Γεώργιος Λόης
Ένα ενδιαφέρον μεσαιωνικό, φρουριακό κληροδότημα, από τον πλούσιο ιστορικό θησαυρό της Εύβοιας. Πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Ενδεικτική βιβλιογραφία – πηγές διαδικτύου:
1. Χατζηπάνος Β. Πάνος. «Η Εύβοια κατά την Φραγκοκρατίαν». Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τ. Α’, σελ. 24 & 26. Αθήνα, 1936.
2. Παπασταματίου Τάκης. «Η ιστορική δράση του Φραγκοκαρυστινού ιππότη Λικάριου». Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τ. Β’, σελ. 51–53. Αθήνα, 1936.
3. Βρανόπουλος Επαμεινώνδας. «Ο ιππότης Λικάριος». Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τ. Ζ’, σελ. 129. Αθήνα, 1960.
4. Koder Johannes. «Negroponte: Untersuchungen zur Topographie und Siedlungsgeschichte der Insel Euboia während der Zeit der Venezianerherrschaft». Seiten 30–31, 104–108, Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. Wien, 1973.
5. Τριανταφυλλόπουλος Δημήτριος. «Τοπογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Εύβοιας (Johannes Koder, Negroponte, Wien, 1973)». Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τ. ΙΘ’, σελ. 221 & 224. Αθήνα, 1974.
6. Σκούρας Θεόδωρος. «Οχυρώσεις στην Εύβοια (Μερικές λύσεις στα τοπογραφικά τους προβλήματα)». Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τ. Κ’, σελ. 338–339. Αθήνα, 1975.
7. Miller William. «Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204–1566)». Μετάφραση, εισαγωγή, σημειώσεις: Άγγελος Φουριώτης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1990.
8. Καλέμης Αλέξανδρος. «Η αποκάλυψη των φυσικών και ιστορικών θησαυρών της Εύβοιας». Αθήνα: Εκδόσεις Κίνητρο, 2002.
9. kastra.eu/Κάστρο Ποτίρι.
10. kimis-aliveriou.gr/Αυλωνάρι.
11. kimis-aliveriou.gr/Βυζαντινά Μνημεία.
Ένα κάστρο συνυφασμένο με τις ιστορικές μνήμες του Αυλωναρίου.
Η σπουδαία θέση της Εύβοιας στο μεσαιωνικό στερέωμα φανερώνεται από την πληθώρα των μεμονωμένων πύργων και των φρουριακών υποδομών, που απαντώνται σε ολόκληρη την περιφέρειά της.
Ένα απτό δείγμα της πολιτισμικής κληρονομιάς της νήσου από την περίοδο της Λατινοκρατίας αποτελεί το μικρό μεσαιωνικό κάστρο Ποτήρι, το οποίο είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τις διαχρονικές μνήμες του Αυλωναρίου. Τα οχυρωματικά κατάλοιπά του εντοπίζονται επί της κορυφής του βραχώδους κωνοειδούς υψώματος Παναγιά (επίσης, Παλαιοπαναγιά ή Παλαιόκαστρο)[1], που δεσπόζει στα νοτιοανατολικά του υπόψη γραφικού χωριού, επί του Καλλικρατικού Δήμου Κύμης–Αλιβερίου, απέχοντας 2.700 μέτρα στην ευθεία.
Εικ. 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης τοποθεσίας του χωριού Αυλωνάρι, όπου επισημαίνεται το δρομολόγιο πρόσβασης προς το μεσαιωνικό κάστρο Ποτήρι. Η διακεκομμένη κόκκινη γραμμή αντιστοιχεί στην πεζοπορική διαδρομή.
Πως θα πάτε.
Η πρόσβαση στο κάστρο είναι σχετικά ευχερής.
Ο επίδοξος περιηγητής θα πρέπει να ακολουθήσει την επαρχιακή οδό Αυλωναρίου–Αχλαδερής, έχοντας ως σταθερό σημείο συσχετίσεως το χαρακτηριστικό κωνοειδές ύψωμα Παναγία, το οποίο είναι εντελώς γυμνό από δενδρώδη βλάστηση. Αφού διανύσει περίπου 2.000 μέτρα, θα συναντήσει μία αριστερή διασταύρωση με ένα βατό χωματόδρομο, που κατευθύνεται προς τα ανατολικά οδηγώντας στους βόρειους πρόποδες της βραχώδους εδαφικής έξαρσης, έπειτα από μία διαδρομή 2.300 μέτρων. Από εκεί απαιτείται ανηφορική πεζοπορία 20 λεπτών, μέτριας δυσκολίας, μέσω ενός ευδιάκριτου οφιοειδούς και λιθόστρωτου μονοπατιού με διευθετημένους κλιμακωτούς αναβαθμούς, το οποίο καταλήγει στο βορειοανατολικό αμυντικό τείχος.
Εικ. 3: Άποψη κτίσματος, που ενδεχομένως στην αρχική του μορφή συνιστούσε τον κεντρικό πύργο του κάστρου και διέθετε τουλάχιστον δύο ορόφους, λειτουργώντας ως κύριο παρατηρητήριο και φρυκτωρία.
Πως πήρε το κάστρο την ονομασία του.
Η ονομασία της οχυρής εγκατάστασης ως «Ποτήρι» ή «Ποτίρι» δόθηκε μάλλον από τους μεσαιωνικούς χωρικούς της περιοχής, καθόσον πρόκειται για μία ακραιφνή ελληνική λέξη και οφείλεται στην κωνοειδή φυσιογνωμία του υψώματος, που ομοιάζει με αναποδογυρισμένο κύπελλο.
Η επωνυμία δεν υπέστη παραφθορά επί Λατινοκρατίας, καθώς αποτυπώνεται ως «Potiri» στους παλαιούς ευρωπαϊκούς χάρτες, μολονότι συχνά εμφανίζεται σε λανθασμένη τοπογραφική θέση. Αρκετοί μελετητές συγχέουν και ενίοτε ταυτίζουν εσφαλμένα το κάστρο Ποτήρι με το εκτενέστερο μεσαιωνικό φρούριο Κούπα (La Cupa ή Coppa), εξαιτίας της προφανούς συνωνυμίας τους. Ωστόσο, πρόκειται σαφώς για δύο διαφορετικά αμυντικά έργα, με το δεύτερο να καταλαμβάνει την έκταση του υψώματος Δραγωνέρα σε δύο υψομετρικά επίπεδα, ευρισκόμενο στα δυτικά του οικισμού Βρύση Κονιστρών[2].
Εικ. 4: Χάρτης της Εύβοιας φιλοτεχνημένος από τον Ιταλό λόγιο και γεωγράφο Tomaso Porcacchi το 1572, όπου επισημαίνονται τα τοπωνύμια του κάστρου Ποτήρι (1: Potiri), του φρουρίου Κούπα (2: Cupa) και του οικισμού του Αυλώνα (3: Valona). Προέρχεται από την έκδοση «L’ Isole piu famose del Mondo…».
Το ιστορικό του κάστρου.
Οι πληροφορίες που έχουμε για το κάστρο είναι πενιχρές.
Η μακρόστενη πεδινή κοιλάδα του ποταμού Νηλέα, που χύνεται στην παραλία της Μουρτερής, ήταν γνωστή από τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους με το τοπωνύμιο Αυλών. Μάλιστα, μαρτυρείται ότι στα 553 μ.Χ., ο επίσκοπος Αυλώνος (Ευβοίας) Σωτήριος συμμετείχε στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Ανάμεσα στον 10-11ο αιώνα, η ευρύτερη περιοχή φέρεται ότι μαστιζόταν από τις τακτικές επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, οι κάτοικοι των κατεστραμμένων οικισμών της υπαίθρου συγκεντρώθηκαν και ίδρυσαν μία νέα κώμη επί ενός λόφου, που θα τους παρείχε σχετική ασφάλεια, την οποία ονόμασαν Αυλών (σημερινό Αυλωνάρι), δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη του τόπου[3]. Εδώ μεταφέρθηκε και η έδρα της εκκλησιαστικής επισκοπής. Την ίδια περίοδο οικοδομείται το εποπτικό κάστρο του Αγίου Γεωργίου Κύμης και ανακαινίζονται οι οχυρώσεις του βυζαντινού φρουρίου στο ύψωμα Δραγωνέρα, που αργότερα οι Λομβαρδοί αυθέντες της Εύβοιας θα το επονομάσουν ως Κούπα. Παράλληλα, θεμελιώνονται δύο σημαντικά θρησκευτικά κέντρα, οι Ιερές Μονές των Εισοδίων της Θεοτόκου Λευκών[4] στις ημιορεινές καταπτώσεις ανατολικά του Αυλώνα και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μάντζαρη, στα νοτιοανατολικά του Οξύλιθου. Κατά μία εκδοχή, πριν τον 13ο αιώνα, στην κορυφή του υψώματος που βρίσκεται το κάστρο Ποτήρι ανεγέρθηκε ένα άγνωστο περιτειχισμένο μονύδριο, πιθανώς αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά δεν αποκλείεται σε αυτή τη θέση να κατασκευάστηκε εξ’ αρχής ένα οχυρό στρατιωτικό φυλάκιο.
Εικ. 5: Άποψη του κωνοειδούς υψώματος Παναγία. Στην κορυφή του διακρίνονται τα οχυρωματικά κατάλοιπα του κάστρου Ποτήρι, το οποίο φέρεται να ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων από τους Λομβαρδούς βαρώνους της Εύβοιας, πριν τα μέσα του 13ου αιώνα.
Η λατινική εποχή του κάστρου.
Μετά τη λατινική κατάκτηση της Εύβοιας το 1205, η περιοχή του Αυλώνα πέρασε στην κατοχή του λομβαρδικού οίκου των Δαλλεκαρτσέρι/ντα Βερόνα (Dalle Carceri/Da Verona), αλλά δεν δύναται να διευκρινιστεί αν ανήκε πολιτειακά στο τριτημόριο (βαρωνία) της κεντρικής ή της νότιας Εύβοιας.
Η μετάβαση στο φεουδαρχικό σύστημα διοίκησης πραγματοποιήθηκε χωρίς να διαταραχτούν ουσιαστικά οι κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης, εκτός της μεταβολής των εκκλησιαστικών ζητημάτων. Το 1209 οι ορθόδοξες επισκοπές της νήσου υπάγονται αρχικά στη ρωμαιοκαθολική αρχιεπισκοπή Αθηνών, με εντολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ (1198–1216), συμπεριλαμβανομένης και της τοπικής επισκοπής Αυλώνα[5], η οποία σε επίσημα έγγραφα του Βατικανού μνημονεύεται με τη λατινική ονομασία «Abelonensis» ή «Avalonensis». Ο δε πρωτεύον οικισμός αποκαλείται πλέον ως «Avalona» ή «Valona».
Εικ. 6: Η ανατολική πλευρά του ναού της Παναγίας. Διακρίνεται η τρίπλευρη εξωτερική διαμόρφωση της κόγχης του Ιερού Βήματος με το μονόλοβο παράθυρο.
Πως οι εκκλησιαστικές αλλαγές στην Εύβοια επηρέασαν την ανέγερση του κάστρου.
Σύντομα καταργήθηκαν οι επισκοπές της Εύβοιας και ως αντιστάθμισμα διορίζονται πρωθιερείς (arciprete) στην περιφέρεια, σε μία προπαγανδιστική προσπάθεια της Αγίας Έδρας για προσηλυτισμό των ορθοδόξων πιστών στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα, ενώ με διακανονισμό του πάπα Ονώριου Γ’ (1216–1227) συστήνεται πλέον η μοναδική επισκοπή Ευρίπου, με εκκλησιαστική επικράτεια ολόκληρη τη νήσο.
Όμως στα 1235 επανιδρύεται η επισκοπή Αυλώνος, κατόπιν έντονων παρακλήσεων της ευημερούσας τοπικής κοινωνίας στον πάπα Γρηγόριο Θ’ (1227–1241), για πληρέστερη κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών της. Ίσως στη δίνη αυτών των εξαναγκαστικών μεταρρυθμίσεων, να διαλύθηκε το εικαζόμενο μονύδριο στην κορυφή του υψώματος Παναγία και να αντικαταστάθηκε από το μικρό κάστρο Ποτήρι, με απόφαση των πανίσχυρων Λομβαρδών βαρώνων (τριτημόριων) Δαλλεκαρτσέρι/ντα Βερόνα ή να ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων η πρότερη βυζαντινή οχύρωση και να επανδρώθηκε με λομβαρδική φρουρά. Εκείνο το χρονικό διάστημα, ο Αυλώνας άκμαζε έχοντας εξελιχθεί σε ένα σφριγηλό πλουτοπαραγωγικό πυρήνα αγροτογεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, εξασφαλίζοντας μία οικονομική άνεση στους Έλληνες άρχοντες (magnates greci) και ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο στον πληθυσμό της περιοχής. Επίσης, η διαλαμβανόμενη απόπειρα εκλατινισμού μέσω των εκκλησιαστικών παραγόντων δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς οι κάτοικοι δεν απώλεσαν την εθνική συνείδηση τους και παρέμειναν προσκολλημένοι στα πατροπαράδοτα ελληνικά ιδεώδη, θεωρώντας πάντοτε τους Λομβαρδούς και τους Βενετούς ως ξενόφερτους δυνάστες.
Εικ. 7: Άποψη των διατηρούμενων οχυρώσεων του κάστρου Ποτήρι, το οποίο καταλήφθηκε δύο φορές από τα βυζαντινά στρατεύματα, που τελούσαν υπό τη διοίκηση του θρυλικού ιππότη Λικάριου, κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Εύβοια στα 1272/1273 και την περίοδο 1276–1278.
Η σχέση του θρυλικού ιππότη Λικάριου με το κάστρο Ποτήρι.
Στα 1272/1273, ο θρυλικός Ιταλοκαρυστινός ιππότης Λικάριος, επικεφαλής ενός βυζαντινού εκστρατευτικού σώματος, καταφθάνει στην Καρυστία με σκοπό να προξενήσει όσο το δυνατόν περισσότερα πλήγματα στους μισητούς Λομβαρδούς τριτημόριους, ενεργώντας για λογαριασμό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1261–1282).
Χρησιμοποιώντας ως βάσεις εξορμήσεως τόσο το αινιγματικό κάστρο των Ανεμοπυλών[6], το οποίο είχε καταλάβει σε προγενέστερο χρόνο και το είχε διατηρήσει στην κατοχή του, όσο και τη Σκύρο, άρχισε να εκτελεί επιδρομές στην ανατολική ακτογραμμή της Εύβοιας, με την αμέριστη συμπαράσταση και των Γενουατών. Ταυτόχρονα υποκινούσε σε ξεσηκωμό τον ελληνικό πληθυσμό. Στη νήσο επικράτησε επαναστατικός αναβρασμός, όμως η εξέγερση ευοδώθηκε μόνο σε δύο μέρη: στους Ωρεούς και στην περιοχή του Αυλώνα. Ο ενθουσιασμός των κατοίκων ήταν ασυγκράτητος, φανερώνοντας το ακλόνητο εθνικό φρόνημά τους. Έβλεπαν στα πρόσωπα του Λικάριου και των αυτοκρατορικών στρατιωτών τους ελευθερωτές τους από τον λατινικό δεσποτισμό. Τα κάστρα Αγίου Γεωργίου Κύμης, Κούπα και Ποτήρι καταλήφθηκαν από τους επελαύνοντες Βυζαντινούς με τη σύμπραξη των Ευβοέων στασιαστών και οι οχυρώσεις τους επιδιορθώθηκαν ταχύτατα, ενώ ο Λικάριος με τη ναυτική μοίρα του κατέπλευσε στους Ωρεούς. Η προοπτική για μία ευρύτερη εισχώρηση στο εσωτερικό της Εύβοιας, έδειχνε ότι θα ήταν μία εύκολη υπόθεση.
Εικ. 8: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του μεσαιωνικού κάστρου Ποτήρι, όπου επισημαίνονται οι διατηρούμενες οχυρώσεις. (1): Πύργος, (2): Διατείχισμα, (3): Πιθανή πύλη, (4): Πιθανός πύργος ή προμαχώνας, (5): Πυργοειδές κτίσμα–δεξαμενή ύδατος, (6): Ναός της Παναγίας. Με κίτρινη διακεκομμένη γραμμή καταδεικνύεται το μονοπάτι πρόσβασης.
Πως αντέδρασαν οι αυθέντες της Εύβοιας έναντι του κινδύνου.
Η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση είχε μετατραπεί απρόσμενα σε εξαιρετικά δυσμενή για τους Λομβαρδούς αυθέντες, χωρίς να έχουν καμία υποστήριξη από τους Βενετούς του Νεγροπόντε (Χαλκίδα), που τηρούσαν μία ανεπιτήδευτη ουδετερότητα.
Για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μία επικείμενη γενικευμένη σύγκρουση με το βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα του Λικάριου, οι Δαλλεκαρτσέρι/ντα Βερόνα ζήτησαν ενισχύσεις από τον επικυρίαρχό τους, τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο (Guillaume II de Villehardouin, 1246–1278). Πράγματι, ο Φράγκος ηγεμόνας ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή τους και κατέφθασε αυτοπροσώπως στην πρωτεύουσα της Εύβοιας, ίσως περί την άνοιξη του 1274 ή κάπως νωρίτερα, έχοντας συγκεντρώσει μία ικανή στρατιωτική δύναμη από τις υποτελείς βαρωνίες του Μορέα. Επίσης συνοδευόταν και από τον Γάλλο στρατάρχη Ντριού ντε Μπομόντ (Dreux de Beaumont), που διοικούσε 700 εμπειροπόλεμους και επίλεκτους πολεμιστές[7], ο οποίος κόμπαζε πως από μόνος του θα έριχνε τους αχρείους Έλληνες επαναστάτες στη θάλασσα μέσα σε λίγες μέρες.
Εικ. 9: Τα κατάλοιπα των αμυντικών τειχών του κάστρου Ποτήρι, όπως διακρίνονται από τις ανατολικές υπώρειες της κορυφής του υψώματος Παναγία.
Η κλιμάκωση του πολέμου.
Τα φραγκολομβαρδικά στρατεύματα κινήθηκαν επί δύο κατευθύνσεων:
Ο Ντριού ντε Μπομόντ μαζί με τους βαρώνους της Εύβοιας προωθήθηκαν βόρεια προς κατάληψη των Ωρεών, ενώ ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος μαζί με τον εκτοπισμένο φρούραρχο του κάστρου Ποτήρι προέλασε αστραπιαία προς το νότο, για να καταστείλει το στασιαστικό κίνημα στην περιοχή του Αυλώνα. Η έκβαση των συγκρούσεων υπήρξε διαφορετική στα δύο μέτωπα. Η στρατιωτική δύναμη του πριγκιπάτου πιθανώς ακολούθησε το ορεινό δρομολόγιο Αμάρυνθος–Σέτα–Μανίκια–διάβαση Δραγωνέρας–Βρύση, μία ενέργεια που ήταν απρόβλεπτη και μη αναμενόμενη, κυριεύοντας αιφνιδιαστικά το φρούριο Κούπα. Κατόπιν εισέβαλε ακάθεκτη στην κοιλάδα του ποταμού Νηλέα, προκαλώντας τον τρόμο στους εξεγερμένους δουλοπάροικους χωρικούς (villani), οι οποίοι αποχώρησαν βεβιασμένα από τους οικισμούς τους και διασκορπίστηκαν στα γύρω βουνά. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Αυλώνα, κυρίως τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι, μάλλον κατέφυγαν στο όρος Ωκτωνιά, όμως πολλοί θαρραλέοι άνδρες αποφάσισαν να αντισταθούν και οχυρώθηκαν στο κάστρο Ποτήρι, μαζί με το βυζαντινό τμήμα περιφρούρησης. Παρά την ηρωική άμυνα που αντέταξαν κατά τη στενή πολιορκία από τον Βιλλεαρδουίνο, πολύ σύντομα οι έγκλειστοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν εξαιτίας της πείνας από την έλλειψη τροφίμων. Τότε οι Φράγκοι προέβησαν σε φρικτές θηριωδίες σφαγιάζοντας ανελέητα τους παραδοθέντες χωρικούς του Αυλώνα και άλλους αιχμάλωτους επαναστάτες, ενώ ενδεχομένως την ίδια τύχη να είχαν και οι Βυζαντινοί στρατιώτες[8]. Η τοπική ευβοϊκή εξέγερση των Ελλήνων πνίγηκε στο αίμα.
Στο μέτωπο τον Ωρεών, ο υπερφίαλος Ντρέ ντε Μπομόντ και οι Λομβαρδοί αυθέντες υπέστησαν πανωλεθρία σε μία μάχη εκ του συστάδην με το βυζαντινό στράτευμα, έξω από τα τείχη της πόλης, έχοντας βαρείες απώλειες σε άνδρες, άλογα και πολεμικό υλικό. Κατόπιν ο ακατάβλητος Λικάριος καταδίωξε τα υπολείμματα της φραγκολομβαρδικής δύναμης στα ορεινά της Βόρειας Εύβοιας, συλλαμβάνοντας αρκετούς αιχμαλώτους. Η συντριπτική ήττα ανάγκασε τον Κάρολο Ανδεγαυό, να ανακαλέσει εσπευσμένα τον ταπεινωμένο στρατάρχη στο βασίλειο της Σικελίας.
Εικ. 10: Ο ανατολικός πύργος του κάστρου Ποτήρι. Μετά την κατάληψή του από τους Φράγκους περί το 1274, οι Ευβοείς υπερασπιστές του σφαγιάστηκαν ανηλεώς, πιθανώς μαζί με τη βυζαντινή φρουρά.
Το τέλος της περιπέτειας.
Περί το τέλος του 1276/αρχές 1277, ο Λικάριος, που έφερε πλέον το ανώτατο βυζαντινό αξίωμα του μέγα δούκα (αρχιναύαρχος των στόλων), θα εξαπολύσει μία συντονισμένη επιθετική επιχείρηση στο εσωτερικό της Εύβοιας από τον βορρά και τον νότο, καταλύοντας την εξουσία των Δαλλεκαρτσέρι/ντα Βερόνα.
Έχοντας προηγουμένως εκπορθήσει το ξακουστό Κοκκινόκαστρο (Castello Rosso) της Καρύστου και διαθέτοντας υπό τις άμεσες διαταγές του ένα αξιόμαχο στράτευμα, προέλασε ορμητικά και κατέλαβε με τη σειρά τα κάστρα των Αρμενών (L’ Armena) στα Στύρα, Ποτήρι, Κούπα, Αργαλιά (Argalia, πιθανώς στον Δύστο) και Ριζόκαστρο (στο Μηλάκι Αλιβερίου), ευρισκόμενος παράλληλα σε συνεννόηση με ορισμένους αποστάτες Λατίνους φεουδάρχες της νήσου. Στο σαρωτικό πέρασμά του κάθε αντίσταση αποδείχθηκε μάταιη. Ταυτόχρονα, απέστειλε μία δεύτερη βυζαντινή στρατιωτική δύναμη να ενεργήσει από την περιοχή των Ωρεών, η οποία κυρίευσε το οχυρό του Μαντουδίου (Mandugo) και το νευραλγικό κάστρο της Κλεισούρας (Clesura) στην τοποθεσία Δερβένι, βόρεια από τους οικισμούς Άγιος και Νέος Παγώντας.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα σχεδόν ολόκληρη η ευβοϊκή επικράτεια πέρασε στην κυριαρχία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκτός από την καστροπολιτεία του Νεγροπόντε και την ευρεία εδαφική περιφέρειά της, που παρέμεινε υπό βενετολομβαρδική κατοχή. Ο δε Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος παραχώρησε στον Λικάριο την Εύβοια ως προσωπικό του τιμάριο, την οποία φαίνεται ότι διατήρησε στην κατοχή του περίπου έως το 1290–1296, οπότε χάνονται εντελώς τα ίχνη του. Αξίζει να σημειωθεί πως μία από τις προτεραιότητες του μέγα δούκα ήταν η επισκευή όσων φρουρίων είχαν υποστεί φθορές από τις πολεμικές συγκρούσεις, με το κάστρο Ποτήρι να συγκαταλέγεται ανάμεσά τους. Μετά την εξαφάνισή του από το προσκήνιο της ιστορίας ολόκληρη η νήσος ανακτήθηκε από τους Λομβαρδούς δυνάστες, που εκδίωξαν τις βυζαντινές φρουρές από τα κάστρα της.
Εικ. 11: Άποψη του σημερινού Αυλωναρίου και της ευρύτερης περιοχής, που από τα μέσα του 14ου αιώνα φέρεται να αποτέλεσε ανεξάρτητο φέουδο, υπαγόμενο απευθείας στον Βενετό βάϊλο του Νεγροπόντε.
Τα τελευταία χρόνια της Λατινοκρατίας.
Στα 1303 το άνω εκτημόριο της Νότιας Εύβοιας, στο οποίο περιλαμβανόταν πλέον και ο Αυλώνας με το κάστρο Ποτήρι, περιήλθε στην κυριότητα της διακεκριμένης βενετικής οικογένειας των Γκίζι (Ghisi), που διέθετε εκτενείς νησιωτικές κτήσεις στο Αιγαίο πέλαγος.
Έκτοτε ο τόπος γνωρίζει νέα άνθηση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, με σταθερό υπόβαθρο τον πλούτο των τοπικών Ελλήνων μεγαλοκτηματιών. Αυτή η ευμάρεια αντανακλάται στον περικαλλή επισκοπικό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Χάνια Αυλωναρίου, ο οποίος μετατράπηκε σε σταυρεπίστεγο το 1304 με τη χρηματοδότηση ντόπιων χορηγών και κοσμήθηκε με αγιογραφίες έξοχης αισθητικής.
Μεταξύ των ετών 1365–1386, η εύπορη περιοχή του Αυλώνα αυτονομείται και αποτελεί ανεξάρτητο φέουδο, υπαγόμενο ιεραρχικά απευθείας στον Βενετό βάϊλο του Νεγροπόντε, πιθανότατα μέχρι και την κατάκτηση της Εύβοιας από τους Οθωμανούς το 1470. Αυτή η μεταβολή έγινε για να αντιμετωπιστούν οι απειλές των Τούρκων, Φράγκων και Καταλανών πειρατών, που λυμαίνονταν τακτικά τις εύφορες κοιλάδες των ποταμών Μανικιάτη και Νηλέα, αποβιβαζόμενοι στις παραλίες του Στομίου στον Οξύλιθο και της Μουρτέρης αντίστοιχα. Είναι απολύτως ενδεικτικό ότι εκείνη την περίοδο υπήρχαν 25 εύρωστα χωριά στη διαλαμβανόμενη επαρχία, τα οποία παρήγαγαν άφθονα αγροτικά προϊόντα, όπως σιτάρι, λάδι, κρασί, μέλι, κερί και μετάξι. Η δε μεσαιωνική κώμη του Αυλωναρίου ήταν η έδρα του περιφερειακού Βενετού προϊστάμενου, που έφερε τον τίτλο «Capitaneus Avalone» και κατέστη ένα ακμαίο διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο[9]. Ενδεχομένως, στις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αιώνα, να αναγέρθηκε και ο υφιστάμενος εντυπωσιακός πύργος, ο οποίος ορθώνεται στο υψηλότερο σημείο του σημερινού οικισμού, κατά την υλοποίηση μίας ενιαίας πολεμικής οργάνωσης των Βενετών, με την κατασκευή αμυντικών πύργων στους κατοικημένους τόπους και έχοντας ισχυρά σημεία στηρίγματος τα κάστρα Ποτήρι, Κούπα και Αγίου Γεωργίου Κύμης.
Εικ. 12: Ο μεσαιωνικός τετραώροφος πύργος του Αυλωναρίου, που εκτιμάται ότι ανεγέρθηκε από τους Βενετούς ενδεχομένως κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αιώνα.
Το κάστρο επί τουρκοκρατίας.
Κατά την Τουρκοκρατία η περιοχή του Αυλώνα συνιστούσε Ναχιγιέ (δημοτικό διαμέρισμα) και ανήκε στον καζά (επαρχία) του Εγριμπόζ (Χαλκίδας).
Στην απογραφή του 1474 στο Αυλωνάρι καταγράφονται 97 σπίτια, τα οποία αυξήθηκαν σε 190 στα 1521, φανερώνοντας μία ραγδαία πληθυσμιακή και οικονομική πρόοδο του οικισμού. Η εκκλησιαστική επισκοπή Αυλώνος εξακολουθεί να υφίσταται τον πρώτο αιώνα του Οθωμανικού ζυγού, καθώς μνημονεύεται από τον Γερμανό κλασσικό φιλόλογο Μαρτίνο Κρούσιο (Martin Crusius, 1526–1607) στο έργο του «Turcograeciae»[10], που εκδόθηκε το έτος 1584, αλλά εκτιμάται ότι καταργήθηκε πριν το τέλος του 16ου αιώνα, καθώς έκτοτε δεν ανιχνεύεται καμία άλλη καταγραφή του ονόματός της στις βιβλιογραφικές πηγές. Το δε κάστρο Ποτήρι απαξιώθηκε από τους Τούρκους, καθόσον δεν κρίθηκε απαραίτητη η επάνδρωσή του και σταδιακά επήλθε η ερήμωσή του.
Εικ. 13: Η βόρεια πλευρά του υψώματος Παναγία, το οποίο επιστεφόταν από το κάστρο Ποτήρι. Στο βάθος δεξιά διακρίνονται οι εγκαταστάσεις του ατμοηλεκτρικού σταθμού Αλιβερίου, όπου διασώζεται ένας μεσαιωνικός πύργος ανάμεσα στις δύο καμινάδες.
Η περιγραφή του περιηγητή.
Ωστόσο, τα κατάλοιπά του μεσαιωνικού οχυρού πάντοτε προσέλκυαν τα βλέμματα των διάφορων ξένων περιηγητών και ιστοριοδιφών, που δεν παρέλειπαν να το επισκεφτούν.
Ένας εξ’ αυτών ήταν και ο Γάλλος αρχαιολόγος Ζουλς Ζιράρ (Jules Girard, 1825–1902), ο οποίος σε μία από τις τρεις περιοδείες του στην Εύβοια μεταξύ των ετών 1850–1851, διήλθε από το Αυλωνάρι και δίνει την εξής περιγραφή για το ύψωμα Παναγία: «Κατηφορίζοντας ανατολικά το Αιγαίο, πέφτουμε στους πρόποδες του βουνού της Οκτωνιάς, σε μία μακριά κοιλάδα μεριές μεριές καλλιεργημένη. Στη νοτιότερη από τις δαντελωτές κορφές του βουνού, σε μία σχεδόν απροσπέλαστη θέση, υψώνεται ένα μικρό βενετσιάνικο ή φράγκικο κάστρο. Στο εσωτερικό του, ακουμπάει σε μία εκκλησούλα μία κάμαρη, που οι μισογκρεμισμένοι τοίχοι της, όπως και το πάτωμα της, είναι επιμαρμαρωμένοι, σαν να ανήκανε σε λουτρό, όπως τα χτίζαν οι Ρωμαίοι, ή σε μία ασυνήθιστα χτισμένη στέρνα πάνω από την επιφάνεια της γης»[11].
Εικ. 14: Το βορειοανατολικό τμήμα των διατηρούμενων οχυρώσεων του κάστρου Ποτήρι, το οποίο ήταν ενταγμένο στο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού των Βενετών, λειτουργώντας ως κεντρική φρυκτωρία–αναμεταδότης της ευρύτερης περιοχής.
Τα αμυντικά πλεονεκτήματα του οχυρού.
Μολονότι φαινομενικά το κάστρο Ποτήρι δείχνει ως ένα ευτελές οχυρωματικό έργο, εντούτοις είχε μία πολλαπλή στρατηγική σπουδαιότητα για τον αμυντικό σχεδιασμό στην ευρύτερη περιοχή, καθώς το ύψωμα Παναγία συνιστά έδαφος μείζονος τακτικής σημασίας.
Η αρχική χρήση του ως επαρχιακό φυλάκιο επιτήρησης της στενόμακρης κοιλάδας του Νηλέα στα δυτικά είναι αναμφισβήτητη, ενώ από τη δεσπόζουσα θέση του παρέχεται πανοραμική παρατήρηση προς όλες τις κατευθύνσεις και σε μεγάλη εμβέλεια. Προς τα βόρεια διακρίνεται ο όρμος της Κύμης, προς τα ανατολικά ξεχωρίζει η δαντελωτή ακτογραμμή της Εύβοιας στο Αιγαίο πέλαγος, προς τα νότια κατοπτεύονται οι πεδινοί διάδρομοι, που απλώνονται μέχρι τον Δύστο και προς τα νοτιοδυτικά η θέα εκτείνεται προς τον όρμο του Αλιβερίου και τα παράλια της βορειανατολικής Αττικής στον μεμακρυσμένο ορίζοντα. Επίσης, η φρουριακή υποδομή είχε προστατευτικό σκοπό για τους κατοίκους του Αυλωναρίου, λειτουργώντας ως ένα ασφαλές καταφύγιο κατά τις πειρατικές προσβολές, με δεδομένο ότι οι περιστασιακοί επιδρομείς πολύ δύσκολα θα επιτίθονταν σε μία περιτειχισμένη τοποθεσία, αλλά το μέλημα τους θα ήταν να προβούν σε διαρπαγές και να αποχωρήσουν, όσο το δυνατόν συντομότερα.
Εικ. 15: Κατάλοιπα κτίσματος, αδιευκρίνιστης χρήσης, που εντοπίζονται στο εσωτερικό του οχυρωματικού περιβόλου, δίπλα από τη βόρεια πλευρά του ναού της Παναγίας.
Η χρυσή εποχή του κάστρου.
Ύστερα από τη μετατροπή του Αυλώνα σε βενετικό φέουδο και ιδιαίτερα μετά το 1390, όταν η Βενετία απέκτησε πλέον την πλήρη κυριότητα σε ολόκληρη την έκταση της Εύβοιας, αναβαθμίστηκε ο επιχειρησιακός ρόλος του κάστρου.
Έκτοτε εντάχθηκε στο πολυδαίδαλο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού των Βενετών, με τον διαφαινόμενο κεντρικό πύργο του να χρησιμοποιείται ως φρυκτωρία, για την εκπομπή φωτεινών μηνυμάτων με κάτοπτρα ή σημάτων καπνού μέσω ανάματος πυράς στην οροφή του. Μάλιστα ήταν κομβικής σημασίας, καθώς αποτελούσε τον κεντρικό αναμεταδότη του περιφερειακού δικτύου επικοινωνιών, έχοντας ανταπόκριση με το φρούριο Κούπα, το κάστρο Αγίου Γεωργίου Κύμης, το Ριζόκαστρο και πιθανώς έστω και έμμεσα με το μεσαιωνικό οχυρό Αργαλιά (Δύστος), ενώ επικοινωνούσε με τους πύργους του Αυλωναρίου, του Κουτουμουλά, της Ανθούπολης (εντός των εγκαταστάσεων του ατμοηλεκτρικού σταθμού Αλιβερίου), του Καδίου, των Κήπων, του Τραχηλίου και του Μονοδρίου.
Εικ. 16: Το πυργοειδές κτίσμα στο οποίο είναι προσκολλημένη η εκκλησία της Παναγίας. Εκτιμάται ότι ενδεχομένως να συνιστούσε το ακροπύργιο του κάστρου, ενώ το ισόγειο τμήμα του χρησιμοποιείτο ως δεξαμενή ύδατος.
Η σημερινή κατάσταση του οχυρώματος.
Σήμερα τα δομικά μέρη του κάστρου Ποτήρι βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση, με συνέπεια να είναι εξαιρετικά δυσχερής ο ακριβής προσδιορισμός της αρχιτεκτονικής διαρρύθμισής του.
Εκ πρώτης όψεως συμπεραίνεται ότι ο περίβολός του ήταν ακανόνιστος, έχοντας μέγιστες οριζόντιες διαστάσεις 47Χ25 μέτρα και μάλλον δεν πρέπει να περιέβαλλε την κορυφή του υψώματος Παναγία, αλλά το διαμορφούμενο πλάτωμά ήταν ατείχιστο τουλάχιστον στη νότια πλευρά του, όπου οι απόκρημνες βραχώδεις καταπτώσεις καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση. Από την οχύρωση διασώζονται τα βορειοανατολικά τείχη φθάνοντας σε ένα ύψος 3 μέτρων, ενώ το μήκος τους ανέρχεται σε περίπου 40 μέτρα και το πάχος τους προσεγγίζει το 1,40–1,50 μέτρο. Στην αρχική τους μορφή ίσως να ξεπερνούσαν τα 5 μέτρα και να διέθεταν οδοντωτές επάλξεις με περίδρομο. Στη βορειοδυτική και νοτιοανατολική πλευρά της κορυφής τα ίχνη των τειχών είναι λιγοστά και θεωρείται ότι είχαν ανάπτυγμα γύρω στα 15 με 20, καταλήγοντας στα σημεία όπου το ανάγλυφο του εδάφους γίνεται διακοπτόμενο και εντελώς απότομο. Η δε τοιχοποιία τους χρονολογείται στην περίοδο της Λατινοκρατίας στη Εύβοια (13ος–15ος αιώνας) και ανήκει στον τύπο της αργολιθοδομής, δηλαδή συνίσταται από ημιεπεξεργασμένους ασύμμετρους λίθους διαφόρων μεγεθών, στερεωμένους με συνδετικό κονίαμα, φέροντας σφηνοειδή κεραμικά τεμάχια προσαρμοσμένα στα ενδιάμεσα διάκενα.
Εικ. 17: Η βόρεια πλευρά της εκκλησίας της Παναγίας, όπου ανοίγεται η θύρα εισόδου. Η ανέγερση της ενδεχομένως να ανάγεται μάλλον στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, αλλά απαιτείται περαιτέρω επιστημονική τεκμηρίωση.
Τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα του κάστρου.
Ο αμυντικός περίβολος ενισχυόταν στην ανατολική γωνία του από έναν ορθογώνιο προεξέχοντα πύργο, διαστάσεων 5Χ5 μέτρων κατά προσέγγιση, από τον οποίο διατηρείται ένα τμήμα του, ενώ το ύψος του δεν δύναται να υπολογιστεί.
Στη βορειοανατολική γωνία του δίνεται η εντύπωση ότι διευθετείτο ένας δεύτερος πύργος ή προμαχώνας, αλλά αυτό το ενδεχόμενο θα πρέπει να διευκρινιστεί μέσω μίας εξειδικευμένης επισκόπησης. Η δε πύλη του μικρού οχυρού πιθανώς να σχηματιζόταν δίπλα από τον υπόψη απεικαζόμενο προμαχώνα, όπου υπάρχει ένα άνοιγμα στα βορειοανατολικά τείχη, το οποίο μοιάζει να είναι τεχνητό και να μην έχει προκληθεί από κατάρρευση της λιθοδομής.
Εξωτερικά του κάστρου και επί των νοτιοδυτικών υπωρειών του υψώματος Παναγία, εντοπίζονται ερειπωμένα τοιχία από ξερολιθιά, τα οποία φράσσουν τους φυσικούς αναβαθμούς ανάμεσα στους βράχους, κλιμακούμενα σε τρία υψομετρικά επίπεδα. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι κατ’ αυτόν το τρόπο αποκλειόταν και παραμικρή δυνατότητα προσέγγισης από την υπόψη κατεύθυνση, ενώ επιπρόσθετα δημιουργούνταν ευκαιριακές θέσεις μάχης.
Η συμβατική περίμετρος των οχυρώσεων αντιστοιχεί στο ακανόνιστα τριγωνικό πλάτωμα της κορυφής, καταλαμβάνοντας μία έκταση με υπολογιζόμενο εμβαδόν περίπου 1.500 τετραγωνικών μέτρων. Στο εσωτερικό διακρίνονται λιθοσωροί και ελάχιστα λείψανα τοιχίων, ενώ διασώζεται το περίγραμμα ενός μικρού τετράγωνου κτίσματος. Μολονότι η ταυτότητα και η χρονική αναγωγή αυτών των οικοδομικών καταλοίπων είναι δύσκολο να διευκρινιστεί, εντούτοις πιστεύεται αόριστα ότι ανήκουν στις βασικές κτιριακές εγκαταστάσεις της φρουριακής υποδομής, όπως σε χώρους στρατωνισμού και αποθήκευσης, αλλά και σε δεξαμενές ύδατος.
Εικ. 18: Άποψη του εσωτερικού της θολοσκεπούς εκκλησίας της Παναγίας. Διακρίνονται τα αρχιτεκτονικά μέλη από πωρόλιθο σε δεύτερη χρήση στο τέμπλο, που σχηματίζουν το πλαίσιο της Δεσποτικής εικόνας της Θεοτόκου, όπως και η επιζωγραφισμένη Αγία Τράπεζα.
Η εκκλησία της Παναγίας.
Στο μέσο του πλατώματος υπάρχει η λιθόκτιστη εκκλησία της Παναγίας, που είναι και το μοναδικό ακέραιο οικοδόμημα στην τοποθεσία.
Η δε δυτική πλευρά της είναι εφαπτόμενη σε ένα ορθογώνιο κτίσμα με τοιχώματα αξιοπρόσεκτου πάχους, το οποίο διατηρείται στο ήμισυ της κάτοψής του και σε ημιερειπωμένη κατάσταση. Διάφοροι ερευνητές επηρεασμένοι από τη σχετική αφήγηση του Ζουλς Ζιράρ, διατείνονται ότι αυτή η κατασκευή αποτελούσε μία ογκώδη δεξαμενή ύδατος, επισημαίνοντας ότι ήταν ασβεστόκτιστη και επιχρισμένη εσωτερικά με αδιάβροχο κονίαμα (κουρασάνι). Ωστόσο, κρίνοντας από την αρχιτεκτονική διαμόρφωσή της, εκτιμάται ότι ενδεχομένως στην πραγματικότητα να συνιστούσε το ιδιότυπο ακροπύργιο του κάστρου, περιορισμένων διαστάσεων περί τα 4Χ4 μέτρα. Η συγκεκριμένη ερμηνεία φαντάζει απολύτως εύλογη, λαμβάνοντας υπόψη ότι δομικά φαίνεται να ξεπερνούσε κατά πολύ σε ύψος τον προσκολλημένο ναό. Επίσης, η ύπαρξη δύο τετράγωνων εσοχών στο άνω μέρος του υφιστάμενου ανατολικού τοίχου, υποδηλώνει εμμέσως πως προοριζόταν για την προσαρμογή δοκών, που υποστήριζαν το ξύλινο πάτωμα ενός ορόφου. Άρα λοιπόν, είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για ένα αμυντικό πυργοειδές κτίσμα, τουλάχιστον δύο ορόφων, το οποίο λειτουργούσε ως κύριο παρατηρητήριο και φρυκτωρία, ενώ το ισόγειο τμήμα του χρησιμοποιείτο ως δεξαμενή ύδατος, όπως συνάγεται από τα εντοπιζόμενα ίχνη υδραυλικού κονιάματος.
Εικ. 19: Η όψη της επιζωγραφισμένης κτιστής Αγίας Τράπεζας, όπου παριστάνονται τρία φυτικά συμπλέγματα εντός πλαισίου με κυματοειδή άνω πλευρά.
Πότε τιμάται το εκκλησάκι.
Στο συμβατικό ακροπύργιο με τη δεξαμενή προσκολλήθηκε μεταγενέστερα η μονόχωρη και θολοσκεπής εκκλησία της Παναγίας, η οποία τιμάται στην «απόδοση της κοιμήσεως της Θεοτόκου (εννιάμερα)», εορτάζοντας κάθε 23 Αυγούστου[12].
Η λιθοδομή της είναι αρκετά παρόμοια με εκείνη των οχυρώσεων του κάστρου, όμως η χρονολόγησή της δεν μπορεί να πιστοποιηθεί με σαφήνεια, εξαιτίας της έλλειψης ακράδαντων αποδείξεων. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή θεωρείται ότι ανεγέρθηκε μάλλον κατά τους πρώιμους μεταβυζαντινούς χρόνους, ίσως στη θέση κάποιου κατεστραμμένου προγενέστερου ναού. Η είσοδος ανοίγεται στη βόρεια πλευρά, διαθέτοντας παραστάδες και υπέρθυρο από κατεργασμένους δόμους πωρόλιθου, που αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη, με δεδομένο ότι στο πίσω τμήμα της θύρας το ανώφλι διαμορφώνεται τοξοειδώς, υποδηλώνοντας δύο οικοδομικές φάσεις. Στον τοίχο ακριβώς πάνω από τη θύρα διακρίνεται μία τετράγωνη εσοχή για την τοποθέτηση φανού νυκτός.
Εικ. 20: Ανάγλυφη παράσταση δύο αντικριστών πτηνών πάνω από ένα ανθέμιο, η οποία εντοπίζεται στην αριστερή στήλη του πλαισίου της Δεσποτικής εικόνας της Θεοτόκου στο τέμπλο. Ενδεχομένως να ανάγεται στους μεσοβυζαντινούς/υστεροβυζαντινούς χρόνους (Πηγή φωτογραφίας: Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα).
Το εσωτερικό της εκκλησίας.
Το εσωτερικό της εκκλησίας είναι απολύτως λιτό, διαθέτοντας μόνο μερικές σύγχρονες φορητές εικόνες, δύο μανουάλια και ένα αυτοσχέδιο αναλόγιο.
Σε ορισμένες πηγές παρατίθεται ότι τα τοιχώματα ήταν επιχρισμένα και καλύπτονταν από αγιογραφίες σε ολόκληρη την επιφάνεια τους, όμως σήμερα δεν διακρίνονται παρά μόνο σποραδικά ψήγματα κονιάματος, από τα οποία εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα. Το τέμπλο είναι κτιστό κατασκευασμένο από ακανόνιστους λίθους και αρχιτεκτονικά μέλη από πωρόλιθο σε δεύτερη χρήση, τα οποία κυρίως σχηματίζουν το πλαίσιο της Δεσποτικής εικόνας της Θεοτόκου και αποσπάστηκαν πιθανότατα αυτούσια από κάποιο άλλο εγκαταλειμμένο ναϊκό οικοδόμημα. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν τα ανάγλυφα, που υπάρχουν στις στήλες εκατέρωθεν της διαλαμβανόμενης θεομητορικής παράστασης. Στα αριστερά διακρίνονται δύο αντικριστά πτηνά πάνω από ένα ανθέμιο και στα δεξιά απεικονίζεται ένα σταυροειδές σύμπλεγμα, ενώ και το γείσωμα διαγράφεται οξύκορφο με γραμμικές εξάρσεις. Επίσης το μονολιθικό υπέρθυρο της Ωραίας Πύλης διατρέχεται από έναν έκτυπο ελλειψοειδή πλοχμό. Αυτά τα αξιοσημείωτα διακοσμητικά στοιχεία ενδεχομένως δύναται να χρονολογηθούν, με κάθε επιφύλαξη, στη μεσοβυζαντινή/υστεροβυζαντινή περίοδο (12ος–13ος αιώνας) και πιθανότατα προέρχονται από μία παλαιότερη εκκλησία, η οποία είτε προϋπήρχε στην ίδια θέση, όπως έχει υποτεθεί, είτε βρισκόταν σε κάποιο άλλο κοντινό μέρος εκτός των τειχών του κάστρου Ποτήρι. Σε αυτή την αντίληψη συνηγορεί και η παρουσία αδιάγνωστων τμημάτων από κιονίσκους (κιονόκρανα ή βάσεις), που έχουν εναποτεθεί μπροστά από το τέμπλο και ίσως να ανήκουν στο εικονοστάσιο του απεικαζόμενου αρχαιότερου ναού, παρέχοντας ένα αμυδρά αληθοφανές υπόβαθρό στην εκδοχή της υπόστασης ενός μονυδρίου στον περιβάλλοντα χώρο, πριν τη λατινική κατάκτηση της Εύβοιας.
Εικ. 21: Άποψη του κτιστού τέμπλου του ναού της Παναγίας. Διακρίνεται η επιζωγραφισμένη Αγία Τράπεζα και τα εναποθετημένα τμήματα κιονίσκων δίπλα από την Ωραία Πύλη.
Τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του εσωτερικού της εκκλησίας.
Η κόγχη του Ιερού Βήματος είναι τρίπλευρη εξωτερικά και εσωτερικά διαμορφώνεται ημικυκλικά.
Ο δε φωτισμός πραγματοποιείται από ένα μονόλοβο παράθυρο. Μία εσοχή στον βόρειο τοίχο υπέχει τον ρόλο της Ιεράς Πρόθεσης, χωρίς να εντοπίζεται ανάλογη θέση απέναντι ως Διακονικό. Ωστόσο, το βλέμμα του επισκέπτη προσελκύει η κτιστή Αγία Τράπεζα, η οποία διαθέτει δύο επιζωγραφισμένα τοιχώματα σε λευκό φόντο. Στην όψη παριστάνονται τρία μάλλον φυτικά συμπλέγματα, σε σκούρο, ερυθρό και καφεκίτρινο χρώμα, εντός πλαισίου με κυματοειδή άνω πλευρά. Αντίστοιχα στη νότια επιφάνεια απεικονίζονται έξι μαύρες γραμμές, που διαπλέκονται μεταξύ τους ανά τρεις χιαστί στο κάτω μέρος, εντός πλαισίου με ελαφρά κυρτωμένες τις πλευρές του προς τα μέσα, ενώ στα διάκενα εμφανίζονται τρία παρόμοια αδιευκρίνιστα σχέδια, παραπέμποντας σε έναν υποτυπώδη θυρεό. Ο αρκετά εκλεπτυσμένος ζωγραφικός διάκοσμος της Αγίας Τράπεζας ενδεχομένως να ενισχύει την εκδοχή, ότι το εσωτερικό του ναού ήταν κάποτε πλήρως αγιογραφημένο. Όμως δεν αποκλείεται η περίπτωση, ολόκληρη η τετράγωνη κατασκευή να μεταφέρθηκε ακέραια από κάπου αλλού και να τοποθετήθηκε στο Ιερό Βήμα, κατά την ανοικοδόμηση του κτίσματος, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι φέρουσα, καθώς απλώς εδράζεται πάνω στο πάτωμα και δεν είναι κτιστά προσαρμοσμένη σε αυτό.
Ένας χώρος κατάνυξης.
Το δάπεδο της εκκλησίας είναι στρωμένο με λίθινες πλάκες και στη μία γωνία της δυτικής πλευράς έχει κτιστεί ένα χαμηλό έδρανο.
Ο φυσικός φωτισμός του εσωτερικού χώρου είναι ελλιπέστατος, αφού στους τοίχους δεν υφίσταται κανένα παράθυρο, αλλά ανοίγεται μόνο ένας μικρός τετράγωνος φεγγίτης στη θολοσκεπή οροφή. Φαίνεται ότι η απαιτούμενη φωτεινότητα εξασφαλιζόταν αποκλειστικά από τα κεριά και τα καντήλια, καθώς και από φανούς, οι οποίοι τοποθετούνταν σε εσοχές στους πλευρικούς τοίχους, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα κατάνυξης, πλην όμως ο επαρκής αερισμός του χώρου καθίστατο σίγουρα προβληματικός. Η δε κεραμοσκεπή του κτίσματος είναι σύγχρονη, ενώ παλαιότερα αναφέρεται ότι στεγαζόταν από σχιστόπλακες.
Εικ. 22: Το ανάγλυφο σταυροειδές σύμπλεγμα στη δεξιά στήλη του πλαισίου της Δεσποτικής εικόνας της Θεοτόκου στο τέμπλο (Πηγή φωτογραφίας: Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα).
Πως βελτίωσαν την ακουστική του χώρου.
Ένα λίαν ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό του μονόχωρου ναού είναι η ύπαρξη 24 πήλινων ραβδωτών και αράβδωτων σωληνωτών αγγείων, διαφόρων διαμέτρων, εντοιχισμένων στο ύψος της γένεσης του θόλου της οροφής, που διατάσσονται ανά 12 κατά μήκος της βόρειας και νότιας πλευράς, έχοντας ανοδική φορά.
Από τους περισσότερους μελετητές ερμηνεύονται ως ηχεία, μέσω των οποίων βελτιωνόταν η ακουστική του χώρου. Αυτή η πρακτική απαντάται συχνά σε βυζαντινούς ναούς, με τη διαφορά ότι σε επιλεγμένα σημεία των τοιχωμάτων τους προσαρμοζόταν πιο περιορισμένος αριθμός πήλινων ηχείων, σε σχήμα μικρού πίθου με το άνοιγμα προς τα έξω, προκειμένου να αντανακλάται και να ενισχύεται ο ήχος. Στην προκειμένη περίπτωση εκτιμάται ότι τα σωληνωτά αγγεία συνιστούν μία πρωτότυπη ιδιομορφία, που προσδίδει στην εκκλησία της Παναγίας μία ξεχωριστή μοναδικότητα[13].
Εικ. 23: Το μονολιθικό υπέρθυρο της Ωραίας Πύλη, που διακοσμείται από έναν έκτυπο ελλειψοειδή πλοχμό.
Συμπεράσματα.
Αναμφίβολα το κάστρο Ποτήρι αποτελεί ένα αξιόλογο μνημείο της Εύβοιας, που καταδεικνύει τη σημαντική μεσαιωνική ιστορία του Αυλωναρίου.
Οι δε κάτοικοι του χωριού έχουν κατανοήσει τη σπουδαιότητά του ως πολιτιστικό κληροδότημα του τόπου τους, μεριμνώντας για την ανάδειξή του σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, καθώς έχουν διευθετήσει τη διαδρομή πρόσβασης και το πλάτωμα της κορυφής. Επίσης, διατηρούν ενεργό τον ναό της Παναγίας, εορτάζοντας τη θρησκευτική πανήγυρή του στις 23 Αυγούστου κάθε έτος, με τη συμμετοχή αρκετών προσκυνητών, ενώ στον χώρο είναι υψωμένες μόνιμα επί ιστών η ελληνική και η βυζαντινή εκκλησιαστική σημαία. Ωστόσο, κατά την άποψη του γράφοντος, απαιτείται να διεξαχθεί μία επιστάμενη αρχαιολογική διερεύνηση του περιφερειακού οχυρού, έτσι ώστε να εξακριβωθούν το σχήμα του περιβόλου του, η θέση των πύργων του και οι λοιπές βοηθητικές κτιριακές εγκαταστάσεις στο εσωτερικό του. Μία αντίστοιχη επισκόπηση κρίνεται απαραίτητη και για το κτίσμα της εκκλησίας, η οποία θα τεκμηρίωνε τη χρονολόγηση και τις οικοδομικές φάσεις της, καθώς και την αναφερόμενη ύπαρξη αγιογραφικού διακόσμου, ενώ θα πιστοποιούσε και τη χρηστικότητα των πολυάριθμων πήλινων σωληνωτών αγγείων.
Εικ. 24: Τέσσερα πήλινα σωληνωτά αγγεία από τα συνολικά 24, που εντοπίζονται στους πλευρικούς τοίχους του ναού και τα οποία ερμηνεύονται ως ακουστικά ηχεία.
Παραπομπές
[1] Οι κεντρικές γεωγραφικές συντεταγμένες (GPS) του πλατώματος της κορυφής είναι 512710/4259522 (Κτηματολογικοί χάρτες/https://maps.gov.gr) και το υψόμετρό ανέρχεται στα 412 μέτρα.
[2] Το κάστρο Κούπα έχει ανεγερθεί στη θέση της αρχαίας οχυρωμένης πόλης Γρύγχαι, η οποία ανήκε διοικητικά στην επικράτεια της Ερέτριας.
[3] Στην αρχαία και μεσαιωνική ορολογία η λέξη «αυλών» ερμηνεύεται ως κοιλάδα.
[4] Στα 1835 το υπόψη μοναστήρι αφιερώθηκε στον Άγιο Χαράλαμπο και μετονομάστηκε, κατόπιν προτροπής του διαπρεπή Ευβοέα αγωνιστή και στρατιωτικού Νικόλαου Κριεζώτη.
[5] Η εκκλησιαστική διαίρεση της Εύβοιας στις αρχές του 13ου αιώνα συνίστατο στις επισκοπές Ευρίπου (Χαλκίδας), Ωρεών, Καρύστου, Σκύρου και Αυλώνος.
[6] Κατά την πιο αληθοφανή εκδοχή, το επίμαχο κάστρο των Ανεμοπυλών ενδεχομένως να βρισκόταν στην περιοχή του παραλιακού οικισμού Καστρί Πλατανιστού, όπου έχουν εντοπιστεί τα οικοδομικά κατάλοιπα της αρχαίας Γεραιστού, ενώ από την αρχαιολογική έρευνα διαπιστώθηκε η κατοίκηση του χώρου από τους προϊστορικούς έως και τους μεσαιωνικούς χρόνους.
[7] Το συγκεκριμένο στρατιωτικό τμήμα υπό τον Γάλλο πρωτοστράτορα είχε αποσταλεί στην Πελοπόννησο στα 1272/1273 από τον βασιλιά της Νεάπολης και της Σικελίας, Κάρόλο Α’ Ανδεγαυό (Charles d’ Anjou, 1226–1285), ως επικουρία προς τον Βιλλεαρδουίνο στα πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων του πριγκιπάτου της Αχαΐας με τους Βυζαντινούς.
[8] Ορισμένοι έγκριτοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι τα αναφερόμενα γεγονότα της πολιορκίας και της ανθρωποσφαγής από τους Φράγκους, έλαβαν χώρα στο φρούριο της Κούπας στη Βρύση Κονιστρών, στα οποία συνέπραξε και ο οικείος Λατίνος φρούραρχος, που φέρεται να διέμενε στο Νεγροπόντε. Προφανώς, αυτή η εκδοχή οφείλεται στην ονομαστική ταυτοσημία των δύο οχυρωμένων θέσεων. Όμως ο Αυλώνας ήταν ο σημαντικότερος οικισμός και η εστία της εξέγερσης στην περιοχή, δεχόμενος λογικά το κύριο βάρος της επιθέσεως του Βιλλεαρδουίνου. Πάντως, είναι πολύ πιθανό να διαπράχθηκαν φραγκικές ωμότητες και στις δύο περιπτώσεις, σε Κούπα και Ποτήρι.
[9] Μεταγενέστερα η έδρα του Βενετού διοικητή του φέουδου του Αυλώνα μεταφέρθηκε στο φρούριο της Κούπας.
[10] «Turcograeciae Libri Octo. Quibus Graecorum Status Sub Imperio Turcico, in Politia & Ecclesia, Oeconomia & Scholis, iam inde ab amissa Constantinopoli, ad haec usq[ue] tempora, luculenter describitur Tvrcograeciae Libri octo», Martin Crusius, Henricpetrus, Basel 1584.
[11] «Η ιστορία της αρχαίας Εύβοιας του Jules Girard», νεοελληνική απόδοση, με πρόλογο και συμπληρωματικά σχόλια από τον Γ. Ι. Φουσάρα, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, Τόμος ΙΑ’, σελίδα 75, Αθήναι, 1964.
[12] Ο ιατρός και ερευνητής της Εύβοιας Θεόδωρος Σκούρας αναφέρει ότι εκτός του κάστρου και σε ένα πλάτωμα στις βορειοανατολικές υπώρειες του υψώματος, διατηρείται ο τοίχος μίας άλλης εκκλησίας σε ύψος 1,20 μέτρων.
[13] Σε κάποιες διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ότι μερικά από τα πήλινα ηχεία χρησιμοποιούνταν ως ιδιότυπες πολεμίστρες, κατά τις πολιορκίες του κάστρου. Όμως αυτή η άποψη είναι ευφάνταστη και φαιδρή, καθόσον τα υπόψη σωληνωτά αγγεία σε καμία περίπτωση δεν προσφέρονται για τοξοθυρίδες ή τυφεκιοθυρίδες, λόγω της στενότητας και τις ανοδικής διεύθυνσής τους, που καθιστούν εντελώς αδύνατες τις στοχευμένες βολές.