Στάθης Κουρνιώτης
Τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου και τα αίτια που οδήγησαν το 1204 στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, όπως περιγράφονται στα χρονικά της εποχής.
Κύριες πηγές άρθρου:
Οι τρεις βασικοί χρονικογράφοι της εποχής όπου εξιστορείται στην παρούσα εργασία είναι ο Νικήτας Χωνιάτης, ο Ιωάννης Κίνναμος και ο επίσκοπος Τύρου Γουίλλιαμ. Τα γεγονότα που περιγράφονται περιλαμβάνονται στα χρονικά τους. Σημαντικές αναφορές περιέχουν επίσης τα γραπτά του Ευσταθίου επισκόπου Θεσσαλονίκης, του Μιχαήλ Χωνιάτη επισκόπου Αθήνας και του Ιωάννη Τζέτζη, περισσότερο γνωστού για τα φιλολογικά του έργα.
Η παρακμή των Κομνηνών.
Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός[1] έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 1118 και παρέμεινε αυτοκράτορας έως το 1143.
Στις 8 Απριλίου του 1143 ο Ιωάννης πέθανε από σηψαιμία μετά από κυνηγετικό ατύχημα που είχε κατά τη διάρκεια εκστρατείας στην Αντιόχεια. Ο θάνατός του θεωρήθηκε περίεργος και κίνησε απορίες που εκφράστηκαν δημόσια στην Κωνσταντινούπολη εκείνης της εποχής[2].
Ο Ιωάννης είχε παντρευτεί την πριγκίπισσα Πιρόσκα της Ουγγαρίας, η οποία αναφέρεται συνήθως ως Ειρήνη[3] κόρη του βασιλιά Βλάντισλαβ της Ουγγαρίας. Οι Ούγγροι την είχαν στείλει ως «αποζημίωση» για κάποια εδάφη των Βυζαντινών που είχαν καταπατήσει. Μαζί έκαναν οκτώ παιδιά, τα τέσσερα εκ των οποίων ήταν αγόρια. Όταν πέθανε ο Ιωάννης Β΄, ο πρωτότοκος γιος του είχε ήδη πεθάνει και είχαν επιβιώσει μόνο δύο από τα αγόρια του. Ο Ισαάκ ως μεγαλύτερος είχε πλεονέκτημα στη διαδοχή, οπότε είχε ήδη ονομαστεί «σεβαστοκράτορας»[4], κάτι δηλαδή σαν αναπληρωτής αυτοκράτορας. Ο δεύτερος γιός ήταν ο Μανουήλ, ο οποίος ήταν μαζί με τον πατέρα του όταν εκείνος πέθανε. Η βασική διαφορά των δύο ήταν ότι ο Μανουήλ χαρακτηριζόταν «λατινόφιλος», υπό την έννοια ότι είχε επαφές και συνεννοήσεις με τους σταυροφόρους και απέβλεπε σε συνεργασία μαζί τους για να πολεμήσει τον κοινό τους εχθρό, το Σουλτανάτο του Ρουμ, των Σελτζούκων τούρκων. Αντίθετα, ο Ισαάκ ήταν πιο εσωστρεφής και είχε την υποστήριξη όσων δεν συμπαθούσαν τους Λατίνους, κυρίως λόγω των θρησκευτικών τους διαφορών.
Λέγεται ότι ο Ιωάννης Β΄ έπεισε τον φίλο του και αρχηγό του στρατού Ιωάννη Αξούχο να στηρίξει τον Μανουήλ ως νέο αυτοκράτορα και όχι τον Ισαάκ. Εκείνος διαφωνούσε αλλά τελικά πείστηκε[5]. Το θέμα είναι ότι για να μπορέσει να γίνει ο Μανουήλ αυτοκράτορας, έπρεπε να παραγκωνιστεί ο Ισαάκ, τον οποίο οι περισσότεροι στην Κωνσταντινούπολη θεωρούσαν διοικητικά επαρκέστερο. Ο Ιωάννης Αξούχος λοιπόν έτρεξε με ένα τμήμα του στρατού στην Κωνσταντινούπολη, πριν φτάσουν εκεί τα νέα του θανάτου του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, εξασφάλισε το παλάτι[6] και περιόρισε τον Ισαάκ στην εκκλησία του Παντοκράτορα[7]. Λίγες μέρες μετά πέθανε «απροσδόκητα»[8] και ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Λέων Στυππής και τον διαδέχθηκε ένας νέος πατριάρχης ο Μιχαήλ Β Κουρκούας τον Ιούλιο του 1143, μετά από πρόταση του Μανουήλ[9]. Η στέψη του νέου αυτοκράτορα έγινε τον Αύγουστο του 1143. Στη συνέχεια ο Ισαάκ αφέθηκε ελεύθερος και ο Μιχαήλ Β΄ Κουρκούας ενθρονίστηκε πατριάρχης το Νοέμβριο, με την εκκλησία να λαμβάνει δώρο από τον Μανουήλ περίπου 32,5 κιλά χρυσού, ορίζοντας και μια νέα πρόσοδο 65 κιλών ασημιού ετησίως[10].
Δρόμωνας του 10ου αιώνα. Ακουαρέλα του Αντώνη Μιλάνου. Μιλάνιο Ναυτικό Μουσείο, Τσιλιβί, Ζάκυνθος.
Το πραξικόπημα είχε πετύχει πλήρως; Όχι ακριβώς.
Ο Ισαάκ συνέχισε να κυκλοφορεί στο παλάτι και να είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην αυτοκρατορία.
Το 1145 συνόδευε τον αδερφό του σε μια εκστρατεία εναντίον των τούρκων στο Ικόνιο[11]. Σε ένα δείπνο έγινε ένας μεγάλος καβγάς. Ο Ιωάννης Αξούχος (που συνέχιζε να είναι στρατηγός) έκανε κακές συγκρίσεις μεταξύ του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού και του πατέρα του Ιωάννη Β΄. Ο Ισαάκ συμφωνούσε και επαύξανε. Τα πνεύματα οξύνθηκαν και ξαφνικά σηκώθηκε ο Ισαάκ και με το σπαθί του προσπάθησε να χτυπήσει τον πρώτο του ξάδελφο Ανδρόνικο Κομνηνό και του Μανουήλ. Ο τελευταίος μπήκε στη μέση για να σταματήσει την επίθεση και δέχτηκε μια σπαθιά στο χέρι. Μετά από αυτά ο Αξούχος τιμωρήθηκε χάνοντας τη θέση του και πολλά οικονομικά προνόμια. Ο Ισαάκ απομακρύνθηκε από το επιτελείο του αυτοκράτορα και έκτοτε ποτέ κανείς δεν τον ξαναείδε, ούτε ξανά άκουσε για εκείνον[12].
Το 1146 παραιτήθηκε ο πατριάρχης Μιχαήλ Β΄ Κουρκούας και επέστρεψε στο μοναστήρι από το οποίο είχε κληθεί να γίνει πατριάρχης αρχικά. Ειπώθηκε ότι είχε απογοητευτεί[13] από τον Μανουήλ, που είχε στηρίξει ως αυτοκράτορα. Τον διαδέχθηκε μετά από πρόταση του Μανουήλ ο Κοσμάς Β΄ Αττικός, αλλά δεν μακροημέρευσε. Αποδείχθηκε ότι έβλεπε μάλλον με καλό μάτι τον Ισαάκ και συμμετείχε μαζί του σε μηχανορραφίες κατά του Μανουήλ[14]. Οπότε το Φεβρουάριο του 1146 ο Κοσμάς καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε ως αιρετικός σε μια έκτακτη σύνοδο, μετά από κατηγορίες του Μανουήλ[15] ενώ προτάθηκε από τον Μανουήλ για τη θέση του πατριάρχη ο Νικόλαος Δ΄ Μουζάλων, που βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία και μπλέχτηκε μάλλον σε μια διαδικασία που δεν συμφωνούσε με τους εκκλησιαστικούς κανόνες, δεδομένου πως είχε παραιτηθεί παλαιότερα από αρχιεπίσκοπος Κύπρου και είχε αποσυρθεί σε μοναστήρι.
Έτσι, ολοκληρώθηκε το πραξικόπημα.
Γρυπαλεκτρυώνας. Ημίφυλλα κοσμούν τα πόδια του. Πωρόλιθος. 10ος – 11ος αιώνας. Μόνιμη συλλογή γλυπτών κάστρου Καράμπαμπα. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Βυζάντιο και Λατίνοι: Μια δύσκολη σχέση.
Ο Μανουήλ Κομνηνός ο πορφυρογέννητος[16] βασίλεψε μέχρι το 1180. Η εποχή του ήταν πλήρης πολέμων, συμμαχιών, ανταγωνισμών, ταραχών αλλά και πολιτιστικής αναγέννησης και ενστερνισμού πολλών «δυτικών» αντιλήψεων.
Αρχικά παντρεύτηκε την Μπέρθα του Σούλτζμπαχ, μια Βαυαρή πριγκίπισσα, με έναν γάμο που είχε ήδη κανονιστεί από τον πατέρα του Ιωάννη Β΄ Κομνηνό για να επικυρώσει τη συμμαχία του με τους Βαυαρούς κατά των Νορμανδοών της Σικελίας, έναν βασικό εχθρό του Βυζαντίου εκείνη την εποχή. Η αυτοκράτειρα μετονομάστηκε σε Ειρήνη και ο Μανουήλ την αγάπησε πολύ και πένθησε το θάνατό της, το 1159. Ωστόσο, υπήρχε η απαίτηση για άρρενα διάδοχο, οπότε ο αυτοκράτορας ξαναπαντρεύτηκε το 1161 τη Μαρία της Αντιόχειας, χήρα του Ρεϊμόνδου του Πουατιέ, πρίγκιπα του σταυροφορικού βασιλείου της Αντιόχειας και θετής κόρης του Ρεϋνάλδου της Καστιγιόν, ενίοτε πρίγκιπα και σίγουρα εξέχουσα προσωπικότητα των σταυροφόρων στην περιοχή. Στην Μαρία δόθηκε το παρατσούκλι «ξένη»[17]. Ο Μανουήλ και η Μαρία απέκτησαν επιτέλους αγόρι το 1169, το οποίο ονομάστηκε Αλέξιος, όπως και ο προπάππους του[18].
Όταν πέθανε ο Μανουήλ από φυσικά αίτια το 1180, ο Αλέξιος ήταν ακόμη ανήλικος. Η Μαρία έγινε μοναχή και παράλληλα «βοηθούσε» το γιό της Αλέξιο β΄ να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι να ενηλικιωθεί και να στεφθεί επίσημα αυτοκράτορας. Τα κουτσομπολιά της εποχής[19] λένε πως η Μαρία τα είχε φτιάξει με τον Αλέξιο Κομνηνό, γιό του Ανδρόνικου Κομνηνού και εξ αγχιστείας ανιψιό της. Το σίγουρο είναι ότι κυβερνούσαν παρέα και αυτό σύντομα άνοιξε την όρεξη του Αλέξιου που σκέφτηκε ότι θα μπορούσε αυτός να στεφθεί αυτοκράτορας αντί του ξαδέρφου του. Ωστόσο, η Μαρία Κομνηνή, ετεροθαλής αδερφή του Αλέξιου Β΄, δηλαδή κόρη του Μανουήλ από το γάμο του με τη Μπέρθα, είχε άλλη άποψη. Αυτή και ο σύζυγός της Ρενιέ[20] του Μομφερά σκέφτηκαν ότι η Κομνηνή έπρεπε να γίνει αυτοκράτειρα και όχι η μητριά της, η «ξένη», ούτε ο μικρός της αδελφός Αλέξιος Β΄, που άγονταν και φέρονταν από τη μάνα του και τον ξάδερφό τους. Την ίδια αντίληψη είχε και ο τότε πατριάρχης Θεοδόσιος Α΄ Βορραδιώτης, ο οποίος τους έδωσε την Αγία Σοφία ως στρατηγείο για τις κινήσεις τους που οδήγησαν σε ανοικτή εξέγερση τον Απρίλιο του 1182. Οι οπαδοί του Αλέξιου και της Μαρίας Κομνηνής συγκρούονταν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης για μέρες, όταν τελικά επενέβη ο Ανδρόνικος Κομνηνός[21], εκείνος ο ξάδερφος του Μανουήλ που συμμετείχε στον καβγά με τον Ισαάκ το 1146 και που αργότερα είχε συνωμοτήσει εναντίον του Μανουήλ με τη βοήθεια των Ούγγρων, είχε προσπαθήσει να δολοφονήσει τον αυτοκράτορα και είχε εξοριστεί από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Ανδρόνικος έγινε δεκτός με ζητωκραυγές από τους κατοίκους που δεινοπαθούσαν από τις αυτοκρατορικές ίντριγκες και ονομάστηκε «συν-αυτοκράτορας» του μικρού Αλέξιου Β΄ Κομνηνού. Παράλληλα, ξέσπασε ένα πρωτοφανές κύμα βίας εναντίον των Λατίνων κατοίκων της Πόλης. Η αφορμή ήταν η φιλοδυτική πολιτική[22] του Μανουήλ και η είσοδος στο παλάτι πολλών Λατίνων κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Οι ίντριγκες είχαν ξεσπάσει λόγω του ανταγωνισμού της Μαρίας της Αντιόχειας με τον Ρενιέ του Μομφερά. Ωστόσο, η πραγματική αιτία ήταν οι εμπορικές συνθήκες που είχαν υπογράψει οι Κομνηνοί με τις ιταλικές πόλεις που είχαν οδηγήσει το βυζαντινό εμπόριο σε μαρασμό ενώ συχνά εμφανίζονταν έλλειψη τροφίμων[23] ή πληθωρισμός των τιμών ειδών πρώτης ανάγκης στην Κωνσταντινούπολη. Εκτιμάται ότι 80.000 Λατίνοι, κυρίως Βενετοί, σφαγιάστηκαν[24]. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο πρεσβευτής του Πάπα στην Πόλη αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του δέθηκε στην ουρά ενός σκύλου και περιφερόταν στους δρόμους της πόλης. Λίγο καιρό μετά, αυτό θα το πλήρωναν ακριβά πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Αφού ορίστηκε συν-αυτοκράτορας, ο Ανδρόνικος φρόντισε να «εξαφανίσει» όποιον ήταν φιλικά προσκείμενος στον (ανήλικο) Αλέξιο Β΄ Κομνηνό. Παράλληλα, φρόντισε για τον άλλο ανιψιό του Αλέξιο Κομνηνό. Τον συνέλαβε μια ομάδα Γερμανών μισθοφόρων, τον βασάνισαν και στη συνέχεια τον περιφέρανε χλευαστικά στους δρόμους της Πόλης. Κατέληξαν στην Χαλκηδόνα όπου ο Ανδρόνικος μπροστά σε ένα πλήθος ευγενών, πρώτα του έβγαλε τα μάτια και στη συνέχεια του έκοψε τα γεννητικά όργανα ως τιμωρία για τη σχέση του με την αυτοκράτειρα Μαρία της Αντιόχειας.
Η Μαρία Κομνηνή και ο Ρενιέ του Μομφερά συνελήφθησαν και δηλητηριάστηκαν. Η αυτοκράτειρα Μαρία της Αντιόχειας συνελήφθη και φυλακίστηκε σε μοναστήρι. Ο Ανδρόνικος έβαλε τον γιο της, Αλέξιο Β΄, να υπογράψει το θάνατο της διά στραγγαλισμού, ενώ το πτώμα της θάφτηκε σε ανώνυμο τάφο. Στη συνέχεια, ο Ανδρόνικος διέταξε να καταστραφούν όλες οι εικόνες που την απεικόνιζαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ο Αλέξιος Β΄ στραγγαλίστηκε λίγο μετά, τον Οκτώβριο του 1183, με χορδή τόξου από ομάδα έμπιστων του Ανδρόνικου. Έτσι ο τελευταίος έμεινε μόνος και αδιαμφισβήτητος αυτοκράτορας.
Ενώ γίνονταν όλα αυτά την τριετία 1180 – 1183, οι Ούγγροι πήραν αρκετά κομμάτια της Βαλκανικής από τους Βυζαντινούς. Μεταξύ αυτών τη Βοσνία και τη Σύρμια (σημερινή βόρεια Σερβία). Οι Βενετοί κατέκτησαν τις ακτές της Δαλματίας και οι Σελτζούκοι πήραν σημαντικές περιοχές της Μικράς Ασίας, όπως αυτές της Σωζόπολης και της Κιουτάχειας.
Ο Νικήτας Χωνιάτης από χειρόγραφο της εποχής του.
Το τέλος της δυναστείας των Κομνηνών.
Ο Ανδρόνικος Κομνηνός ήταν αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «λαϊκιστής».
Δεν συμπαθούσε την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης παρά το γεγονός πως όχι μόνο ήταν γέννημα θρέμμα αυτής αλλά είχε χρησιμοποιήσει και όλα τα προνόμια που θα μπορούσε να του δώσει. Πέρασε από διάφορες πριγκιπικές αυλές και προκάλεσε αρκετά σεξουαλικά σκάνδαλα (μεταξύ αυτών με δύο τουλάχιστον ανιψιές του από το σόι των Κομνηνών και τη Φιλίππα, μικρή αδελφή της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αντιόχειας), διατελώντας κάποια στιγμή διοικητής του Πόντου. Τελικά στέφθηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 1183, εκμεταλλευόμενος το χάος που είχαν δημιουργήσει οι προηγούμενοι και έχοντας πρώτα δολοφονήσει αρκετούς Κομνηνούς και άλλους συγγενείς τους.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να προσπαθήσει να παντρέψει τη νόθα κόρη του Ειρήνη Κομνηνή με έναν επίσης νόθο γιό του μακαρίτη Μανουήλ Κομνηνού. Ο πατριάρχης Θεοδόσιος Α΄ θεώρησε ότι ο γάμος ήταν αιμομιξία, οπότε ο Ανδρόνικος βρήκε την ευκαιρία να διώξει τον άνθρωπο που είχε δώσει την Αγία Σοφία στην Μαρία Κομνηνή, βάζοντας στη θέση του τον Βασίλειο Καματηρό[25], ο οποίος είχε όραμα ότι ο γάμος ήταν θείο θέλημα.
Παράλληλα, ο 65χρονος Ανδρόνικος παντρεύτηκε την Αγνή της Γαλλίας, 12χρονη κόρη του Λουδοβίκου του 7ου που είχε σταλεί από τη Γαλλία για να παντρευτεί τον Αλέξιο Β΄ Κομνηνό αλλά δεν πρόλαβε γιατί ο Ανδρόνικος τον στραγγάλισε. Κατά τα άλλα δεν κατάφερε και πολλά. Οι Νορμανδοί που έβλεπαν τους βυζαντινούς να αλληλοσκοτώνονται για τρία χρόνια και τους γείτονές τους να αρπάζουν ότι μπορούσαν, ετοίμασαν μια εκστρατεία στη Δυτική Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν στην Ήπειρο και το 1185 έφτασαν στη Θεσσαλονίκη την οποία κατέλαβαν και στη συνέχεια έσφαξαν μερικές χιλιάδες κατοίκων της ως αντίποινα για τη σφαγή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη λίγο καιρό πριν[26]. Αυτό το γεγονός, καθώς και η αδυναμία του Ανδρόνικου στα μικρά κορίτσια, συγκλόνισαν την Κωνσταντινούπολη της εποχής και έστρεψαν εναντίον του τις περισσότερες αριστοκρατικές οικογένειες.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1185, ο Ανδρόνικος έλειπε από την Κωνσταντινούπολη, έχοντας αφήσει εντολή να συλληφθεί ο Ισαάκ Άγγελος[27], που ήταν γιός του Ανδρόνικου Άγγελου και της Θεοδώρας Κομνηνής, που ήταν αδερφή του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Κατά τη σύλληψη, ο Ισαάκ σκότωσε τον αξιωματούχο που είχε πάει να τον συλλάβει και στη συνέχεια κατέφυγε στην Αγία Σοφία και ζήτησε την προστασία της εκκλησίας από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Κομνηνό. Ο λαός και η εκκλησία, μπουχτισμένοι από τη βία και την ανικανότητα του Ανδρόνικου, υποστήριξαν τον Ισαάκ Άγγελο και έτσι ξέσπασαν ταραχές για άλλη μια φορά στην Πόλη, που οδήγησαν σε πραξικόπημα. Έτσι, όταν επέστρεψε ο Ανδρόνικος, ο Ισαάκ Άγγελος είχε αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας και τον συνέλαβε καθώς προσπαθούσε να το σκάσει με την ανήλικη σύζυγό του Αγνή και τις ερωμένες του. Η περιγραφή που έχουμε λέει ότι ο Ανδρόνικος παραδόθηκε στον όχλο, ο οποίος τον βασάνισε. Του έκοψαν το δεξί χέρι, του ξερίζωσαν τα μαλλιά και τα δόντια, του έβγαλαν τα μάτια και του έριξαν καυτό νερό στο πρόσωπο. Αυτά τα δύο τελευταία μαρτύρια ήταν συνηθισμένα για σεξουαλικούς παραβάτες της εποχής. Τελικά, στις 12 Σεπτεμβρίου, ενώ ήταν ακόμη ζωντανός, τον πήγαν στον ιππόδρομο όπου τον κρέμασαν ανάποδα και δύο Λατίνοι μισθοφόροι του Ισαάκ Άγγελου άρχισαν να τον τρυπάνε με τα σπαθιά τους μέχρι που διαμελίστηκε. Μόλις διαδόθηκε ο θάνατός του, ο στρατός της αυτοκρατορίας συνέλαβε τον γιό του Ιωάννη Κομνηνό που προοριζόταν να διαδεχθεί τον πατέρα του και τον σκότωσε στη Θράκη. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Ισαάκ Άγγελος τύφλωσε και τον άλλο γιό του Ανδρόνικου, τον Μανουήλ και μετά μάλλον τον δολοφόνησε, καθώς έκτοτε αγνοούνται και τα δικά του ίχνη στην ιστορία. Ωστόσο, ο Μανουήλ είχε προλάβει να κάνει δύο γιους, οι οποίοι φυγαδεύτηκαν στη Γεωργία και θα μας απασχολήσουν παρακάτω.
Αναπαράσταση του θανάτου του Ανδρόνικου Κομνηνού από χειρόγραφο που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας.
Οι ημέρες του Ισαάκ Άγγελου.
Για μια ακόμη φορά, ο λαός λάτρεψε το νέο αυτοκράτορα και δημιουργήθηκε μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη που στάλθηκε εναντίον των Νορμανδών.
Οι τελευταίοι έρχονταν ανέμελα προς την Κωνσταντινούπολη χωρίς να περιμένουν αντίσταση (όπως δεν είχαν συναντήσει πουθενά από την Ήπειρο έως και τη Θεσσαλονίκη). Ο βυζαντινός στρατός συνάντησε τους Νορμανδούς στο Σιδηρόκαστρο Σερρών και στις 7 Νοεμβρίου 1185 τους διέλυσε κυριολεκτικά.
Ο Ισαάκ Άγγελος μετά το πετυχημένο πραξικόπημα και τη νίκη στο Σιδηρόκαστρο (όπου δε συμμετείχε στη μάχη) στέφθηκε και επίσημα ο επόμενος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε ήταν να αλλάξει πατριάρχη. Ο Βασίλειος Καματηρός δικάστηκε, καταδικάστηκε, καθαιρέθηκε και τελικά «εξαφανίστηκε» από την ιστορία, πιθανότατα δολοφονημένος ώστε να έχουν όλοι το κεφάλι τους ήσυχο, δεδομένου ότι ήταν γνωστός φίλος του Ανδρόνικου και τον είχε βοηθήσει στην πορεία του προς τον αυτοκρατορικό θρόνο. Τη θέση του πήρε ο υπέργηρος Νικήτας Β΄ Μουντάνης, ο οποίος ήταν πειθήνιο όργανο του Ισαάκ Άγγελου.
Ο νέος αυτοκράτορας ξεκίνησε τα προξενιά σε μια προσπάθεια να κατοχυρώσει το θρόνο στη δυναστεία των Αγγέλων. Πάντρεψε την αδελφή του Θεοδώρα με τον κόμη Κόνραντ του Μομφερά (εξαιρετικά σημαντικό προξενιό όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια) και την ανιψιά του Ευδοκία Αγγελίνα με το Στέφανο της Σερβίας[28]. Ο ίδιος διάλεξε για γυναίκα του την Μαργαρίτα της Ουγγαρίας. Ωστόσο, οι γάμοι κόστισαν πολλά λεφτά και σε συνδυασμό με τις αναγκαίες στρατιωτικές δαπάνες ώστε να ηττηθούν οι Νορμανδοί, οδήγησαν σε πτώχευση τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Έτσι ο αυτοκράτορας αύξησε τους φόρους, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν διάφορες εξεγέρσεις, σημαντικότερη των οποίων ήταν αυτή των Βουλγάρων το 1185.
Ο Ισαάκ έστειλε κατά των τελευταίων τον θείο του Ιωάννη Δούκα αλλά μετά τον απέσυρε γιατί πίστευε ότι ετοίμαζε εξέγερση εναντίον του. Στη θέση του έστειλε τον γαμπρό του Ιωάννη Κατακουζηνό, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Ειρήνη Αγγελίνα. Αν και καλός στρατηγός στα νιάτα του, ο Κατακουζηνός είχε περάσει τα πάνδεινα από τον Ανδρόνικο Κομνηνό που μεταξύ άλλων τον είχε τυφλώσει. Ωστόσο δέχτηκε τη θέση, οδήγησε το στρατό στα βουνά της Βουλγαρίας όπου οι επαναστάτες τον νίκησαν κατά κράτος και του πήραν τα σώβρακα (κυριολεκτικά, καθώς από κει βγήκε η φράση), τα οποία στη συνέχεια περιέφεραν ως τρόπαιο στην περιοχή.
Ο αυτοκράτορας έστειλε πάλι στρατό, με στρατηγό τον Αλέξιο Βρανά αυτήν τη φορά, ήρωα της εποχής καθώς ήταν εκείνος που είχε σταματήσει τους Ούγγρους το 1183 (τότε που κατέκτησαν τελικά τη Βοσνία και την Βόρεια Σερβία) αλλά και τους Νορμανδούς που είχαν πάρει τη Θεσσαλονίκη το 1185. Ο Βρανάς μάζεψε το στρατό του το 1187 στην Αδριανούπολη αλλά αντί να κινηθεί εναντίον των Βούλγαρων, έκανε πραξικόπημα, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και βάδισε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Νίκησε το στρατό που είχε απομείνει στην Πόλη αλλά δεν είχε πολιορκητικές μηχανές για να πάρει την ίδια την Πόλη. Τη λύση έδωσε ο Κόνραντ του Μομφερά (ο πολύτιμος γαμπρός τους Ισαάκ Άγγελου) που αντιμετώπισε με το δικό του στρατό τους στασιαστές του Βρανά και στη συνέχεια νίκησε και τον Βρανά σε μονομαχία και τον συνέλαβε. Ο στρατηγός αποκεφαλίστηκε, το κεφάλι του οδηγήθηκε στο παλάτι όπου δόθηκε στους δούλους για να παίζουν για μια μέρα κλωτσώντας το και στη συνέχεια στάλθηκε πακέτο στη γυναίκα του.
Στη συνέχεια ο ίδιος ο Ισαάκ ανέλαβε την αρχηγία του στρατού. Απέτυχε όμως και τελικά αναγνώρισε de facto τη Βουλγάρικη αυτοκρατορία[29] και το έδαφος που αυτή κατέλαβε χάθηκε οριστικά για το Βυζάντιο.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Ισαάκ Άγγελος ήταν η Κύπρος. Το 1184 εμφανίστηκε εκεί ο Ισαάκ Κομνηνός (ένας ακόμη, οι Κομνηνοί γενικά ήταν κάτι σαν τους Κέννεντι στην εποχή τους), εγγονός του Ισαάκ Κομνηνού που είχε χάσει την κούρσα της διαδοχής από το πραξικόπημα του Μανουήλ Κομνηνού και γνωστό ρεμάλι της εποχής του, που καταζητούνταν από δυο αυτοκρατορίες και όλα τα σταυροφορικά βασίλεια της περιοχής. Αυτός λοιπόν ο Ισαάκ πήγε στη μεγαλόνησο και τους έδειξε έγγραφα[30] με πλαστογραφημένη την υπογραφή του Ανδρόνικου, σύμφωνα με τα οποία είχε σταλεί ως διοικητής του νησιού. Και ποιος θα μπορούσε να πει όχι σε έναν Κομνηνό… Ανέλαβε έτσι τη διοίκηση[31] και φρόντισε να περάσει μια σειρά από παλαβούς νόμους (ακόμη και για Κομνηνό). Οι δύο που έκαναν τη μεγαλύτερη ζημιά ήταν η αύξηση της φορολογίας και η υποχρέωση κάθε ευγενούς πριν το γάμο του να στέλνει τη νύφη στο κρεβάτι του Ισαάκ. Όταν έμαθε ότι ο Ανδρόνικος είχε ανατραπεί από τον Ισαάκ Άγγελο αρνήθηκε να αναγνωρίσει το νέο αυτοκράτορα. Οπότε έκανε τα εξής: Δημιούργησε πατριαρχείο στην Κύπρο, έβαλε πατριάρχη έναν κολλητό του και ο «πατριάρχης Κύπρου» στη συνέχεια τον έστεψε «αυτοκράτορα Κύπρου». Μέχρι και ασημένια νομίσματα με το πρόσωπο και τον τίτλο του έβγαλε. Ο Ισαάκ Άγγελος προσπάθησε να στείλει ένα στόλο για να αποκαταστήσει την τάξη αλλά στην Κύπρο τους πέτυχαν[32] οι Νορμανδοί που τους είχαν άχτι και τους νίκησαν. Ωστόσο, επειδή ο Ισαάκ Κομνηνός της Κύπρου είχε αρχίσει να παίζει μεγάλα παιχνίδια όταν ξεκίνησε να συνομιλεί με τον Σαλαντίν, το μεγαλύτερο εχθρό των σταυροφόρων (όπως άλλωστε έκανε και ο Ισαάκ Άγγελος) και παράλληλα να ασκεί και λίγη πειρατεία στην περιοχή[33], έκανε μια απόβαση ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, κατέλαβε το νησί και αιχμαλώτισε τον Ισαάκ, προς μεγάλη ανακούφιση των Κύπριων ευγενών. Η ιστορία του Ισαάκ δεν τελείωσε σε αυτό το σημείο, τελείωσε ωστόσο η ιστορία της Κύπρου για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τους Έλληνες. Η Κύπρος έκτοτε παρέμεινε ένα σταυροφορικό βασίλειο αφού ο Ριχάρδος την πούλησε στους Ναΐτες ιππότες. Στη συνέχεια πέρασε στους Βενετούς μέχρι το 1570, οπότε την κατέλαβαν οι Οθωμανοί.
Ούτε όμως η ιστορία του Ισαάκ Άγγελου τελείωσε το 1191. Δυστυχώς, τα χειρότερα ήρθαν μετά.
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Τύρνοβο είναι το επίκεντρο της ίδρυσης της δεύτερης Βουλγάρικης αυτοκρατορίας και το κέντρο του Βουλγάρικου εθνικισμού. Ιδρύθηκε από τους Peter και Asen το 1187. Η εκκλησία έχει καταστραφεί δύο φορές από φωτιά και σεισμό. Η σημερινή εκκλησία έχει χτιστεί το 1913.
Η πτώση των Αγγέλων.
Ο αυτοκράτορας Ισαάκ Άγγελος κατάφερε να χάσει τη Βουλγαρία και την Κύπρο, να αδειάσει τα ταμεία της αυτοκρατορίας και να θεωρείται γενικά ανίκανος να διοικήσει, μια δουλειά που είχε αναλάβει ο θείος του Θεόδωρος Κασταμονίτης μέχρι που πέθανε από εγκεφαλικό το 1193.
Τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Το βυζαντινό ναυτικό ουσιαστικά καταργήθηκε. Μετά τις ήττες από τους Νορμανδούς, οι Γενουάτες είχαν καταλάβει πολλά νησιά του Αιγαίου και ο Ισαάκ έκανε συμφωνία με τους Ενετούς να τον συνδράμουν σε περίπτωση ανάγκης. Η συμφωνία κόστισε στην αυτοκρατορία περίπου όλες τις νησιώτικες περιοχές, όπου οι Ενετοί εγκατέστησαν εμπορικές αντιπροσωπείες και σταδιακά άρχισαν να ελέγχουν τη διοίκηση τους. Οι Βούλγαροι συνέχισαν τις επιδρομές. Το 1194 ο Ισαάκ οργάνωσε μια ακόμα εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων που οδήγησε σε μια ακόμη εξευτελιστική ήττα κοντά στο σημερινό Luleburgaz της Θράκης.
Το 1193 ο Ισαάκ είχε κανονίσει έναν ακόμη γάμο. Έστειλε την κόρη του Ειρήνη Αγγελίνα να παντρευτεί τον Ρογήρο, μεγαλύτερο γιο του βασιλιά των Νορμανδών της Σικελίας.
Εντωμεταξύ, ο Ισαάκ είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Αλέξιο. Την εποχή του Ανδρόνικου Κομνηνού συνωμοτούσαν μαζί εναντίον του αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος είχε εξοριστεί από τον Ανδρόνικο και είχε περάσει κάποια χρόνια σε μουσουλμανικές αυλές, κυρίως στην αυλή του Σαλαντίν. Τελικά, είχε απελευθερωθεί όταν ο Ισαάκ έγινε αυτοκράτορας, είχε γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη με τιμές και είχε ονομαστεί σεβαστοκράτορας. Παρ όλα αυτά, ο Αλέξιος ποτέ δεν είδε με καλό μάτι το γεγονός ότι ο μικρός αδελφός είχε γίνει αυτοκράτορας επειδή ο ίδιος ήταν εξόριστος. Στις 8 Απριλίου 1195 έκανε την κίνησή του. Ενώ ο Ισαάκ έλειπε σε κάτι μεταξύ κυνηγετικού ταξιδιού και επιδρομής εναντίον των Βουλγάρων, ο Αλέξιος έκανε πραξικόπημα, ενθρονίστηκε αυτοκράτορας και στη συνέχεια συνέλαβε τον Ισαάκ στα Στάγειρα της Μακεδονίας, τον τύφλωσε και τον φυλάκισε μαζί με τον ανιψιό του Αλέξιο.
Αυτή η κίνηση δημιούργησε μια διεθνή καραμπόλα. Ο Ερρίκος 6ος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε κατακτήσει το Βασίλειο των Νορμανδών στη Σικελία το Νοέμβριο του 1194, είχε συλλάβει την Ειρήνη Αγγελίνα, κόρη του Ισαάκ, την οποία στη συνέχεια πάντρεψε με το γιό του Φίλιππο της Σουηβίας. Με αυτό τον τρόπο είχε αποκτήσει δικαίωμα στο βυζαντινό θρόνο. Όταν λοιπόν μαθεύτηκε το πραξικόπημα του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου, του έστειλε μήνυμα και απαίτησε περίπου 2.500 τόνους σε χρυσό για να μην επιτεθεί προς «αποκατάστασης της τάξης». Ο Αλέξιος Γ΄, που αποδείχτηκε άλλος ένας ανίκανος αυτοκράτορας, τρομοκρατήθηκε και προσπάθησε να επιβάλλει ένα φόρο που ονομάστηκε «αλαμανικόν», δηλαδή φόρο για τους Αλαμανούς, το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί για την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο φόρος εξόργισε τους ευγενείς, την εκκλησία και τους εμπόρους και δεν έγινε δυνατό να συλλεχθεί. Τελικά ο Αλέξιος Γ΄ έκανε κάτι πρωτοφανές: Το 1197 σύλησε όλους τους τάφους των προηγούμενων αυτοκρατόρων και κατάφερε να μαζέψει ένα ποσό χρυσού, το οποίο όμως ποτέ δεν εστάλη στον Ερρίκο γιατί, εν τω μεταξύ, αυτός πέθανε και το θέμα ξεχάστηκε.
Όλοι πίστευαν ότι η αυτοκρατορία μέτραγε αντίστροφα για την καταστροφή της. Ο Ισαάκ Κομνηνός (ο αυτόκλητος αυτοκράτορας Κύπρου) απελευθερώθηκε από το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο και κατέφυγε στο Σουλτανάτο του Ρουμ, όπου ζήτησε βοήθεια για να ετοιμάσει πραξικόπημα εναντίον του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου. Στην αρχή φάνηκε ότι το αίτημά του εξεταζόταν, ωστόσο τελικά αποφάσισαν να τον ξεφορτωθούν και τον εξαφάνισαν από την ιστορία, μάλλον δηλητηριάζοντάς τον. Σε διάφορες περιοχές της (εναπομείνασας) αυτοκρατορίας άρχισαν να εμφανίζονται πολέμαρχοι που ουσιαστικά ανεξαρτητοποιούνταν από την κεντρική αρχή, όπως για παράδειγμα ο Δοβρομηρός Χρυσός στη σημερινή περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας και ο Λέων Σγουρός στη Νότια Ελλάδα (αυτός θα έπαιζε έναν ιδιαίτερο ρόλο στο μέλλον). Μέχρι και ψευτο-Κομνηνοί εμφανίστηκαν[34] που διεκδικούσαν την ταυτότητα του Αλέξιου Β΄ Κομνηνού, ο οποίος είχε στραγγαλιστεί από τον Ανδρόνικο. Ένας από αυτούς κατάφερε να φτάσει στην αυλή του Σουλτανάτου του Ρουμ δηλώνοντας πως ήταν ο (πεθαμένος) Αλέξιος Β΄ Κομνηνός, που είχε επιβιώσει του Ανδρόνικου, είχε ενηλικιωθεί και ζητούσε πίσω το θρόνο του. Οι Σελτζούκοι εντυπωσιάστηκαν αλλά δε μάσησαν. Τον άφησαν ωστόσο να περιπλανιέται στη Μικρά Ασία, όπου κατάφερε να πείσει πολλούς χριστιανούς για την ταυτότητά του και να δημιουργήσει ένα στρατό ατάκτων που παίδευε τους βυζαντινούς.
Το 1199 η Κωνσταντινούπολη γνώρισε νέα εξέγερση που καταπνίγηκε στο αίμα. Το 1200, ο Στέφανος της Σερβίας χώρισε την Ευδοκία Αγγελίνα (κόρη του Αλέξιου την οποία είχε παντρέψει ο θείος της Ισαάκ όταν είχε γίνει αυτοκράτορας). Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε εξευτελιστική. Η Ευδοκία περιπλανήθηκε στα δυτικά Βαλκάνια ως επαίτης μέχρι που κατάφερε να φτάσει στο Δυρράχιο, βρήκε μια βυζαντινή γαλέρα που την επέστρεψε στον πατέρα της. Την ίδια χρονιά ο Ιωάννης Κομνηνός ο Παχύς, εγγονός του Ιωάννη Αξούχου (θυμάστε στο στρατηγό που ήταν κολλητός του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και βοήθησε τον Μανουήλ να ανέβει στο θρόνο;) και γιος μιας Κομνηνής έκανε πραξικόπημα με την υποστήριξη μερίδας του λαού της Πόλης και στέφθηκε αυτοκράτορας. Όμως, δεν είχε σιγουρέψει τη θέση του και έτσι η Κωνσταντινούπολη έγινε για μια ακόμη φορά χώρος σφαγών αντικρουόμενων ομάδων και τελικά ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος κατάφερε να επιβιώσει, παραμένοντας αυτοκράτορας (φευ χωρίς αυτοκρατορία).
Η μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος. Χτίστηκε από τους Βυζαντινούς τον 11ο αιώνα και δωρίστηκε στους Σέρβους το 1198 από τον Αλέξιο Γ΄ Άγγελο. Οι Σέρβοι ήταν οι τελευταίοι που εγκατέλειψαν τους βυζαντινούς πριν το 1204 και από εκείνη την εποχή έγιναν βασικοί προστάτες και χρηματοδότες των μοναστηριών στο Άθω για τους επόμενους αιώνες.
Η 4η σταυροφορία.
Ο Αλέξιος Άγγελος, γιός του Ισαάκ Β΄ και ανιψιός του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ κατάφερε μέσα στον πανικό του πραξικοπήματος του 1200 να το σκάσει από το φυλακή και να βρεθεί στη Σουηβία, όπου ζούσε μια ξαδέρφη του με τον πρίγκιπα Φίλιππο.
Εκεί έγινε κολλητός με τον Βονιφάτιο του Μομφερά που είχε εκλεγεί αρχηγός της 4ης σταυροφορίας. Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι ο Βονιφάτιος ήταν αδερφός του Κόνραντ του Μομφερά που είχε παντρευτεί την κόρη του Ισαάκ Άγγελου και τον είχε βοηθήσει να καταστείλει το πραξικόπημα του Βρανά. Ο Κόνραντ είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη και συμμετείχε με επιτυχία στους σταυροφορικούς πολέμους, αλλά είχε πεθάνει το 1192.
Η συνάντηση του Αλέξιου με τον Βονιφάτιο αποτέλεσε τη σφραγίδα του τέλους της αυτοκρατορίας. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Το 1187 ο Σαλαντίν είχε πάρει την Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους[35]. Το 1189 ξεκίνησε η τρίτη σταυροφορία με αρχηγό το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο. Οι σταυροφόροι κατάφεραν να σώσουν τα τρία βασικά κάστρα που έλεγχαν στην περιοχή (Τύρος, Αντιόχεια και Τρίπολη) να αναδημιουργήσουν το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ελέγχοντας παραθαλάσσια κάστρα στην Παλαιστίνη αλλά απέτυχαν να πάρουν την ίδια την Ιερουσαλήμ. Η τρίτη σταυροφορία τελείωσε ουσιαστικά το 1192. Συμπλοκές συνέχισαν να υπάρχουν στην περιοχή και διάφοροι μουρλοί συνέχιζαν να έρχονται από την Ευρώπη, όχι πάντα με την άδεια κάποιας εκκλησιαστικής ή πολιτικής αρχής.
Το 1198 ένας νέος Πάπας εξελέγη, ο Ιννοκέντιος Γ΄, ο οποίος εξέδωσε ένα μανιφέστο με το οποίο καλούσε τους πιστούς να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ. Δεν είναι σαφές τι ήθελε να πετύχει ο Πάπας και αν υπήρχαν άλλοι πολιτικοί λόγοι πίσω από αυτό το μανιφέστο[36]. Το θέμα είναι ότι οι πιστοί και ιδιαίτερα οι Φράγγοι και οι Λομβαρδοί πείστηκαν και άρχισαν να ετοιμάζονται. Οι αρχηγοί της σταυροφορίας ήρθαν σε επαφή με τους Ενετούς και ζήτησαν οι τελευταίοι να ετοιμάσουν επί πληρωμή ένα στόλο για να πάνε στην Αίγυπτο. Οι Ενετοί ξεκίνησαν τις προετοιμασίες και τον Οκτώβριο του 1202 άρχισαν να μαζεύονται στη Βενετία. Ωστόσο, μαζεύτηκαν πολύ λιγότεροι από ότι προσδοκούσαν και αφενός δεν χρειάζονταν όλα τα πλοία που είχαν παραγγείλει και αφετέρου δεν είχαν καταφέρει να μαζέψουν όλο το ποσό που είχαν συμφωνήσει να πληρώσουν. Έτσι, οι πονηροί Ενετοί τους πρότειναν να βοηθήσουν να καταλάβουν την πόλη της Ζάρα που ήταν λιμάνι στην Αδριατική και άνηκε στους Ούγγρους, με αντάλλαγμα τη διαφορά που είχε προκύψει στο κόστος του ταξιδιού. Οι σταυροφόροι συμφώνησαν, παρά την αντίθετη άποψη του λεγάτου του Πάπα, πήγαν στη Ζάρα το Νοέμβριο και την κατέλαβαν. Και μετά τους αφόρισε ο Πάπας. Αλλά δεν είχαν πάει όλοι. Κάποιοι αρνήθηκαν ενώ ο Βονιφάτιος του Μομφερά δεν συμμετείχε αλλά τους άφησε προσωρινά για να πάει στη Σουηβία να «διαπραγματευτεί» θέματα της σταυροφορίας με τους ανθρώπους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά βασικά για να αποφύγει να χρεωθεί την επίθεση στη Ζάρα. Εκεί συνάντησε τον φυγάδα Αλέξιο Κομνηνό που του πρότεινε τεράστια βοήθεια[37] αν έπειθε τους σταυροφόρους να κάνουν μια παράκαμψη και πριν πάνε στη μέση Ανατολή να περάσουν από την Κωνσταντινούπολη και τον αποκαταστήσουν στο θρόνο. Ο Βονιφάτιος πείστηκε, επέστρεψε στη Ζάρα, όπου διαχείμαζε ο σταυροφορικός στρατός και το πρότεινε στον Δόγη Δάντολο. Αυτός ο τελευταίος συμφώνησε (για δικούς του λόγους[38] και όχι γιατί πίστευε τον Αλέξιο) και έτσι τον Απρίλιο του 1203 η ενετική αρμάδα ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη, στην οποία έφτασε στις 23 Ιουνίου. Εν τω μεταξύ ο Πάπας είχε ζητήσει να μην αναλάβουν άλλη επιθετική ενέργεια εναντίον χριστιανών.
Κατά κάποιο τρόπο ο στρατός που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν η «4η σταυροφορία» αλλά μια συμμαχία του Αλέξιου Άγγελου με τον Βονιφάτιο του Μομφερά και τους Ενετούς με σκοπό να εκτελέσουν ένα πραξικόπημα εναντίον του θείου του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου. Στις 11 Ιουλίου άρχισε επίσημα η πολιορκία. Στη μάχη της 17ης Ιουλίου πήρε φωτιά ένα μεγάλο τμήμα της Πόλης που καιγόταν για 3 ημέρες με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες κατοίκων να μείνουν άστεγοι. Την ίδια μέρα ο Αλέξιος Γ΄ είχε βγει με το στρατό του για να πολεμήσει τους δυτικούς υπό το απαθές βλέμμα του πληθυσμού της πόλης. Ωστόσο, δείλιασε και δεν έδωσε μάχη. Το ίδιο βράδι την κοπάνησε μαζί με μια ομάδα δικών του και ότι είχε μείνει από το ταμείο του κράτους. Την επόμενη μέρα, οι σταυροφόροι μπήκαν στην πόλη όπου έμαθαν ότι η Σύγκλητος είχε δώσει το θρόνο στον τυφλό και φυλακισμένο Ισαάκ Β΄ Άγγελο, τον πατέρα του πραξικοπηματία Αλέξιου. Τελικά, αποφασίστηκε πατέρας και γιος να συγκυβερνήσουν, ο Αλέξιος στέφθηκε αυτοκράτορας την 1η Αυγούστου και οι σταυροφόροι αποσύρθηκαν από την Πόλη, περιμένοντας την εκπλήρωση των υποσχέσεων του.
Domenico Tintoretto, «η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Ο πίνακας παραγγέλθηκε και πληρώθηκε από τη Βενετία στον Tintoretto γύρω στο 1600.
Urbs capta.
O Αλέξιος Δ΄ Άγγελος ενθρονίστηκε με τη βοήθεια των σταυροφόρων τον Αύγουστο του 1203 για να συγκυβερνήσει με τον τυφλό πατέρα του Ισαάκ Β΄ που απελευθερώθηκε μόλις ο Αλέξιος Γ΄ το έσκασε από την Πόλη.
Βρήκε άδειο ταμείο αλλά και εχθρικό πληθυσμό. Πολλοί είχαν χάσει τα σπίτια τους στη φωτιά της 18ης Ιουλίου και είχαν εξαθλιωθεί. Όλοι αισθάνονταν απειλούμενοι από τους σταυροφόρους που είχαν στρατοπεδεύσει στα περίχωρα. Αισθάνονταν επίσης προσβεβλημένοι από το γεγονός ότι μεταξύ των άλλων, ο Αλέξιος Δ΄ είχε υποσχεθεί στους δυτικούς ένωση των δύο εκκλησιών.
Ο Αλέξιος Δ΄ κατάφερε να μαζέψει ένα χρηματικό ποσό κατάσχοντας τις περιουσίες των εχθρών του και κλέβοντας κειμήλια της εκκλησίας. Το φθινόπωρο κυνήγησε το θείο του στη Θράκη με τη βοήθεια των σταυροφόρων και είχε κάποια επιτυχία που βοήθησε και στα οικονομικά του. Το Δεκέμβριο ξέσπασαν ταραχές μεταξύ του πληθυσμού και των σταυροφόρων και ο Αλέξιος Δ΄ άρχισε να στρέφεται εναντίον των σταυροφόρων προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοια της αυτοκρατορίας που κυβερνούσε. Στις 25 Ιανουαρίου 1204 πέθανε, μάλλον από εξάντληση μετά από τόσα χρόνια στα μπουντρούμια, ο Ισαάκ Β΄ Άγγελος, αφού πρώτα αποκήρυξε τον γιό του. Ξεκίνησαν ταραχές και στις 27 Ιανουαρίου το πλήθος εξέλεξε ως νέο αυτοκράτορα έναν γνωστό ευγενή της Πόλης, τον Νικόλαο Καναβό. Αυτός αποδείχθηκε δειλός. Αρνήθηκε την εκλογή του και κρύφτηκε στην Αγία Σοφία ζητώντας άσυλο. Όταν τελικά εξήλθε, κάποιος τον στραγγάλισε στην πόρτα της εκκλησίας.
Ο Αλέξιος Δ΄ προσπάθησε να γλυτώσει το στέμμα του επαναπροσεγγίζοντας τους σταυροφόρους και για το λόγο αυτό ζήτησε από τον Αλέξιο Δούκα, τον επονομαζόμενο και Μούρτζουφλο (που ήταν δεύτερος ξάδερφός του και απόγονος των Κομνηνών από την πλευρά της μητέρας του) να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Αυτός αντί για διαπραγματεύσεις, συνέλαβε τον Αλέξιο Δ΄ την ίδια μέρα. Τις επόμενες μέρες ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας Μούρτζουφλος στέφθηκε αυτοκράτορας και προσπάθησε να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τους σταυροφόρους αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στις 8 Φεβρουαρίου ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Δόγη Δάντολο που δεν πήγαν καλά και την ίδια μέρα στραγγάλισε τον ξάδερφό του Αλέξιο Δ΄, μάλλον γιατί είχε καταλάβει ότι αποτελούσε έρεισμα των σταυροφόρων που έπρεπε να φύγει από τη μέση. Παράλληλα, έδιωξε από την Πόλη όλους τους Λατίνους κατοίκους της και έκλεισε τις πόρτες των τειχών σε μια προσπάθεια να πιέσει τους σταυροφόρους και ιδιαίτερα τη λογιστική υποστήριξη που παρείχαν οι Ενετοί, οι οποίοι πλέον έπρεπε να θρέψουν μερικές δεκάδες χιλιάδες στόματα επιπλέον. Αυτό ήταν το τελευταίο μοιραίο λάθος γιατί ώθησε τους σταυροφόρους να επιτεθούν με σφοδρότητα στην Κωνσταντινούπολη που άντεξε μέχρι τις 12 Απριλίου. Το βράδι της 12ης Απριλίου, καθώς όλα φαίνονταν να χάνονται, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας το έσκασε από την Πόλη κρυμμένος σε ένα ψαροκάικο.
Το ίδιο βράδυ εξελέγη από τη γερουσία και τους κατοίκους νέος αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης[39]. Η προσπάθειά του να πείσει τους Έλληνες της Πόλης να πολεμήσουν τους σταυροφόρους απέτυχε. Οι επαγγελματίες του τάγματος των Βαράγγων δέχτηκαν να πολεμήσουν με μια γερή αύξηση του μισθού τους αλλά τελικά, το πρωί της 13ης Απριλίου το έβαλαν στα πόδια μπροστά στο ιππικό των σταυροφόρων. Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης έφυγε και αυτός μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τους σταυροφόρους, οι οποίοι μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη ως κατακτητές[40] και ξεκίνησαν ένα άνευ προηγουμένου πλιάτσικο που συνοδεύτηκε από πλήθος βιασμών και δολοφονιών.
Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας συνάντησε τον Αλέξιο Γ΄ που το είχε σκάσει νωρίτερα και αποφάσισαν να συμμαχήσουν. Για το λόγο αυτό ο Αλέξιος Ε΄ παντρεύτηκε την Ευδοκία Αγγελίνα (την κόρη του Αλέξιου Γ΄ που είχε χωρίσει ο Στέφαν της Σερβίας), η οποία έτσι κι αλλιώς είχε γίνει ερωμένη του από τότε που είχε επιστρέψει από τη Σερβία. Χρησιμοποίησαν ως βάση τους την Ανδριανούπολη αλλά δεν μπόρεσαν να συνυπάρξουν. Ο Αλέξιος Γ΄ τύφλωσε τον Αλέξιο Ε΄ και τον άφησε να συλληφθεί από τους σταυροφόρους ενώ ο ίδιος το έσκασε για τη Θεσσαλία. Εκεί ξαναπάντρεψε την κόρη του Ευδοκία με έναν τοπικό πολέμαρχο και στη συνέχεια αιχμαλωτίστηκε από τον Βονιφάτιο του Μομφερά. Κάποια στιγμή βρέθηκε στο Σουλτανάτο του Ρουμ και συμμάχησε με τους Σελζούκους τούρκους ενάντια στην οικογένεια Λάσκαρη που είχε οργανώσει το βασίλειο των Ρωμαίων (αυτοκρατορία της Νίκαιας). Επιτέθηκε μαζί με τους Σελτζούκους αλλά οι Έλληνες τους νίκησαν στη μάχη της Αντιόχειας το καλοκαίρι του 1211. Πιάστηκε αιχμάλωτος και πέθανε την ίδια χρονιά φυλακισμένος σε μοναστήρι.
Ο Αλέξιος Ε΄ γύρισε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του 1204 και δικάστηκε ως προδότης που είχε ανατρέψει το νόμιμο αυτοκράτορα Αλέξιο Δ΄. Καταδικάστηκε και εκτελέστηκε.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης μαζί με τον αδερφό του Θεόδωρο πήγαν στη Νίκαια της Μικράς Ασίας όπου προσπάθησαν να ανασυγκροτήσουν ένα Ρωμαϊκό στρατό. Ο Κωνσταντίνος[41] πέθανε σε μάχη. Ο Θεόδωρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Ρωμαίων το 1208 από το νέο πατριάρχη Μιχαήλ Αυτωρειανό, γνωστό ανθενωτικό της εποχής.
Οι δύο εναπομείναντες απόγονοι των Κομνηνών που είχαν καταφύγει στη Γεωργία, πήγαν με τη βοήθεια στρατού της Γεωργίας στον Πόντο και ανακηρύχθηκαν αυτοκράτορες Ρωμαίων. Για να μην υπάρχει αμφιβολία για την καταγωγή τους άλλαξαν το όνομά τους σε «Μέγας Κομνηνός». Πολέμησαν το νόμιμο[42] αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρη και αρνήθηκαν αυτοί και οι απόγονοί τους κάθε προσπάθεια ένωσης μαζί του.
Ο πατριάρχης Ιωάννης Καματηρός το έσκασε «ασάνδαλος»[43] από την Πόλη το καλοκαίρι του 1204 και κατέφυγε αρχικά στο Διδυμότειχο και μετά στους Βούλγαρους, την προστασία των οποίων ικέτευσε. Αρνήθηκε να συνδράμει την οικογένεια Λάσκαρη στην αντιμετώπιση των σταυροφόρων όπως επίσης αρνήθηκε να παραιτηθεί μέχρι το θάνατό του, το 1206.
Η ιστορία της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων που είχε ξεκινήσει το 324 με την θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μέγα Κωνσταντίνο, μόλις είχε τελειώσει.
Μια από τις πιο γνωστές απεικονίσεις της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους είναι η μινιατούρα του David Aubert (1449-79).
Ένα έθνος γεννιέται.
Την άνοιξη του 1204 ένας σταυροφορικός στρατός κατέκτησε την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσε την αυτοκρατορία των Ρωμαίων.
Οι αυτοκρατορικές οικογένειες και η ηγεσία της εκκλησίας σκόρπισαν αλλά συνέχισαν να ερίζουν και να αλληλοσκοτώνονται. Ενώ συνέβαιναν αυτά, σε μια γωνιά της βυζαντινής αυτοκρατορίας που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η «άγρια δύση» της εποχής, κάτι άλλο είχε αρχίσει να συμβαίνει. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Σύμφωνα με την ιστοριογραφία[44] της νεότερης Ελλάδας, η εθνική συνείδηση των Ελλήνων άρχισε να διαμορφώνεται την ύστερη εποχή της οθωμανικής περιόδου, κυρίως από τη δράση των εκπροσώπων του ελληνικού διαφωτισμού. Επιπλέον, οι περισσότεροι θεωρούν ότι η πρώτη έκφραση της νεωτερικής ελληνικότητας προέρχεται από το βίο και τα γραπτά του Πλήθωνα που ζούσε στο Μυστρά στις αρχές του 15ου αιώνα.
Ο Μιχαήλ Χωνιάτης είχε σπουδές αρχαίας ελληνικής γραμματείας, θεολογίας, φιλοσοφίας και μαθηματικών και ήταν μαθητής του επισκόπου Ευστάθιου της Θεσσαλονίκης. Φυσικά ο τόπος καταγωγής του ήταν η Μικρά Ασία (οι Χώνες για της ακρίβεια) όπως και σχεδόν όλων των ευγενών, αριστοκρατών και λογίων του Βυζαντίου της εποχής εκείνης. Όταν ρωτήθηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως που θέλει να τοποθετηθεί ως επίσκοπος, αυτός ζήτησε να τοποθετηθεί στην Αθήνα, επισκοπή 28ης τάξεως στην πιο παραμελημένη και αδιάφορη περιοχή της αυτοκρατορίας. Έζησε στην Αθήνα ως επίσκοπός της από το 1182 μέχρι το 1204 και στη συνέχεια συμμετείχε για ένα διάστημα στις διαπραγματεύσεις ένωσης των εκκλησιών στη Θεσσαλονίκη, μετά πέρασε ένα σύντομο διάστημα στη Χαλκίδα[45] (τότε Εύριπο) και σε χωριά της Εύβοιας και τελικά το 1205 αυτοεξορίστηκε στην Κέα. Αρνήθηκε την πρόσκληση του Λάσκαρη να αναλάβει πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αλλά και την πρόσκληση του Θεόδωρου Δούκα, ηγέτη του Δεσποτάτου της Ηπείρου και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του στην περιοχή. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε μοναστήρι της Μενδενίτσας[46].
Ο Μιχαήλ Χωνιάτης υπήρξε ουσιαστικά ο ηγέτης της Αθήνας μέχρι το 1204. Προσπάθησε να οργανώσει κάποια υποτυπώδη εκπαίδευση, οργάνωσε με επιτυχία την άμυνα της πόλης απέναντι στον πολέμαρχο Λέοντα Σγουρό[47] (που είχε παντρευτεί την Ευδοκία Αγγελίνα), έστειλε πολλές επιστολές στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας τη μείωση της φορολογίας των εξαθλιωμένων κατοίκων της πόλης και προσπάθησε να συντονίσει τη δράση του με τους επισκόπους των γύρω περιοχών για να βελτιώσουν τη ζωή των απλών ανθρώπων.
Ο Μιχαήλ Χωνιάτης, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ο Ευθύμιος Τορνίκης (γνωστή βυζαντινή οικογένεια αξιωματούχων) που ζούσε για ένα διάστημα στη Χαλκίδα, ο Γεώργιος Βαρδάνης (μαθητής του Χωνιάτη), και οι επίσκοποι Υπάτης (τότε Νέων Πατρών), Ευρίπου, Θηβών και κάποιοι ακόμη επικοινωνούσαν με επιστολές και ενίοτε επισκέπτονταν ο ένας τον άλλον. Η εκτεταμένη επιστολογραφία τους αποδεικνύει κάποια ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά.
Ήταν ευγενείς. Δεν ήταν εξαθλιωμένοι χωρικοί ή δούλοι αλλά ούτε ήταν τόσο ψηλά στην ιεραρχία[48] ώστε να τους αφορούν άμεσα οι έριδες της αυτοκρατορικής αυλής. Ήταν αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε Έλληνες, με καταγωγή τη Μικρά Ασία (σχεδόν πάντα) και το γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ελλάδας (σπανιότερα). Κανένας από αυτούς δεν σχετίζονταν συγγενικά είτε με δυτικούς είτε με τούρκους. Αντίθετα, οι γνωστές οικογένειες ευγενών του Βυζαντίου (π.χ. Κομνηνοί, Δούκες, Κατακουζηνοί, Άγγελοι, Παλαιολόγοι, κλπ.) είχαν εκτεταμένο δίκτυο εξ αγχιστείας συγγενειών με όλες τις χώρες γύρω από το Βυζάντιο.
Μιλούσαν ελληνικά, γνώριζαν τα κείμενα των κλασσικών, τα μελετούσαν, τα αντέγραφαν και αναφέρονταν σε αυτά. Χρησιμοποιούσαν[6] τις λέξεις Ελλάδα και Έλληνας με την εθνολογική[49] και τη γεωγραφική έννοια και όχι με την επικριτική έννοια του ειδωλολάτρη.
Συμμετείχαν στη ζωή του τόπου που ζούσαν. Συχνά πυκνά στις επιστολές τους διαβάζουμε για αιτήματα ανταλλαγής μαστόρων (πχ στείλε μου ένα σιδερά από τη Θήβα και όταν μπορέσω θα σου στείλω έναν ξυλουργό από την Αθήνα), για οικονομικές ανταλλαγές (πχ έστειλα το φορτίο κεριού στην Κάρυστο και περιμένω το κριθάρι) για αγορές και ανταλλαγή χειρόγραφων (πχ στέλνω δύο υπέρπυρα για να αγοράσεις το Νίκαρχο). Όλες οι παρενθέσεις είναι πραγματικά παραδείγματα που περιλαμβάνονται στην επιστολογραφία και δείχνουν τη δημιουργία ενός τοπικού οικονομικού δικτύου και μια νεωτεριστική οικονομική αντίληψη που προσπαθεί να αντισταθμίσει την παρακμή (και ενίοτε την εχθρότητα) της κεντρικής εξουσίας.
Ζητούσαν πράγματα από τη γραφειοκρατία στη μακρινή Κωνσταντινούπολη ή τους τοπικούς πολιτικούς εκπροσώπους της (συνήθως τη μείωση της φορολογίας) και ενίοτε ταξίδευαν στην πρωτεύουσα αλλά δεν εντάσσονταν στα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας.
Συντόνιζαν τη δράση τους εναντίον των Λατίνων, των πειρατών, των τοπικών πολέμαρχων αλλά και των φοροεισπρακτόρων. Είχαν συνείδηση ότι ήταν Έλληνες χριστιανοί σε μια αυτοκρατορία που πέθαινε εξαχρειωμένη και το αντιμετώπιζαν με ειρωνεία, καμιά φορά με θλίψη ή με απελπισία.
Νομίζω ότι η επιστολογραφία και η δράση αυτών των ανθρώπων αποτέλεσε το σπόρο της δημιουργίας της νεότερης ελληνικής εθνικής συνείδησης, περίπου 250 χρόνια πριν τον Πλήθωνα.
O Χωνιάτης ήρθε στον Εύριπο (που σήμερα λέμε Χαλκίδα) και έβγαλε ένα λόγο ευχαριστήριο για τη φιλοξενία, κάποια στιγμή μεταξύ 1185 – 1195, ο οποίος σώζεται και έχει τίτλο «Ομιλία επιστάντος τω κατ Εύβοιαν Ευρίπω». Αν κάποιος με ρώταγε και ποια ακριβώς είναι η στιγμή που γεννήθηκε η ελληνική εθνική συνείδηση, θα τον παρέπεμπα σε αυτή την ομιλία. Και αν κάποιος τη διαβάσει και μου πει «μα δε λέει και τίποτα σημαντικό», θα του απαντήσω:
Στη δική μου θεωρία, η σημερινή Ελλάδα δεν γεννήθηκε με ένα λόγο του Περικλή ούτε με μια ηρωική μάχη κάποιου βυζαντινού αυτοκράτορα. Η σημερινή Ελλάδα γεννήθηκε από έναν ψίθυρο κάποιου που το μεσαίωνα περιέγραψε[50] την πόλη του με τον τρόπο που τη βλέπω και εγώ σήμερα.
Είναι δε πιθανό, το λόγο του να τον εκφώνησε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, η οποία είναι γνωστό ότι πέρασε μια φάση ανακατασκευής[51] και εγκαινιάστηκε το 1186.
Γενική άποψη της δυτικής πρόσοψης του σημερινού ναού της Αγίας Παρασκευής στη Χαλκίδα. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Παραπομπές
[1] Αναλυτικές πληροφορίες για την οικογένεια των Κομνηνών μπορεί κανείς να αντλήσει από το βιβλίο «Η γενεαλογία των Κομνηνών» του Κ. Βάρζου (Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, 1984).
[2] Για παράδειγμα, ο Μιχαήλ Ιταλικός, ιατρός και μητροπολίτης Φιλιπουπόλεως, στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε στη στέψη του Μανουήλ αναρωτήθηκε δημόσια για το θάνατο του Ιωάννη. Ο λόγος αυτός αναφέρεται από τον Βάρζο (τομ. Α΄, σελ. 211).
[3] Εκείνα τα χρόνια οι ξένες πριγκίπισσες βαφτίζονταν χριστιανές ορθόδοξες πριν παντρευτούν και το όνομά τους εξελληνίζονταν. Γενικά η σύναψη γάμων μεταξύ ευγενών και βασιλιάδων διαφορετικών περιοχών ήταν πολύ διαδεδομένη συνήθεια. Ο συγκεκριμένος γάμος αναφέρεται από τον ιστορικό του 12ου αιώνα Ιωάννη Κίνναμο στο Α΄ βιβλίο του. Στο ίδιο σημείο αναφέρονται και οι εδαφικές διαφορές του Βυζαντίου με τους Ούγγρους στα Δυτικά Βαλκάνια και την περιοχή της Σερβίας.
[4] Ο τίτλος του σεβαστοκράτορα είχε εισαχθεί από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Το γεγονός αναφέρεται στο 3ο βιβλίο της Αλεξιάδος, της Άννας Κομνηνής.
[5] Προφανώς αυτό αποτελεί εκ των υστέρων διήγηση των χρονικογράφων της εποχής με βάση τα λεγόμενα του Μανουήλ και του Αξούχου. Την ιστορία της διαδοχής περιγράφει αναλυτικά ο Gibbons στο «History of the decline and fall of Roman Empire», Vol. IV, chp. XLVIII)
[6] Εκτός του αδερφού του Ισαάκ, στο δρόμο για το θρόνο ο Μανουήλ έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον θείο του (επίσης Ισαάκ, όπως και σεβαστοκράτορας), ο οποίος στο παρελθόν είχε προσπαθήσει να πάρει την εξουσία (Βάρζος, Α’ 245).
[7] Η εκκλησία του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη είχε χτιστεί από τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό και χρησιμοποιήθηκε και ως τάφος δικός του και της Ειρήνης. Θεωρούνταν ένα σημαντικό σημείο των Κομνηνών και γενικά έπαιξε πολιτικό και θρησκευτικό ρόλο από τότε που χτίστηκε. Η μονή του ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη μετά την εκκλησία της Αγίας Σοφίας και υπάρχει και σήμερα ως Τέμενος Ζεϊρέκ.
[8] Δεν υπάρχουν πολλές αναφορές για τον πατριάρχη Λέων Στυππή. Στην εκκλησιαστική ιστορία του επισκόπου Αθηνών Μελέτιου Β (1661 – 1714) αναφέρεται ότι «απεβίωσε ειρηνικώς» και αυτό μεταφέρεται και στην επίσημη ιστορία των πατριαρχών που μπορεί κανείς να βρει στην ιστοσελίδα του πατριαρχείου. Αποτελεί ωστόσο μεγάλη σύμπτωση το γεγονός ότι συνέβη εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
[9] Η πληροφορία προέρχεται από τον Κίνναμο («Μιχαήλ επί τον θρόνον ανάγει [ο Μανουήλ]), Βιβλίο ΙΙ, 33.3). Στη συνέχεια, ο Κίνναμος αναφέρει ότι ο Μανουήλ «χρυσίου κεντηνάριον τραπέζη τη ιερά κατατεθείς … εισέπειτα δε και ετησίαν τω κλήρω εκ παλατίου κεντηναρίων δύο προσαφώρισε δόσιν… ».Το «κεντηνάριο» ήταν μέτρο των βυζαντινών που αντιστοιχεί σε περίπου 32,5 κιλά χρυσό
[10] Όλα αυτά μας τα διηγούνται ο Νικήτας Χωνιάτης και ο επίσης ιστορικός William of Tyre (1130 – 1186), ο οποίος είναι ο γνωστότερος χρονικογράφος των σταυροφοριών. Είχε γεννηθεί στην Ιερουσαλήμ και έγινε επίσκοπος Τύρου, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Το χρονικό του «A history of deeds beyond the sea» καλύπτει την περίοδο μέχρι το 1184. Σε πολλά από τα γεγονότα που αναφέρει ο συγγραφέας ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Επισημαίνεται ότι για ένα διάστημα ήταν πρεσβευτής των σταυροφορικών βασιλείων στην Κωνσταντινούπολη. Η πιο γνωστή και προσβάσιμη μετάφραση του χρονικού του είναι εκείνη του 1943 (Emily Atwater Babcock & A.C. Krey, Columbia University Press).
[11] Τα σχετικά γεγονότα διηγείται ο Ιωάννης Κίναμος, γραμματέας του αυτοκράτορα (Βιβλίο ΙΙΙ).
[12] Κανένας χρονικογράφος της εποχής δεν αναφέρθηκε ξανά στον Ισαάκ Κομνηνό.
[13] Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι επιστρέφοντας στο μοναστήρι «ετιμώρησεν εαυτόν διότι ανήχθη εις το ύπατον αρχιερατικό αξίωμα».
[14] Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α Παπαδόπουλος, Η εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως επί των Κομνηνών, π. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τόμος ΙΘ (1941-1949) σελ.200 (στο ίδιο άρθρο αναφέρονται και τα προβλήματα με την εκλογή του Νικόλαου Μουζάλων).
[15] Όπως αναφέρει ο Κίνναμος.
[16] Δηλαδή ο πατέρας του ήταν αυτοκράτορας όταν γεννήθηκε ο ίδιος.
[17] Ίσως γιατί οι σύγχρονοί της ιστορικοί την περιγράφουν ως ψηλή, ξανθιά και όμορφη.
[18] Ο λόγος που δεν ονομάστηκε Ιωάννης, όπως θα περίμενε κανείς είναι η ονομαζόμενη προφητεία «ΑΙΜΑ». Σύμφωνα με αυτή τα αρχικά ονόματα των αυτοκρατόρων έπρεπε να σχηματίζουν τη λέξη ΑΙΜΑ. Έτσι, μέχρι τότε η σειρά διαδοχής ήταν Αλέξιος Α Κομνηνός, Ιωάννης Β Κομνηνός και Μανουήλ Β Κομνηνός. Επομένως, αναμένονταν ένας διάδοχος το όνομα του οποίου θα άρχιζε από Α.
[19] Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν απλά κουτσομπολιά. Το αναφέρουν ο Νικήτας Χωνιάτης, ο Γουίλλιαμ της Τύρου και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης.
[20] Η Μαρκιωνία του Μομφεράτου είχε πολύ στενές σχέσεις με το Βυζάντιο για εκατοντάδες χρόνια. Μάλιστα από το 1306 έως και το 1533 κυβερνούσαν ως Μαρκήσιοι οι Παλαιολόγοι.
[21] Ο Ανδρόνικος υπήρξε ένα κομβικό πρόσωπο μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Σταυροφόρων. Αναλυτικές πληροφορίες περιλαμβάνονται στο πολύ καλό βιβλίο του Jonathan Harris «Byzantium and the Crusades», 2003.
[22] Ο Μανουήλ εκτός της διπλωματίας του που ήταν φιλο-λατινική, έφερε και πολλά λατινικά έθιμα στην αυλή της Κωνσταντινούπολης, όπως τους αγώνες με μονομαχίες ιπποτών.
[23] Χαρακτηριστικά ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρεται σε «…οίκους γεγεμισμένους αφέντες, πλούτου παντός από της πραγματείας αυτών» ενώ χαρακτηρίζει τα γεγονότα ως αντίσταση του Ανδρόνικου στο καθεστώς των δυτικών στην Κωνσταντινούπολη.
[24] Αναλυτική περιγραφή των γεγονότων της εποχής δίνεται από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης στο «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών». Ο Ευστάθιος θεωρεί τα γεγονότα της περιόδου ως αιτία της άλωσης της πόλης.
[25] Η οικογένεια Καματηρών έδωσε πολλούς αξιωματούχους και δύο πατριάρχες στο Βυζάντιο, ήταν δε συγγενείς των Κομνηνών και των Αγγέλων.
[26] Όπως πολύ γλαφυρά μας εξιστορεί ο Μητροπολίτης Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης.
[27] Σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη, η ίδια ομάδα το έργο είχε ανατεθεί στην ίδια ομάδα που είχε στραγγαλίσει τον Αλέξιο ΙΙ Κομνηνό
[28] Το βασίλειο της Σερβίας λειτουργούσε εντός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η συμμαχία μαζί του ήταν κρίσιμη λόγω των τριβών που συνεχώς υπήρχαν με τους Ούγγρους, τους Ενετούς και τους Νορμανδούς της Σικελίας που μονίμως διεκδικούσαν εδάφη της αυτοκρατορίας στα δυτικά Βαλκάνια
[29] Έτσι δημιουργήθηκε η 2η Βουλγάρικη αυτοκρατορία του Άσεν. Για ένα σύντομο διάστημα έφτασε να ελέγχει όλη τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία (1230) και τελικά ηττήθηκε και ενσωματώθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία το 1396.
[30] Η πληροφορία προέρχεται από το Νικήτα Χωνιάτη «…υποδεικνύον τοι Κυπρίοις γράμματα, άπερ αυτός συνέθετο, και διαταγάς αναγινώσκων αυτοκρατορικάς επίπλαστους…»
[31] Μια περιεκτική αναφορά στην διοίκηση του Ισαάκ Κομνηνού στην Κύπρο δίνεται από τον Θ. Βλάχο στο «Ο τύραννος της Κύπρου Ισαάκιος Κομνηνός (1184 – 1191)», περιοδικό ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ, τόμ. 6, σελ. 169 – 177, 1974. Βασικός χρονογράφος για την Κύπρο της εποχής είναι ο Νεόφυτος Έγκλειστος.
[32] Για την ακρίβεια ο Ισαάκ Κομνηνός είχε ειδοποιήσει τους Νορμανδούς που κατέλαβαν τα πλοία και συνέλαβαν τους καπετάνιους ενώ ο στρατός ήταν στην Κύπρο.
[33] Ο Ισαάκ είχε καταφέρει να συλλάβει την αδελφή και τη μνηστή του Ριχάρδου και να τις κρατά ομήρους ζητώντας λύτρα
[34] Κ. Βαρζος, «Η γενεαλογία των Κομνηνών», Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, 1984.
[35] Η ταινία “kingdom of Heaven” του 2005 έχει αρκετά ρεαλιστικά στοιχεία για την κατάσταση στην σταυροφορική Ιερουσαλήμ και τις μάχες με τον Σαλαντίν.
[36] Έχει θεωρηθεί ότι εκτός της ανακατάληψης της Ιερουσαλήμ, ο Ιννοκέντιος ήθελε με την πρόσκλησή του για μια τέταρτη σταυροφορία να σταματήσει τον πόλεμο μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας.
[37] Για την ακρίβεια ο Αλέξιος υποσχέθηκε να πληρώσει όλο το χρέος των Σταυροφόρων προς τους Βενετούς, να δώσει 100.000 ασημένια νομίσματα για τους σκοπούς της σταυροφορίας, να βοηθήσει στην εμπέδωση των σκοπών της σταυροφορίας με 10,000 βυζαντινού στρατού, να κινητοποιήσει το βυζαντινό ναυτικό για τη μεταφορά των σταυροφόρων στην Παλαιστίνη, να συντηρεί ένα σώμα 500 ιπποτών στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και να θέσει την ορθόδοξη εκκλησία υπό τον έλεγχο του Πάπα. Οι υποσχέσεις ήταν εξωπραγματικές για οποιονδήποτε είχε μια ελάχιστη σχέση του Βυζαντίου της εποχής
[38] Ο Δόγης Δάντολο ήταν έμπειρος στα Βυζαντινά ζητήματα. Είχε συμμετάσχει στον Βυζαντινο-Βενετικό πόλεμο του 1171-2 και σύμφωνα με Ρώσικες πηγές της εποχής, η τύφλωσή του είχε επέλθει σε εκείνον τον πόλεμο
[39] Η οικογένεια Λάσκαρη δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή στην Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν όνομα όταν ο Θεόδωρος Λάσκαρης (αδελφός του Κωνσταντίνου) παντρεύτηκε την Άννα Αγγελίνα Κομνηνή, κόρη του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου.
[40] Εκτός του Χωνιάτη, μια πιο λυρική περιγραφή της άλωσης του 1204 και των γεγονότων που ακολούθησαν δίνεται στο Χρονικό του Μορέως, το οποίο καλύπτει την περίοδο 1204 – 1292. Γράφτηκε τον 14ο αιώνα και «βλέπει» τα γεγονότα από την πλευρά του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, του σημαντικότερου λατινικού κρατιδίου στην ευρύτερη περιοχή της Ελλάδας.
[41] Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης από τους περισσότερους ιστορικούς δεν θεωρείται κανονικός αυτοκράτορας αφού είχε μεν εκλεγεί αλλά δεν είχε προλάβει να στεφθεί. Πέθανε πιθανότατα στη μάχη του Αδραμύττιου το Μάρτιο του 1205, όπου ο Ερρίκος της Φλάνδρας, ο Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης νίκησε κατά κράτος το στρατό των Βυζαντινών «ανταρτών».
[42] Ο Λάσκαρης είχε εκλεγεί από την Σύγκλητο. Στην Βυζαντινή αυτοκρατορία η αυτοκρατορική διαδοχή δεν ήταν απαραίτητα κληρονομική. Ο αυτοκράτορας για να στεφθεί θα πρέπει να είχε την απόφαση της Συγκλήτου (βλ. Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, 2009)
[43] Σύμφωνα με τη διήγηση του Νικήτα Χωνιάτη «προήγε δε ημών ο οικουμενικός αρχιποιμήν, μη πήραν φέρων, μη χρυσόν επί την οσφύν, άραβδος, και ασάνδαλος…»
[44] Για παράδειγμα: Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια, ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830 – 1880, όπου το βιβλίο αναφέρει «ο δέκατος ένατος αιώνας είναι ο πατέρας μας…»
[45] Ο ίδιος αναφέρει σε επιστολή του το πέρασμα από περιοχές της Εύβοιας πριν καταλήξει στην Κέα
[46] Πρόκειται για το μοναστήρι του Προδρόμου στην Μενδενίτσα. Την εποχή εκείνη η Μενδενίτσα ήταν μαρκιωνία με το όνομα Βοδονίτσα.
[47] Ο Λέων Σγουρός ήταν διοικητής του Ναυπλίου. Το 1200 είχε ανακηρύξει την αυτονομία του από την Κωνσταντινούπολη και ξεκίνησε να δημιουργεί το δικό του κράτος. Κατέλαβε την Κορινθία, την Αττική και την Βοιωτία αλλά δεν κατάφερε πάρει την Αθήνα. Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, φυγάδας από τους σταυροφόρους, του έδωσε τον τίτλο του Δεσπότη και την κόρη του Ευδοκία Αγγελίνα για σύζυγο. Ο Σγουρός απέτυχε να σταματήσει τους σταυροφόρους στις Θερμοπύλες και οχυρώθηκε στην Ακροκόρινθο όπου και τον πολιόρκησαν οι σταυροφόροι μέχρι το 1208, οπότε και σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοκτόνησε.
[48] Βέβαια ο Νικήτας Χωνιάτης, αδελφός του Μιχαήλ ήταν εξαιρετικά ψηλά στην ιεραρχία αλλά αυτό είναι μάλλον μια εξαίρεση.
[49] Στην σωζόμενη επιστολογραφία του Μιχαήλ Χωνιάτη, οι λέξεις Ελλάδα, Έλλην και ελληνικός αναφέρονται 76 φορές ενώ για παράδειγμα ο αδελφός του Νικήτας δεν αναφέρει συνήθως τις λέξεις αυτές.
[50] Η επίσημη πολιτική αναφερόταν σε αυτοκρατορία (imperium) μέχρι και τον 9ο αιώνα και το Ρωμαϊκή θεωρούνταν αυτονόητο. Στη συνέχεια προστέθηκε η ένδειξη Ρωμαίων γιατί εν τω μεταξύ ο Πάπας είχε αναγνωρίσει τον Καρλομάγνο ως αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάτι που θεωρήθηκε απαράδεκτο στην Κωνσταντινούπολη. Όλοι οι επίσημοι ιστορικοί της αυτοκρατορίας αναφέρονται μόνο σε Ρωμαίους (π.χ. Νικήτας Χωνιάτης, Νικηφόρος Γρηγοράς, κλπ.).
[51] Ο λόγος του Χωνιάτη ξεκινά με τη φράση: «Οι μεν πολλοί των ανθρώπων ηνίκα εις τινα πόλιν αφικώνται φιλούσι περιεργότερον ιστορείν όπως μεν κράσεως ωρών έχει, όπως δε σχήματος τε και θέσεως, και ει μεν, επιθαλαττίδιος κειμένη, τοις από γης και θαλάττης ενευθηνείται καλοίς, ως μήτε των επιτηδείων σπανίζειν μητ’αλλης ευδαιμονίας τοιαύτην πόλεως… [εξαίρειν πόλιν εκείνην] καν μη πάνυ τι ευυδροτάτη εστί και πολυθρέμμων και αμπελόεσσα και αγαθή κουροτρόφος και κάρπιμος. Και τι λέγω τους καθ ημάς όπου γε και Φωκυλίδης Έλλην ανηρ και της ημετέρας αυλής πόρρω που θυραυλών την επί σκοπέλου ιδρυμένην πόλιν κοσμίως οικούσαν κρείττονά φησι της μεγάλης εκείνης Νίνου και λίαν ευδαίμονος.»
[52] Γ. Λόης, η ιστορία του ναού της Αγίας Παρασκευής, ιστοχώρος square.gr, 15-12-2016.