Γιώργος Λόης
Μια συναρπαστική έρευνα για την παλαιότερη εκκλησία της Χαλκίδας. Οι μύθοι και οι αλήθειες για το παρελθόν της. Πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Η εν Χαλκίδι Βασιλική της Αγίας Παρασκευής», Γεώργιος Λαμπάκης. Έντυπο «Εβδομάς», αριθμός φύλλου 34, Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 1884.
2. «Παλαιά Βυζαντιακή Βασιλική της Αγίας Παρασκευής εν Χαλκίδι», Josef Strzygowski. Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, Τόμος Β’ (σελίδες 711 έως 728), 1885.
3. «Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής», Αναστάσιος Ορλάνδος. Ελληνική Γεωγραφική Εταιρεία, Αθήνα, 1922.
4. «Frankish architecture in Greece», Ramsay Traquair. Journal of the Royal Institute of British Architects (p. 42 – 48), third series, 31, Λονδίνο, 1923.
5. «Χριστιανικαί Αρχαιότητες Χαλκίδος», Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος. Δελτίο Αρχαιολογικής και Εθνολογικής Εταιρείας, Τόμος Θ’ (σελίδες 117 έως 129 και 720 έως 723), 1929.
6. «Η ξυλόστεγος βασιλική της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδος», Θ. Θεοχάρη. Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, Τόμος Ζ’ (σελίδες 140 έως 156), 1960.
7. «Η μεσαιωνική Χαλκίδα και τα μνημεία της (σχεδίασμα αρχαιολογικής βιβλιογραφίας)», Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος. Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, Τόμος ΚΣΤ’ (σελίδες 183 έως 204), 1970.
8. «Μεσαιωνικά μνημεία Εύβοιας», Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Λιάπης. Ιερά Μητρόπολη Χαλκίδος, Αθήνα, 1972.
9. «La consolidation de la domination de Venice dans la ville de Négrepont (1205-1390)», David Jacoby. Atti del Colloquio Internazionale: Bisanzio, Venezia e il mondo franco – greco (XIII-XV secolo), Istituto Ellenico di studi bizantini e postnizantini di Venezia, Centro Tedesco di studi Veneziani, Βενετία, 2002.
10. «Αγία Παρασκευή Χαλκίδας. Ένα Βενετικό Πρόγραμμα Ανοικοδόμησης το 13ο αιώνα», Δεληνικόλας Νικόλαος και Βέμη Βασιλική. «Βενετία – Εύβοια: Από το Έγριπο στο Νεγροπόντε (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Χαλκίδα, 12 – 14 Νοεμβρίου 2004)», σελίδες 229 έως 266, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών και Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα, 2006.
11. St. Mary of the Dominicans: The Monastery of the Fratres Praedicatores in Negropont» – Pierre A. MacKay. «Βενετία – Εύβοια: Από το Έγριπο στο Νεγροπόντε (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Χαλκίδα, 12 – 14 Νοεμβρίου 2004)», σελίδες 229 έως 266, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών και Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα, 2006.
12. «Η τρίκλιτη βασιλική της Αγίας Παρασκευής στην Χαλκίδα», Κωνσταντίνος Α. Ιωαννίδης. Εκδόσεις «Ίνδικτος», Αθήνα, 2007.
13. «The Timber Roof of Hagia Paraskevi Basilica in Chalkida, Greece: Multi – Disciplinary Methodological Approaches for the Understanding of the Structural Behaviour. Analysis and Diagnosis», Clara Bertolini Cestari, Panos Touliatos, Androniki Miltiadou, Nikos Delinikolas, Claudio Menichelli, Alan Crivellaro, Tanja Marzi, Eleftheria Tsakanika, Olivia Pignatelli, Gianoreste Biglione. «From Material to Structure. Mechanical Behaviour and Failures of the Timber Structures», ICOMOS IWC – XVI International Symposium, Florence, Venice and Vicenza, 11th – 16th November 2007.
14. «SS. Mary and Dominic (Ayia Paraskevi). The unique, unaltered 13century Dominican priory church in Negropont», Pierre A. MacKay. University of Washington, Sewanee Paper 2014 revision, https://digital.lib.washington.edu.
15. «What did Syropoulos miss? Appreciating the art of Lippomano chapel in Venetian Negroponte», Nikos D. Kontogiannis. In «Sylvester Syropoulos on politics and culture in the Mediterranean», edited by Fotini Kondyli, Vera Andriopoulou, Eirini Panou and Mary Cunningham, Birmingham, Byzantine and Ottoman Studies, Ashgate Publishing Limited, 2014.
Επιμέλεια δημοσίευσης στο Square.gr:
Βάγιας Κατσός.
Ορθογραφικός και συντακτικός έλεγχος:
Γιώργος Παπανικολάου
Υπόμνημα του συντάκτη:
Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον καθηγητή αρχαιολογίας κύριο Νίκο Κοντογιάννη για την διάθεση της πλήρους μελέτης του σχετικά με το βορειοανατολικό ταφικό παρεκκλήσιο του Πιέτρο Λιππαμάνο και των έγχρωμων φωτογραφιών από το εσωτερικό του, όπως επίσης και στους κύριους Βαγγέλη Κουζούνη και Παπαδόπουλο Γεώργιο για την αποστολή έντυπου υλικού, καθώς και στον κύριο Τάσο Κατσικά για την παραχώρηση των αντιτύπων από τα σπάνια σχεδιαγράμματα της πρόσοψης και της βορειοανατολικής πλευράς της Αγίας Παρασκευής περί τα 1850 της ομάδας των Δανών περιηγητών. Η συνδρομή τους ήταν πραγματικά πολύτιμη στην παρούσα ερευνητική εργασία.
Ένα εμβληματικό μνημείο στο ιστορικό κέντρο της Χαλκίδας.
Ο σημερινός ναός της Αγίας Παρασκευής είναι ένα εμβληματικό μνημείο της Χαλκίδας, που προσδιορίζει το ιστορικό της κέντρο, εκεί όπου εκτεινόταν αλλοτινά η καστροπολιτεία του Νεγροπόντε[1] δίπλα στον Εύριπο.
Όταν κάποιος αντικρίζει για πρώτη φορά το ναό εντυπωσιάζεται από τη μεγαλοπρεπή στιβαρότητα του αρχιτεκτονικού ρυθμού του. Από τις διάφορες πινακίδες και τους περιηγητικούς οδηγούς πληροφορούμαστε πως πρόκειται για μία τρίκλιτη βασιλική του 5ου–6ου αιώνα, που διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτη από εκείνη την μακρινή Παλαιοχριστιανική εποχή, ανεγερμένη πάνω στα θεμέλια ενός προγενέστερου αρχαιοελληνικού ιερού. Ωστόσο, όπως αναλυτικά θα δούμε παρακάτω, αυτή η παραδοσιακή επεξήγηση αποτελεί μία μάλλον επιπόλαια προσέγγιση σε ένα θέμα αρκετά πιο πολύπλοκο.
Οι δύο κολώνες με παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα εκατέρωθεν της κεντρικής εισόδου της Αγίας Παρασκευής. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Σύνθετο κιονόκρανο σε κολώνα εξωτερικά της πρόσοψης της Αγίας Παρασκευής. Χρονολογείται με επιφύλαξη στον 5ο αιώνα μ.Χ.. Η ανάγλυφη διακόσμηση του χαρακτηρίζεται από ανάμειξη του Ιωνικού και του Κορινθιακού ρυθμού. Εντός του μεταλλίου διαγράφονταν το μονόγραμμα του Χριστού.
Τι υπήρχε στη θέση της σημερινής Αγίας Παρασκευής τους αρχαίους χρόνους;
Πολλοί υποστηρίζουν ότι στην θέση της Αγίας Παρασκευής προϋπήρχε το περιφερειακό ιερό του Ολυμπίου Διός της αρχαίας Χαλκίδας.
Η αντίληψη αυτή όμως φαίνεται πως είναι εντελώς αβάσιμη και αυθαίρετη. Ο ναός του Ολυμπίου Διός πιθανολογείται ότι βρίσκονταν περί την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, καθώς από εκεί κοντά προέρχονται τα πέντε υπερμεγέθη κιονόκρανα και άλλο αρχαίο υλικό ναοδομίας των κλασικών χρόνων, που κατά καιρούς έχει ανακαλυφθεί στον περιβάλλοντα χώρο της[2]. Επίσης, στα 1848 διατυπώθηκε η άποψη[3] ότι εδώ υψώνονταν ένας άλλος τρισυπόστατος αρχαίος ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα, την Αρτέμιδα και τη Λητώ, αλλά νεότερες ανασκαφικές έρευνες τον τοποθετούν με σχετική ασφάλεια στη νότια πλευρά του λόφου του Αγίου Ιωάννη, όπου βρέθηκε ένας μαρμάρινος τρίποδας προς τιμήν του Δελφίνιου Απόλλωνα και αποθέτης με πολλά χάλκινα αναθήματα[4]. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά λοιπόν, θα πρέπει να αποκλειστεί η περίπτωση ενός προϋπάρχοντος αρχαίου ιερού στην εγγύτερη τοποθεσία της Αγίας Παρασκευής, μέχρι αποδείξεως ασφαλώς του αντιθέτου από την αρχαιολογική σκαπάνη, σε μελλοντική πιθανώς ανασκαφή.
Υπερμεγέθη κιονόκρανα Δωρικού ρυθμού στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας. Σύμφωνα με τον Α. Σάμψων προέρχονται από τον αρχαίο ναό του Ολυμπίου Διός, του οποίου η θέση δεν ταυτίζεται με αυτή της Αγίας Παρασκευής, καθώς τα τέσσερα από αυτά βρέθηκαν ενσωματωμένα σε τμήμα του μεσαιωνικού τείχους της Χαλκίδας, στην τοποθεσία του σημερινού Εμπορικού Επιμελητηρίου, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας.
Οι κιονοστοιχίες του μνημείου.
Η αρχιτεκτονική δομή του ναού άρχισε να απασχολεί συστηματικά τους επιστημονικούς κύκλους μόλις από τις αρχές της δεκαετίας του 1880[5].
Ωστόσο, μία συγκριτική επισκόπηση των θεωρούμενων ως αποδεικτικών στοιχείων, σίγουρα προκαλεί αρκετές απορίες και αφήνει ορισμένα κενά. Τα τρία κλίτη της βασιλικής οριοθετούνται από δύο ενδιάμεσες κιονοστοιχίες, οι οποίες αποτελούνται έκαστη από πέντε αρχαιοπρεπείς κίονες. Οι δύο εξ’ αυτών βρίσκονται σήμερα εξωτερικά της δυτικής πρόσοψης και έχουν κιονόκρανα διαφορετικής τεχνοτροπίας από τα υπόλοιπα. Στο εσωτερικό του ναού, τα τέσσερα από τα κιονόκρανα είναι σύνθετα μετά κυβικού επιθήματος, καθώς φαίνεται να αποτελούν ένα μίγμα Κορινθιακού και Ιωνικού ρυθμού με τις έλικες να σμικρύνονται[6]. Στο επίθημα διαγράφεται το μονόγραμμα του Χριστού εντός στεφάνης και χρονολογούνται στον 5ο αιώνα μ.Χ.[7]. Άλλα τρία φέρουν στον κάλαθό τους ανεμιζόμενα φύλλα πριονωτής ακάνθης, μία καλλιτεχνική τάση που υιοθετήθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ (408–450), όμως γενικότερα τοποθετούνται στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ. και κυρίως στην Ιουστινιάνεια περίοδο (527–565). Οι υπόλοιποι τρεις κίονες, ένας στα δεξιά της εισόδου και οι δύο ομόζυγοι ανατολικοί πριν από το τέμπλο, διαθέτουν μεν και αυτοί κιονόκρανα διακοσμημένα με απλά φύλλα ακάνθης, αλλά κατατάσσονται στους μεσοβυζαντινούς χρόνους, όπως και το παρόμοιο διπλό κιονόκρανο, που στηρίζεται η Αγία Τράπεζα του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας.
Οι κιονοστοιχίες με τα διαφορετικά κιονόκρανα του 6ου αιώνα που διαχωρίζουν τα κλίτη της Αγίας Παρασκευής θεωρείται ότι διατηρούνται στην ίδια με σήμερα θέση τους (in situ) από τον 5ο-6ο αιώνα, όπου και πρωτοτοποθετήθηκαν στο ναό, σε δεύτερη χρήση από παλιότερο οικοδόμημα. Πιθανοί μάρτυρες μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, από την οποία τίποτε άλλο μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Υπήρχε παλαιότερη παλαιοχριστιανική βασιλική στην θέση της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής;
Η ποικιλομορφία και η ασυνταύτιστη χρονολόγηση των κιονόκρανων συνιστά αρνητικό παράγοντα και δημιουργεί από μόνη της ικανά περιθώρια αμφισβήτησης, για την ύπαρξη μίας πρόδρομης παλαιοχριστιανικής βασιλικής στην θέση της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής.
Αρκετοί νεότεροι ιστορικοί[8] εξέφρασαν την άποψη ότι οι κίονες αυτοί είναι σε δεύτερη χρήση καθώς κάλλιστα θα μπορούσαν να προέρχονται από κάποιο άλλο ερειπωμένο οικοδόμημα της Πρωτοβυζαντινής εποχής, εκκλησιαστικό ή και δημόσιο, από την περιοχή της Χαλκίδας ή ακόμα και από μία άλλη πόλη. Αυτή είναι μία εύλογη παρατήρηση που ενισχύεται από την απουσία αναμφισβήτητων δομικών τεκμηρίων, εκτός από τα προαναφερθέντα κιονόκρανα του 5ου και 6ου αιώνα. Βέβαια, μία διερευνητική ανασκαφή κάτω από το υφιστάμενο δάπεδο της εκκλησίας[9] ή στον περιβάλλοντα χώρο, ίσως έφερνε πράγματι στο φως τις θεμελιώσεις μίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, εξανεμίζοντας τα νέφη των αμφιβολιών, αλλά επί του παρόντος κάτι τέτοιο φαντάζει πρακτικά αδύνατο να γίνει, λόγω των αναμενόμενων αντιδράσεων από τους εκκλησιαστικούς φορείς.
Κάτοψη της τρίκλιτης βασιλικής της Αγίας Παρασκευής.
Αναζητώντας τα ίχνη μιας άγνωστης βασιλικής.
Από την άλλη πλευρά, αν ασπαστούμε την παραδοσιακή εκδοχή της ιστορίας του ναού, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε και τα απαραίτητα προσκτίσματα μίας βασιλικής, κατά τα συνήθη αρχιτεκτονικά πρότυπα των πρωτοβυζαντινών χρόνων.
Το βασικότερο θα ήταν ένα παρακείμενο ναόσχημο κτίσμα, το οποίο θα αποτελούσε το βαπτιστήριο. Εικάζεται δε αόριστα ότι βρίσκονταν προσκολλημένο στην βόρεια πλευρά εξωτερικά της εκκλησίας, χωρίς να υφίσταται καμία επιβεβαιωμένη ένδειξη, έτσι ώστε να μας προδιαθέτει σε μία τέτοια παραδοχή. Μερικοί κάνουν λόγο ακόμα και για πολλαπλά βαπτιστήρια που εκτείνονταν μέχρι την θάλασσα, αλλά πρόκειται απλά για μία λίαν εξεζητημένη και ουτοπική θεώρηση, καθώς δεν παρουσιάζεται κανένα ανάλογο παράδειγμα στον παλαιοχριστιανικό κόσμο. Επίσης, η εξεταζόμενη βασιλική της Αγίας Παρασκευής ενδεχομένως να διέθετε έναν νάρθηκα στη δυτική πλευρά και στην προέκταση του να σχηματίζονταν ένα τετράπλευρο αίθριο με περιστύλιο και πρόπυλο, με αποτέλεσμα σχεδόν να διπλασιάζεται ο λειτουργικός χώρος του οικοδομικού συγκροτήματος.
Τμήμα από τη βόρεια κιονοστοιχία της Αγίας Παρασκευής. Διακρίνεται ένα κιονόκρανο διακοσμημένο με ανεμιζόμενα φύλλά ακάνθης, όπως και ένα δίλοβο οξυκόρυφο παράθυρο Γοτθικής τεχνοτροπίας. Η ανάμειξη παλαιοχριστιανικων και δυτικότροπων αρχιτεκτονικών στοιχείων είναι ένα από τα αινίγματα της εκκλησίας. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Το μέγεθος του μνημείου.
Η σημερινή εκκλησία έχει οριζόντιες διαστάσεις 37,50 μέτρα μήκος και 20,50 μέτρα πλάτος, τις οποίες πήρε λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ανοικοδομήθηκε το κατεστραμμένο δυτικό μέρος της, μετά από ισχυρό σεισμό που έγινε το Σεπτέμβριο του 1853, αφήνοντας εξωτερικά της πρόσοψης δύο κίονες. Πριν τη θεομηνία το μήκος της ήταν μεγαλύτερο, φθάνοντας τα 44 μέτρα[10].
Υπάρχουν δε μελετητές[11] που ανεβάζουν το πρωταρχικό μήκος του οικοδομήματος στα 51 μέτρα, σημειώνοντας ότι δέχτηκε πολλές επεμβάσεις και από κάποιους προγενέστερους σεισμούς. Το δε ύψος της σήμερα φτάνει τα 18 μέτρα. Αυτό το μεγάλο μέγεθος προσεγγίζει κάπως τις διαστάσεις μίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής με νάρθηκα και προσκτίσματα, πλην όμως δεν αποτελεί επαρκές αποδεικτικό στοιχείο. Ωστόσο, έντονο προβληματισμό προξενεί η παρουσία κιονόκρανων, Ιωνικού ρυθμού και με φύλλα ακάνθης, στην τοξωτή στοά (loggia) της νότιας πτέρυγας του ισογείου της αποκαλούμενης «οικίας του βάϊλου», παρόμοιας τεχνοτροπίας με εκείνα της Αγίας Παρασκευής, που ενδεχομένως να υποδηλώνουν την προέκταση του περιστυλίου αίθριου ενός θρησκευτικού συγκροτήματος της Πρωτοβυζαντινής εποχής[12]. Επιπλέον, από τον Νικόλαο Γιαννόπουλο πληροφορούμαστε ότι γύρω από την εκκλησία διακρίνονταν διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη τουλάχιστον μέχρι τέλος της δεκαετίας του 1920, που εικάζεται ότι προέρχονταν από αυτήν, αν και ο ίδιος τα χρονολογεί στους μέσους Βυζαντινούς χρόνους, μία περίοδος με την οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω.
Κοντινή λήψη κιονόκρανου από τη βόρεια κιονοστοιχία της Αγίας Παρασκευής. Φέρει στον κάλαθο του ανεμιζόμενα φύλλα πριονωτής ακάνθης. Εκτιμάται ότι ανάγεται στο α’ μισό του 6ου αιώνα μ. Χ.. Αντιπροσωπεύει μία καλλιτεχνική τάση που υιοθετήθηκε αρχικά την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β’ (408 – 450) και αναπτύχθηκε κατά την Ιουστινιάνεια περίοδο (527 – 565).
Σύντομη αναδρομή στη χριστιανική ιστορία της Χαλκίδας.
Ποιοι ήταν όμως οι παράγοντες που δημιούργησαν την ανάγκη ανέγερσης ναού σε αυτήν την τοποθεσία; Προκειμένου αυτοί να γίνουν κατανοητοί θα κάνουμε εδώ μια σύντομη αναδρομή στην επικράτηση του χριστιανισμού στη Χαλκίδα.
Ο σπόρος του Χριστιανισμού στην Εύβοια φέρεται να εμφυτεύτηκε από τον ίδιο τον Απόστολο Παύλο στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ.. Μέχρι το 300 μ.Χ. φαίνεται πως είχε αποκτήσει γερές ρίζες, αφού θεωρείται ότι τότε ήταν ήδη συγκροτημένες οι επισκοπές Ευρίπου (Χαλκίδας), Καρύστου και Πορθμού[13]. Μετά την επικράτηση της νέας θρησκείας στα 391 μ.Χ. οι χριστιανοί ιεράρχες μεταβάλλονται σε προβεβλημένα δημόσια πρόσωπα και η εκκλησία ανελίσσεται. Έτσι, οι κατά τόπους ταπεινοί ευκτήριοι οίκοι μεταλλάσσονται σε ευρύχωρες εκκλησίες τύπου βασιλικής, ώστε να εξυπηρετηθούν οι λατρευτικές ανάγκες των αυξανόμενων πιστών. Από αυτήν την εξέλιξη φυσιολογικά δεν θα ξέφυγε και η Χαλκίδα, της οποίας ο επίσκοπος έλαβε μέρος στην δεύτερη αντικανονική Σύνοδο της Εφέσου στα 449 μ.Χ..
Τμήμα της νότιας κιονοστοιχίας στο εσωτερικό της Αγίας Παρασκευής. Στο κέντρο, ένας κίονας με σύνθετο κιονόκρανο Κορινθιακού – Ιωνικού ρυθμού, πιθανόν του 5ου αιώνα μ.Χ., ογκώδους κυβικού επιθήματος, όπου διαγράφεται το μονόγραμμα του Χριστού εντός στεφάνης. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Η ανέγερση ενός νέου τόπου λατρείας κοντά στον Εύριπο.
Το ζήτημα είναι ότι ως και τον 5ο αιώνα ο κυρίως αστικός ιστός της πόλης, εκτείνονταν ακόμα σε μία περίμετρο με ακτίνα περίπου 800 μέτρων βορείως του λιμένα του Αγίου Στεφάνου και των πηγών της Αρέθουσας, όπου διαμορφώνονταν το διοικητικό κέντρο με τα δημόσια κτίρια και ίσως θα έπρεπε εδώ να είχε ανεγερθεί μία μεγαλοπρεπής εκκλησία ως έδρα του τοπικού επισκόπου.
Όμως από την Ελληνιστική περίοδο είχε αρχίσει να κατοικείται και η περιοχή κοντά στον πορθμό, όπου σχηματίζονταν μία αγορά με τρεις στοές[14] και βρίσκονταν ο αρχαίος Δωρικός ναός του Ολυμπίου Διός. Ο δε Αδαμάντιος Σάμψων σημειώνει εμφαντικά ότι οφείλουμε να παραδεχτούμε την παρουσία ενός παράλληλου οχυρωμένου οικισμού δίπλα στον Εύριπο, τουλάχιστον από εκείνη την εποχή και εκεί τοποθετεί το κυριότερο εμπορικό λιμάνι της πόλης[15]. Συνεπώς με την εδραίωση του Χριστιανισμού θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιη η ίδρυση μίας εκκλησίας στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου, καθώς αυτή η διπλή πολεοδομική ιδιότητα διατηρήθηκε και στην διάρκεια των πρωτοβυζαντινών αιώνων. Μπορούμε όμως να προβούμε σε κάποιο συσχετισμό με τη βασιλική της Αγίας Παρασκευής; Η απάντηση ίσως να κρύβεται παραδόξως στην ποικιλομορφία των κιονόκρανων σε συνδυασμό με ένα καταστρεπτικό φυσικό φαινόμενο.
Δύο αρχαιοπρεπή κιονόκρανα που βρίσκονται στη στοά (loggia) της νότιας πλευράς του ισογείου της «οικίας του βάϊλου». Είναι ανάλογα με εκείνα των κιονοστοιχιών της Αγίας Παρασκευής και εικάζεται ότι προέρχονται από την ίδια προϋπάρχουσα βασιλική της Παλαιοχριστιανικής -ή κατά τον Νικόλαο Γιαννόπουλο της Μεσοβυζαντινής εποχής-, η οποία είχε μεγαλύτερες διαστάσεις από τη σημερινή εκκλησία.
Οι θεομηνίες που πιθανότατα οδήγησαν στη δημιουργία της καστροπολιτείας του Ευρίπου.
Το 551 μ.Χ.[16], συνέβησαν ασυνήθιστοι και ισχυρότατοι σεισμοί στην κυρίως Ελληνική επικράτεια[17].
Ένας από αυτούς είχε επίκεντρο στην περιοχή της Βοιωτίας, υπολογίσιμης έντασης 6,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ[18]. Κατά πάσα πιθανότητα, από την σφοδρότητα του φαινομένου επηρεάστηκε άμεσα και η Χαλκίδα, με δεδομένη την γεωγραφική εγγύτητα της με την Βοιωτία και πολλά από τα κτίρια της αρχαίας πόλης θα υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Μάλιστα, ενδεχομένως ο τοπικός πληθυσμός να είχε μειωθεί δραματικά από μία παρατεταμένη επιδημία λοιμού, που έπληττε την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού Α’ από το 531 μ.Χ. και διάρκεσε 52 χρόνια με κάποια διαλείμματα[19].
Εξαιτίας αυτών των δύο ολέθριων θεομηνιών φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε ο αστικός ιστός γύρω από το λιμάνι του Αγίου Στεφάνου και η πόλη συρρικνώθηκε, στον ήδη υπάρχοντα οικισμό κοντά στον δίαυλο του Ευρίπου, λαμβάνοντας την μορφή μίας ευρύτερης καστροπολιτείας, η οποία μάλλον ολοκληρώθηκε στα πρώτα χρόνια του αυτοκράτορα Ηράκλειου, περί το 610–620 μ.Χ.. Εξάλλου η νέα θέση παρείχε περισσότερη ασφάλεια απέναντι σε επίδοξους επιδρομείς και η νέα περίμετρος των τειχών απαιτούσε μικρότερη δύναμη στρατεύματος για την φύλαξη τους.
Διπλό κιονόκρανό διακοσμημένο με φύλλα ακάνθης, που λειτουργεί ως υποστήριγμα της Αγίας Τράπεζας του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας. Πηγή: αρχείο Θεόδωρου Σκούρα, ΓΑΚ Ευβοίας – arxeiomnimon.gak.gr.
Η ανάγκη ανέγερσης μιας νέας βασιλικής εντάσσεται στο νέο οχυρωματικό και οικιστικό πυρήνα του Ευρίπου.
Σε αυτή την πολεοδομική μεταβολή της Χαλκίδας ήταν αναγκαία η ανέγερση μίας περιώνυμης καθεδρικής εκκλησίας σε κεντρικό σημείο του νέου κάστρου που διαμορφώθηκε, προκειμένου να αποτελέσει την έδρα του επιφανούς Χριστιανού επισκόπου, την οποία ίσως μπορούμε να ταυτίσουμε με τη βασιλική της Αγίας Παρασκευής.
Ως οικοδομικό υλικό μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δομικά στοιχεία και αρχιτεκτονικά μέλη από παλαιότερα ερειπωμένα κτίρια, μία πρακτική που δείχνει να δικαιολογεί κάπως τη διαφορετικότητα της τεχνοτροπίας και της χρονολόγησης των κιονόκρανων στο σημερινό ναό. Όλες οι παραπάνω δυνητικές ενδείξεις δε φαίνονται να είναι ικανές από μόνες τους, για να πιστοποιήσουν σαφώς την ύπαρξη μίας παλαιότερης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου–6ου αιώνα μ.Χ. στην θέση της Αγίας Παρασκευής, αλλά απλά μας προσανατολίζουν προς αυτό το ενδεχόμενο, που κατά την γνώμη του γράφοντος εντάσσεται μέσα σε ένα αληθοφανές πλαίσιο, διατηρώντας όμως τις όποιες επιφυλάξεις.
Ραβδωτός κίονας του ανατολικού τέλους της βόρειας κιονοστοιχίας του ναού της Αγίας Παρασκευής. Φέρει κιονόκρανο με φύλλα ακάνθης, το οποίο κατά τον Νικόλαο Γιαννόπουλο ανάγεται στην Μεσοβυζαντινή εποχή. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Κιονόκρανο ενός από τους δύο ραβδωτούς κίονες μπροστά από το τέμπλο της Αγιάς Παρασκευής. Διακοσμείται με την ανάγλυφη παράσταση απλών ανεμιζόμενων φύλλων ακάνθης, που τεχνοτροπικά παραπέμπει σε μία χρονολόγηση του στους μεσοβυζαντινούς χρόνους (9ος – 12ος αιώνας).
Η θεωρία της Παναγίας της Περίβλεπτου και της οικοδόμησης του ναού στα 1186.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Νικόλαος Γιαννόπουλος διακρίνει μία ενδιάμεση οικοδομική φάση στην εκκλησία, ανάγοντας ορισμένα κιονόκρανα στους μέσους Βυζαντινούς χρόνους.
Θεωρεί ότι καταστράφηκε από άγνωστη αιτία και ανοικοδομήθηκε τον 12ο αιώνα, αν και έχουν εκφραστεί αρκετές αντιρρήσεις ως προς αυτή την άποψη. Ο ίδιος την εξομοιώνει με το ναό της Παναγίας της Περίβλεπτου, βασιζόμενος σε μία ενεπίγραφη κτητορική πλάκα, την οποία είχε περισυλλέξει από κάποιο μέρος της Χαλκίδας και την δημοσίευσε στα 1926. Στην επιγραφή αναγράφονται τα εξής: «+ ΕΚΤΗCTH Ο ΠΑ(ν)CΕΠΤΟΣ ΝΑ(ΟC ΤΗΣ ΘΕ)ΟΤΟΚΟ(Υ) Η ΠΕΡΗΒΛΕΠΤΟC ΟC E(ΝΘΥΜΗ)CΕΟC ΑΝΝΗC & ΗΛΗΑ & ΓΑΒΡ(ΙΗΛ & ΘΥ)ΓΑΤΡΟC ΜΑΡΗΑC ΤΗC ΦΗΛΤΑΤ(ΗC & Η)(Λ)ΗΑ ΕΤΟΥΣ ςΧΝΔ ΕΠΗ ΑΠΤΟΥ C(…)»[20]. Αν παραβλέψουμε τα κραυγαλέα ορθογραφικά λάθη της αναθηματικής καταχώρισης, εξάγονται δύο πολύ ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Η πρώτη αφορά το χρονικό προσδιορισμό «ςΧΝΔ» που μετατρέπεται αριθμητικά σε 6694 έτη από κτίσεως κόσμου και αν αφαιρέσουμε τα 5508 έτη, τα οποία μεσολαβούν μέχρι την γέννηση του Χριστού, προκύπτει σαν χρονολογία οικοδόμησης[21] του συγκεκριμένου ναού το έτος 1186. Η δεύτερη είναι η πιστοποίηση της ανέγερσης μίας εκκλησίας στη Χαλκίδα αφιερωμένης στη Θεοτόκο την Περίβλεπτο στο τέλος του 12ου αιώνα, συνεκτιμώντας την καταγραφή ότι «εκτήστη» και ενδεχομένως να επρόκειτο για ένα νεόδμητο κτίριο, αφού δε γίνεται λόγος για ανοικοδόμηση ή ανακαίνιση[22]. Θα μπορούσε λοιπόν αυτή η επιγραφή να ανήκει σε ένα πρόδρομο ναό της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής των μέσων Βυζαντινών χρόνων, που με την σειρά του αποτελούσε συνέχεια μίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής; Δυστυχώς τα ιστορικά δεδομένα είναι μηδαμινά, ενώ απουσιάζουν άλλα απτά αρχαιολογικά ευρήματα, όμως θα προσπαθήσουμε να συνενώσουμε μερικές παραμέτρους, ευελπιστώντας να καταλήξουμε σε ένα βάσιμο συμπέρασμα.
Η λίθινη πλάκα με την κτητορική επιγραφή του ναού της Θεοτόκου της Περίβλεπτου των μέσων Βυζαντινών χρόνων (1186), τον οποίο ο Νικόλαος Γιαννόπουλος τον εξομοιώνει με την σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Μόνιμη έκθεση μεσαιωνικών γλυπτών στο δυτικό προμαχώνα του κάστρου στον Καράμπαμπα. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Ποια ήταν τα αίτια καταστροφής του πρώτου χριστιανικού ναού;
Αν θεωρήσουμε δεδομένη την ύπαρξη ενός καθεδρικού ναού στην Χαλκίδα από τον 5ο – 6ο αιώνα ο οποίος ερειπώθηκε ολοσχερώς στους μεσοβυζαντινούς χρόνους, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε και τα αίτια της καταστροφής.
Μερικοί ιστοριογράφοι εικάζουν ότι το μοιραίο γεγονός έλαβε χώρα κατά την πολιορκία της καστροπολιτείας του Ευρίπου από τον Σαρακηνό εμίρη της Ταρσού Εσμάν (Yazaman) στα 880, την οποία αντιμετώπισε με επιτυχία ο Βυζαντινός στρατηγός του θέματος της Ελλάδας Οινιάτης. Ωστόσο, κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις δεν φαίνεται να προκλήθηκαν εκτεταμένες φθορές σε οικοδομήματα και λοιπές εγκαταστάσεις της πόλης[23]. Ακόμα και να συνέβηκε μία πιθανή καταστροφή της σημαντικότερης εκκλησίας της Χαλκίδας, θα ήταν εντελώς παράλογο να αποδεχτούμε ότι παρέμεινε κατεδαφισμένη επί τρεις αιώνες, χωρίς να μεριμνήσουν οι κάτοικοι και οι τοπικές αρχές για την αναδόμηση και την επαναλειτουργία της. Επομένως θα πρέπει να αναζητήσουμε μία πλησιέστερη χρονολογία, λαμβάνοντας υπόψη ότι έως τις αρχές του 14ου αιώνα δεν καταγράφεται κάποιος ισχυρός σεισμός στην εγγύτερη γεωγραφική περιοχή.
Άποψη της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής από τα νοτιοανατολικά. Διακρίνεται η τετράγωνη διαμόρφωση του Ιερού Βήματος, χωρίς τις συνηθισμένες εξωτερικές κόγχες των Ορθόδοξων ναών. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Η πιθανότητα της καταστροφής του ναού από τους Νορμανδούς.
Πιο ενδεδειγμένο είναι να αναζητήσουμε μία εξήγηση για την καταστροφή του αρχικού χριστιανικού ναού ανατρέχοντας σε πολεμικά γεγονότα του 12ου αιώνα.
Έτσι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο καθεδρικός ναός της διαλαμβανόμενης Παναγίας της Περίβλεπτου μετατράπηκε σε χαλάσματα κατά την λεηλασία της Χαλκίδας στα 1147 από τους Νορμανδούς με επικεφαλής το βασιλιά της Σικελίας Ρογήρο Β’ (1093–1154), στα περιθωριακά πλαίσια της Β’ Σταυροφορίας. Κάτι ανάλογο ενδεχομένως να συνέβη όταν η καστροπολιτεία του Ευρίπου πολιορκήθηκε από τους Βενετσιάνους λίγο πριν την άνοιξη του 1171, εξαιτίας μίας σφοδρής διένεξης τους με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό[24]. Τότε το εκστρατευτικό σώμα της Βενετίας κατάφερε να κυριεύσει και να πυρπολήσει ένα μέρος της πόλης. Επιπρόσθετα, η πρωτεύουσα της Εύβοιας φέρεται να δέχτηκε μία Νορμανδική επίθεση στα 1185 για δεύτερη φορά, από τον βασιλιά Γουλιέλμο Β’ (1166–1189)[25]. Αυτές οι τρεις επιδρομές ίσως μας δίνουν το πρόδηλο στίγμα μίας ολοσχερούς ερήμωσης της εκκλησίας, που σε συνάρτηση με την πολιτικοκοινωνική αστάθεια της περιόδου, διάρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα στις δύο πρώτες περιπτώσεις ή απλά πραγματοποιήθηκε στην τελευταία.
Άποψη της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής από τα βορειοανατολικά. Ο τετράγωνος πύργος του κωδωνοστασίου είναι τοποθετημένος ανάμεσα στον χώρο του Ιερού Βήματος και του κυρίως ναού, ένα γνώρισμα των Ρωμαιοκαθολικών μοναστηριακών ναών.
Μια νέα αρχή.
Μετά τις προαναφερόμενες καταστροφές, τα έξοδα της ανέγερσης μίας νέας βασιλικής στην ίδια θέση και μορφή με την προγενέστερη παλαιοχριστιανική, ανέλαβε μία πενταμελής οικογένεια Χαλκιδαίων[26] και το έργο περατώθηκε στα 1186.
Στη δε κτητορική υπόμνηση προτιμήθηκε να αναγραφεί ότι «εκτήστη», επειδή κατασκευάστηκε ουσιαστικά από την αρχή, χρησιμοποιώντας ελάχιστα παλαιά αρχιτεκτονικά μέλη, ενώ αφιερώθηκε και πάλι στη Θεοτόκο την Περίβλεπτο. Μόνο με βάση αυτές τις συμβατικές παραδοχές είναι δυνατό να γίνει μία αδιόρατη διασύνδεση με την σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής[27]. Αν και δεν αποκλείεται η επιγραφή να αφορά ένα διαφορετικό εκκλησιαστικό ίδρυμα εντός των τειχών της καστροπολιτείας του Ευρίπου, εντούτοις οφείλουμε να αποδεχτούμε με σκεπτικισμό την ταύτιση της παλαιοχριστιανικής βασιλικής με το ναό της Παναγίας των μέσων Βυζαντινών χρόνων, καθώς η ονομασία αυτή εμφανίζεται σε μεταγενέστερες γραπτές αναφορές, υποδηλώνοντας την ύπαρξη ενός σημαίνοντα καθεδρικού ναού, που φυσιολογικά θα βρίσκονταν σε κεντρικό σημείο της πόλης.
Άποψη του υποβλητικού κεντρικού κλίτους της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής με το μαρμάρινο τέμπλο του 19ου αιώνα.
Η Λατινική εποχή της εκκλησίας. Σύντομο ιστορικό πλαίσιο της περιόδου.
Στα 1204 – 5 η Χαλκίδα και ολόκληρη η Εύβοια καταλαμβάνεται από τους Λατίνους Σταυροφόρους, ξεκινώντας έτσι ένα νέο ιστορικό πολύπαθο κεφάλαιο[28].
Από τα πρώτα χρόνια η Εύβοια πέρασε στην αποκλειστική κατοχή του Λομβαρδικού οίκου των Δαλλεκαρτσέρι / ντα Βερόνα (Dalle Carceri / da Verona), που έσπευσαν να εγκατασταθούν στη Χαλκίδα, η οποία θα αποκαλούνταν έκτοτε Νεγροπόντε (Negroponte), προσδίδοντας της την επιπρόσθετη επωνυμία «citta de Lombardi»[29]. Όταν το 1207 οι βαρώνοι του νησιού και οι Λομβαρδοί μεγιστάνες της Θεσσαλονίκης εκδήλωναν αυτονομιστικές τάσεις, θέλοντας να αποτινάξουν την επικυριαρχία του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκου της Φλάνδρας (1206–1216), ο απόλυτος κυρίαρχος της Εύβοιας Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι (1205–1216) ζήτησε την προστασία της αδημονούσας Βενετίας, διαβλέποντας τον επερχόμενο κίνδυνο αυστηρής τιμωρίας από τον Ερρίκο. Προχώρησε λοιπόν σε διαπραγματεύσεις με την Βενετσιάνικη κυβέρνηση, οι οποίοι τον αναγνώρισαν ως άρχοντα της νήσου (dominus insulae Nigripontis) με επίσημη πράξη το Μάρτιο του 1209 και ο Ραβανό κήρυξε την ηγεμονία του υποτελή στην Γαληνότατη Δημοκρατία. Μέσω της συμφωνίας που επικυρώθηκε οριστικά στα 1211, οι Βενετσιάνοι ίδρυσαν πλέον κανονική αποικία στο Νεγροπόντε και τέθηκαν σε καθεστώς εμπορικής αυτοτέλειας, αποκτώντας το επιπρόσθετο δικαίωμα να διατηρούν μία εκκλησία και μία αποθήκη σε όλες τις πόλεις της Εύβοιας[30]. Έκτοτε ο πυρήνας της Ενετικής παροικίας προσέλαβε την μορφή ξεχωριστής συνοικίας με την επωνυμία «Μπουργκέσια (Burgesia)», η οποία κατά πάσα πιθανότητα τοποθετείται στο βόρειο τμήμα της καστροπολιτείας και κοντά στη λεγόμενη «Κάτω Πύλη»[31].
Δύο διαμήκεις τομές της Αγίας Παρασκευής. Εκ του πρωτοτύπου του αρχιτέκτονα Νικόλαου Δεληνικόλα.
Γιατί ο Βενετικός Άγιος Μάρκος δεν ήταν στη θέση της Αγίας Παρασκευής.
Στην «Μπουργκέσια» βρίσκονταν και η εκκλησία των Ενετών, που τους είχε εκχωρηθεί για χρήση από τους Βυζαντινούς και την οποία μετονόμασαν σε Άγιο Μάρκο (San Marco), αποσπώντας την από την δικαιοδοσία του επισκόπου της Χαλκίδας και καθιστώντας την εξάρτημα του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου Ματζιόρε (San Giorgio Maggiore) στη Βενετία.
Η άποψη κάποιων ερευνητών πως πρόκειται για το ίδιο οικοδόμημα με τη σημερινή βασιλική της Αγίας Παρασκευής δεν ευσταθεί. Ο Άγιος Μάρκος δεν ήταν απαραίτητο να είναι ένα τόσο ευμέγεθες και επιβλητικό κτίριο σε κεντρική θέση, με δεδομένο πως στις αρχές του 13ου αιώνα η ενετική παροικία ήταν ακόμα ολιγομελής και οι λατρευτική της ανάγκη μπορούσε να εξυπηρετηθεί άνετα σε μικρότερο εκκλησιαστικό ίδρυμα. Επίσης, δεν διέθεταν ακόμη κυριαρχικά δικαιώματα στην πόλη, έτσι ώστε να δικαιολογείται μία παραχώρηση τέτοιου μεγέθους. Επιπρόσθετα, δεν συνάδει και με την περίπτωση της πιθανής εξομοίωσης της βασιλικής με τον μεσοβυζαντινό ναό της Παναγίας της Περιβλέπτου, καθώς αυτός εξακολούθησε να υφίσταται με αυτήν την ονομασία τα επόμενα χρόνια, όπως μαρτυρείται από τις επόμενες ιστορικές αναφορές.
Η «οικία του Βαΐλου» και η Αγία Παρασκευή, όπως είναι σήμερα. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Το προσκύνημα του Αυτοκράτορα Ερρίκου στην εκκλησία της Παναγίας.
Αμέσως μετά την πρώτη σύνοδο της Ραβένικα το Μάϊο του 1209, ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος κατέστειλε τη Λομβαρδική ανταρσία. Ο δαιμόνιος βαρώνος Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι κατάφερε όμως να τον εξευμενίσει και μάλιστα τον φιλοξένησε με τιμές στο Νεγροπόντε, όπου έγινε δεκτός με έκδηλο ενθουσιασμό από τους κατοίκους.
Κατά την τριήμερη διαμονή του οδηγήθηκε σε μία εκκλησία της Παναγίας για να προσκυνήσει και να προσευχηθεί[32], η οποία αναμφίβολα θα ήταν η πλέον σημαίνουσα και η πιο μεγαλόπρεπη της πόλης, ικανή να ανταπεξέλθει στην αίγλη ενός αυτοκράτορα. Μία αποκαλυπτική πληροφορία αντλείται από έγγραφο του Πάπα Ιννοκέντιου Δ’ (1243–1254) στα 1252, όπου μνημονεύεται η Παναγία η Περίβλεπτος της επισκοπής Νεγροπόντε[33]. Από αυτά τα δύο αποδεικτικά στοιχεία εξάγουμε το συμπέρασμα ότι στην καστροπολιτεία του Ευρίπου, όντως υπήρχε μία εκκλησία αφιερωμένη στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία αποσπάστηκε από τους Ορθοδόξους και μετασχηματίστηκε σε Ρωμαιοκαθολική. Έτσι αν υποθέσουμε ότι βρίσκονταν σε κεντρικό σημείο, όπως αρμόζει σε ένα καθεδρικό ναό, τότε δεν πρέπει να απορρίψουμε την εκδοχή να πρόκειται για τη σημερινή Αγία Παρασκευή.
Η βόρεια πλευρά της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής σε κατακόρυφο επίπεδο. Εκ του πρωτοτύπου του αρχιτέκτονα Νικόλαου Δεληνικόλα.
Η Αγία Παρασκευή περνάει στα χέρια Ρωμαιοκαθολικών μοναχών.
Μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα οι Βενετσιάνοι είχαν γίνει ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων στην Εύβοια, κηδεμονεύοντας τους Λομβαρδούς βαρώνους, μέσω του εκάστοτε διορισμένου βαΐλου τους, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στην Χαλκίδα από το 1216[34], όταν σύναψαν νέα συνθήκη με τους ανταπαιτητές συγγενείς του θανόντα Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι.
Εν τω μεταξύ σταδιακά δραστηριοποιήθηκαν στο Νεγροπόντε Λατίνοι ιερωμένοι, προερχόμενοι από ορισμένα μοναστικά Τάγματα της Δυτικής εκκλησίας, έχοντας ως κύρια αποστολή τη διάδοση του Ρωμαιοκαθολικισμού στους Ορθόδοξους κατοίκους (βλ. αναλυτικά εδώ). Ένα από αυτά ήταν το Τάγμα των Δομινικανών μοναχών (Dominican Order ή Ordo Praedicacatorum), οι οποίοι στα 1249 αποφάσισαν να ιδρύσουν δύο εκκλησιαστικούς οίκους στην Ελλάδα, τον ένα στην Θήβα και τον άλλο στη Χαλκίδα[35], αλλά οι προθέσεις τους καθυστέρησαν μερικά χρόνια να πραγματοποιηθούν, καθώς έπρεπε να βρεθούν πρόθυμοι και κατάλληλοι Ελληνομαθείς μοναχοί για να συγκροτηθούν οι αδελφότητες και να εξασφαλιστούν οι διαθέσιμοι χώροι. Είναι πολύ πιθανό να προηγήθηκε μία αντιπροσωπεία τους στις δύο πόλεις περί το 1250–1253, προκειμένου να ρυθμίσουν διαδικαστικά ζητήματα σχετικά με την παραχώρηση εδαφών ή τη μεταβίβαση σε αυτούς ενός ήδη υπάρχοντος Ορθόδοξου ναού ή μοναστηριού, μία συνήθης πρακτική οικειοποίησης που ακολούθησαν τα Ρωμαιοκαθολικά θρησκευτικά Τάγματα κατά την διείσδυση τους στην Ανατολή. Ο εκκλησιαστικός οίκος των Δομινικανών στη Θήβα λειτουργούσε σίγουρα στα 1253, αφού αναφέρεται σε επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Δ’ (1243–1254) εκείνου του έτους[36], ενώ δεν έχουμε καμία ένδειξη για ταυτόχρονη ίδρυση του με αυτόν στο Νεγροπόντε, ο οποίος ενδεχομένως συστήθηκε λίγο αργότερα. Πριν όμως προχωρήσουμε στην διασύνδεση της αδελφότητας του συγκεκριμένου μοναστικού Τάγματος με την εκκλησία της σημερινής Αγίας Παρασκευής και την τρίτη οικοδομική φάση της, κρίνεται σκόπιμο να παρακολουθήσουμε συνοπτικά τη ροή της ιστορίας, καθώς στο μεσοδιάστημα συνέβησαν κάποια κομβικά γεγονότα, που ενδεχομένως επηρεάζουν τη χρονική συγκυρία της εγκατάστασης τους στη Χαλκίδα.
Δύο σχεδιαστικές παραλλαγές του θυρεού του Λομβαρδικού οίκου των Δαλλεκαρτσέρι, οι οποίοι ήταν Λατίνοι δυνάστες της Εύβοιας από το 1205/06 έως το 1383. Οι επεξηγήσεις και οι πρωτότυπες αποχρώσεις του οικόσημου έχουν ως εξής: μαύρος πύργος με κόκκινη πόρτα και παράθυρα, που δηλώνει ένα παλαιό διάσημο πατριαρχικό οίκο, λευκός βραχίονας που κρατά ένα πράσινο κλαδί και εκφράζει μακρά στρατιωτική υπηρεσία και την απόκτηση εδαφών μέσω αυτής και κίτρινο ανασηκωμένο ελάφι, που συμβολίζει μεγαλοπρεπή αριστοκρατική καταγωγή.
Η επέκταση της Ενετικής συνοικίας νοτιοδυτικά.
Στα 1256 ξέσπασε ο επονομαζόμενος «πόλεμος για την Ευβοϊκή διαδοχή», ανάμεσα στον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο (1246 – 1278) και τους Λομβαρδούς ηγεμόνες της Εύβοιας, που είχε ως αποτέλεσμα οι Βενετοί, στο πλαίσιο πολεμικών ανταλλαγμάτων στους τελευταίους, να επεκτείνουν ακόμα περισσότερο τη συνοικία τους.
Έτσι, από την αρχική παραλιακή «Μπουρκέσια», κατά μήκος της οδού μεταξύ μιας νεόδμητης Δομινικανής μονής και της οικίας του Αρόλντο ντα Μιλάνο (Aroldo da Milano), η οποία συμπίπτει με το γραμμικό ίχνος των υφιστάμενων οδών Βαρατάση και Βάκη, έφτασε περίπου ως το μέσο των νότιων τειχών[37]. Όμως που ακριβώς βρίσκονταν αυτός ο προαναφερόμενος Δομινικανός οίκος και πότε συστήθηκε, αν θεωρήσουμε ότι είναι ελαφρώς μεταγενέστερος του αντίστοιχου της Θήβας, καθώς δεν μνημονεύεται σαν ορόσημο στο Ενετολομβαρδικό προσύμφωνο του 1256; Μήπως είναι δυνατό να γίνει κάποιος συσχετισμός με το φερόμενο ναό της Παναγίας της Περιβλέπτου (σημερινή Αγία Παρασκευή); Θα επιδιώξουμε να πάρουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μέσα από την ακτινογραφία της ροής των γεγονότων.
Δύο περίτεχνες απολήξεις (φουρούσια) των ακτινωτών νευρώσεων του ενός εκ των δύο σταυροθολίων του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας στην σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Διακοσμούνται με ανάγλυφα φυτικά θέματα και χρονολογούνται στα μέσα του 13ου αιώνα.
Οι Δομινικανοί της Θήβας αποκτούν την κυριότητα της Παναγίας της Περίβλεπτου και τη μετατρέπουν σε μονή του τάγματος τους.
Όπως γίνεται αντιληπτό η εμπόλεμη περίοδος από το 1255 έως το 1259 αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για μία πιθανή εγκατάσταση μίας αδελφότητας μοναχών στο Νεγροπόντε.
Ωστόσο, οι Δομινικανοί της Θήβας, οργανωμένοι πλήρως στα 1253, μπορούσαν να διαπραγματευτούν με τους Λομβαρδούς βαρώνους για την ίδρυση του δεύτερου μοναστικού οίκου του Τάγματος, πριν την έναρξη του «πολέμου για την Ευβοϊκή διαδοχή». Φαίνεται λοιπόν πως όχι μόνο έλαβαν την συγκατάθεση τους, αλλά τους μεταβιβάστηκε η κυριότητα της υπάρχουσας κεντρικής εκκλησίας της Παναγίας της Περίβλεπτου (σημερινή Αγία Παρασκευή), όπως φανερώνεται από τις διακριτές αποδείξεις, πιθανότατα και με την συναίνεση του Βενετσιάνου βαΐλου, ίσως και με την προϋπόθεση ότι θα συνέχιζε να λειτουργεί παράλληλα και ως καθεδρικός ναός της πόλης. Αυτή η αρκετά μεγαλόδωρη παραχώρηση εξηγείται μόνο από την ευρεία θρησκευτική επιρροή και δημοφιλία του Δομινικανού Τάγματος στους Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς. Η έγκριση των Λομβαρδών ενδεχομένως αντανακλάται σε μία περίληψη των Δομινικανών οίκων της Ελλάδας κατά τον 14ο αιώνα, εκδοθείσα στα 1719, όπου οι μονές στην Γλαρέντζα και στην Θήβα μνημονεύονται ως Γαλλικές (Gallicorum), ενώ στο Νεγροπόντε και στην Κρήτη παρατίθενται ως Λομβαρδικές (Lombardorum)[38]. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί δηλώνουν εμμέσως πλην σαφώς τους εθνοτικούς πάτρωνες των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και δεν αφορούν αποκλειστικά την καταγωγή των υπηρετούντων μοναχών. Συγχρόνως θα πρέπει να κληροδοτήθηκε στους Δομινικανούς και ικανή έκταση στον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας, για να ανεγερθούν τα βασικά βοηθητικά κτίρια, όπως το κολλέγιο, η βιβλιοθήκη, η τραπεζαρία και τα κελιά των μοναχών, αλλά και ο απαραίτητος μοναστικός περίβολος με τους διαδρόμους, έτσι ώστε ο οίκος τους να προσλάβει την κοινότυπη μορφή ενός Λατινικού αββαείου. Υπ’ αυτή την έννοια, η Δομινικανή μονή του Νεγροπόντε με την περάτωση της θα ήταν όντως ένα επιβλητικό οικοδομικό συγκρότημα, το οποίο θα συνιστούσε ένα βαρυσήμαντο ορόσημο στην καστροπολιτεία του Ευρίπου κατά την συμφωνία του 1262.
Τμήμα της ξύλινης στέγης της Αγίας Παρασκευής. Όπως προέκυψε από τις αναλυτικές εξετάσεις, η ξυλεία της εισήχθη από τις Ιταλικές Άλπεις.
Τα μυστικά του ναού της Αγίας Παρασκευής
Μόλις ο μεσοβυζαντινός ναός της Θεοτόκου της Περιβλέπτου (Αγία Παρασκευή) μεταβιβάστηκε στην αρμοδιότητα του Δομινικανού Τάγματος, αποφασίστηκε η ριζική ανάπλαση του οικοδομήματος σύμφωνα με την επικρατούσα νεωτεριστική τάση του 13ου αιώνα, δηλαδή ακολουθώντας τις επιταγές της δημοφιλούς Γοτθικής τεχνοτροπίας και σηματοδοτώντας την τρίτη και πιο αυθεντική οικοδομική φάση του.
Η ξύλινη στέγη της εκκλησίας μαρτυρά την περίοδο που χτίστηκε. Οι δοκοί έφτασαν στο Νεγροπόντε από τη βιοτεχνία παραγωγής τους στη Βενετία μετά το 1250. Οι Δομινικανοί μοναχοί που έχτισαν το ναό μάλλον προτίμησαν να παραγγείλουν το υλικό της στέγης από εκεί, διότι απλά ήταν καλύτερης ποιότητας. Οι εργασίες εκτιμάται πως διήρκεσαν περίπου μία πενταετία ή εξαετία το λιγότερο, (περί τα 1255-61 δηλαδή), αν αναλογιστούμε και το διαρκές εμπόλεμο κλίμα στην Εύβοια και στον Ελλαδικό χώρο εκείνη την περίοδο που πιθανότατα δυσκόλεψαν το εγχείρημα. Όσον αφορά την ταυτοποίηση της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής με το Δομινικανό οίκο του Νεγροπόντε, το πλέον ακράδαντο αποδεικτικό στοιχείο είναι οι μικροσκοπικές ανάγλυφες παραστάσεις, ύψους μόλις 30 εκατοστών, δύο επιφανών Ρωμαιοκαθολικών μοναχών που βρίσκονται στις εκατέρωθεν γενέσεις της θριαμβευτικής αψίδας, στις άνω γωνίες του τέμπλου του Ιερού Βήματος. Γενικά, το καλλιτεχνικό ύφος των ανάγλυφων είναι καθαρά Γοτθικό και εναρμονίζεται με την συναφή τεχνοτροπία και εικονογραφία που επικρατεί στην Γαλλία στα μέσα του 13ου αιώνα. Περισσότερα, σχετικά με τις αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες του ναού και τα μυστικά τους, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Η «οικία του Βαΐλου» και ο ναός της Αγίας Παρασκευής όπως είναι σήμερα. Άποψη από δυτικά. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Έγινε η ανέγερση της εκκλησίας στο πλαίσιο ενός γενικότερου προγράμματος ανοικοδόμησης της καστροπολιτείας του Ευρίπου από τους Βενετσιάνους;
Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω στην ιστορική διαδρομή της Δομινικανής μονής του Νεγροπόντε και στην διασύνδεση της με την σημερινή βασιλική της Αγίας Παρασκευής, είναι απαραίτητο να παρατεθούν μερικές διευκρινιστικές σκέψεις που άπτονται στο ζήτημα της ταυτότητας της και στις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές περιστάσεις την περίοδο της ίδρυσης της.
Ο αρχιτέκτονας Νικόλαος Δεληνικόλας και η αρχαιολόγος Βασιλική Βέμη στο σχετικό σύγγραμμα τους, υποστήριξαν ότι η ανέγερση της εκκλησίας διενεργήθηκε στο πλαίσιο ενός γενικότερου προγράμματος ανοικοδόμησης της καστροπολιτείας του Ευρίπου από τους Βενετσιάνους, σε συνδυασμό με την γειτονική παρουσία της παραδοσιακά αποκαλούμενης ως «οικίας του βαΐλου». Ωστόσο στα μέσα του 13ου αιώνα, η Βενετία δεν είχε ακόμα εδραιώσει την κυριαρχία της στο Νεγροπόντε, το οποίο παρέμενε ως «citta de Lombardi», έτσι ώστε να δικαιολογείται ένα τέτοιο εγχείρημα. Η δε επέκταση της Βενετσιάνικής συνοικίας από την αρχική Μπουργκέσια προς τα νότια τείχη επικυρώθηκε αμετάκλητα με την συνθήκη του 1262, όταν ήδη ο Δομινικανός οίκος βρίσκονταν σε πλήρη λειτουργία από το προηγούμενο έτος και αποτέλεσε σημείο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης για την χάραξη του πολεοδομικού συνόρου. Οι Λομβαρδοί βαρώνοι Δαλλεκαρτσέρι εξακολούθησαν να έχουν την πατρωνία της Ρωμαιοκαθολικής μονής τουλάχιστον για αρκετές δεκαετίες, αν και ήταν κοινό ορόσημο, γνωρίζοντας ότι μνημονεύεται ως Λομβαρδική (Lombardorum) στη σύνοψη των οίκων του θρησκευτικού Τάγματος στην Ελληνική επικράτεια κατά τον 14ο αιώνα[39]. Συνεπώς είναι κάπως αδόκιμο να γίνεται λόγος για ένα Βενετσιάνικο πρόγραμμα ανοικοδόμησης του Νεγροπόντε στα μέσα του 13ου αιώνα, με μοναδική ένδειξη τον προσπορισμό της ξυλείας για την κατασκευή της οροφής της εκκλησίας από την Βενετία, καθόσον τα ιστορικά δεδομένα δεν συνηγορούν στον ενστερνισμό αυτής της εντύπωσης.
Η βορειοανατολική πλευρά της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής σε σχέδιο του Christian Hansen (1838). Διακρίνεται ο πύργος του κωδωνοστασίου με την μορφή που είχε πριν τον καταστροφικό σεισμό του 1894, καθώς και ένα κυλινδρικό φρεατοστόμιο στον προαύλιο χώρο, το οποίο ενδεχομένως να είναι το ίδιο με εκείνο που εκτίθεται στο μουσείο μεσαιωνικών αναγλύφων στο κάστρο του Καραμπαμπά. Πηγή: M. Bendtsen, Sketches and Measurings. Danish Architects in Greece, 1818-1862, Copenhagen 1993.
Η δισυπόστατη αφιέρωση του μεσαιωνικού ναού στον Άγιο Δομίνικο και στην Παρθένο Μαρία.
Στην μελέτη των Δεληνικόλα και Βέμη αναφέρεται ακόμα ότι δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη μεσοβυζαντινής οικοδομικής φάσης στη βασιλική της Αγίας Παρασκευής.
Ίσως πάλι αυτό το συμπέρασμα να είναι ασφαλές, εξαιτίας της ριζικής αναδόμησης του ναού και της χρησιμοποίησης ελάχιστων αρχιτεκτονικών μελών από τον παλαιότερο, όπως είναι οι παλαιοχριστιανικοί κίονες και τα κιονόκρανα πριν τους χτιστούς ορθογώνιους πεσσούς. Από την διεξοδική έρευνα δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την εκτίμηση του Νικόλαου Γιαννόπουλου, για τα κιονόκρανα με τα σταθερά φύλλα ακάνθης των δύο ανατολικών κιόνων πριν το τέμπλο και αυτά του βάθρου της Αγίας Τράπεζας του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου, τα οποία αποδίδει σε μία διακρινόμενη μεσοβυζαντινή φάση, αφήνοντας ανοιχτό αυτό το περιθώριο έστω και ως ένα ανεπαίσθητο στίγμα. Σύμφωνα με τον Πιέρ Μακέϊ, οι έντονες διαφορές στην διαρρύθμιση μεταξύ «ελάσσονος» και «μείζονος εκκλησίας» της διττής διαμερισμάτωσης σε ανάλογα οικοδομήματα, συνήθως εξηγούνταν σαν το αποτέλεσμα μίας μετατροπής επί ενός προγενέστερου κτιρίου, αλλά ο ίδιος τηρεί μία απορριπτική στάση για το θέμα της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, λόγω της γνωμοδότησης των Δεληνικόλα και Βέμη. Ο Αμερικάνος καθηγητής εικάζει ότι μεσαιωνικός ναός ενδεχομένως να ήταν δισυπόστατος, αφιερωμένος στον Άγιο Δομίνικο και στην Παρθένο Μαρία, επειδή το Δομινικανό Τάγμα είναι γνωστό για την θερμή προώθηση της λατρείας της μητέρας του Χριστού. Επίσης, από μαρτυρίες διαφόρων περιηγητών και από γραπτές πηγές μεταγενέστερων χρόνων, προκύπτει πως το πιο επιβλητικό εκκλησιαστικό ίδρυμα στο Νεγροπόντε βρίσκονταν σε κεντρική θέση και έφερε την ονομασία της Αγίας Μαρίας. Αυτές οι ενδείξεις είναι ικανές να στηρίξουν την εκδοχή περί της διπλής υπόστασης του Δομινικανού καθολικού, αν αναλογιστούμε ότι όντως πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο οικοδόμημα της πόλης και το γεγονός ότι διέθετε τουλάχιστον το ένα νοτιοανατολικό παρεκκλήσιο κατά τον 13ο αιώνα, το οποίο ίσως να είχε δημιουργηθεί προς τιμήν του Άγιου Δομίνικου, ενώ ο κυρίως ναός να ήταν αφιερωμένος στην Παρθένο Μαρία ή το αντίστροφο, ανεξάρτητα αν η μονή μνημονεύονταν επίσημα με το όνομα του ιδρυτή του Τάγματος[40]. Αν βέβαια ασπαστούμε την παραδοχή του Γιαννόπουλου περί της ταύτισης της σημερινής βασιλικής της Αγίας Παρασκευής με την μεσοβυζαντινή εκκλησία της Θεοτόκου της Περίβλεπτου, ως μία βάσιμη ιστορική αλληλουχία, τότε είναι δυνατόν να προβούμε στην τολμηρή υπόθεση πως οι Δομινικανοί ενδέχεται να μην μετέβαλλαν εντελώς την λατρευτική ιδιοσυγκρασία της τελευταίας, αλλά να την ένωσαν με την καθοσίωση του Αγίου Δομίνικου.
Άποψη τμήματος του νότιου τοίχου από το εσωτερικό της βασιλικής της Αγίας Παρασκευής. Διακρίνονται τα φραγμένα ανοίγματα από δύο εκ των συνολικά τεσσάρων τοξωτών θυρών σε αυτήν την πλευρά της εκκλησίας. Τα κατώφλια τους βρίσκονταν κάτω από το επίπεδο του υφιστάμενου δαπέδου, φανερώνοντας την ανύψωση του με το πέρασμα των αιώνων από την μεσαιωνική εποχή.
Ήταν ο ναός της Αγίας Παρασκευής η έδρα του Λατινικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης;
Ένας ακόμα μετέωρος ισχυρισμός είναι ότι ο ναός της Αγίας Παρασκευής κατέστη η έδρα του Λατινικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, μετά την ανάκτηση της Βασιλεύουσας από τους Βυζαντινούς στα 1261.
Η αντίληψη αυτή οφείλεται στην περικαλλή λαμπρότητα και στο μέγεθος του οικοδομήματος, όπως επίσης και στις χαρακτικές αποτυπώσεις της μεσαιωνικής Χαλκίδας, όπου απεικονίζεται μία εκκλησία με την επωνυμία «Patriarchado». Πράγματι, ο εκδιωχθείς Ρωμαιοκαθολικός Πατριάρχης Πανταλέον Ιουστινιάνι διατήρησε τιμητικά τον τίτλο και φέρεται να κατέφυγε αρχικά στην πρωτεύουσα της Εύβοιας, αλλά δεν καταγράφεται πουθενά ότι παρέμεινε εδώ. Το ίδιο ισχύει και για τους διαδόχους του τουλάχιστον μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου 1314, όταν ο Πάπας Κλήμης Ε’ (1305–1314) ένωσε το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης με την επισκοπή του Νεγροπόντε[41] στο πρόσωπο του ιεράρχη Νικόλαου των Θηβών (π. 1308–1335). Έκτοτε η εκκλησιαστική έδρα του πρώτου μεταφέρθηκε τυπικά στην Χαλκίδα, προκειμένου ο εκάστοτε Πατριάρχης να εξασκεί τον άμεσο έλεγχο επί του Ρωμαιοκαθολικού κλήρου στις Λατινικές ηγεμονίες της Ανατολής και να αποκτήσει ξανά ένα εδαφικό έρεισμα στην Ελληνική περιφέρεια, που θα του απέδιδε ικανοποιητικές ετήσιες προσόδους. Άρα ήταν αναγκαία η παραχώρηση ενός υφιστάμενου ναού, είτε η ανέγερση ενός νέου, για την εξυπηρέτηση του υπόψη σκοπού. Όμως το «Patriarchado» εμφανίζεται στις χαλκογραφίες πλησιέστερα στα νοτιοανατολικά τείχη της καστροπολιτείας του Ευρίπου και πρόκειται σαφέστατα για ένα διαφορετικό κτήριο από το καθολικό της Δομινικανής μονής, το οποίο αποτυπώνεται σε ξεχωριστή και πιο κεντρική σημείο με την ονομασία «San Domenego» και ταυτίζεται αδιαφιλονίκητα με τον ναό της σημερινής Αγίας Παρασκευής, όπως γίνεται αντιληπτό μέσα από τις γραπτές πηγές και τα παρατιθέμενα απτά στοιχεία. Οι δε τιτουλάριοι Λατίνοι Πατριάρχες μετά τον Νικόλαο δεν διέμεναν πάντοτε στην Χαλκίδα και μάλλον ενασκούσαν τα καθήκοντα τους με εντεταλμένους τοποτηρητές του εκκλησιαστικού θρόνου τους.
Άποψη του βόρειου κλίτους. Αν παρατηρήσει κάποιος τον τοίχο διακρίνονται ένα φραγμένο λογχοειδές παράθυρο και μέρος της κλεισμένης τοξωτής πόρτας, που οδηγούσε στο διαμέρισμα της «μείζονος εκκλησίας» της Δομινικανής μονής του Νεγροπόντε. Για ευκολότερο εντοπισμό τους στη φωτογραφία, έχουν τονιστεί με λευκό περίγραμμα. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Η «πύλη του Πατριαρχείου».
Μία άλλη έμμεση απόδειξη αντλείται από τα χρονικά της πολιορκίας και της άλωσης του Νεγροπόντε από τους Τούρκους το καλοκαίρι του 1470, όπου μνημονεύεται η «πύλη του Πατριαρχείου» στο χερσαίο τείχος[42].
Αυτή ήταν μία τρίτη είσοδος στην πόλη από την νησιωτική ενδοχώρα, μέσω μίας γέφυρας στην αμυντική τάφρο που διακρίνεται και στις χαλκογραφίες, γνωρίζοντας ότι στον συγκεκριμένο τομέα των μεσαιωνικών οχυρώσεων οι κύριες πύλες ήταν δύο, η «πύλη του Ναού (Κάτω πύλη)» περίπου στην συμβολή των τωρινών οδών Αγ. Γοβιού, Φαρμακίδου και Ελ. Βενιζέλου και η «πύλη του Χριστού (Άνω πύλη)» στην διασταύρωση των οδών Παπαναστασίου και Φαβιέρου. Η ακριβής θέση της έτερης πυλίδας δύναται να προσδιοριστεί ανάμεσα στο Λαογραφικό Μουσείο και την εσωτερική βόρεια γωνία του περιβόλου της Σχολής Πεζικού, εκεί που άρχιζε κάποτε το οχύρωμα του Βούρκου και σήμερα διασώζονται τα κατάλοιπα της τάφρου (βλ. αναλυτικά εδώ). Από την επωνυμία της φανερώνεται ότι έδινε απευθείας πρόσβαση στο Λατινικό Πατριαρχείο, το οποίο θα πρέπει να βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση με αυτήν, όπως εξάλλου διαπιστώνεται και από τις απεικονίσεις, οπότε και αποκλείεται και η παραμικρή υποψία εξομοίωσης του με την βασιλική της Αγίας Παρασκευής.
Λεπτομέρεια έγχρωμης χαλκογραφίας που απεικονίζει την καστροπολιτεία του Νεγροπόντε και τα περίχωρα, όπως ήταν πριν την Τουρκική κατάκτηση στα 1470. Εντός κύκλων οι δύο διαφορετικοί ναοί του Λατινικού Πατριαρχείου (Patriarchado, 1) και του καθολικού της Δομινικανής μονής (s. Domenego, 2), καθώς και το κοντινό πορτάκι του Πατριαρχείου στα τείχη της πόλης (3). Έργο του Simon Pinargenti στα 1573.
Ήταν ο ναός η έδρα του Λατίνου επισκόπου του Νεγροπόντε;
Επίσης, ο αρχαιολόγος Γεώργιος Λαμπάκης στα 1884, αποφάνθηκε κάπως αυθαίρετα ότι η εκκλησία ήταν η έδρα του Λατίνου επισκόπου του Νεγροπόντε.
Στο ίδιο σκεπτικό προσανατολίζονται και οι Δεληνικόλας και Βέμη, υποθέτοντας ότι η κατασκευή των Γοτθικών τόξων και της γλυπτής διακόσμησης του πρεσβυτερίου και του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου, ίσως να οφείλεται στην παρουσία του επισκόπου, ο οποίος ανήκε στο Τάγμα των Δομινικανών και διορίστηκε στην Χαλκίδα, μετά την αναχώρηση του Λατίνου Πατριάρχη, καθώς και στην αναγκαστική συμβίωση και στη συνεργασία στο Νεγροπόντε των Βενετσιάνων και των Δομινικανών εκπροσώπων του Πάπα ή της σφαίρας επιρροής του, στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Όσο ελκυστική και αν φαντάζει μία τέτοια ερμηνεία, εντούτοις η Ρωμαιοκαθολική επισκοπή του Νεγροπόντε υπήρχε από τις αρχές της Λατινικής κατάκτησης της Εύβοιας στα 1205, αφού από τους λίγους Ελληνορθόδοξους ιεράρχες που αποδέχτηκαν την ανωτερότητα του Ποντίφικα της Ρώμης προσχωρώντας στο Καθολικό δόγμα ήταν ο τότε επίσκοπος Ευρίπου Θεόδωρος[42Β], ο οποίος είχε αναπτύξει οικειότητα και με τους Λομβαρδούς βαρώνους της νήσου χαιρετίζοντας την κυριαρχία τους. Συνεπώς η εκκλησιαστική έδρα του δεν καταργήθηκε για να επανασυσταθεί με Παπική εντολή λίγο μετά τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν περατώνονταν οι οικοδομικές εργασίες στη Δομινικανή μονή του Νεγροπόντε. Εκτός αν εκείνη την περίοδο όντως τοποθετήθηκε ως επίσκοπος της πόλης ένας άγνωστος ιερωμένος του Τάγματος, με αποτέλεσμα η εικασία των Δεληνικόλα και Βέμη να προσλαμβάνει μία συνειρμική αληθοφάνεια, η οποία όμως δεν επιβεβαιώνεται από τις διαθέσιμες πηγές.
Τμήμα της νότιας όψης της Αγίας Παρασκευής, σε φωτογραφία από τα τέλη του 19ου αιώνα. Διακρίνονται δύο από τις τέσσερις κτισμένες τοξωτές θύρες προς το εσωτερικό της μεσαιωνικής περιόδου, καθώς και τρία λογχοειδή παράθυρα από την σειρά των πέντε παραθύρων, που εκείνη την εποχή ήταν φραγμένα, γεγονός που φανερώνει ότι τα υφιστάμενα νεογοτθικά κουφώματα τοποθετήθηκαν στη νεότερη εποχή.
Η άγνωστη επισκοπή του Νεγροπόντε.
Η εμβληματική εκκλησία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί περιστασιακά και ως εναλλακτικός καθεδρικός ναός σε εορταστικές και επίσημες τελετές, παράλληλα με την μοναστηριακή της υπόσταση, αφού ήταν το πιο επιβλητικό κτίριο του Νεγροπόντε, μόνο με την προϋπόθεση της συγκατάθεσης των Δομινικανών και με την παραδοχή ότι ήταν αφαιρούμενο το ενδιάμεσο ξύλινο παραπέτασμα (intermedium), έτσι ώστε να διατίθεται κατ’ εξαίρεση ολόκληρος ο εσωτερικός χώρος.
Πάντως αυτή η έκδηλη διττή διαμερισμάτωση σε «μείζονα» και «ελάσσονα εκκλησία» απομακρύνει πολύ την περίπτωση του πλήρους επισκοπικού σκοπού της και αποκλείει την ενοριακή λειτουργία της, γιατί οι λαϊκοί απομονώνονταν και δεν έβλεπαν κανονικά τις ιερές ακολουθίες, παρά ανέμεναν να ακούσουν το κήρυγμα των Δομινικανών μοναχών. Άλλωστε στις χαλκογραφίες του Νεγροπόντε φαίνεται και ένας τρίτος ναός εντός των τειχών με την επωνυμία «Vescoado (Επισκοπή)», κοντά στην «πύλη του Χριστού (Άνω πύλη)», ο οποίος προσδιορίζεται περίπου στην τοποθεσία της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας. Ενδεχομένως λοιπόν αυτό το οικοδόμημα να πρόκειται για την πραγματική έδρα του Λατίνου επισκόπου του Ευρίπου, που διατήρησε την ονομασία του ακόμα και έπειτα από την συγχώνευση της επισκοπής με το Ρωμαιοκαθολικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης στα 1314 και την εκχώρηση ή ανέγερση ενός ανεξάρτητου εκκλησιαστικού ιδρύματος, που έλαβε το προσωνύμιο «Patriarchado», πλησίον των νοτιοανατολικών οχυρώσεων της καστροπολιτείας.
Η ανατολική εξωτερική πλευρά του τετράγωνου Ιερού Βήματος της βασιλικής πήρε τη σημερινή της μορφή, θυμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη μεσαιωνική της όψη, μετά από δομικές παρεμβάσεις της στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκτιμάται πως τότε τροποποιήθηκαν τα τρία άνωθεν παράθυρα, τα οποία αρχικά ήταν όλα λογχοειδή.
Το Ενετικό τείχος του 1304.
Μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα η Βενετία είχε εμπλακεί ακόμα πιο ενεργά στα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα της Εύβοιας, με αποτέλεσμα να προκαλούνται πλείστες έριδες με τους υποτελείς Λομβαρδούς αυθέντες της νήσου, οι οποίοι επιζητούσαν διακαώς να αυτονομηθούν από την επικυριαρχία της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου.
Η ψυχρότητα μεταξύ των δύο πλευρών κορυφώθηκε στα 1304, όταν οι Λομβαρδοί αποπειράθηκαν να φορολογήσουν ένα Βενετσιάνο πολίτη[43]. Αυτό το συμβάν έδωσε την κατάλληλη αφορμή στην κυβέρνηση της Βενετίας για την λήψη δραστικών μέτρων, έτσι ώστε να προφυλάξει τη σημαντικότατη αποικία της στο Νεγροπόντε, κατασκευάζοντας ένα ισχυρό διατείχισμα από βορρά προς νότο με τρεις πύλες, κατά μήκος του προβλεπόμενου συνόρου από την συνθήκη του 1262, διαχωρίζοντας κυριολεκτικά την πόλη στην μέση. Η μοναστηριακή εκκλησία των Δομινικανών μοναχών (σημερινή Αγία Παρασκευή) συμπεριλήφθηκε οριακά στον Βενετσιάνικο δυτικό τομέα, πλην όμως η μία από τις πύλες του εσωτερικού τείχους ανοίγονταν στον δρόμο που κατευθύνονταν στην «αδελφότητα των Ιεροκηρύκων»[44]. Αυτή η συμβιβαστική διευθέτηση υποδηλώνει ότι οι Λομβαρδοί ευγενείς Δαλλεκαρτσέρι/ντα Βερόνα, εξακολουθούσαν να έχουν την πατρωνία του Ρωμαιοκαθολικού αββαείου και αξίωσαν από τους Βενετσιάνους να τους αφήσουν μία ευχερή δίοδο προς αυτό.
Το εντυπωσιακό δίλοβο οξύκορφο παράθυρο, νεογοτθικού ύφους, που κοσμεί το κέντρο του ανατολικού εξωτερικού τοίχου του Ιερού Βήματος, αποτελεί προσθήκη των νεότερων χρόνων. Αποτελεί απομίμηση του παραθύρου που βρισκόταν στην ίδια θέση με τη μεσαιωνική περίοδο και είχε καταργηθεί επί Οθωμανοκρατίας.
Η επιρροή του Δομινικανού οίκου του Νεγροπόντε στην Ελλάδα.
Ο Δομινικανός οίκος του Νεγροπόντε είχε καταστεί σταδιακά ένα από τα σπουδαιότερα ιδρύματα του Τάγματος στην Ελλάδα, αφιερωμένος στην Παρθένο Μαρία και στον Άγιο Δομίνικο.
Όταν ο δούκας των Αθηνών Γκοτιέ ντε Μπριέν (Gauthier de Brienne, 1308–1311) συνέταξε τη διαθήκη του στη Λαμία, λίγο πριν τη μάχη του Αλμυρού στις 15 Μαρτίου 1311 με αντίπαλο το στράτευμα της «Καταλανικής εταιρείας», κληροδότησε το ποσό των 200 υπέρπυρων σε διάφορες μεγάλες Λατινικές εκκλησίες, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονταν και η υπόψη Γοτθική εκκλησία της Θεοτόκου στην Χαλκίδα[45], μαρτυρώντας την ευρύτερη πνευματική ακτινοβολία της. Στη Δομινικανή μονή προάγονταν και η θρησκευτική επιμόρφωση, καθώς είχε συγκροτηθεί σε κάποιο από τα κτιριακά εξαρτήματα της μία πολύ αξιόλογη βιβλιοθήκη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ένα από τα πρώτα μέλη της αδελφότητας του Νεγροπόντε, ο λόγιος Μπονακόρσο της Μπολόνια (Bonaccorso da Bologna, π. 1230 – 1295/1300), ο οποίος έγραψε μία πολυσύνθετη μελέτη στην Ελληνική γλώσσα σχετικά με διαφαινόμενα δογματικά σφάλματα των Ορθόδοξων σε αντιδιαστολή με τις Ρωμαιοκαθολικές αντιλήψεις. Μετά τον θάνατο του Μπονακόρσο, η πραγματεία του παρέμεινε στην αφάνεια, μέχρι την ανακάλυψη της από το νεοαφιχθέντα μοναχό Αντρέα Ντότο (Andrea Doto, +1334) γύρω στα 1326, ο οποίος επισήμανε την απρόσμενη ποιότητα της βιβλιοθήκης του Δομινικανών του Νεγροπόντε. Ο Ντότο μετέφρασε στα Λατινικά ένα μέρος από τα πρωτότυπα χειρόγραφα με την βοήθεια και άλλων αδελφών από το «scriptorium» της μονής[46], και το αντίγραφο στάλθηκε στον Πάπα Ιωάννη ΚΒ’ (1316–1334) με τον τίτλο «Thesaurus Veritatis Fidei (Θησαυρός Αληθινής Πίστεως)».
Δίλοβο οξύκορφο παράθυρο Γοτθικής τεχνοτροπίας στη βόρεια πλευρά της εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Πρόκειται για νεότερη προσθήκη του 19ου αιώνα. Δίπλα του διακρίνεται το φραγμένο άνοιγμα ενός τοξωτού παραθύρου πιθανόν της αρχικής κατασκευής των μέσων του 13ου αιώνα.
Οι επιφανείς που επισκέφθηκαν το μεσαιωνικό ναό.
Στα 1334, η Γενική Σύνοδος του Τάγματος ανέθεσε στον ηγούμενο της Αγίου Δομίνικου του Νεγροπόντε τα καθήκοντα του γενικού τοποτηρητή (Vicar) της εκκλησιαστικής «Δομινικανής Επαρχίας» της Ελλάδας, μέχρι την προσέλευση του νεοδιορισμένου περιφερειακού προϊστάμενου Φραγκίσκου ντε Τουσκανέλλα (Francisco de Tuscanella).
Από τις πιο επιφανείς προσωπικότητες που επισκέφτηκαν τη μονή, υπήρξαν ο μοναχός Βεντουρίνο Λαουρέντζι (Venturino Laurentzi) από το Μπέργκαμο, ο οποίος συμμετείχε στην Σταυροφορική εκστρατεία και πολιορκία της Τουρκοκρατούμενης Σμύρνης, όπου και απεβίωσε στα 1346, όπως και ο κόμης της Σαβοΐας Αμεντέο ΣΤ’(Amedeo VI, 1343–1383), ο οποίος διήλθε από το Νεγροπόντε στις 2 Αυγούστου 1366 στα πλαίσια της διεξαγωγής της λεγόμενης «Βαλκανικής Σταυροφορίας» και κατά τις συνήθειες του έκανε μία δωρεά τριών φλορινιών ενοικούσα αδελφότητα. Λίγο αργότερα, στα 1372, ένα από τα μέλη του μοναστηριού ανήλθε στο εκκλησιαστικό αξίωμα του εκκλησιαστικού προϊστάμενου του Τάγματος στην Ελληνική περιφέρεια, μία τοποθέτηση που αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για τους Δομινικανούς μοναχούς του Νεγροπόντε.
Φωτογραφία των Robert Weir Schultz και Sidney Barnsley, από το 1889. Η νοτιοδυτική γωνιά των μεσαιωνικών τειχών της πόλης και η Αγία Παρασκευή πίσω από αυτά. Ψηφιακή αποκατάσταση: Β. Κατσός.
Οι Βενετοί γίνονται κυρίαρχοι της πόλης και του μεγαλύτερου ναού της.
Πλησιάζοντας προς την δύση του 14ου αιώνα, η Βενετσιάνικη Σύγκλητος αποφασίζει να ανατρέψει το φεουδαρχικό κατεστημένο στην Εύβοια και να αποκτήσει την ουσιαστική κυριότητα ολόκληρης της καστροπολιτείας του Ευρίπου.
Μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης πολιτικής αστάθειας, ο Λομβαρδός ηγεμόνας της νήσου Νικολό Δαλλεκαρτσέρι (1358 – 1383) και δούκας της Νάξου, δολοφονείται στα 1383 στο έδαφος της τελευταίας από τον Βενετσιάνο Φραντζέσκο Κρίσπο (Francesco Crispo, 1376–1397), τον άρχοντα της Μήλου. Η ενέργεια αυτή ήταν υποκινούμενη από τη Βενετία, που όχι μόνο είχε απαλλαγεί από ένα φιλόδοξο και απείθαρχο υποτελή βαρώνο, καθώς ο Δαλλεκαρτσέρι σκόπευε να καταλάβει το Νεγροπόντε για λογαριασμό του, αλλά έσπευσε να δημεύσει και τις εκτεταμένες κτήσεις του στην Εύβοια, στις οποίες περιλαμβάνονταν και το κεντρικό τμήμα της νήσου[47]. Την ίδια περίοδο θα πρέπει να ανέλαβαν οι Βενετσιάνοι και την πατρωνία του Δομινικανού οίκου του Νεγροπόντε και να την επισημοποίησαν εντοιχίζοντας στην αυθεντική πρόσοψη το ανάγλυφο του φτερωτού λέοντα του Αγίου Μάρκου, ο οποίος αποτυπώνεται στο σχεδίασμα της από την ομάδα των Δανών περιηγητών περί τα 1850, πάνω από τον μεγάλο διακοσμητικό ρόδακα. Η εκκλησία της μονής του Αγίου Δομίνικου (σημερινή Αγία Παρασκευή) τιμώμενη στο όνομα της Παρθένου Μαρίας είναι αυτή που μνημονεύεται και από τον συμβολαιογράφο (notario) Νικόλαο ντι Μαρτόνι (Nicolao di Martoni), κατά το πέρασμα του από την μεσαιωνική Χαλκίδα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1395, επιστρέφοντας στην πατρίδα του από τους Άγιους Τόπους. Ο Ιταλός ταξιδιώτης καταχωρεί στο ημερολόγιο του ότι «ο πιο μεγάλος ναός αυτής της πόλης ονομάζεται Αγία Μαρία (S. Marie) και είναι ωραίος ναός»[48].
Φωτογραφία της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και πριν τον σεισμό του 1894. Στην ανατολική πλευρά του Ιερού Βήματος διακρίνονται τρία παράθυρα, ενώ δεν υπάρχει το σημερινό τέταρτο δίλοβο οξυκόρυφο παράθυρο, Γοτθικού ρυθμού, το οποίο είναι νεότερη προσθήκη.
Ένας τάφος μες το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Τα τελευταία χρόνια ως χριστιανικός ναός.
Λίγο πριν μπει ο 15ος αιώνας θα γίνει στη Δομινικανή εκκλησία μία παράδοξη αρχιτεκτονική τροποποίηση.
Ο ισόγειος χώρος στο νεόδμητο πύργο του κωδωνοστασίου διασκευάζεται σε ταφικό βορειοανατολικό παρεκκλήσι, προκειμένου να φιλοξενήσει το αρκοσόλιο[49] του Πιέτρο Λιππαμάνο (Pietro Lippamano ή και Lippomano), ενός Βενετσιάνου αξιωματούχου γεννημένου στο Νεγροπόντε που απεβίωσε στα 1398 (βλ. αναλυτικά εδώ). Η διασκευή αυτή του ναού, μαζί με την σχεδόν ταυτόχρονη ανέγερση του υπερκείμενου πύργου του καμπαναριού, θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μία θεωρητική τέταρτη οικοδομική φάση της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Η επιτύμβια ενεπίγραφη στήλη του επιφανούς νεκρού βρίσκεται εντοιχισμένη στον βόρειο τοίχο του παρεκκλησίου, που σήμερα είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, και μας παρέχει βασικές πληροφορίες για την ταυτότητα του. Τα υπόλοιπα χρόνια, κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, η Ρωμαιοκαθολική μονή της Αγίας Μαρίας και του Αγίου Δομίνικου καταγράφεται μία τελευταία φορά στα ιστορικά αρχεία, εξαιτίας μίας διαπραχθείσας παρανομίας. Στα 1468 η Γενική Σύνοδος του Τάγματος διέταξε να τιμωρηθούν με φυλάκιση οι αδερφοί Πέτρο (Petrus) και Τζιάννι ντε Παρούσκο (Gianni de Parusco) από το Νεγροπόντε, οι οποίοι είχαν συνωμοτήσει κακόβουλα και επιτέθηκαν χειροδικώντας εναντίον του τότε περιφερειακού προϊστάμενου της εκκλησιαστικής «Δομινικανής επαρχίας» της Ελλάδας, δημιουργώντας αναστάτωση και μέγα σκάνδαλο[50].
Απόσπασμα από πανοραμική φωτογραφία της Χαλκίδας (1884 – 90), στην οποία παρουσιάζεται η δυτική πρόσοψη της Αγίας Παρασκευής, όπως τροποποιήθηκε μετά την κατάρρευση της παλαιότερης στον σεισμό του 1853. Διακρίνεται το πάνω τμήμα από τις δύο νεότερες αντηρίδες της βόρειας πλευράς, ενώ αισθητή είναι και η απουσία των παραθύρων, τα οποία πρέπει να σφραγίστηκαν κατά τις εργασίες αποκατάστασης του οικοδομήματος στα μέσα του 19ου αιώνα, μάλλον για λόγους συνοχής στην τοιχοποιία.
Τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης.
Μετά την Οθωμανική κατάκτηση της Εύβοιας στα 1470, η επωνυμία του Δομινικανού οίκου της καστροπολιτείας του Ευρίπου αποτελούσε απλώς μία ανάμνηση, που αποτυπώνονταν έπειτα από ένα αιώνα στις χαλκογραφίες της μεσαιωνικής Χαλκίδας[51].
Η μεγαλοπρεπής Γοτθική εκκλησία μεταβάλλεται πλέον σε Μουσουλμανικό τέμενος στο όνομα του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ του Πορθητή (1432–1481). Οι Τούρκοι αφού προέβησαν στο βανδαλισμό των αγιογραφιών του βορειοανατολικού ταφικού παρεκκλησίου του Λιππαμάνο, κατόπιν τις επιχρίουν με ασβεστοκονίαμα προκειμένου να καταδικαστούν στην λήθη. Όλες οι τοξωτές περιφερειακές πόρτες χτίζονται και σφαλίζονται ερμητικά, ενώ στις πλευρές διανοίγονται επιπλέον τετράγωνα παράθυρα για να αυξηθεί ο φωτισμός του εσωτερικού. Πιθανότατα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ανυψώθηκε και το δάπεδο του αλλοτινού ναού και οι βάσεις των κιόνων στα κλίτη ενσωματώθηκαν σε αυτό. Ωστόσο, οι Οθωμανοί κατακτητές δεν επιδόθηκαν στην καταστροφή του υπέροχου γλυπτού διάκοσμου, ο οποίος ευτυχώς διατηρήθηκε ανέπαφος.
Η νοτιοανατολική πλευρά της Αγίας Παρασκευής, σε φωτογραφία πριν τον σεισμό του 1894. Οι εξωτερικοί τοίχοι της εκκλησίας καλύπτονται εξ’ ολοκλήρου με λευκό επίχρισμα και το τετράγωνο Ιερό Βήμα εμφανίζεται όπως είχε διαμορφωθεί κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, διαθέτοντας μόνο τρία ορθογώνια ανοίγματα κουφωμάτων και χωρίς κανένα γνώρισμα από τα οξύκορφα Γοτθικά παράθυρα των μεσαιωνικών χρόνων, πιθανόν λόγω του πάχους του επιχρίσματος στην τοιχοποιία της συγκεκριμένης πλευράς.
Η μαρτυρία του Εβλιά Τσελεμπή.
Η μετατροπή του Δομινικανού μοναστηριακού ναού (σημερινή βασιλική της Αγίας Παρασκευής) σε Μουσουλμανικό τέμενος επαληθεύεται μέσα από την μαρτυρία του Εβλιά Τσελεμπή (Evliya Çelebi, 1611 – 1684).
Ο διάσημος Τούρκος αξιωματούχος επισκέπτεται την Χαλκίδα στα 1667 και δίνει μία αρκετά παραστατική εικόνα για την καστροπολιτεία του Εγριμπόζ, όπως επονομάζονταν η πρωτεύουσα της Εύβοιας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μεταξύ άλλων στο οδοιπορικό του αφηγείται τα εξής: «Μέσα στο κάστρο του Εγριμπόζ είναι συνολικά έντεκα Τουρκικοί μαχαλάδες και έντεκα τζαμιά πιστών σουλτάνων. Πρώτα, πρώτα, το πιο παλιό απ’ όλα είναι το τζαμί του Μωάμεθ του Πορθητή. Παλιότερα, στον καιρό των γκιαούρηδων, ήτανε μεγάλη εκκλησία της χριστιανικής λατρείας. Τώρα είναι τόπος προσευχής των μουσουλμάνων. Το μάκρος του είναι 130 πόδια (39 μέτρα) και το φάρδος του είναι 90 πόδια (27 μέτρα). Είναι ένα μεγάλο τζαμί που έχει μέσα 48 μαρμάρινες κολώνες, είναι σκεπασμένο με κεραμίδια, έχει στρογγυλό τρούλο και μιναρέ σαν τετράγωνο πύργο, πηγάδι με πιόσιμο νερό και δύο πόρτες»[52]. Η περιγραφή του Τσελεμπή παραπέμπει στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, παρά τις ανακρίβειες για τον αριθμό των κολόνων και την σχετικά μικρή απόκλιση των οριζόντιων διαστάσεων, που μάλλον οφείλονται σε λανθασμένη πληροφόρηση από τον ντόπιο συνοδό του ή σε μεταφραστική παρανόηση της δυσνόητης παλαιάς Τουρκικής διαλέκτου του πρωτότυπου κειμένου. Πάντως, η αναφορά στον τετράγωνο μιναρέ δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης ότι πρόκειται για τον πύργο του κωδωνοστασίου, ενώ ο στρογγυλός τρούλος κάλλιστα μπορεί να ταυτιστεί με τον θόλο της οροφής του Ιερού Βήματος.
Άποψη της βορειοανατολικής πλευράς της εκκλησίας Αγίας Παρασκευής μετά τις εργασίες επισκευής των ζημιών από τον σεισμό του 1894. Στην θέση του κατεστραμμένου τμήματος του πύργου του κωδωνοστασίου κατασκευάστηκε ένα υποτυπώδες καμπαναριό, ενώ στην ανατολική πλευρά του Ιερού Βήματος προστέθηκε ένα δίλοβο Γοτθικό παράθυρο. Φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα. Ψηφιακή αποκατάσταση: Β. Κατσός.
Το μνημείο επι Οθωμανοκρατίας.
Ο Τσελεμπή καταγράφει το οικοδόμημα ως προγενέστερη «μεγάλη εκκλησία της χριστιανικής λατρείας» και σαν το πιο παλιό από όλα τα τζαμιά, που έφερε το όνομα του Μωάμεθ του Πορθητή.
Άρα μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι όταν κυριεύθηκε το Νεγροπόντε τον Ιούλιο του 1470, ο θριαμβευτής σουλτάνος μετέβηκε στη σημαντικότερη εκκλησία για να προσευχηθεί, μετατρέποντας την αυτόματα σε Μουσουλμανικό τέμενος επ’ ονόματι του, όπως συνέβηκε και στην περίπτωση του ναού της Αγίας Σοφίας κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1453. Αυτή η εκκλησία λοιπόν, θα πρέπει να ήταν το Γοτθικό καθολικό της Δομινικανής μονής, το οποίο δέσποζε στο κέντρο της καστροπολιτείας. Ο δε ναός του Λατινικού Πατριαρχείου μάλλον είχε καταστραφεί ολοσχερώς, καθόσον βρίσκονταν δίπλα από το οχύρωμα του Βούρκου, που δέχτηκε το κύριο βάρος των πολιορκητικών επιχειρήσεων. Στην τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Δομινικανή εκκλησία έπαψε να λειτουργεί ως τζαμί και χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως στρατώνας, αποθήκη σιτηρών, στάβλος και αμαξοστάσιο.
H βορειοανατολική πλευρά της Αγία Παρασκευής, όπως ήταν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα. Ψηφιακή αποκατάσταση: Β. Κατσός.
Η Χαλκίδα προσαρτάτε στο Ελληνικό κράτος – ο ναός αφιερώνεται στην Αγία Παρασκευή.
Με την απελευθέρωση της Χαλκίδας από τον Τουρκικό ζυγό στις 7 Απριλίου 1833, ο άλλοτε Ρωμαιοκαθολικός ναός επανέρχεται στη Χριστιανική λατρεία, ενταγμένος στους κόλπους της Ορθόδοξης εκκλησίας και αφιερώνεται στην Αγία Παρασκευή, η οποία θεσπίζεται ως προστάτιδα και πολιούχος της πόλης, επικυρωμένη επίσημα με Βασιλικό Διάταγμα στις 9 Ιανουαρίου 1864.
Σε πολλές πηγές κυρίως του διαδικτύου, γίνεται λόγος για κατεδάφιση του παρακείμενου Μουσουλμανικού μιναρέ, αλλά δεν διαπιστώνεται μία ενδεχόμενη ύπαρξη του μέσα από τα συγγράμματα των περιηγητών, όπως επίσης και από τις γκραβούρες στα τέλη 18ου/αρχές 19ου αιώνα, λαμβάνοντας υπόψη και τη διήγηση του Εβλιά Τσελεμπή, από όπου εξάγεται πως αυτήν την λειτουργική ιδιότητα την είχε ο τετράγωνος πύργος του κωδωνοστασίου. Είκοσι χρόνια αργότερα εξαιτίας μίας απροσδόκητης θεομηνίας, θα αλλοιωθεί ο αυθεντικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της εκκλησίας. Το μεταμεσονύχτιο 18-19 Σεπτεμβρίου 1853, εκδηλώθηκε ένας ισχυρός και διαρκής σεισμός μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με επίκεντρο την περιοχή της Θήβας, προκαλώντας μεγάλες ζημιές και στην Χαλκίδα, ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν η κατάρρευση ενός μέρους των Βενετσιάνικων οχυρώσεων και της δυτικής πρόσοψης της Αγίας Παρασκευής μαζί με ένα μέρος των πλευρικών τοίχων[53].
Φωτογραφία της νότιας πλευράς της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στα τέλη 19ου με αρχές 20ου αιώνα. Η φωτογραφία υποδεικνύει πως: 1) Τα σημερινά πλαϊνά παράθυρα, την εποχή εκείνη ήταν ακόμη χτισμένα. Κατάλοιπο πιθανότατα της Οθωμανικής περιόδου του μνημείου. 2) Οι ρίγες, που σε άλλες φωτογραφίες έχουμε δει να κοσμούν την πρόσοψη του ναού για μικρό χρονικό διάστημα, επεκτείνονταν και στο πίσω μέρος του. Ψηφιακή αποκατάσταση φωτογραφίας: Β. Κατσός.
Η ανακατασκευή της Αγίας Παρασκευής μετά το σεισμό του 1853.
Κατά τις εργασίες ανακατασκευής της εκκλησίας, το νέο μέτωπο ανεγείρεται 6,5 – 7 μέτρα πιο πίσω μειώνοντας αισθητά την κατά μήκος διάσταση της και αποκόπτοντας εξωτερικά το πρώτο ζεύγος κιόνων από τις ενδότερες κιονοστοιχίες.
Όμως αυτή η δομική τροποποίηση δεν ήταν η μοναδική αλλαγή. Η καινούργια πρόσοψη ανοικοδομείται με διαφορετική διαρρύθμιση, χάνοντας τη Γοτθική αυθεντικότητα των μεσαιωνικών χρόνων. Στο κάτω τμήμα της δυτικής πλευράς κατασκευάστηκαν τρεις όμοιες τοξωτές θύρες, μία για κάθε κλίτος και από πάνω τους διανοίχτηκαν τρία ισοϋψή τετράγωνα παράθυρα. Στο υπερκείμενο τμήμα του κεντρικού κλίτους φτιάχτηκαν ένας στρογγυλός φεγγίτης υπό μορφή ρόδακα και ένα μικρό τοξωτό παράθυρο στο αέτωμα, τα μόνα γνωρίσματα που θύμιζαν κάπως την αρχική μεσαιωνική πρόσοψη με το έμπροσθεν Γοτθικό πρόστεγο (porch), όπως αυτή παρουσιάζεται στο σχέδιο των Δανών περιηγητών, οι οποίοι επισκέφτηκαν την Χαλκίδα λίγο πριν τον καταστροφικό σεισμό του 1853. Σε αυτή την νεότερη οικοδομική φάση της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, προστέθηκαν περιμετρικά και οι πέντε λεπτότερες αντηρίδες, δύο στη βόρεια πλευρά και τρεις στη νότια, ενισχύοντας τη στατικότητα του κτιρίου, πλαισιώνοντας τους δύο ογκωδέστερους κάθετους τοίχους αντιστήριξης, οι οποίοι προϋπήρχαν από την μεσαιωνική εποχή στο μέσο της δεύτερης πλευράς. Επίσης σφραγίστηκαν όλα τα παράθυρα στον βόρειο τοίχο, μάλλον για λόγους επιπρόσθετης συνοχής της τοιχοποιίας και αργότερα οι ελεύθερες επιφάνειες του οικοδομήματος επιχρίστηκαν με ασβεστοκονίαμα, όπως φανερώνεται σε μία πανοραμική φωτογραφία της Χαλκίδας περί τα 1884.
Η δυτική πρόσοψη της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής μετά τον εξωραϊσμό της στα 1895, όταν αποκαταστάθηκαν οι φθορές του οικοδομήματος από τον σεισμό του 1894. Η πρόσκαιρη ανακαίνιση της επηρεάστηκε από τα πρότυπα του πολιτιστικού ρεύματος του νεοκλασικισμού, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές κατά τον 19ο αιώνα. Φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα. Ψηφιακή αποκατάσταση φωτογραφίας: Β. Κατσός.
Οι υπόλοιπες επεμβάσεις στο ναό.
Στο ίδιο περίπου χρονικό διάστημα μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, πραγματοποιούνται και άλλες διαρρυθμιστικές επεμβάσεις στο εσωτερικό της Αγίας Παρασκευής.
Τότε διαμορφώθηκε και το διώροφο ξύλινο υπερώο κατά πλάτος του δυτικού τέλους του κυρίως ναού, υποβασταζόμενο από τέσσερις κτιστούς πεσσούς και με την πρόσβαση να διενεργείται από δύο άνετα κλιμακοστάσια στα πλευρικά κλίτη. Το Ιερό Βήμα της εκκλησίας απομονώθηκε με το υφιστάμενο εντυπωσιακό μαρμάρινο τέμπλο, που προεκτείνεται και στα δύο πλευρικά παρεκκλήσια, αφιερωμένα πλέον στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και στην Αγία Τριάδα και τα οποία λειτουργούν παράλληλα ως Πρόθεση και Διακονικό αντίστοιχα. Στους δύο ορθογώνιους ευμεγέθεις πεσσούς που κάποτε στήριζαν το ενδιάμεσο τοίχωμα (intermedium) της μοναστηριακής εκκλησίας των Δομινικανών, προσαρμόστηκαν ο άμβωνας και ο Δεσποτικός θρόνος. Μία τελευταία καλλιτεχνική προσθήκη, ήταν οι αγιογραφίες με την εικονογραφική σύνθεση του Χριστού Παντοκράτορα στον θόλο Ιερού Βήματος και της σκηνής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στον τοίχο, ανάμεσα από την μεγάλη ανάγλυφη Γοτθική αψίδα και το ανατολικό αέτωμα.
Η Αγία Παρασκευή, περίπου στα 1900, όπως ήταν κατά τη διάρκεια της μικρής περιόδου όπου ήταν με ρίγες στην πρόσοψη της, κατά τα καθολικά πρότυπα.
Νέος σεισμός χτυπά την Αγία Παρασκευή το 1894.
Στο λυκόφως του 19ου αιώνα, η βασιλική της Αγίας Παρασκευής θα δεχτεί ένα ακόμα καταστροφικό πλήγμα.
Στις 8 Απριλίου 1894 και ώρα 19:52, η Χαλκίδα συγκλονίζεται ξανά από ένα τρομερό σεισμό της τάξεως των επτά βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με επίκεντρο την περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου Φθιώτιδας. Τα κτίρια και οι οικίες στην παλαιά περιτειχισμένη πόλη, το αποκαλούμενο «Κάστρο», υπέστησαν τις περισσότερες και πιο σημαντικές ζημιές, ενώ κατέπεσαν και τμήματα των μεσαιωνικών οχυρώσεων. Από την σφοδρότητα του σεισμού δεν ξέφυγε και το οικοδόμημα της Αγίας Παρασκευής, καθώς προκλήθηκαν σοβαρές ρωγμές τόσο στον πύργο του κωδωνοστασίου, με συνέπεια σύντομα να κατακρημνιστεί το επάνω μισό μέρος του, όσο και στο θόλο του Ιερού Βήματος[54], όπως και σε μία από τις αψίδες των κιονοστοιχιών. Ο ναός κρίθηκε επισφαλής και παρέμεινε κλειστός για ένα περίπου χρόνο, λόγω ελλείψεως οικονομικών πόρων και άλλων αιτιών, με τους ενορίτες να εκκλησιάζονται σε ένα μικρό και υγρό παράπηγμα, αδημονώντας αγανακτισμένοι για την αποκατάσταση του[55]. Η λύση στο πρόβλημα δόθηκε από τον Χαλκιδαίο πολιτικό Νικόλαο Καλογερόπουλο[56], ο οποίος με δική του πρωτοβουλία ενέργησε δεόντως και αποτελεσματικά, πείθοντας την αρμόδια επιτροπή «εράνου επί του σεισμού» να διαθέσει το πόσο των 5.000 δραχμών για την επιδιόρθωση των δομικών φθορών στα τέλη Ιανουαρίου του 1895. Οι εργασίες διάρκεσαν μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1895, όταν και επαναλειτούργησε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής[57], η οποία όμως δεν επανήλθε πλήρως στην πρότερη της μορφή.
Λεπτομέρεια από φωτογραφία που τραβήχτηκε στις 6-3-1904, κατά τη διάρκεια των εγκαινίων του σιδηροδρομικού σταθμού Χαλκίδας. Βλέπουμε πως την περίοδο εκείνη η Εκκλησία εξακολουθούσε να έχει ρίγες στην πρόσοψη της, όπως και το πρόχειρο καμπαναριό της. Σε πανοραμική φωτογραφία τεσσάρων χρόνων μετά, η πρόσοψη φαίνεται πως είχε πια αποκτήσει τη σημερινή της όψη.
Η Αγία Παρασκευή αποκτά ρίγες!
Η ανατολική πλευρά του Ιερού Βήματος ανακαινίστηκε με την ανάδειξη μίας σειράς τριών λογχοειδών παραθύρων στο πάνω μέρος της, σε συνδυασμό με την προσθήκη ενός δίλοβου Γοτθικού παράθυρου στο μέσο του τοίχου, στο ίδιο σημείο με το αυθεντικό των μέσων του 13ου αιώνα.
Στη θέση του κατεστραμμένου τμήματος του πύργου του κωδωνοστασίου κατασκευάστηκε ένα υποτυπώδες και παράταιρο καμπαναριό, προκειμένου να εξυπηρετηθεί άμεσα αυτή η αναγκαιότητα. Στο βόρειο τοίχο διανοίχτηκαν δύο μεγάλα τετράγωνα παράθυρα, μάλλον εκεί όπου υπήρχαν τα κουφώματα της Τουρκοκρατίας, ενώ ίσως ταυτόχρονα ή σε ελαφρώς δεύτερο χρόνο, εντοιχίστηκε και το έτερο δίλοβο Γοτθικό παράθυρο ανάμεσα στις δύο βόρειες αντηρίδες. Σε αυτό το επισκευαστικό στάδιο πρέπει να εξωραΐστηκε και η πρόσοψη της εκκλησίας στα πρότυπα του ρεύματος του νεοκλασικισμού[58], μία πολιτιστική τάση που κυριάρχησε κατά τον 19ο αιώνα και επεκτάθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Η δυτική πλευρά διαχωρίστηκε σε τρεις επιμέρους επιφανειακές ζώνες με γείσα, διαθέτοντας εναλλασσόμενες ριγωτές διαβαθμίσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν με διαφορετικό επιχρωματισμό, παρουσιάζοντας μία ασύμβατη αλλά καλαίσθητη εικόνα. Οι πλευρικές παραστάδες των μετωπικών παραθύρων φιλοτεχνήθηκαν ως αντίγραφα αρχαιοελληνικών κολώνων με ανάγλυφα ψευδοκιονόκρανα και στην επίστεψη της κεντρικής θύρας τοποθετήθηκε η εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Οι δε γραμμές της στέγασης σε όλα τα κλίτη διακοσμήθηκαν με δαντελλωτά περιζώματα, Βυζαντινού ύφους, που κατέληγαν σε ακροκέραμα στις άκρες τους, με τις γωνίες της πρόσοψης τονίζονται με ορθομαρμάρωση οδοντωτής διάταξης.
Η Αγία Παρασκευή, όπως ήταν τη δεκαετία του 1920. Φωτογραφία: Αρχείο L.H. Jeffery.
Η σύγχρονη εποχή της εκκλησίας
Στα 1928 αναστηλώνεται το κατεστραμμένο τμήμα του πύργου του κωδωνοστασίου περίπου πανομοιότυπο με το μεσαιωνικό, υπό την εποπτεία του αρχιτέκτονα – αρχαιολόγου Αναστάσιου Ορλάνδου, ο οποίος έδωσε μία Βυζαντινή χροιά στα τόξα των ανοιγμάτων και στα περιμετρικά κολωνάκια του τελευταίου ορόφου.
Ωστόσο, φαίνεται ότι παράλληλα απαλείφθηκε και ο πρόσκαιρος νεοκλασικός χαρακτήρας της δυτικής πρόσοψης, για ένα ανεξήγητο λόγο, αφού από εδώ και πέρα λαμβάνει την σημερινή της μορφή, με ένα λευκό επίχρισμα να καλύπτει την επιφάνεια της τοιχοποιίας της πρόσοψης. Τις επόμενες δεκαετίες, δεν θα πραγματοποιηθούν περαιτέρω αρχιτεκτονικές μετατροπές στη βασιλική της Αγίας Παρασκευής, εκτός από περιοδικές εργασίες συντήρησης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 καθαρίστηκε ο γλυπτός διάκοσμος από ένα στρώμα ασβεστοκονιάματος περί τα μέσα και επισημάνθηκαν τα δύο μικρά ανάγλυφα των ολόσωμων Ρωμαιοκαθολικών αγίων στις γενέσεις της Γοτθικής θριαμβικής αψίδας, αλλά δεν αναγνωρίστηκαν φυσιογνωμικά. Η συνταύτιση τους με τον Άγιο Δομίνικο και το Άγιο Πέτρο τον Μάρτυρά, έγινε κατά τις εργασίες αποκατάστασης της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Νικόλαου Δεληνικόλα, πιστοποιώντας την διασύνδεση της με καθολικό της Δομινικανής μονής του Νεγροπόντε. Τέλος, η πρόσφατη συντήρηση και επιδιόρθωση της ξυλοδεσιάς της οροφής το 2007, παρείχε ακράδαντες αποδείξεις για την ανέγερση του οικοδομήματος περί τα μέσα του 13ου αιώνα, μέσω της δενδροχρονολόγησης των δοκών, θέτοντας επί τάπητος την αναθεώρηση της ιστορικής υπόστασης του.
Γενική άποψη της βορειοδυτικής πλευράς του πύργου του κωδωνοστασίου. Αναστηλώθηκε από τον αρχιτέκτονα – αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο στα 1928. Το ανακατασκευασμένο άνωθεν τμήμα του διακρίνεται από την διαφορετική λιθοδομή και παρουσιάζει ένα Βυζαντινό ύφος στα τόξα των ανοιγμάτων και στα περιμετρικά κολωνάκια του τελευταίου ορόφου. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Η εμβληματική βασιλική της Αγίας Παρασκευής: Το διαχρονικότερο μνημείο της Χαλκίδας. Σύνοψη.
Η θεωρητική αναγωγή της σε μία προγενέστερη παλαιοχριστιανική βασιλική του 5ου/6ου αιώνα, την οποία διαδέχτηκε ο Βυζαντινός ναός της Θεοτόκου της Περίβλεπτου στα 1186, με βάση την τεχνοτροπία των κιονόκρανων και τις μεμονωμένες γραπτές αναφορές, συνιστά μία πιθανή αλλά αρκετά ελεγχόμενη εκδοχή, η οποία γίνεται αποδεκτή με πολύ σκεπτικισμό και με κάθε επιφύλαξη, υπό το πρίσμα και της τοπικής παράδοσης.
Εκείνο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, είναι η μεσαιωνική ταυτότητα της ως μοναστηριακός ναός του Αγίου Δομίνικου και της Παρθένου Μαρίας των Δομινικανών μοναχών του Νεγροπόντε. Το συνολικό οικοδόμημα χαρακτηρίζεται σαν ένα σπάνιο δείγμα πρώιμης Δομινικανής αρχιτεκτονικής, Γοτθικού ρυθμού, το οποίο διασώζεται σχεδόν στην αυθεντική του μορφή από τα μέσα του 13ου αιώνα μέχρι σήμερα. Αυτή η ιδιότητα σε συνδυασμό με τον περίτεχνο γλυπτό διάκοσμο και το ταφικό βορειοανατολικό παρεκκλήσι με τις ιδιόρρυθμες αγιογραφίες, καθιστά απαράμιλλη την Γοτθική εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, τόσο στον Ελληνικό, όσο και στον Ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και ένα ανεκτίμητο κόσμημα για την πρωτεύουσα της Εύβοιας.
Στο παρόν άρθρο καταβλήθηκε μία προσπάθεια να ερευνηθεί με αντικειμενικά η πολύπλοκη ταυτότητα της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, αναζητώντας αποδείξεις μέσα από μία χρονική διαδρομή ανά τους αιώνες. Σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά μία επιστημονική πραγματεία, αλλά ο βασικός σκοπός είναι να γίνει γνωστή η ιστορία του ναού στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, που δεν έχει την δυνατότητα πρόσβασης σε εξειδικευμένη βιβλιογραφία και να αναδειχθούν μερικές κρυφές πτυχές της αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής διαρρύθμισης του.
Η Αγία Παρασκευή, όπως είναι σήμερα. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Παραπομπές
[1] Το οικοδόμημα έχει μελετηθεί ενδελεχώς από διάφορους έγκριτους επιστήμονες και υπάρχει αρκετά μεγάλη βιβλιογραφία για την αρχιτεκτονική και ιστορική επισκόπηση του, στην οποία όμως παρατηρούνται αντικρουόμενες απόψεις για την προέλευση και την ταυτότητα του. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζουμε και συνδέουμε τις κυριότερες από αυτές, θέτοντας το αντικείμενο της έρευνας σε ένα ουσιαστικό υπόβαθρο μέσα από εμπεριστατωμένες εκτιμήσεις και χωρίς να υπεισέλθουμε σε παρελκυστικές ή κουραστικές τεχνικές λεπτομέρειες. Άλλωστε, ο απώτερος σκοπός είναι η ανάδειξη της διαχρονικής αξίας της εκκλησίας, στην οποία αντικατοπτρίζεται η πολυσχιδής ιστορική διαδρομή της πόλης του Ευρίπου σε βάθος περίπου χιλίων πεντακοσίων χρόνων.
[2] Τα τέσσερα από τα υπόψη κιονόκρανα βρέθηκαν στο “γέμισμα” του τμήματος του μεσαιωνικού τείχους της Χαλκίδας, που ανακαλύφθηκε στα οικόπεδα του σημερινού Εμπορικού Επιμελητηρίου και εκατέρωθεν του στα 1965 και στα 1974, ενώ το πέμπτο ανασύρθηκε από την τοποθεσία του Βούρκου, όπου μέχρι τότε απορρίπτονταν άχρηστα υλικά και εκτιμάται ότι προέρχεται από το ίδιο μέρος με τα προηγούμενα. “Αρχαϊκά και μεσαιωνικά ευρήματα εν Χαλκίδι”, Μ. Γεωργοπούλου – Μελαδίνη, Ν. Παπαδάκης, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ’ Αθηνών, τόμος VII, τεύχος 1 (σελίδες 35-42), Αθήνα, 1974. Επίσης, Αδαμάντιος Σάμψων, «Συμβολή στην τοπογραφία της αρχαίας Χαλκίδας», σελίδα 17, ΕΕΣ, Χαλκίδα, 1976.
[3] Από τον Γερμανό αρχαιολόγο Ρούντολφ Στεφάνι (Rudolf Stefani).
[4] Αδαμάντιος Σάμψων, «Αρχαία Χαλκίδα Ι, Τοπογραφία – Ρυμοτομία», Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά, τόμος 1, σελίδα 57, Ευβοϊκή Αρχαιόφιλος Εταιρεία, Αθήνα, 1986.
[5] Ο Πολωνοαυστριακός ιστορικός τέχνης Τζόζεφ Στριγκόφσκι (Josef Strzygowski) διέκρινε πρώτος μία παλαιότερη οικοδομική φάση αναγόμενη στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, στηριζόμενος στην καλλιτεχνική διαμόρφωση των κιόνων του δυτικού μισού της εκκλησίας. Έκτοτε, η πραγματογνωμοσύνη του Στριγκόφσκι λειτούργησε σαν πιλοτικός οδηγός για όλους τους επόμενους μελετητές, όπως οι διαπρεπείς αρχαιολόγοι Αναστάσιος Ορλάνδος και Νικόλαος Γιαννόπουλος, οι οποίοι παγίωσαν αυτή την εκδοχή σε σχετικά συγγράμματα τους την δεκαετία του 1920.
[6] Ο Τζόζεφ Στριγκόφσκι αναφέρει τους κίονες που φέρουν τα συγκεκριμένα κιονόκρανα ως «εθνικούς», δηλαδή προερχόμενους από κάποιο αρχαιοελληνικό οικοδόμημα (ναό ή δημόσιο κτίριο), υπονοώντας ότι το κυβικό επίθημα με το μονόγραμμα του Χρίστου προστέθηκε σε αυτά, όταν χρησιμοποιήθηκαν αργότερα σαν αρχιτεκτονικά μέλη της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας.
[7] Νικόλαος Γιαννόπουλος.
[8] Όπως ο Αμερικάνος καθηγητής Πιέρ Μακέϊ (Pierre MacKay).
[9] Είναι διαπιστωμένο ότι το υφιστάμενο δάπεδο της εκκλησίας είναι ανυψωμένο περίπου κατά 0,70 – 1 μέτρο από την εκτιμώμενη αρχική κατασκευαστική φάση του.
[10] Τα αριθμητικά δεδομένα των διαστάσεων της εκκλησίας προέρχονται από το βιβλίο «Η Χαλκίς υπό Φυσικήν και Ιατρικήν Έποψιν (σελίδα 40)», Στέφανου Καλλία, ιατρού εν Χαλκίδι, Προξενικού Πράκτορος της Γαλλίας, Εκ του τυπογραφείου της Εστίας, εν Αθήναις, 1896.
[11] Όπως ο Θ. Θεοχάρης, στην σχετική μελέτη του για την Αγία Παρασκευή.
[12] Έχει εκφραστεί η άποψη ότι στην θέση της «οικίας του βάϊλου» υπήρχε το βαπτιστήριο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, όμως αυτή η χωροταξική διαρρύθμιση δεν συμβαδίζει με το υπόδειγμα ενός εκκλησιαστικού συμπλέγματος του 5ου – 6ου αιώνα μ. Χ.. «Ιστορικά μνημεία και λαϊκή αρχιτεκτονική στην Χαλκίδα (σημείωση 24)», Σπύρου Κοκκίνη, ΑΕΜ, Τόμος ΙΕ, 1969.
[13] Αντώνης Παύλου, «Βυζαντινή Εύβοια (από τον 6ο μ. Χ. έως την Βενετοκρατία)», Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά, τόμος 4, σελίδα 165, Ευβοϊκή Αρχαιόφιλος Εταιρεία, Αθήνα, (1986). Περί τα μέσα του 5ου αιώνα μ. Χ., οι Χριστιανικές επισκοπές στην Εύβοια έγιναν οι εξής πέντε: Ευρίπου, Καρύστου, Πορθμού, Ωρεών και Αυλώνος, οι οποίες υπάγονταν στην μητρόπολη Κορίνθου, που ήταν στη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης μέχρι το 733 και μετά προσαρτήθηκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης.
[14] Κατά την μαρτυρία του Ηρακλείδη του Κρητικού στο β’ μισό του 3ου αιώνα π.Χ.
[15] Αδαμάντιος Σάμψων, «Συμβολή στην τοπογραφία της αρχαίας Χαλκίδας», σελίδα 26, ΕΕΣ, Χαλκίδα, 1976.
[16] Σύμφωνα με την αφήγηση του ιστορικού Προκόπιου Καισαρεύς.
[17] Οι πληροφορίες για τους σεισμούς που έπληξαν την περιοχή Θηβών – Χαλκίδας και τα οποία παρατίθενται στο παρόν άρθρο, προέρχονται από το βιβλίο «Οι Σεισμοί της Ελλάδας» των Βασίλη και Κατερίνας Παπαζάχου, εκδόσεις «Ζήτη Πελαγία & ΣΙΑ Ο.Ε.», Θεσσαλονίκη, 2003.
[18] Ο σεισμός αυτός ισοπέδωσε τη Χαιρώνεια και την Κορώνεια, αλλά και πολλά χωρία.
[19] «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, τόμος τρίτος, σελίδες 164 – 165, εκ του τυπογραφείου Νικήτα Πάσσαρη, εν Αθήναις, 1867.
[20] Η ενεπίγραφη λίθινη πλάκα ήταν σπασμένη σε τρία κομμάτια, από τα οποία λείπει το δεξί με το τέλος των στίχων.
[21] Στο υπόλοιπο κείμενο του άρθρου οι χρονολογίες θα σημειώνονται χωρίς να παρατίθεται η σύντμηση «μ.Χ.», επειδή θεωρείται πλέον ως αυτονόητη.
[22] Η ενεπίγραφη πλάκα εκτίθεται στο Μεσαιωνικό Μουσείο Χαλκίδας στο κάστρο του Καραμπαμπά, με την πληροφοριακή επεξήγηση ότι σε αυτήν αναφέρεται η οικοδόμηση ενός άγνωστου έως σήμερα ναού, αγνοώντας επιδεικτικά την εκδοχή του Νικόλαου Γιαννόπουλου. Επίσης, ορισμένα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και θωράκια της Παλαιοχριστιανικής και Μεσοβυζαντινής εποχής, που εκθέτονται στο ίδιο μουσείο, θεωρείται αόριστα ότι προέρχονται από το υποτιθέμενο παλαιό τέμπλο (φράγμα του πρεσβυτερίου) της βασιλικής της Αγίας Παρασκευής, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να πιστοποιηθεί αφού δεν έχει καταγραφεί ο τόπος ευρέσεως τους, ούτε έχουμε κάποια έγγραφη ένδειξη. Πάντως, τόσο ο Νικόλαος Γιαννόπουλος, όσο και ο βυζαντινολόγος Ανδρέας Ξυγγόπουλος στο σχετικό σύγγραμμα του για το υπόψη τέμπλο, αναφέρουν ότι γύρω από την εκκλησία βρίσκονταν διάσπαρτα πολλά μεσοβυζαντινά γλυπτά περί τις αρχές του 20ου αιώνα. «Το τέμπλον της Αγίας Παρασκευής εν Χαλκίδι (σελίδες 72 – 73)», Ανδρέας Ξυγγόπουλος, Δελτίον Χριστιανικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας, Τόμος Δ’, Αθήνα, 1927.
[23] Όπως προκύπτει από τη μοναδική σχετική αναφορά στη «Σύνοψη Ιστοριών» του χρονικογράφου Γεώργιου Κεδρηνού.
[24] Την οποία σημειώνει ο Νικήτας Χωνιάτης στο έργο του «Χρονική Διήγησις».
[25] Ο Γουλιέλμος Β’ κλήθηκε να επέμβει στην εσωτερική κατάσταση του παρακμάζοντος Βυζαντινού κράτους από έναν αυτόκλητο διεκδικητή του αυτοκρατορικού θρόνου. Αντώνης Παύλου, «Βυζαντινή Εύβοια (από τον 6ο μ. Χ. έως την Βενετοκρατία)», Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά, τόμος 4, σελίδα 167, Ευβοϊκή Αρχαιόφιλος Εταιρεία, Αθήνα, 1986.
[26] Σύμφωνα με την ευρεθείσα ενεπίγραφη πλάκα που παρουσιάσαμε παραπάνω, βλ. παραπομπή 22. Οι Αυστριακοί Βυζαντινολόγοι Γιοχάννες Κόντερ (Johannes Koder) και Φρίντριχ Χιλντ (Friedrich Hild) διατύπωσαν την άποψη ότι η υπόψη ενεπίγραφη πλάκα, στην οποία δεν αναγράφεται το επώνυμο της πενταμελούς οικογένειας, αλλά ούτε και οι τυχόν αριστοκρατικοί τίτλοι τους, ίσως να προέρχονταν από την Ιερά Μονή της Παναγίας Περιβλέπτου των Πολιτικών (J. Koder, F. Hild, «Hellas und Thessalia», Tabula Imperii Byzantine», v. 1, p. 230 – 231, Wien, 1976). Όμως από την συγκριτική εξέταση του γλυπτού διάκοσμου και των μαρμαροθετημάτων του δαπέδου της πρώτης οικοδομικής φάσης του καθολικού της μονής, προκύπτει ότι δεν συμβαδίζουν με μία χρονολόγηση στα 1186, αλλά είναι προγενέστερα και θα πρέπει να καταταχθούν στην πρώτη εικοσαετία του 11ου αιώνα. («Περί την χρονολόγηση του καθολικού της Περιβλέπτου, στα Πολιτικά Ευβοίας», Χαράλαμπος Μπούρας, Δέκατο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, περιλήψεις, σελίδες 52 – 53, Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, 1990).
[27] Όπως πρότεινε ο Νικόλαος Γιαννόπουλος.
[28] Βέβαια, στην πόλη υπήρχε ήδη μία εύρωστη αλλά περιορισμένη παροικία Βενετσιάνων που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται από το 1082, όταν με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081 – 1118), τους παραχωρήθηκαν εμπορικά προνόμια σε τριάντα σημαντικά λιμάνια του Βυζαντινού κράτους, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και η καστροπολιτεία του Ευρίπου, ως αντάλλαγμα για την ναυτική βοήθεια τους απέναντι στην Νορμανδική απειλή. Έκτοτε άνοιξε ο δρόμος για την επικράτηση τους στον Ελληνικό νησιωτικό χώρο, που παγιώθηκε μετά την Δ’ Σταυροφορία με κύρια κέντρα την Εύβοια και την Κρήτη. Η παροικία τους στη Χαλκίδα δε φαίνεται να επηρεάστηκε από την ευκαιριακή Ενετοβυζαντινή σύγκρουση στα 1171, ενώ σταθεροποιήθηκε με τη συνθήκη του 1198 ανάμεσα στη Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου και τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ Άγγελο (1185 – 1195), με την οποία επιτράπηκε στους Βενετσιάνους η πρόσβαση σε πολύ περισσότερες πόλεις και περιοχές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εκτός από τα εμπορικά και τελωνειακά προνόμια που απέκτησαν στην πρωτεύουσα της Εύβοιας, στον διακανονισμό πρέπει να προβλέπονταν η χρήση από αυτούς τουλάχιστον μίας αποθήκης, ενός πανδοχείου και ενδεχομένως ενός αρτοπωλείου, χωρίς όμως να διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας, μαζί με μία εκκλησία για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών τους αναγκών, αλλά εξαρτώμενη από τον Ορθόδοξο επίσκοπο, η οποία όπως θα δούμε παρακάτω δεν ταυτίζεται με το σημερινό ναό της Αγίας Παρασκευής, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Πιέρ Μακέϊ.
[29] Την ίδια περίοδο οι Βενετσιάνοι μάλλον δεν είχαν περαιτέρω απαιτήσεις από εκείνες των όρων της συνθήκης με τους Βυζαντινούς.
[30] Τα στοιχεία για τις συνθήκες μεταξύ των Βενετσιάνων και των Λομβαρδών Δαλλεκαρτσέρι τον 13ο αιώνα, σταχυολογήθηκαν από το βιβλίο «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, 1204 – 1566» του Ουίλλιαμ Μίλλερ, σελίδες 120, 151 και 166, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1990.
[31] Σύμφωνα με τον Πιέρ Μακέϊ, εκείνη η πρωταρχική Βενετσιάνικη «Μπουρκέσια» του Νεγροπόντε ήταν γνωστή και με την επωνυμία «Campo San Marco».
[32] Όπως παρατίθεται στο μεσαιωνικό χρονικό του Βαλενσιένς (Valenciennes) «Η ιστορία του αυτοκράτορα Ερρίκου της Κωνσταντινούπολης (συνέχεια του χρονικού του Βιλλαρδουίνου) του Ερρίκου ντε Βαλανσιέν (Henri de Valenciennes)» – σελίδα 35 – εκδόσεις «Χατζηνικολή» – 1987.
[33] Acta Innocentius IV, numero 83.
[34] Ο πρώτος Βενετσιάνος βάϊλος του Νεγροπόντε μνημονεύεται στα 1216, αλλά σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Ουίλλιαμ Μίλλερ είναι πιθανό να είχε διοριστεί νωρίτερα, στα 1211.
[35] Fr. Benedictus Maria Reichert, «Acta Capitulorum Generalium Ordinis Praedicatorum, Part. 1, Ab Anno 1220 usque ad Annum 1303. (in Monumenta Ordinis Praedicatorum Historica Rome and Leipzig. Hereafter, MOPH.) 3: 48. Anno 1249: Concedimus … ∙ii∙ [domos] in Grecia». Το θρησκευτικό Τάγμα των Δομινικανών μοναχών ιδρύθηκε το 1215 από τον Άγιο Δομίνικο (1170 – 1221) στην Τουλούζη της Γαλλίας και έλαβε την Παπική εξουσιοδότηση στα 1216 και 1217 με την επωνυμία «Ordo Praedicatorum (Τάγμα των Ιεροκηρύκων)». Τα μέλη του υπήρξαν εξαιρετικά δραστήρια στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα, έχοντας δημιουργήσει ένα δικό τους δίκτυο μοναστηριών με απόφαση της Γενικής Συνόδου του Τάγματος στα 1228, συστήνοντας τον θρησκευτικό περιφερειακό φορέα «Επαρχία της Ελλάδας (Province of Grece)» ως ένα διαχειριστικό διοικητικό αρχηγείο, αλλά παρέμεινε ανενεργός και με χαμηλή επάνδρωση έως τα 1249. Η ανεπάρκεια αυτή οφείλονταν στην αναζήτηση μοναχών με επάρκεια στην Ελληνική γλώσσα (το ελάχιστο δώδεκα για κάθε οίκο) και επιθυμούντων να υπηρετήσουν σε μία τόσο απομακρυσμένη περιοχή από την έδρα του Τάγματος τους.
[36]Tommaso Violante, «La Provincia Domenicana di Grecia», Rome: Istituto Storico Domenicano, 1999, p. 85, n. 188.
[37] «Papacy and the Levant (1204 – 1571», Kenneth M. Setton, Vol. 1 «The Thirteenth and Fourteenth Centuries (p. 80, n. 56)», The American Philosophical Society, Philadelphia, 1976.
[38] Η σύνοψη τιτλοφορείται «Scriptores Ordinis Predicatorum» των J. Quetif, and J. Echard. (1: xii, 1719) και συμπεριλαμβάνεται στην σχετική πραγματεία του Γιοχάννες Κόντερ «Negreponte: Undersuchungen und Siedlungsgeschichte der Insel Euboia während der Zeit der Venicenerherrschaft» (s. 140), Vienna, 1973.
[39] Βλέπε παραπάνω σημείωση 27.
[40] Αν και στις χαλκογραφίες το Δομινικανός οίκος του Νεγροπόντε επισημαίνεται με την επωνυμία «Άγιος Δομίνικος (San Domenego)», μπορεί ο κυρίως ναός να τιμόταν στην Παρθένο Μαρία. Στον Ευρωπαϊκό και στον Ελληνικό χώρο είναι πολλά τα μοναστήρια με διαφορετική ονομασία από την θρησκευτική προσωπικότητα ή την εορτή, που είναι αφιερωμένο το καθολικό τους.
[41] «Papacy and the Levant (1204 – 1571», Kenneth M. Setton, Vol. 1 «The Thirteenth and Fourteenth Centuries (p. 463)», The American Philosophical Society, Philadelphia, 1976. Ο Πάπας Κλήμης Ε’ προχώρησε στην πράξη της συνένωσης των δύο εκκλησιαστικών τίτλων, ύστερα από τον θάνατο του υπέργηρου Λατίνου επισκόπου του Νεγροπόντε Γκοτιέ ντελ Ρέϊ (Gauthier del Ray).
[42] «Δύο Βενετσιάνικα χρονικά για την άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους στα 1470», Γιάννης Γκίκας, ΑΕΜ, τόμος ΣΤ’, σελίδα 212, 1959
[42Β] «Papacy and the Levant (1204 – 1571», Kenneth M. Setton, Vol. 1 «The Thirteenth and Fourteenth Centuries (p. 410)», The American Philosophical Society, Philadelphia, 1976.
[43] «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, 1204 – 1566 (σελίδες 261 – 262», Ουίλλιαμ Μίλλερ, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1990.
[44] «Deliberazione del Maggior Consiglio di Venezia (p. 58—59)», I, R. Cessi,, Bologna, 1931 – 1950.
[45] «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, 1204 – 1566 (σελίδες 282 – 283», Ουίλλιαμ Μίλλερ, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1990.
[46] Το «scriptorium» ήταν το μοναστηριακό συγγραφικό εργαστήριο, όπου οι μοναχοί – γραφείς συνέτασσαν, αντέγραφαν και εικονογραφούσαν εκκλησιαστικά χειρόγραφα.
[47] Είναι πολύ πιθανό, έπειτα από αυτό το γεγονός να κατεδαφίστηκε το εσωτερικό διατείχισμα, που είχε κατασκευαστεί στα 1304 και χώριζε στην μέση την νησιωτική πρωτεύουσα, αφού δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης ως προστατευτικό προκάλυμμα για την Βενετσιάνικη αποικία έναντι των αυθαιρεσιών των Λομβαρδών και με δεδομένο ότι δεν εμφανίζεται στις μεταγενέστερες χαλκογραφίες, που απεικονίζουν την πόλη όπως ήταν στα μέσα του 15ου αιώνα.
[48] «Η Εύβοια στα 1395 (Από μεσαιωνικό Ιταλικό ημερολόγιο)», Johannes Koder, ΑΕΜ, τόμος ΙΘ’, σελίδα 53, 1974.
[49] Ως αρκοσόλιο χαρακτηρίζεται ένα ταφικό μνημείο με αψίδα. Η ονομασία αυτή ετυμολογείται από τις Λατινικές λέξεις arcus (αψίδα) και solium (θρόνος βασιλικός και κατόπιν νεκρική κλίνη, μεγαλοπρεπής μαρμάρινη ή λίθινη σαρκοφάγος). Για το αρκοσόλιο του Πιέτρο Λιππομάνο εντός της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής αναφέρεται το διαδικτυακό άρθρο «Ένας τάφος μέσα στο ιερό», του Γιώργου Παπαδόπουλου, (www.square.gr, 15-4-2014).
[50] «Acta Capitulorum Generalium Ordinis Praedicatorum (ab anno 1380 usque ad annum 1498), Vol. III (p. 317 – 318), Fr. Benedictus Maria Reichert, ex Typographia Polyglotta S. C. Propaganda Fide, Pomae, 1900.
[51] Όπως αυτές του χαρτογράφου Τζιοβάννι Φραντζέσκο Καμότσιο (Giovanni Francesco Camocio) και του χαράκτη Σιμόν Πιναρτζέντι (Simon Pinargenti).
[52] «Τα Ευβοϊκά του Εβλιά Τσελεμπή», Γεώργιου Ι. Φουσάρα, ΑΕΜ, τόμος ΣΤ’, σελίδα 160, 1959.
[53] Η ημερομηνία του σεισμού παρατίθεται με το παλαιό ημερολόγιο. Είχε προηγηθεί ένας καταστροφικός σεισμός του ίδιου μεγέθους στις 6 Αυγούστου 1853, με επίκεντρο και πάλι την περιοχή των Θηβών, στον οποίο έχει επικρατήσει να αποδίδεται η κατάρρευση της δυτικής πρόσοψης της βασιλικής της Αγίας Παρασκευής. Όμως, ο Στέφανος Καλλίας αναφέρει καθαρά ότι η καταστροφή έγινε στον σεισμό του επόμενου μήνα. «Η Χαλκίς υπό Φυσικήν και Ιατρικήν Έποψιν (σελίδα 56)».
[54] «Εφημερίς των Συζητήσεων», 12-04-1894, αριθμός φύλλου 138. Η ημερομηνία του σεισμού παρατίθεται με το παλαιό ημερολόγιο. «Η Χαλκίς υπό Φυσικήν και Ιατρικήν Έποψιν (σελίδες 59 – 60)», Στέφανου Καλλία. Βλέπε και παραπάνω σημείωση 9.
[55] Εφημερίδα «Εύριπος», 28-1-1895, αριθμός φύλλου 1479.
[56] Ο Χαλκιδέος πολιτικός Νικόλαος Καλογερόπουλος (1851 – 1927) εξελέγη βουλευτής Ευβοίας συνολικά δέκα φορές, υπηρέτησε σε τέσσερις υπουργικές θέσεις και διατέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδας τις περιόδους 3 – 16 Σεπτεμβρίου 1916 και 24 Ιανουαρίου – 25 Μαρτίου 1921.
[57] Εφημερίδα «Εύριπος», 18-3-1895, αριθμός φύλλου 1479.
[58] Ο νεοκλασικισμός έκανε την εμφάνιση του στην Ευρώπη στα μέσα του 18ου αιώνα και αναπτύχθηκε εντός του 19ου αιώνα. Ως πολιτιστικό ρεύμα επηρέασε τις εικαστικές τέχνες, την λογοτεχνία, το θέατρο, την μουσική και την αρχιτεκτονική, με κύριο χαρακτηριστικό την τάση αναβίωσης της κλασικής τέχνης και του πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης. Η ανακαίνιση της δυτικής πρόσοψης της Αγίας Παρασκευής στα πρότυπα του νεοκλασικισμού κατά τις επισκευαστικές εργασίες του 1895, προκύπτει από την συγκριτική εξέταση των φωτογραφιών της εκκλησίας στα τέλη 19ου/αρχές 20ου αιώνα, με δεδομένο ότι δεν αναφέρεται κάποια άλλη οικοδομική παρέμβαση αυτή την περίοδο.