Τμήμα αγγείου για αποθήκευση (πίθου) με ανάγλυφη διακόσμηση. Η κάτω ζώνη παριστάνει αρπακτικά που κατασπαράσσουν πτώματα, ενώ η πολεμική σκηνή στην επάνω ζώνη απηχεί ίσως τη μακρόχρονη εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στην Ερέτρια και στη Χαλκίδα. 700 π.Χ. περίπου. Σε μεταγενέστερη εποχή, το αγγείο χρησιμοποιήθηκε ωs εσωτερική επένδυση πηγαδιού. Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας.
Γιώργος Λόης
Ο πρώτος μεγάλος ελληνικός εμφύλιος, με πρωτεργάτες δύο υπερδυνάμεις του 8-7ου αιώνα π.Χ, τη Χαλκίδα και την Ερέτρια, όπως σκιαγραφείται μέσα από άγνωστα στο ευρύ κοινό αποσπάσματα αρχαίων συγγραφέων.
Ενδεικτική βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου:
1. «A History of Chalkis to 338 B. C.», Donald W. Bradeen. «The Lelantine War», chapter III, pp 86 – 126, University of Cincinnati, 1947.
2. «The Lelantine War and Pheidon of Argos», Donald W. Bradeen. Transactions and Proceedings of the American Philological Association, Vol. 78, pp. 223-241, The Johns Hopkins University Press, 1947.
3. «Τοπογραφία και ιστορία της νήσου Ευβοίας μέχρι του Πελοποννησιακού πολέμου», Fritz Geyer, (μετάφρασις εκ του Γερμανικού Ανδρέου Α. Ζαμπάλου). Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τόμος Θ’, σελίδες 41 – 44, Αθήναι, 1962.
4. «Η Εύβοια ως τον Ζ’ π.Χ. αιώνα (Όνομα – Ηγέτες – Λαός)», Άγγελου Φουριώτη. Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΙΕ’, σελίδες 282 – 289, Αθήναι, 1969.
5. «Euboea and the Islands», William George Grieve Forrest. «The Expansion of the Greek World, Eighth to Sixth Centuries B. C. – The Cambridge Ancient History», second edition, volume III, part 3, pages 250 – 253,edited by John Boardman & N. G. L. Hammond F.B.A., Professor Emeritus of Greek, University of Bristol, Cambridge University Press, 1982.
6. «A History of the Archaic Greek World, ca. 1200–479 BCE», Jonathan M. Hall. «The Practice of History: The Lelantine War», chapter 1, pp 1 – 8, Blackwell publishing, 2007.
7. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος 3, σελίδες 232 – 233, «Η Εύβοια και ο Ληλάντιος Πόλεμος», Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1971 (επανέκδοση 2015).
8. «Ο Ληλάντιος Πόλεμος (ένας πόλεμος που κρίθηκε από το Θεσσαλικό ιππικό)», Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου. aktines.blogspot.com, 1-5-2015.
9. «Ληλάντιος Πόλεμος», Αλέξανδρου Καλέμη. taxidievia.blogspot.com, 13-11-2016.
10. «Ο Ληλάντιος πόλεμος». ellinondiktyo.blogspot.com, 30-8-2018.
11. «Ληλάντιος Πόλεμος: Ο άγνωστος μεγάλος αρχαϊκός εμφύλιος», Καρύκας Παντελής. slpress.gr/istorimata, 12-2-2019.
12. en.wikipedia.org/wiki/Lelantine War.
13. «lelantine war conflict lost time», Josho Brouwers. ancientworldmagazine.com, 15-6-2018.
Βοηθήματα:
1. «Χαλκίς. Ιστορία – Τοπογραφία και Μουσείο», Έφη Σαπουνά Σακελλαράκη. ΥΠΠΟ, Αθήνα, 1995.
2. «Ερέτρια. Χώρος και Μουσείο», Έφη Σαπουνά Σακελλαράκη. ΥΠΠΟ, 2η έκδοση, Αθήνα, 2000.
Εισαγωγή.
Ο αποκαλούμενος Ληλάντιος πόλεμος αποτελεί ένα δυσεπίλυτο ιστορικό αίνιγμα, το οποίο ταλανίζει διαχρονικά τους ακαδημαϊκούς κύκλους σε διεθνές επιστημονικό επίπεδο, εγείροντας πλείστες και ποικίλες διχογνωμίες μεταξύ έγκριτων μελετητών.
Ως πολεμικό γεγονός αντιστοιχεί σε μία σφοδρή διένεξη ανάμεσα στη Χαλκίδα και την Ερέτρια, η οποία ανάγεται εντός ενός φάσματος περίπου δύο αιώνων πριν από τους Περσικούς πολέμους (502 – 449 π. Χ.), με αφορμή την κυριότητα του εύφορου Ληλάντιου πεδίου[1], από όπου προέρχεται και η χαρακτηριστική επωνυμία. Σταδιακά η διαμάχη φέρεται να έλαβε μεγάλες διαστάσεις, καθώς ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι απέκτησε τη μορφή μίας ιδιαίτερα γενικευμένης σύρραξης, με τη συμμετοχή διαφόρων πόλεων – κρατών του αρχαιοελληνικού κόσμου ως συμμάχων των Χαλκιδέων ή των Ερετριέων ανταγωνιστών, ανάλογα με τα καιροσκοπικά συμφέροντα τους. Μάλιστα, φθάνουν στο σημείο να θεωρήσουν τις μακροχρόνιες εχθροπραξίες ως την πρώτη εκτεταμένη εμφύλια σύγκρουση των αποκαλούμενων ιστορικών χρόνων.
Αντίθετα, μερικοί αρχαιοδίφες αμφισβητούν εντελώς τη διεξαγωγή του Ληλάντιου πολέμου, θεωρώντας την προτεινόμενη πλοκή του είτε ως προϊόν παρερμηνείας των αρχαίων συγγραφέων, είτε ως συρραφή μεμονωμένων συμβάντων και ασύνδετων περιστατικών, που δεν δικαιολογούν μία συμπλοκή ευρείας κλίμακας. Επίσης, μία άλλη μερίδα ερευνητών διατείνεται ότι η πολύχρονη διαμάχη μεταξύ των δύο Ευβοϊκών πόλεων και των υποστηρικτών τους, απαρτίζεται από μία σειρά επιμέρους στρατιωτικών συγκρούσεων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν περιοδικά σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα με ενδιάμεσα διαλείμματα και σε διάφορους τόπους. Αυτή η εκδοχή φαντάζει λίαν ελκυστική, καθόσον απαλείφεται το μείζον πρόβλημα της χρονολόγησης μίας μοναδικής πολεμικής σύρραξης με αρχή και τέλος. Σε κάθε περίπτωση το θέμα αντιμετωπίζεται με μεγάλη δόση σκεπτικισμού, επιφέροντας ατέρμονες συζητήσεις που οδηγούν σε αδιέξοδες ατραπούς, ενώ οι παρατιθέμενες απόψεις των νεότερων ιστορικών αφήνουν απλήρωτα κενά και αρκετά ερωτηματικά, ως προς την αληθοφανή ροή των γεγονότων.
Άποψη του εύφορου Ληλάντιου πεδίου, η κατοχή του οποίου υπήρξε η αφορμή για μία μακροχρόνια πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στη Χαλκίδα και την Ερέτρια κατά την αρχαιότητα.
Οι κύριες πηγές της παρούσας εργασίας.
Με την παρούσα πραγματεία θα επιδιώξουμε να σκιαγραφήσουμε τον αμφιλεγόμενο Ληλάντιο πόλεμο σε δύο συγγραφικά μέρη, λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του ως ένα ουσιώδες κεφάλαιο της πολυκύμαντης ιστορίας της Εύβοιας, το οποίο διαθέτει μία ανεξίτηλη πανελλήνια χροιά.
Πρώτα θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε τις σκοτεινές πτυχές και να διαχωρίσουμε τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα, ξεκινώντας με την ενδελεχή επισκόπηση και τον αναλυτικό σχολιασμό των σχετικών κειμένων από τις αρχαίες πηγές, καθόσον μέσα από αυτά αντλούνται οι πρωτογενείς πληροφορίες, που συνιστούν τα στέρεα θεμέλια κάθε ερευνητικής εργασίας. Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε στην αποσαφήνιση των συντρεχουσών πολιτικοστρατιωτικών συνθηκών, προκειμένου να θέσουμε την σύρραξη εντός ενός σαφούς χρονολογικού πλαισίου με κάθε επιφύλαξη, όπως και να προσδιορίσουμε τους διαφαινόμενους συμμάχους εκάστης αντιμαχόμενης παράταξης, ανασυνθέτοντας το ιστορικό περιβάλλον της.
Σε αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα θα στηριχτούμε σε δύο εξειδικευμένες μελέτες του Αμερικανού καθηγητή Donald Bradeen[2], ο οποίος παραθέτοντας εύλογα επιχειρήματα θέτει τον Ληλάντιο πόλεμο σε ένα μάλλον εύσχημο υπόβαθρο, χωρίς η εκδοχή του να έχει αντικρουστεί με πειστικό τρόπο, παραμένοντας μέχρι σήμερα η καλύτερη ερμηνευτική θεώρηση. Παράλληλα, στο δεύτερο μέρος θα συσχετίσουμε τα προκύπτοντα δεδομένα από τα αποσπάσματα της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, με τα συναφή ανασκαφικά ευρήματα από τους αρχαιολογικούς χώρους του Λευκαντίου και της Ερέτριας, προκειμένου να διευκρινίσουμε μια τυχόν συγγενική διασύνδεση των δύο κατοικημένων τόπων. Ως επιμύθιο θα προβούμε στην εκτιμώμενη περιγραφή των πολεμικών εξελίξεων, όπως συνάγονται από τις επεξεργασμένες πληροφορίες, πλην όμως το περιθώριο της εξιστόρησης θα πρέπει να εκληφθεί περισσότερο ως συμβατικό, καθώς διαμορφώνεται μέσα από δεσμευτικές παραδοχές και λογικούς συνειρμούς. Το παρόν άρθρο σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά μία εμπεριστατωμένη επιστημονική διατριβή για το συγκεκριμένο θέμα, ούτε επιζητούνται ακαδημαϊκές δάφνες και διακρίσεις. Ο αντικειμενικός σκοπός του είναι να παρουσιάσει την αρχέγονη σύγκρουση της Χαλκίδας και της Ερέτριας για το Ληλάντιο πεδίο σε ένα ευρύτερο κοινό με μία προσιτή προσέγγιση, έτσι ώστε να καταστεί απόλυτα κατανοητή, αποφεύγοντας τις εξεζητημένες και ίσως φλύαρες παρενθέσεις και εικασίες. Για αυτό τον λόγο προτιμήθηκε να γίνουν οι λιγότερες δυνατές παραπομπές και μόνο σε όσα σημεία του κειμένου κρίθηκε απαραίτητο, για να μην δημιουργούνται ανεπιθύμητοι προβληματισμοί στους αναγνώστες.
Χάρτης της περιοχής όπου εξελίχθηκε ο Ληλάντιος Πόλεμος. Σχεδίαση: Βάγιας Κατσός.
Ο μουσικός αγώνας των ποιητών προς τιμήν του θανόντος Αμφιδάμαντα.
Θα αρχίσουμε την αναδίφηση μας στις πηγές της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας από τον Πλούταρχο.
Ο πολυπράγμων ιστορικός βιογράφος και φιλόσοφος στο σύγγραμμα του «Των επτά σοφών συμπόσιο»[3], που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή πραγματειών με τίτλο «Ηθικά», αναφέρεται περιστασιακά σε μία ηγετική φυσιογνωμία της Χαλκίδας, τον Αμφιδάμαντα, ο οποίος βρήκε το θάνατο σε κάποια ένοπλη συμπλοκή στο Ληλάντιο πεδίο. Σε ένα απόσπασμα της παρατιθέμενης συζήτησης, εμφανίζεται ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος, που ήταν ένας από τους συμποσιαζόμενους σοφούς, να απευθύνεται στον Κλεόδωρο, έναν εκ των συνδαιτημόνων του, προκειμένου να του επισημάνει ότι οι παλαιότεροι Έλληνες συνήθιζαν να θέτουν διλήμματα, μέσω των οποίων οδηγούνταν σε ένα πιο δίκαιο αποτέλεσμα, όταν αντιμετώπιζαν σε μία αμφίρροπη κατάσταση. Ειδικότερα διαβάζουμε:
«Τότε ο Περίανδρος έλαβε (τον λόγο) και είπε:
»Αλλά μήπως και δεν ήταν συνήθεια και στους παλαιούς Έλληνες, ω Κλεόδωρε, να προβάλλουν μεταξύ τους τέτοιες απορίες; Διότι ακούμε ότι και κατά την ταφή του Αμφιδάμαντα στη Χαλκίδα, συνήλθαν από τους σοφούς οι πιο αναγνωρισμένοι ποιητές. Ήταν δε ο Αμφιδάμαντας πολεμικός άνδρας, και αφού παρείχε πολλά πράγματα ενάντια στους Ερετριείς, έπεσε στις μάχες περί του Ληλάντιου (ποταμού ή πεδίου). Επειδή δε τα παρασκευασμένα έπη από τους ποιητές έκαναν χαλεπή και δύσκολη την κρίση, διότι ήταν εφάμιλλα και η δόξα των αγωνιστών, του Ομήρου και του Ησιόδου, προξένησε στους κριτές πολλή απορία και συστολή, και τράπηκαν σε τέτοιες ερωτήσεις, καθώς λέει ο Λέσχης[4]:
»Μούσα ανιστόρησε μου, τα όσα προτού δεν έγιναν,
»μήτε θα είναι στα μετόπισθεν,
»αποκρίθηκε δε ο Ησίοδος όπως έτυχε:
»αλλά όταν ολόγυρα στον τάφο του Διά, βροντοπόδαροι ίπποι,
»συντρίψουν τα άρματα τους επειγόμενοι για τη νίκη.
»Και μάλιστα για αυτό λέγεται πως θαυμάστηκε και έτυχε τον τρίποδα»[5].
Κατά την ταφή του Αμφιδάμαντα στη Χαλκίδα διοργανώθηκε ένας μουσικός αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν ο Ησίοδος και ο Όμηρος. Σκηνή μάχης σε μαρμάρινη επιτάφια στήλη. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη.
Οι πληροφορίες που εξάγονται από το εδάφιο του Πλούταρχου.
Από το παραπάνω εδάφιο μαθαίνουμε ότι ο Αμφιδάμας ήταν εξαιρετικός πολεμιστής και προκάλεσε πολλά δεινά στους Ερετριείς με τις ενέργειες του.
Μάλιστα φέρεται να σκοτώθηκε στις μάχες, που έλαβαν χώρα στην περιοχή του Λήλαντα ποταμού, παρέχοντας μία σαφή επιβεβαίωση ότι όντως η κατοχή του Ληλάντιου πεδίου αποτέλεσε αιτία πολεμικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Χαλκίδα και την Ερέτρια κατά την αρχαιότητα. Επίσης, σταχυολογούμε και άλλη μία σημαντική πληροφορία, η οποία ίσως να καθιστά εφικτό τον θεωρητικό χρονολογικό προσδιορισμό αυτού του γεγονότος. Όπως λοιπόν διαπιστώνουμε από τα λεγόμενα του Περίανδρου, κατά την ταφή του Αμφιδάμαντα διοργανώθηκε στη Χαλκίδα ένας μουσικός αγώνας προς τιμήν του θανόντος, στον οποίο προσήλθαν οι επιφανέστεροι των ποιητών. Στην επικήδεια εκδήλωση συμμετείχαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος, φθάνοντας έως τη διεκδίκηση του επάθλου σε μία μεταξύ τους αναμέτρηση. Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, το απώτερο χρονικό όριο της ιστορικής εμφάνισης των δύο κορυφαίων δημιουργών ως υπαρκτών προσώπων, ανάγεται στη μέση Γεωμετρική περίοδο (850 – 760 π.Χ.). Αυτή η αντίληψη ενισχύεται από τον αρχαίο ιστορικό Ηρόδοτο (484 – 425/410 π.Χ.), καθώς στο μνημειώδες έργο του «Ιστορίαι» διατυπώνει την εξής συγκρατημένη γνώμη:
«[…] Διότι νομίζω ότι ο Ησίοδος και ο Όμηρος ήταν πρεσβύτεροι μου μόνο τετρακόσια χρόνια, όχι περισσότερο […] Από αυτά, τα πρώτα τα λέγουν οι ιέρειες της Δωδώνης, ενώ τα ύστερα που έχουν να κάνουν με τον Ησίοδο και τον Όμηρο τα λέγω εγώ»[6].
Χαρακτική απεικόνιση του ποιητή Ησίοδου, ο οποίος φέρεται να αναμετρήθηκε με τον Όμηρο σε ένα μουσικό αγώνα στη Χαλκίδα, κατά τις επιτάφιες εκδηλώσεις προς τιμήν του θανόντος τοπικού ήρωα Αμφιδάμαντα.
Η χρονολόγηση του αγώνα.
Με βάση την χρονολόγηση του Ηρόδοτου, εξάγεται ότι οι δύο διακεκριμένοι ποιητές ενδεχομένως να έζησαν και να διέπρεψαν περί τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ.. Ο δε Όμηρος πιστεύεται ότι ήταν αρχαιότερος του Ησιόδου κατά μία γενεά, δηλαδή 30 με 33 χρόνια.
Συνεπώς όταν διασταύρωσαν τα καλλιτεχνικά τους ξίφη στον αναφερόμενο επικήδειο μουσικό αγώνα, ο πρώτος πρέπει να βρίσκονταν στη δύση της λαμπρής σταδιοδρομίας του και ο δεύτερος ίσως να βάδιζε στην αφετηρία του καλλιτεχνικού στίβου του. Αν αυτή η τοποθέτηση θεωρηθεί ως αξιόπιστη, τότε μπορούμε να εικάσουμε ότι το περιώνυμο Ληλάντιο πεδίο αποτελούσε το «μήλο της Έριδος» ανάμεσα στη Χαλκίδα και την Ερέτρια ήδη από τους μέσους Γεωμετρικούς χρόνους, υποδηλώνοντας ότι πραγματοποιούνταν διαρκείς αψιμαχίες μεταξύ των δύο Ευβοϊκών πόλεων, σε μία εκ των οποίων φονεύθηκε ο Αμφιδάμαντας.
Ωστόσο, η πλειονότητα των νεότερων ιστορικών ερευνητών υποστηρίζει βάσιμα ότι ο Ησίοδος άκμασε στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. και πιθανόν να αποβίωσε προς τα τέλη του ίδιου ή στις αρχές του επόμενου αιώνα. Υπό αυτή την οπτική, η γνώμη του Ηρόδοτου ότι ο ποιητής έζησε περί τα 400α χρόνια πριν από αυτόν, θα πρέπει να εκληφθεί ως χρονικό βάθος και όχι ως σταθερή παράμετρος. Άλλωστε και ο ιστορικός δεν είναι απολύτως σίγουρος, καθώς δηλώνει πως νομίζει («δοκέω» στο πρωτότυπο κείμενο) κάνοντας την υπόψη αναγωγή. Κρατώντας πλέον την τελευταία χρονολόγηση για τη φυσική παρουσία του Ησίοδου ως αποδεκτό δεδομένο, θα εξετάσουμε παρακάτω δύο παρεμφερή αποσπάσματα, που αφορούν το μουσικό διαγωνισμό κατά την τελετή της ταφής του Αμφιδάμαντα και τα οποία μας προσφέρουν ορισμένες ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Υδρία από την αρχαία Χαλκίδα, που φέρει την παράσταση του «δέντρου της ζωής» πλαισιωμένου από άλογα. Χρονολογείται στους ύστερους Γεωμετρικούς χρόνους, κατά τους οποίους εκτιμάται ότι άκμασε ο ποιητής Ησίοδος. Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας.
Τα φιλολογικά τεκμήρια του αγώνα των ποιητών.
Το ένα τεκμήριο προέρχεται από το συμβουλευτικό σύγγραμμα «Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου, όπου αφηγείται την προσωπική του εμπειρία από τη συμμετοχή του στην επικήδεια εκδήλωση:
«Διότι ποτέ μέχρι τώρα δεν έπλευσα με πλοίο σε ευρύ πόντο,
»παρά μόνο στην Εύβοια, εκ της Αυλίδας, που κάποτε οι Αχαιοί,
»έμειναν ένα χειμώνα, συνάμα πολύ λαό (στρατό) συνάθροισαν,
»από την ιερή Ελλάδα, εις την Τροία με τις όμορφες γυναίκες για να πάνε,
»σε εκείνο το μέρος κατευθύνθηκα όπου γίνονταν οι αγώνες του εμπειροπόλεμου Αμφιδάμαντα,
»τότε στη Χαλκίδα πέρασα, και ήταν πολλά προβλεπόμενα,
»έπαθλα που έθεσαν οι παίδες του μεγαλόκαρδου άνδρα, όπου με καλή φήμη,
»νίκησα με έναν ύμνο, φέροντας για βραβείο έναν τρίποδα με λαβές σε σχήμα ώτων»[7].
Το δεύτερο συναφές χωρίο εντοπίζεται στο έργο «Περί Ομήρου και Ησιόδου και του γένους και του αγώνος αυτών», του οποίου ο συγγραφέας είναι άγνωστος. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές του 19ου αιώνα η εν λόγω πραγματεία συντάχθηκε στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.), ενώ μερικοί αρχαιοδίφες εικάζουν ότι ανήκει σε παλαιότερη εποχή, δίνοντας μία χρονολόγηση στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.. Συγκεκριμένα καταγράφεται ότι:
«[…] Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτοί (ο Όμηρος και ο Ησίοδος) άκμασαν μαζί, ώστε και αγωνίστηκαν από κοινού στην Αυλίδα της Βοιωτίας […]
»[…] Κατά αυτόν τον χρόνο ο Γανύκτωρ επιτελούσε τον επιτάφιο του πατέρα του Αμφιδάμαντα, βασιλέως της Εύβοιας, και συγκάλεσε στον αγώνα άπαντες τους επίσημους άνδρες, όχι μόνο τους ισχυρούς και τους γρήγορους, αλλά και τους σοφούς ανθρώπους, τιμώντας τους με μεγάλες δωρεές. Και αυτοί οι δύο λοιπόν εκ τύχης, όπως νομίζω, συναντήθηκαν και ήρθαν μαζί στη Χαλκίδα. Στον δε αγώνα κάποιοι άλλοι από τους επίσημους Χαλκιδέους κάθισαν ως κριτές και μεταξύ αυτών ο Πανείδης, όντας αδερφός του αποθανόντα. Αφού αμφότεροι οι ποιητές αγωνίστηκαν θαυμαστώς, θαρρώ νικήθηκε ο Ησίοδος κατ’ αυτόν τον τρόπο. Καθώς προσήλθε στο μέσο επιζητώντας να μάθει για το καθένα στοιχείο χωριστά περί του Ομήρου, για να αποκριθεί προς τον Όμηρο. Είπε έπειτα ο Ησίοδος(…)»[8].
Χάλκινα ειδώλια βοοειδών και δύο ανθρώπινων μορφών, που βρέθηκαν στην τοποθεσία Πέϊ Δοκού Χαλκίδας και ανάγονται στα τέλη της ύστερης Γεωμετρικής περιόδου. Στο ίδιο χρονικό διάστημα ενδεχομένως να εντάσσεται ο ένδοξος θάνατος του Αμφιδάμαντα στις μάχες του Ληλάντιου πεδίου. Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας.
Αμφιδάμαντας: Ένας βασιλιάς ή αριστοκράτης της Χαλκίδας;
Από τις παραπάνω δύο περικοπές καθίσταται σαφές ότι ο εκλιπών Αμφιδάμαντας υπήρξε μία εξέχουσα προσωπικότητα και γι’ αυτόν τον λόγο η ταφή του έπρεπε να περιβληθεί με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια.
Ο δε Ησίοδος δεν μνημονεύει το συγκεκριμένο ήρωα ως άνακτα ή βασιλιά της Χαλκίδας, ένα αξίωμα που σπεύδουν να του απονέμουν κάπως απερίσκεπτα κάποιοι σύγχρονοι ιστοριοδίφες. Αλλά τον αναφέρει ως εμπειροπόλεμο και μεγαλόκαρδο («δαΐφρονα» και «μεγαλήτορα» αντίστοιχα στο πρωτότυπο κείμενο), δύο χαρακτηρισμοί οι οποίοι κάλλιστα μπορούν να αποδοθούν σε ένα γενναιόψυχο και συνετό τοπικό αριστοκράτη με ισχυρή επιρροή. Αντίθετα, ο πολύ μεταγενέστερος άγνωστος συγγραφέας παρουσιάζει τον επιφανή νεκρό ως «βασιλέα της Εύβοιας», όμως μάλλον πρόκειται για ένα φιλολογικό τίτλο, καθόσον είναι σίγουρο ότι η γεωγραφική επικράτεια της νήσου, δεν αποτελούσε ένα ενιαίο βασίλειο στην διάρκεια της Γεωμετρικής εποχής και ιδιαίτερα περί τα μέσα προς τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., δηλαδή τον καιρό όπου εκτιμάται ότι έζησε και διέπρεψε ο Ησίοδος, κατά την επικρατέστερη εκδοχή.
Πάντως ακόμα και αν θεωρήσουμε τον Αμφιδάμαντα ως βασιλιά της Χαλκίδας, από μόνη της αυτή η ιδιότητα συνιστά μία παραδοξότητα, διότι εντός του 8ου αιώνα π.Χ. παρατηρείται μία άνοδος των ευγενών στις πόλεις – κράτη του Ελληνικού χώρου και το καθεστώς της βασιλείας αντικαθίσταται σταδιακά από αριστοκρατικά πολιτεύματα. Ωστόσο, σύμφωνα με τη γνώμη έγκριτων ακαδημαϊκών, ενδεχομένως στους Γεωμετρικούς χρόνους, ο τίτλος «βασιλεύς» να απονεμόταν επιπρόσθετα και σε τοπικούς ευπατρίδες, οι οποίοι δεν ασκούσαν την πραγματική εξουσία ενός άνακτος. Συνεπώς η μοναδική μαρτυρία του άγνωστου συγγραφέως περί «βασιλέως της Εύβοιας», δεν αποτελεί ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο για να θεωρήσουμε ότι τη διαλαμβανόμενη περίοδο η βασιλεία εξακολουθούσε να υφίσταται είτε στη Χαλκίδα, είτε σε κάποια άλλη Ευβοϊκή πόλη και πολύ περισσότερο να αφορούσε ολόκληρη τη νήσο. Εξάλλου είναι ενδεικτικό πως δεν συναντάμε βασιλείς στις Ευβοϊκές αποικίες στη βόρεια Ελλάδα και στην Ιταλία, που ιδρύθηκαν μετά τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ.. Επίσης, ο σχολαστικός Πλούταρχος δεν χαρακτηρίζει τον Αμφιδάμαντα με κάποιο βασιλικό τίτλο, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι μάλλον επρόκειτο για έναν ισχυρό άρχοντα, παρά για έναν απόλυτο μονάρχη. Δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε πως έπειτα από το θάνατο αυτής της ηγετικής προσωπικότητας, ίσως να καταργήθηκε και τυπικά ο θεσμός της βασιλείας στη Χαλκίδα και η διακυβέρνηση της πόλης να πέρασε στη δικαιοδοσία της αριστοκρατικής τάξης των Ιπποβοτών.
Άποψη τμήματος των διατηρούμενων καταλοίπων των τειχών της ακρόπολης της Χαλκίδας στο ύψωμα του Βαθροβουνίου (π. 4ος αιώνας π.Χ.). Ο επώνυμος Χαλκιδέος ήρωας Αμφιδάμας υπήρξε ένας ισχυρός τοπικός άρχοντας, στον οποίο αποδόθηκε καταχρηστικά ο τίτλος του «βασιλέα της Εύβοιας».
Η εποικιστική δραστηριότητα της Χαλκίδας και της Ερέτριας οριοθετούν την απαρχή της σύρραξης τους.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ησίοδος και ο άγνωστος συγγραφέας δεν κάνουν καμία απολύτως νύξη για τον τρόπο της τελευτής του τιμώμενου νεκρού, προκειμένου να μας προσανατολίσουν προς ένα πολεμικό συμβάν.
Όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, ο Πλούταρχος είναι εκείνος που μας πληροφορεί ξεκάθαρα ότι ο Αμφιδάμας σκοτώθηκε στις μάχες εναντίον των Ερετριέων στην τοποθεσία του ποταμού Λήλαντα, συμπληρώνοντας το κενό της εξιστόρησης. Αν λοιπόν ασπαστούμε τη δημοφιλέστερη άποψη περί της χρονικής τοποθέτησης του Ησιόδου στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ., τότε ο θάνατος του Χαλκιδέου άρχοντα, κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών μεταξύ της Χαλκίδας και της Ερέτριας, πρέπει να προσδιοριστεί στο φάσμα της ύστερης Γεωμετρικής περιόδου (760 – 700 π.Χ.). Ειδικότερα, τα επίμαχα πολεμικά γεγονότα εκτιμάται ότι έλαβαν χώρα μετά τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., καθόσον προηγουμένως και γύρω στο 780 π.Χ., έχουμε την αγαστή συνεργασία των δύο Ευβοϊκών πόλεων στην ίδρυση των Πιθηκουσών, πάνω στην ηφαιστειακή νησίδα Ίσκια στην είσοδο του κόλπου της Νάπολης. Επίσης, λίγο αργότερα και περί το 750 π.Χ., συστήθηκε και η Ιταλική Κύμη στην απέναντι ηπειρωτική ακτή, από μέτοικους προερχόμενους από τη Χαλκίδα και την Ερέτρια πάλι (ή, κατά τον Στράβωνα, τη Χαλκίδα και την Κύμη).
Με γνώμονα ότι η δραστηριότητα των αποικισμών προϋποθέτει συνθήκες ειρήνης, πιθανότατα η διένεξη των Χαλκιδέων και των Ερετριέων για την πεδιάδα του ποταμού Λήλαντα θα είχε λήξει πριν την έξαρση του βορειοελλαδίτικου αποικισμού των Ευβοέων, που σηματοδοτείται με την ίδρυση της Μεθώνης στην Πιερία από τους Ερετριείς το 733/2 π.Χ., οι οποίοι είχαν χάσει την αποικία τους στην Κέρκυρα από τους Κορίνθιους δύο χρόνια πρωτύτερα, δηλαδή το 735 π.Χ.. Το ίδιο χρονικό διάστημα οι Χαλκιδέοι φέρονται ότι οικοδόμησαν την Τορώνη στη χερσόνησο της Σιθωνίας της σημερινής Χαλκιδικής, αν και ορισμένοι ερευνητές ανάγουν την θεμελίωση της πολύ παλαιότερα και συγκεκριμένα στο 12ο αιώνα π.Χ.. Επιπρόσθετα, στην αποικιακή κινητικότητα αυτής της περιόδου συμπεριλαμβάνεται και η Νάξος στη Σικελία, η οποία συστήθηκε το 735 π.Χ. από μετανάστες εκ της μητροπολιτικής Χαλκίδας και θεωρείται σήμερα η πρώτη ελληνική αποικία της νήσου.
Επιγραφή – όρος της Χαλκίδας του 4ου αιώνα π.Χ., χαραγμένη στον βράχο στους νότιους πρόποδες του Βαθροβουνίου επί της όδευσης του αρχαίου δρομολογίου, που έβαινε στο Ληλάντιο πεδίο. Αναγράφεται η αποτρεπτική φράση: «ΜΗ ΕΓΒΑΙΝΕΙΣ ΕΙΣ ΤΑ ΧΩΡΙΑ».
Πότε ξεκίνησε ο Ληλάντιος Πόλεμος;
Με βάση τις παρατιθέμενες χρονολογήσεις, μπορούμε να προβούμε στην εύλογη υπόθεση ότι οι δύο Ευβοϊκές πόλεις ήρθαν σε ένοπλη αντιπαράθεση για το Ληλάντιο πεδίο μεταξύ των ετών 735/733 – 700 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας έπεσε ηρωικά μαχόμενος ο Αμφιδάμαντας.
Ωστόσο, αυτή η έριδα θα πρέπει να εκληφθεί ως μία πρώιμη σύγκρουση, καθώς μάλλον περιοριζόταν στο επίπεδο τοπικών διεκδικήσεων για την κατοχύρωση της υπόψη ζωτικής και πλουτοπαραγωγικής περιοχής, ενώ δεν φαίνεται να εξελίχτηκε σε μία διασυμμαχική σύρραξη ευρείας κλίμακας, όπως παρουσιάζεται ο Ληλάντιος πόλεμος στις μεταγενέστερες ιστορικές πηγές. Άλλωστε δεν καταγράφεται η παρουσία συμμάχων ή έστω ξένων προσκεκλημένων στις επιτάφιες εκδηλώσεις του νεκρού Αμφιδάμαντα, έτσι ώστε να εξυπονοείται η συμμετοχή και άλλων Ελληνικών πόλεων – κρατών στη συγκεκριμένη διαμάχη των Χαλκιδέων με τους Ερετριείς. Ίσως όμως σε αυτές τις εχθροπραξίες των ύστερων Γεωμετρικών χρόνων να ανιχνεύεται η αρχική διάσπαση των φίλιων σχέσεων μεταξύ των δύο κυρίαρχων Ευβοϊκών πόλεων, που μετατράπηκε σε ολική ρήξη κατά την επόμενη πρώιμη Αρχαϊκή ή Ανατολίζουσα εποχή (700 – 610 π.Χ.).
Κλίμακα οκτώ αναβαθμών που ενδεχομένως κατέληγε σε τελετουργικό βωμό, λαξευμένη στο βράχο των δυτικών παρυφών του Βαθροβουνίου. Γνωστή και ως «κλίμακα της Αρέθουσας». Βρισκόταν εντός νεκροταφείου της Ελληνιστικής Χαλκίδας, δίπλα από το οποίο διερχόταν η κύρια οδός προς το Ληλάντιο πεδίο έπειτα από τον 3ο αιώνα π.Χ.
Η έκβαση της ποιητικής μάχης του Όμηρου με τον Ησίοδο.
Ενδιαφέρουσα είναι και η έκβαση της μουσικής αναμέτρησης του Ησίοδου με τον Όμηρο, κατά την επιτάφια τελετή του Αμφιδάμαντα, μολονότι δεν σχετίζεται άμεσα με τον υπό εξέταση Ληλάντιο πόλεμο.
Σύμφωνα με τον άγνωστο συγγραφέα, αφού και οι δύο ποιητές αγωνίστηκαν με θαυμαστό τρόπο, αρχικά νικητής αναδείχθηκε ο Όμηρος. Όμως ο αδελφός του θανόντος, Πανείδης, ο οποίος ήταν ένας από τους κριτές της διοργάνωσης, έδωσε το έπαθλο στον Ησίοδο, γιατί κατά τη γνώμη του ήταν δικαιότερο να βραβευθεί ο ποιητής που προέτρεπε στη γεωργία και σε ειρηνικά έργα, παρά ο ραψωδός ο οποίος υμνούσε πολέμους και σφαγές. Ο λόγος αυτής της χαριστικής απονομής καταδεικνύει έμμεσα ότι ύστερα από τη μάχη, όπου σκοτώθηκε ο Αμφιδάμαντας, επιζητούνταν να επικρατήσει μία περίοδος ηρεμίας και πολιτικοοικονομικής σταθερότητας, καθόσον φαίνεται ότι τουλάχιστον οι αριστοκράτες της Χαλκίδας είχαν εξαντληθεί από τις εχθροπραξίες με την Ερέτρια, αντιπροσωπεύοντας μάλλον και το κοινό αίσθημα των πολιτών. Ο δε Ησίοδος αφιέρωσε τον τρίποδα που του παραχωρήθηκε στις Μούσες, ενώ φιλοτεχνήθηκε και ένα αναθηματικό επίγραμμα, όπου αναγραφόταν:
«Ο Ησίοδος τον ανέθηκε στις Μούσες του Ελικώνα,
»Καθώς νίκησε με έναν ύμνο τον Όμηρο στην Χαλκίδα»[9].
Χάλκινος αναθηματικός τρίποδας (π. 800 π.Χ.). Πιθανότατα ένας παρόμοιος τρίποδας απονεμήθηκε στον Ησίοδο ως έπαθλο για τη νίκη του έναντι του Ομήρου στους μουσικούς αγώνες, που διοργανώθηκαν κατά την ταφή του Αμφιδάμαντα στην Χαλκίδα. Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.
Μία θεμελιώδης εθνοτική έννοια.
Θα κάνουμε άλλη μία παρέκκλιση από την κατεύθυνση της έρευνας μας, για να εστιάσουμε σε μία θεμελιώδη εθνοτική έννοια.
Στο απόσπασμα του Ησίοδου από το σύγγραμμα του «Έργα και Ημέραι» εμφανίζεται για πρώτη φορά με σαφήνεια ο όρος «Ελλάδα», με τη σημασία μίας ευρύτερης και ενιαίας πατρογονικής χώρας. Συγκεκριμένα, ο ποιητής διηγείται ότι πέρασε στην Εύβοια από την Αυλίδα, εκεί όπου οι Αχαιοί είχαν κάποτε συγκεντρώσει ένα μεγάλο στράτευμα από την «ιερή Ελλάδα», πριν ξεκινήσουν την εκστρατεία τους για την Τροία. Σύμφωνα με τον περίφημο κατάλογο των νηών της «Ιλιάδας» του Ομήρου, ο γεωγραφικός χώρος που κατοικούσαν οι Αχαιοί περιλάμβανε σε γενικές γραμμές τις σημερινές περιφέρειες της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδας, και της Πελοποννήσου, καθώς και την Εύβοια, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη και ορισμένα από τα νησιά του Ιόνιου πελάγους[10], χωρίς να αποκλείεται τα πολιτισμικά του όρια να επεκτείνονταν ακόμα περαιτέρω.
Διαπιστώνουμε επομένως ότι ήδη από τα χρόνια του Ησιόδου, και του ηλικιακά μεγαλύτερου Ομήρου, δηλαδή μεσούσης της Γεωμετρικής εποχής (8ος αιώνας π.Χ.), οι γηγενείς κάτοικοι του προσδιορισθέντος γεωπολιτικού χώρου, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη καταγωγή τους, πίστευαν ότι είχαν κοινή εθνολογική προέλευση. Στις συνειδήσεις τους υπήρχε διαμορφωμένη η ακράδαντη πεποίθηση ότι στο σύνολο τους ζούσαν σε μία αδιαίρετη προγονική πατρίδα, που ονομαζόταν «Ελλάδα» και μάλιστα θεωρείτο «ιερή». Αυτή η αντίληψη αντανακλάται σε ακόμα αρχαιότερο χρόνο, περί τη δύση της Υστεροελλαδικής εποχής, αφού το υπόψη απόσπασμα του Ησιόδου παραπέμπει άμεσα στην έναρξη του Τρωικού πολέμου (τέλη 13ου/αρχές 12ου αιώνα π.Χ.). Άλλωστε και στην «Ιλιάδα» ανιχνεύουμε μερικές έμμεσες αναφορές, οι οποίες φανερώνουν μία εξοικείωση με τον εθνοτικό όρο, καθώς ο Όμηρος κάνει λόγο για την «καλλιγύναικα Ελλάδα», τους «Έλληνες» Μυρμιδόνες του Αχιλλέα και τους «Πανέλληνες»[11]. Μολονότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί φαίνεται να διαθέτουν μία περισσότερο τοπική χροιά μέσα στην πλοκή του Ομηρικού έπους, εντούτοις και πάλι ο Ησίοδος, σε άλλο εδάφιο του ίδιου συγγράμματος «Έργα και Ημέραι», είναι ο πρώτος που μαρτυρά την εκτενέστερη σημασία της λέξης «Πανέλληνες», δηλώνοντας όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες[12].
Τελετουργικό αγγείο (κέρνος) που βρέθηκε στην περιοχή του Βούρκου στη Χαλκίδα. Χρονολογείται στους Γεωμετρικούς χρόνους, όταν είχε πλέον παγιωθεί η χρήση του όρου «Ελλάδα» με την εθνοτική σημασία του. Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας.
Η πολεμική δεινότητα των αρχαίων Ευβοέων.
Στην συνέχεια θα μας απασχολήσουν μερικοί στίχοι του λυρικού ποιητή Αρχίλοχου (π. 725 – 650 ή 680 – 630 π.Χ.), στους οποίους εξαίρεται η πολεμική δεινότητα των αρχαίων Ευβοέων. Όπως λοιπόν εξυμνούσε σε μία σωζόμενη ελεγεία του:
«Ούτε πολλά επί τόξα τεντώνονται, ούτε πυκνές
»σφεντόνες, όταν ο Άρης συνάγει κοπιώδη πόλεμο
»στο πεδίο, στα ξίφη θα αφήσουν το πολυστέναχτο έργο,
»γιατί εκείνοι είναι δαίμονες μιάς τέτοιας μάχης,
»οι περίφημοι στο δόρυ δεσπότες της Εύβοιας»[13].
Έχει εκφραστεί η άποψη από διάφορους μελετητές, ότι το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί μία έμμεση φιλολογική αναφορά στον Ληλάντιο πόλεμο, καθώς αντιπαραβάλλεται με την συνθήκη που είχε συναφθεί μεταξύ της Χαλκίδας και της Ερέτριας, περί της μη χρήσεως τηλεβόλων όπλων κατά τις μάχες για την διεκδίκηση του πεδίου του Λήλαντα ποταμού. Μάλιστα η υπόψη σύμβαση είχε αναγραφεί σε λίθινη πλάκα και φυλασσόταν στο ιερό της Αρτέμιδος στην Αμάρυνθο, σύμφωνα με τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα, μία πληροφορία την οποία θα τη σχολιάσουμε εκτενέστερα σε ξεχωριστή ενότητα. Ο δε Αρχίλοχος φέρεται να άκμασε τα αμέσως επόμενα χρόνια μετά το πέρας της κύριας σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο Ευβοϊκές πόλεις, έχοντας νωπές τις αναμνήσεις από τον αντίκτυπο της πολεμικής θύελλας. Αυτή η αντίληψη μας παρέχει μία αμυδρή ένδειξη για την χρονολόγηση της αδελφοκτόνας διένεξης στο α’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ., όπως άλλωστε προτείνουν και αρκετοί καταξιωμένοι ακαδημαϊκοί με πρωτοπόρο τον Αμερικανό καθηγητή Donald Bradeen.
Αρχαίο κράνος Χαλκιδικού τύπου (6ος αιώνας π.Χ.). Σύμφωνα με τον λυρικό ποιητή Αρχίλοχο, οι Ευβοείς φημίζονταν στο χειρισμό του νυκτικού δόρατος κατά την συμπλοκή με τον εχθρό εκ του συστάδην. Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.
Οι «πολεμικοί και αγχέμαχοι» Άβαντες.
Κατά μία εναλλακτική ερμηνεία των στίχων του Αρχίλοχου, σε αυτούς εικάζεται ότι υποδηλώνεται ότι το Ληλάντιο πεδίο συνιστούσε ένα μέρος ένοπλων συναντήσεων, υπό μορφή «διαγωνιστικών αναμετρήσεων» στους πρώιμους Αρχαϊκούς χρόνους, όπου έζησε ο λυρικός ποιητής.
Σε αυτή την περίπτωση, μολονότι ο πόλεμος για την κατοχή του θα είχε λήξει πριν τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., θεωρώντας ότι διενεργήθηκε τον καιρό του Αμφιδάμαντα, και η τοποθεσία λογιζόταν πλέον ως ιδιωτική περιουσία της Χαλκίδας, εντούτοις για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ίσως αποτελούσε έναν ιδιότυπο στίβο μάχης. Εδώ οι φημισμένοι πολέμαρχοι της Εύβοιας μπορούσαν να εξασκήσουν τις πολεμικές ικανότητες τους, ο ένας εναντίον του άλλου, είτε σε προσωπικές μονομαχίες με νυκτικά δόρατα ή ξίφη, είτε σε περισσότερο συλλογικό επίπεδο με συμπλοκές στρατιωτικών τμημάτων εκ του συστάδην. Ωστόσο, στον αντίποδα επισημαίνεται ότι ο Αρχίλοχος γράφει τους στίχους του σε μελλοντικό χρόνο, υποδεικνύοντας πως διαβλέπει ένα επικείμενο γεγονός και δεν μνημονεύει ένα συμβάν του παρελθόντος.
Επιπρόσθετα, το επίμαχο απόσπασμα του λυρικού ποιητή αποθησαυρίζεται μεταγραμμένο στην βιογραφία «Θησεύς» του πολύ μεταγενέστερου Πλούταρχου, ο οποίος δεν το συσχετίζει με καμία απολύτως στρατιωτική επιχείρηση[14]. Ο δε αρχαίος συγγραφέας και φιλόσοφος τονίζει κατηγορηματικά πως αφορά τον τρόπο που μάχονταν οι Ομηρικοί Άβαντες της Εύβοιας, περιγράφοντας τους ως «πολεμικούς και αγχέμαχους», και μάλιστα «υπέρ πάντων των άλλων είναι μαθημένοι να απωθούν με τα χέρια τους ενάντιους τους». Αν πάλι επιμείνουμε στη διασύνδεση των στίχων του Αρχίλοχου με τη μαρτυρούμενη συμφωνία μεταξύ των Χαλκιδέων και των Ερετριέων, για την μη χρησιμοποίηση όπλων στο Ληλάντιο πόλεμο, με τα οποία μπορούσαν να βάλλουν από απόσταση, τότε και πάλι το μόνο διαφαινόμενο στοιχείο είναι η απήχηση της πολεμικής παράδοσης εκείνων των ανδρείων Ευβοέων προγόνων τους, που συμμετείχαν στην επική Τρωική εκστρατεία.
Τμήμα από το ζωγραφικό διάκοσμο Ερετριακής λεκανίδας (π. 540 π.Χ.), όπου απεικονίζεται μάχη οπλιτών με νυκτικά δόρατα, μία πολεμική τεχνική για την οποία φημίζονταν οι αρχαίοι Ευβοείς. Ure Museum of Greek Archaeology, Reading, Berkshire, UK.
Οι άντρες που έπιναν νερό από την Αρέθουσα.
Μία ακόμα αχνή παραπομπή στον Ληλάντιο πόλεμο δύναται να εκμαιευτεί πλαγίως από ένα γριφώδη Δελφικό χρησμό, που η αποκωδικοποίηση του ίσως να μας προσφέρει ένα δυνητικό κατώτατο χρονικό υπόβαθρο για το αντικείμενο της έρευνας μας.
Σύμφωνα με τον αρχαίο τραγικό και διθυραμβικό ποιητή Ίωνα της Χίου (π. 490 – 422 π.Χ.), όταν κάποτε οι κάτοικοι του Αιγίου, μίας μικρής Αχαϊκής πόλης, ρώτησαν την Πυθία ποια είναι η θέση τους ανάμεσα τους υπόλοιπους Έλληνες, ορμώμενοι από υπερηφάνεια για μία ελάσσονα νίκη τους επί των Αιτωλών, έλαβαν την εξής απόκριση:
«Από πάση την γη το Πελασγικό Άργος (πεδινή Θεσσαλία) είναι το ωφελιμότερο,
»Ίπποι Θεσσαλικοί, Λακεδαιμόνιες δε γυναίκες,
»Άνδρες δε οι οποίοι πίνουνε ύδωρ από την καλή Αρέθουσα,
»Αλλά ακόμα και αυτών είναι ικανότεροι, εκείνοι που μεταξύ,
»της Τίρυνθας κατοικούν και της Αρκαδίας με τα πολλά κοπάδια προβάτων ,
»οι Αργείοι λινοθώρακες, κεντριά πολέμου,
»Εσείς δε οι Αιγιείς ούτε τρίτοι, ούτε τέταρτοι,
»Ούτε δωδέκατοι, ούτε ως προς τον λόγο, ούτε ως προς τον αριθμό»[15].
Ζωγραφική αναπαράσταση του αρχαίου θεάτρου και του ναού του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών. Σε ένα χρησμό της Πυθίας που χρονολογείται στον 7ο αιώνα π. Χ., εκθειάζεται έμμεσα η ανδρεία των Χαλκιδέων, ενδεχομένως λόγω της νίκης τους στον Ληλάντιο πόλεμο.
Χαλκιδείς, πρώτοι εκ των ανδρείων μεταξύ των Ελλήνων.
Κατά την εκτίμηση του Αμερικανού καθηγητή Donald Bradeen, όπως προκύπτει από την ροή του κειμένου της χρησμοδότησης, οι άνδρες που έπιναν νερό από την καλή Αρέθουσα αντιστοιχούν προφανώς στους κάτοικους της Χαλκίδας, αφού οι πηγές της περιώνυμης Νηρηίδας νύμφης ήταν ένα από τα εμβληματικά ιερά μέρη της αρχαίας Ευβοϊκής πόλης, ενώ αναβλύζουν ακόμα και σήμερα στον μυχό του σημερινού όρμου του Αγίου Στεφάνου.
Οι δε Χαλκιδέοι φέρονται ως οι πλέον ανδρείοι μεταξύ των Ελλήνων για κάποιο διάστημα, ένα προσωρινό πρωτείο που εξηγείται από την επικράτηση τους επί των Ερετριέων. Ο δε ευφημισμός των Θεσσαλικών ίππων εκλαμβάνεται ως μία απώτερη νύξη στην καίρια συνεισφορά του ιππικού των Θεσσαλών συμμάχων τους, στην νικηφόρα έκβαση της τελικής μάχης του πολέμου για το Ληλάντιο πεδίο. Όμως στους επόμενους στίχους της Δελφικής απόκρισης, οι γενναιόφρονες Χαλκιδέοι αντικαθίστανται στην θέση των καλύτερων Ελλήνων πολεμιστών από τους αρειμάνιους Αργείους, οι οποίοι προστάτευαν το σώμα τους με λινοθώρακες.
Το κομβικό σημείο στην υπόθεση μας είναι να εντοπίσουμε πότε ακριβώς επήλθε η αναφερόμενη μεταβολή στην απονομή της ηρωικής αριστείας. Η ελκυστικότερη ερμηνεία είναι πως έγινε μετά τη μάχη των Υσιών στα 669/8 π.Χ., όπου οι Αργείοι οπλίτες υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του τυράννου Φείδωνα συνέτριψαν τους Σπαρτιάτες[16] και αναδείχθηκαν ως αήττητα «κεντριά πολέμου» εκείνης της εποχής. Αν υιοθετήσουμε αυτή τη συλλογιστική, στην οποία μας προσανατολίζει και η εμβόλιμη μνεία περί Λακεδαιμονίων γυναικών, τότε μπορούμε να διατυπώσουμε τον πιθανό ισχυρισμό ότι η τελευταία καθοριστική σύγκρουση του Ληλάντιου πολέμου, όπου η Χαλκίδα με τη συνδρομή των Θεσσαλικών ενισχύσεων θριάμβευσε επί της Ερέτριας, έλαβε χώρα πριν από την υπόψη νίκη του Άργους. Η συγκεκριμένη εξήγηση της απόκρισης του μαντείου των Δελφών είναι αρκετά λογικοφανής, μολονότι οι δικαιολογητικές σκέψεις έχουν βασιστεί αποκλειστικά στη σειρά που παρουσιάζονται στο κείμενο, πρώτα συγκαλυμμένα οι Χαλκιδέοι και έπειτα φανερά οι Αργείοι, σε συνδυασμό με την εκτιμώμενη σπουδαιότητα της επικράτησης τους επί των αντιπάλων τους στο πεδίο της μάχης. Έτσι λοιπόν οδηγούμαστε στο αδιόρατο συμπέρασμα ότι τα δύο πολεμικά γεγονότα συνέβησαν σχετικά κοντά χρονικά το ένα στο άλλο, αποτελώντας μάλλον τα κυριότερα πολιτικοστρατιωτικά συμβάντα στον αρχαιοελληνικό κόσμο κατά το α’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ..
Άποψη της τοποθεσίας των πηγών της Αρέθουσας στη Χαλκίδα. Σε ένα Δελφικό χρησμό υπονοείται ότι οι «άνδρες που έπιναν ύδωρ από την καλή Αρέθουσα», κατατάσσονταν ανάμεσα στους ικανότερους των Ελλήνων. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Ένα αμφιλεγόμενο ποίημα.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αποδομήσουμε ένα λογοτεχνικό απόσπασμα του Θεόγνιδος του Μεγαρέως (π. 570 – μετά 490 π.Χ.), που έπεται χρονικά και αναφέρεται σε μία μεταβολή του πεδίου του Λήλαντα ποταμού, αλλά μάλλον δεν σχετίζεται με τον Ληλάντιο πόλεμο. Ο ποιητής σε μία ελεγεία του διακηρύσσει με οδυρμό:
«Αλίμονο την αδυναμία, από την μία η Κήρινθος αφανίστηκε,
»Από την άλλη κείρεται εντελώς το ωφέλιμο και πλούσιο σε οίνο πεδίο του Λήλαντα,
»οι δε αγαθοί (ικανοί) φεύγουν, οι δε κακοί διέπουν (διοικούν) την πόλη,
»Μακάρι λοιπόν ο Ζευς να εξολόθρευε το γένος των Κυψελιδών»[17].
Οι παραπάνω στίχοι του Θεόγνιδος φαντάζουν κάπως δυσνόητοι και ασυνάρτητοι, ενώ και η ερμηνεία τους είναι αμφιλεγόμενη, προκαλώντας πληθώρα ακαδημαϊκών συζητήσεων και διαφωνιών. Πλείστοι ερευνητές διατείνονται ότι η μυστηριώδης καταστροφή της Κηρίνθου έγινε κατά τη διάρκεια του Ληλάντιου πολέμου, εξαιτίας της επακόλουθης μνημόνευσης του ποιητή στο εύφορο πεδίο του ομώνυμου ποταμού. Από τη χρήση του ρήματος «κείρω – κείρεται» στο πρωτότυπο κείμενο υποστηρίζεται πως η διαφιλονικούμενη πεδινή έκταση κουρεύτηκε εντελώς από την βλάστηση, εκλαμβάνοντας τη λέξη με την κυριολεκτική έννοια της, προκειμένου να διεξάγονται ευχερώς οι μάχες μεταξύ των στρατευμάτων της Χαλκίδας και της Ερέτριας ή ότι ερημώθηκε ολοσχερώς ως απόρροια των εχθροπραξιών, όπως συνάγεται από το μεταφορικό νόημα του όρου. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Θέογνις θα πρέπει να θεωρηθεί ως αυτόπτης μάρτυρας των περιγραφόμενων γεγονότων, καθώς αφενός μεν γράφει σε ενεστώτα χρόνο στους δύο ενδιάμεσους στίχους του ποιητικού αποσπάσματος, αφετέρου δε φέρεται να είχε επισκεφτεί αυτοπροσώπως της περιοχή, αφού προηγουμένως στην ίδια ελεγεία παραθέτει ότι «ήλθα δια μέσω του πεδίου της Εύβοιας με τα αμπέλια»[18], ένα μέρος που δύναται να αντιστοιχιστεί με την «πλούσια σε οίνο» πεδιάδα του Λήλαντα ποταμού.
Άποψη του οικισμού των Φύλλων και της έκτασης του πεδινού μέρους του ποταμού Λήλαντα. Ο ποιητής Θέογνις μνημονεύει ότι το Ληλάντιο πεδίο υπέστη μία ριζική αποψίλωση στην αρχαιότητα, που ίσως να οφείλεται στην διεξαγωγή κάποιας μανιώδους μάχης.
Οι τύραννοι της Κορίνθου στο πλευρό της Χαλκίδας και κατά της Ερέτριας.
Αν όμως αποδεχτούμε ότι αυτοί οι στίχοι αφορούν πραγματικά την εμφύλια σύρραξη μεταξύ της Χαλκίδας και της Ερέτριας, τότε θα πρέπει να ανάγουμε την διεξαγωγή της εντός του 6ου αιώνα π.Χ., προκειμένου να συνάδει με την φυσική παρουσία του ελεγειακού ποιητή, που πιστεύεται ότι πιθανόν να άκμασε γύρω στο 548 – 544 π.Χ., όπως έχει προταθεί από νεότερους ιστορικούς.
Όμως αυτή η εισήγηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πλειοψηφία των ενδείξεων των αρχαίων πηγών, από τις οποίες προκύπτει ένα δυνητικό χρονολογικό πλαίσιο για τον Ληλάντιο πόλεμο από τον καιρό της έντονης αποικιακής δραστηριότητας των Ευβοέων στην βόρεια Ελλάδα, με το απώτερο όριο να τίθεται περί το 735/733 π.Χ., έως τη μάχη των Υσιών το 669/668 π.Χ.. Επιπλέον ακυρώνει τις ακαδημαϊκές εκτιμήσεις για τους συμβατικούς συμμάχους της κάθε αντιμαχόμενης πλευράς με άξονα την εικαζόμενη στάση των Κυψελιδών. Επισημαίνεται πως η εν λόγω τυραννική δυναστεία της Κορίνθου εδραιώθηκε περί τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. από τον Κύψελο (π. 667 – 627 π.Χ.), τον οποίο διαδέχτηκε ο γιός του, ο ευρυμαθής Περίανδρος (π. 627 – 587/586 π.Χ.).
Ο Donald Bradeen αποσυνθέτοντας αυτή την ερμηνεία, παραθέτει ότι η ανώνυμη πόλη του προτελευταίου στίχου του Θεόγνιδος, θα πρέπει να ταυτοποιηθεί με την Ερέτρια, την ηττημένη του Ληλάντιου πολέμου, καθώς μόνο έτσι η διαλαμβανόμενη «πτώση και η φυγή των άξιων αρχόντων της» θα άρμοζε να καταλογιστεί στους Κυψελίδες. Συνεπώς οι ονομαστοί τύραννοι της Κορίνθου στο ποιητικό απόσπασμα θα πρέπει να εκληφθούν ως συντασσόμενοι με την Χαλκίδα εναντίον της Ερέτριας. Ωστόσο, οι δύο αντίπαλες Ευβοϊκές πόλεις είχαν ως επιβεβαιωμένους συμμάχους την Σάμο και τη Μίλητο αντίστοιχα, κατά την διήγηση του Ηροδότου, την οποία θα σχολιάσουμε σε ξεχωριστή ενότητα στη συνέχεια του παρόντος άρθρου. Από τα λεγόμενα του ίδιου αρχαίου ιστορικού, συμπεραίνουμε ότι υπό τη διακυβέρνηση του Περίανδρου μεταβλήθηκε άρδην η Κορινθιακή πολιτική, καθώς ο πολυσχιδής τύραννος φέρεται να συνδέονταν με στενή φιλία με τον Θρασύβουλο, τον έτερο τύραννο της Μιλήτου[19].
Άποψη του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Κορίνθου. Από ένα δυσνόητο ποιητικό απόσπασμα του Θεόγνιδος, εικάζεται ότι η τυραννική δυναστεία των Κυψελιδών της Κορίνθου εμπλέκεται σε μία ακαθόριστη πολιτικοστρατιωτική μεταβολή στη νήσο Εύβοια.
Η ανάπτυξη χαρακτηρίζει τη μεταπολεμική περίοδο της Ερέτριας.
Μάλιστα, η Κόρινθος φαίνεται πως δεν διατηρούσε πλέον καλές σχέσεις με τη Σάμο, όπως συνέβαινε πριν τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., μία εμπάθεια που παρέμενε ακόμα στα μέσα του επόμενου αιώνα[20].
Επομένως εκ των πραγμάτων, οι Κορίνθιοι σίγουρα δεν θα μπορούσαν να είναι συμπαραστάτες των Χαλκιδέων, σε μία πολεμική επιχείρηση την περίοδο του 6ου αιώνα π.Χ., όπως παρουσιάζονται από την πλειοψηφία των μελετητών κατά την σύγκρουση για το Ληλάντιο πεδίο ή σε μία αόριστη ένοπλη διαμάχη που εικάζεται από τους στίχους του Θεόγνιδος. Ο δε τελευταίος τύραννος της δυναστείας των Κυψελιδών ήταν ο Ψαμμήτιχος, ο οποίος διαδέχτηκε τον άκληρο θείο του Περίανδρο, αλλά κυβέρνησε την Κόρινθο μόλις τρία χρόνια, καθώς ανατράπηκε το 584/3 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες, έπειτα από ένα βίαιο κίνημα με εκδικητικές και ολέθριες προεκτάσεις για όλους τους συγγενείς του και τους οπαδούς του καθεστώτος.
Υπό αυτό το πρίσμα, μία απεικαζόμενη διασύνδεση των Κυψελίδων της Κορίνθου με τον Ληλάντιο πόλεμο είναι μάλλον ανάρμοστη και άστοχή, τόσο σε χρονολογικό, όσο και πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, όπως τεκμαίρεται από την αρχαιολογική έρευνα, την περίοδο από τις αρχές έως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., όταν ο Θέογνις πιστεύεται ότι ξεκινούσε την ποιητική σταδιοδρομία του, στην Ερέτρια φαίνεται να πνέει ένας ειρηνικός αέρας ανανέωσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανέγερση του δεύτερου εκατόμπεδου και περιπτέρου ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, πάνω στις επιχωματωμένες θεμελιώσεις του προγενέστερου ναϊκού οικοδομήματος των Γεωμετρικών χρόνων. Αυτή η ένδειξη ακμής της Ευβοϊκής πόλης δεν ταιριάζει με μία ταραχώδη μεταβολή του διοικητικού καθεστώτος προς το χειρότερο, με την οποία θα είχαν έρθει στην εξουσία οι «κακοί», αλλά αντίθετα μας προσανατολίζει προς το αντίθετο. Σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Fritz Geyer, η άρχουσα τάξη των Ιππέων στην Ερέτρια δε φαίνεται να κλονίστηκε σοβαρά μετά τον Ληλάντιο πόλεμο, και η αριστοκρατική διακυβέρνηση τους διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.. Όμως περί το 538 π.Χ., η Ερετριακή ολιγαρχία καταλύεται από τον Διαγόρα[21], που εδραίωσε την τυραννία, και την οποία με τη σειρά της διαδέχτηκε ένα δημοκρατικό πολίτευμα στα 509 π.Χ.. Ο δε ναός του Δαφνηφόρου Απόλλωνα λαμβάνει την εντυπωσιακή τελική του μορφή στους ύστερους Αρχαϊκούς χρόνους (π. 520 – 490 π.Χ).
Μακέτα του Δωρικού ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα της Ερέτριας. Στις αρχές του 6ου αιώνα π. Χ. οικοδομήθηκε ένας νέος εκατόμπεδος ναός πάνω στον προγενέστερο των Γεωμετρικών χρόνων, φανερώνοντας ότι η Ευβοϊκή πόλη διήγαγε μία περίοδο ανανέωσης. Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Οι πολιτικές αλλαγές που έφερε ο πόλεμος.
Μία προσφορότερη εξήγηση των διφορούμενων στίχων του Θεόγνιδος είναι ότι αφορούν μία σφοδρή πολιτική διένεξη στην Χαλκίδα, η οποία είχε παράπλευρες επιπτώσεις και σε άλλες πόλεις της Εύβοιας.
Η υποσκέλιση των «αγαθών» από τους «κακούς» στον δεύτερο στίχο του ποιητικού αποσπάσματος, υποδηλώνει εμμέσως πλην σαφώς μία διοικητική διασάλευση, ενώ ενδεχομένως ο χαρακτηρισμός το «γένος των Κυψελιδών» να παραπέμπει γενικότερα στο καθεστώς της τυραννίας και όχι αποκλειστικά στους ομώνυμους δυνάστες της Κορίνθου. Πραγματικά, μέσα από την αρχαία ιστοριογραφία, περίπου την περίοδο 610 – 560 π.Χ., διαπιστώνεται αρχικά η πρόσκαιρη επιβολή μίας άδηλης μοναρχίας σε ολόκληρη τη νήσο και έπειτα μία δυσδιάκριτη πολιτειακή αστάθεια στην ίδια την πόλη του Ευρίπου, μία ρευστότητα που ίσως να ήταν απόρροια της κοινωνικής καταπόνησης και της οικονομικής κατάπτωσης των Χαλκιδέων εξαιτίας του Ληλάντιου πολέμου.
Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, οι Ευβοείς είχαν εκλέξει ως τύραννο τον Τυννώνδα[22], αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο για την προφανώς τυχοδιωκτική προσωπικότητα του ή την έκταση των αρμοδιοτήτων του. Η ανάδειξη του ενδεχομένως να έγινε στη δύση του 7ου αιώνα π.Χ., καθώς τοποθετείται παλαιότερα από την εκλογή του Πιττακού ως «αισυμνήτη» της Μυτιλήνης το 589 π.Χ[23]. Πάντως, ο Τυννώνδας δεν πρέπει να κράτησε την εξουσία στα χέρια του για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς αμέσως μετά εμφανίζονται δύο άλλες αινιγματικές φυσιογνωμίες σαν τύραννοι, όμως αυτή την φορά της Χαλκίδας και όχι ολόκληρης της νήσου, οι οποίοι μνημονεύονται από τον Αριστοτέλη. Μολονότι η ιστορική τους παρουσία είναι εξαιρετικά θαμπή, εντούτοις πρώτος εξουσιαστής στη σειρά εκτιμάται ότι διατέλεσε ο Αντιλέων περί το 600 π.Χ.[24], καθώς λογίζεται ως σύγχρονος του Κλεισθένη της Σικυώνας (600 – 560 π.Χ.), ενώ την κυριαρχία του διαδέχτηκε ένα ολιγαρχικό καθεστώς. Ο επόμενος τύραννος της Χαλκίδας ήταν ο Φόξος[25], που φαίνεται είτε ότι αναδείχθηκε στα τελευταία χρόνια της δυναστείας των Κυψελιδών της Κορίνθου (περί το 590 – 584/3 π.Χ.), είτε πως έζησε ύστερα από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.. Μετά το πέρας της διακυβέρνησης του, οι Χαλκιδέοι εδραίωσαν στην πόλη τους δημοκρατικό πολίτευμα.
Κεφαλή μαρμάρινου κούρου από την αρχαία Χαλκίδα. Χρονολογείται στο 590 – 570 π.Χ., περίπου την ίδια περίοδο που ο Φόξος είχε αναδειχθεί τύραννος της πόλης του Ευρίπου. Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας.
Η πολιτική αστάθεια συνεχίστηκε.
Αν συσχετιστούν οι υπόψη πολιτειακές μεταβολές στη Χαλκίδα στην αυγή της Αρχαϊκής εποχής, με τους στίχους του Θεόγνιδος, τότε δύναται να εξυφανθεί μία υποτιθέμενη πλοκή των γεγονότων, όπως υποστηρίζει ο Fritz Geyer.
Έτσι λοιπόν, σε μία προσπάθεια για να ανατραπεί το αριστοκρατικό καθεστώς των Ιπποβοτών και να αντικατασταθεί από την τυραννίδα, λίγο μετά το 600 π.Χ., ίσως να επενέβη επικουρικά ο πανίσχυρος Κυψελίδης Περίανδρος της Κορίνθου, υπέρ του πραξικοπήματος του Αντιλέοντα. Σε αυτή την περίπτωση οι εκδιωχθέντες Χαλκιδέοι ευγενείς ενδεχομένως να διέφυγαν προς την Ιστιαία στη βόρεια Εύβοια, που εξουσιαζόταν από ολιγαρχικούς ομοϊδεάτες τους, και τους οποίους έπεισαν να τους χορηγήσουν βοήθεια για να ανακτήσουν τη διακυβέρνηση της πόλης του Ευρίπου. Όμως ο αγώνας για την αποκατάσταση του πολιτεύματος, αποδείχθηκε ένα μάλλον χρονοβόρο εγχείρημα.
Στην εξέλιξη των εικαζόμενων πολεμικών επιχειρήσεων πιθανώς να καταστράφηκε η Κήρινθος, που ανήκε στην επικράτεια της Ιστιαίας και να δηώθηκε το γόνιμο Ληλάντιο πεδίο, ενώ τελικά καταλύθηκε η προσωρινή κυριαρχία του Αντιλέοντα στην Χαλκίδα. Σύμφωνα με την άποψη του Fritz Geyer, αυτά τα δραματικά συμβάντα έδωσαν την έμπνευση σε ένα Χαλκιδέο ποιητή, φίλα προσκείμενο προς τη μερίδα των αριστοκρατών Ιπποβοτών, να γράψει τους συγκεκριμένους στίχους του εξεταζόμενου ποιητικού αποσπάσματος, ενόσω ακόμα ο υπόψη τύραννος διέθετε την υπεροχή στην Χαλκίδα, τους οποίους κατόπιν οικειοποιήθηκε ο Θέογνις και τους ενσωμάτωσε στην ελεγεία του. Ωστόσο, αν μεταθέσουμε αυτή τη θεωρητική πολιτειακή μεταβολή σε κάπως μεταγενέστερο χρόνο, προς τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., κάλλιστα ως πρωταγωνιστής των γεγονότων μπορεί να τοποθετηθεί ο Φόξος. Σε αυτή την εκδοχή θα πρέπει να αποδεχθούμε πως μετά την αποπομπή του τελευταίου οι Χαλκιδέοι εγκαθίδρυσαν ένα δημοκρατικό πολίτευμα, καθώς επίσης και ότι η ποιητική μνεία των «Κυψελίδων» ενδεχομένως να συνιστά όντως μία φιλολογική παραπομπή στο αξίωμα του «τυράννου», αποδίδοντας πλέον την πατρότητα του τετράστιχου αναμφισβήτητα στον Θέογνι.
Κατάλοιπα οχυρώσεων στην τοποθεσία της αρχαίας Κηρίνθου, η οποία σύμφωνα με τον ποιητή Θέογνι φέρεται να καταστράφηκε στη διάρκεια μίας πολιτικοστρατιωτικής διαμάχης, που συντάραξε την Εύβοια στους πρώιμους Αρχαϊκούς χρόνους. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η δύση του χαλκιδικού άστρου, το 506 π.Χ..
Μια τελευταία εναλλακτική ερμηνεία συσχετίζει τους στίχους του ελεγειακού ποιητή με την συντριπτική στρατιωτική νίκη της Αθήνας επί της Χαλκίδας περί το 506 π.Χ., και την συνεπαγόμενη πολιτικοστρατιωτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Εύβοια[26].
Εκείνο το έτος, ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης Α’ (519 – 490/9 π.Χ.) επιδίωξε να επιφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στους πρώιμους Αθηναίους δημοκράτες, εισβάλλοντας στην Αττική μαζί με τους Πελοποννήσιους σύμμαχους του, ταυτόχρονα με τους Θηβαίους και τους Χαλκιδέους, που συντάσσονταν με το σκοπό του. Όμως κατόπιν εσωτερικών διχογνωμιών με πρωτοστάτες τους Κορίνθιους, αποσύρθηκαν οι συνασπισμένες δυνάμεις της παράταξης των Λακεδαιμονίων, ενώ είχαν αχθεί ήδη στην Ελευσίνα. Από την άλλη κατεύθυνση, στην Στερεά Ελλάδα τις αρχικές επιτυχίες των Θηβαίων και των Χαλκιδέων διαδέχτηκαν οι ταπεινωτικές ήττες τους από τους Αθηναίους.
Μία από τις μοιραίες συνέπειες αυτών των πολεμικών εξελίξεων ήταν ο Αθηναϊκός έλεγχος της Χαλκίδας και η εγκατάσταση 4.000 Αθηναίων κληρούχων σε Ευβοϊκό έδαφος. Ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι εν λόγω επήλυδες από την Αττική, αντιστοιχίζονται με τους αναφερόμενους «κακούς» στην ελεγεία του Θεόγνιδος, που εκδίωξαν τους «αγαθούς» κυβερνώντες της πόλης του Ευρίπου. Ο δε χαρακτηρισμός «Κυψελίδων γένος» εικάζεται ότι παραπέμπει ευθέως στους Κορίνθιους, οι οποίοι με την αποχώρηση τους από την Ελευσίνα ματαίωσαν τον επιχειρησιακό σχεδιασμό του βασιλιά Κλεομένη, καθιστάμενοι έμμεσα ως οι κύριοι υπεύθυνοι και της αποτυχίας του στρατεύματος της Χαλκίδας. Ωστόσο, σε αυτή την συγκριτική χρονολογική αναγωγή του ποιητικού αποσπάσματος, δεν δικαιολογείται ο επακόλουθος αφανισμός της Κηρίνθου.
Αρκετοί από τους διαλαμβανόμενους κληρούχους, αν όχι η πλειονότητα τους, πιστεύεται ότι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ληλάντιου πεδίου, καταλαμβάνοντας τα κτήματα των Ιπποβοτών, μία ονομασία με την οποία εξακολουθούσαν να αποκαλούνται οι πλούσιοι Χαλκιδέοι στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., όπως υπονοείται από την εξιστόρηση τόσο του Ηρόδοτου, όσο και του Ρωμαίου συγγραφέα Κλαύδιου Αιλιανού (π. 175 – 235 μ.Χ.)[27]. Μάλιστα, σύμφωνα με την εκτίμηση των αρχαιολόγων, για την προστασία των μετοίκων τους, οι Αθηναίοι ανακαίνισαν το προϋπάρχον οχυρό των Φύλλων στο ανατολικό όριο της πεδιάδας του Λήλαντα ποταμού, που μάλλον ανήκε στην Χαλκίδα, τοποθετώντας σε αυτό πολυάριθμη φρουρά[28].
Άποψη των κτιριακών καταλοίπων του αρχαίου φρουρίου των Φύλλων, στο οποίο εκτιμάται ότι εγκατέστησαν πολυάριθμη φρουρά οι Αθηναίοι περί το 506 π. Χ., αφού πρώτα ανακαίνισαν τις παλαιότερες οχυρώσεις του.
Ποιοι ήταν τελικά οι αινιγματικοί «Κυψελίδες»;
Σε μία παραλλαγή της παραπάνω εκδοχής, μερικοί ιστοριοδίφες εμπλέκουν τον Μιλτιάδη τον Πρεσβύτερο, τον γιό του Κύψελου του Αθηναίου, του οποίου οι απόγονοι αποκαλούνταν επίσης ως «Κυψελίδες».
Σε αυτή την υπόθεση, ο εν λόγω επιφανής Αθηναίος φέρεται να ήταν επικεφαλής του στρατεύματος που νίκησε τους Χαλκιδέους το 506 π.Χ., και για αυτόν το λόγο οι «Κυψελίδες» θεωρούνταν από τους Ευβοείς ως καταραμένοι. Όμως ο ίδιος είχε φύγει από την Αθήνα το 555 π.Χ. για την περιοχή της Θράκης, όπου ίδρυσε την αποικία της Καλλίπολης, παραμένοντας εκεί μέχρι τον θάνατο του στα 519 π.Χ., και συνεπώς είναι αδύνατον να συμμετείχε σε μία μεταγενέστερη πολεμική επιχείρηση. Κάποιοι άλλοι ερευνητές διατείνονται ότι ο αρχηγός της στρατιωτικής δύναμης των Αθηναίων ήταν ο ομώνυμος ανιψιός του Μιλτιάδης (540 – 489 π.Χ.), ο κατοπινός φημισμένος στρατηγός στην μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ.. Ωστόσο, αφενός μεν δεν καταγράφεται τίποτα στις αρχαίες πηγές περί μίας ηγεσίας του στην συγκεκριμένη μάχη με τους Χαλκιδέους, αφετέρου δε από το 518 έως το 494 π.Χ. διατέλεσε κυβερνήτης της Θρακικής χερσονήσου της Καλλίπολης.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο αυθεντικό σωζόμενο χειρόγραφο με το ποίημα του Θέογνι, η διατύπωση «Κυψελίδων» στον τέταρτο στίχο του αποσπάσματος είναι δυσανάγνωστη και διαβάζεται «κυψελίζων» ή «κυψελλίζον», όπως άλλωστε υπογραμμίζει και ο καθηγητής Donald Bradeen. Αυτές οι προκύπτουσες λέξεις φαντάζουν ασύμμετρες και σχεδόν ακατάληπτες, με αποτέλεσμα η απόδοση τους να μην θεωρείται ικανοποιητική και έτσι για ερμηνευτικούς λόγους οι νεότεροι μελετητές προτιμούν την ελκυστική προσωνυμία «Κυψελίδων». Ο δε παρεμφερής όρος «κυψελίδα» από την αρχαιότητα σήμαινε είτε την μικρή κυψέλη μελισσών, είτε το «κερί των αυτιών», έννοιες που επίσης είναι ασύμβατες φραστικά με την ερμηνεία του στίχου.
Από την παραπάνω μακροσκελή ανάλυση, συμπεραίνεται ότι οι αμφιλεγόμενοι στίχοι του Θεόγνιδος, σε καμία περίπτωση δεν αφορούν τον γενικευμένο Ληλάντιο πόλεμο, ο οποίος σύμφωνα με τις συγκλίνουσες ενδείξεις εκτιμάται ότι έλαβε χώρα σε κάποιο χρονικό διάστημα μεταξύ του 735/733 και 669/8 π.Χ.. Πάντως είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες και σημαντικοί, διότι πιθανότατα το περιεχόμενο τους αντικατοπτρίζει τις ταραχώδεις πολιτικές διακυμάνσεις στην Χαλκίδα, από τα τέλη του 7ου έως τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., που φαίνεται πως είχαν αντίκτυπο και σε άλλα μέρη της Εύβοιας, όπως στην Κήρινθο, ενώ ενδεχομένως να υποδηλώνουν και μία περιστασιακή ερήμωση του Ληλάντιου πεδίου έπειτα από μία τοπική σύγκρουση.
Ανδρική προτομή που αποδίδεται στον Ηρόδοτο (2ος αιώνας μ.Χ.). Ο αρχαίος ιστορικός αναφέρει ρητά ότι στον πόλεμο ανάμεσα στην Χαλκίδα και την Ερέτρια, με την πρώτη είχε συμμαχήσει η Σάμος, ενώ η δεύτερη δέχτηκε τη συνδρομή της Μιλήτου. Μουσείο Αρχαίας Αγοράς Αθηνών (Στοά του Αττάλου).
Η αναφορά του Ηρόδοτου.
Επιστρέφοντας στη συγγραφική αναδίφηση μας για τον Ληλάντιο πόλεμο, θα ασχοληθούμε με ένα πολύ λακωνικό χωρίο του Ηρόδοτου, στο οποίο ανιχνεύονται πολύτιμες πληροφορίες. Ο αποκαλούμενος «πατέρας της ιστορίας» περιγράφοντας τα συμβάντα της Ιωνικής εξέγερσης (500/499 – 494 π.Χ.) στη Μικρά Ασία εναντίον της Περσικής κυριαρχίας, διηγείται την άφιξη των ανεπαρκών ενισχύσεων στην επαναστατημένη Μίλητο μόνο από δύο Ελληνικές πόλεις ως εξής:
«[…] επειδή οι Αθηναίοι έφθασαν με 20 πλοία, ακολουθούμενα από πέντε τριήρεις των Ερετριέων, οι οποίοι δεν εκστράτευσαν για χάρη των Αθηναίων, αλλά για εκείνη των Μιλησίων, αποδίδοντας τους τα οφειλόμενα, καθώς πρωτύτερα οι Μιλήσιοι συνέδραμαν τους Ερετριείς στον πόλεμο προς τους Χαλκιδέους, όταν οι Σάμιοι βοήθησαν τους Χαλκιδέους εναντίον των Ερετριέων και των Μιλησίων»[29].
Το υπόψη εδάφιο του Ηρόδοτου θεωρείται ότι περιλαμβάνει μία σαφή αναφορά στον πόλεμο για το Ληλάντιο πεδίο. Αν και δεν κατονομάζεται κανένας γεωγραφικός χώρος εμπλοκής, εντούτοις γίνεται ξεκάθαρα λόγος για μία παλαίφατη σύγκρουση ανάμεσα στους Χαλκιδέους και τους Ερετριείς. Επίσης αποκαλύπτονται οι δύο αδιαφιλονίκητοι σύμμαχοι των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, καθώς τότε η Μίλητος συνέδραμε την Ερέτρια, ενώ η Σάμος βοήθησε τη Χαλκίδα. Ωστόσο, πολλοί ακαδημαϊκοί εκτιμούν ότι οι δύο αντίπαλες Ευβοϊκές πόλεις διέθεταν και άλλους υποστηρικτές, που ενεπλάκησαν ενεργά στην εμπόλεμη διένεξη. Οι διαφαινόμενοι σύμμαχοι της κάθε παράταξης εξάγονται από τη διερεύνηση των διαφαινόμενων διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των πόλεων – κρατών του αρχαιοελληνικού κόσμου, κατά την ύστερη Γεωμετρική περίοδο και την πρώιμη Αρχαϊκή ή Ανατολίζουσα εποχή, όπως θα δούμε στη συνέχεια και ειδικότερα στο δεύτερο μέρος της παρούσας πραγματείας.
Σημειώνεται ότι η Ερέτρια απέστειλε πέντε τριήρεις στη Μίλητο, οι οποίες ενώθηκαν με άλλα είκοσι Αθηναϊκά πολεμικά πλοία, κατά την πρώτη φάση της Ιωνικής επανάστασης περί το τέλος του 499 ή στις αρχές του 498 π.Χ.. Αυτή η Ευβοϊκή επικουρία ενδεχομένως να σημαίνει ότι δεν είχε λησμονηθεί η πρωτύτερη συνδρομή των Μιλησίων προς τους Ερετριείς στον Ληλάντιο πόλεμο. Άρα μάλλον δεν πρέπει να ανάγουμε τη διεξαγωγή του τελευταίου σε μία απώτερη αρχαιότητα, ενώ η τοποθέτηση του σε ένα χρονικό βάθος μέχρι δύο αιώνες από την εξέγερση της Ιωνίας, αξιολογείται ως αρκετά αποδεκτή υπόθεση.
Άποψη του θεάτρου της αρχαίας Μιλήτου, η οποία φέρεται να υπήρξε σύμμαχος της Ερέτριας κατά τον Ληλάντιο πόλεμο, ενώ η τελευταία ανταπέδωσε τη βοήθεια στην Μικρασιατική πόλη στη διάρκεια της μεταγενέστερης Ιωνικής εξέγερσης.
«Στον πάλαι ποτέ γενόμενο πόλεμο μεταξύ Χαλκιδέων και Ερετριέων, και το άλλο Ελληνικό έθνος διαιρέθηκε σε συμμαχίες εκατέρων πλευρών»
Στην αντίληψη ότι η διαμάχη μεταξύ της Χαλκίδας και της Ερέτριας πήρε διαστάσεις ενός γενικευμένου πολέμου, στον οποίο συμμετείχαν και άλλες πόλεις – κράτη της αρχαίας Ελλάδας, συνηγορεί η παρακάτω αφήγηση του Θουκυδίδη (470/460 – 396 π.Χ):
«[…] Στην δε ξηρά κανένας πόλεμος δεν έγινε, τουλάχιστον τέτοιος από τον οποίο να αποκτήσει κάποιος σημαντική δύναμη. Πάντες δε ήταν, όσοι πόλεμοι και έγιναν, μεταξύ των εκάστων δικών τους όμορων επικρατειών, ενώ δεν επιχειρούσαν οι Έλληνες εκδήμους εκστρατείες με σκοπό την καταστροφή των άλλων. Γιατί ούτε δεν συμπορεύονταν προς τις μέγιστες πόλεις ως υπήκοοι, ούτε πραγματοποιούσαν μία κοινή εκστρατεία ως ίσοι, αλλά κατά αλλήλων και μάλλον μεμονωμένα πολεμούσαν οι γειτονικές πόλεις. Μάλιστα δε στον πάλαι ποτέ γενόμενο πόλεμο μεταξύ Χαλκιδέων και Ερετριέων, και το άλλο Ελληνικό έθνος διαιρέθηκε σε συμμαχίες εκατέρων πλευρών»[30].
Ο Αθηναίος ιστορικός και στρατηγός πριν αρχίσει την περιγραφή του Πελοποννησιακού πολέμου (431 – 404 π.Χ.), προβαίνει σε μία συνοπτική ανασκόπηση του παρελθόντος, προκειμένου να καταδείξει πόσο βαρυσήμαντη ήταν η διαλαμβανόμενη στρατιωτική σύρραξη του Δηλιακού συνασπισμού με προεξάρχουσα την Αθήνα κατά της Πελοποννησιακής παράταξης υπό την ηγεσία της Σπάρτης. Την αντιπαραβάλλει μόνο με την παλαιότερη αδελφοκτόνα συμπλοκή των Χαλκιδέων με τους Ερετριείς, υποδηλώνοντας ουσιαστικά τον λεγόμενο Ληλάντιο Πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα την κατατάσσει ως την σπουδαιότερη πολεμική σύγκρουση στο χρονικό διάστημα μεταξύ της Τρωικής εκστρατείας και των Περσικών πολέμων.
Ψηφιδωτή παράσταση του Θουκυδίδη από την πόλη Γέρασα της Ιορδανίας (3ος αιώνας μ.Χ.). Ο Αθηναίος ιστορικός κατατάσσει τον αποκαλούμενο Ληλάντιο πόλεμο ανάμεσα στις σπουδαιότερες συρράξεις του αρχαιοελληνικού κόσμου. Pergamon Museum, Berlin.
Ληλάντιος πόλεμος: Η πρώτη αμιγώς εμφύλια σύρραξη σε ευρεία κλίμακα.
Όπως συνάγεται από την συνοπτικότατη ανασκόπηση του, ο Θουκυδίδης μάλλον αναφέρεται κυρίως σε εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και όχι σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον ξένων κρατών («εκδήμους στρατείας» στο πρωτότυπο κείμενο) ή την αντιμετώπιση βάρβαρων εισβολέων.
Μάλιστα τονίζει ότι πριν από την εποχή του οι γειτονικές πόλεις μάχονταν η μία την άλλη, φέρνοντας σαν παράδειγμα την ένοπλη διένεξη της Χαλκίδας με την Ερέτρια, η οποία προκάλεσε την διαίρεση των υπολοίπων πόλεων του Ελληνικού χώρου και τη συμπαράταξη τους σε εκάστη αντιμαχόμενη πλευρά ανάλογα με τα συμφέροντα τους. Πιθανότατα θα είχε εντρυφήσει στο προγενέστερο ιστορικό σύγγραμμα του Ηρόδοτου και θα γνώριζε για τους δύο κατονομαζόμενους συμμάχους των αντίζηλων Ευβοϊκών πόλεων, δηλαδή τη Σάμο και τη Μίλητο.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ληλάντιος πόλεμος μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί ως η πρώτη αμιγώς εμφύλια σύρραξη σε ευρεία κλίμακα με πολλές εμπλεκόμενες δυνάμεις, για να μπορεί να δικαιολογηθεί η διαχρονική απήχηση του. Μάλιστα οι κρίσιμες μάχες ενδεχομένως να διεξήχθησαν αποκλειστικά στη ξηρά, καθώς ο Θουκυδίδης στην αναδρομή του καταγράφει μόνο χερσαίους πολέμους και δεν μνημονεύει καμία ναυμαχία. Δυστυχώς όμως δεν δίνει κάποια χρονολογική ένδειξη για την «πάλαι ποτέ» σύγκρουση μεταξύ των Χαλκιδέων και των Ερετριέων σε αναγωγή με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως κάνει σε άλλες περιπτώσεις, έτσι ώστε να ήταν δυνατόν να επιλυθεί άμεσα ένα μείζον πρόβλημα.
Τα κατάλοιπα του ναού της Ήρας στο Ηραίο της Σάμου. Κατά τη διάρκεια του Ληλάντιου πολέμου οι Σάμιοι συνέδραμαν τους Χαλκιδέους εναντίον των Ερετριέων και των Μιλησίων συμμάχων τους.
Η πρώτη ελληνική ναυμαχία, στα απόνερα του Ληλάντιου Πολέμου.
Ο Donald Bradeen εξετάζοντας ένα άλλο εδάφιο του Θουκυδίδη διακρίνει μία δυνητική σύμμαχο της Χαλκίδας μέσω ενός λογικοφανούς συνειρμού.
Ο αρχαίος ιστορικός λίγο πριν αναφέρει τη διαμάχη μεταξύ της Χαλκίδας και της Ερέτριας, παραθέτει σχετικά με την εξέλιξη της ναυπηγικής τέχνης για πολεμικούς σκοπούς:
«[…] Λέγεται, άλλωστε, ότι οι Κορίνθιοι πρώτοι μεταχειρίστηκαν εγγύτατα τον σημερινό τρόπο κατασκευής των πλοίων και ότι οι πρώτες τριήρεις της Ελλάδας ναυπηγήθηκαν στην Κόρινθο. Και φαίνεται ότι ο Αμεινοκλής, Κορίνθιος ναυπηγός, κατασκεύασε τέσσερα πλοία για τη Σάμο, όπου μετέβη 300 περίπου χρόνια πριν από το τέλος του παρόντος πολέμου. Μάλιστα η πλέον παλαιότατη γνωστή ναυμαχία έγινε μεταξύ των Κορινθίων και των Κερκυραίων 260 χρόνια πριν από αυτόν τον χρόνο»[31].
Πριν προχωρήσουμε στην εξαγωγή συμπερασμάτων, θα εκλάβουμε ως σταθερό χρονολογικό σημείο το έτος 404 π.Χ., όταν κατά γενική παραδοχή θεωρείται ότι περατώθηκε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, τον οποίο πραγματεύεται ο Θουκυδίδης στο ιστορικό σύγγραμμα του. Άρα λοιπόν περίπου 300 χρόνια πριν από αυτό το γεγονός, δηλαδή γύρω στο 704 π.Χ., ο Κορίνθιος Αμεινοκλής κατασκεύασε τέσσερα πλοία επ’ ωφελεία των Σάμιων, που εκτιμάται ότι πρέπει να ήταν πολεμικά, ενδεχομένως τριήρεις, λόγω της προηγούμενης μνείας του συγκεκριμένου τύπου στην ίδια παράγραφο. Η αποστολή του έμπειρου ναυπηγού και η μεταλαμπάδευση τεχνογνωσίας στην Αιγαιοπελαγίτικη νήσο, καταδεικνύει πως η Κόρινθος ήταν φιλικά διακείμενη με τη Σάμο στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.. Αντίθετα οι διπλωματικές σχέσεις των δύο πόλεων – κρατών φαίνεται ότι διερράγησαν πλήρως την περίοδο της διακυβέρνησης του Κορίνθιου τύραννου Περιάνδρου, δηλαδή ανάμεσα στα έτη 627 – 587/6 π.Χ., όπως επεξηγήθηκε παραπάνω στην ανάλυση των στίχων του Θεόγνιδος. Ωστόσο, το ενδιάμεσο διάστημα είναι εξαιρετικά κρίσιμο, διότι καλύπτει το χρονικό φάσμα που τοποθετείται ο Ληλάντιος πόλεμος. Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών μελετητών, εφόσον υποθέσουμε αρκετά βάσιμα ότι η Κόρινθος και η Σάμος διατηρούσαν φίλιους δεσμούς, τουλάχιστον έως τα μέσα του 7ου αιώνα π. Χ., τότε η πρώτη θα πρέπει να συμπεριληφθεί στους δυνητικούς συμμάχους της Χαλκίδας κατά τον Ληλάντιο πόλεμο, καθώς η δεύτερη κατονομάζεται ρητά από τον Ηρόδοτο ως ενεργή συνεπίκουρος δύναμη της πόλης του Ευρίπου.
Πρότυπο αρχαίας τριήρους. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, τα πρώτα πολεμικά πλοία αυτού του τύπου κατασκευάστηκαν στην Κόρινθο, η οποία φέρεται ότι ήταν δυνητικός σύμμαχος της Χαλκίδας επί Ληλάντιου πολέμου. Deutsches Museum, Munich, Germany.
664 π.Χ.: Το υστερότερο χρονικό όριο, πριν από το οποίο έληξε ο Ληλάντιος πόλεμος.
Με βάση τη μαρτυρία του Θουκυδίδη, η «παλαιότερη γνωστή ναυμαχία», υπό την έννοια μιας θαλάσσιας εμπλοκής οργανωμένων ναυτικών δυνάμεων, πραγματοποιήθηκε 260 χρόνια πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, δηλαδή γύρω στο 664 π.Χ., κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Κερκυραίων εναντίον των επικυρίαρχων Κορινθίων.
Οι τελευταίοι είχαν αποσπάσει την Κέρκυρας από τα χέρια των Ερετριέων το 735 π.Χ., καθώς υπήρξαν οι πρωτύτεροι έποικοι της νήσου των Φαιάκων. Αυτές οι δύο πολιτικοστρατιωτικές καταστάσεις υποδηλώνουν, εμμέσως πλην σαφώς, ότι μεταξύ του β’ μισού του 8ου αιώνα και του α’ μισού του 7ου αιώνα π.Χ., η Κόρινθος και η Ερέτρια διατελούσαν σε εχθρότητα, συνιστώντας μία ακόμα συγκαλυμμένη ένδειξη πως η πρώτη συντάχθηκε με την Χαλκίδα στον πόλεμο για το Ληλάντιο πεδίο. Μάλιστα κατά μία εκδοχή, η Κερκυραϊκή επανάσταση εικάζεται ότι υποκινήθηκε από τους Ερετριείς.
Επιπρόσθετα, το έτος 664 π.Χ., μας παρέχει με σχετική ασφάλεια ένα υστερότερο χρονικό όριο, πριν από το οποίο θα είχε σίγουρα λήξει ο Ληλάντιος πόλεμος, με δεδομένο ότι η ένοπλη έριδα της Χαλκίδας με την Ερέτρια προηγήθηκε της υπόψη αρχαιότερης τακτικής ναυμαχίας και συνεπώς ήταν μία χερσαία σύρραξη. Όμως, δεν αποκλείεται περιστασιακά να αναμετρήθηκαν μεμονωμένα πλοία των δύο αντιπάλων Ευβοϊκών πόλεων σε μία θαλάσσια συμπλοκή εκ συναντήσεως.
Τα κατάλοιπα του αρχαίου ναού της Αρτέμιδας Γοργούς (π. 580 π.Χ.) στην Παλαιόπολη της Κέρκυρας, η οποία εξεγέρθηκε εναντίον της επικυρίαρχου Κορίνθου περί το 664 π.Χ, ίσως με την υποκίνηση της Ερέτριας, που είχε απολέσει την παλαιότερη αποικία της στην νήσο των Φαιάκων από το 735 π.Χ..
Η χρήση ιππικού στον πόλεμο.
Όσον αφορά τη διεξαγωγή των τοπικών μαχών μεταξύ της Χαλκίδας και της Ερέτριας, αντλούμε μία διαφωτιστική πληροφορία για τη χρήση ιππικού από ένα μικρό εδάφιο των «Πολιτικών» του Αριστοτέλη (384 – 322 π. Χ.). Ο ελλόγιμος Έλληνας φιλόσοφος γράφει ότι:
«[…] Γιατί και αυτήν (την ιπποτροφία) δεν ήταν εύκολο να την κάνουν μη πλούσιοι, γι’ αυτό ακριβώς στα αρχαία χρόνια, όσες πόλεις είχαν την δύναμη τους στους ίππους, υπήρχαν ολιγαρχίες σε αυτές, οι δε ίπποι χρειάζονταν για τους πολέμους προς τις γειτονικές πόλεις, όπως οι Ερετριείς και οι Χαλκιδέοι και οι Μάγνητες του Μαιάνδρου και άλλοι πολλοί περί την Ασία(…)»[32].
Από τα λεγόμενα του Αριστοτέλη, τεκμαίρεται ότι όταν παλαιότερα επικρατούσε στις Ελληνικές πόλεις το ολιγαρχικό πολίτευμα, οι άρχουσες τάξεις συγκροτούνταν από πλούσιους αριστοκράτες, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να εκτρέφουν ίππους, προκειμένου να τους χρησιμοποιούν στους πολέμους με τις γειτονικές πόλεις, όπως συνέβη στην περίπτωση της διαμάχης ανάμεσα στους Χαλκιδέους και τους Ερετριείς. Εξάλλου αυτή η δραστηριότητα υποδηλώνεται ευθέως από τις ονομασίες των τοπικών ευγενών ως «Ιπποβοτών» στη Χαλκίδα και «Ιππέων» στην Ερέτρια. Οι δε αναφορές του φιλοσόφου σε «αρχαία χρόνια» και «ολιγαρχίες», μας παραπέμπουν πλαγίως στην περίοδο του Ληλάντιου πολέμου, όπου η αναλογία του ιππικού μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών αποτέλεσε τον κύριο πολλαπλασιαστή ισχύος και καθόρισε την έκβαση της τελικής αποφασιστικής αναμέτρησης, γέρνοντας την πλάστιγγα προς την παράταξη της Χαλκίδας. Αυτή η πεποίθηση επιβεβαιώνεται από ένα απόσπασμα ενός άλλου σπουδαίου συγγραφέα, του Πλούταρχου, το οποίο θα αναλύσουμε σε ιδιαίτερη ενότητα.
Μαρμάρινες προτομές αλόγων από την αρχαία Χαλκίδα, πιθανώς των Ρωμαϊκών χρόνων. Κατά την αρχαιότητα οι πλούσιοι Χαλκιδέοι και Ερετριείς αριστοκράτες ασχολούνταν με την ιπποτροφία, ενώ επονομάζονταν «Ιπποβότες» και «Ιππείς» αντίστοιχα. Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας.
Τα εδάφια του Στράβωνα.
Ο Στράβων (64 π. Χ. – 24 μ.Χ.) στο έργο του «Γεωγραφικά» κάνει μία αρκετά σημαίνουσα μνεία για τον Ληλάντιο πόλεμο, αποκαλύπτοντας μία στρατιωτική συμφωνία των Χαλκιδέων με τους Ερετριείς, σχετικά με τον οπλισμό που θα έφεραν τα στρατεύματα τους στη διάρκεια των συμπλοκών τους.
Ταυτόχρονα εκθειάζει τον παραδοσιακό τρόπο μάχης των Ευβοέων στα αρχαιότατα χρόνια, προβάλλοντας τους ως ανδρειωμένους και ατρόμητους πολεμιστές, μέσα από μία προσεκτική συρραφή Ομηρικών στίχων, προσθέτοντας στο τέλος και τους συναφείς στίχους από τον δημοφιλή Δελφικό χρησμό, όπου εγκωμιάζεται η γενναιότητα των Χαλκιδέων και τον οποίο έχουμε εξετάσει ήδη επισταμένα. Τα ενδιαφέροντα εδάφια από το σύγγραμμα του διάσημου γεωγράφου έχουν ως ακολούθως[33]:
«Τώρα βέβαια ομολογουμένως η Χαλκίδα φέρει τα πρωτεία και αυτή λέγεται μητρόπολη των Ευβοέων, ενώ είναι δεύτερη η Ερέτρια. Αλλά και πρωτύτερα αυτές είχαν μεγάλο κύρος, και σε πόλεμο και στην ειρήνη […]
»Βέβαια πλέον οι πόλεις αυτές ομονοούν μεταξύ τους. Περί δε τη διένεξη τους για τον Λήλαντα (Ληλάντιο πεδίο) […] ούτε και έτσι έπαυσαν τελείως οι σχέσεις τους […] ώστε στον πόλεμο να δράσουν εκάστη κατά αυθάδεια, αλλά συμφώνησαν για το πως θα συστήσουν τον αγώνα. Αυτό το δηλώνει και μία στήλη στο Αμαρύνθιο, που εμπόδιζε τη χρήση τηλεβόλων όπλων. Και γιατί ως γνωστόν και στις πολεμικές συνήθειες και στους εξοπλισμούς δεν υπάρχει ένα τυποποιημένο έθιμο. Αλλά οι μεν χρησιμοποιούν τηλεβόλα όπλα, όπως οι τοξότες, οι σφενδονήτες και οι ακοντιστές, οι δε αγχέμαχα όπλα, όπως εκείνοι που χειρίζονται το ξίφος και το νυκτικό δόρυ, επειδή η χρήση των δοράτων είναι διττή, η μεν με το χέρι, η δε με εκτόξευση, όπως και ο κοντός (κοντάρι) αποδίδει σε αμφότερες τις ανάγκες, και στην μάχη εκ του συστάδην και στην βολή του κοντού, που το ίδιο ακριβώς δύναται να κάνει η σάρισσα και ο υσσός[34].
»Οι δε Ευβοείς υπήρξαν ικανοί προς την σταδία μάχη, που λέγεται και εκ του συστάδην και στον αγώνα με τα χέρια. Χρησιμοποιούσαν τα νυκτικά δόρατα, καθώς λέει ο ποιητής:
»αιχμήτες που ποθούσαν με τα νυκτικά δόρατα από μελιά,
»θώρακες να διαρρήξουν[35].
»που ίσως να είναι διαφορετικά από τα εκτοξευόμενα, τέτοια που φαίνεται να είναι εκείνα από την Πηλιάδα μελιά, που όπως λέει ο ποιητής:
»γνώριζε καλά να ρίχνει ο Αχιλλέας[36].
»και αυτός που είπε:
»το δόρυ ακοντίζω, όσο κανείς άλλος το βέλος του[37].
»λέγοντας για το εκτοξευόμενο δόρυ. Και οι μονομάχοι πρώτα εισάγουν και χρησιμοποιούν τα εκτοξευόμενα δόρατα και έπειτα βαδίζουν με τα ξίφη, είναι δε αγχέμαχοι όχι μόνο εκείνοι που χρησιμοποιούν τα ξίφη, αλλά και τα δόρατα με το χέρι, καθώς λέει:
»τον έπληξε με την χάλκινη αιχμή του δόρατος, και του κατέλυσε τα μέλη του σώματος[38].
»Τους μεν λοιπόν Ευβοείς τους παρουσιάζει να χρησιμοποιούν αυτόν τον τρόπο, περί δε τους Λοκρούς λέει τα αντίθετα, όπως:
»Δεν έμειναν σε όπλα για μάχη κοντινή,
»παρά με τόξα και ρούχα μάλλινα καλοπλεγμένα,
»πήγαιναν μαζί του στο Ίλιο[39].
»Περιφέρεται δε και χρησμός που δόθηκε στους Αιγιείς:
»Ίππο Θεσσαλικό, Λακεδαιμόνια δε γυναίκα,
»Άνδρες δε οι οποίοι πίνουνε ύδωρ από την καλή Αρέθουσα,
»λέγοντας άριστους τους Χαλκιδέους και εκεί είναι και η πηγή Αρέθουσα».
Αεροφωτογραφία του ανασκαφέντος χώρου του ιερού της Αμαρύσιας Αρτέμιδος στην Αμάρυνθο, όπου στην αρχαιότητα υπήρχε μία στήλη με την επιγραφή μίας σύμβασης μεταξύ των Χαλκιδέων και των Ερετριέων, σχετική με την μη χρήση τηλεβόλων όπλων στον Ληλάντιο πόλεμο. Πηγή: Ελβετική Σχολή Αθηνών.
Τα συμπεράσματα από τις αναφορές του Στράβωνα.
Ερμηνεύοντας την σπονδυλωτή αφήγηση του Στράβωνα, φαίνεται ότι λίγο πριν την έναρξη του Ληλάντιου πολέμου, η Χαλκίδα και η Ερέτρια μάλλον δεν είχαν διακόψει εντελώς τις διπλωματικές σχέσεις τους.
Πριν ξεκινήσουν οι οποιεσδήποτε εχθροπραξίες ήλθαν σε συνεννόηση μεταξύ τους και αποφάσισαν από κοινού ότι οι ένοπλες συμπλοκές θα διεξάγονταν με κανόνες, και όχι παρορμητικά με έπαρση και θρασύτητα. Αυτή η ενέργεια φανερώνει μία διάθεση αξιοπρέπειας και αλληλοσεβασμού, παρά τη φιλονικία που ταλάνιζε τις δύο ευβοϊκές πόλεις. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι Χαλκιδέοι και οι Ερετριείς συμφώνησαν να μη χρησιμοποιήσουν τηλεβόλα όπλα, δηλαδή εκείνα που μπορούσαν να πλήξουν τον εχθρό από μακριά, όπως τα ακόντια οι σφενδόνες και τα τόξα. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος δεσμευτικός όρος είχε καταγραφεί σε μία στήλη, η οποία αφιερώθηκε στο «Αμαρύνθιο», δηλαδή προφανώς στο ιερό της Αμαρύνθιας ή Αμαρύσιας Αρτέμιδος, που έχει ανακαλυφθεί στην τοποθεσία της σημερινής Παλαιοχώρας Αμαρύνθου. Η δε λίθινη επιγραφή πρέπει να ήταν ένα πολύ σημαντικό πατρογονικό κειμήλιο για τους αρχαίους κατοίκους της Εύβοιας, καθώς διασωζόταν ακόμα τον καιρό του διάσημου γεωγράφου, περί τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ με αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ., φυλασσόμενη επιμελώς πάνω από έξι αιώνες.
Ο Στράβωνας στο κείμενο του υπενθυμίζει ότι οι Ευβοείς υπήρξαν δεινοί πολεμιστές στη μάχη εκ’ του συστάδην (ή και «σταδία μάχη» στο πρωτότυπο κείμενο), δηλαδή στην αναμέτρηση από κοντινή απόσταση, αλλά και στη συμπλοκή με τα χέρια, εννοώντας τον αγώνα σώμα με σώμα. Παραπέμποντας στην ποιητική εξιστόρηση του Ομήρου, παραθέτει ότι προτιμούσαν να μεταχειρίζονται το νυκτικό δόρυ ή αλλιώς δόρυ κρούσεως[40], το οποίο ήταν ένα ξύλινο κοντάρι ικανού μήκους με μεταλλική αιχμή, σχεδιασμένο για να προτάσσεται με το χέρι και να επιφέρει εμπηκτικά κτυπήματα κατά του εχθρού. Όπως έχει προαναφερθεί, οι σχετικοί στίχοι της «Ιλιάδας» αναφέρονται στους θαρραλέους Άβαντες της Εύβοιας, οι οποίοι συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους πλέον ατρόμητους και εμπειροπόλεμους οπλίτες του πανελλήνιου στρατεύματος των Αχαιών κατά τον Τρωικό πόλεμο. Στην γενναιόφρονα συνείδηση αυτών των αρειμάνιων Ευβοέων, η χρήση τηλεβόλων όπλων αποτελούσε προσβλητική και ιταμή πράξη, καθώς θεωρούσαν ως ολιγόψυχο όποιον μαχητή δεν αντιμετώπιζε τον αντίπαλο του κατά πρόσωπο.
Ζωγραφική αναπαράσταση μάχης εκ του συστάδην μεταξύ αρχαίων Ελλήνων οπλιτών. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι Ευβοείς υπήρξαν δεινοί πολεμιστές στη μάχη εκ του συστάδην ή σταδία μάχη. Πηγή: pinterest.com.
Γιατί οι εμπλεκόμενες παρατάξεις προτίμησαν μάχη σώμα με σώμα.
Κατά πάσα πιθανότητα, η σύμβαση μεταξύ των Χαλκιδέων και Ερετριέων για την μη χρήση τηλεβόλων όπλων, αντανακλά την πρόθεση τους να παραμείνουν πιστοί στις πολεμικές παραδόσεις τους, τιμώντας τη θρυλική αντρειοσύνη των αρχαιότερων Ευβοέων προγόνων τους.
Εκτός από το πατροπαράδοτο δόρυ κρούσεως, ενδεχομένως να επιτρεπόταν στους αντιμαχόμενους ο χειρισμός και άλλων αγχέμαχων όπλων, δηλαδή εκείνα με τα οποία μπορούσαν να προσβάλλουν άμεσα τον εχθρό με την έκταση του χεριού τους, όπως ξίφη, εγχειρίδια και πέλεκεις. Μάλιστα, ενδεχομένως οι περισσότερες τοπικές συγκρούσεις να έλαβαν χώρα στο ίδιο το Ληλάντιο πεδίο, χωρίς να αποκλείεται και κάποια άλλη περιοχή μεταξύ της Χαλκίδας και της Ερέτριας.
Η αναφορά του Στράβωνα στις πολεμικές αρετές των Ευβοέων, κλείνει λίαν ευφυώς με τους δύο στίχους από την περίφημη απόκριση του μαντείου των Δελφών προς τους Αιγιείς, όπου εξυμνούνται οι άνδρες οι οποίοι πίνουν νερό από την πηγή της Αρέθουσας, υποδηλώνοντας ως άριστους τους Χαλκιδέους, όπως τονίζει ο αρχαίος γεωγράφος.
Χάλκινο ειδώλιο Ευβοέα οπλίτη, που βρέθηκε στα Στύρα (6ος αιώνας π.Χ.). Εκτός από τα δόρατα κρούσεως, οι Χαλκιδέοι και οι Ερετριείς ενδεχομένως να χρησιμοποίησαν και άλλα αγχέμαχα όπλα στις τοπικές συγκρούσεις κατά τον Ληλάντιο πόλεμο. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Η ερωτική διάσταση του πολέμου.
Μέσα από την πραγματεία «Ερωτικός» του Πλούταρχου (45 – 120 μ.Χ.), αντλούμε ορισμένες ουσιώδεις πληροφορίες για τους συμμάχους της Χαλκίδας και την τελική μάχη του πολέμου για το Ληλάντιο πεδίο.
Στο υπόψη έργο, ο γιος του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου και βιογράφου, ο Αυτόβουλος, παρουσιάζεται να αναπαράγει στους φίλους του ένα φιλοσοφικό διάλογο του πατέρα του με άλλους διανοούμενους, σχετικά με τις εκφάνσεις του έρωτα, ενώ το εδάφιο που μας ενδιαφέρει είναι το εξής:
«(Πλούταρχος): Για τον Κλεόμαχο τον Φαρσάλιο γνωρίζετε ασφαλώς από ποια αιτία ετελεύτησε αγωνιζόμενος.
»Όχι εμείς τουλάχιστον, είπαν οι περί τον Πεμπτίδη[41], αλλά θα ήταν ευχάριστο αν θα το μαθαίναμε.
»Και αξίζει! Είπε ο πατέρας μου (του Αυτόβουλου):
»Ήλθε ως επίκουρος των Χαλκιδέων, επικεφαλής του Θεσσαλικού στρατεύματος, στην ακμή του πολέμου με τους Ερετριείς. Και στο μεν πεζικό οι Χαλκιδέοι πίστευαν ότι είναι δυνατοί, τους δε ιππείς των πολεμίων θεωρούσαν ότι είναι μέγα έργο να τους απωθήσουν. Παρακαλούσαν λοιπόν οι σύμμαχοι τον Κλεόμαχο, έναν άνδρα που ήταν πραγματικά λαμπρός στην ψυχή, να ριχθεί πρώτος κατά των ιππέων. Ο ίδιος ρώτησε τον παρόντα ερωμένο του, αν θέλει να παρακολουθήσει τον μαχητικό αγώνα. Ο δε νεανίας αποκρίθηκε επιδοκιμαστικά και τον ασπάστηκε και του επίθεσε το κράνος, ενώ ο Κλεόμαχος γεμάτος υπερηφάνεια συγκέντρωσε μαζί του τους άριστους από τους Θεσσαλούς ιππείς επέλασε λαμπρώς και προσέπεσε στους πολεμίους, ώστε συντάραξε και έτρεψε σε φυγή το ιππικό τους. Από αυτό το γεγονός και των Ερετριέων οπλιτών που έφυγαν, οι Χαλκιδέοι νίκησαν κατά κράτος. Εντούτοις έτυχε να πεθάνει ο Κλεόμαχος. Οι δε Χαλκιδέοι δείχνουν τον τάφο του στην αγορά, πάνω στον οποίο μέχρι τώρα είναι στημένος ένας μέγας επιτύμβιος κίονας, και την παιδεραστία που πρωτύτερα την έθεταν σε ψόγο, τότε την αγάπησαν και την τίμησαν περισσότερο από άλλους.
»Ο δε Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ο Κλεόμαχος πέθανε αλλιώς, αφού επικράτησε στην μάχη κατά των Ερετριέων, αυτός που φιλήθηκε από τον ερωμένο του προέρχονταν από τους Χαλκιδέους της Θράκης, που πέμφθηκε ως επίκουρος στους Χαλκιδέους της Εύβοιας, και έτσι άδεται από τους Χαλκιδέους:
»ω παίδες, οι χαριτωμένοι και που σας έλαχαν άξιοι πατέρες,
»μην φθονείτε τις ώρες της συναναστροφής σας με τους αγαθούς,
»γιατί μαζί με την ανδρεία και ο Έρωτας που λύνει τα μέλη του σώματος,
»ανθοφορεί στην πόλη των Χαλκιδέων»[42].
Άποψη της ακρόπολης της αρχαίας Φαρσάλου. Ο Κλεόμαχος ο Φαρσάλιος ήταν επικεφαλής του Θεσσαλικού στρατεύματος, που στάλθηκε για να συνδράμει τους Χαλκιδέους εναντίον των Ερετριέων στο αποκορύφωμα του Ληλάντιου πολέμου. Πηγή: culture.gov.gr.
Τα συμπεράσματα από την αναφορά του Πλούταρχου.
Στο απόσπασμα του Πλούταρχου παρατίθεται ότι ο Κλεόμαχος από τα Φάρσαλα κατέφθασε για να βοηθήσει τη Χαλκίδα εναντίον της Ερέτριας, όταν η μεταξύ τους ένοπλη αντιπαράθεση βρισκόταν στο αποκορύφωμα της.
Αν και δεν παρέχεται κάποια περαιτέρω προσδιοριστική ένδειξη, εντούτοις εκτιμάται ότι τα περιγραφόμενα γεγονότα έλαβαν χώρα μάλλον κατά την τελευταία επιχειρησιακή φάση του Ληλάντιου πολέμου. Οι Χαλκιδέοι διέθεταν ένα ισχυρό στράτευμα πεζικού, αλλά δεν μπορούσαν να καταβάλλουν τους Ερετριείς, οι οποίοι αντιπαρέτασσαν μία καταφανώς υπέρτερη δύναμη ιππικού. Για την αντιμετώπιση αυτής της τακτικής κατάστασης, οι πρώτοι κάλεσαν ενισχύσεις από τους Θεσσαλούς, που φημίζονταν στον αρχαιοελληνικό κόσμο για τους άλκιμους και επιδέξιους ιππείς τους. Όπως συνάγεται από τα συμφραζόμενα της αφήγησης, το Θεσσαλικό εκστρατευτικό σώμα συγκροτείτο κυρίως από επίλεκτο ιππικό με επικεφαλής τον Κλεόμαχο τον Φαρσάλιο, ο οποίος δεν διευκρινίζεται αν ήταν στρατηγός, ολιγαρχικός αριστοκράτης ή μονάρχης, ενώ εμφανίζεται ως ένας γενναίος και παράτολμος πολεμιστής.
Πριν ριχτεί στη φωτιά της μάχης, ο Θεσσαλός ηγήτορας ρώτησε τον ερωμένο του, δηλαδή τον αγαπημένο του νεανία, αν επιθυμεί να παρακολουθήσει τον αγώνα που θα δώσει εναντίον της αντίπαλης παράταξης, έτσι ώστε η φυσική παρουσία του δεύτερου, να αποτελέσει ένα επιπρόσθετο κίνητρο για εκείνον, για να επιδείξει ένα ανυπέρβλητο και ανδρείο φρόνημα. Πραγματικά, μόλις έλαβε την σχετική επιδοκιμασία από τον νεαρό προστατευόμενο του, συγκέντρωσε τους πλέον άριστους από τους ιππείς του και επέλασε ορμητικά εναντίον των Ερετριέων, διασπώντας τις γραμμές τους και τρέποντας σε άτακτη φυγή το ιππικό τους. Έπειτα από αυτή την εξέλιξη, επιτέθηκαν και οι Χαλκιδέοι συντρίβοντας κατά κράτος τους αντιπάλους τους. Ωστόσο, ο εύψυχος Κλεόμαχος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της συμπλοκής και ενταφιάστηκε τιμητικά στην αγορά της Χαλκίδας. Η δε επιτύμβια στήλη του, έχοντας την μορφή ενός μνημειώδους κίονα, αποτελούσε ένα από τα αξιοθέατα της αρχαίας πόλης του Ευρίπου. Αυτή η αποφασιστική μάχη θεωρείται ότι καθόρισε την τελική έκβαση του πολέμου για το Ληλάντιο πεδίο, καθώς η νίκη των Χαλκιδέων παρουσιάζεται ως καταλυτική και οφείλεται στην μαχητική ικανότητα του Θεσσαλικού ιππικού, που μετάβαλλε το κέντρο βαρύτητας της συμπλοκής για το Ληλάντιο πεδίο.
Προτομή του Πλούταρχου.
Η βοήθεια των χαλκιδικών αποικιών προς τη μητρόπολη, τον καιρό του πολέμου.
Στο υπό εξέταση εδάφιο του «Ερωτικού», ο Πλούταρχος επιδεικνύει παράλληλα και την έφεση του στην ιστορική έρευνα.
Ως εμβόλιμη παρέμβαση στην ροή της εξιστόρησης του και χωρίς να το απαιτεί η περίσταση, προσθέτει και την εκδοχή του Αριστοτέλη, ο οποίος εκ πρώτης όψεως φέρεται να υποστηρίζει πως ο Κλεόμαχος δεν καταγόταν από τα Φάρσαλα της Θεσσαλίας, αλλά προερχόταν από τους Χαλκιδέους της Θράκης, δηλαδή από τους κατοίκους των αποικιών της μητρόπολης Χαλκίδας στην περιοχή της σημερινής Χαλκιδικής της Μακεδονίας, που στην απώτερη αρχαιότητα ανήκε στην Θρακική γεωγραφική περιφέρεια. Όμως η διατύπωση της παραπομπής από τον αρχαίο συγγραφέα είναι μάλλον αρκετά δυσνόητη συντακτικά, με αποτέλεσμα να καθίσταται διφορούμενη η ακριβής απόδοση της από το πρωτότυπο κείμενο. Μάλιστα, αρκετοί ακαδημαϊκοί εκφράζουν την άποψη ότι εκείνος που στην πραγματικότητα προερχόταν από τις Χαλκιδικές αποικίες ήταν ο νεαρός ερώμενος του Θεσσαλού στρατιωτικού ηγέτη. Με βάση την ανάλυση και την αξιολόγηση των παραπάνω εξαγόμενων πληροφοριών από το απόσπασμα του Πλούταρχου, διαμορφώνεται η εύλογη αντίληψη ότι κατά τον Ληλάντιο πόλεμο, οι Θεσσαλοί ήταν σύμμαχοι των Χαλκιδέων, ενώ τη μητρόπολη Χαλκίδα συνέδραμαν και οι Χαλκιδικές αποικίες της στη βόρεια Ελλάδα, των οποίων τα επικουρικά στρατεύματα τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Κλεόμαχου του Φαρσάλιου.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να κάνουμε μία μικρή παρένθεση στην έρευνα μας και να προβούμε σε ένα σύντομο σχολιασμό, για τον «ερωτικό» δεσμό του «εραστή» ενήλικα και του «ερωμένου» παίδα στην αρχαία Ελλάδα, προκειμένου να δώσουμε μία κατεύθυνση προς την ερμηνευτική ορθότητα αυτού του ευαίσθητου και παρεξηγημένου ζητήματος. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί έντονα ότι θα ήταν εντελώς εσφαλμένο να προσδιοριστεί η διαλαμβανόμενη σχέση ως ομοφυλοφιλική, αφού οι αρχαίοι Έλληνες δεν γνωρίζουν αυτόν το όρο, καθώς και τη σημερινή έννοια του. Η δε «παιδεραστία» υπό το διαστροφικό νόημα της ως ερωτική συνεύρεση ανδρός και παιδιού, ακούσια ή εκούσια, αποδοκιμαζόταν σφοδρά από τους φιλοσοφικούς κύκλους, ενώ υπό την κυριολεκτική εκδοχή της επονομαζόταν ως «παίδων φιλία». Με την τελευταία σημασία της ή τουλάχιστον με το δικαιολογητικό της απλής φιλίας προς τους παίδας, υπεισήλθε στα αρχαιοελληνικά ήθη ως θεσμός, λογιζόμενος μάλιστα ως κοινωνικά χρήσιμος, όπως και ότι συντελούσε έξοχα στην διαπαιδαγώγηση των νέων. Λόγω της ηλικιακής διαφοράς, ο έμπειρος ενήλικος αποκτούσε διαπλαστικό ρόλο για τον άπειρο έφηβο, με δεδομένο πως ο νεανίας από εν δυνάμει πολίτης ετοιμαζόταν να μετατραπεί σε ενεργό πολίτη, δηλαδή να καταστεί ικανός για την άσκηση των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων του. Στην δε προκειμένη περίπτωση της εξιστόρησης του Πλούταρχου, ο Κλεόμαχος επιδιώκει να αποτελέσει ένα ηρωικό παράδειγμα προς μίμηση για τον νεαρό προστατευόμενο του, μία ενέργεια που αναδεικνύει απροσχημάτιστα τον άδολο διδακτικό χαρακτήρα της εξάρτησης του «εραστή» ανδρός με τον «ερωμένο» παίδα.
Αναπαράσταση αρχαίων Θεσσαλών ιππέων να επιτίθενται σε Βοιωτό οπλίτη. Το συμμαχικό Θεσσαλικό ιππικό αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα μαχητικής ισχύος για τους Χαλκιδέους στην καθοριστική νίκη τους κατά των Ερετριέων. Πηγή: pinterest.com.
Η έχθρα της Χαλκίδας και της Ερέτριας άντεξε στους αιώνες και διαλύθηκε μπροστά στον κοινό εχθρό: Τους Πέρσες.
Ολοκληρώνοντας την μακρά αναδίφηση μας στα κείμενα της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, τα οποία σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τον Ληλάντιο πόλεμο, θα ασχοληθούμε με ένα ακόμα χωρίο του Πλούταρχου από την πραγματεία του «Περί της Ηροδότου κακοήθειας», όπου σημειώνεται ότι:
«Το επιχείρημα της έχθρας είναι γελοίο, καθώς δεν υπήρξε κώλυμα για τους Αιγινήτες η διαφορά τους προς τους Αθηναίους, των Χαλκιδείς εκείνη προς τους Ερετριείς και των Κορινθίων εκείνη προς τους Μεγαρείς, να συμμαχήσουν στην Ελλάδα […]»[43].
Με το υπόψη σκεπτικό, ο Πλούταρχος αντικρούει τη γνώμη του Ηρόδοτου, που ισχυρίζεται ότι την περίοδο των Περσικών πολέμων (500/499 – 449 π.Χ.) οι κάτοικοι κάποιων Ελληνικών περιοχών «μήδισαν», δηλαδή συντάχθηκαν με τους Πέρσες, διότι εχθρεύονταν παραδοσιακά τους γείτονες τους, οι οποίοι αντιπαρατάχθηκαν σθεναρά στους αλλότριους εισβολείς εξ’ ανατολών. Σύμφωνα λοιπόν με τον αρχαίο βιογράφο και φιλόσοφο, το στοιχείο της τοπικής αντιπαλότητας δεν στάθηκε εμπόδιο στις περιπτώσεις των Αιγινητών και των Αθηναίων, των Χαλκιδέων και των Ερετριέων, των Κορινθίων και των Μεγαρέων, καθώς και άλλων αντίζηλων πόλεων – κρατών, έτσι ώστε να συμμαχήσουν μεταξύ τους προασπίζοντας το κοινό πάτριο Ελληνικό έδαφος. Σε συσχετισμό με τον Ληλάντιο πόλεμο, εκείνο που υποδηλώνεται πλαγίως από το συγκεκριμένο εδάφιο, είναι ότι η διένεξη ανάμεσα στη Χαλκίδα και την Ερέτρια φαίνεται να διατηρήθηκε και μετά τη λήξη της ταραχώδους σύρραξης στους πρώιμους Αρχαϊκούς χρόνους, φθάνοντας έως και τον 5ο αιώνα π. Χ..
Λεπτομέρεια από πρωτοκορινθιακή οινοχόη (π. 650 – 640 π.Χ.), όπου απεικονίζονται μαχητές με οπλισμό και εξάρτηση της πρώιμης Αρχαϊκής εποχής, στο χρονικό φάσμα της οποίας τοποθετείται ο Ληλάντιος πόλεμος. Πηγή: ancientworldmagazine.com / The Chigi Vase.
Τα γενικά συμπεράσματα.
Τα ουσιώδη συμπεράσματα που εξάγονται από τη μελέτη των συναφών κειμένων των αρχαίων συγγραφέων είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά, παρέχοντας τη δυνατότητα να θέσουμε τον Ληλάντιο πόλεμο σε ένα αρκετά σταθερό υπόβαθρο και προσδιορίσουμε ορισμένες από τις παραμέτρους του.
Το απώτερο χρονολογικό όριο για την αδελφοκτόνα σύγκρουση ανάγεται στο εύρος της ύστερης Γεωμετρικής περιόδου (760 – 700 π.Χ.), καθώς πρωτύτερα η Χαλκίδα με την Ερέτρια είχαν συνεργαστεί αρμονικά στην ίδρυση των Πιθηκουσών στην είσοδο του κόλπου της σημερινής Νάπολης της Ιταλίας το 780 π.Χ.. Επίσης, τα επόμενα 50 χρόνια η έντονη αποικιακή δραστηριότητα των Χαλκιδέων στην Σικελία, όπως και γενικότερα των δύο Ευβοϊκών πόλεων στην βόρεια Ελλάδα σίγουρα προϋποθέτει συνθήκες ειρήνης, με γνώμονα ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναληφθεί ένα τέτοιο εγχείρημα σε εμπόλεμη κατάσταση. Ωστόσο, οι σχέσεις της Χαλκίδας και της Ερέτριας φαίνεται ότι διαταράχτηκαν ανεπανόρθωτα πιθανότατα περί το 735/733 π.Χ., με αφορμή την κυριότητα του εύφορου Ληλάντιου πεδίου, που αποτελούσε ένα έδαφος ζωτικής επισιτιστικής σημασίας. Εκείνη την περίοδο διακρίνεται αμυδρά μία πρώιμη σύγκρουση μεταξύ τους, μάλλον σε τοπικό επίπεδο, στην οποία σκοτώθηκε ηρωικά μαχόμενος ο Χαλκιδέος άρχοντας Αμφιδάμαντας, ενώ στις επικήδειες εκδηλώσεις κατά την ταφή του αναμετρήθηκαν σε μουσικό διαγωνισμό ο Ησίοδος και ο Όμηρος.
Η πρωταρχική διαμάχη των Χαλκιδέων με τους Ερετριείς φαίνεται ότι μετατράπηκε σε πολυχρόνια έριδα, φθάνοντας στο απόγειο της στο α’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ., σηματοδοτώντας την πρώιμη Αρχαϊκή εποχή ή Ανατολίζουσα (700 – 610 π.Χ.). Μάλιστα πρέπει να έλαβε τη μορφή ενός γενικευμένου πολέμου, στον οποίο συμπαρασύρθηκαν διάφορες πόλεις – κράτη του αρχαιοελληνικού κόσμου. Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις των αρχαίων πηγών, με τη Χαλκίδα συντάχθηκαν, η Σάμος, η Κόρινθος, η Θεσσαλία, ενώ δέχτηκε ενισχύσεις και από τις Χαλκιδικές αποικίες της βόρειας Ελλάδας. Στην αντίπαλη παράταξη, ως σύμμαχος της Ερέτριας καταγράφεται μόνο η Μίλητος, όμως εκτιμάται ότι είχε και άλλους δυνητικούς συμπαραστάτες, όπως προκύπτει από τις διαπολιτειακές σχέσεις εκείνης της εποχής, τις οποίες θα εξετάσουμε στο επόμενο μέρος της παρούσας πραγματείας, όπου θα προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε το ιστορικό περιβάλλον του Ληλάντιου πολέμου.
Τμήμα πολυγωνικών τειχών που ανάγονται στους Αρχαϊκούς χρόνους της αρχαίας ακρόπολης της Ερέτριας, η οποία θεωρείται ως η μοιραία ηττημένη του Ληλάντιου πολέμου.
Οι όροι του πολέμου.
Οι Χαλκιδείς με τους Ερετριείς είχαν συμφωνήσει να μη χρησιμοποιήσουν τηλεβόλα όπλα στις μεταξύ τους ένοπλες συγκρούσεις στο Ληλάντιο πεδίο και να πολεμήσουν εκ του συστάδην, ακολουθώντας την αρειμάνια παράδοση των Αβάντων προγόνων τους.
Αυτή η σύμβαση αναγράφηκε σε μία λίθινη στήλη, η οποία εναποτέθηκε στο ιερό της Αμαρύσιας ή Αμαρύνθιας Αρτέμιδος, όπου και φυλασσόταν για αιώνες ως ανεκτίμητο πανευβοϊκό κειμήλιο. Επιπλέον, οι δύο αντίπαλοι διέθεταν και ιππικό, με δεδομένο ότι οι πλούσιοι αριστοκράτες των δύο Ευβοϊκών πόλεων επιδίδονταν συστηματικά στην ιπποτροφία. Εξάλλου, είναι απολύτως χαρακτηριστικό ότι οι άρχουσες ολιγαρχικές τάξεις της Χαλκίδας και της Ερέτριας αποκαλούνταν ως «Ιπποβότες» και «Ιππείς» αντίστοιχα.
Ωστόσο, το ιππικό ήταν ένας τακτικός παράγοντας στον οποίο υπερτερούσαν οι Ερετριείς, με συνέπεια οι Χαλκιδέοι να ζητήσουν βοήθεια από την συμμαχική Θεσσαλία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του. Η είσοδος στον αγώνα των επίλεκτων Θεσσαλών ιππέων υπό τον γενναιόφρονα Κλεόμαχο τον Φαρσάλιο, πιθανότατα κατά την τελευταία φάση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, άλλαξε άρδην τον συσχετισμό των δυνάμεων στο πεδίο της εμπλοκής, επιφέροντας τη συντριπτική ήττα στην παράταξη της Ερέτριας. Ίσως αυτή η καθοριστική νίκη της Χαλκίδας να σήμανε και το πέρας της εμφύλιας σύγκρουσης, κατατάσσοντας τους Χαλκιδέους ως τους πιο ανδρείους πολεμιστές ανάμεσα στους υπόλοιπους Έλληνες. Όμως δεν έμελλε να διατηρήσουν αυτή την αριστεία επί μακρόν, καθώς σύντομα τους διαδέχτηκαν οι Αργείοι μετά την νίκη τους επί των Σπαρτιατών στην μάχη των Υσιών το 669/668 π. Χ., ένα αναμφισβήτητο γεγονός που αποτελεί το κατώτερο χρονικό όριο για την τοποθέτηση του Ληλάντιου πολέμου.
Ο Ληλάντιος πόλεμος ανάμεσα στη Χαλκίδα και την Ερέτρια θεωρείται ως η πρώτη αδελφοκτόνα σύρραξη ευρείας κλίμακας των ιστορικών χρόνων. Σκηνή μάχης σε Αττικό μελανόμορφο αγγείο (π. 530 π.Χ.). Staatliche Antikensammlungen, München.
Παραπομπές
[1] Το Ληλάντιο πεδίο είναι το πεδινό μέρος ανάμεσα στη Χαλκίδα και το Βασιλικό και κατ’ επέκταση την Ερέτρια, από το οποίο διέρχεται ο ποταμός Λήλαντας. Αναπτύσσεται σε μήκος 8 χιλιομέτρων, καταλαμβάνοντας μία έκταση περίπου 40 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το έδαφος του πεδίου είναι εξαιρετικά γόνιμο και προσφέρεται για καλλιέργειες αμπελιού, ελαιόδεντρων και κηπευτικών.
[2] Ο Donald William Bradeen (1918 – 1973) υπήρξε ένας διαπρεπής ιστορικός, ακαδημαϊκός και φιλέλληνας. Η διδακτορική διατριβή του το 1947 στο Πανεπιστήμιο του Cincinnati είχε θέμα «Η ιστορία της Χαλκίδας έως το 338 π. Χ.», στην οποία συμπεριλαμβανόταν ένα κεφάλαιο σχετικά με τον Ληλάντιο πόλεμο. Επίσης το ίδιο έτος συνέγραψε την πραγματεία «Ο Ληλάντιος Πόλεμος και ο Φείδων του Άργους». Από το 1948 έως το 1954 δίδαξε στα κολλέγια της Washington και του Jefferson, ενώ μετέπειτα διατέλεσε καθηγητής στο Τμήμα Κλασσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Cincinnati. Θεωρούταν αυθεντία σε θέματα της αρχαίας Ελληνικής ιστορίας και ιδιαίτερα στη διαλεύκανση προβληματικών ζητημάτων. Η δε συστηματική μεθοδολογία του αποτελεί ερευνητικό και διδακτικό πρότυπο για τους νεότερους μελετητές.
[3] Πλουτάρχου, «Ηθικά (Moralia)», «Των επτά σοφών συμπόσιον (Septem sapientium convivium)», κεφάλαιο 10, εδάφια 153e, 153f & 154a.
[4] Ο Λέσχης ήταν γιός του Αισχυλίνου από τη Λέσβο και ανήκε στους λεγόμενους κυκλικούς ποιητές.
[5] Η απόδοση των αρχαίων εδαφίων στην καθομιλουμένη δημοτική γλώσσα έγινε από τον γράφοντα με απόλυτη πιστότητα, εφαρμόζοντας τη μέθοδο λέξη προς λέξη, χωρίς την προσθήκη ερμηνευτικών προεκτάσεων, οι οποίες αλλοιώνουν το πραγματικό νόημα του κειμένου. Δεν προτιμήθηκε η αυτούσια παράθεση τους στα αρχαία Ελληνικά, διότι δεν θα ήταν εύληπτα από τον μέσο αναγνώστη.
[6] Ηροδότου, «Ιστορίαι», βιβλίο Β’ (Ευτέρπη), κεφάλαιο 53.
[7] Ησίοδου, «Έργα και Ημέραι», στίχοι 650 – 657.
[8] Αγνώστου συγγραφέως, «Περί Ομήρου και Ησιόδου και του γένους και του αγώνος αυτών», στίχοι 50 – 71. Μία από τις εκδόσεις στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η υπόψη πραγματεία είναι η εξής: «Βιογράφοι. Vitarum Sciptores Graeci Minores», edidit Antonius Westermann, p. 35 – 36, Litt. Gr. et Rom. in Univ. Lips. P. P. O., Brunsvigae, Sumptum Fecit Georgius Westermann, 1845».
[9] Αγνώστου συγγραφέως, «Περί Ομήρου και Ησιόδου και του γένους και του αγώνος αυτών», στίχοι 207 – 216.
[10] Ομήρου, «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 494 – 759.
[11] Ομήρου, «Ιλιάδα», ραψωδία Β, στίχοι 530 και 683, ραψωδία Ι’, στίχοι 395 και 447, ραψωδία Π’, στίχος 595.
[12] Ησίοδου, «Έργα και Ημέραι», στίχος 528.
[13] Αρχίλοχου, «Ελεγεία», απόσπασμα 3 D. 3 W.
[14] Πλουτάρχου, «Βίοι Παράλληλοι», «Θησεύς», εδάφιο 5.3.
[15] Ιώνος του Χίου, απόσπασμα 17 (FHG 2). Τους δύο στίχους που αφορούν την αριστεία των Χαλκιδέων, οι οποίοι πίνουν νερό από την πηγή της Αρέθουσας, τους μεταφέρει και ο Στράβων [«Γεωγραφικά», βιβλίο Ι’, εδάφιο 13 (C 449)]. Ο αυθεντικός χρησμός προς τους Αιγιείς, ο οποίος εικάζεται ότι δόθηκε περί τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. ή κάπως μεταγενέστερα, καταγράφεται στην έκδοση «Αρσενίου Ιωνία – Arsenii Violetum», EX CODD. MSS, Nunc Primum Edidit, Animadversionibus Instruxit et Alia Quaedam Inedita Adjecit, p. 361, Christianus Walz, Ph. Dr. Regii Seminarii Tubingensis Repetens, Stuttgartiae, in Libraria Loeflundiana, 1832. Ωστόσο, ο ποιητής Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (π. 300 π.Χ., επιγράμματα 25), υπαινίσσεται ότι ο προτελευταίος στίχος της Δελφικής απάντησης στην πραγματικότητα απευθύνεται στους Μεγαρείς και όχι στους Αιγιείς, ενώ υπό αυτή τη μορφή η πατρότητα του αποδίδεται από τον εκκλησιαστικό λόγιο Κλήμεντα της Αλεξάνδρειας (150 – 211/216 μ.Χ., «Στρωματείς», εδάφιο 7.110) στον ελεγειακό ποιητή Θέογνι τον Μεγαρέα (π. μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.). Η αμφιλεγόμενη απόκριση φαίνεται ότι υπήρξε εξαιρετικά διάσημη στην αρχαιότητα, και ίσως ο Θέογνις να την άλλαξε για να ταιριάζει με τους σκοπούς του. Κατά μία άλλη εκδοχή, εκείνος που αφηγείται ότι οι Μεγαρείς ζήτησαν και πήραν την εν λόγω χρησμοδότηση από την Πυθία είναι ο Αργείος ιστορικός Δεινίας (3ος αιώνας π. Χ.). Ενδεικτικά ένα από τα νεότερα συγγράμματα που περιλαμβάνεται η παραλλαγή του κειμένου με αποδέκτες τους Μεγαρείς, είναι η πραγματεία «Poetae Minores Graeci, Scholia ad Theocritum», Thomas Gaisford, A. M. Graecae Linguae Professor Regious, vol. 5, p. 206, Lipsiae, in Bibliopolio Kuehniano, 1823.
[16] Οι αρχαίες Υσιές βρίσκονταν στην τοποθεσία του σημερινού χωριού Αχλαδόκαμπος του Δήμου Άργους – Μυκηνών.
[17] Θεόγνιδος, «Ελεγειών Α’», στίχοι 891 – 894.
[18] Θεόγνιδος, «Ελεγειών Α’», στίχος 784.
[19] Ηροδότου, «Ιστορίαι», βιβλίο Ε’(Τερψιχόρη), κεφάλαιο 92στ.
[20] Ηροδότου, «Ιστορίαι», βιβλίο Γ’(Θάλεια), κεφάλαιο 48.
[21] Αριστοτέλη, «Πολιτικά», βιβλίο Ε, κεφάλαιο 1306a, εδάφιο 35.
[22] Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Σόλων», εδάφιο 14.7.
[23] Κατά την Αρχαϊκή εποχή ο αισυμνήτης ήταν ένας απολυταρχικός κυβερνήτης, που είχε ανέλθει στην εξουσία με τη συγκατάθεση των πολιτών. Αποτελούσε έναν μετριοπαθή μεταρρυθμιστή, ο οποίος δεν επιδίωκε την ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος. Αντίθετα ο τύραννος υφάρπαζε την αρχή στην πορεία της θητείας του και επιβαλλόταν με την βία, εκπροσωπώντας συμβατικά την επαναστατική νομιμότητα, που ερχόταν σε ρήξη με την καθεστηκυία τάξη.
[24] Αριστοτέλη, «Πολιτικά», βιβλίο Ε’, κεφάλαιο 1316a, εδάφιο 25.
[25] Αριστοτέλη, «Πολιτικά», βιβλίο Ε’, κεφάλαιο 1304a, εδάφια 29 – 30.
[26] Ηροδότου, «Ιστορίαι», βιβλίο Ε’ (Τερψιχόρη), κεφάλαια 74 – 77.
[27] Κλαύδιου Αιλιανού, «Ποικίλη Ιστορία», βιβλίο VI, εδάφιο 1.
[28] Τα κατάλοιπα του υπόψη αρχαίου φρουρίου εντοπίζονται επί του υψώματος «Βράχος», περίπου ένα χιλιόμετρο νοτιοανατολικά του χωριού των Φύλλων και γύρω στα δύο χιλιόμετρα μετά την ανατολική όχθη του Λήλαντα ποταμού. Από τις δοκιμαστικές ανασκαφές διαπιστώθηκαν αμυδρές ενδείξεις περιστασιακής χρήσης της τοποθεσίας από την Πρωτοελλαδική εποχή (3η χιλιετία π. Χ.) έως τους ύστερους Αρχαϊκούς – πρώιμους Κλασσικούς χρόνους (530 – 450 π. Χ.). Εκτιμάται βάσιμα ότι ο λόφος ήταν οχυρωμένος και την περίοδο του Ληλάντιου πολέμου, ανήκοντας στην επικράτεια της Χαλκίδας, μία πιθανότητα την οποία εξετάσουμε στο επόμενο μέρος της παρούσας ερευνητικής εργασίας. Σχετικό άρθρο: «Το άγνωστο αρχαίο φρούριο στα Φύλλα», Γεώργιος Λόης. square.gr, 3-5-2020.
[29] Ηροδότου, «Ιστορίαι», βιβλίο Ε’(Τερψιχόρη), κεφάλαιο 99.
[30] Θουκυδίδη, «Ιστορίαι», βιβλίο Α’, κεφάλαιο 15.
[31] Θουκυδίδη, «Ιστορίαι», βιβλίο Α’, κεφάλαιο 13.
[32] Αριστοτέλη, «Πολιτικά», βιβλίο Δ’, κεφάλαιο 1289b, εδάφια 35 – 40.
[33] Στράβωνα, «Γεωγραφικά», βιβλίο Ι’, κεφάλαιο 1, εδάφια 11 έως 13 (ή κατά άλλη αρίθμηση κεφάλαια C 448 – 449).
[34] Ο υσσός ήταν ακόντιο τύπου Ρωμαϊκού Pilum.
[35] Ομήρου, «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 543 – 544.
[36] Ομήρου, «Ιλιάδα», ραψωδία Τ’, στίχος 389.
[37] Ομήρου. «Οδύσσεια», ραψωδία Θ’, στίχος 229. Μιλάει ο Οδυσσέας.
[38] Ομήρου, «Ιλιάδα», ραψωδία Δ’, στίχος 469.
[39] Ομήρου, «Ιλιάδα», ραψωδία Ν’, στίχοι 713, και 716 – 717.
[40] «δόρασι δ᾽ ἐχρῶντο τοῖς ὀρεκτοῖς» στο πρωτότυπο κείμενο.
[41] Ο Πεμπτίδης ήταν Θηβαίος πολίτης με επικούρειες απόψεις.
[42] Πλούταρχου, «Ηθικά (Moralia)», τόμος ΙΧ, «Ερωτικός, (Amatorius)», κεφάλαιο 17.
[43] Πλουτάρχου, «Ηθικά (Moralia)», τόμος ΧΙ, «Περί της Ηροδότου κακοήθειας, (De malignitate Herodoti)», εδάφιο 868e.