Επισκεφτήκαμε, εξερευνήσαμε, φωτογραφήσαμε και σας περιγράφουμε την υπόγεια λίμνη του σπηλαίου της Αρέθουσας στη Χαλκίδα για πρώτη φορά. Η ιστορία, η οικολογική καταστροφή και οι θρύλοι που συνοδεύουν ένα από τα πιο σκοτεινά μυστικά της περιοχής μας.
Πηγές:
«Σπήλαιο – Βάραθρο “Αρέθουσας” Χαλκίδας». Ιωάννης Ιωάννου
«Τα σπήλαια και η χρήση τους στην Εύβοια και γενικότερα στον Ελληνικό χώρο», Αδαμάντιος Σάμψων.
Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία.
Ευχαριστίες:
Στο Μινά Πατσουράκη (μέλος ΔΣ ΕΟΣ Χαλκίδας, έφορος καταφυγίου, πρόεδρος πολιτιστικού Συλλόγου «Κοινόν Ευβοέων») για την βοήθεια του κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης του σπηλαίου – λίμνης. Επίσης, ευχαριστούμε το Χρήστο Παπανικολάου για τις πληροφορίες που μας παρείχε.
Τοποθεσία σπηλαίων Αρέθουσας
Στην Εύβοια έχουν βρεθεί και καταγραφεί περίπου 200 μικρά και μεγάλα σπήλαια, εκ των οποίων έχουν σχεδιαστεί και ερευνηθεί περίπου τα μισά. Τα 26 απ’ όσα έχουν ερευνηθεί είναι μεγάλων διαστάσεων και το σημαντικό, εκτός από τον απαράμιλλης αξίας σταλαγμιτικό και σταλακτιτικό διάκοσμο, είναι ότι φανερώνουν ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας την περίοδο των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων.
Tα «σπήλαια της Αρέθουσας» βρίσκονται στον Άγιο Στέφανο Χαλκίδας και κρατάνε καλά κρυμμένα στο σκοτάδι τα μυστικά τους, μέχρι και σήμερα. Ανήκουν στις κατηγορίες των σπηλαίων υπό μορφή διαδρόμου, με έντονη κατωφερή κλίση και διαθέτουν παράλληλα ευρύχωρους θαλάμους σε διαφορετικά επίπεδα κατά μήκος τους. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Αδαμάντιο Σάμψων, κατά τους ιστορικούς χρόνους, είναι πιθανή η χρήση τους για λατρευτικούς σκοπούς, καθώς έχουν ανακαλυφθεί λαξευτά σκαλιά στο βράχο και λαξεύματα στα τοιχώματα.
Σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρίας (Ε.Σ.Ε.) στις νότιες παρυφές του Βαθροβουνίου, σε απόσταση αναπνοής από τον κεντρικό δρόμο Χαλκίδας – Ερέτριας υπάρχουν δύο είσοδοι, δύο διαφορετικών -και ίσως συγκοινωνούντων;- σπηλαίων που σχετίζονται άμεσα με τις αρχαίες πηγές της Αρέθουσας, απ’ όπου πήραν την κοινή ονομασία τους. Η πρώτη –του σπηλαίου λίμνης- βρίσκεται σε ευθεία γραμμή με το δρόμο, 10-20 μέτρα αριστερά της εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου, εντός οικοπέδου όπου λειτούργησε κατά το παρελθόν νταμάρι. Η δεύτερη –του σπηλαίου βάραθρου- είναι κρυμμένη πίσω από μια μεγάλη μουριά που είναι ορατή από το δρόμο, αν σηκώσει κάποιος το βλέμμα του 10 μέτρα περίπου από την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου.
Κοντινή λήψη της εισόδου του σπηλαίου – λίμνης της Αρέθουσας: εμφανής η οικολογική καταστροφή που έχει υποστεί.
Το ιστορικό πλαίσιο του σπηλαίου – λίμνης.
Στα 1900-1913 ο Γ. A. Παπαβασιλείου διενέργησε ανασκαφές υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας γύρω από την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου.
Την εποχή εκείνη, η πολυσύχναστη σημερινή περιοχή στα σύνορα Χαλκίδας – Νέας Λαμψάκου ήταν ακόμη ένα εξοχικό προάστιο της πόλης. Εκείνη την περίοδο άνοιγε παράλληλα ο δρόμος προς τη νότια Εύβοια. Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών εργασιών ήρθε στην επιφάνεια ένα μυστικό αιώνων: το σπήλαιο – λίμνη της Αρέθουσας. Συγκεκριμένα, στη θέση «Μακρυχώραφο», ερευνήθηκε –όπως αναφέρεται στα Αρχαιολογικά Δελτία της εποχής- «σπήλαιο στο οποίο διαπιστώθηκε κατοίκηση κατά την πρωτοελλαδική περίοδο, επειδή βρέθηκαν όστρεα, αγγεία και μαρμάρινο ειδώλιο».
Επίσης, καθ’ όλο το μήκος της νέας οδού προς Νέα Λάμψακο, πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές σε πενήντα πέντε τάφους διαφόρων εποχών της κλασσικής περιόδου και διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι από τους νεκρούς είχαν αποτεφρωθεί. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν «αγγεία, κάτοπτρα, μεγαρικός σκύφος, σάρδιος λίθος, στεφάνια φύλλων από χρυσό έλασμα και ένα επιτύμβιο άγαλμα σειρήνας, ρωμαϊκών χρόνων. Πάνω από τον τάφο με το άγαλμα βρέθηκε και μικρός πίθος γεμάτος με τέφρα και χρυσά φύλλα». Όμως, οι προαναφερθέντες τάφοι αυτοί καταστράφηκαν, κατά τη διάρκεια των έργων, και γι’ αυτό σήμερα, σε ορισμένα μόνο σημεία και με μεγάλη παρατηρητικότητα μπορεί κάποιος να διακρίνει λίγα ανεπαίσθητα σημάδια της αλλοτινής τους ύπαρξης…
Το μπαζωμένο με χώματα σημείο καθόδου στην είσοδο, που οδηγεί στο εσωτερικό του σπηλαίου – λίμνης της Αρέθουσας.
Η σημερινή εξερεύνηση του σπηλαίου – λίμνης.
Πλησιάζοντας κάποιος σήμερα στο σπήλαιο – λίμνη αντικρίζει τα αποτελέσματα της ανθρώπινης παρέμβασης: άγνωστο ποιος και γιατί μπάζωσε εξαιρετικά πρόχειρα -αλλά καταστροφικά- την είσοδο του. Αναμφισβήτητα, η οικολογική καταστροφή είναι τεράστια και κανείς δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτήν…
Στον περιβάλλοντα εξωτερικό χώρο του δεν εντοπίζεται κανένα ίχνος σταλαγμίτη και σταλακτίτη και έχουν παραμείνει μόνο ογκώδεις απογυμνωμένοι βράχοι. Το πέρασμα στο εσωτερικό του σπηλαίου γίνεται μόνον έρποντας κατακόρυφα πάνω στα χώματα για περίπου πέντε μέτρα. Φτάνοντας στο τέρμα της πρώτης κατάβασης υπάρχει μικρός διάδρομος συνολικού μήκους περίπου 8-10 μέτρων. Τα πλαϊνά του σημεία, όπως και μια αδιέξοδη διακλάδωσή του, φαίνεται πως έχουν επιχωματωθεί βιαστικά, αφού το έργο ανέλαβε προφανώς μια «άκαρδη» μπουλντόζα ρίχνοντας χώμα, ογκόλιθους και πίσσα. Σε αυτό το σημείο το ύψος επιτρέπει στον επισκέπτη να «σηκώσει κεφάλι», ώστε να προχωρήσει στο εσωτερικό του σπηλαίου, με προσοχή όμως, γιατί από πάνω του υπάρχουν κοφτεροί βράχοι.
Κοιτώντας το φως της ημέρας από το εσωτερικό του σπηλαίου, λίγο μετά την είσοδο, στην αρχή του πρώτου διαδρόμου.
Φτάνοντας στην υπόγεια λίμνη.
Στο τέλος του διαδρόμου υπάρχει εύκολη σχετικά κατακόρυφη κατάβαση που οδηγεί στον κυρίως θάλαμο του σπηλαίου.
Φτάνοντας αντικρίζει κάποιος μια υπόγεια λίμνη με πράσινα νερά που προέρχονται από τις –υπόγειες πλέον- πηγές της Αρέθουσας. Το βάθος του νερού αυξομειώνεται ανάλογα με τη στάθμη της θάλασσας, κάτι που υποδεικνύει πιθανή έξοδο του σε αυτή. Το ύψος του θαλάμου κυμαίνεται από ένα έως τέσσερα μέτρα και το πλάτος του, στο μεγαλύτερο άνοιγμα, φτάνει τα έξι μέτρα. Σε αυτό το σημείο σταματά η εξερεύνησή μας, καθώς το σπήλαιο συνεχίζει για λίγο κάτω από το νερό και –όπως πιθανολογείται , διότι ακόμη δεν έχει γίνει περαιτέρω εξερεύνησή του- συνεχίζει, άγνωστο για πόσο ακόμη και υπό ποια μορφή…
Εξερευνώντας το τέρμα του πρώτου διαδρόμου στο σπήλαιο – λίμνη της Αρέθουσας.
Η περιγραφή του σπηλαίου βάραθρου.
Πολλά σπήλαια σήμερα είναι αδύνατο να εντοπιστούν, γιατί η είσοδός τους είναι φραγμένη από κάποια γεωλογική μεταβολή, από σταλαγμιτικό υλικό, από τη συσσώρευση επιχώσεων ή και από την επενέργεια του ανθρώπου. Τέτοια περίπτωση αποτελεί και το σπηλαιοβάραθρο της Αρέθουσας: η είσοδός του έχει επιχωματωθεί ξεκάθαρα από ανθρώπινη παρέμβαση και αυτό καθιστά δύσκολη έως ανέφικτη τη συνέχεια της εξερεύνησης.
Δεν είναι γνωστό πότε κλείστηκε η είσοδος του, από ποιους και για ποιους λόγους. Είναι όμως γνωστό ότι το σπήλαιο εξερεύνησε πρώτος ο Γιάννης Πετρόχειλος τον Δεκέμβριο του 1954 και στη συνέχεια τον Ιούλιο του 1969 ομάδα μελών της Ε.Σ.Ε. αποτελούμενη από τους Δ. Λιάγκο, Ν. Ιωάννου, Μ. Ιωάννου και Ι. Ιωάννου ερεύνησε, μελέτησε και χαρτογράφησε το σπήλαιο – βάραθρο με χορηγία του Ε.Ο.Τ.
Η στενή κάθετη δίοδος που οδηγεί στη λίμνη που βρίσκεται στα έγκατα του σπηλαίου της Αρέθουσας.
Σύμφωνα με την περιγραφή του σπηλαιολόγου Ι. Ιωάννου, γύρω από την είσοδο υπήρχαν «περίεργα μεσαιωνικά χτίσματα, ίσως δεξαμενή, αν και είναι ακατανόητη η χρησιμοποίηση του ημικυκλικού χτίσματος πάνω από την είσοδο.
Στην αρχή, έξι μέτρα μπρος από την φυσική είσοδο, υπάρχει υπόλειμμα χτίσματος άλλης δεξαμενής με διαστάσεις 1X1 μέτρα. […] Η συκιά που είναι στην είσοδο εμποδίζει την θέα της, ώστε να μπορεί κανείς να παρατηρήσει και να σχηματίσει εικόνα πραγματική των χτισμάτων και την σχέση τους με την είσοδο».
Συνεχίζοντας ο Ι. Ιωάννου αναφέρει: «η είσοδος είναι πλάτους 0,70 μέτρων και αμέσως έχουμε κάθετη κατάβαση 3,80 μέτρων. Το ύψος της οροφής σε αυτό το σημείο είναι δύο μέτρα. Στη συνέχεια παρατηρείται κενό 2,5 μέτρων και εδώ -στο υψηλότερο σημείο της οροφής- εντοπίζεται η αρχή της σχισμής που σχηματίζει και αποτελεί το σπηλαιοβάραθρο της Αρέθουσας, ύψους περίπου πέντε μέτρων.
Η λίμνη στο εσωτερικό του σπηλαίου της Αρέθουσας.
Το πλάτος του σπηλαίου κυμαίνεται από τα 0,80 έως τα τρία μέτρα που είναι και το μεγαλύτερο πλάτος του. Όλο το σπήλαιο είναι μια σχισμή και οι διάδρομοί του είναι κλιμακωτοί. Το δάπεδο του σπηλαίου σχηματίζεται από ογκολίθους πού έχουν φρακάρει και δημιουργούν βατότητα πάνω τους». Σύμφωνα πάντα με την περιγραφή του Ι. Ιωάννου στην αρχή του σπηλαιοβαράθρου υπάρχουν δύο διάδρομοι συνολικού μήκους 13 μέτρων και ακολουθεί κατάβαση 2,40 μέτρων. Αμέσως μετά ακολουθεί τρίτο τμήμα μήκους 10,50 μέτρων και κατάβαση 1,50 μέτρων. Η οροφή σε αυτό το σημείο έχει ύψος 12 μέτρα.
Το τέταρτο τμήμα έχει μήκος 7,70 μέτρα, μεγαλύτερο πλάτος τρία μέτρα και είναι το πλουσιότερο σε λιθωματικό διάκοσμο. Στο τέρμα του υπάρχει κενό τριών μέτρων με στενή σχισμή που οδηγεί στο πέμπτο τμήμα μήκους δέκα πολύ κατηφορικών μέτρων. Στο τέλος του υπάρχει σχισμή 3,50 μέτρων, φραγμένη από ογκολίθους. Όπως αναφέρει ο σπηλαιολόγος σε αυτό το σημείο: «είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η αλλαγή της ροής των νερών προς την αντίθετη κατεύθυνση, γιατί φαίνεται ότι το έδαφος ήταν πιο κατάλληλο για διάβρωση και διαφυγή των νερών προς το εσωτερικό της γης. Ακόμα είναι πιθανό να είναι οι πρώτες κοίτες των πηγών που σχηματίζουν την λίμνη στο «σπήλαιο – λίμνη» και τους ανάβαλους κοντά στην πηγή της Αρέθουσας που αναβλύζουν μέσα στην θάλασσα σε απόσταση 5 – 6 μ. από την ακτή».
Κάτοψη της σπηλιάς – βάραθρου της Αρέθουσας (Δελτίο Σπηλαιολογικής Εταιρίας – 1971).
Αμέσως μετά συνεχίζει στενός διάδρομος πλάτους ενός μέτρου και μήκους 25 μέτρων. Στο τέλος του υπάρχουν τρία σκαλοπάτια σε τέρρα ρόζα που ίσως έχουν τεχνητή προέλευση καθώς, σε εκείνο το σημείο, υπήρχε χοντρό σχοινί δεμένο σε ογκόλιθο που φαινόταν πως είχε χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν από άλλους επισκέπτες του σπηλαίου. Ακολουθεί καταβόθρα με πρώτο κατακόρυφο κατέβασμα 10 μέτρων, μικρός εξώστης δύο μέτρων και έπειτα νέα κατακόρυφη κατάβαση 12 μέτρων. Σε αυτό το σημείο οι εξερευνητές σταμάτησαν, καθώς το δάπεδο ήταν φραγμένο από ογκόλιθους και τέρρα ρόζα.
Εν κατακλείδι, το μεγαλύτερο μήκος του σπηλαίου σε ευθεία γραμμή είναι 69 μέτρα και το μεγαλύτερο πλάτος των διαδρόμων του είναι τρία μέτρα. Το μεγαλύτερο βάθος από το επίπεδο της εισόδου είναι 45 μέτρα ενώ παράλληλα το υψηλότερο σημείο της οροφής 16 μέτρα. Σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία του Ι. Ιωάννου στο σπήλαιο – βάραθρο ζουν νυχτερίδες, δολιχόποδα, καθώς και μυριάποδα. Από το εσωτερικό του σπηλαίου υπήρχε «σημαντικό ρεύμα αέρος και κυρίως προς το βαθύτερο σημείο του».
Άποψη σχετικά με το λιθωματικό διάκοσμο του σπηλαιοβάραθρου της Αρέθουσας. Στο κεντρικό τμήμα και ιδιαίτερα στα τοιχώματα διακρίνεται ότι ο παλαιότερος διάκοσμος είναι καλυμμένος από νεώτερο και αυτό προκάλεσε την έκπληξη των σπηλαιολόγων, οι οποίοι του έδωσαν το χαρακτηρισμό «σπάνιο φαινόμενο».
Οι θρύλοι των σπηλαίων της Αρέθουσας
Το μυστήριο που περιβάλλει τα σπήλαια της Αρέθουσας είναι λογικό να έχει εξάψει τη λαϊκή φαντασία κατά το παρελθόν.
Υπάρχει γι’ αυτά ένας πολύ όμορφος θρύλος διαδεδομένος από τη παράδοση: λέγεται πως στο εσωτερικό τους χρησιμοποιείται για πόρτα μια πλάκα από μάρμαρο, που γράφει πάνω της πως «εκείνος που θα σηκώσει την πλάκα και θα συνεχίσει προς το εσωτερικό θα το μετανιώσει. Μα και εκείνος που δεν θα τολμήσει να το κάνει πάλι θα μετανιώσει, γιατί τον περιμένει μεγάλη τύχη». Μάλλον σε αυτόν τον θρύλο βασίστηκαν οι άνθρωποι που φημολογείται πως έψαξαν να βρουν την πόρτα τη διάρκεια του μεσοπολέμου – αναζητώντας ίσως έναν χαμένο θησαυρό. Η δική τους ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν τους περιγράφει να μπήκαν σε ένα από τα δύο σπήλαια από την είσοδό του στο Βαθροβούνι και να βγήκαν, μετά από πολλούς κινδύνους και κούραση, στην Αγία Ελεούσα. Άλλη εκδοχή αυτής της ιστορίας, που κινείται ασφαλώς στα όρια του αστικού μύθου, τους θέλει να βγήκαν στο νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη.