Η άγνωστη ιστορία του μεσαιωνικού κάστρου στη βόρειο Εύβοια, ο ρόλος του στην Ευβοϊκή επανάσταση του 1821 και η εκτιμώμενη περιγραφή του βάση των σωζόμενων οχυρώσεων, δημοσιευόμενη για πρώτη φορά, αποκλειστικά στο Square.gr.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
«Οχυρώσεις στην Εύβοια (Μερικές λύσεις στα τοπογραφικά τους προβλήματα)», Θεόδωρος Σκούρας. ΑΕΜ, Τόμος Κ’, 1975.
«Ακροπόλεις, κάστρα, πύργοι της Εύβοιας», Θεόδωρος Σκούρας. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Εύβοιας, 2003.
«Voyage dans l’ Eubee, les iles Ioniennes et les Cyclades en 1841» – Jean Alexander Buchon – Paris – 1911.
«Negroponte: Untersuchungen und Siedlungsge-schichteder Insel Euboia wahrend der Zeit der Venezianerherrschaft», Koder, J. Vienna, 1973.
«Ελληνική Επανάστασις», Διονυσίου Κόκκινου. Εκδόσεις Διον. Πετσάλη, Τόμος 2ος, Έκδοση 2η, 1941, Αθήνα.
«Ευβοϊκά», Αρχιμανδρίτη Ναθαναήλ Ιωάννου. Εκ της Τυπογραφίας Ν. Βαρβαρέσου, 1857, Ερμούπολη.
«Αγγελής Γοβιός ή Γοβγίνας και η Ευβοϊκή Επανάσταση», Παπαστάμου Γιώργος. ΑΕΜ, Τόμος ΙΓ, 1966.
Ενδεικτικές Ιστοσελίδες – Ιστότοποι.
http://eviawelle.blogspot.gr/ Το κάστρο της Κλεισούρας.
http://mantoudi.blogspot.gr/ Το κάστρο της Κλεισούρας στην Β. Κ. Εύβοια (Δερβένι).
http://kireas.org/ Ενετικοί πύργοι και οχυρώσεις στον Κηρέα.
http://www.allaroundevia.gr/ Κάστρο Κλεισούρας.
http://www.kastra.eu/ Κάστρο Κλεισούρας.
http://www.messapianews.gr/ Το κάστρο της Κλεισούρας.
http://psaxniwths.blogspot.gr/ Το κάστρο της Κλεισούρας.
http://www.agiasofia.com/ Ελληνική επανάστασις 1821 – Μέρος Ζ’.
Ένα απόκρυφο κάστρο
Στο πολυσύνθετο μωσαϊκό των σωζόμενων αρχαίων και μεσαιωνικών μνημείων της Εύβοιας, το φρούριο της Κλεισούρας θα έπρεπε να έχει περίοπτη θέση, λόγω της αναμφισβήτητης ιστορικής αξίας του.
Δυστυχώς, παραμένει λησμονημένο και απόκρυφο, καθώς δεν είναι προσβάσιμο, ενώ τα ερείπια του επιμένουν να αντιστέκονται με πείσμα στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου και των στοιχείων της φύσεως. Την περίοδο της Λατινοκρατίας υπήρξε σημαντικότατο λόγω της γεωστρατηγικής σημασίας του. Δέσποζε στην κορυφή του υψώματος «Καστρί» της δυτικής παρειάς της στενωπού των αποκαλούμενων «Ευβοϊκών Τεμπών», που σχηματίζει ο ποταμός Κηρέας και σε απόσταση 6,5 χιλιομέτρων νοτίως του χωριού Προκόπι και 42 χιλιομέτρων από την Χαλκίδα. Η διάβαση στους στρατιωτικούς τοπογραφικούς χάρτες επισημαίνεται ως «Δερβένι»[1] και έχει μήκος 2,5 χιλιομέτρων.
Η θέση του κάστρου της Κλεισούρας σε δορυφορική αποτύπωση της περιοχής. Οι xρωματιστές γραμμές καταδεικνύουν τα προτεινόμενα δρομολόγια πρόσβασης στην κορυφή του υψώματος «Καστρί», ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει κάποιο ευκρινές μονοπάτι και η επικινδυνότητα μίας ανάβασης είναι αυξημένη λόγω του απόκρημνου εδάφους.
Που βρίσκεται το κάστρο της Κλεισούρας
Ο εντοπισμός των εναπομεινάντων οχυρώσεων του κάστρου είναι ένα προσωπικό στοίχημα για τους επίδοξους ερευνητές, καθώς η προσέγγιση είναι εξαιρετικά δυσχερής και δεν υφίσταται κάποιο σημασμένο ή ευκρινές μονοπάτι.
Οι ανατολικές και δυτικές καταπτώσεις του υψώματος είναι κρημνώδεις και απροσπέλαστες, με σχεδόν κάθετη κλίση σε ολόκληρο το μήκος τους. Η πρόσβαση στην κορυφή μπορεί να επιτευχθεί από τις άλλες δύο επικλινείς πλευρές, με αφετηρίες είτε τον ναό του Αγίου Γεωργίου επί της οδού Χαλκίδας – Αιδηψού, είτε από την τοποθεσία του Κεφαλόβρυσου στα νότια. Όμως και από αυτές τις κατευθύνσεις, το εγχείρημα της ανάβασης παρουσιάζει αρκετά μεγάλο βαθμό δυσκολίας εξαιτίας της οργιώδους βλάστησης και του διακοπτόμενου εδάφους, έτσι ώστε είναι απαραίτητη η καθοδήγηση από κάποιον έμπειρο συνοδό. Ενδεικτικά, ο ιατρός – ερευνητής Θεόδωρος Σκούρας που επισκέφτηκε την Κλεισούρα το 1973, αφηγείται τα εξής: «Πολύ κουραστικό το ανέβασμα μέσα από το πυκνό κλαρί, σε δύσβατο μέρος. Μαζί με το φίλο ορειβάτη Βασίλη Σπηρίλη χρειαστήκαμε πορεία έξι ωρών. Κάποτε ήταν εκεί ξυλοκαρβουνάδες και υπήρχε μονοπάτι για τις κινήσεις τους, φαρδύ και ωραίο. Εδώ όμως και 40 χρόνια, σχεδόν, έφυγαν και για να φτάσεις στο κάστρο πρέπει να ανεβαίνεις ψαχτά. Με το κλαδευτήρι κόβαμε κλαριά για να περάσουμε». Σήμερα, η φυσική μορφολογία του υψώματος δεν έχει διαφοροποιηθεί, με αποτέλεσμα να είναι ελάχιστοι αυτοί που τολμούν να ανέβουν στην κορυφή του δυσπρόσιτου λόφου.
Η θέση του κάστρου της Κλεισούρας στον Google map.
Τι σημαίνει η λέξη «Κλεισούρα»
Η λέξη «Κλεισούρα» σημαίνει την στενή διάβαση στο σημείο συνάντησης των κλιτύων δύο βουνών, ιδιαίτερα όταν αυτές είναι απότομες, όπως ακριβώς δημιουργείται στην προκειμένη περίπτωση από την χαράδρωση του ποταμού Κηρέα στην συγκεκριμένη τοποθεσία, ανάμεσα στα υψώματα «Καστρί» στα δυτικά και «Μαυρόπολι» στα ανατολικά.
Επίσης, με τον ίδιο όρο ονομάζονταν τα οχυρά που ανεγείρονταν για την φύλαξη αυτών των κλειστών περασμάτων στην λεγόμενη Βυζαντινή εποχή. Έτσι λοιπόν η προέλευση του ονόματος του «κάστρου της Κλεισούρας» θα πρέπει να θεωρείται απολύτως φυσιολογική. Στους παλαιούς χάρτες της Εύβοιας του ύστερου μεσαίωνα και μετέπειτα, επισημαίνεται με την Λατινική απόδοση του ως «Klissura», «Clesura», «Chiesura» και «Clausura». Η τελευταία από τις ξενικές ονομασίες δεν είναι παραφρασμένη, αφού η λέξη «Κλεισούρα» ετυμολογικά προέρχεται από την απόδοση του Λατινικού «Clausura» στην Ελληνική γλώσσα, σαν μεταφραστικό δάνειο, ή κατά παρετυμολογική σύνδεση αυτού με το θέμα «κλεισ-» του ρήματος «κλείνω». Η κυριολεκτική μετάφραση του «Clausura» από τα Ιταλικά είναι «απομόνωση».
Οι απρόσιτες δυτικές υπώρειες του υψώματος «Καστρί». Πίσω από την εδαφική έξαρση της κορυφής εκτείνεται η φρουριακή εγκατάσταση της Κλεισούρας.
Γιατί το ονόμαζαν επίσης «Σιδερόκαστρο» ή «Σιδερόπορτα»
Οι κάτοικοι το αποκαλούσαν επίσης «Σιδερόκαστρο» ή «Σιδερόπορτα», ονομασία για την οποία υπάρχουν δύο εκδοχές.
Σύμφωνα με την πιο αληθοφανή, προέκυψε από την σιδερένια καταφραγή που ασφάλιζε την πύλη του φρουρίου και διατηρούνταν ανέπαφη τουλάχιστον μέχρι και τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής το 1941 – 1944, οπότε και η οχύρωση της εισόδου μετατράπηκε σε ερείπια και τα μεταλλικά μέρη εξαφανίστηκαν, όπως επεξηγεί ο Θεόδωρος Σκούρας. Πάντως, αρκετοί υποστηρίζουν κάπως αυθαίρετα πως η κάτωθεν διάβαση των «Ευβοϊκών Τεμπών» κλείνονταν με μία σιδερένια πόρτα και έτσι προήλθε η επωνυμία, χωρίς να επιβεβαιώνεται από καμία πηγή αν υπήρχε κάποιο φυλάκιο εκεί. Με την πάροδο του χρόνου το ύψωμα της Κλεισούρας έλαβε το κοινότυπο τοπωνύμιο «Παλαιόκαστρο», που μεταφέρθηκε στους τοπογραφικούς χάρτες ως «Καστρί».
Άποψη της κοιλάδας του Προκοπίου από το τα βόρεια τείχη του κάστρου. Το χωριό διακρίνεται στα αριστερά της φωτογραφίας. Η θέα από την κορυφή του βραχώδους υψώματος είναι εκστατική.
Η ιστορία του Φρουρίου
Οι πληροφορίες για την ιστορία του φρουρίου είναι πολύ περιορισμένες. Ανεγέρθηκε κατά πάσα πιθανότητα λίγο μετά το 1205, όταν η Εύβοια πέρασε στα χέρια των Λομβαρδών Σταυροφόρων κατακτητών και τέθηκε λίγο αργότερα υπό τον έλεγχο των Βενετών επικυρίαρχων τους, δίχως να αποκλείεται τελείως το ενδεχόμενο ενός προγενέστερου Βυζαντινού οχύρου στην τοποθεσία.
Τότε, η επικράτεια της νήσου διαιρέθηκε σε τρία εδαφικά διαμερίσματα, σχηματίζοντας τις περιφέρειες των τριτημορίων (βαρωνίες) και το ισχυρό κάστρο της Κλεισούρας αποτέλεσε την στρατιωτική βάση του κεντρικού τριτημορίου, στο οποίο έδωσε και την ονομασία του ως «Terzero della Klissura»[2]. Από τη δεσπόζουσα θέση του ελέγχονταν πλήρως η μοναδική νευραλγική διάβαση από τη βόρεια προς τη νότια Εύβοια, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο χωμάτινος δρόμος που διέρχονταν από αυτή το μεσαίωνα θα ήταν πολύ στενότερος, σε σχέση με τη σημερινή εποχή. Όταν φτάσει κάποιος στο επίπεδο της κορυφής, διαπιστώνει εύκολα το αρκετά εκτεταμένο πεδίο επιτήρησης, που παρέχεται προς διάφορες κατευθύνσεις και κυρίως προς τον άξονα Προκόπι – Μαντούδι – Κήρινθος – Στροφυλιά – Αγία Άννα. Στα δε νοτιοανατολικά ξεδιπλώνεται η οροσειρά της Δίρφυς και είναι ορατός καθαρά ο κωνικός όγκος της ψηλότερης κορυφής της.
Τμήμα των σωζόμενων τειχών του βορειοδυτικού εξωτερικού περιβόλου. Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις, εξ πρώτης όψεως φαίνεται ότι στο κάστρο σχηματίζονταν τρεις οχυρωματικοί περίβολοι, ένας μεσαίος και δύο εξωτερικοί στις άκρες του.
Η Κλεισούρα ως φρυκτωρία
Το κάστρο σίγουρα θα ήταν ενταγμένο στο μεσαιωνικό δίκτυο εγκαίρου προειδοποιήσεως και συναγερμού μέσω φρυκτωριών, που λειτουργούσαν στους πύργους σε όλο το εύρος της Εύβοιας.
Τουλάχιστον ένας από τους εξαφανισμένους πια πύργους του, θα χρησιμοποιούνταν ως αναμεταδότης των φωτεινών σημάτων, έχοντας ανταπόκριση με τον πύργο που υπήρχε δύο χιλιόμετρα βορείως του χωριού Προκόπι, ενώ ενδέχεται να επικοινωνούσε με κάποιο άγνωστο σταθμό αναμετάδοσης, εγκαταστημένο στα υψηλότερα βουνά γύρω από τους οικισμούς Νέος Παγώντας και Άγιος. Από την αξιολόγηση των γεωστρατηγικών γνωρισμάτων της Κλεισούρας, συμπεραίνεται ότι πρόκειται για έδαφος καίριας τακτικής σημασίας, ανάγοντας το φρούριο στο σημαντικότερο της νησιώτικης ενδοχώρας. Όποιος το κατείχε μπορούσε να αποκόψει την Εύβοια στα δύο, κλείνοντας την διάβαση του Δερβενίου και απαγορεύοντας την διοχέτευση χερσαίων δυνάμεων ή ενισχύσεων από βορρά προς νότο και αντίστροφα.
Οι συνεχόμενοι επιμήκεις λιθοσωροί, που προσδιορίζουν το ίχνος των δυτικών νοτιοδυτικών τειχών του μεσαίου περιβόλου του κάστρου. Από την διακρινόμενη θεμελίωση τους υπολογίζεται ότι το πάχος τους ήταν περί τα 2 – 2,5 μέτρα.
Το κάστρο κατά τη διάρκεια των τελευταίων αναλαμπών της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (1261 – 1282) ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το 1261 από τους Φράγκους και κατά την διάρκεια της βασιλείας του προσπάθησε να ανασυστήσει την Βυζαντινή αυτοκρατορία, ανακτώντας τα χαμένα εδάφη που είχαν μετατραπεί πλέον σε Λατινικές ηγεμονίες.
Για δύο δεκαετίες η Ελληνική επικράτεια καταστάθηκε το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων και στην εξέλιξη τους η Εύβοια βρέθηκε αναπόδραστα στο μάτι του κυκλώνα. Με τους Βυζαντινούς συντάχθηκε ο Ιταλοκαρυστινός ιππότης Λικάριος, μία τυχοδιωκτική φυσιογνωμία που αρχικά ανέπτυξε πειρατική δράση στα παράλια της Καρύστου, ορμώμενος από ιδιοτελή κίνητρα εναντίον των βαρώνων της νήσου, του Λομβαρδικού οίκου των Δαλλεκαρτσέρι και των Βενετών. Με τις ενέργειες του κατάφερε να προσεταιριστεί τον Μιχαήλ Η’ κερδίζοντας την εύνοια του και στην πορεία αναδείχθηκε σε δεινό στρατιωτικό διοικητή των αυτοκρατορικών δυνάμεων. Το 1276 του απονεμήθηκε το αξίωμα του Μέγα Δούκα (αρχιναύαρχος των στόλων) και στο τέλος του ίδιου έτους, επικεφαλής ενός Βυζαντινού στρατεύματος, προελαύνει ακάθεκτος στην νησιωτική ενδοχώρα της Εύβοιας, σαρώνοντας κάθε Λατινική αντίσταση στο πέρασμα του. Ανάμεσα στα κάστρα που κυρίευσε ήταν και αυτό της Κλεισούρας, το οποίο διατηρήθηκε στην κατοχή των Βυζαντινών μέχρι το 1281, οπότε και περιήλθε στα χέρια των Βενετών του Νεγροπόντε με προδοσία. Λίγα χρόνια αργότερα έσβησε και το άστρο του Λικάριου και ο ίδιος πέρασε πλέον στην σφαίρα του θρύλου, ενώ το κάστρο παρέμεινε στην Βενετσιάνικη εξουσία για τους επόμενους δύο αιώνες περίπου.
Οι συνεχόμενοι επιμήκεις λιθοσωροί, που προσδιορίζουν το ίχνος των δυτικών νοτιοδυτικών τειχών του μεσαίου περιβόλου του κάστρου. Από την διακρινόμενη θεμελίωση τους υπολογίζεται ότι το πάχος τους ήταν περί τα 2 – 2,5 μέτρα.
Η Κλεισούρα επί Οθωμανικής κυριαρχίας και η εκεί δράση του Αλή Πασά
Ύστερα από την άλωση της Χαλκίδας το καλοκαίρι του 1470 από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή (1451 – 1481), η Οθωμανική κυριαρχία απλώνεται σε ολόκληρη την Εύβοια.
Οι Τούρκοι απαξιώνουν την Κλεισούρα, ακολουθώντας την συνηθισμένη τους πρακτική για όσα από τα οχυρά, εκτιμούσαν ότι ήταν άσκοπο να τα επανδρώσουν, επειδή δεν διέβλεπαν κάποια στρατηγική σκοπιμότητα σε αυτά ή δεν προστάτευαν άμεσα τα αστικά διοικητικά κέντρα και τους οικισμούς που εποίκιζαν. Το κάστρο θα επανέλθει στο προσκήνιο λίγο πριν την έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο πανούργος Αλή πασάς Τεπελενλής (1744 – 1822) έως το 1819, κατόρθωσε να επικρατήσει αυτόβουλα σε ολόκληρο τον Ελληνικό ηπειρωτικό χώρο, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου. Είχε δημιουργήσει ένα ημιαυτόνομο κράτος μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στο οποίο προσέθεσε και το ένα τρίτο της Εύβοιας, αποσπώντας την περιφέρεια του Ξηροχωρίου (Ιστιαίας), από την δικαιοδοσία των πασάδων της νήσου. Ο Τεπελενλής προσέλαβε για στρατιωτική υπηρεσία κάποιο Μιχαήλο από τη Στροφυλιά, αρχηγό ενός σώματος τριάντα αρματολών, ενώ στο Ξηροχώρι εγκαταστάθηκαν Αλβανοί μπέηδες, οι οποίοι διεύρυναν την επιρροή τους μέχρι την οχυρή τοποθεσία Άγιος[3]. Τότε το κάστρο της Κλεισούρας ενεργοποιήθηκε προσλαμβάνοντας συνοριακό χαρακτήρα και τοποθετήθηκε σε αυτό φρουρά Τουρκαλβανών. Οι δυσαρεστημένοι μπέηδες και αγάδες της Χαλκίδας εχθρεύονταν θανάσιμα τον αποστάτη Αλή πασά θεωρώντας τον καταπατητή, αλλά κανένας τους δεν τολμούσε να τον θίξει, αφού οι αυθαιρεσίες του είχαν επικυρωθεί εξαναγκαστικά από την Υψηλή Πύλη. Πολλοί από αυτούς διέθεταν κτήματα στις επαρχίες της βόρειας Εύβοιας, στα οποία δεν μπορούσαν να μεταβούν αν δεν τους επέτρεπαν τη διάβαση από το Δερβένι οι Αλβανοί του Ξηροχωρίου.
Τμήμα των νοτιοανατολικών τειχών του μεσαίου περιβόλου από το εσωτερικό του κάστρου.
Η Οθωμανική τυραννία στην Εύβοια
Την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες κάτοικοι της Χαλκίδας και γενικότερα ολόκληρης της νήσου βίωναν την σκληρότερη υποδούλωση από τον υπόλοιπο σκλαβωμένο πληθυσμό της χώρας.
Όπως τονίζει εμφαντικά για την περίπτωση της Εύβοιας ο ιστορικός συγγραφέας Διονύσιος Κόκκινος[4], καμία άλλη Ελληνική περιοχή πλην της Κρήτης δεν είχε υποστεί τόση καταδυνάστευση, γνωρίζοντας τον απόλυτο Τουρκικό αυταρχισμό, χαρακτηρίζοντας τους Χαλκιδαίους ως τους οικτρότερους ραγιάδες. Στους Ευβοείς νησιώτες δεν είχε παραχωρηθεί κανένα μετριοπαθές διοικητικό ή θρησκευτικό προνόμιο και βασανίζονταν όχι μόνο από τους Τούρκους αξιωματούχους, αλλά και από όλους τους Οθωμανούς κατοίκους. Εδώ η σφαγή ενός ραγιά από Μωαμεθανό δεν θεωρούνταν έγκλημα και δεν ζητούσε κανείς από τους φονιάδες να λογοδοτήσουν, όταν τα θύματα τους ήταν Έλληνες. Η καθημερινή τυραννική καταπίεση έπληττε τις θεμελιώδεις δομές της τοπικής κοινωνίας, σε τέτοιο βαθμό που στην Εύβοια δεν συγκροτήθηκαν μόνιμα κλέφτικα καπετανάτα, ενώ η Φιλική εταιρεία μόλις που είχε κατορθώσει να μυήσει ελάχιστους Έλληνες. Ωστόσο, οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης δημιούργησαν στους κατοίκους της Εύβοιας, ένα διογκούμενο υποβόσκον μένος κατά των Τούρκων δυναστών, φουντώνοντας στις καρδίες τους τον πόθο για ελευθερία. Η έναρξη του αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας στα τέλη Μαρτίου του 1821, προκάλεσε έντονη αναταραχή στους μπέηδες και τους αγάδες της Χαλκίδας, οι οποίοι αποφάσισαν να επιβάλλουν ένα καθεστώς τρομοκρατίας στην περιφέρεια, προβαίνοντας σε βαναυσότητες και φόνους ανυποψίαστων Ελλήνων, με πρόσχημα την πρόληψη κάθε απόπειρας εξέγερσης από μέρους τους. Όμως, η ασυγκράτητη φλόγα του επαναστατικού κινήματος δεν θα αργούσε να μεταλαμπαδευτεί στο Γριπονήσι και το κάστρο της Κλεισούρας θα διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο στα πρώτα πολεμικά γεγονότα.
Η βάση του νοτιοανατολικού αμυντικού πύργου του μεσαίου περιβόλου. Από το σημείο αυτό υπήρχε οπτική επαφή με την κάτωθεν διάβαση του Δερβενίου.
Η κλεισούρα γίνεται καταφύγιο των Ευβοιωτών επαναστατών του 1821
Στις 11 Απριλίου 1821 έφτασε στην Χαλκίδα, ο διαβόητος Ομέρ μπέης της Καρύστου, ο ικανότερος όλων των Τούρκων διοικητών της Εύβοιας και ο πλέον αδίστακτος, γνωστοποιώντας στους εκεί Οθωμανούς αξιωματούχους τις εξακριβωμένες πληροφορίες του για την εξέλιξη της επανάστασης των ραγιάδων στον Ελληνικό χώρο.
Επακολούθησε συμβούλιο με την συμμετοχή Ελλήνων προκρίτων, με την συμμετοχή του μητροπολίτη Ευρίπου Γρηγόριου εξ’ Αργυροκάστρου και του κρατούμενου προεστού Δημήτριου Αποστολίδη, ο οποίος ασκούσε μεγάλη επιρροή στους Ευβοείς. Στην σύσκεψη αποφασίστηκε ο καταρτισμός τριών μεικτών επιτροπών από Τούρκους και Έλληνες, που θα αποστέλλονταν σε βόρεια, κεντρική και νότια Εύβοια αντίστοιχα, προκειμένου να προβούν στον αφοπλισμό του γηγενούς υπόδουλου πληθυσμού. Για τον σκοπό αυτό μετέβηκε για περιοδεία στο κεντρικό τμήμα της νήσου ο πρωτοσύγκελος Βαρλαάμ από την Σκύρο, συνοδευόμενος από τον Αμούς αγά και άλλο ένα Τούρκο. Στο μεταξύ, είχε ξεκινήσει ήδη ο επαναστατικός αναβρασμός με επίκεντρο τη Λίμνη, όπου συγκροτήθηκε ένας μικρός στολίσκος αποτελούμενος από τέσσερις Λιμνιώτικες σκούνες και δύο εξοπλισμένα μπρίκια, σταλμένα από το Τρικκέρι Μαγνησίας. Στο παραθαλάσσιο κεφαλοχώρι συγκεντρώθηκαν και αρκετοί Χαλκιδαίοι, ξεφεύγοντας από την στενή επιτήρηση των Μωαμεθανών δυναστών. Ο δε πρωτοσύγκελος Βαρλαάμ φτάνοντας στο χωριό Κοντοδεσπότι, κατόρθωσε να απαλλαγεί από τους δύο Τούρκους συνοδούς του, με την βοήθεια ένοπλων βοσκών και μαζί τους κατευθύνθηκε στην τοποθεσία του Άγιου, καταφεύγοντας στο κάστρο της Κλεισούρας. Εκεί είχαν αρχίσει να συναθροίζονται πολλοί αναστατωμένοι αγρότες των γύρω περιοχών, αναζητώντας ένα ασφαλές καταφύγιο στην δυσπρόσιτη τοποθεσία. Μάλιστα, θεωρώ πολύ πιθανό να εξουδετέρωσαν πρώτα τους Τουρκαλβανούς του Αλή πασά, που φυλούσαν την διάβαση του Δερβενίου, αν αυτοί βρίσκονταν ακόμα στη θέση τους.
Τμήμα των ανατολικών τειχών του μεσαίου περιβόλου.
Τμήμα των ανατολικών τειχών του μεσαίου περιβόλου.
Στο μεσαιωνικό κάστρο της Κλεισούρας σχηματίστηκε το πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο στην Εύβοια.
Παράλληλα, στην Λίμνη οι ένθερμοι αγωνιστές Νικόλαος Τομαράς και Γεώργιος Βαλτινός Ιατρού[5] προχώρησαν στην στρατολόγηση ανδρών από τον τοπικό πληθυσμό και στις 25 Μαΐου 1821 αφίχθηκαν στην Κλεισούρα, όπου συνάντησαν τον πρωτοσύγκελο Βαρλαάμ και τους χωρικούς.
Με αυτούς είχε ενωθεί και ένας αριθμός Χαλκιδαίων, που έφευγαν κρυφά από την πόλη για να γλιτώσουν από τα βίαια κατασταλτικά μέτρα των Οθωμανών. Έτσι λοιπόν, στο μεσαιωνικό κάστρο σχηματίστηκε το πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο στην Εύβοια. Από εδώ εκδόθηκαν οι προκαταρτικές αυτονομιστικές προκηρύξεις προς τους Έλληνες της νήσου με τις υπογραφές των Τομαρά, Ιατρού και Βαρλαάμ. Στις 27 Μαΐου, έφτασε στο φρούριο προερχόμενος από Τρικκέρι, ο οπλαρχηγός Βερούσης Μουτσανάς[6], πρώτος εξάδελφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που είχε ορισθεί να αναλάβει την αρχηγία των επαναστατικών όπλων στην Εύβοια. Ήταν επικεφαλής ενός σώματος ενόπλων, στο οποίο συγκαταλέγονταν ο Γιαννιός Χαλκιάς, ο Τουρκοστάθης και τρεις ιερείς από το Ξηροχώρι (Ιστιαία). Αμέσως ο ενθουσιώδης επαναστατικός στρατός ξεκίνησε για να επιτεθεί στην Χαλκίδα, σε συνεννόηση με τον στολίσκο των Λιμναίων που αγκυροβόλησε στον όρμο των Πολιτικών. Η δύναμη του Βερούση ανέρχονταν σε 2.000 άνδρες, αλλά ανεπαρκέστατα οπλισμένους, καθώς μόνο οι 500 από αυτούς έφεραν τυφέκια με λιγοστά πυρομαχικά. Η βιαστική ενέργεια εναντίον της Χαλκίδας στις 28 Μαίου 1821 κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, λόγω ελλιπούς σχεδιασμού, αφελέστατων διοικητικών σφαλμάτων και απειθαρχίας πολλών αγωνιστών. Μετά από λίγες ημέρες, ο Βερούσης κατόρθωσε να αναδιοργανώσει το στρατό του στο κάστρο της Κλεισούρας και προσπάθησε να εκστρατεύσει εκ νέου στην πρωτεύουσα της νήσου, γνωρίζοντας ξανά συντριπτική ήττα στο πεδινό μέρος του οικισμού Δοκός. Οι Τούρκοι διέλυσαν το επαναστατικό σώμα, κατασφάζοντας πάρα πολλούς άνδρες και κατόπιν προέβηκαν σε ωμότητες κατά του τοπικού πληθυσμού. Ύστερα από την νέα αποτυχία, οι Ευβοείς αφαίρεσαν από τον Βερούση την ηγεσία και την ανέθεσαν προσωρινά στο Νικόλαο Τομαρά.
Το καλύτερα διατηρημένο τμήμα των ανατολικών τειχών του μεσαίου περιβόλου από το εσωτερικό του φρουρίου.
Ο Αγγελής Γοβιός επικεφαλής της επαναστάσεως. Ο ρόλος του κάστρου επί των ημερών του.
Εντός του Ιουνίου 1821, πραγματοποιήθηκε συμβούλιο των Ελλήνων προκρίτων και στρατιωτικών στην Λίμνη, για την εξεύρεση ικανού επικεφαλή της επανάστασης στην Εύβοια.
Άπαντες οι συμμετέχοντες ψήφισαν ομόφωνα ως αρχηγό τον φημισμένο Λιμναίο οπλαρχηγό Αγγελή Γοβγίνα ή Γοβιό, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην θρυλική μάχη στο χάνι της Γραβιάς στο πλευρό του φίλου του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Το όνομα του αναφέρονταν με θαυμασμό στη νήσο, τόσο για την προηγούμενη δράση του ως αρματολός, όσο και για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Μάλιστα ορισμένοι τον αποκαλούσαν «Αετό της Εύβοιας». Μόλις ανακοινώθηκε η απόφαση, ο Γοβγίνας έσπευσε να μεταβεί στην Λίμνη, γνωρίζοντας θερμή υποδοχή και κατόπιν κατευθύνθηκε στην τοποθεσία «Βρυσάκια» Ψαχνών[7]. Εκεί είχε μεταφερθεί το επαναστατικό στρατόπεδο από το κάστρο της Κλεισούρας, το οποίο όμως εξακολουθούσε να επανδρώνεται, αποτελώντας ανάχωμα στις διαρκείς επιδρομές των Τούρκων, που δεν τολμούσαν να περάσουν από την διάβαση του Δερβενίου, εξαιτίας της οχυρής θέσης του. Με την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Γοβγίνα, ανασυντάχθηκαν γρήγορα οι αποδιοργανωμένοι Έλληνες αγωνιστές και ξεκίνησαν με επιτυχία τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι κλείστηκαν πίσω από τα μεσαιωνικά τείχη της Χαλκίδας. Αυτή η έντονη επαναστατική δραστηριότητα δεν θα περνούσε απαρατήρητη από τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσσέ Μεχμέτ, που κατέρχονταν για να καταπνίξουν την εξέγερση των ραγιάδων στον χερσαίο Ελληνικό χώρο. Οι δύο Τούρκοι στρατηγοί βρίσκονταν τότε στην Βοιωτία και δεν σκόπευαν να αφήσουν εκτεθειμένα τα πλευρά τους στους στασιαστές της Εύβοιας.
Πορτραίτο του Αγγελή Γοβιού, ο οποίος ήταν από τους στενούς συνεργάτες του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τον Ιούνιο του 1821 ανέλαβε την αρχηγία των επαναστατικών όπλων της Εύβοιας.
Η μάχη στα Βρυσάκια
Στις 15 Ιουλίου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης επικεφαλής μίας δύναμης 2.000 επίλεκτων ανδρών κατέφθασε στην Χαλκίδα και αμέσως κινήθηκε για να διασκορπίσει το στρατόπεδο των επαναστατών στα «Βρυσάκια».
Ακολούθησε μία επική μάχη διαρκείας επτά ωρών, κατά την οποία ο Αγγελής Γοβγίνας διεύθυνε με αριστουργηματικό τρόπο το μικρό σώμα των 400 απειροπόλεμων αγωνιστών που διέθετε και κατόρθωσε να αναχαιτίσει τις τρεις λυσσαλέες εφόδους των Τούρκων και να τους τρέψει σε φυγή. Η νίκη των Ελληνικών όπλων στα «Βρυσάκια» είχε εξαιρετική σημασία, επειδή επέδρασε αρνητικά επί του ηθικού του αντίπαλου, με δεδομένο ότι ήταν η πρώτη ήττα του Ομέρ Βρυώνη σε μάχη εκ παρατάξεως. Ο εξοργισμένος πασάς με την επιστροφή του στην Χαλκίδα, ειδοποίησε τον διοικητή της Καρύστου Ομέρ μπέη, να σπεύσει προς συνάντηση του. Ο τελευταίος μόλις είχε λεηλατήσει και πυρπολήσει την Κύμη, η οποία είχε σηκώσει μεμονωμένα την σημαία της ελευθερίας και στρατοπέδευε στο χωριό Όριον. Οι δύο Οθωμανοί αξιωματούχοι αποφάσισαν από κοινού να εκτελέσουν νέα επίθεση κατά των αυθαδέστατων ραγιάδων και διενέργησαν γενική στρατολογία στην Χαλκίδα. Περί την 18 Ιουλίου, με αυξημένες δυνάμεις προέλασαν προς τα «Βρυσάκια», αλλά ο Γοβγίνας έχοντας εξαντλήσει το μεγαλύτερο μέρος των πολεμοφοδίων του, έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τον εχθρό σε ανοιχτό πεδίο και αποσύρθηκε στο κάστρο της Κλεισούρας, αποκλείοντας το πέρασμα του Δερβενίου. Οι Τούρκοι προχώρησαν ανενόχλητοι κατακαίγοντας τις καλύβες των Ελληνικών χωριών στο διάβα τους, φτάνοντας στην περιοχή του Άγιου. Όμως, μόλις ο Ομέρ Βρυώνης διαπίστωσε πως ήταν σχεδόν αδύνατο να επιτεθεί σε εκείνη την αετοφωλιά του δυσπόρθητου φρουρίου, εκτιμώντας ότι οι άνδρες του θα αποδεκατίζονταν μέσα στο άγριο φαράγγι, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια και επέστρεψε πίσω στην Χαλκίδα.
Άποψη των ανατολικών τειχών του μεσαίου περιβόλου του κάστρου της Κλεισούρας.
Η διάβαση του Δερβενίου αδιάβατη για τον Οθωμανό κατακτητή.
Έπειτα από αυτή την εξέλιξη, ο Ομέρ Βρυώνης αποφάσισε να φύγει από την Εύβοια με προορισμό την Αθήνα, όπου οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί στην Ακρόπολη και πολιορκούνταν ασφυκτικά από τους εκεί επαναστάτες.
Μάταια οι μπέηδες και οι αγάδες της Χαλκίδας τον παρακαλούσαν να μείνει και να προελάσει μέχρι το Δερβένι για να τους απαλλάξει από τους ενοχλητικούς ραγιάδες στασιαστές. Ο αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ Ιωάννου[8] αφηγείται στα «Ευβοϊκά» του, ότι ο πασάς απάντησε στις απεγνωσμένες εκκλήσεις τους ως εξής:
«Σεις με λέγατε ότι είναι μερικοί χωριάτες και κλέφτες. Εγώ επέρασα όλην την Ρούμελην με πόλεμον, μα τέτοιο τουφέκι δεν είδα πουθενά. Έχασα το καλύτερο μου στράτευμα εις τα Βρυσάκια και δεν ημπόρεσα να τους χαλάσω. Πως θα μπορέσω να τους βγάλω από το Δερβένι; Αυτοί είναι όλο κλέφτικο τουφέκι διαλεγμένο και όχι χωριάτες, καθώς με λέτε σεις. Καθήσατε, φυλάξατε το κάστρο (της Χαλκίδας) και μη βγαίνετε έξω έως να σας έρθει άλλο ιμνάτι».
Αν και από αρκετούς αμφισβητείται κατά πόσο ο Ομέρ Βρυώνης είπε αυτά τα λόγια, εντούτοις και μόνο το γεγονός πως αυτή φήμη κυκλοφορούσε ανά την Εύβοια, αρκεί για να καταδείξει την δημιουργία πολεμικού φρονήματος στους τοπικούς αγωνιστές μετά τις νίκες τους στα «Βρυσάκια» και στην διάβαση του Δερβενίου. Ο Αγγελής Γοβγίνας συνέχισε να χρησιμοποιεί το κάστρο της Κλεισούρας ως ορμητήριο, αλλά δυστυχώς δολοφονήθηκε στις 28 Μαρτίου του 1822 λίγο μακρύτερα από τα «Βρυσάκια», στην τοποθεσία «Δύο Βουνά», λίγο έξω από τη σημερινή Αρτάκη προς Ψαχνά, σε μία καλοστημένη ενέδρα των Τούρκων μετά από μία σειρά ατυχών συγκυριών. Ο θάνατος του έμπειρου οπλαρχηγού αποτέλεσε την βασικότερη αιτία της αποτυχίας της επανάστασης στην Εύβοια, η οποία τελικά καταπνίγηκε ολοσχερώς γύρω στο 1825[9], με επιμύθιο την αποτυχημένη εκστρατεία του Κάρολου Φαβιέρου κατά της Καρύστου τον Μάρτιο του 1826.
Διακεκομμένα τμήματα των ανατολικών τειχών του μεσαίου περιβόλου.
Διακεκομμένα τμήματα των ανατολικών τειχών του μεσαίου περιβόλου.
Η περιγραφή του κάστρου από τον Ζαν Αλεξάντερ Μπυσόν (Jean Alexander Buchon)
Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας από τους Τούρκους, το απρόσιτο μεσαιωνικό φρούριο πέρασε οριστικά στην αφάνεια, προσελκύοντας σποραδικά τα ερευνητικά βλέμματα ορισμένων ανήσυχων περιηγητών και αναδιφητών, οι οποίοι επιχείρησαν την κοπιώδη ανάβαση στην κορυφή του υψώματος.
Πρωτοπόρος υπήρξε ο Γάλλος λογοτέχνης Ζαν Αλεξάντερ Μπυσόν (Jean Alexander Buchon)[10], ο οποίος ανέβηκε στο ύψωμα στις 23 Μαΐου 1841 και όπως αφηγείται στις εντυπώσεις από το ταξίδι του στην Εύβοια, μέχρι τότε δεν το είχε επισκεφτεί άλλος Ευρωπαίος περιηγητής. Στο απόσπασμα που σχετίζεται με το κάστρο της Κλεισούρας καταγράφει με γλαφυρό τρόπο τα εξής:
«Η κοιλάδα στην οποία εισέρχεται ο ποταμός Κηρέας είναι η ωραιότερη που έχω δει στη ζωή μου. Φασκομηλιές, αγριολούλουδα όλων των χρωμάτων καθώς και δάφνες και πικροδάφνες κοσμούσαν το υπέροχο τοπίο. Επίσης υπήρχαν σπήλαια που προσέφεραν πιο παχύ ίσκιο κι από τα δέντρα. Οι βράχοι σχηματίζουν σχεδόν κάθετο τείχος, σχεδόν λείο και αρκετά υψηλό. Μας φάνηκε αδύνατο να το ανέβουμε, καθώς το κοιτούσαμε από χαμηλά. Όμως έπειτα από κόπο τριών ωρών καταφέραμε να φτάσουμε στην κορυφή. Αρχικά συναντήσαμε τα ερείπια του πρώτου εξωτερικού τείχους και μετά από λίγα μόλις βήματα είδαμε και το δεύτερο τείχος. Τα τείχη επιστέφουν τους βράχους και φτάνουν μέχρι το τέλος του στενού περάσματος, υποθέτω ότι θα έκλειναν το πέρασμα που λέγεται Σιδερόπορτα. Ένας τετραγωνικός πύργος σε μικρό έξαρμα, σαν προπύργιο, συνδέεται με το άλλο τείχος στο οποίο εναλλάσσονται οι λαξευμένοι και οι φυσικοί ογκόλιθοι. Εντός του φρουρίου υπάρχουν δεξαμενές νερού, ερείπια ναών και κατοικιών, καθώς κι ένα σκιερό πάρκο. Χαμηλότερα, περικλείονται εντός των τειχών και πολλοί ερειπωμένοι πύργοι. Συνολικά, το φρούριο πρέπει να έχει περίπου ½ ή ¾ της λεύγας περίμετρο (δηλ. περί τα 2,2 με 3,3 χιλιόμετρα)[11]. Τα τείχη του φρουρίου έχουν πάχος πέντε ποδών (δηλ. περί το 1,5 μέτρο) και είναι κτισμένα με λίθους και κονίαμα κατά τον Φραγκικό τύπο δομήσεως. Το βλέμμα μας απλώνεται προς το μεγάλο μέρος της Εύβοιας, μπορούμε να διακρίνουμε τον Ευβοϊκό και το Αιγαίο. Κοντά βρίσκεται και το νησί Σκόπελος. Επίσης κοντά βρίσκεται και η βραχώδης κορυφή του όρους Κανδήλιον. Στο βάθος όμως του φαραγγιού κυριαρχεί η βλάστηση. Μπορούμε να δούμε και κάποιες βουνοπλαγιές στα οποία υπάρχουν μικρά χωριά, καθώς και την κοιλάδα του Προκοπίου».
Γκραβούρα των ερειπίων του κάστρου της Κλεισούρας από τον Γάλλο συγγραφέα Αλεξάντερ Μπυσόν στα 1841.
Η κατάσταση του κάστρου τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια
Όταν επισκέφτηκε τη φρουριακή εγκατάσταση ο Μπυσόν στα μέσα του 19ου αιώνα[12], σίγουρα βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση από την σημερινή, καθώς κάνει λόγο για ερείπια πολλών πύργων, οικοδομημάτων και ναών, αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι πία ορατό, εξαιτίας των φυσικών καταστροφών και της πλήρους εγκατάλειψης του μνημείου στη σύγχρονη εποχή.
Οι οχυρώσεις είναι πολύ πιθανό να μεταβλήθηκαν σταδιακά σε λιθοσωρούς από περιοδικούς σεισμούς που έπληξαν την Εύβοια ανά τους αιώνες και η καταστροφή τους να επηρεάστηκε και από τις τεχνητές δονήσεις του υψώματος της Κλεισούρας, λόγω των ισχυρών εκρήξεων κατά τις εργασίες για τη διάνοιξη και διαπλάτυνση της κάτωθεν διαβάσεως του Δερβενίου στην σύγχρονη εποχή, κατά τις οποίες ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες ποσότητες δυναμίτιδας. Βέβαια, οι διαστάσεις της περιμέτρου και των τειχών που παραθέτει ο Γάλλος λόγιος αποκλίνουν από τις πραγματικές και οφείλονται μάλλον στον εμπειρικό υπολογισμό του.
Το κεντρικό τμήμα των ανατολικών εσωτερικών τειχών, όπου εκτιμάται ότι ενδεχομένως να υπήρχε η πύλη του μεσαίου περιβόλου, λόγω του μεγάλου ανοίγματος με απουσία δόμων, που διακρίνεται στα δεξιά της φωτογραφίας.
Η Κλεισούρα κατά τον 20ο αιώνα
Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν ένας αιώνας για να ασχοληθεί ξανά κάποιος με το λησμονημένο φρούριο.
Συγκεκριμένα, ο δικηγόρος και ερευνητής από την Λίμνη Ευβοίας, Νικόλαος Μπελάρας, στο βιβλίο του «Το Ελύμνιον» που εκδόθηκε το 1939 το χαρακτηρίζει ως «άγριο και μεγαλοπρεπές», σημειώνοντας ότι η πρόσβαση σε αυτό ήταν δυνατή μόνο από την μία αλλά πολύ απότομη πλευρά του υψώματος, ενώ οι άλλες τρεις δεν ήταν προσπελάσιμες, καθόσον η διαμόρφωση τους ήταν τελείως κρημνώδης. Επιπλέον, αναφέρει πως όταν έφτασε στην κορυφή συνάντησε ερείπια του περιβόλου, των τετράγωνων πύργων και ίχνη κατοικιών.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1969, ο Βυζαντινολόγος Γιοχάννες Κόντερ (Johannes Koder)[13] επισκέπτεται την τοποθεσία της Κλεισούρας στα πλαίσια των μελετών του για το μεσαιωνικό Νεγροπόντε, χωρίς ωστόσο να δώσει λεπτομερή περιγραφή. Απλά αρκείται στην παρατήρηση ότι μπορούσαν να εντοπιστούν μόνο τα ερείπια της πύλης και μίας δεξαμενής, γιατί μία μεγάλη έκταση είχε καλυφθεί από άγρια και απροσπέλαστη βλάστηση. Είναι πολύ πιθανό ο Αυστριακός ιστορικός να μη δοκίμασε τη δύσκολη ανάβαση προς την κορυφή και να πήρε τις αόριστες πληροφορίες για την κατάσταση των οχυρώσεων από κατοίκους της περιοχής. Όπως προαναφέρθηκε, ο ιατρός Θεόδωρος Σκούρας διενέργησε επιτόπια έρευνα το 1973 και είναι ο δεύτερος μετά τον Μπυσόν, που αναφέρει αρκετά ιστορικά και χωροταξικά στοιχεία για το κάστρο, όμως και πάλι δεν παρέχεται μία πλήρης εικόνα για αυτό, η οποία θα επιδιωχθεί να διασαφηνιστεί συμπερασματικά στο παρόν άρθρο, με τον συσχετισμό όλων των διαθέσιμων δεδομένων. Τα τελευταία χρόνια λίγοι τολμηροί φυσιολάτρες, αναδιφητές και ορειβάτες μπήκαν στον κόπο να έλθουν μέχρι εδώ, παρακινούμενοι περισσότερο από την περιέργεια που προκαλεί το άγνωστο, αλλά κανένας δεν προσπάθησε να εντρυφήσει στην ιστορία του τόπου και να εξετάσει υποτυπωδώς την αρχιτεκτονική μορφή του φρουριακού συγκροτήματος.
Η μία από τις δύο ημιυπόγειες κιστέρνες του κάστρου, πλησίον στο κέντρο των νοτιοδυτικών τειχών.
Η μία από τις δύο ημιυπόγειες κιστέρνες του κάστρου, πλησίον στο κέντρο των νοτιοδυτικών τειχών.
Περιγραφή του κάστρου της Κλεισούρας
Μία πρώτη απόπειρα της περιγραφής του κάστρου δύναται να πραγματοποιηθεί με βάση το διακριτό περίγραμμα των σωζόμενων οχυρώσεων σε συσχετισμό με την δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας, χωρίς να παραβλέπονται τα περιθώρια σφάλματος, τα οποία μπορούν να καλυφθούν μόνο από μία συστηματική αρχαιολογική έρευνα.
Σύμφωνα με όλες τις επιφανειακές ενδείξεις, είχε ένα ακανόνιστο επίμηκες σχήμα, σχεδόν παραλληλόγραμμο, με τις μεγάλες πλευρές να συγκλίνουν προς τα νοτιοανατολικά. Παρακολουθώντας το ίχνος των γραμμικών λιθοσωρών στο έδαφος, γίνεται αντιληπτό ότι διέθετε τρεις διαδοχικούς περιβόλους, με τον μεσαίο να είναι μεγαλύτερος, δύο από τους οποίους τους είχαν επισημανθεί και από τον Μπυσόν κατά την επίσκεψη του. Η συνολική περίμετρος των τειχών του υπολογίζεται περί τα 700 μέτρα, με σχετική προσέγγιση, περικλείοντας μία έκταση 21,5 στρεμμάτων[14], ενώ το πάχος τους ήταν 2 με 2,5 μέτρα.
Στην βορειοδυτική γωνία του μεσαίου περιβόλου ορθώνεται το τριγωνομετρικό κολωνάκι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, με το υψόμετρο της κορυφής της Κλεισούρας να ανέρχεται στα 500 μέτρα, όπως καταγράφεται στους τοπογραφικούς χάρτες[15]. Σε απόσταση περίπου 80 μέτρων στην ευθεία από αυτό το σημείο και πλησίον των νότιων τειχών βρίσκονται τα ερείπια μίας ημιυπόγειας πετρόκτιστης κιστέρνας, διαστάσεων τουλάχιστον 3,5 Χ 10 μέτρων, με εμφανή σημάδια επιχρισμάτων.
Ο ενδιάμεσος πύργος ή προμαχώνας των ανατολικών εσωτερικών τειχών (διατείχισμα) του μεσαίου περιβόλου.
Τα ανατολικά τείχη
Προχωρώντας παρακάτω αντικρίζουμε τα ανατολικά τείχη (διατείχισμα) του εσωτερικού περιβόλου, που διατηρούνται ακόμα σε αρκετά καλή κατάσταση σε μήκος γύρω στα 58 με 60 μέτρα και φθάνοντας σε ύψος έως και τα 3 μέτρα.
Στην νοτιοανατολική άκρη τους διακρίνεται η βάση ενός τετράγωνου αμυντικού πύργου, από τον οποίο επιτηρούνταν η είσοδος στην διάβαση του Δερβενίου από την κατεύθυνση του Νέου Παγώντα, ενώ στην συνέχεια των τειχών συναντάμε τα ίχνη ενός άλλου ενδιάμεσου πύργου ή προμαχώνα. Περίπου στο κέντρο τους υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο άνοιγμα, όπου μπορούμε να υποθέσουμε πως ίσως εκεί να υπήρχε η εσωτερική πύλη του μεσαίου περιβόλου. Το πάχος του διατειχίσματος είναι ελαφρώς μικρότερο από ότι του περιβόλου, αγγίζοντας το 1,5 μέτρο και σε κάποια σημεία εμφανίζονται τα υπολείμματα του στενού περίδρομου. Ο τύπος της λιθοδομής είναι δυτικότροπος, από μεσαίου μεγέθους λίθους συνταιριασμένους μεταξύ τους και με χρήση συνδετικού κονιάματος. Το δε οικοδομικό υλικό ολόκληρης της φρουριακής εγκατάστασης λήφθηκε από τον περιβάλλοντα χώρο, παρατηρώντας ότι το είδος των πετρωμάτων είναι ίδιο με τα γκριζωπά βράχια του υψώματος. Άλλωστε και μόνο η επιβαλλόμενη διευθέτηση της κορυφής, ώστε να μετατραπεί σε ένα σχετικά επίπεδο πλάτωμα, σίγουρα θα παρείχε αφθονία λίθων.
Άποψη από το σωζόμενο κατώφλι της κύριας πύλης του κάστρου (σιδερόπορτα) τμήμα από το κατώφλι της σιδερόπορτας, όπου στο άκρο διακρίνεται το πεσμένο ολόσωμο τμήμα του προστατευτικού πύργου και δεξιά τα στεκούμενα ερείπια από τον ένα τοίχο του.
Η πύλη του κάστρου
Η κύρια πύλη του φρουρίου προσδιορίζεται στην νοτιοανατολική γωνία του πρώτου εξωτερικού περιβόλου, που εκτείνονταν ένα επίπεδο κάτω από τον μεσαίο, όπως φανερώνεται από ένα μικρό διάδρομο στα υφιστάμενα ερείπια, ο οποίος υποδηλώνει την ύπαρξη κατωφλιού.
Αυτή πρέπει να ήταν η αποκαλούμενη «σιδερόπορτα» και να ασφαλίζονταν επιπρόσθετα με μεταλλική καταφραγή πίσω από τα θυρόφυλλα. Η πύλη προστατεύονταν από ένα μεγάλο τετράγωνο πύργο που το μεγαλύτερο τμήμα του είναι πεσμένο ολόσωμο μπροστά από την βάση του και μόνο τα λείψανα ενός τοίχου του στέκουν ακόμα σε ύψος αρκετών δόμων. Η πρόσβαση στο κάστρο μάλλον γίνονταν από αυτή την πλαγιά του υψώματος την μεσαιωνική περίοδο, μέσω μιάς εξαφανισμένης πλέον ατραπού, ξεκινώντας από κάποιο σημείο κοντά στην τοποθεσία «Κεφαλόβρυσο».
Άποψη από το σωζόμενο κατώφλι της κύριας πύλης του κάστρου (σιδερόπορτα) τμήμα από το κατώφλι της σιδερόπορτας, όπου στο άκρο διακρίνεται το πεσμένο ολόσωμο τμήμα του προστατευτικού πύργου και δεξιά τα στεκούμενα ερείπια από τον ένα τοίχο του.
Η υπόλοιπη οχυρωματική περίμετρος
Στην υπόλοιπη περίμετρο, συμπεριλαμβανομένου και του άνωθεν τρίτου εξωτερικού περιβόλου, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί κανένα άλλο κατάλοιπο από αμυντικούς πύργους ή πύλες και ούτε μπορούμε να κάνουμε κάποια ασφαλή εκτίμηση για τον αριθμό τους, ένεκα της ολοσχερούς ερείπωσης των οχυρώσεων.
Στον συνεχή λιθοσωρό των βόρειων – βορειοανατολικών τειχών, όπου κατά διαστήματα διατηρούνται μερικά δομημένα τμήματα, δημιουργείται μία καμπή στο πάνω τμήμα τους, που δίνει την εντύπωση ενός ευμεγέθη τριγωνικού προμαχώνα, χωρίς αυτό να μπορεί να επιβεβαιωθεί από την επιφανειακή έρευνα. Μολονότι δεν διασώζονται οι επάλξεις, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτές θα πρέπει να ήταν οδοντωτές, κατά τα πρότυπα της μεσαιωνικής οχυρωματικής τέχνης.
Διατηρούμενα τμήματα των βόρειων – βορειοανατολικών τειχών.
Διατηρούμενα τμήματα των βόρειων – βορειοανατολικών τειχών.
Οι κιστέρνες του κάστρου
Περί το μέσο των τειχών της βόρειας πλευράς του οχυρωματικού περιβόλου, συναντάμε το άνοιγμα της δεύτερης πετρόκτιστης ημιυπόγειας κιστέρνας του κάστρου, αναλόγων διαστάσεων με την πρώτη.
Στο εσωτερικό του κάστρου δεν διακρίνονται κάποια εμφανή ερείπια άλλων κτισμάτων, μέσα στο όμορφο αλσύλλιο του πλατώματος της κορυφής, αν και ξεχωρίζουν ορισμένα ανεπαίσθητα πέτρινα περιγράμματα στο έδαφος, που ενδεχομένως να προδίδουν την κάτοψη θεμελιώσεων οικοδομημάτων. Ίσως κάποτε διενεργηθεί μία μεθοδική αρχαιολογική έρευνα και να αποκαλυφθούν περισσότερα στοιχεία για το φρουριακό συγκρότημα της Κλεισούρας, πιστοποιώντας την περιηγητική αφήγηση του Μπυσόν, ο οποίος στα 1841 κάνει λόγο για την παρουσία ερειπίων ναών και κατοικιών στον χώρο, παρουσιάζοντας το ουσιαστικά σαν μία αλλοτινή καστροπολιτεία. Μέχρι τότε, θα εξακολουθούμε να στηριζόμαστε στις πληροφορίες και στις προσωπικές εκτιμήσεις εκείνων που παίρνουν την τολμηρή απόφαση να ανέβουν στο δύσβατο ύψωμα, όπως άλλωστε και του γράφοντος.
Η δεύτερη ημιυπόγεια κιστέρνα, πλησίον του μέσου των βόρειων τειχών.
Η δεύτερη ημιυπόγεια κιστέρνα, πλησίον του μέσου των βόρειων τειχών.
Επίλογος
Δίχως αμφιβολία, αυτό το ένδοξο κάστρο αποτελεί έναν ανεκτίμητο ιστορικό θησαυρό, όντας ένα από τα σημαντικότερα μεσαιωνικά μνημεία της Εύβοιας.
Κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας υπήρξε ακοίμητος φρουρός της νευραλγικής διάβασης του Δερβενίου, κρατώντας τα κλειδιά της «σιδερόπορτας» που μπορούσε να διαχωρίσει ή να ενώσει την νήσο. Αν και στους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας έπαψε πια να έχει την ίδια στρατηγική σπουδαιότητα, εντούτοις βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο των κοσμογονικών εξελίξεων τον Μάιο του 1821. Πίσω από τις επάλξεις του άναψαν την ιερή φλόγα της επανάστασης οι Ευβοείς αγωνιστές, εκδίδοντας τις πρώτες απελευθερωτικές προκηρύξεις, καλώντας σε γενικό ξεσηκωμό τους κατοίκους ενάντια στον Τούρκο κατακτητή. Το συγκεκριμένο γεγονός από μόνο του αρκεί για να καταδείξει την ιστορική αξία του φρουρίου, το οποίο στεφανώνει αθέατο την κορυφή του υψώματος της Κλεισούρας, αναμένοντας κάποτε να βγει ξανά από την λήθη.
Εκτιμώμενη σχηματική αποτύπωση του κάστρου της Κλεισούρας, σύμφωνα με τα διακρινόμενα οικοδομικά κατάλοιπα των οχυρώσεων.
Παραπομπές
[1] Δερβένι και Ντερβένι: Λέξη που αποτελεί γλωσσικό δάνειο από την Τουρκικά και προέρχεται από τον Περσικό όρο «ντερμπέντ». Κατά την χρήση της στην Ελληνική γλώσσα σημαίνει την πύλη, δηλαδή την είσοδο σε μία χώρα, την στενωπό, στενοπορία, κλεισούρα. Το συγκεκριμένο ύψωμα του κάστρου της Κλεισούρας ανήκει στις κεντροανατολικές απολήξεις του όρους Κανδήλιον.
[2] Ο όρος «Κλεισούρα» χρησιμοποιούνταν και στην λεγόμενη Βυζαντινή εποχή με την έννοια της γεωγραφικής διαίρεσης. Έτσι καλούνταν μία μικρή διοικητική περιφέρεια, που περιλάμβανε πέντε έως οκτώ Τοποτηρησίες ή Βάνδα. Τρεις κλεισούρες αποτελούσαν ένα Τουρμαχάτο και τρία από αυτά ένα Θέμα. Ο διοικητής της περιφέρειας της Κλεισούρας ονομάζονταν Κλεισουράρχης ή Κλεισουριάρχης.
[3] Έτσι αποκαλούνταν η ευρύτερη περιοχή του Δερβενίου και προς τα νότια την περίοδο της Τουρκοκρατίας, επωνυμία που διασώζεται μέχρι σήμερα στον μικρό ομώνυμο οικισμό, στο πιο ψηλό σημείο του δρόμου στο βουνό, πριν από το Νέο Παγώντα.
[4] Ο Διονύσιος Κόκκινος (1884 – 1967) υπήρξε διαπρεπής λογοτέχνης και ιστορικός. Θήτευσε ως φιλολογικός συνεργάτης, χρονογράφος και δημοσιογράφος σε ονομαστές εφημερίδες, γράφοντας δεκάδες δημοσιεύματα χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης την περίοδο 1935 – 1954 και εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1955. Επίσης ήταν μέλος στο διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου. Ένα από τα κυριότερα έργα του είναι «Η Ελληνική Επανάστασις», που εκδόθηκε αρχικά σε έξι τόμους (1932 – 1936), και στην οποία εξιστορεί με γλαφυρό και αντικειμενικό τρόπο τα επαναστατικά γεγονότα τους αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας από τους Τούρκους.
[5] Ο Γεώργιος Ιατρού αργότερα έλαβε το προσωνύμιο «Κλωτσοτύρης».
[6] Ο Βερούσης είχε γεννηθεί στο Τρικκέρι, αλλά κατάγονταν από τις Λιβανάτες της Λοκρίδας.
[7] Τα «Βρυσάκια» είναι παραθαλάσσια περιοχή περί τα δυόμιση χιλιόμετρα δυτικά της Καστέλλας Ψαχνών επί του δρόμου για το χωριό Πολιτικά. Στην τοποθεσία υπάρχει ένας χαμηλός γήλοφος με υψόμετρο 13 μέτρα με το τοπωνύμιο «Ούρδι» ή «Γοβιός», όπου είχε μεταφερθεί το επαναστατικό στρατόπεδο και πιθανόν να οχυρώθηκε πρόχειρα.
[8] Ο Ευβοέας Αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ Ιωάννου υπήρξε ιεροκήρυκας Κυκλάδων και συγκαταλέγονταν μεταξύ των επαναστατών στην μάχη στα «Βρυσάκια». Συνέγραψε τα «Ευβοϊκά», που περιέχουν την ιστορία του αγώνα για την απελευθέρωση της Εύβοιας την περίοδο από το 1821 έως το 1825, όταν οι Τούρκοι κατέπνιξαν κάθε εστία αντίστασης στην νήσο.
[9] Το 1824 οι Τούρκοι εκστράτευσαν στην βόρεια Εύβοια καταφέρνοντας να περάσουν από την διάβαση του Δερβενίου και να καταστρέψουν το Μαντούδι, χωρίς όμως να καταλάβουν το κάστρο της Κλεισούρας.
[10] Ο Ζαν Αλεξάντερ Μπυσόν (1791 – 1849) ήταν Γάλλος λογοτέχνης και ιστορικός, γνωστός για τις έρευνες του περί της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Ήταν θερμός φιλέλληνας και έδειξε εξ’ αρχής ενδιαφέρον για την Ελληνική επανάσταση του 1821. Στα 1840 περιηγήθηκε στη ανατολική Μεσόγειο, Μάλτα, Σικελία, νότια Ιταλία και Ελλάδα, όπου παρέμεινε για μία διετία αναζητώντας τα ίχνη από την παρουσία των Γάλλων στον Ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας και δημοσίευσε τις εντυπώσεις του σε διάφορες επιθεωρήσεις και σε αυτοτελή βιβλία. Μεταξύ των πολυάριθμων έργων του, συγκαταλέγεται και ο τόμος με τίτλο «Ταξίδιον του Αλέξανδρου Μπυσόν εις την Εύβοιαν, τας Ιόνιους νήσους και τας Κυκλάδας το 1841».
[11] Η λεύγα ως μονάδα μέτρησης μήκους, αντιστοιχεί στο 1/25 στο μήκος μίας μοίρας μεσημβρινού της Γης, δηλαδή σε 4.444,44 μέτρα περίπου. Σε κοινή χρήση και προς διευκόλυνση των πράξεων λαμβάνεται ως 4.000 μέτρα. Η δε ναυτική λεύγα ισούται προς το 1/20 του μήκους μίας μοίρας του Ισημερινού της Γης, δηλαδή 5.555,55 μέτρα περίπου.
[12] Τον Μπυσόν συνόδευαν άλλοι δύο συνοδοιπόροι και είχαν ένα ντόπιο κάτοικο για οδηγό.
[13] Ο Αυστριακός Γιοχάννες Κόντερ (johannes koder) διατέλεσε επιμελητής του Βυζαντινού ινστιτούτου του πανεπιστημίου της Βιέννης. Ανάμεσα στα διάφορα θέματα των Βυζαντινών χρόνων, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την Εύβοια των μεσαιωνικών χρόνων δημοσιεύοντας λίαν αξιόλογες μελέτες.
[14] Η περίμετρος και το εμβαδόν έχουν υπολογιστεί μέσω της συναφούς εφαρμογής της δορυφορικής αποτύπωσης του «Google maps», που θεωρείται ακριβής υπο κλίμακα. Οι μετρήσεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις διατυπώσεις των νεότερων ερευνητών, καθώς ενστερνίζονται την προσωπική γνώμη του Θεόδωρου Σκούρα που σημειώνει ότι κατά την κρίση του η έκταση του κάστρου ξεπερνούσε τα 35 στρέμματα, ενώ η εκτίμηση του Μπυσόν για το μήκος των τειχών είναι σαφώς υπερβολική και εσφαλμένη.
[15] Ο Θεόδωρος Σκούρας αναφέρει ότι το υψόμετρο του λόφου είναι 480 μέτρα, μία άποψη που την ασπάζονται όλοι οι αρθρογράφοι στο διαδίκτυο, αν και είναι λάθος.