Η ιστορία του πρώτου «ξενυχτάδικου» της Χαλκίδας και του μοναδικού ιδιοκτήτη του. Οι «ανώμαλοι αγώνες», το άτυπο σωµατείο «τρελών» και τα παγωτά µε συνοδεία παστής αλµυρής σαρδέλας. Bonus: αδημοσίευτες φωτογραφίες.
Ένας τρελός που «τα είχε τετρακόσια».
Βρισκόµαστε στη Χαλκίδα, λίγα χρόνια µετά το πόλεμο. Στη γραφική ακόµα τότε παραλία της πόλης, ένας άνθρωπος γεµάτος αυθεντική «τρέλα» κάθεται έξω από το µικρό µαγαζί του και χαµογελάει.
Είναι ο Μανώλης Ανδριανάκης, ο ιδιοκτήτης ενός µικρού καφενείου. Το στεγάζει στο χώρο του µεγάρου Κότσικα, του σηµερινού δηµαρχείου της πόλης, εκεί που σήµερα γίνονται οι εκθέσεις (Βυζαντινό). Περιµένει υποµονετικά τους πελάτες του ανάβοντας τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο. Αλλά αυτοί δε φαίνονται, παρα µόνο όταν η νύχτα σκεπάζει την πόλη. Τότε, το µικρό αυτό µαγαζάκι παίρνει µορφή αλλιώτικη. Μεταµορφώνεται σε στέκι ολόκληρης της Χαλκίδας, µε γέλια, φωνές και φασαρίες.
Ο Μανώλης υποστηρίζει τη δουλειά του πάντα με χαµόγελο και τη µοναδική του προσωπικότητα. Όλοι τον αποκαλούν «τρελό», με αυτό το παρατσούκλι είναι γνωστός. Και δεν αρνείται το συγκεκριµένο χαρακτηρισμό – τίτλο! Είναι «τρελός», ακριβώς γιατί δεν υποτάσσεται σε κανένα πλαίσιο, δεν µπαίνει σε καλούπια και δε συµβιβάζεται. Τσαντίζεται, αγανακτεί και αγαπάει. Είναι ο άνθρωπος της προσφοράς, κάνει φιλανθρωπίες και επισκέπτεται τους ψυχικά άρρωστους και τους απόκληρους της ζωής. Προσφέρει, χωρίς να ζητά ανταλλάγµατα. Είναι γοητευτικά «παλαβός», µε όλα τα χαρακτηριστικά του λογικού. Την ιστορία αυτού του ανθρώπου θα σας παρουσιάσουμε σήμερα, μαζί με μια ολόκληρη εποχή, που σημάδεψε για πάντα τη Χαλκίδα με την ανεμελιά και την αυθεντικότητά της.
Ο κυρ Μανώλης (πρώτος από δεξιά) στο µαγαζί του, παρέα µε καλούς φίλους, την εποχή που η διασκέδαση στη Χαλκίδα ήταν πιο αυθεντική!
Το πρώτο και µοναδικό «ξενυχτάδικο» της πόλης
Το καφενείο στο στενόµακρο δωµάτιο στην άκρη του μεγάρου Κότσικα είχε ήδη ιστορία 50 χρόνων όταν ο Μανώλης Ανδριανάκης το 1962 αποφάσισε να το κάνει «ξενυχτάδικο». Πριν κάνει τη δική του επιχείρηση, δούλευε κάποια χρόνια στο καφενείο «Άνεση» (βρισκόταν στον Άγιο Νικόλαο, Τσιριγώτη 5 και Ιφιγενείας), ως σερβιτόρος.
Όταν ανέλαβε το δικό του πια µαγαζί, η παραλία της Χαλκίδας δεν έμοιαζε με τη σημερινή. Δεν υπήρχε ακόµα το πλακόστρωτο καθώς τις δύο πλευρές του πεζοδροµίου χώριζε δρόµος απο τον οποίο περνούσαν αυτοκίνητα. Επίσης, την εποχή εκείνη, η ιχθυόσκαλα της πόλης βρισκόταν µπροστά απο το µαγαζί του Μανώλη. Απλωνόταν απο την προβλήτα του Αγίου Νικολάου ως το στρογγυλό. Βλέποντας τους ψαράδες που σύχναζαν εκεί όλο το 24ωρο, ο «τρελός» πήρε την πρωτότυπη, για τα τότε δεδοµένα, απόφαση, να λειτουργήσει το µαγαζί του ως «ξενυχτάδικο». Ένα µέρος δηλαδή όπου θα µπορούσαν να πηγαίνουν όλοι, ό,τι ώρα και να ήταν! Ο ίδιος, έκανε πάντοτε τη βραδινή βάρδια. Πήγαινε στις επτά το απόγευµα και έφευγε στις επτά το πρωί. Κλειδί δεν υπήρχε στην πόρτα του µαγαζιού. Ήταν πάντα ανοιχτό! Και εκεί διαδραµατίζονταν οι πιο απίθανες καταστάσεις! Οι πιστοί του πελάτες ήταν πάντα υποψιασµένοι για όσα αλλιώτικα θα συναντούσαν εδώ. Όλοι πήγαιναν γιατί γνώριζαν πως µόνο εκεί θα απολαύσουν το γλυκό και το παγωτό τους µε µοναδικό τρόπο, θα γελάσουν, θα περάσουν καλά.
Το καλοκαίρι του 1967 μετά από γλέντι σε ταβέρνα στον Άη Γιάννη η παρέα της φωτογραφίας κατέληξε στου Μανώλη του «τρελού» για παλαβό υποβρύχιο. Από αριστερά: Τ. ζερβας, Θ. Χρονοπουλος (με την κιθαρα), Χρ. Νικολαου (Ποντικος), Α. Λαδας έχοντας στο ωμο του τον Κ. Ποζιδη, Τ. Καλτσιδης, Γ. Καββαδης. Το τελείωμα της ξέφρενης αυτής βραδιάς περιέλαβε παρέλαση μέχρι την ιχθυόσκαλα, με μπροστάρη τον Μανώλη και λάβαρο ένα… σκουπόξυλο. Φωτογραφία: Προσωπικό αρχείο Απόστολου Λαδά.
Πελάτες: Απο τον Σκαρίµπα ως τη Μαρία τη Τζατζού
Απο τις παλιές σιδερένιες καρέκλες του Μανώλη του «τρελού», πέρασε ολόκληρη η πόλη.
Η φήµη του Μανώλη του «ξενύχτη», όπως ήταν επίσης γνωστός, ξεπερνούσε μάλιστα ακόμη και τα σύνορα της Χαλκίδας. Τη νύχτα στις καρέκλες του κάθονταν όλοι εκείνοι που δε βγαίνουν ελεύθερα την ηµέρα. Απο το µικρό καφενείο περνούσαν ναρκοµανείς, µαχαιροβγάλτες, νταβατζήδες, άποροι, γραφικοί, τρελοί, κάθε λογής άνθρωπος που έβαζε τη δική του ψηφίδα σε ένα µοναδικό κοινωνικό µωσαϊκό. Κανένας δεν απαγορευόταν να µπει µέσα ή να κάτσει στα τραπεζάκια. Η «πόρτα», ήταν άγνωστη λέξη. Όλοι ήταν καλοδεχούµενοι απο το Μανώλη, χωρίς εξαίρεση. Στα ίδια τραπέζια, δίπλα στους περιθωριακούς, κάθονταν γνωστά ονόµατα της εποχής. Ο ηθοποιός Βασίλης Αυλωνίτης μαζί με το φίλο του, Χαλκιδαίο, Ορέστη Μακρή, όταν σχολούσαν απο το θέατρο στην Αθήνα ταξίδευαν συχνά µέσα στη νύχτα για να απολαύσουν γλυκό και παγωτό «στου Μανώλη», όπως έλεγαν. Συχνός πελάτης ήταν επίσης ο Χαλκιδαίος λογοτέχνης Γιάννης Σκαρίµπας, που είχε γραφείο δίπλα από το καφενείο. Ο Σκαρίμπας, τρελή φύση κι εκείνος, είχε στενή φιλία µε το Μανώλη, και όλοι απολάμβαναν να ακούνε τις µεταξύ τους συζητήσεις. Τέλος, εδώ καθόταν µε τις ώρες και η Μαρία η Τζατζού, γνωστή λαϊκή φίρµα της εποχής. Γενικά η φήμη του Μανώλη είχε ξεπεράσει τα όρια της Χαλκίδας, καθώς είχε δώσει πολλές συνεντεύξεις και φωτογραφίες του είχαν μπει σε Αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά.
Μέσα στο µικρό µαγαζάκι ο Μανώλης καλοσώριζε πάντα τους φίλους του προσφέροντας τους ένα παγωτό ή ενα γαλακτοµπούρεκο µε σαρδέλα παστή!
Καταφύγιο για «τρελούς»
Ο Μανώλης ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη φασαρία, τις φάρσες και τα παιχνίδια. Ίσως επειδή τελικά και ο ίδιος, ένα µεγάλο παιδί ήταν.
Στο καφενείο του γίνονταν σοβαροί καυγάδες που κατέληγαν σε βουτιές στη θάλασσα, αλλά και αστείοι «πόλεµοι» µε παγωτά, ακόμη και καρέκλες! Το µαγαζί τη νύχτα έµοιαζε µε καταφύγιο για «τρελούς», αλλά και για λογικούς που ήθελαν να βάλουν λίγη τρέλα στην καθημερινότητά τους. Ο Μανώλης ήταν πρωτοπόρος. Ξεκίνησε να διοργανώνει αγώνες δρόµου για τους φίλους του στην παραλία! Μια διαφορετική διασκέδαση, γεµάτη αστεία και πειράγµατα. Ξεκινούσαν απο το ένα άκρο της παραλίας και τερµάτιζαν στο άλλο, ξυπόλητοι πολλές φορές, κρατώντας ένα µεγάλο θυµιατό, που ο ίδιος είχε στο µαγαζί του! Υπήρχαν όµως φορές, που το φόντο σε αυτές τις παλαβοµάρες δεν ήταν το καφενείο. Κατα καιρούς, ο Μανώλης µε τους φίλους του διοργάνωναν ποδοσφαιρικούς αγώνες στο γήπεδο του Πρωτέα. Τα «ανώµαλα παιχνίδια ποδοσφαίρου», όπως τα έλεγαν. Σαν έπαθλο του αγώνα έδιναν ενα κύπελλο και ενα µπουκέτο τσουκνίδες. Έκαναν και αγώνες έξω απο τη Χαλκίδα, στη Ριτσώνα. Ο Μανώλης έκλεινε το µαγαζί και ο ένας ακολουθούσε τον άλλο στο βουνό, ξυπόλητοι, κρατώντας κεριά και θυµιατά, διακωµωδώντας την πραγµατικότητα. Οι περισσότεροι τον θυµούνται αθυρόστοµο και πηγαίο να κάθεται έξω απο το µαγαζί και να καπνίζει λέγοντας την ατάκα «Τους τρελούς τους θέλουµε, τους µαλάκες όχι». Κι όµως, µόνο ενας φύσει «τρελός» όπως ο Μανώλης, θα µπορούσε να σκεφτεί τόσο λογικά. Με αληθινή ανιδιοτέλεια. Και έτσι, αποφάσισε να εκµεταλλευτεί το ρεύµα που είχε για να ασχοληθεί µε τις φιλανθρωπίες, βοηθώντας τους ψυχικά άρρωστους στα ιδρύµατα.
Εικόνα από μια Χαλκίδα που δεν υπάρχει πια. Ένας αμαξάς, με φόντο τα τραπεζοκαθίσματα της παραλίας. Φωτογραφία: αρχείο Μπάμπη Μάντουκα.
Ο άτυπος «σύλλογος επιφανών Χαλκιδαίων» και το Δροµοκαΐτειο
Μέσα σε µια ατµόσφαιρα «τρελή» και σε µια κοινωνία µε κανόνες και «πρέπει», ο Μανώλης ξεχώρισε. Χωρίς όµως να είναι επιδειξιοµανής. Ακόµα και σήµερα, οι περισσότεροι δε γνωρίζουν για το έργο του στα δηµόσια ψυχιατρεία.
Στο Δροµοκαίτειο βρίσκονταν εκείνη την εποχή κλεισµένοι αρκετοί Χαλκιδαίοι, ψυχικά άρρωστα παιδιά, τα περισσότερα παρατηµένα. Γνωρίζοντας αυτό το γεγονός, γυρνούσε σε γνωστούς επιφανείς συμπολίτες φίλους του και µάζευε από όλους το ελάχιστο, κάνοντας την προσφορά στο σύνολο της µεγάλη. «Για τα πατριωτάκια!», έλεγε χαρακτηριστικά. Συγκέντρωνε τρόφιµα, ρούχα, τσιγάρα, είχε µάλιστα καταφέρει µια φορά, για µια µόνο επίσκεψη, να µαζέψει χίλιες κούτες τσιγάρα! Τόσο αγαπητός ήταν σε όλους. Δεν ήταν όµως µια απρόσωπη δωρεά. Ο ίδιος, µαζί µε άλλα µέλη του σωµατείου, ξεκινούσαν αυτοκινητοποµπή απο τη Χαλκίδα, µαζί µε το φορτηγάκι του δήµου, φορτωµένο και πήγαιναν στα ιδρύµατα της Αθήνας. Όταν έφταναν, όλοι φώναζαν απο µακριά «ήρθε η Χαλκίδα!» και γινόταν πανικός µέχρι να µοιράσουν όσα με αγάπη είχαν συγκεντρώσει. Ο Μανώλης, πήγαινε στα δωµάτια των τροφίµων, συζητούσε, γελούσε και έκανε τα γνωστά του αστεία. Και εκείνοι τον είχαν Θεό τους, και πάντοτε περίµεναν τις επόμενες γιορτές που θα τον ξαναέβλεπαν.
«Μπορώ να έχω ένα κανταΐφι παρακαλώ;» «Ή ενάμιση ή δυόμιση δικαιούσαι. Διάλεξε!» Ανορθόδοξα πάντα Μανώλης στους πελάτες του και αυτό ήταν ένα από τα «μυστικά» του που τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό σε όλους. Εδώ, κατά τη διάρκεια «ανώμαλων αγώνων».
Το τέλος µιας εποχής και η απομάκρυνση από το δηµαρχείο
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το Μέγαρο Κότσικα αγοράστηκε απο το δήµο Χαλκιδέων.
Αυτή η αλλαγή του κτηριακού status quo επέφερε και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Τέλη δεκαετίας του 80, επί δημαρχίας Στέλιου Μαργαρίτη ο Μανώλης απομακρύνθηκε από το χώρο του, με την υπόσχεση πως σύντομα θα επέστρεφε. Όµως οι εργασίες ανακαίνισης κράτησαν περισσότερο απ’ όσο αρχικά υπολόγιζαν και οι σκέψεις άλλαξαν. Έτσι, ο δήµος αποµάκρυνε οριστικά το Μανώλη από την παραλία, δίνοντάς του ως αντάλλαγμα να δουλέψει το περίπτερο (!) που βρίσκεται έως σήµερα στη γωνία του νοσοκοµείου Χαλκίδας. Εκείνη την περίοδο, ολόκληρη η πόλη είχε ξεσηκωθεί, εναντιωµένη στην αδικία. Είχαν μαζευτεί ακόµα και υπογραφές για να κρατηθεί το παραλιακό καφενείο του Μανώλη ανοιχτό. Τελικά, παρόλες τις κινητοποιήσεις, ο Μανώλης δεν επέστρεψε ποτέ στο καφενείο του. Δούλεψε για κάποια χρόνια το περίπτερο που του είχαν δώσει, όπου τον επισκέπτονταν οι φίλοι του, που ποτέ δεν τον εγκατέλειψαν. Όµως, σαν πουλί µαθηµένο στον άνεµο, που ξαφνικά φυλακίστηκε σε ένα κλουβί, μέρα με τη μέρα μαράζωνε. Έτσι σύντομα έφυγε, σε ηλικία 63 ετών, απο ανεύρυσµα της κοιλιακής αορτής, στην καρδιά.
Η παραλία της Χαλκίδας, την εποχή του Μανώλη. Πόσοι είχαν κάνει βουτιά στη θάλασσα εκείνη την εποχή, μετά από αστείους πόλεμους με παγωτά αλλά και… καρέκλες! Κάποιες φορές μες το καταχείμωνο ο Μανώλης, όλως τυχαίως τάχα, πετούσε στη θάλασσα ένα κουβά και μετά ρωτούσε ποιος θα πέσει να τον πιάσει! Κάποιοι τολμηρή πλησίαζαν στην άκρη και τότε, τραβώντας ο ένας τον άλλο σα παιχνίδι, έπεφταν τελικά όλοι μέσα! Ακολουθούσε στέγνωμα μέσα στο μαγαζί.
Ιστορίες µιας άλλης εποχής
Ο Μανώλης ο «τρελός» μέσα από τις αφηγήσεις ανθρώπων που τον θυμούνται πάντα με αγάπη και νοσταλγία.
«Απο το καφενείο του πατέρα µου έχω να θυµάµαι πολλά. Ατέλειωτες ιστορίες παραλόγου χιούµορ, σκηνές ροκ, µε διάφορους τύπους που παρελαύναν απο εκεί τη µέρα, ή καλύτερα νύχτα. Κάποιοι απο τους πελάτες ήταν πολύ ζόρικοι και πείραζαν τον πατέρα µου µε πλάκες. Θυµάµαι πως ένας δεν ήταν ποτέ ικανοποιηµένος απο τον τρόπο που σερβίριζε το παγωτό και πάντοτε γκρίνιαζε. Τότε ο πατέρας µου, για να του µπει στο µάτι, πήγε στην κουζίνα, πήρε το τηγάνι που σερβίρουµε το σαγανάκι και έβαλε το παγωτό εκεί µέσα. «Ικανοποιηµένος τώρα; » τον ρώτησε µετά µε το γνωστό του σαρκαστικό ύφος!»
Παναγιώτης Ανδριανάκης, γιος του Μανώλη, ηλεκτρολόγος.
«Κάποια µέρα που ήµασταν µαζεµένοι µε την παρέα µου έξω απο το µαγαζί του Μανώλη, µιλούσαµε δυνατά και κάναµε φασαρία. Τότε, βγαίνει απο µέσα νευριασµένος, µας κοιτάζει και σηκώνει τα χέρια του στον αέρα. «Στοπ» φωνάζει τότε χτυπώντας τα χέρια του, και όλοι σταµατήσαµε αυτόµατα να µιλάµε. Δεν προλάβαµε να πούµε τίποτα και εκείνος είχε ξαναπάει µέσα στο µαγαζί. Άνοιξε το τρανζιστοράκι του, έβαλε τη µουσική στο τέρµα και ξαναβγήκε έξω, ήρεµος πια. Και τότε µας πλησιάζει και λέει «Τώρα δικαιούστε παράσιτα!», κάνοντας µας νόηµα να ξεκινήσουµε να φωνάζουµε ξανά».
Γιάννης Ξυντάρας, συνταξιούχος εκπαιδευτικός
«Μια φορά, µαζεµένοι χειµώνα, µέσα στο µικρό µαγαζάκι βλέπαµε µια ελληνική ταινία στην τηλεόραση. Το σενάριο, είχε να κάνει µε έναν άνδρα ο οποίος είχε εκθέσει µια δεσποινίδα και δεν την παντρευόταν. Εµείς, κάνοντας πλάκα µε τον κυρ Μανώλη, αρχίσαµε να τον πειράζουµε πείθοντας τον πως όσα συνέβαιναν εκεί ήταν αληθινά. «Κοίτα τον αλήτη» αρχίσαµε να λέµε. Και τότε, κοιτώντας την τηλεόραση ξεκίνησε κι εκείνος να βλασφηµάει και να βρίζει «Τον αλήτη! Σα δε ντρέπεται!» Είχε θυµώσει τόσο πολύ που ήταν έτοιµος να σπάσει την τηλεόραση! Το είχε πιστέψει πραγµατικά! Αξέχαστος τύπος».
Ζήσης Σπύρου, φίλος του Μανώλη, υπάλληλος ΟΤΕ.
«Μέσα στο καφενείο του Μανώλη θα συναντούσες τον κάθε τρελό. Εκείνος ήταν ο αρχηγός µας, όµως. Έκανε πράγµατα µόνο απο παλαβοµάρα, χωρίς λόγο, και κανένας δεν τον παρεξηγούσε. Μια φορά είχε καθίσει µέσα στο µαγαζί κάποιος που είχε τικ. Ο Μανώλης τον παρατηρούσε αρκετή ώρα χωρίς να µιλάει. Τελικά, κάποια στιγµή συνεχίζοντας να τον κοιτάει, τσαντίστηκε και τον άρπαξε απο τα ρούχα για να τον πετάξει έξω. «Δε θέλουµε τέτοιους εδώ» έλεγε καθώς τον πέταγε έξω. Τρελός και παλαβός, έκανε ότι του ερχόταν στο µυαλό και εµείς πάντα δεν µπορούσαµε να ηρεµήσουµε απο τα γέλια. Μια άλλη φορά ετοιµαζόµασταν να πάµε στον αγώνα µε τους ανώµαλους. Αλλά η κυρα-Βαγγελιώ, η γυναίκα του, δεν ήξερε ότι διοργανώναµε τέτοια πράγµατα. Έτσι, πήγα κάτω απο το σπίτι του µε ενα σκαµνί για να τον βοηθήσω να βγει απο το παράθυρο. Φορούσε σκαρπίνι και απο πάνω αθλητικό σορτσάκι. Εκείνη τη στιγµή, βγαίνει και η γυναίκα του στο µπαλκόνι και αρχίζει να φωνάζει. Τότε, σπάει το σκαµνί και γκρεµιζόµαστε και οι δύο κάτω. Βλέποντας το σκηνικό η Βαγγελιώ απο το µπαλκόνι µας φώναζε: «Εσείς είστε για µέσα στο ίδρυµα!»
Κώστας Σταµατούκος, συνταξιούχος τραπεζικός
«Θα σας πω μια ιστορία στου Μανώλη, αρχές χούντας το 1967 ήταν, τότε πού υπήρχε ασφάλεια στους δρόμους και φοβόμασταν να τραγουδήσουμε ακόμα και Θεοδωράκη. Ένα βράδυ μετά τα μεσάνυχτα λέει ο Μανώλης “όλοι έξω!”. Ήμασταν καμιά εικοσαριά άτομα, τι να κάνουμε, βγήκαμε έξω. Στη συνέχεια εκείνος έσβησε όλα τα φώτα, κλείδωσε και κατόπιν μας έβαλε σε τριάδες, με μέτωπο προς το Κρηπίδωμα. Κάθε ένας από εμάς κρατούσε στα χέρια του και κάτι. Άλλος μία σκούπα, άλλος σφουγγαρίστρα, άλλος κουβά η ότι εύρισκε μπροστά του. Εν δυο, εν δυο, έδινε παραγγέλματα ο Μανωλης και ξεκινάμε σαν πραγματική διμοιρία. Τη στιγμή πού φτάναμε στην Αβενα κατηφόριζε περιπολικό από το Κρηπίδωμα! Μόλις μας είδαν, με τον Μανώλη μπροστάρη που έκανε πως δεν τους έβλεπε και συνέχιζε τα δικά του έβαλαν τα γέλια και έφυγαν. Έτσι συνεχίσαμε ανενόχλητοι μέχρι στο ΝΟΧ. Εκεί ο Μανώλης ανέβηκε επάνω σε ένα παγκάκι όρθιος και έβγαλε λόγο περί ανέμων καί υδάτων. Εμείς φυσικά από κάτω, τον αποθεώναμε!»
Αποστόλης Λαδάς
Σε µια απο τις επισκέψεις του «σωµατείου» στο δηµόσιο ψυχιατρείο, προς βοήθεια των ψυχικά αρρώστων.
Τα «συνθηµατικά» µιας τρελής εποχής
«Πάµε Μανώλη;»: Το σύνθηµα που έπεφτε µαζί µε τη νύχτα ανάµεσα στις παρέες, πολύ πριν το «πάµε πλατεία» του Λαζόπουλου.
«Τρελοί»: Το άτυπο σωµατείο του Μανώλη. Οι άνθρωποι που τον περιτριγύριζαν. Τους έλεγαν τρελούς γιατί κατα βάση είχαν την ίδια παλαβή προσωπικότητα µε τον «ηγέτη» τους. Στη συνέχεια ασχολήθηκαν κι εκείνοι µε τις φιλανθρωπίες στα δηµόσια ψυχιατρεία.
«Ανώµαλοι»: Οι αντίπαλοι των τρελών στους ανώµαλους αγώνες. Ουσιαστικά, στους τρελούς ανήκαν. Αλλά γινόταν αυτή η διάκριση µεταξύ τους για χάρη των φιλανθρωπικών αγώνων που διοργάνωναν µεταξύ τους.
«Ανώµαλοι αγώνες»: Οι ποδοσφαιρικοί αγώνες που διοργανώνονταν απο τα µέλη του σωµατείου. Είχαν διαφορές και στους κανονισµούς. Οι ανώµαλοι έπρεπε, για να µετρήσει το γκολ τους να είναι και ανώµαλο. Για παράδειγµα να µπει απο το άουτ προς το τέρµα, ή να ρίξεις κάτω τον αντίπαλο προκειµένου να το βάλεις.
«Τρελόσηµο»: Το ποσό των δύο δραχµών που έµπαινε σε όλα όσα προσφέρονταν στο µαγαζί. Για ενίσχυση των απόρων.
«Απορίας γαλακτοµπούρεκο»: Δωρεάν γαλακτοµπούρεκο για τους απόρους που ήταν στο φιλανθρωπικό πρόγραµµα.
Οι σπεσιαλιτέ του µαγαζιού:
«Οµαλό παγωτό»: Μια µπάλα σκέτη στο ποτήρι.
«Ανώµαλο παγωτό»: Τρείς µπάλες απο διάφορα παγωτά σε κολονάτο ποτήρι µε βύσσινο, αµύγδαλο και µπισκότο.
«Τουρλού τουρλού»: Παγωτό µε συνοδεία παστής αλµυρής σαρδέλας.
Τα τραπεζάκια του Μανώλη δίπλα στο κύμα προτιμούσαν κάθε μέρα και οι άνθρωποι της θάλασσας. Στην εικόνα δεξιά, καθισμένος να ξεκουραστεί μετά από μια δύσκολη μέρα, ο βαρκάρης Διονύσιος Μόσχος («Νιόνιος»), που με τη βάρκα του περνούσε τον κόσμο από το στρογγυλό στον Καράμπαμπα. Όταν περνούσαν πλοία πήγαινε με την βάρκα του κοντά και φώναζε «Καπετάνιε, πέτα, πέτα!» και του πέταγαν τσιγάρα, σοκολάτες, κ.α. Αυτή η βάρκα ήταν όλη του η ζωή, εκεί κοιμόταν και ένα βράδυ του 1965 μπάταρε και έτσι η αγαπημένη του θάλασσα τον πήρε κοντά του. Φωτογραφία: L. H. Jeffery Archive
Απο «τρελό» µαθαίνεις την αλήθεια
Μέσα από το περιοδικό «Μια απόπειρα στη Χαλκίδα», σε συνέντευξη του το 1983, ο Μανώλης, πιο ζωντανός από ποτέ, µιλάει για το µαγαζί και τη Χαλκίδα. Τα λόγια του µοναδικά, αυθεντικά, διαχρονικά στο πέρασµα των χρόνων.
«Αυτό το περιεχόµενο που υπάρχει σ’ αυτό το µαγαζί, δεν το βρίσκεις πουθενά. Αυτό το περιβάλλον. Πουθενά. Εγώ έχω πάει σε πολλά µέρη, µα δεν έχω τύχει να πούµε να συναντήσω τέτοιο περιβάλλον. Που να µαζεύονται ειδικά άνθρωποι που είναι ελαττωµατικοί και ψυχοπαθείς και οτιδήποτε άλλο. Ψυχοπαθείς µε την έννοια ότι ζούνε διαφορετικά από τους άλλους. Όχι ότι είναι ψυχοπαθείς πραγµατικά».
«Μία φορά είχε φέρει ένα φέρετρο απο έξω ο συγχωρεµένος ο Σαλούφας, αυτός που αυτοκτόνησε, ο Νικολάκης. Και του λέω του Σαλούφα, «θα το φάς το κεφάλι σου µε αυτά που κάνεις». Βούτηξα ένα τραπέζι να του το πετάξω, αλλά έβαλε µπρος τη νεκροφόρα και έφυγε. Αλλιώς θα του το πέταγα, µα την Παναγία! Είχα σκοπό να του το πετάξω».
«Οι συναντήσεις του σωµατείου γινόντουσαν εδώ, κεκλεισµένων των θυρών. Κλείναµε το µαγαζί, ανάβαµε τα κεριά µέσα, και η πελατεία ήταν απ’ έξω. «Απαγορεύεται», τους έλεγα, κατάλαβες; Καθόµασταν µέσα, κάναµε λιτανείες εδώ, λιβανίζαµε κάθε βράδυ, κεριά… πράµατα…»
«Έρχονταν εδώ οι άποροι και τους ταίζαµε. Και φαί ακόµη έφερνα απο το σπίτι. Όσοι δεν είχαν, τρώγανε τζάµπα κάθε βράδυ. Δηλαδή αν ήταν άπορος τελείως να πούµε. “Τι θε,ς φαί; Μπουπ! Πάρτο! Δικαιούσαι να πούµε, είναι στο πρόγραµµα!” Ύστερα είχαµε και τις ποινές εδώ πέρα, παραβάσεις. Δηλαδή αν πειράξεις εσύ έναν του σωµατείου, έναν οµοιδεάτη σου να πούµε, ή ξέρω γω τι, περνάς απο πειθαρχικό και διαγράφεσαι. Σου κόβονται όλα. Αν έρθει ενας καινούργιος ξέρω γω τι, και κάνει τον έξυπνο, τον πονηρό, ή πειράξει, πήρε ρέστα. Δεν πρόκειται να ξανακάτσει σε καρέκλα ο κόσµος να χαλάσει!»
«Στη Χαλκίδα είναι και τα τρελά νερά, έξι ώρες πάνω, έξι κάτω… Μας έχουν κάνει ελαττωµατικούς! Εδώ µε τα νερά την έχουν πατήσει όλοι. Στους τρείς οι δύο είµαστε ελαττωµατικοί στη Χαλκίδα, πάει τέλειωσε. Να, εδώ πόσοι είµαστε: Τέσσερις; Είναι ζήτηµα ο ένας να είναι εντάξει. Κι αν είναι, κι αυτό αµφίβολο… Έτσι νοµίζω εγώ δηλαδή».
«Άµα φύγω, θα διαλύσουν τα πάντα. Ιστορικό µνηµείο τούτο δω το µαγαζί. Γι’ αυτό έχει µείνει και διατηρητέο. Άµα φύγουµε εµείς και πάρουµε δρόµο για τον πάνω κόσµο, πάνε, σβήσανε όλα, θα µείνει µια ανάµνηση. Αυτοί που θα µείνουν θα θυµούνται ότι κάποτες υπήρχε να πούµε ένα µαγαζί, το οποίο και τα λοιπά…»
Μέλη του άτυπου σωµατείου των «τρελών». Πρώτος απο αριστερά ο πρόεδρος Μανώλης!
Ενας υπέροχος άνθρωπος
Αναντικατάστατος. Αυτή η λέξη αρµόζει σε ανθρώπους όπως ο Μανώλης, που δίνουν ακόµα και σήµερα µε τις πράξεις τους τα πιο µεγάλα µαθήµατα ζωής.
Και σήµερα τέτοια παραδείγµατα λείπουν απο την «τρελή» µας πόλη. Μας έµεινε µόνο η ετικέτα. Για τους παλαιότερους, ο Μανώλης ήταν ο άνθρωπος του κεφιού, µε έναν τρόπο µοναδικά αυθεντικό. Για τους νεότερους, που τον γνωρίζουν µέσα απο διηγήσεις, κάτι σαν urban legend της περιοχής. Ο Μανώλης µοιάζει µε µορφή βγαλµένη απο παλιά καλή ελληνική ταινία. Μια µορφή που πάντα θα θυµόµαστε…
Μία από τις τελευταίες φωτογραφίες του Μανώλη του «τρελού».