Ανήκε στη Χαλκίδα και πρωταγωνίστησε στο Ληλάντιο Πόλεμο.
Ενδεικτική βιβλιογραφία – Πηγές διαδικτύου:
1. «Ευβοϊκά: Δ’ Αρχαίον φρούριον παρά την Χαλκίδα», Γεώργιος Α. Παπαβασιλείου. Εφημερίς Αρχαιολογική, εκδιδόμενη υπό της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, περίοδος τρίτη, 1903, σελίδες 131 – 134, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις, 1904.
2. «Φύλλα, θέση Βράχος», Ε. Σακελλαράκη, J. Coulton. Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 51, μέρος Β1 – Χρονικά (1996), σελίδες 288 – 289, Αθήνα, 2001.
3. http://odysseus.culture.gr/Αρχαίο φρούριο στα Φύλλα Ευβοίας.
Υπόμνημα του συντάκτη:
Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς τον Μάνο Γεωργιάδη για την παραχώρηση του σχετικού φωτογραφικού υλικού.
Ένα μνημείο, στην αφάνεια.
Θαυμάζοντας κάποιος τη θέα προς το νότιο Ευβοϊκό κόλπο από τις επάλξεις του εμβληματικού μεσαιωνικού καστελιού των Φύλλων, δεν μπορεί καν να φανταστεί ότι η ράχη του επιμήκους υψώματος, που διαγράφεται περί τα 850 μέτρα νοτιότερα, ήταν ισχυρά οχυρωμένη στην αρχαιότητα.
Πράγματι στην διαλαμβανόμενη τοποθεσία ανιχνεύονται αποσπασματικά κατάλοιπα τειχών και θεμελιώσεων κτιριακών υποδομών, τα οποία προδίδουν την αλλοτινή παρουσία ενός αρκετά εκτενούς αρχαιοελληνικού φρουρίου. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία απολύτως σήμανση για το συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο, ούτε μνημονεύεται στους περιηγητικούς οδηγούς, παραμένοντας κυριολεκτικά στην αφάνεια. Με το παρόν άρθρο επιχειρείται για πρώτη φορά μία παρουσίαση στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, αυτής της αγνοημένης στρατιωτικής εγκατάστασης από το ιστορικό παρελθόν της Εύβοιας, με βάση τις λιγοστές επιστημονικές δημοσιεύσεις επί του θέματος. Ο απώτερος σκοπός είναι η ευαισθητοποίηση των αρμόδιων φορέων, προκειμένου να αναληφθεί μία φιλόδοξη ανασκαφική έρευνα ή τουλάχιστον να αναδειχθεί ένα άγνωστο μνημείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, βγάζοντας από πάνω του τον μανδύα της λήθης.
Εικ. 2: Κατάλοιπα των θεμελιώσεων της κτιριακής υποδομής του αρχαίου φρουρίου στην κορυφή του υψώματος «Βράχος». Στο βάθος διακρίνεται ο οξύκορφος λόφος με το μεσαιωνικό καστέλι των Φύλλων. Φωτ.: Μ. Γεωργιάδης.
Που βρίσκεται το αρχαίο φρούριο των Φύλλων.
Ο λόφος του αρχαίου φρουρίου βρίσκεται περίπου ένα χλμ νοτιοανατολικά του χωριού των Φύλλων και γύρω στα δύο χλμ μετά την ανατολική όχθη του Λήλαντα ποταμού. Φέρει το χαρακτηριστικό τοπωνύμιο «Βράχος» και έχει υψόμετρο 120 μέτρα[1].
Η ευκολότερη πρόσβαση στην τοποθεσία πραγματοποιείται από το Βασιλικό, ακολουθώντας τον κύριο επαρχιακό δρόμο (οδός Θερμοπυλών) που εξέρχεται από τις βόρειες παρυφές της κωμόπολης και διέρχεται μέσα από τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις στα ανατολικά. Έπειτα από απόσταση 1.200 μέτρων, ο επίδοξος επισκέπτης θα συναντήσει μία αριστερή διακλάδωση (οδός Ρωμανού), η οποία οδηγεί σε έναν μικρό συνοικισμό και μετά από 500 μέτρα περίπου καταλήγει στους πρόποδες της νότιας πλευράς του υψώματος[2]. Από εδώ η πεζοπορική άνοδος προς την κορυφογραμμή είναι βατή, καθώς οι υπώρειες έχουν ομαλή κλίση και δεν απαιτούνται ιδιαίτερες ορειβατικές ικανότητες. Αντίθετα οι βόρειες καταπτώσεις είναι τελείως κρημνώδεις και απροσπέλαστες.
Εικ. 3: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής ανατολικά του Λήλαντα ποταμού. Με πορτοκαλί χρώμα επισημαίνεται το δρομολόγιο πρόσβασης στην τοποθεσία του αρχαίου φρουρίου.
Πως ξεκίνησε η έρευνα για τον εντοπισμό του φρουρίου.
Η πρωτογενής έρευνα στην τοποθεσία του αρχαίου φρουρίου των Φύλλων, διενεργήθηκε το 1902 από τον αρχαιοδίφη καθηγητή Γεώργιο Παπαβασιλείου.
Ο διαπρεπής εκπαιδευτικός και μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην σχετική έκθεση του κατέγραψε με παραστατικό τρόπο τα επιφανειακά κατάλοιπα, σύμφωνα με τις λεπτομερείς μετρήσεις των υποδομών από τον αρχιτέκτονα Αριστείδη Φαρμακίδη, ο οποίος εκπόνησε και το σχέδιο των οχυρώσεων. Ύστερα από αυτή την αναγνωριστική εξέταση, ο λόφος «Βράχος» θα προσέλκυε την προσοχή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μόλις την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Το 1994 έγινε μία τοπογραφική καταμέτρηση του χώρου, ενώ τον Οκτώβριο του 1996 διεξήχθησαν μεθοδικές ανασκαφές δύο εβδομάδων με μέριμνα της πρώην ΙΑ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και σε συνεργασία με τη Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών[3]. Οι δε εργασίες που επαναλήφθηκαν και το 1999, περιλάμβαναν την διάνοιξη δοκιμαστικών τομών και επικεντρώθηκαν κυρίως στην επισκόπηση της μεγαλύτερης κτιριακής εγκατάστασης, αποδίδοντας μερικά ενδιαφέροντα κεραμικά ευρήματα και άλλα αντικείμενα, ενώ εξήχθησαν κάποια προκαταρτικά συμπεράσματα για την χρονολόγηση και την χρήση της στρατιωτικής εγκατάστασης. Ωστόσο, έκτοτε δεν αναλήφθηκε πάλι μία ερευνητική δραστηριότητα, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, με αποτέλεσμα το αρχαίο οχυρό να περάσει ξανά στο περιθώριο της υποβάθμισης, μπλεγμένο στα γρανάζια των υπηρεσιακών προτεραιοτήτων.
Σήμερα τα περιγράμματα του αμυντικού περιβόλου και των εσωτερικών κτιριακών υποδομών διακρίνονται με αρκετή δυσκολία, καθώς τα δομικά τους κατάλοιπα καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από επιχωματώσεις και θαμνώδη βλάστηση, καθιστώντας προβληματική ακόμα και την ενδεικτική φωτογραφική αποτύπωση τους. Έτσι λοιπόν, για την περιγραφή του αρχαιοελληνικού φρουρίου θα στηριχτούμε κυρίως στις σχολαστικές παρατηρήσεις του Γεώργιου Παπαβασιλείου, σε συσχετισμό με τις συνοπτικές αρχαιολογικές δημοσιεύσεις των νεότερων χρόνων.
Εικ. 4: Άποψη της ομαλής νότιας πλαγιάς του επιμήκους υψώματος «Βράχος», που στην ράχη του εντοπίζονται τα κατάλοιπα του αρχαιοελληνικού φρουρίου των Φύλλων.
Περιγραφή του φρουρίου.
Η περίμετρος της στρατιωτικής εγκατάστασης είχε μία ατελή ορθογώνια κάτοψη και καταλάμβανε ολόκληρη την ράχη του επιμήκους υψώματος «Βράχος», περικλείοντας μία έκταση περί τα 17 στρέμματα.
Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα με αργολιθοδομή στο διαφαινόμενο κρηπίδωμα τους, έχοντας πλάτος δύο μέτρων και στην πορεία τους ακολουθούσαν το ανάγλυφο του εδάφους, ενώ οι απόκρημνες βόρειες υπώρειες του πετρώδους λόφου ήταν ατείχιστες. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Παπαβασιλείου, το φρούριο διέθετε δύο οχυρωματικούς περιβόλους, καθώς διαχωρίζονταν από ένα κάθετο τείχος στο δυτικό τμήμα του στο πεντηκοστό μέτρο της γραμμής των νότιων τειχών. Το μήκος της μετωπικής πλευράς του εξωτερικού περιβόλου ήταν μόλις 25 μέτρα, διότι το βόρειο άκρο της στοιχίζονταν στην κείμενη βραχώδη έξαρση, που λειτουργούσε ως φυσική οχύρωση, ενώ πλησίον του έτερου άκρου της ανοίγονταν μία πύλη, από την οποία προφανώς εισέρχονταν όσοι κατέφθαναν από τη Χαλκίδα. Επίσης, στο κάθετο τείχος φαίνεται ότι υπήρχε ένας τετράγωνος πύργος κοντά στο σημείο της ένωσης του με την νότια πλευρά, διαστάσεων περίπου 3 Χ 3 μέτρα.
Ωστόσο, ο Γεώργιος Παπαβασιλείου εκτιμά ότι σε κάποια χρονική στιγμή καταστράφηκε το νότιο μέρος του διατειχίσματος μαζί με τον υπόψη πύργο, καθώς έχουν απομείνει ελάχιστα ίχνη του και επιπλέον 35 μέτρα δυτικότερα εντοπίζεται ένα κατοπινό λοξό τείχος, που σχηματίζοντας οξεία γωνία ανέρχονταν για 40 μέτρα και προσκολλούνταν καμπτόμενο σε έναν τραπεζοειδή πύργο, μέσων διαστάσεων 8Χ6 μέτρα κατά προσέγγιση. Από εκεί το ενδιάμεσο τείχος συνέχιζε σχεδόν κάθετα για άλλα 47 μέτρα, καταλήγοντας στις απότομες βόρειες καταπτώσεις. Λίγο πριν το τέλος του διαμορφώνονταν μία πύλη, μέσω της οποίας πραγματοποιούνταν η είσοδος στον εσωτερικό περίβολο[4]. Αν και οι νεότεροι αρχαιολόγοι συμφωνούν ότι το εγκάρσιο τείχος είναι μεταγενέστερη τροποποίηση, εντούτοις θεωρούν πως σε αυτή την οικοδομική φάση ουσιαστικά καταργήθηκε το έμπροσθεν δυτικό τμήμα και απλά περιορίστηκε το μέγεθος του οχυρωματικού περιβόλου.
Εικ. 5: Επεξεργασμένο σχέδιο του αρχαίου φρουρίου από την έκθεση του Γεώργιου Παπαβασιλείου στα 1903.
Τα κτιριακά υπολείμματα εντός των οχυρώσεων.
Η νότια πλευρά του φρουρίου ήταν συμπαγής και το μήκος της έφτανε τα 228 μέτρα. Το δε μέγιστο πλάτος του προσδιορίζονταν από την ανατολική πλευρά και ανέρχονταν στα 86 μέτρα.
Στην τελευταία υπήρχε ακόμα μία πύλη, που προστατεύονταν από δύο εκατέρωθεν ημικυκλικούς πύργους, ίσως γιατί αναμένονταν η επίθεση ενός δυνητικού εχθρού να εκδηλωθεί από αυτή την κατεύθυνση. Κοντά στο μέρος της ανατολικής εισόδου, ο Γεώργιος Παπαβασιλείου αναφέρει ότι διακρίνονταν μία χαραγμένη επιγραφή επί του βράχου, αλλά ήταν πολύ φθαρμένη και δεν μπορούσε να διαβαστεί.
Στο κέντρο της ράχης του υψώματος ανακαλύφθηκε ένα ευμέγεθες κτιριακό συγκρότημα, μήκους 111,98 μέτρων και πλάτους 7,02 μέτρων. Το μακρόστενο οικοδόμημα απαρτίζονταν από είκοσι όμοια δωμάτια – θαλάμους, εσωτερικών διαστάσεων 4,55 Χ 5,98 μέτρα, τα οποία υποδιαιρούνταν σε τέσσερις επιμέρους ομάδες μέσω τριών στενών καθέτων διαδρόμων, πλάτους 1 μέτρου έκαστος. Το κάθε δωμάτιο διέθετε την δική του ανεξάρτητη θύρα, που έβλεπε σε έναν έμπροσθεν ανοιχτό διάδρομο προς τα νότια, εύρους περίπου 2,50 μέτρων, ο οποίος διέτρεχε ολόκληρο το μήκος της υποδομής[5]. Στο σύνολο τους οι θάλαμοι ήταν θεμελιωμένοι πάνω σε ογκώδεις πέτρες και τα δάπεδα τους αποτελούνταν από πατημένο πηλό, ενώ στεγάζονταν με κεραμίδια Κορινθιακού τύπου, όπως τεκμαίρεται από τα ανάλογα ευρεθέντα κομμάτια στρωτήρων και καλυπτήρων. Στο μέσο ενός εξ’ αυτών αποκαλύφθηκε μία τετράγωνη κατασκευή από κεραμίδες, που παρέπεμπε σε μία ιδιότυπη εστία, αλλά δεν βρέθηκαν υπολείμματα πυράς. Από την διαρρύθμιση και το μέγεθος του επιμήκους κτιριακού συγκροτήματος, οι αρχαιολόγοι αποφαίνονται ότι επρόκειτο πιθανότατα για στρατώνα, στον οποίο διέμεναν οι οπλίτες της φρουράς της στρατιωτικής εγκατάστασης των Φύλλων.
Εικ. 6: Τα κατάλοιπα του μακρόστενου κτιριακού συγκροτήματος, που διέθετε είκοσι παρόμοια δωμάτια και εκτιμάται ότι εξυπηρετούσε ως στρατώνας. Φωτ.: Μ. Γεωργιάδης.
Οι υπόλοιπες ανακαλύψεις της αρχαιολογικής σκαπάνης.
Λίγο βορειότερα από το μέσο της υποδομής των δωματίων στρατωνισμού και κοντά στις απόκρημνες καταπτώσεις, η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως ένα τριμερές κτίριο διαστάσεων 18,20 Χ 4,93 μέτρα.
Η είσοδος στο εσωτερικό του ανοίγονταν στο μεσαίο δωμάτιο, που επικοινωνούσε με τα άλλα δύο παράπλευρα διαμερίσματα μέσω θυρών στις μεσοτοιχίες. Η δε στέγη του έφερε επίσης κεραμίδια Κορινθιακού τύπου. Κρίνοντας από την χωροταξική θέση του, εικάζεται ότι το συγκεκριμένο κτίριο ίσως να προορίζονταν για τους αξιωματικούς της φρουράς. Επιπλέον, εντοπίστηκαν άλλα δύο μικρότερα μονόχωρα κτίσματα στις δύο υψηλότερες προβολές του βραχώδους λόφου. Εξ’ αυτών το ανατολικό έχει διαστάσεις 7,10 Χ 8,60 μέτρα και το δυτικό 3,40 Χ 5,60 μέτρα. Και στα δύο οικοδομήματα υπήρχε προσαρτημένος από ένας παρόμοιος τετράγωνος πύργος, που το μήκος της κάθε πλευράς του ήταν 3 μέτρα. Οι δε πύργοι πρέπει να χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήρια, ενώ τα φέροντα κτίσματα ενδεχομένως να είχαν τον ρόλο φυλακίων.
Από τη δοκιμαστική ανασκαφική έρευνα σε τρία δωμάτια του μακρόστενου κτιριακού συγκροτήματος, διαπιστώθηκαν αμυδρές ενδείξεις περιστασιακής κατοίκησης της τοποθεσίας, ενδεχομένως από την Πρωτοελλαδική εποχή (3η χιλιετία π. Χ.) έως την ύστερη Αρχαϊκή – πρώιμη Κλασσική περίοδο (530 – 450 π. Χ.), στην οποία ανάγεται και η τελευταία οικοδομική φάση των αρχαίων οχυρώσεων. Η πλειονότητα των ευρημάτων ήταν κεραμικά θραύσματα, που ανήκαν σε μικρά αγγεία, όπως κύπελλα και κύλικες, αλλά και σε σκεύη καθημερινής χρήσης, όπως αμφορείς, σκύφοι και λεκανίδες, καθώς και σε λύχνους. Ελάχιστα από αυτά έφεραν διακόσμηση, ενώ μέσα από την συγκριτική αξιολόγηση της μορφολογίας, της ποιότητας του πηλού και της τεχνικής, συνάγεται ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών είχε κατασκευαστεί στην κεντρική Εύβοια. Επίσης, λίγα κεραμικά όστρακα προέρχονταν από την Αττική και δυο τεμάχια ήταν εισαγωγές από το Άργος και την Κύπρο. Τα περισσότερα κεραμικά θραύσματα χρονολογούνται στα τέλη του 6ου – αρχές 5ου αιώνα π. Χ., όμως είναι αξιοσημείωτο ότι ορισμένα εξ’ αυτών, έστω και λιγοστά, ανάγονται στους πρώιμη Ελλαδική περίοδο (3200/3000 – 2000 π. Χ.) και στους ύστερους Γεωμετρικούς χρόνους (760 – 700 π. Χ.). Από τα υπόλοιπα ανακαλυφθέντα αντικείμενα ξεχωρίζουν μία αιχμή βέλους, που παραπέμπει ευθέως στον στρατιωτικό χαρακτήρα της τοποθεσίας, τέσσερα βότσαλα, ίσως βλήματα για σφενδόνη, δύο κομμάτια από μόλυβδο και μερικά θραύσματα από λεπίδες οψιανού, τα οποία πιθανώς να εκπορεύονται από το διάστημα της διαφαινόμενης πρωτοελλαδικής εγκατάστασης στο ύψωμα «Βράχος».
Εικ. 7: Τμήμα τειχίσματος του αρχαίου οχυρού των Φύλλων, στο οποίο πιθανότατα έδρευε ένα ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, με αποστολή την άμεση επέμβαση στον πεδινό παραλιακό διάδρομο. Φωτ.: Μ. Γεωργιάδης.
Ο ρόλος του φρουρίου.
Η αμυντική οργάνωση της συγκεκριμένης θέσης ήταν σίγουρα μία στρατηγική επιλογή, που εντάσσονταν σε έναν ευρύτερο επιχειρησιακό σχεδιασμό.
Ο πετρώδης λόφος αποτελεί έδαφος τακτικής σημασίας, καθώς από την κορυφογραμμή του ελέγχεται άμεσα ο πεδινός παραλιακός διάδρομος προς τον νότο, από τον οποίο διέρχεται το βασικό δρομολόγιο προς τη νότια Εύβοια από τους αρχέγονους χρόνους μέχρι και σήμερα, αλλά παράλληλα επιβλέπεται υπό προϋποθέσεις και η πλεύση στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο. Για αυτόν ακριβώς τον σκοπό είχαν ανεγερθεί και οι δύο πύργοι – παρατηρητήρια στις βραχώδεις προβολές. Με την επάνδρωση του φρουρίου με ένα μόνιμο και ισχυρό απόσπασμα οπλιτών, επιτυγχάνονταν η ταχεία και δυναμική επέμβαση με πλαγιοκόπηση, ενάντια σε ένα εχθρικό εκστρατευτικό σώμα, που κατευθύνονταν απειλητικά προς την Χαλκίδα και θα έρχονταν αντιμέτωπο με το κυρίως φίλιο στράτευμα. Μάλιστα, σε συνδυασμό με το υδάτινο κώλυμα του Λήλαντα ποταμού, ο οποίος ενδεχομένως να είχε περισσότερο νερό στην αρχαιότητα, δημιουργείται ένας ιδανικός χώρος εμπλοκής, δίνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων στον κάτοχο του υψώματος. Ταυτόχρονα ασφαλίζονταν η είσοδος στο εύφορο Ληλάντιο πεδίο και αποτρέπονταν η περίπτωση μίας αιφνίδιας επιδρομής με σκοπό την λεηλασία των ζωτικών καλλιεργειών.
Μία δευτερεύουσα αποστολή του αρχαίου οχυρού ίσως να ήταν η επικαλυπτική επιτήρηση της πεδιάδας του Λήλαντα ποταμού, μία έκταση που ελέγχεται σαφώς πληρέστερα από το οξύκορφο ύψωμα του μεσαιωνικού καστελιού των Φύλλων, το οποίο μάλλον θα πρέπει να είχε αξιοποιηθεί στρατιωτικά στους αρχαίους χρόνους. Από τους δύο πύργους – παρατηρητήρια εποπτεύονταν και η βόρεια πεδινή διάβαση, που οδηγούσε στα μονοπάτια και τα ορεινά περάσματα της δυτικής πλευράς του όρους Όλυμπος πάνω από την Ερέτρια. Επιπρόσθετα, παρέχεται και απευθείας οπτική επαφή με το ύψωμα Βαθροβούνι, όπου βρίσκονταν η ακρόπολη της αρχαίας Χαλκίδας και κατά συνέπεια ήταν εφικτή η δυνατότητα μεταξύ τους επικοινωνίας και εγκαίρου προειδοποιήσεως για επικείμενο κίνδυνο μέσω φρυκτωριών.
Εικ. 8: Τα κατάλοιπα των τειχών του αρχαίου φρουρίου εντοπίζονται διάσπαρτα στις νότιες υπώρειες του λόφου. Στο βάθος διακρίνεται το ύψωμα Βαθροβούνι, όπου υπήρχε η ακρόπολη της αρχαίας Χαλκίδας. Φωτ.: Μ. Γεωργιάδης.
Γιατί το φρούριο άνηκε πιθανότατα στη Χαλκίδα.
Με βάση τους προφανείς γεωγραφικούς και στρατιωτικούς συσχετισμούς, το αρχαίο φρούριο των Φύλλων θεωρείται κατά γενική παραδοχή ότι ανήκε στη Χαλκίδα, καθόσον εντοπίζεται στο ανατολικό όριο του Ληλάντιου πεδίου, το οποίο εντάσσεται παραδοσιακά στην επικράτεια της ιστορικής πρωτεύουσας της Εύβοιας.
Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, η παρουσία του είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την φύλαξη της πλουτοπαραγωγικής πεδιάδας του Λήλαντα ποταμού, καθόσον αποκλείονταν η πρόσβαση σε ενδεχόμενους εισβολείς, που θα επεδίωκαν να προσεγγίσουν στην περιοχή μέσω του κάτωθεν παραλιακού διάδρομου. Άλλωστε, εκτός από τον προσανατολισμό της οχύρωσης, σε αυτή την αντίληψη συνηγορεί και η λήψη ιδιαίτερης μέριμνας για την αμυντική ενίσχυση της ανατολικής πύλης, με την κατασκευή των δύο εκατέρωθεν ημικυκλικών πύργων, φανερώνοντας ότι η εκδήλωση μίας επιθετικής ενέργειας αναμένονταν σε εκείνη την πλευρά και όχι από την κατεύθυνση της Χαλκίδας.
Όμως ποιος ήταν αυτός ο δυνητικός εχθρός, που επέβαλλε την αμυντική οργάνωση της τοποθεσίας; Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τη γειτονική πόλη της Ερέτριας, με την οποία η Χαλκίδα βρίσκονταν σε μία μακροχρόνια αντιπαλότητα μάλλον από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.. Αυτή η φιλονικία μεταξύ των δύο Ευβοϊκών πόλεων είναι γνωστή ως «Ληλάντιος Πόλεμος» και φέρεται να ξεκίνησε με αφορμή τη διεκδίκηση του Ληλάντιου πεδίου, αλλά είχε βαθύτερα γεωπολιτικά αίτια. Μάλιστα πιστεύεται ότι σταδιακά η σύρραξη γενικεύτηκε με τον προσεταιρισμό και άλλων συμμαχικών ελληνικών πόλεων και στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, λαμβάνοντας μία πανελλήνια εμβέλεια και κλιμακώθηκε μέσα από μία σειρά συγκρούσεων. Η δε τελική φάση των πολεμικών επιχειρήσεων προσδιορίζεται περί το 675 – 670 π. Χ. και έληξε με νίκη της Χαλκίδας, αλλά ο πολιτικοστρατιωτικός αντίκτυπος αυτής της ταραγμένης περιόδου φαίνεται ότι διάρκεσε για αρκετό καιρό ακόμα.
Εικ. 9: Διατηρούμενες θεμελιώσεις από κτιριακή υποδομή του αρχαίου φρουρίου επί της ράχης του υψώματος «Βράχος». Φωτ.: Μ. Γεωργιάδης.
Πότε λειτούργησε το φρούριο.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι η αρχική ενεργητική οχύρωση στο ύψωμα «Βράχος» έγινε από τους Χαλκιδέους, ίσως από τα πρώτα στάδια του Ληλάντιου πολέμου, λαμβάνοντας υπόψη ότι βρέθηκαν θραύσματα αγγείων, κυρίως από κύπελλα, που ανάγονται στην ύστερη Γεωμετρική περίοδο (760 – 700 π. Χ.).
Βέβαια αυτή η εκδοχή θα πρέπει να συνεξεταστεί και με την περίπτωση του αρχαίου οικισμού στο Λευκαντί (Ξηρόπολη), καθώς μερικοί ερευνητές διατείνονται ότι ο υπόψη κατοικημένος τόπος ταυτίζεται με την παλαιά Ερέτρια και εγκαταλείφθηκε ως απόρροια της καταλυτικής ήττας της. Ωστόσο, θα αποφύγουμε να προβούμε σε μία ανάλυση του συγκεκριμένου εξαιρετικά αμφισβητούμενου ζητήματος, καθόσον αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Ο δε Γεώργιος Παπαβασιλείου εκφράζει την αρκετά εύλογη άποψη ότι το ρέμα «Κακόρρεμα» ή «Κακόρευμα», που διέρχεται από την περιοχή του Μαλακώντα, είναι το μοναδικό τοπογραφικό χαρακτηριστικό, το οποίο δύναται να χρησιμεύσει ως φυσικό σύνορο μεταξύ των δύο αντίζηλων πόλεων, της Χαλκίδας και της Ερέτριας.
Από την χρονολόγηση των περισσότερων ευρημάτων, συμπεραίνεται ότι το αρχαίο φρούριο χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά κατά την ύστερη Αρχαϊκή περίοδο (530 – 490/480 π. Χ.), όταν και κατασκευάστηκε το λοξό τμήμα στο ενδιάμεσο τείχος. Αυτή η δεύτερη σημαντική φάση επάνδρωσης μάλλον αντικατοπτρίζει μία δυσμενή εξέλιξη στην ιστορία της Χαλκίδας. Περί το 506 π. Χ., οι Σπαρτιάτες, σε συνεργασία με τους Θηβαίους και τους Χαλκιδαίους, εκστράτευσαν στην Αττική σε μία προσπάθεια να επιβάλλουν την τυραννία στην Αθήνα, αλλά αποσύρθηκαν χωρίς όμως να πετύχουν το σκοπό τους μετά την κατάληψη της Ελευσίνας. Οι δε Αθηναίοι βάδισαν εναντίον των συμμάχων των Λακεδαιμονίων στην Βοιωτία και στον Εύριπο, τους οποίους και συνέτριψαν σε διαδοχικές μάχες. Ακολούθως οι νικητές εγκατέστησαν 4.000 ακτήμονες συμπολίτες τους ως κληρούχους, σε κτήματα που απέσπασαν από τους «Ιπποβότες», τους Χαλκιδέους αριστοκράτες, κυρίως στην περιοχή του Ληλάντιου πεδίου[6]. Σύμφωνα λοιπόν με την εκτίμηση των αρχαιολόγων, οι Αθηναίοι ανακαίνισαν το οχυρό και τοποθέτησαν σε αυτό πολυάριθμη φρουρά, με σκοπό την προστασία των κληρούχων από δυσαρεστημένους Χαλκιδέους. Μάλιστα, η διαφαινόμενη ενεργοποίηση του πρέπει να άρχισε πριν από την ανέγερση του μακρόστενου στρατώνα. Η δε διάρκεια λειτουργίας του ως Αθηναϊκό στρατόπεδο δεν ήταν μεγάλη, καθώς κατά την καταστροφή της Ερέτριας από τους Πέρσες το 490 π.Χ., οι Αθηναίοι αποχώρησαν εσπευσμένα από την κληρουχία της Χαλκίδας και έσπευσαν να διαπεραιωθούν στον Ωρωπό, ενώ δεν γνωρίζουμε αν και για πόσο χρονικό διάστημα επανήλθαν. Πάντως μετά τη συμβατική λήξη των Περσικών Πολέμων το 479 π.Χ., το φρούριο των Φύλλων φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε πλήρως και ενδεχομένως αχρηστεύτηκε.
Εικ. 10: Άποψη των καταλοίπων του μακρόστενου κτιριακού συγκροτήματος, που εκτιμάται ότι ανεγέρθηκε μεταξύ του 506 και 490 π.Χ., για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες στέγασης της πολυάριθμης Αθηναϊκής φρουράς. Φωτ.: Μ. Γεωργιάδης.
Συμπεράσματα.
Η τοποθεσία του υψώματος «Βράχος» αποτελεί ένα αξιόλογο αρχαιολογικό χώρο, που χρήζει περαιτέρω επιστημονικής έρευνας, με γνώμονα ότι πρόκειται για ένα ακέραιο κομμάτι της αρχαίας Χαλκίδας, από την οποία δυστυχώς διατηρούνται μόνο δειγματοληπτικά πολεοδομικά κατάλοιπα.
Είναι απαραίτητη η ανάληψη μίας συστηματικής ανασκαφής, προκειμένου να δοθούν λύσεις σε αναφύοντα προβλήματα, όπως ο σαφής διαχωρισμός των οικοδομικών φάσεων του αρχαιοελληνικού φρουρίου των Φύλλων και η πλήρης πιστοποίηση της αρχιτεκτονικής του μορφής, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας στην αρχαία οχυρωματική τέχνη. Η δε επισταμένη μελέτη της στρατιωτικής εγκατάστασης και των αναμενόμενων ευρημάτων, ενδεχομένως να φωτίσει άγνωστες πτυχές της ιστορίας της Εύβοιας, ιδιαίτερα εφόσον καταστεί εφικτή μία διασύνδεση της οχύρωσης με τον παροιμιώδη Ληλάντιο πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται να αναδειχθεί αυτή η κρυμμένη ψηφίδα και λάβει την αρμόζουσα θέση στο μεγαλοπρεπές μωσαϊκό των μνημείων της πολιτιστικής κληρονομιάς της νήσου, συνιστώντας ταυτόχρονα ένα ελκυστικό αξιοθέατο της περιοχής.
Εικ. 11: Οι απόκρημνες καταπτώσεις της βόρειας πλευράς του υψώματος «Βράχος», που στην ράχη του εντοπίζονται τα κατάλοιπα του αρχαίου φρουρίου των Φύλλων. Φωτ.: Μ. Γεωργιάδης.
Παραπομπές
[1] Όπως επισημαίνεται στους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ).
[2] Η τοποθεσία του αρχαίου φρουρίου των Φύλλων απέχει 2,6 χιλιόμετρα από τον παράκτιο αρχαιολογικό χώρο του Λευκαντίου – Ξηρόπολης.
[3] Οι ανασκαφικές εργασίες διενεργήθηκαν υπό την διεύθυνση της Εφόρου Αρχαιοτήτων Ευβοίας Έφης Σαπουνά – Σακελλαράκη, ενώ από την Αγγλική πλευρά επιβλέποντες ήταν οι αρχαιολόγοι John James Coulton και Mervyn R. Popham.
[4] Ο Γεώργιος Παπαβασιλείου στην έκθεση του κάνει λόγο για μία ακόμα πύλη στο λοξό νότιο τμήμα του ενδιάμεσου τείχους, αλλά μάλλον πρόκειται για λάθος εκ παραδρομής, καθόσον πρέπει να αντιστοιχεί με την πύλη στο νότιο άκρο της εξωτερικής δυτικής πλευράς, την οποία δεν την αναφέρει καθόλου, αλλά επισημαίνεται στο ακριβές σχεδιάγραμμα του φρουρίου, αντίθετα με την πρώτη που παραλείπεται.
[5] Αν προσθέσουμε το εύρος του διαδρόμου, τότε το πλάτος του οικοδομήματος αυξάνεται στα 9,50 μέτρα περίπου.
[6] Ηρόδοτος, «Ιστορίαι», βιβλίο Ε’ (Τερψιχόρη), κεφάλαια 74 – 77.