Ανάμεσα σε τσιμεντένιους γίγαντες ένα αρχιτεκτονικό λουλούδι από το παρελθόν παραμένει όρθιο, σε πείσμα της αδιαφορίας των ανθρώπων γύρω του. Γνωρίστε την ιστορία του.
(Το άρθρο περιλαμβάνει πληροφορίες, αποσπάσματα και τμήμα φωτογραφιών από την εργασία: «Αρχοντικό στη Χαλκίδα» Τάσος Καλαθέρης, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών. Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από την Wikipedia, όπου κρίθηκε απαραίτητο για την ευκολότερη κατανόηση του κειμένου)
Πρόλογος
«Γράφοντας την εργασία αυτή, σκοπό μου είχα να περισώσω με λέξεις και σχέδια ενα κομμάτι απ’ τη Χαλκίδα του πρόσφατου παρελθόντος: το αρχοντικό της όδου Παίδων. Και λέω να περισώσω, γιατί είναι σίγουρο πως κι αυτό πολύ σύντομα, θα ακολουθήσει την κοινή τύχη όλων εκείνων των κτισμάτων της Χαλκίδας του χθες: την καταστροφή.»
Το 1970 ο πολιτικός μηχανικός κ. Τάσος Καλαθέρης προέβλεπε ένα δυσοίωνο μέλλον, μια σημερινή πραγματικότητα που η Χαλκίδα δεν είναι καθόλου υπερήφανη: την καταστροφή της ιστορίας της που στην καλύτερη των περιπτώσεων εκπροσωπείται από παραδείγματα όπως το αρχοντικό που διασώζεται στην οδό Παίδων, όπου ναι μεν έχει κριθεί διατηρητέο από το Υπ. Πολιτισμού (δες εδώ το σημερινό status του κτιρίου) αλλά ρημάζει απ’ το χρόνο και την ανθρώπινη αδιαφορία. Αυτή η ζοφερή σημερινή πραγματικότητα ευχόμαστε να αλλάξει, πριν είναι για πάντα αργά, σήμερα που μπορούμε να διασώσουμε ένα εκ’ των είκοσι συνολικά όμοιων αρχοντικών που σώζονταν κάποτε, μέχρι και τη δεκαετία του 70, όλα αντιπροσωπευτικά δείγματα τής λαϊκής μας αρχιτεκτονικής, που κάποτε δέσποζαν στην ευρύτερη περιοχή του ιστορικού «κάστρου» της Χαλκίδας.
Το στενό της οδού Παίδων, με το αρχοντικό στο κέντρο, πριν ακόμα γκρεμιστούν τα παλιά σπίτια στα δεξιά της φωτογραφίας, κλείνοντας του το «οξυγόνο». Πηγή φωτογραφίας: elia.org.gr
Σκορπισμένα τα αρχοντικά αυτά στις παλιές συνοικίες της Χαλκίδας, μας μιλούσαν με τον τρόπο τους για μια πολιτεία που χάθηκε, πνίγηκε στο μπετό, θυσία στο βωμό μια κακώς εννοούμενης «προόδου». Οι καμάρες του «σπιτιού της οδού Παίδων», τα σαχνισιά του (ορολογία της αρχιτεκτονικής, η οποία περιγράφει τις στηριγμένες σε ξύλινα δοκάρια προεξοχές οι οποίες βρίσκονται πέρα από τα όρια της τοιχοποιίας του ισογείου), τα ξυλόγλυπτα ταβάνια που κάποτε στόλιζαν τα δωμάτια του και σήμερα αγνοούνται, είναι ίσως τα μόνα πληροφοριακά στοιχεία για τη Χαλκίδα του 17ου και 18ου αιώνα.
Προσωπικά, διαχωρίζω τη νεότερη ιστορία της Χαλκίδας σε τρεις περιόδους: πρώτη, από την απελευθέρωση έως και την αυγή του 20ου αιώνα οπότε γκρεμίστηκαν τα τείχη και τα κάστρα της. Δεύτερη η εποχή των νεοκλασικών κτιρίων, ο μεσοπόλεμος και τα πρώτα χρόνια μετά την κατοχή, έως και το 1968, οπότε υπεγράφη το διάταγμα αύξησης του συντελεστή δόμησης. Τρίτη, από τη δεκαετία του 70 οπότε έγιναν τα μεγαλύτερα οικοδομικά εγκλήματα, μέχρι σήμερα. Μέσα σε περίπου 120 χρόνια η Χαλκίδα κατάφερε να ξεκόψει κάθε δεσμό με το παρελθόν της. Σήμερα, ανάμεσα στους τσιμεντένιους γίγαντες, ένα μικρό λουλούδι εξακολουθεί να παραμένει όρθιο αν και μαραμένο: το αρχοντικό της οδού Παίδων.
Στον κόκκινο κύκλο, η τοποθεσία που διασώζεται το σπίτι της οδού Παίδων, πάνω στο αυθεντικό πολεοδομικό διάγραμμα της πόλης, από το 1840. Με έντονο μπλε η τάφρος που κάποτε μετέτρεπε τη Χαλκίδα σε νησί.
Tο Αρχοντικό της οδού Παίδων
Η οικία της οδού Παίδων έχει αναμφίβολα τεράστια ιστορική και αρχιτεκτονική αξία για την πόλη – αν και οι πολίτες της αγνοούν την ύπαρξη της.
Λέγεται χαρακτηριστικά πως κτίστηκε «πριν επτά γενεές», κάτι που είναι όμως υπερβολή, σύμφωνα με τον κ. Καλαθέρη. Όπως ο ίδιος υποστηρίζει στη μελέτη του: «μπορούμε να δεχθούμε σαν πιο πιθανό, πως το αρχοντικό κτίστηκε στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Βέβαια υπάρχει η μαρτυρία του Εβλιγιά Τσελεμπή (Οθωμανός χρονογράφος και περιηγητής του 17ου αιώνα), πως ήδη στα 1676 τα σπίτια “ήσαν γεροχτισμένα και με πολλά πατώματα”. Είναι όμως μάλλον βέβαιο πώς ο Εβλιγιά αναφέρεται στα πολυώροφα πετρόχτιστα κτίρια που υπήρχαν στη Χαλκίδα από τον καιρό της ενετικής κυριαρχίας, όπως το σπίτι των Προβλεπτών απέναντι από την Αγία Παρασκευή». Επίσης, δύσκολη να προσδιορισθεί είναι και η καταγωγή του «σιναφιού» που έκτισε το αρχοντικό, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Από την κατασκευαστική και μορφολογική μελέτη, προκύπτει σαν μάλλον βέβαιο πως πρόκειται για κάποια από τις συντεχνίες που ξεκινώντας από τα μαστοροχώρια της Ηπείρου ή τής Δ. Μακεδονίας έκτισαν τα αρχοντικά της Σιάτιστας.
Εξώστης (σαχνισί) του δωματίου (καλού «οντά») της μεσημβρινής πλευράς του αρχοντικού στην οδό Παίδων. Φωτογραφία: Δ. Δεμερτζής, 1967.
Το σπίτι της οδού Παίδων αναφέρεται για πρώτη φορά στο πολεοδομικό διάγραμμα του κάστρου της Χαλκίδας που βρέθηκε μετά από έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους τον Δεκέμβριο του 1847 (Ανακοίνωση: Σπύρου Κοκκίνη – Γιάννη Π. Γκίκα, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών) και με χρόνο σύνταξης το 1840. Ως ιδιοκτήτης τότε, φέρεται κάποιος Τούρκος ονόματι Δερβίσαγας, που προφανώς ακόμα δεν είχε πουλήσει την περιουσία του και εγκαταλείψει την πόλη. Τα στοιχεία στο Υποθηκοφυλακείο της πόλης φθάνουν μέχρι το 1881, χρονιά που ο στρατιωτικός Κωνσταντίνος Σωτηριάδης αγόρασε την κατοικία από τον Ιωάννη Νιώτη, γιατρό από την Κύμη. Μετά το 1910 και πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο το αρχοντικό μετατράπηκε σε ξενοδοχείο, κατά τη διάρκεια του πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή γυναικών και στη συνέχεια στέγασε το «Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο Χαλκίδας». Εκείνη την περίοδο υπέστη τις μεγαλύτερες φθορές και έχασε την αλλοτινή του λάμψη. Περίπου το 1950, η οικογένεια Καράκωστα αποφάσισε να διαμείνει στο σπίτι που ήταν ιδιοκτησία της από το 1909, αλλά μόνο στο «μετζοπάτωμα» (ημιώροφος), καθώς οι φθορές έκαναν αδύνατη την παραμονή ανθρώπων στο «ανώι» (πάνω όροφος) του σπιτιού. Από το καλοκαίρι του 1977 πλέον δεν μένει κανείς εκεί καθώς απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Προοπτικό σχέδιο του αρχοντικού (Τ. Καλαθέρης – Ε.Ε.Σ.)
Δυστυχώς δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για την ημερομηνία ανοικοδόμησης του Αρχοντικού.
Επίσης, αγνοούμε ποιοι ήταν οι κατά καιρούς ιδιοκτήτες του, πλην όσων αναφέραμε. Έτσι εικάζουμε μόνο,πως αρχικά ανήκε σε κάποιον Τούρκο αξιωματούχο, αφού ακόμη και σήμερα η δεύτερη ονομασία του είναι «τούρκικο σπίτι». Ο Buchon (περιηγητής κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια) αναφέρει στα κείμενα του κάποιο σπίτι όπου εκεί διέμενε ο Γάλλος πρόξενος Τιές, πού «αποτελεί μέρος της οικοδομής ην κατώκει ο πασάς τον Νεγρεπόντου […] είναι η πρώτη οικία μετά την γέφυρα του Ευρίπου και μετά το τείχος εν τω εσωτερικό της ακροπόλεως». Αυτή όμως η τελευταία πρόταση, είναι που γέννα αμφιβολίες, αν το σπίτι που αναφέρει ο Buchon, είναι εκείνο της οδού Παίδων. Γιατί, όπως αναφέρει ο κ. Καλαθέρης, «είναι μάλλον απίθανο, το πρώτο μετά τη γέφυρα σπίτι της παλιάς Χαλκίδας, να βρισκόταν τόσο μακριά από τη θάλασσα, στο ύψος δηλαδή όπου σήμερα βρίσκεται η οδός Παίδων». Ο Σ. Κόκκινης αναιρεί επίσης την άποψη αυτή του Buchon τοποθετώντας, ορθά, το διοικητήριο του πασά σε άλλη θέση του Κάστρου.
Οι βάσεις του αρχοντικού στο ισόγειο. Φωτογραφία: Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Μία άλλη εκδοχή εξ ίσου απίθανη είναι εκείνη πού αναφέρει ο Θ. Θεοχάρης πως δηλαδή, το αρχοντικό της οδού Παίδων ήταν αρχικά η έδρα του Βενετσιάνου Προβλεπτή (υψηλό αξίωμα επί Ενετοκρατίας). Όμως στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε το αρχοντικό να έχει κτιστεί πριν το 1470, πράγμα που αποκλείεται. Τέλος, πρέπει να αποκλειστεί η εκδοχή το αρχοντικό να ανήκε σε Έλληνα, μια και ο Εβλιγιά Τσελεμπή τοποθετεί τούς «Ρωμαίικους μαχαλάδες» κατά την πάνω καστρόπορτα, στην αντίθετη δηλαδή πλευρά του Κάστρου. Έτσι, το πιθανότερο είναι να δεχτούμε την αρχική σκέψη, πως το αρχοντικό ανήκε σε κάποιον Τούρκο αξιωματούχο, αφού στην περιοχή από τη Γέφυρα, όπου η πιθανότερη θέση του διοικητηρίου του Πασά, μέχρι το τζαμί Εμίρ – ζαδέ, θα πρέπει να έμεναν οι πρώτοι του τουρκικού στοιχείου της Χαλκίδας.
Αρχιτεκτονική Μελέτη
Στη μελέτη της αρχιτεκτονικής του σπιτιού, ο κ. Καλαθέρης θεώρησε σκόπιμο να προηγηθεί μια κατά το δυνατό λεπτομερειακή περιγραφή των χώρων του αρχοντικού και στη συνέχεια να αναφερθούν στοιχεία που συγκέντρωσε από την παρατήρηση, σχετικά με την κατασκευή, τη λειτουργία του σαν σύνολο κλπ.
Η εξώπορτα του Αρχοντικού, βεβηλωμένη από σύγχρονους βανδάλους (φωτογραφία: Βάγιας Κατσός).
Η εξώπορτα
Η εξώπορτα του σπιτιού είναι δίφυλλη, φτιαγμένη από χοντρές κατακόρυφες σανίδες, που γεμίζουν το ορθογώνιο πλαίσιο κάθε φύλλου και εξωτερικά καλύπτονται από οριζόντιες «τραβέρσες» (δοκάρι που χρησιμοποιείται σταυρωτά με κάποιο άλλο σε κατασκευές). Η επικάλυψη αυτή καθώς και ολόκληρη η κατασκευή της πόρτας, έχει υποστεί σημαντικές φθορές από τη δεκαετία του 70.
Στο ένα φύλλο υπήρχε παλιότερα σιδερένια σκαλιστή χειρολαβή και σιδερένιο ρόπτρο σε σχήμα χεριού, που έπαιρνε τη θέση της μακεδονικής «κρικέλας» (μεγάλος μεταλλικός κρίκος). Η εσωτερική ασφάλιση της πόρτας, γινόταν με σιδερένιες αμπάρες – μία στο κάθε φύλλο – πού, από τη μια άκρη ήταν στερεωμένες στον τοίχο, ενώ από την άλλη θηλυκώνανε σε ειδική σιδερένια θηλιά, βαλμένη πάνω στο φύλλο. Η πόρτα στηρίζεται σε μαντρότοιχο, ύψους 3.00 μ. περίπου και πάχους 50 έκ.
Πόρτα και φεγγίτες σε ένα απ’ τα δωμάτια του αρχοντικού. Στην πόρτα σκαλισμένη η φράση «Εκκλησιαστικόν Ορφανοτροφείον Χαλκίδος». Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Στο υπέρθυρο υπάρχει ανακουφιστική τοξωτή κατασκευή. Η κατασκευή αυτή – καθώς και ο υπόλοιπος τοίχος – προφυλάσσονται από μικρή σαμαρωτή στέγη με κεραμίδια. Ο μαντρότοιχος, εξωτερικά, είναι φτιαγμένος από σχεδόν κανονική λιθοδομή, όπως διακρίνουμε στο τμήμα που δεν καλύπτεται από κονίαμα, ενώ, εσωτερικά, τα σχήματα των λίθων και η δόμηση είναι περισσότερο ακανόνιστα. Στη λεία εξωτερική λιθοδομή έχει χαράξει ο λαϊκός «πελεκάνος» τρία ανάγλυφα – δύο στα πλάγια της πόρτας και ένα πάνω από το τοξωτό υπέρθυρο σε σχήμα άνθους. Από την εξώπορτα μπαίνουμε στην αυλή του σπιτιού πού χωρίζεται με μια μικρή πέτρινη σκάλα με τρία σκαλοπάτια – σε δύο επίπεδα. Τo χαμηλό επίπεδο, ή «μεσακιά αυλή», οδηγεί στους υπόγειους χώρους, ενώ στο πάνω επίπεδο δεύτερη πέτρινη σκάλα με επτά σκαλοπάτια οδηγεί στο «μετζοπάτωμα».
Το Χαμώι
Πρόκειται μάλλον για τρεις συνολικά υπόγειους χώρους. Κατεβαίνουμε έως αυτούς με τη μικρή πέτρινη σκάλα της αυλής, που αναφέραμε.
Είναι τοποθετημένοι γραμμικά, ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο πρώτος χώρος προς το μέρος της οδού Παίδων, έχει δύο παράθυρα, που σήμερα είναι κλεισμένα με ξηρολιθιά. Το κάτω μέρος αυτών των παραθύρων είναι σημαντικά πιο χαμηλά από τη στάθμη της οδού. Αυτό το γεγονός μας κάνει να πιστεύουμε, πως η στάθμη αυτή αρχικά βρισκόταν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο, θα πρέπει δε, μεταγενέστερα να σηκώθηκε κατά 50 έκ. Αν σε αυτά προστεθούν άλλα 50 εκ., που κατεβαίνει κανείς με τη σκάλα, είναι φανερό γιατί μιλήσαμε για «υπόγειους» πλέον χώρους κι’ όχι για «χαμώι».
Οροφή και φεγγίτες της οικίας. Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Μία κυκλική τοξωτή κατασκευή ενώνει τον πρώτο υπόγειο χώρο με τον δεύτερο. Υπάρχουν ακόμη δύο τέτοιες κυκλικές καμάρες στο νότιο τοίχο, με τις οποίες γίνεται η πρόσβαση από την αυλή στο δεύτερο και τρίτο υπόγειο. Οι τοίχοι του υπογείου είναι φτιαγμένοι από χοντρή λιθοδομή, που συνεχίζεται μέχρι τη στάθμη του ορόφου.
Το δάπεδο, (το 1970 οπότε είχε γραφεί η μελέτη τουλάχιστον), αποτελούνταν από ένα χωμάτινο στρώμα σημαντικού πάχους, που πιθανόν έκρυβε κάποια προηγούμενη επίστρωση. Το επίπεδο της οροφής, σε ύψος 2,00 μ. από το δάπεδο, δημιουργείται από χοντρά «πάτερα» (δοκάρια), που πάνω τους στηρίζεται το δάπεδο του ισογείου.
Η κατάσταση του υπογείου, που οφείλεται στη μη χρησιμοποίησή του για πολλά χρόνια, μας εμποδίζει να μιλήσουμε για τον προορισμό και τη λειτουργία του. Είναι πάντως πιθανό οι χώροι αυτοί να χρησιμοποιήθηκαν ως αποθήκες. Διότι παρά το γεγονός, ότι σήμερα αποτελούν ένα σύνολο σκοτεινό και καταθλιπτικό, η ύπαρξη δύο παραθύρων προς το μέρος της αυλής, καθώς και των δύο άλλων, πού ήδη αναφέραμε – και που σήμερα βέβαια είναι κλειστά-, αποδεικνύουν ότι κάποτε ο φωτισμός και ο αερισμός τους ήταν αρκετός και επομένως ήταν δυνατή η χρησιμοποίησή τους για τις βοηθητικές λειτουργίες του σπιτιού.
Νότια όψη. Διακρίνονται οι τέσσερις οξύρυγχες καμάρες του Μετζοπατώματος (Τ. Καλαθέρης – Ε.Ε.Σ.)
Το «μετζοπάτωμα»
Η δεύτερη σκάλα της αυλής είναι κι αυτή πέτρινη. Φαρδύτερη από την προηγούμενη, σκεπάζει μια στέρνα με τα επτά σκαλοπάτια της.
Από αυτήν τη σκάλα φθάνουμε στο μετζοπάτωμα, το μοναδικό κατοικημένο μέρος του σπιτιού έως και τα μέσα της δεκαετίας του 70. Αμέσως μετά τη σκάλα υπάρχει ένα τετράγωνο – αρκετά ευρύχωρο κεφαλόσκαλο, απ’ όπου αρχίζει δεύτερη σκάλα – ξύλινη – που οδηγεί στο ανώϊ. Στη συνέχεια υπάρχει ένα είδος «σκεπαστού», ένας ευρύχωρος δηλαδή στεγασμένος χώρος, ορθογωνικός, που σαν μοναδικό σύνορο προς το μέρος της αυλής έχει τέσσερις οξύρυγχες καμάρες. Η πρώτη από τις καμάρες αυτές βρίσκεται στη θέση του κεφαλόσκαλου και χρησιμεύει για την πρόσβαση από τη σκάλα στο μετζοπάτωμα.
Οροφή του σπιτιού. Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Οι καμάρες αυτές – θαυμάσιες όσο και πολυτελείς τοξωτές κατασκευές – στηρίζονται σε αντίστοιχους κιονίσκους κυκλικής ή όρθογωνικής διατομής. Με τον τρόπο αυτό, καμάρες και τοιχοποιίες στο χαμώϊ και στο μετζοπάτωμα, δημιουργούν ένα γερά δεμένο σύνολο, που πάνω του στηρίζεται η ξύλινη κατασκευή του ορόφου.
Στην απέναντι ακριβώς πλευρά του σκεπαστού, υπάρχουν οι πόρτες – επίσης τοξωτές – που οδηγούν στα δωμάτια. Αυτά αποτελούν μια επάλληλη θα λέγαμε, τοποθέτηση των χώρων του υπογείου, με το ίδιο περίπου ύψος, τις ίδιες διαστάσεις και τα ίδια ανοίγματα.
Το μετζοπάτωμα, σαν σύνολο, δεν παρουσιάζει πια ενδιαφέρον, αφού η οικογένεια Καράκωστα, στην προσπάθειά της να «σκεπάσει» τις φθορές με διαδοχικά ασβεστώματα των τοίχων, κάλυψη των ταβανιών κλπ., άλλαξαν τελείως την αρχική του μορφή. Πάντως το μικρό ύψος των χώρων αυτών και η έλλειψη διακόσμου κάνουν απίθανη τη χρησιμοποίησή του από τους ίδιους τους αρχικούς ιδιοκτήτες.
Η ανατολική όψη του Αρχοντικού (Τ. Καλαθέρης – Ε.Ε.Σ.)
Το ανώι
Είναι το σημαντικότερο μέρος της οικοδομής. Μπορούμε να το διακρίνουμε σε τρεις – όσον αφορά τη λειτουργία – χώρους: το σκεπασμένο χαγιάτι (σκεπαστός εξώστης που αποτελεί προέκταση εσωτερικού χώρου), τη «μπασιά» (είσοδος) και τους «οντάδες» (δωμάτια).
Ο πρώτος χώρος που συναντά κανείς, ανεβαίνοντας τα δώδεκα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας, που αρχίζει από το μετζοπάτωμα, είναι το «χαγιάτι». Σκεπαστό, με συνεχή παράθυρα προς το μέρος της αυλής, που του δίνουν κυριολεκτικά άφθονο φως, είναι σήμερα σχεδόν κατεστραμμένο. Σ’ ένα πολύ μικρό μόνο τμήμα του, αμέσως μετά τη σκάλα, το σανίδωμα του δαπέδου δεν παρουσιάζει μεγάλες φθορές. Στη συνέχεια, όσο απομακρυνόμαστε από αυτό το σημείο, βλέπουμε τις φθορές του δαπέδου να μεγαλώνουν, ώσπου το βλέμμα μας συναντά γυμνά τα πάτερα του πατώματος. Το χαγιάτι στηρίζεται προς την εσωτερική πλευρά επάνω στις οξύρυγχες τοξωτές κατασκευές που αναφέραμε, ενώ προς το μέρος της αυλής «πατάει» επάνω σε δύο ορθογωνικές κολώνες. Στο τέλος του, αμέσως μετά τα παράθυρα, υπάρχει πόρτα πού οδηγούσε στο δεύτερο κάθετο τμήμα του σπιτιού. Το τμήμα αυτό σήμερα δεν υπάρχει. Μας βεβαιώνουν όμως για την ύπαρξη του, δύο οξύρυγχες καμάρες, καθώς και δύο σχεδόν κατεστραμμένες ορθογωνικές κολώνες, που αποτελούσαν το «φέρον» στοιχείο του τμήματος αυτού της κατασκευής, ίχνη από το πάτωμά του και το σπουδαιότερο, μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν σ’ αυτό το σπίτι πολύ πριν γίνει ορφανοτροφείο.
Οροφή του σπιτιού. Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Από το χαγιάτι μπαίνουμε σ’ ένα μεγάλο (2.80 Χ 7,30) χώρο, που έχει θέση «μπασιάς». Προς το μέρος του χαγιατιού, ο χώρος αυτός έχει σε όλο το μήκος του διαδοχικά παράθυρα. Πάνω από τα παράθυρα, υπάρχουν ωραιότατοι φεγγίτες με χρωματιστά τζάμια, που τα περισσότερα έχουν ξεβάψει. Τα ανοίγματα αυτά, καθώς και ένα ακόμη στον δυτικό τοίχο, δίνουν άνετο φωτισμό στο χώρο.
Το δάπεδο είναι πλακοστρωμένο, ενώ το ταβάνι – το μόνο από τα ταβάνια του ορόφου που έως και την δεκαετία του 70 δεν είχε υποστεί μεγάλες φθορές – είναι φτιαγμένο από απλές ξύλινες σανίδες, με μοναδικό στολίδι λεπτά «σκουρέτα», που χωρίζουν το επίπεδό του σε καλαίσθητα τετράγωνα, κρύβοντας ταυτόχρονα τους αρμούς.
Ο μικρός οντάς. Εσωτερική όψη (Τ. Καλαθέρης – Ε.Ε.Σ.)
Περιμετρικά του πρώτου αυτού χώρου – που αποτελεί επανάληψη, σε υψηλότερο επίπεδο, του σκεπαστού που συναντήσαμε στο «μετζοπάτωμα» – βρίσκονται οι οντάδες. Ακριβώς απέναντι από την πόρτα, που ενώνει το χαγιάτι με τον προθάλαμο, βρίσκεται ο μικρός «οντάς», το μικρότερο από τα δωμάτια του ορόφου.
Ο τοίχος που τον χωρίζει από τον προηγούμενο χώρο, σκεπάζεται – μέχρι τη μέση περίπου – από «νταμπλάδες», επένδυση δηλαδή από μικρά κομμάτια ξύλου, συνταιριαγμένα μεταξύ τους σε καλαίσθητα ορθογώνια ή τετράγωνα σχήματα, ώστε να αποφεύγεται το σκέβρωμα του συνόλου. Τα χαμηλότερα τμήματα αυτής της νταμπλαδωτής επένδυσης, έχοντας υποστεί διαδοχικά κατά καιρούς ασβεστώματα, σχεδόν δεν ξεχωρίζουν, αντίθετα με το υπόλοιπο τμήμα που διακρίνεται καθαρά. Στη μέση του τοίχου υπάρχει η πόρτα του οντά – νταμπλαδωτή κι αυτή – ενώ δεξιά κι αριστερά υπάρχουν δύο παράθυρα, τα μόνα ανοίγματα, που δίνουν στο δωμάτιο κάποιο – αμυδρό – φωτισμό.
Η «φούσκα» του τζακιού στο αρχοντικό. Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Πραγματικά, ο μικρός οντάς είναι το μοναδικό, σκοτεινό δωμάτιο που υπάρχει στο ανώι. Τέτοια σκοτεινά δωμάτια ανάμεσα στους οντάδες συναντάμε συχνά στη λαϊκή Αρχιτεκτονική (αρχοντικό Μ. Νικοδημόπουλου, Βέροια) και είναι γνωστά ως «γκαβά» δωμάτια.
Πάνω από τη νταμπλαδωτή επένδυση που αναφέραμε, υπάρχουν τρεις φεγγίτες όμοιοι, με τους φεγγίτες της εσωτερικής πλευράς του χαγιατιού. Πίσω από αυτούς στο εσωτερικό του δωματίου, υπάρχουν επίσης τρεις φεγγίτες με διαφορετικό σχήμα, σε τρόπο που ανάμεσα σ’ αυτούς και τους αρχικούς να δημιουργείται κενό. Αν προσέξουμε και τα έξι αυτά ανοίγματα, θα δούμε, πως έχουν τζάμια χρωματιστά, σήμερα σπασμένα. Αν, λοιπόν, ο σκοπός για τον οποίο ο κατασκευαστής τοποθέτησε τους παράλληλους αυτούς φεγγίτες, ήταν για να μεγαλώσει τον φωτισμό του δωματίου, καταλαβαίνουμε πως ελάχιστα το κατόρθωσε.
Το εσωτερικό του μικρού οντά – με το απλό ξύλινο ταβάνι – δεν παρουσιάζει από αρχιτεκτονική κι αισθητική άποψη ενδιαφέρον. Αντίθετα το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στα δωμάτια που υπάρχουν, γραμμικά τοποθετημένα, δεξιά κι αριστερά του μικρού οντά. Στον πρώτο, τον «καλοκαιρινό οντά», όπως τον ονομάσαμε, μπαίνουμε από μία χαμηλή (1,80μ.) νταμπλαδωτή πόρτα. Είναι ένα ευρύχωρο (4,8 X 5,0) δωμάτιο, όχι απόλυτα γωνιασμένο, που προεκτείνεται μέσα στο δρόμο χάρις στην κατασκευή ενός «σαχνισιού». Φωτίζεται από τέσσερα ανοίγματα που υπάρχουν στις δύο γωνιές αυτού ακριβώς του σαχνισιού.
Η μουσάντρα του καλού οντά. (Τ. Καλαθέρης – Ε.Ε.Σ.)
Σε όλο το μήκος του απέναντι – δυτικού – τοίχου υπάρχουν νταμπλαδωτές «μουσάντρες», σύνολο δηλαδή από ευρύχωρα ντουλάπια με θέσεις για τους «γιούκους» (τακτοποιημένος καθ΄ ύψος όγκος κλινοσκεπασμάτων), που φέρουν στην εξωτερική τους γωνιά – δίπλα στην πόρτα – διακοσμητικά κορφοντούλαπα, τις «πουλίτσες». Στο πάνω μέρος υπάρχει ζωφόρος νταμπλαδωτή. Τόσο οι μουσάντρες όσο και η ζωφόρος σώζονται βαμμένες με ένα βαθύ ««σκοτωμένο» κόκκινο χρώμα, που το πιθανότερο είναι να μην είναι και το αρχικό. Τούτο γιατί στους κεντρικούς νταμπλάδες της ζωφόρου υπάρχουν σήμερα και διακρίνονται με δυσκολία εγχάρακτες μορφές, που θα πρέπει να ήταν άλλοτε διαφορετικά χρωματισμένες.
Το δάπεδο – απλό, σανιδένιο – δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, ενώ αντίθετα η καλλιτεχνική αξία του «νταβανιού» (από την Τούρκικη λέξη «tavan» που σημαίνει οροφή) είναι μεγάλη. Το ταβάνι έχει περιμετρικά ξύλινη φαρδιά, σκαλιστή κορνίζα και στο κέντρο κυκλικό «ταβλά» με έντονα ανατολίτικα χαρακτηριστικά. Στο ορθογωνικό πλαίσιο που σχηματίζει η κορνίζα, εφάπτεται δεύτερος διακοσμητικός κύκλος σαν επανάληψή – με μεγέθυνση – του κεντρικού.
Οροφή δωματίου του σπιτιού. Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Ακτίνες οφιοειδείς ενώνουν τις δύο αυτές περιφέρειες, δημιουργώντας έτσι μια ενιαία καλαίσθητη ροζέτα, που καλύπτει ολόκληρο σχεδόν το επίπεδο του ταβανιού. Η ανατολίτικη επίδραση στην κατασκευή και την μορφολογία του ταβανιού, φαίνεται περισσότερο έντονη στα χρώματά του. Πράγματι το ταβάνι είναι βαμμένο με τα συνηθισμένα «τούρκικα» χρώματα, δηλαδή λαδί και σκούρο μίνιο εναλλακτικά στους τομείς ανάμεσα στις οφιοειδείς ακτίνες, μαύρο και σκούρο μίνιο στον κεντρικό ταβλά.
Ο χώρος μπροστά στις μουσάντρες χωρίζεται από το υπόλοιπο δωμάτιο με ξυλόγλυπτη κορνίζα, που φθάνει μέχρι το δάπεδο και καταλήγει σε αιχμές. Η κορνίζα αυτή διαιρεί και το επίπεδο του ταβανιού πού περιγράψαμε, ενώ μπροστά στις μουσάντρες, η κατασκευή του ταβανιού είναι όμοια με εκείνη στον πρώτο χώρο μετά το χαγιάτι.
Λεπτομέρεια από οροφή δωματίου. Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Μελετώντας τη λειτουργία του χώρου αυτού, μπορούμε να δικαιολογήσουμε την ονομασία που του δώσαμε στην αρχή. Πρόκειται οπωσδήποτε για έναν «οντά», ένα καλό δηλαδή δωμάτιο της κατοικίας, που οι αρχικοί ιδιοκτήτες θα πρέπει να το χρησιμοποιούσαν για τα γλέντια και τις γιορτές τους. Φωτισμένο άπλετα από τα τέσσερα παράθυρα του σαχνισιού, δεν έχει τζάκι, γεγονός που μας οδήγησε στον χαρακτηρισμό του ως «καλοκαιρινού». Ο χαρακτηρισμός αυτός εξ άλλου ενισχύεται και από τον προσανατολισμό του δωματίου.
Μεσάντρα και φατνώματα στον «καλό οντά» του αρχοντικού. Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Από μια πόρτα που βρίσκεται στο νότιο τοίχο του μπαίνουμε στο διπλανό δωμάτιο. Συγκοινωνεί κι αυτό, με μια άλλη πόρτα, με τη μπασιά. Είναι ενα μικρό (4,2 X 3,1) απλό δωμάτιο, που προεκτείνεται και αυτό προς την οδό Παίδων, χάρις στο δεύτερο σαχνισί (προεξοχή στηριγμένη σε ξύλινο δοκάρι η οποία βρίσκεται πέρα από τα όρια της τοιχοποιίας του ισογείου) του σπιτιού. Φωτίζεται από δύο παράθυρα, που βρίσκονται στο σαχνισί και στον κάθετο προς αυτό τοίχο, από το μέρος της αυλής.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο αυτό στον προθάλαμο, έχουμε απέναντι μας και προς τα δεξιά, την πόρτα που μας οδηγεί στο σπουδαιότερο τμήμα του ανωγιού και όλης της οικοδομής, τον «καλό οντά». Είναι ένα δωμάτιο ελαφρώς σκαληνό και ευρύχωρο (5,5 X 4.8). Μπαίνοντας συναντάμε στα δεξιά μας, μουσάντρα όμοια με εκείνη του καλοκαιρινού οντά. Στον κάθετο προς τη μουσάντρα τοίχο και κοντά σ’ αυτήν, υπάρχουν δύο ντουλάπια με φύλλα νταμπλαδωτά και στη συνέχεια το τζάκι.
Όψη του τζακιού και τομή του. (Τ. Καλαθέρης – Ε.Ε.Σ.)
Το τζάκι αυτό, του σπιτιού της οδού Παίδων, είναι από τα ωραιότερα που μπορεί να δει κανείς σ’ ολόκληρο το χώρο της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής.
Παρουσιάζει έντονα πτυχωτή «φούσκα», περίτεχνη, πού φθάνει μέχρι το ταβάνι. Παρ’ όλες τις φθορές που έχει υποστεί το σπίτι αλλά και αυτό το ίδιο το τζάκι – σήμερα είναι σκεπασμένο από νεότερα διαδοχικά ασβεστώματα – διατηρεί ολόκληρη την παλιά του ομορφιά. Η φούσκα του, ημικυλινδρική στο κάτω μέρος, ημικωνική στην απόληξή της, είναι κατασκευασμένη από κεραμιδάκια και γύψο. Τα γλυπτά της σκαλίσματα, ανθέμια και μπαρόκ κυμάτια, θαυμάσια και κατά παράξενο τρόπο διατηρημένα, θα πρέπει να ήταν παλαιότερα βαμμένα μαύρα, καφέ ή λαδί. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό, σε μερικά σημεία να υπήρχαν και ζωγραφικές διακοσμήσεις που σήμερα δεν υπάρχουν.
Ξυλόγλυπτο διακοσμητικό στο κέντρο της οροφής του «καλού οντά». Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Αντίθετα με την τόσο πλούσια φούσκα, η «ποδιά» του τζακιού είναι απλή με μικρό ξύλινο πρεβάζι. Το «μπουχάρι» (καμινάδα) του τζακιού είναι ενσωματωμένο στη μεσοτοιχία. Η κατάληξή του έχει πιθανότατα γκρεμιστεί από καιρό, αφού δεν φαίνεται να εξέχει από το κεκλιμένο επίπεδο της στέγης.
Αν θέλουμε να κατατάξουμε το τζάκι του σπιτιού της οδού Παίδων σε κάποια οικογένεια τζακιών από μορφολογική ή κατασκευαστική άποψη, θα δούμε, πως πράγματι υπάρχει συγγένεια με τζάκια αρχοντικών της Θεσσαλίας, ή ορισμένων περιοχών της Μακεδονίας όπως η Σιάτιστα, όπου παρατηρείται π.χ. η ίδια ημικυκλική πτυχωτή φούσκα, τα ίδια περίτεχνα ανάγλυφα ενός ρυθμού που σωστά έχει χαρακτηρισθεί «τουρκομπαρόκ». Αντίθετα, σε άλλες περιοχές όπως η Βέροια, η φούσκα έχει μετατραπεί σε ορθογωνική ή περίπου ορθογωνική, χωρίς καθόλου σκαλίσματα.
Το κεντρικό τμήμα από το ταβάνι του καλού οντά. (Τ. Καλαθέρης – Ε.Ε.Σ.)
Μορφολογικά εξετάζοντας το ταβάνι του καλού οντά, βλέπουμε έντονη την ανατολίτικη επίδραση, τόσο στο γλυπτό του διάκοσμο, όσο και στους χρωματισμούς του. Πράγματι, και το ταβάνι αυτό είναι βαμμένο με τα γνήσια ανατολίτικα χρώματα, λαδί, χρυσό και σκούρο καφέ. Περιμετρικά το ταβάνι διακόπτεται από τις τρεις του πλευρές με φαρδιά ξύλινη σκαλιστή κορνίζα.
Αντίθετα, δεν υπάρχει τέτοια απόληξη στο δυτικό τοίχο. Από τη λεπτομέρεια αυτή ο κ. Καλαθέρης συμπέρανε πώς ο τοίχος θα πρέπει να είναι νεότερος της υπόλοιπης οικοδομής, κτισμένος λίγο πιο μέσα από τη θέση του παλιού. Επίσης, πως τα υλικά και η δόμηση είναι σύγχρονα και το πάχος του είναι περίπου 20 έκ. ενώ στον προθάλαμο ο παλιός τοίχος έχει πάχος 70 έκ. Στον τοίχο αυτό υπάρχουν σήμερα τρία ανοίγματα. Δύο παράθυρα και μια μπαλκονόπορτα, που βλέπουν στον ακάλυπτο χώρο της διπλανής ιδιοκτησίας. Από τη μπαλκονόπορτα βγαίνουμε σ’ ένα μικρό, ορθογωνικό, μαρμάρινο μπαλκόνι, σαν κι αυτά που συναντάμε σε πολλά νεοκλασικά κτίρια. Η ύπαρξη ανοιγμάτων στο σημείο αυτό, μας οδήγησε στο συμπέρασμα, πως παλαιότερα περνούσε δρόμος και από αυτήν την πλευρά του σπιτιού.
Λεπτομέρεια μεσάντρας του αρχοντικού. Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο του καλού οντά, με αναμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία, είναι το ταβάνι του. Είναι κι αυτό ένα σπάνιο, αν όχι μοναδικό, δείγμα λαϊκής ξυλογλυπτικής.
Ο κεντρικός ταβλάς είναι ένα κανονικό οκτάγωνο, που στο εσωτερικό του φέρει γλυπτά πεπλατυσμένα ημικύκλια, διαδοχικά κανονικά οκτάγωνα και τέλος έναν κεντρικό κύκλο όμοιο με εκείνο που συναντήσαμε στον καλοκαιρινό οντά. Στο οκτάγωνο αυτό, είναι περιγεγραμμένο ένα δεύτερο. Στα κενά ανάμεσα στις πλευρές αυτών των δύο οκταγώνων, υπάρχουν ωραιότατα σκαλίσματα. Ο τρόπος πού έχουν πλατυνθεί τα αρχικά ημικύκλια, κάποιες ασήμαντες παραμορφώσεις των γεωμετρικών στοιχείων, όσο προχωρούμε προς το κέντρο του ταβανιού και αδιόρατες εναλλαγές στο βασικό χρωματισμό του κεντρικού ταβλά, δημιουργούν την καταπληκτική πραγματικά ψευδαίσθηση πως στο σημείο αυτό, υπάρχει μια ανύψωση του ταβανιού. Νομίζει δηλαδή κανείς πως δημιουργείται μια κόλουρη πυραμίδα με βάση το αρχικό οκτάγωνο και καμπυλωμένες έδρες, που ανυψώνει το κεντρικό τμήμα του ταβανιού κατά 25 -30 έκ. Παλαιότερα, όταν το ταβάνι δεν είχε τις σημερινές φθορές, η ψευδαίσθηση αυτή θα πρέπει να ήταν εντονότερη. Το υπόλοιπο επίπεδο του ταβανιού είναι χωρισμένο με λεπτά ξύλινα σκουρέττα (σανίδια), σε ρόμβους με εκφυλισμένες κυματοειδείς πλευρές, έτσι ώστε ο συνδυασμός καμπύλης και ευθείας, που τόσο αρμονικά «δένεται» στον κεντρικό ταβλά, να διατηρείται σε όλη την έκταση του ταβανιού.
Το αρχοντικό της οδού Παίδων, όπως ήταν το 1968, όταν σε αυτό διέμενε η οικογένεια Καράκωστα.
Η μέγιστη αρχιτεκτονική και αισθητική αξία του σπιτιού
Αφήσαμε τελευταίο το θέμα της αρχιτεκτονικής και αισθητικής αξίας του σπιτιού, γιατί το θέμα αυτό ανήκει σε άλλο θέμα ευρύτερο: την αξία της ίδιας της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής.
Πιστεύουμε πως «σημασία και αξία δεν έχουν για την ιστορία του τόπου μας μοναχά τα γνωστά, σπουδαία αρχαία και βυζαντινά θρησκευτικά μνημεία, αλλά ισάξια είναι και τα ταπεινά μνημεία της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής – Ν. Μουτσόπουλος». Και στην περίπτωση του αρχοντικού της οδού Παίδων, η αξία αυτή είναι φανερή. Από τα θεμέλια του σπιτιού ως την κατεστραμμένη – πλέον – στέγη του, από τις χαριτωμένες μορφολογίες των όψεων ως τις νταμπλαδωτές μουσάντρες, τα ξυλόγλυπτα ταβάνια που σήμερα αγνοούνται (!) και τους – αλλοτινά – πολύχρωμους φεγγίτες, διαχέεται στο ακόμα νοσταλγικό περιβάλλον της οδού Παίδων, η καλλιτεχνική ευαισθησία και η τεχνική πληρότητα του λαού μας.
Μεσάντρες στον «καλό οντά». Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.
Στο αρχοντικό της Χαλκίδας, συναντάμε – σε μικρότερη βέβαια κλίμακα – όλα τα γνωρίσματα της Μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής. Η απλότητα του διακόσμου δεν μειώνει την καλλιτεχνική του αξία, αφού μάλιστα κανείς δεν μας πείθει, πως κάτω από τα διαδοχικά επιχρίσματα των οντάδων, δεν υπάρχουν οι θαυμάσιες εκείνες τοιχογραφίες, που συναντάμε στα αρχοντικά της Σιάτιστας η της Καστοριάς.
Στο σημείο αυτό, σκόπιμο είναι να γίνει μια διευκρίνιση: κάποιος βεβιασμένα ίσως θα μπορούσε να συμπεράνει πως το σπίτι της οδού Παίδων δεν αποτελεί δημιούργημα της δίκης μας λαϊκής αρχιτεκτονικής, αλλά φτιάχτηκε από Τούρκους μάστορες, επί τουρκοκρατίας. Το συμπέρασμα αυτό είναι τελείως λαθεμένο! Ο τουρκικός λαός, νομαδικός στην εμφάνισή του, μόνο την πολεμική τέχνη φρόντισε να καλλιεργήσει, τουλάχιστον μέχρι τον 16ο αιώνα. Ίσως να φταίει σ’ αυτό και η θρησκεία του, που σε πολλές περιπτώσεις, απαγόρευε την απεικόνιση μορφών στη ζωγραφική με αποτέλεσμα να ήταν αντιδραστική σε κάθε καλλιτεχνική κίνηση. Βέβαια από τα τέλη του 16ου αιώνα, εμφανίζονται Τούρκοι αρχιτέκτονες, όπως ο περίφημος Σινάν ή ο Μωχάμεντ Αγά, αλλά όλοι ασχολήθηκαν με μνημειώδη έργα, στα οποία μάλιστα είναι φανερή η Βυζαντινή επίδραση τόσο στη μορφολογία, όσο και στις κατασκευαστικές λύσεις. Αντίθετα, στην Ελλάδα, όλα τα αρχιτεκτονικά έργα, είτε πρόκειται για γεφύρια ή βρύσες, είτε πρόκειται για τζαμιά ή μπεζεστένια, φτιάχτηκαν από δικούς μας «λαϊκούς μάστορες».
Τελευταίο, αλλά εξ ίσου σημαντικό στοιχείο της αναμφισβήτητης αξίας του αρχοντικού είναι η ίδια η ύπαρξή του, σ’ ένα χώρο τόσο ασύνδετο γεωγραφικά και πολιτιστικά από το χώρο που γεννήθηκε η λαϊκή αρχιτεκτονική και αποτελεί πρόσθετη απόδειξη της εξάπλωσής της, από την άκρη του Μωριά ως τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Οροφή και φατνώματα δωματίου. Φωτογραφία Γ. Βραϊμάκης, 1968.