναπαραστάσιμης θύρας της δυτικής πτέρυγας του κάστρου, με το προσεγμένης κατασκευής, λαξευτό, όπως φαίνεται, πλαίσιο. Η θολοδομία που καλύπτει τις δεξαμενές είναι κατασκευασμένη από πλακοειδείς αργούς ασβεστόλιθους και άφθονο κονίαμα. Το πάτωμα της μεγάλης αίθουσας ήταν ξύλινο. Ο φέρων οργανισμός του αποτελούνταν από χοντρά δοκάρια τοποθετημένα σε απόσταση περίπου 1 μ. το ένα από το άλλο. Ξύλινες ήταν αναμφίβολα και οι στέγες των κτηρίων του κάστρου. Η ακριβής τους μορφή τους δε μας είναι γνωστή.
Έξω από το κάστρο, στα νότια και στα δυτικά του, εκτείνονταν ένας μικρός ανοχύρωτος οικισμός που αποτελούνταν από μικρά και ταπεινά σπίτια με μέσες διαστάσεις 4Χ4 ως 5 μ. με τοίχους από αργολιθοδομή κτισμένη πιθανώς εν ξηρώ και ξύλινες στέγες (Εικ. 1, 9).
Εικ.7: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Άποψη του εσωτερικού από τον Πύργο προς τα βόρεια (Φεβρουάριος 2011).
Ε. Η αρχιτεκτονική αναπαράσταση του Ριζόκαστρου
Η αναπαράσταση του Ριζόκαστρου στη μορφή που αυτό είχε πριν εγκαταλειφθεί και ερειπωθεί παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, δεδομένου ότι δεν έχει γίνει η απαραίτητη για τη διευκρίνιση αρκετών σκοτεινών σημείων αρχαιολογική έρευνα και ότι η εξέταση των υπέρ το έδαφος διατηρουμένων τμημάτων των κατασκευών δυσχεραίνεται πολύ από τη βλάστηση και τα κατακείμενα υλικά κατάρρευσης.
Με βάση τα διαθέσιμα, ωστόσο, στοιχεία είναι δυνατόν να γίνει μια πρώτη σχετική προσπάθεια αναπαράστασης του συνόλου (Εικ. 10) και να διατυπωθούν ορισμένες υποθέσεις εργασίας για την κτηριολογική οργάνωση και τη λειτουργία του. Φαίνεται ότι το οχυρό διέθετε δύο κύριους οχυρωματικούς περιβόλους. Από αυτούς ο εσωτερικός, κύριος περίβολος κατελάμβανε το βόρειο και μεγαλύτερο τμήμα του κάστρου και διέθετε μιαν ευρύχωρη σχετικά εσωτερική αυλή. Η νότια πλευρά της αυλής οριζόταν από ένα τείχος στο οποίο ήταν ενταγμένος ο πύργος. Η πύλη του περιβόλου βρισκόταν ενδεχομένως στη γωνία που φαίνεται ότι σχηματιζόταν δίπλα στη νοτιοανατολική γωνία του πύργου. Κατά μήκος της δυτικής, της βόρειας και, πιθανότατα, και της ανατολικής πλευράς της αυλής ήταν διατεταγμένα ισόγεια ή διόροφα κτήρια εν επαφή με το περιμετρικό τείχος. Από αυτά εκείνο της δυτικής πτέρυγας ήταν αναμφίβολα η μεγάλη αίθουσα, το hall, του κάστρου. Η διαμορφωμένη στο πάχος του ανατολικού τοίχου της αίθουσας κλίμακα που αναφέρθηκε ήδη οδηγούσε σε κάποιο είδος περιδρόμου που βρισκόταν στη στάθμη του γείσου της στέγης του.
Στα νότια του εσωτερικού, κύριου περιβόλου φαίνεται ότι βρισκόταν ένας δεύτερος εξωτερικός περίβολος, ο οποίος λειτουργούσε ως βοηθητικός αλλά και ως πρώτη γραμμή άμυνας του κάστρου. Η αναπαράστασή του παρουσιάζει ανυπέρβλητα προς το παρόν προβλήματα, καθώς το ολόκληρο το νότιο τμήμα του έχει καταστραφεί. Φαίνεται ότι ο περίβολος διέθετε στενή αυλή σχήματος Γ κατά μήκος της δυτικής πλευράς της οποίας υπήρχε ένα βοηθητικό κτίσμα, το οποίο ενδεχομένως να χρησίμευε ως στάβλος ή ως χώρος στρατωνισμού της φρουράς. Η πύλη του εξωτερικού περιβόλου πρέπει να βρισκόταν στην εισέχουσα γωνία που σχηματιζόταν από το ερειπωμένο σήμερα αλλά ακόμη διακρινόμενο τείχος. Ενδεχομένως εμπρός από την πύλη να υπήρχε προτείχισμα (barbacane).
Εικ.8: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Άποψη του εσωτερικού από τον Πύργο προς τα νοτιοδυτικά (Φεβρουάριος 2011).
Ζ. Οι οικοδομικές φάσεις του κάστρου
Από μία πρώτη εξέταση της διαδοχής των διαφόρων κατασκευών του και από τη μελέτη των μορφολογικών και κατασκευαστικών χαρακτηριστικών των κτισμάτων του, φαίνεται ότι το οχυρό του Ριζόκαστρου πήρε την τελική του μορφή μέσα από μια διαδικασία διαδοχικών επεμβάσεων προσθηκών και ανοικοδομήσεων που θα μπορούσαν ίσως να ομαδοποιηθούν σε δύο ή τρείς οικοδομικές φάσεις.
Φαίνεται, έτσι, ότι αρχικά κτίσθηκε ο πύργος μαζί με ορισμένα πρώτα βοηθητικά κτίσματα, όπως λ.χ. το μεμονωμένο αρχικά βορειοανατολικό κτήριο, και ένας πρώτος ασθενής περίβολος, και ότι στη συνέχεια κτίσθηκε το ισχυρό σχετικά σημερινό περιμετρικό τείχος, το οποίο ενσωμάτωσε τον αρχικό περίβολο, ενώ ταυτόχρονα, ή και ακόμη αργότερα, οικοδομήθηκαν ή αναμορφώθηκαν δραστικά τα υπόλοιπα κτήρια του κάστρου, όπως λ.χ. η μεγάλη αίθουσα της δυτικής πτέρυγας. Ο χρονικός συσχετισμός του οχυρού με τον οικισμό δεν είναι προς το παρόν δυνατός.
Εικ.9: Ριζόκαστρο. Οικισμός. Μερική άποψη από τα ανατολικά (Φεβρουάριος 2011).
Η. Ποια ήταν η λειτουργική χρήση του κάστρου
Όπως ήδη αναφέρθηκε, δε μας είναι προς το παρόν γνωστά από πηγές στοιχεία που να μπορούν να διαφωτίσουν την ιστορία του Ριζόκαστρου και να βοηθήσουν στη χρονολόγηση των διαφόρων κατασκευών του. Έτσι η προσπάθεια διευκρίνησης αφ ενός της αρχικής του χρήσης και αφ ετέρου της οικοδομικής ιστορίας του οχυρού στηρίζεται ουσιαστικά στην εξέταση των ίδιων των κτισμάτων του και σε συγκρίσεις με άλλα παρόμοια, των οποίων η λειτουργία και η χρονολόγηση είναι άμεσα ή έμμεσα δυνατή.
Από όλα τα διαθέσιμα ως τώρα στοιχεία φαίνεται ότι το Ριζόκαστρο στο Μηλάκι Αλιβερίου ήταν η καθέδρα ενός τυπικού μεσαιωνικού φέουδου, η οποία περιελάμβανε, αφ ενός, ένα οχυρό, που χρησίμευε ως κατοικία του φεουδάρχη και των ανθρώπων του και ως χώρος αποθήκευσης των αγροτικών προϊόντων του κτήματός του καθώς και ως το αμυντήριό του έναντι παντοίων εχθρών αλλά και ως σύμβολο της εξουσίας του και μέσο προβολής της κοινωνικής του τάξης, και, αφ ετέρου, ένα μικρό οικισμό, στον οποίο κατοικούσαν οι πάροικοι / καλλιεργητές του. Δείγματα τέτοιου είδους εγκαταστάσεων / οικισμών, που συνδέονται με την εγκαθίδρυση της φεουδαρχίας δυτικοευρωπαϊκού τύπου στην καθ΄ ημάς Ανατολή κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, υπάρχουν αρκετά στην Ελλάδα[8]. Άλλες από αυτές διέθεταν μικρά σχετικά κάστρα με ισχυρά τείχη, ενισχυμένα κάποτε με πύργους, και συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, έναν μεγάλο πύργο ελεύθερα ιστάμενο στο εσωτερικό τους ή ενταγμένο κατά κάποιο τρόπο στον περίβολο, ενώ άλλες διέθεταν έναν απλό πύργο, ο οποίος περιβάλλονταν από έναν απλό περίβολο. Σε άλλες ο οικισμός των παροίκων ήταν ανοχύρωτος και σε άλλα οχυρωμένος με τείχος ασθενέστερο συνήθως από εκείνο του κάστρου. Καθώς μια συστηματική μελέτη μετά από συστηματική αρχαιολογική έρευνα και τεκμηρίωση δεν έχει ακόμη γίνει είναι προς το παρόν δύσκολο οι εγκαταστάσεις αυτές να καταταγούν σε κατηγορίες σε σχέση με την χρήση και τη λειτουργία τους ή σε συσχετισμό με τη χρονολόγησή τους.
Το Ριζόκαστρο, ακολουθώντας τον κανόνα για τα φράγκικα φεουδαρχικά κάστρα στην Ελλάδα[9], είναι ένα σχετικά μικρών διαστάσεων κάστρο – κατοικία με έντονα οχυρωματικό χαρακτήρα, στοιχειωδώς εξοπλισμένη σε χώρους και ανέσεις και με κατασκευή αδρή, απλή και ανεπιτήδευτη. Το οχυρό ανήκει στον τύπο των φεουδαρχικών κάστρων με περίβολο και κεντρικό πύργο («enceinte et tour maîtresse»), ο οποίος επικρατούσε στην Ευρώπη κατά τον 11ο, το 12ο και τον 13ο αιώνα, οπότε και βαθμηδόν διαδόθηκε ο νέος τύπος κάστρου με δακτυλίους («concentric castle» ή «double-skin castle»), που είχε διαμορφωθεί και εξελιχθεί στη Μέση Ανατολή κατά το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα[10]. Στην περίπτωση του Ριζόκαστρου (Εικ.10) ο κεντρικός πύργος («tour maîtresse», «donjon») φαίνεται ότι ήταν ενταγμένος στον περίβολο, ο οποίος δεν ήταν ενισχυμένος με πύργους, όπως συχνά συνέβαινε στα πρώιμα φεουδαρχικά κάστρα.
Εικ.10: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Κατόψεις. Αναπαράσταση. 1. 1η Στάθμη, 2. 2η Στάθμη, 3. 3η Στάθμη, 4. 4η Στάθμη. A. B. C. D. E. F. G. I. J.
Η κατά φάσεις οικοδόμηση ενός κάστρου είναι συνήθης διαδικασία. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν εκ των υστέρων τα δεδομένα και οι απαιτήσεις αλλάζουν, αλλά ακόμη και όταν υπάρχει εξ αρχής ένα συνολικό σχέδιο το οποίο υλοποιείται σταδιακά, για λόγους που, στις περισσότερες περιπτώσεις, οφείλονται αναμφίβολα στην ανάγκη εξασφάλισης του τόπου και του ίδιου του οχυρού το ταχύτερο δυνατόν. Μια παρόμοια περίπτωση απαντά στο Κάστρο Μίλα στη Μεσσηνία, όπου οι πύργοι, οι οποίοι, σημειωτέον, έχουν εκ των υστέρων υπερυψωθεί, οικοδομήθηκαν πριν από το τείχος, αν και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η κατασκευή του τελευταίου προβλεπόταν στη συγκεκριμένη θέση εξ αρχής[11].
Στην πρώτη οικοδομική φάση του κάστρου φαίνεται ότι ο κύριος, αν όχι και ο μοναδικός, χώρος κατοικίας του άρχοντα ήταν ο πύργος (Εικ.11), κάτι που φαίνεται ότι ίσχυε και στα φράγκικα φεουδαρχικά κάστρα του Μοριά[12]. Η ύπαρξη στο δωμάτιο του ορόφου του πύργου τόσο πολλών και σχετικά μεγάλων παραθύρων, εις βάρος, βέβαια, της αμυντικής του ικανότητας, προφανώς αποσκοπούσε στη βελτίωση των συνθηκών ζωής στο χώρο. Η χαρακτηριστική αυτή διαμόρφωση, η οποία δεν απαντάται ούτε στους, προφανώς μεταγενέστερους, γνωστούς μας μεμονωμένους μεσαιωνικούς πύργους της Εύβοιας, οι οποίοι επίσης λειτουργούσαν ως κατοικίες[13], καθιστά το κτήριο ένα είδος πυργόσπιτου, με κάπως περιορισμένο οχυρωματικό χαρακτήρα.
Μια ακριβής χρονολόγηση του Ριζόκαστρου στις διάφορες οικοδομικές του φάσεις είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, δύσκολη. Με βάση τα τυπολογικά στοιχεία αλλά και τη χαρακτηριστικά αδρή και, ίσως, κάπως βεβιασμένη, κατασκευή του, η πρώτη οικοδομική φάση του οχυρού θα μπορούσε να αναχθεί στον πρώιμο 13ο αιώνα, την εποχή της πρώτης εγκατάστασης των φράγκων φεουδαρχών στην Εύβοια. Η χρονολόγηση στο 14ο αιώνα που με βάση ιστορικά στοιχεία προτείνει ο Koder[14] είναι πολύ πιθανόν, να μπορεί να αποδοθεί στις τελευταίες οικοδομικές φάσεις του οχυρού, κρίνοντας από την κατασκευή του νότιου τοίχου και τη μορφή της θύρας της μεγάλης αίθουσας (Εικ.12), η οποία ήταν όμοια με μια κατηγορία θυρών με συμφυές πλαίσιο, που συναντώνται σε μνημεία του όψιμου 13ου και κυρίως του 14ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή[15]. Η χρονολόγηση του οικισμού δίπλα στο κάστρο χωρίς συστηματική αρχαιολογική έρευνα είναι αδύνατη. Φαίνεται όμως πολύ πιθανόν οι πάροικοι να εγκαταστάθηκαν κοντά στο οχυρό σύντομα μετά την οικοδόμησή του.
Εικ.11: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Πύργος. Αναπαράσταση. 1. Κάτοψη 1, 2. Κάτοψη 2, 3. Κάτοψη 3, 4. Κάτοψη 4, 5. Τομή ΑΑ, 6. Τομή ΒΒ, 7. Ανατολική Όψη, 8. Βόρεια Όψη.
Θ. Επίλογος
Από την ανάλυση που προηγήθηκε καθίσταται σαφές ότι το Ριζόκαστρο αποτελεί αναμφίβολα ένα αξιόλογο μνημείο της οχυρωματικής της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, η περαιτέρω συστηματική και βασισμένη σε αρχαιολογική έρευνα μελέτη του οποίου, σε σύγκριση με ανάλογα παραδείγματα μπορεί να προσφέρει πολλά στη μελέτη της αρχιτεκτονικής της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα.
Εικ.12: Ριζόκαστρο. Κάστρο. Θύρα Μεγάλης Αίθουσας. 1. Αποτύπωση (Απρίλιος 2011), 2. Αναπαράσταση.
Παραπομπές
[1] Για την αρχιτεκτονική της Φραγκοκρατίας στο σημερινό Ελλαδικό χώρο με έμφαση στην οχυρωματική βλ. ενδεικτικά τις παρακάτω μελέτες : Gerola [1905-1932], Traquair [1905-1906], Traquair [1906-1907], Traquair [1923-1924], Carpenter – Bon – Parsons [1936], Bon [1937], Andrews [1953], Bon [1966a], Bon [1966b], Bon [1969], Kitsiki-Panagopoulos [1979], Lock [1986], Μπούρας [1989], Langdon [1995], Lock – Sanders [1996], Lock [1996], Bouras [2001], Cooper (ed.) [2002], Georgopoulou [2001], Gerstel [2001], Kourelis [2002], Kourelis [2002], Αθανασούλης [2003], Kourelis [2003], Gerstel – Munn – Grossman – Barnes – Rohn – Kiel [2003], Williams [2003], Λούβη-Κίζη [2003-2004], Grossman [2004], Grossman [2005], Kourelis [2005], Αθανασούλης [2006], Γιαλούρη [2007], Κάππας [2007], Μαμαλούκος [2012], Bintliff [2012] 416-435 (με εκτεταμένη βιβλιογραφία), Πάλλης [2012], Gerstel [2013], Athanasoulis [2013], Loizou [2016], Loizou [2017] και Mamaloukos [2017].
[2] Για την ελλιπή τεκμηρίωση των φράγκικων κάστρων του Μοριά βλ. Athanasoulis [2013] 140.
[3] Λαζαρίδης [1961-1962] 17, σχεδ.2, πίν. 168.γ, Λιάπης [1971] 154-155, εικ. 39 και πιν. 156β, Koder [1973] 105, abb. 35-37, Σκούρας [1975] 335-337, εικ.8-9, Koder-Hild [1976] 246, Βασιλάτος [1992] 29-30, Lock [1996] 117, Σκούρας [2003] 39-40, Φαράντος [2010] 67 και σημ.190 (βιβλ.), 89 και Λόης [2017] Ριζόκαστρο.
[4] Σκαρίφημα κάτοψης του κάστρου παραθέτει ο Π. Λαζαρίδης (Λαζαρίδης [1961-1962] σχεδ.2), ενώ ο Ιερώνυμος Λιάπης παραθέτει ένα αξονομετρικό σχέδιο βασισμένο στο σκαρίφημα της κάτοψης του Λαζαρίδη (Λιάπης [1971] εικ.39).
[5] Η μελέτη βασίζεται κυρίως σε δύο αυτοψίες που πραγματοποιήθηκαν στο μνημείο από τον γράφοντα στις 22 Φεβρουαρίου και στις 13 Απριλίου 2011, κατά τις οποίες έγινε συστηματική φωτογράφηση και μια συνοπτική αποτύπωση που κάστρου. Μια εκλαϊκευτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας με τίτλο «Παρατηρήσεις στην Αρχιτεκτονική του Ριζόκαστρου στο Αλιβέρι» έγινε από τον γράφοντα στην Ημερίδα με τίτλο «Το Αλιβέρι. Ιστορία – Αρχαιότητες – Πολιτιστικό περιβάλλον», που διοργάνωσε το Τοπικό Τμήματος Αλιβερίου της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών στο Αλιβέρι στις 16 Απριλίου 2011.
[6] Σχετικά βλ. κυρίως Koder [1973] 105, abb. 35-37, Koder-Hild [1976] 246 και Λόης [2017] Ριζόκαστρο.
[7] Για τη ιστορία του κάστρου κατά την Επανάσταση του 1821 βλ. Φαράντος [2010] 67 και σημ.190 (βιβλ.), 89.
[8] Bintliff [2012] 419-423. Παραδείγματα τέτοιων εγκαταστάσεων στο φραγκοκρατούμενο Μοριά έχουν καταγραφεί και ως ένα βαθμό μελετηθεί από τον Κ. Κουρέλη (Kourelis [2002], Kourelis [2002] και Kourelis [2003]).
[9] Ειδικά για τα φράγκικα κάστρα του Μοριά βλ. Athanasoulis [2013] 140.
[10] Για την εξέλιξη των φεουδαρχικών κάστρων στην Ευρώπη βλ. Mesqui [1991], O’ Neil [1977] και Allen Brown [1985]. Βλ. επίσης Kennedy [1994] κυρίως 21-97.
[11] Κάππας – Μαμαλούκος [2011].
[12] Βλ. σχετικά Kourelis [2003] 421–22 και Athanasoulis [2013] 140.
[13]Για τους πύργους της Εύβοιας βλ. Lock [1996].
[14]Koder [1973] 105.
[15]Mamaloukos [2012] 23-24.