Γιώργος Λόης
Μια φρουριακή εγκατάσταση θαλάσσιας επιτήρησης, από το μωσαϊκό των μεσαιωνικών οχυρώσεων της Εύβοιας.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Reise durch alle Thelle des Konigreiches Griechenland», Karl Gustav Fiedler, p. 447 – 481, ed. Friedrich Fleischer, Leipzig, 1840.
2. «Περί των εν Ευβοία αρχαίων τάφων», Γεώργιος Παπαβασιλείου, σελίδες 32 – 34, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις, 1910.
3. «Negroponte. Untersuchungen zur Topographie and Siedlungs-geschichte der Insel Euboia während der Zeit der Venezianerherrschaft», J. Koder, p. 98 & 107, Österreichische Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse, Denkschriften, 112. Band, Vienna, 1973.
4. «Τοπογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Εύβοιας», Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, Τόμος ΙΘ, σελίδες 234 – 235, Αθήνα, 1974.
5. «Οχυρώσεις στην Εύβοια», Θεόδωρος Σκούρας, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, Τόμος Κ’, σελίδες 362 & 393, Αθήνα, 1975.
6. kastra.eu / Κάστρο Αγίου Γεωργίου Κύμης.
Που βρίσκεται το κάστρο του Αγίου Γεωργίου της Κύμης.
Το κάστρο του Αγίου Γεωργίου της Κύμης συγκαταλέγεται στα πολυάριθμα μεσαιωνικά μνημεία της Εύβοιας.
Μπορεί να φαντάζει άσημο και χωρίς περγαμηνές, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας της νήσου. Τα κατάλοιπα του δεσπόζουν στην κορυφή ενός βραχώδους εδαφικού εξάρματος με μέσο υψόμετρο 320 μέτρα, που αποτελεί το βορειότερο ύψωμα της χαμηλής βουνοσειράς υπό την ονομασία «Μεσοβούνια» και βρίσκεται στην τοποθεσία της Ιεράς Μονής Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, βόρεια της Κύμης. Η πρόσβαση είναι εύκολη μέσω ενός ασφαλτόστρωτου επαρχιακού δρόμου μήκους 3,8 χιλιομέτρων, ο οποίος ξεκινάει από την πόλη και κατευθύνεται βόρεια προς το μοναστήρι, από όπου το μεσαιωνικό οχυρό διακρίνεται καθαρά στο βάθος. Κατόπιν, ο ενδιαφερόμενος επισκέπτης θα πρέπει να συνεχίσει την διαδρομή του επί ενός βατού χωματόδρομου, που διέρχεται βορείως και περιμετρικά του μοναστικού ιδρύματος και οδηγεί στους πρόποδες του ανώνυμου υψώματος, κοντά στο παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, διανύοντας μία απόσταση περίπου 800 μέτρων. Από εδώ η προσέγγιση γίνεται με πεζοπορία, ακολουθώντας ένα αχνό μονοπάτι, το οποίο ανέρχεται με ήπια κλίση την βραχώδη πλαγιά, καταλήγοντας στον ναΐσκο του Αγίου Γεωργίου, ακριβώς δίπλα από την ανατολική πλευρά των τειχών.
Εικ 2: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του κάστρου. Με κόκκινη διαγράμμιση επισημαίνεται το ίχνος των σωζόμενων οχυρώσεων και με πράσινη διακεκομμένη γραμμή το δρομολόγιο πρόσβασης. 1): πιθανός πύργος ή προμαχώνας. 2): ενδεχόμενη θέση πύλης. 3): θέση παλαιού ναΐσκου Αγίου Γεωργίου. 4): νεότερο παρεκκλήσιο Αγίου Γεωργίου.
Η παλαιότητα του κάστρου.
Η βιβλιογραφία σχετικά με το κάστρο του Αγίου Γεωργίου είναι πολύ περιορισμένη, ενώ παρατίθενται μόνο επιγραμματικές πληροφορίες, με αποτέλεσμα να μην δύναται να συντεθεί το πλήρες ιστορικό του, αλλά και να δημιουργούνται παρανοήσεις.
Έτσι λοιπόν, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας του, σε διάφορες πηγές συγχέεται με το αδιευκρίνιστης χρονολόγησης οχυρό της Χηλής[1]. Ωστόσο το τελευταίο εντοπίζεται πάνω σε ένα λόφο, στα βορειοδυτικά του ομώνυμου παραλιακού οικισμού, όπως απέδειξε ο ιατρός και ερευνητής της Εύβοιας Θεόδωρος Σκούρας, δίνοντας λύση στο τιθέμενο τοπογραφικό πρόβλημα.
Με βάση το είδος της τοιχοποιίας του κατώτερου μέρους των σωζόμενων τειχών, θεωρείται ότι η πρώτη οικοδομική φάση της φρουριακής εγκατάστασης ανάγεται στους μέσους Βυζαντινούς χρόνους και συγκεκριμένα στον 11ο αιώνα, χωρίς όμως να έχει πιστοποιηθεί επιστημονικά αυτή η εκδοχή. Η οχύρωση του φέρεται να ανακατασκευάστηκε το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, δηλαδή κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας στην Εύβοια, όταν ανήκε διοικητικά στο κεντρικό τριτημόριο της νήσου, που τότε δυναστεύονταν από τους Λομβαρδούς βαρώνους Δαλλεκαρτσέρι, υπό την επικυριαρχία της Βενετίας. Μάλιστα, ορισμένοι ιστοριοδίφες διατείνονται ότι αυτή η διαφαινόμενη ανακαίνιση πραγματοποιήθηκε από τον θρυλικό Ιταλοκαρυστινό ιππότη Λικάριο, ο οποίος μεταξύ των ετών 1272 και 1278 / 1279 είχε ανακτήσει σχεδόν ολόκληρη την Ευβοϊκή επικράτεια, για λογαριασμό του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1261 – 1282). Ο ίδιος είχε κατορθώσει να ανέλθει στο ύπατο αξίωμα του Μέγα Δούκα (αρχιναύαρχος των στόλων) και κατείχε τμηματικά την νήσο ως προσωπικό του φέουδο, όντας ιδιαίτερα δημοφιλής στην περιοχή Κύμης – Αυλωναρίου, περίπου έως το 1290 – 1296, οπότε και χάνεται εντελώς κάθε ίχνος του.
Εικ 3: Άποψη των διατηρούμενων ανατολικών τειχών. Από την εμφανή διαφορά στην λιθοδομή, εικάζεται ότι το κάστρο ανεγέρθηκε κατά την μέση Βυζαντινή περίοδο και οι οχυρώσεις του ανακαινίστηκαν κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας.
Η οθωμανική εγκατάλειψη και απαξίωση.
Η μετέπειτα πορεία του κάστρου αναμφίβολα δεν διαφοροποιείται από την μοίρα της Εύβοιας, η οποία από τα τέλη του 13ου αιώνα τίθεται και πάλι στην εξουσία των Λομβαρδών αυθεντών, ενώ από το 1383 / 1384 – 1390 περνάει στην απόλυτη κυριότητα των Βενετών.
Έπειτα από την Τουρκική κατάκτηση της νήσου στα 1470, το μέρος πιθανότατα εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε πλήρως, κατά την προσφιλή πρακτική των Οθωμανών να αχρηστεύουν όσα οχυρά δεν είχαν πλέον προφανή στρατιωτική αξία ή για οποιονδήποτε λόγο έκριναν σκόπιμο πως δεν ήταν απαραίτητο να τα επανδρώσουν. Στους νεότερους χρόνους τα ερείπια του προσέλκυαν την περιέργεια των ξένων περιηγητών, οι οποίοι τύχαινε να φτάσουν μέχρι το μοναστήρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, αλλά ελάχιστοι ασχολήθηκαν να καταγράψουν μία στοιχειώδη περιγραφή του στα οδοιπορικά τους[2], όπως ο Γερμανός γεωλόγος Karl Gustav Fiedler (1791 – 1853), που περιόδευσε στην Κύμη την άνοιξη του 1834.
Εικ 4: Κατάλοιπα των βόρειων τειχών του κάστρου του Αγίου Γεωργίου, το οποίο πιθανότατα απαξιώθηκε έπειτα από την Τουρκική κατάκτηση της Εύβοιας στα 1470. Στο βάθος διακρίνεται η νησίδα Πλατεία.
Η ιστορία του κάστρου.
Μολονότι η ιστορία του κάστρου είναι αδιόρατη, εντούτοις μπορούμε να προβούμε σε μία ασφαλή εκτίμηση ως προς την επιχειρησιακή φυσιογνωμία του.
Αναμφισβήτητα δεν επρόκειτο για μία οχύρωση που κατασκευάστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως ένα αμυντικό σημείο στηρίγματος. Άλλωστε δεν έχουν εντοπιστεί κοντινοί οικισμοί της μεσαιωνικής περιόδου, έτσι ώστε να υποθέσουμε ότι ο τοπικός πληθυσμός κατέφευγε πίσω από τα τείχη του σε περίπτωση μίας εχθρικής επίθεσης. Επίσης από την θέση του δεν ελέγχεται κάποια διάβαση ενός κύριου δρομολογίου ή ένα ζωτικό έδαφος, ενώ δεν συνδέεται με κανένα επίνειο επί του αιγιαλού. Με αυτά τα δεδομένα δεν χαρακτηρίζεται σαν ένα έρεισμα στρατηγικής σημασίας, πλην όμως διαθέτει μία άλλη διακριτή τακτική σπουδαιότητα.
Εικ. 5: Τμήμα της βορειοανατολικής άκρης του οχυρωματικού περιβόλου. Ο στρατιωτικός σκοπός της φρουριακής εγκατάστασης εκτιμάται ότι ήταν η θαλάσσια επιτήρηση. Διακρίνονται οι νησίδες Κοίλη και Πλατεία.
Ποιος ήταν ο ρόλος του κάστρου.
Η φρουριακή εγκατάσταση είχε σαφώς εποπτικό σκοπό, καθώς η παρατήρηση από τις επάλξεις του προς το Αιγαίο πέλαγος είναι εξαιρετική.
Η δε αποστολή του ήταν η άμεση επιτήρηση του θαλάσσιου διαύλου ανάμεσα στην ακτογραμμή της κεντρικής Εύβοιας και της Σκύρου και η αναγνώριση ενός επικείμενου ναυτικού κινδύνου. Συνεπώς θα λειτουργούσε ως ένα κομβικό προκεχωρημένο φυλάκιο, ενταγμένο στο δίκτυο εγκαίρου προειδοποιήσεως μέσω φρυκτωριών σε επιλεγμένες τοποθεσίες, το οποίο υλοποίησαν συστηματικότερα οι Βενετοί στην Εύβοια, αλλά και γενικότερα στις Ελληνικές νησιωτικές κτήσεις τους κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας. Μόλις λοιπόν γίνονταν αντιληπτή η διέλευση μίας εχθρικής νηοπομπής ή πειρατικών πλοίων, ανάβονταν μία μεγάλη προπαρασκευασμένη φωτιά, ενδεχομένως στην οροφή ενός πύργου ή σε άλλο υπερυψωμένο μέρος και ο συναγερμός διαβιβάζονταν είτε με μηνύματα καπνού την ημέρα, είτε με φωτεινά σήματα την νύκτα. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το οχυρό του Αγίου Γεωργίου λειτουργούσε ουσιαστικά ως φρυκτωρία, έχοντας οπτική επαφή με τη Σκύρο και τη δυνατότητα επικοινωνίας με το φρούριο της Οκτωνιάς και το κάστρο Ποτήρι, νοτίως του Αυλωναρίου, με ενδιάμεσο σταθμό αναμετάδοσης το κωνικό ηφαιστιογενές ύψωμα του Οξύλιθου. Επιπλέον, υπό προϋποθέσεις και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, μπορούσε να έχει ανταπόκριση και με τα νησιά του συμπλέγματος των Βορείων Σποράδων, όπως η Σκιάθος, η Αλόννησος και η Σκόπελος.
Εικ 6: Άποψη των ανατολικών τειχών, που τα κατάλοιπα τους διασώζονται σε ένα μήκος περίπου 70 μέτρων. Μπροστά τους έχει ανεγερθεί το νεότερο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου.
Στα χνάρια της αρχιτεκτονικής αποτύπωσης του κάστρου.
Στην τοποθεσία του κάστρου δεν έχει διενεργηθεί μία διεξοδική αρχαιολογική έρευνα, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται μία τεκμηριωμένη αποτύπωση των οχυρώσεων και των τυχόν βοηθητικών κτισμάτων.
Παρά την παρούσα ερειπιώδη κατάσταση του, θα επιδιώξουμε με κάθε επιφύλαξη να ανιχνεύσουμε την αρχιτεκτονική του μορφή, μέσα από την επιφανειακή επισκόπηση των σωζόμενων καταλοίπων. Το οικοδομικό συγκρότημα του εκτείνονταν στο κεκλιμένο επίπεδο της κορυφής του υψώματος, καλύπτοντας μία έκταση περίπου ενός στρέμματος. Ο οχυρωματικός περίβολος πρέπει να ακολουθούσε το ανάγλυφο του εδάφους, βαίνοντας επί το χείλος των καταπτώσεων και κατά συνέπεια να είχε ακανόνιστο σχήμα, το οποίο δεν δύναται να προσδιοριστεί, καθόσον δεν διακρίνεται η θεμελίωση σε ολόκληρη την θεωρητική περίμετρο του. Ενδεχομένως να μην ήταν περίκλειστος, αφήνοντας ατείχιστο το δυτικό τμήμα του, καθόσον οι κείμενες βραχώδεις υπώρειες του υψώματος είναι εντελώς απόκρημνες και απροσπέλαστες, παρέχοντας μία φυσική περιχαράκωση σε εκείνη την πλευρά, όπου δημιουργείται ένα λίαν αποτρεπτικό κώλυμα από το βαθύ και δύσβατο φαράγγι του ρέματος «Αποκλείστης»[3].
Εικ. 7: Η νοτιοανατολική άκρη του εποπτικού οχυρού, όπου ενδεχομένως να διαμορφώνονταν ένας πύργος ή προμαχώνας, οριζόντιων διαστάσεων περί τα 5Χ5 μέτρα.
Περιγραφή των τειχών.
Τα ανατολικά τείχη έχουν μήκος 70 μέτρα περίπου και διασώζονται αποσπασματικά σε όλο το μάκρος τους, φθάνοντας σε ένα τωρινό ύψος μέχρι τα 4 μέτρα, ενώ το πάχος τους υπολογίζεται γύρω στο 1,40 – 1,50 μέτρο.
Στην νοτιοανατολική άκρη τους διαμορφώνεται μία κλειστή δομή, οριζόντιων διαστάσεων περί τα 5 Χ 5 μέτρα, που μοιάζει να αποτελεί το ισόγειο ενός προσκτίσματος, ίσως ενός αμυντικού πύργου ή προμαχώνα. Στην γραμμή του βορειοανατολικού τμήματος της οχύρωσης διακρίνονται τα ερείπια ενός φαινομενικά μεμονωμένου τοιχώματος, που σχηματίζει γωνία και στην βάση του οποίου υπάρχει ένα άνοιγμα, δίνοντας την εντύπωση μίας θυρίδας παρατήρησης ή τοξοθυρίδας προς την κατεύθυνση της μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Λόγω της κάπως αποκλίνουσας διάταξης του σε σχέση με τα ανατολικά τείχη, είναι πολύ πιθανόν να διαρρυθμίζονταν εδώ η πύλη του κάστρου, έχοντας μία πυργοειδή όψη με εγκάρσιο θυραίο άνοιγμα. Αυτή η υπόθεση συνάδει με τους κανόνες της οχυρωματικής τέχνης, καθώς οι επιτιθέμενοι στην προσπάθεια τους να εκπορθήσουν την θύρα, θα ήταν εκτεθειμένοι σε πλευρικά πυρά από τις επάλξεις, αλλά και σε υπερκείμενες βολές από τα νώτα από τον εικαζόμενο πύργο ή προμαχώνα της νοτιοανατολικής γωνίας.
Εικ. 8: Η βορειοανατολική γωνία του κάστρου, όπου διατηρείται ένα τμήμα από τα τείχη, διαθέτοντας ακόμα τον στενό περίδρομο.
Οι οικοδομικές φάσεις του κάστρου.
Στην βορειοανατολική γωνία διατηρείται ένα μικρό τμήμα των τειχών σχεδόν μέχρι το ύψος των επάλξεων, διαθέτοντας ακόμα τον στενό περίδρομο, πλάτους περίπου 70 εκατοστών, ο οποίος διέτρεχε εσωτερικά τον οχυρωματικό περίβολο.
Οι δε επάλξεις ενδεχομένως να είχαν οδοντωτό σχήμα στην επίστεψη τους, αλλά κάτι τέτοιο δε δύναται να επιβεβαιωθεί, εξαιτίας της ερειπώδους κατάστασης του μεσαιωνικού μνημείου. Tα συνολικά κατάλοιπα των βόρειων τειχών διακρίνονται σε μία όδευση μήκους 25 μέτρων περίπου, στρεφόμενα ελαφρώς δυτικά προς την κορυφή του υψώματος.
Όπως προαναφέρθηκε στην λιθοδομή των οχυρώσεων παρατηρούνται δύο οικοδομικές φάσεις, ιδιαίτερα στα ανατολικά τείχη. Από την βάση τους και μέχρι περίπου το μέσο του διατηρούμενου ύψους τους κατά διαστήματα, έχουν ανεγερθεί με αργολιθοδομή, φέροντας προσαρμοσμένα σφηνοειδή κεραμικά τεμάχια στα ενδιάμεσα κενά μεταξύ των ημικατεργασμένων λίθων, ενώ έχει γίνει εκτενής χρησιμοποίηση συνδετικού κονιάματος μέχρι και την εξωτερική επιφάνεια. Αυτή η κατασκευαστική στάθμη πιστεύεται ότι ανάγεται στην μεσοβυζαντινή περίοδο (11ος αιώνας). Η δε ανωδομή των τειχών θεωρείται ότι επισκευάστηκε στα χρόνια της Λατινοκρατίας (δεύτερο μισό 13ου αιώνα) και είναι ανοικοδομημένη με την ίδια τεχνική τοιχοποιίας, αλλά με μικρότερη χρήση κονιάματος και κεραμικών στοιχείων.
Εικ. 9: Άποψη από το εσωτερικό του οχυρωματικού περιβόλου, όπου εντοπίζονται διάσπαρτοι λιθοσωροί υποδηλώνοντας την ύπαρξη ανεξάρτητων κτισμάτων.
Τα απομεινάρια των οχυρώσεων.
Εντός του περιβόλου διακρίνονται διάσπαρτοι λιθοσωροί και μερικά απομεινάρια από τοιχώματα, μαρτυρώντας ότι βρίσκονταν και άλλα κτίσματα ανεξάρτητα των οχυρώσεων, που πιθανότατα θα απάρτιζαν τα καταλύματα της φρουράς και αποθηκευτικούς χώρους.
Ίσως ένα από αυτά να ήταν μία απαραίτητη δεξαμενή ύδατος (κινστέρνα) για την συλλογή των όμβριων υδάτων, η οποία μνημονεύεται στις λιγοστές πηγές, πλην όμως είναι δύσκολο να εντοπιστεί με ασφάλεια, αν δεν προηγηθεί μία επισταμένη διερεύνηση και ταυτοποίηση των κτιριακών ερειπίων.
Ο Θεόδωρος Σκούρας και ο επιμελητής Βυζαντινών αρχαιοτήτων Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος, σε μία επίσκεψη τους στο κάστρο τον Ιούλιο του 1972, διαπίστωσαν ότι στην βορειοανατολική του πλευρά υπήρχαν τα θεμέλια μίας μικρής εκκλησίας. Το περίγραμμα της είχε έρθει στο φως έπειτα από την διευθέτηση του μέρους, προκειμένου να τοποθετηθεί η υψομετρική στήλη (τριγωνομετρικό σημείο) από την Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Ο ναΐσκος ήταν μονόχωρος, διαστάσεων 3,40 Χ 3,40 μέτρων περίπου, και η ημικυκλική αψίδα του ιερού βήματος είχε άνοιγμα 1,50 μέτρο (μήκος χορδής 75 εκατοστά). Η χρονολόγηση του κτίσματος παραμένει άγνωστη, ενώ πλέον δεν είναι ορατά τα κατάλοιπα του, καθώς με τον καιρό καλύφθηκαν από ένα στρώμα επιχωματώσεων. Ο δε Τριανταφυλλόπουλος διατύπωσε την βάσιμη εκδοχή ότι επρόκειτο για τα υπολείμματα του παρεκκλησίου προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, που μνημονεύονταν από τους περιηγητές και από το οποίο πήρε την ονομασία του το κάστρο. Στην σύγχρονη εποχή ανεγέρθηκε από τους μοναχούς της μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ένα νέο παρεκκλήσιο[4], σταυροειδές με τρούλο, έξω από τα ανατολικά τείχη αφιερωμένο στον στρατιωτικό άγιο, ως ανάμνηση του παλαιού ναΐσκου.
Εικ. 10: Η θεμελίωση της αψίδας του ιερού βήματος του παλαιού ναΐσκου του Αγίου Γεωργίου στην βορειοανατολική πλευρά του κάστρου. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η αξιοθαύμαστη θέα από το κάστρο.
Το κάστρο του Αγίου Γεωργίου αναφέρεται ως αξιοθέατο στους τουριστικούς οδηγούς, σε συνδυασμό με την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, εστιάζοντας περισσότερο στην φυσιολατρική χροιά του τοπίου.
Πραγματικά προκαλεί δέος στον επίδοξο οδοιπόρο η δωρική ομορφιά του γκριζωπού βραχώδους υψώματος, η οποία τονίζεται από τις αραιές πινελιές του σκούρου πράσινου χρώματος της λιγοστής βλάστησης. Ατενίζοντας από αυτόν τον φυσικό εξώστη, το βλέμμα βυθίζεται στην γαλήνια επιφάνεια της γαλάζιας απεραντοσύνης του Αιγαίου πελάγους. Η θέα από την κορυφή είναι πανοραμική και απλά σαγηνευτική, καθώς στο βάθος διαγράφεται η νήσος Σκύρος, ενώ εγγύτερα διακρίνονται οι νησίδες Κοίλη, Πλατεία και Πρασούδα, αλλά και προς την ενδοχώρα της νήσου διακρίνεται το οξύκορφο ανάστημα της εδαφικής έξαρσης του Οξύλιθου, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων νοτιότερα.
Εικ. 11: Τμήματα τειχών στην βορειοανατολική άκρη του οχυρωματικού περιβόλου, όπου πιθανόν να διαμορφώνονταν η πύλη του κάστρου.
Κατακλείδα.
Παρ’ όλα τα παραπάνω, το μεσαιωνικό οχυρό δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής από τους αρμόδιους φορείς, έτσι ώστε να αποκτήσει την θέση που του αρμόζει ανάμεσα στα σημαίνοντα ιστορικά μνημεία της Εύβοιας.
Σίγουρα απαιτείται μία συστηματική αρχαιολογική εξέταση των οχυρώσεων και των λοιπών κτιριακών καταλοίπων, μέσω της οποίας θα καταστεί δυνατή η ακριβής αποτύπωση της αρχιτεκτονικής του μορφής και θα δοθούν απαντήσεις στις χωροταξικές απορίες, αν δεν έχει εκπονηθεί ήδη μία σχετική μελέτη, που όμως δεν είναι διαθέσιμη εκτός των ακαδημαϊκών κύκλων. Τέλος επιβάλλεται η περαιτέρω ανάδειξη του κάστρου του Αγίου Γεωργίου από την τοπική αυτοδιοίκηση, καθόσον αποτελεί ένα εμβληματικό πολιτιστικό τοπόσημο της περιοχής της Κύμης, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα του ως ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα φρουριακής εγκατάστασης θαλάσσιας επιτήρησης.
Εικ. 12: Το μεσαιωνικό κάστρο του Αγίου Γεωργίου αποτελεί ένα ιστορικό τοπόσημο για την περιοχή της Κύμης, όντας ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα φρουριακής εγκατάστασης θαλάσσιας επιτήρησης.
Παραπομπές
[1] Η Χηλή βρίσκεται περίπου 2 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του κάστρου του Αγίου Γεωργίου και απέχει 4,6 χιλιόμετρα οδικώς από την Κύμη. Απέναντι από τον παραλιακό οικισμό σχηματίζεται το επίμηκες νησάκι Χηλή ή Κοίλη, όπως επισημαίνεται στους χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, ενώ στην ανατολική πλευρά του εντοπίστηκε ένα ευμέγεθες σπήλαιο με σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο. Σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου στα νοτιοανατολικά της Κοίλης διαμορφώνεται η νησίδα Πλατεία, και στα 8,5 χιλιόμετρα δυτικότερα από την δεύτερη απαντάται η νησίδα Πρασούδα με τον λιθόκτιστο φάρο της, ο οποίος άρχισε την λειτουργία του το έτος 1897.
[2] Στους παλαιούς χάρτες και πορτολάνους από τον 16ο αιώνα και έπειτα, εμφανίζονται σταθερά τα τοπωνύμια «Chimi» και «Kumi» στην περιοχή της σημερινής Κύμης, τα οποία μάλλον αντιστοιχούν σε κατοικημένο τόπο και όχι στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου, καθόσον το δεύτερο εκτιμάται ότι ήταν ερειπωμένο ή τουλάχιστον απαξιωμένο από τις απαρχές της Τουρκοκρατίας.
[3] Το φαράγγι του ρέματος «Αποκλείστης» έχει πλάτος 10 – 40 μέτρων και σχηματίζεται ανάμεσα στο όρος «Αξάνεμα» στα δυτικά και την βουνοσειρά Μεσοβούνια στα ανατολικά, στην οποία περιλαμβάνεται και το ύψωμα του κάστρου.
[4] Ο νεότερος ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου διαθέτει κτιστό τέμπλο, ενώ το εσωτερικό του είναι λιτό, χωρίς αγιογραφική διακόσμηση, αλλά ιδιαίτερα περιποιημένο.