Γιώργος Λόης
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ποιοι την έχτισαν, ποια ήταν η λειτουργία του ναού επί λατινοκρατίας, τι συμβολίζουν τα ανάγλυφα του γοτθικού «πράσινου άνθρωπου», γιατί χωρίστηκε σε δύο τμήματα από τη Δομινικανή αδελφότητα του Νεγροπόντε.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Η εν Χαλκίδι Βασιλική της Αγίας Παρασκευής», Γεώργιος Λαμπάκης. Έντυπο «Εβδομάς», αριθμός φύλλου 34, Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 1884.
2. «Παλαιά Βυζαντιακή Βασιλική της Αγίας Παρασκευής εν Χαλκίδι», Josef Strzygowski. Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, Τόμος Β’ (σελίδες 711 έως 728), 1885.
3. «Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής», Αναστάσιος Ορλάνδος. Ελληνική Γεωγραφική Εταιρεία, Αθήνα, 1922.
4. «Frankish architecture in Greece», Ramsay Traquair. Journal of the Royal Institute of British Architects (p. 42 – 48), third series, 31, Λονδίνο, 1923.
5. «Χριστιανικαί Αρχαιότητες Χαλκίδος», Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος. Δελτίο Αρχαιολογικής και Εθνολογικής Εταιρείας, Τόμος Θ’ (σελίδες 117 έως 129 και 720 έως 723), 1929.
6. «Η ξυλόστεγος βασιλική της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδος», Θ. Θεοχάρη. Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, Τόμος Ζ’ (σελίδες 140 έως 156), 1960.
7. «Η μεσαιωνική Χαλκίδα και τα μνημεία της (σχεδίασμα αρχαιολογικής βιβλιογραφίας)», Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος. Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, Τόμος ΚΣΤ’ (σελίδες 183 έως 204), 1970.
8. «Μεσαιωνικά μνημεία Εύβοιας», Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Λιάπης. Ιερά Μητρόπολη Χαλκίδος, Αθήνα, 1972.
9. «La consolidation de la domination de Venice dans la ville de Négrepont (1205-1390)», David Jacoby. Atti del Colloquio Internazionale: Bisanzio, Venezia e il mondo franco – greco (XIII-XV secolo), Istituto Ellenico di studi bizantini e postnizantini di Venezia, Centro Tedesco di studi Veneziani, Βενετία, 2002.
10. «Αγία Παρασκευή Χαλκίδας. Ένα Βενετικό Πρόγραμμα Ανοικοδόμησης το 13ο αιώνα», Δεληνικόλας Νικόλαος και Βέμη Βασιλική. «Βενετία – Εύβοια: Από το Έγριπο στο Νεγροπόντε (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Χαλκίδα, 12 – 14 Νοεμβρίου 2004)», σελίδες 229 έως 266, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών και Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα, 2006.
11. St. Mary of the Dominicans: The Monastery of the Fratres Praedicatores in Negropont» – Pierre A. MacKay. «Βενετία – Εύβοια: Από το Έγριπο στο Νεγροπόντε (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Χαλκίδα, 12 – 14 Νοεμβρίου 2004)», σελίδες 229 έως 266, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών και Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα, 2006.
12. «Η τρίκλιτη βασιλική της Αγίας Παρασκευής στην Χαλκίδα», Κωνσταντίνος Α. Ιωαννίδης. Εκδόσεις «Ίνδικτος», Αθήνα, 2007.
13. «The Timber Roof of Hagia Paraskevi Basilica in Chalkida, Greece: Multi – Disciplinary Methodological Approaches for the Understanding of the Structural Behaviour. Analysis and Diagnosis», Clara Bertolini Cestari, Panos Touliatos, Androniki Miltiadou, Nikos Delinikolas, Claudio Menichelli, Alan Crivellaro, Tanja Marzi, Eleftheria Tsakanika, Olivia Pignatelli, Gianoreste Biglione. «From Material to Structure. Mechanical Behaviour and Failures of the Timber Structures», ICOMOS IWC – XVI International Symposium, Florence, Venice and Vicenza, 11th – 16th November 2007.
14. «SS. Mary and Dominic (Ayia Paraskevi). The unique, unaltered 13century Dominican priory church in Negropont», Pierre A. MacKay. University of Washington, Sewanee Paper 2014 revision, https://digital.lib.washington.edu.
15. «What did Syropoulos miss? Appreciating the art of Lippomano chapel in Venetian Negroponte», Nikos D. Kontogiannis. In «Sylvester Syropoulos on politics and culture in the Mediterranean», edited by Fotini Kondyli, Vera Andriopoulou, Eirini Panou and Mary Cunningham, Birmingham, Byzantine and Ottoman Studies, Ashgate Publishing Limited, 2014.
Η ξύλινη στέγη μαρτυρά τα χρόνια της εκκλησίας.
Όπως αναλυτικά παρουσιάσαμε στο άρθρο «Η ιστορία του ναού της Αγίας Παρασκευής», όπου εξιστορήθηκε ολόκληρη η διαδρομή του μνημείου στο χρόνο, ο σημερινός ναός χτίστηκε στην αρχή της λατινικής κυριαρχίας στην Εύβοια, μέσα περίπου του 13ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της τρίτης οικοδομικής του περιόδου.
Το πότε ακριβώς προκύπτει μέσα από την ανάλυση των χαρακτηριστικών της ξυλοδεσιάς της οροφής της, η οποία έγινε στα πλαίσια των πρόσφατων εργασιών αποκατάστασης της. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το είδος της ξυλείας που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των κύριων στατικών φορέων είναι πεύκη (larix decidua mill), προερχόμενη από τις Ιταλικές Άλπεις, με παραπλήσια χαρακτηριστικά με την ξυλεία που συναντάμε σε στέγες σημαντικών οικοδομικών μνημείων της Βενετίας. Οι δε ξύλινοι στρωτήρες έδρασης στο εσωτερικό της τοιχοποιίας είναι δρύινοι, όπως διαπιστώνεται από τουλάχιστον δύο προσβάσιμες θέσεις, κατά την διάρκεια της τρίτης και πιο αναγνωρίσιμης οικοδομικής φάσης του.
Ο Βενετσιάνικος θυρεός, με το φτερωτό ανθρωπόμορφο λέοντα του Αγίου Μάρκου, αποτυπωμένος στο πλαϊνό μέρος μίας δοκού στήριξης της ξύλινης στέγης της Αγίας Παρασκευής. Ίσως μία από τις πιο παλιές απεικονίσεις του επίσημου εμβλήματος της Γαληνότατης Δημοκρατίας, καθώς χρονολογείται στα 1261. Φωτογραφία: Νίκος Δεληνικόλας.
Τα ξύλινα φουρούσια του ναού της Αγίας Παρασκευής είναι διακοσμημένα με ζωγραφικά θέματα, από τα οποία ξεχωρίζει η παράσταση του φτερωτού λέοντα του Αγίου Μάρκου, υποδηλώνοντας ότι η ξυλεία μεταφέρθηκε από την Βενετία, καθώς και ένας εκκλησιαστικός θυρεός που φέρει τα σύμβολα της Παπικής εξουσίας. Φωτογραφία: Νίκος Δεληνικόλας.
Τι έδειξε η δεντροχρονολόγηση;
Η δενδροχρονολόγηση έδειξε μία χρονολογία στα 1223. Το υλικό όμως ενδέχεται να είχε υλοτομηθεί μεταγενέστερα, περί το 1240 – 1245, καθώς μετά οι κυλινδρικοί κορμοί κόπηκαν σε τετράγωνο σχήμα, προκειμένου να μετατραπούν σε δοκούς, οπότε αφαιρέθηκαν οι εξωτερικοί δενδροδακτύλιοι, με τους οποίους θα πρέπει να υπολογίζεται η πραγματική χρονολογία υλοτόμησης τους, ως μία αποδεκτή απόκλιση.
Στην συνέχεια περνούσαν από εμποτισμό σε αλατόνερο για δύο περίπου χρόνια και ύστερα πιθανότατα να τοποθετούνταν και σε καθαρό νερό, πριν το τελικό στάδιο της αποξήρανσης που διαρκούσε αρκετά χρόνια, ανάλογα με το μέγεθος των δοκών[1]. Σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις της πεύκης, αυτή η διαδικασία επεξεργασίας έφτανε τα 9 με 10 χρόνια, ώστε η ξυλεία να καταστεί έτοιμη προς χρήση. Με βάση αυτά τα δεδομένα συμπεραίνεται ότι οι δοκοί του ξύλινου σκελετού του ναού της Αγίας Παρασκευής έφτασαν στο Νεγροπόντε από τη βιοτεχνία παραγωγής τους στη Βενετία μετά το 1250, και αν υποθέσουμε ότι οι Δομινικανοί της Θήβας ήταν πράγματι οι διαμεσολαβητές για την ίδρυση ενός εκκλησιαστικού οίκου στην πρωτεύουσα της Εύβοιας, τότε αυτή η αναγωγή πρέπει να προσεγγίζει στα 1255, λαμβάνοντας υπόψη τον χρόνο παραγγελίας και μεταφοράς του υλικού.
Ανάγλυφος διακοσμητικός σύνδεσμος σε σχήμα λουλουδιού, που κοσμεί το μέσο της κοινής νευροειδούς ράβδωσης των δύο σταυροθολίων, του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας στην σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.
Γιατί οι Δομινικανοί μοναχοί προτίμησαν ξυλεία από τη Βενετία;
Η εισαγωγή πριονισμένης ξυλείας και στερεωτικών συνδέσμων απ’ ευθείας από τη Βενετία στις κτήσεις της στον Ελληνικό χώρο ήταν μία συνηθισμένη πρακτική των Ενετών[2].
Όμως στα μέσα του 13ου αιώνα οι Ενετοί δεν είχαν ακόμη τον πλήρη έλεγχο του Νεγροπόντε. Έτσι εξάγουμε το ασφαλές συμπέρασμα πως οι Δομινικανοί μοναχοί που έχτισαν το ναό μάλλον προτίμησαν να παραγγείλουν το υλικό της στέγης από την Βενετία, διότι απλά ήταν καλύτερης ποιότητας. Επίσης, είναι πολύ πιθανό ολόκληρο το συνεργείο των τεχνιτών να προσελήφθηκε από εκεί καθώς, όπως προαναφέρθηκε, η ξύλινη στέγη της Αγίας Παρασκευής παρουσιάζει εμφανείς ομοιότητες με πολλές Βενετσιάνικες στέγες και γιατί εκτιμάται πως στο Νεγροπόντε δεν υπήρχαν εργάτες με ανάλογη τεχνογνωσία, ώστε να ανταποκριθούν στις ανάγκες ενός δομικού έργου τόσο μεγάλης κλίμακας. Ένα επιπρόσθετο στοιχείο αναγνώρισης του τόπου παραγωγής του υλικού και της ταυτότητας του ναού είναι οι εραλδικές παραστάσεις και τα εμβλήματα, με τα οποία διακοσμούνται τα πλευρικά μέρη ορισμένων δοκών στήριξης, καθώς συγκαταλέγεται σε αυτά ο θυρεός της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, δηλαδή ο φτερωτός λέοντας του Αγίου Μάρκου και ένας θυρεός που φέρει τον χαρακτηριστικό σταυρό του Τάγματος των Δομινικανών και τα σύμβολα της Παπικής εξουσίας, δύο διασταυρούμενα κλειδιά και την ποιμαντορική ράβδο.
Ο κοινός ραβδωτός βραχίονας των δύο σταυροθολίων του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας. Διακοσμείται με ένα τορευτό λουλούδι βιολέτας.
Πότε έγιναν οι εργασίες ανοικοδόμησης του μοναστηριακού ναού των Δομινικανών μοναχών;
Στην κατασκευή του κτιριακού συγκροτήματος του Δομινικανού οίκου στη μεσαιωνική Χαλκίδα, έτσι ώστε να θυμίζει ένα κανονικό Ρωμαιοκαθολικό αββαείο με τα μοναστικά εξαρτήματα του, σίγουρα συνέπραξαν πολλαπλά συνεργεία τεχνιτών, ενδεχομένως και διαφορετικών εθνικοτήτων, όπως μία ομάδα αρχιτεκτόνων, οικοδόμοι, ξυλουργοί, λιθοξόοι και ξυλουργοί.
Οι εργασίες εκτιμάται πως διήρκεσαν στο εύλογο χρονικό διάστημα μίας πενταετίας ή εξαετίας το ελάχιστο, αν αναλογιστούμε το διαρκές εμπόλεμο κλίμα στην Εύβοια και στον Ελλαδικό χώρο εκείνη την περίοδο. Αν κάνουμε μία συμβατική πλην όμως λίαν αληθοφανή παραδοχή, ότι ο «θεμέλιος λίθος» του εξεταζόμενου μοναστηριακού συμπλέγματος τέθηκε περί τα 1255, τότε οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του έργου θα ήταν αναπόφευκτες, εξαιτίας των ένοπλων συγκρούσεων του διετούς «πόλεμου για την Ευβοϊκή διαδοχή» το 1256 – 1258 και της ορμητικής επέλασης της αυτοκρατορίας της Νίκαιας που εντάθηκε μετά την μάχη της Πελαγονίας στα 1259, στην οποία συμμετείχαν με στρατεύματα οι Λομβαρδοί βαρώνοι του Νεγροπόντε. Οι Δαλλεκαρτσέρι ενδεχομένως να μην είχαν την δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν επαρκώς τους προστατευόμενούς τους Δομινικανούς μοναχούς, λόγω των υπέρογκων εξόδων που κατέβαλαν για πολεμικές δαπάνες. Οι δε Βενετσιάνοι δεν είχαν ακόμα σταθεροποιήσει την επέκταση της συνοικίας τους προς την νοτιοδυτική πλευρά της καστροπολιτείας του Ευρίπου, οπότε μάλλον θα πρέπει να τηρούσαν μία αδιάφορη στάση ως προς το ρυθμό εργασιών, πέρα από τους δασμούς και τα οικονομικά οφέλη της προμήθειας της ξυλείας και τυχόν άλλων δομικών υλικών. Παρά τις εικαζόμενες αντιξοότητες, το συγκεκριμένο εκκλησιαστικό ίδρυμα στο Νεγροπόντε φαίνεται ότι είχε αποπερατωθεί το καλοκαίρι του 1261, καθόσον φέρεται να επανδρώθηκε από την Δομινικανή αδελφότητα που εκτοπίστηκε από την Κωνσταντινούπολη, μετά την ανακατάληψη της από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο. Σε αυτή την εκδοχή συνηγορεί η πρώτη καταγραφή της νεότευκτης μονής σε ένα έγγραφο του 1262, στο οποίο γνωστοποιείται πως εκεί ήταν η κατοικία ενός εξόριστου ηγούμενου, του Ελληνικής καταγωγής Σίμωνα από τη Βασιλεύουσα[3]. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε ως σημείο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης για τον καθορισμό του συνόρου μεταξύ του Βενετσιάνικου και του Λομβαρδικού τομέα στη συνθήκη που υπογράφηκε το ίδιο έτος.
Η ανάγλυφη μεγαλοπρεπής αψίδα πάνω από το Ιερό της Αγίας Παρασκευής κρύβει δύο μαρμάρινα μικρά μυστικά στις βάσεις της που ταυτοποιούν τη σημερινή Αγία Παρασκευή με το Δομινικανό οίκο του Νεγροπόντε. Στην αριστερή βάση, υπάρχει η ανάγλυφη παράσταση του Άγιου Δομίνικου να κρατάει με το αριστερό του χέρι ένα μίσχο με κρινολούλουδα και με το δεξί ένα κλειστό Ιερό Ευαγγέλιο. Στη δεξιά, βρίσκεται ο Άγιος Πέτρος, σε μια από τις παλαιότερες διασωθείσες απεικονίσεις του Δομινικανού Αγίου, ο οποίος στο δεξί του χέρι κρατάει ένα κλαδί φοίνικα ως σύμβολο του μαρτυρίου και με το αριστερό ένα κλειστό Ιερό Ευαγγέλιο.
Στοιχεία που συνδέουν το Δομινικανό οίκο του Νεγροπόντε με τη σημερινή Αγία Παρασκευή και υποδεικνύουν το έτος κτίσης του.
Όσον αφορά την ταυτοποίηση της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής με το Δομινικανό οίκο του Νεγροπόντε, το πλέον ακράδαντο αποδεικτικό στοιχείο είναι οι μικροσκοπικές ανάγλυφες παραστάσεις, ύψους μόλις 30 εκατοστών, δύο επιφανών Ρωμαιοκαθολικών μοναχών που βρίσκονται στις εκατέρωθεν γενέσεις της θριαμβευτικής αψίδας, στις άνω γωνίες του τέμπλου του Ιερού Βήματος.
Οι ολόσωμες αυτές μορφές, οι οποίες με δυσκολία διακρίνονται από το επίπεδο του δαπέδου, είναι άχαρες και ασύμμετρες καλλιτεχνικά, σμιλευμένες σε έντονες και απλές γραμμές, ενώ φέρουν την χαρακτηριστική μοναστική ενδυμασία των Δομινικανών. Η αριστερή απεικονίζει τον εμπνευστή και ιδρυτή του θρησκευτικού Τάγματος Άγιο Δομίνικο (1170 – 1221), να κρατάει με το αριστερό του χέρι ένα μίσχο με κρινολούλουδα και με το δεξί το Ιερό Ευαγγέλιο. Στο ανάγλυφο δεξιά παριστάνεται ο Άγιος Πέτρος ο Μάρτυρας της Βερόνα (1206 – 1252), να κρατάει στο δεξί του χέρι ένα κλαδί φοίνικα ως σύμβολο του μαρτυρίου και στο αριστερό επίσης το Ιερό Ευαγγέλιο. Πρόκειται για ένα Δομινικανό ιεροεξεταστή – ιεροκήρυκα που φονεύτηκε στα 1252 καθώς βάδιζε προς το Μιλάνο από δύο μισθωμένους δολοφόνους, οι οποίοι τον χτύπησαν βίαια στο κεφάλι με μία λεπίδα ή ένα κυρτό δρεπάνι[4]. Το θανάσιμο πλήγμα αποτυπώνεται στο ανάγλυφο με μία εμφανή οριζόντια επιμήκη αυλάκωση στο μέτωπο του μάρτυρα, ενώ μπροστά ήταν προσαρμοσμένο το φονικό όπλο, στερεωμένο με συνδετικούς πείρους σε δύο οπές στους κροτάφους του. Η παράσταση του Αγίου Πέτρου του Μάρτυρα έχει ιδιαίτερη σημασία και από χρονολογικής άποψης, καθόσον η αγιοκατάταξη του έγινε στα 1253 δηλώνοντας απερίφραστα την μετατροπή του ναού της Θεοτόκου της Περίβλεπτου (σημερινή Αγία Παρασκευή) σε Ρωμαιοκαθολική εκκλησία σε μεταγενέστερο έτος. Επιπρόσθετα, στη Γενική Σύνοδο του Δομινικανού Τάγματος, που έγινε στο Παρίσι στα 1254, δόθηκαν εντολές στους αδελφούς να καθιερώσουν την λατρεία του Αγίου Πέτρου και να προάγουν τον εορτασμό της μνήμης του μαζί με αυτήν του Αγίου Δομίνικου με εικονογραφικές αναπαραστάσεις[5]. Η παρουσία των δύο ανάγλυφων μορφών των Δομινικανών Αγίων στη σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο την ταύτιση της με το καθολικό της Δομινικανής μονής του μεσαιωνικού Νεγροπόντε. Η δε χρονική αλληλουχία σχετικά με τον Άγιο Πέτρο τον Μάρτυρα, παγιώνει την τοποθέτηση της ανέγερσης του μοναστικού συμπλέγματος μεταξύ των ετών 1255 και 1261, όταν εγκαταστάθηκε σε αυτό η εξορισμένη Δομινικανή αδελφότητα από την Κωνσταντινούπολη.
Άποψη του ενός (βόρειου) από τους δύο ορθογώνιους ογκώδεις πεσσούς, που κατασκεύασαν οι Δομινικανοί κατά την ανοικοδόμηση της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στα μέσα του 13ου αιώνα, αφαιρώντας δύο προϋπάρχοντες κίονες, με σκοπό την υποστήριξη του βάρους της υπερκατασκευής του κεντρικού κλίτους και για να διαχωρίσουν τον κυρίως ναό σε δύο διακριτά μέρη.
Ο μεσοβυζαντινός ναός αποκτά Γοτθικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα.
Μόλις ο μεσοβυζαντινός ναός της Θεοτόκου της Περιβλέπτου (Αγία Παρασκευή) μεταβιβάστηκε στην αρμοδιότητα του Δομινικανού Τάγματος, αποφασίστηκε η ριζική ανάπλαση του οικοδομήματος σύμφωνα με την επικρατούσα νεωτεριστική τάση του 13ου αιώνα, δηλαδή ακολουθώντας τις επιταγές της δημοφιλούς Γοτθικής τεχνοτροπίας και σηματοδοτώντας την τρίτη και πιο αυθεντική οικοδομική φάση του[6].
Όσο και αν αυτή η διαδικασία φαντάζει περιττή και εξεζητημένη, εντούτοις εξυπηρετούσε δύο ουσιώδεις σκοπούς. Πρώτον, με την δομική μετατροπή θα εξαφανιζόταν η Ορθόδοξη αρχιτεκτονική μορφή της εκκλησίας, όπως θα ήταν οι ημικυκλικές κόγχες του Ιερού Βήματος, οι ενδεχόμενες πολυτελείς ορθομαρμαρώσεις και οι τυχόν υπάρχουσες αγιογραφίες Βυζαντινού ύφους. Δεύτερον, οι Δομινικανοί ίσως επιζητούσαν να ανεγείρουν έναν εντελώς καινούργιο μοναστικό οίκο στο υπόδειγμα ενός Ρωμαιοκαθολικού αββαείου, τηρώντας τις εντολές της Γενικής Συνόδου του Τάγματος στα 1254, για επιστροφή στην ταπεινότητα και στην απλότητα, μέσα από την υιοθέτηση των υποβλητικών γραμμών του Γοτθικού αρχιτεκτονικού ρυθμού. Κινούμενοι σε αυτό το πλαίσιο, καθαίρεσαν την εξωτερική τοιχοποιία και ανοικοδόμησαν σχεδόν εκ βάθρων το ναό στο σχέδιο της προγενέστερης τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος, στην οποία πλέον διαμορφώνονταν ένα τετράγωνο Ιερό Βήμα (ή αλλιώς πρεσβυτέριο), διαθέτοντας ένα παρεκκλήσι προσκολλημένο στην νότια πλευρά του. Το μοναδικό στοιχείο που διατήρησαν ήταν οι δύο κιονοστοιχίες με τα ανάγλυφα κιονόκρανα, με την διαφορά ότι κατάργησαν δύο εκατέρωθεν ενδιάμεσους κίονες[7] και στην θέση τους έκτισαν δυό ογκώδεις ορθογώνιους πεσσούς για να υποστηρίξουν καλύτερα το βάρος της άνωθεν υπερκατασκευής και οι οποίοι είχαν και μία άλλη χρηστική λειτουργία, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω, διαχωρίζοντας τον κυρίως ναό σε δύο διακριτά μέρη. Το κεντρικό κλίτος καλύφθηκε με δίριχτη ξύλινη οροφή με κεραμοσκεπή και με την κορυφή της να φτάνει τα 18 μέτρα, ενώ στα πλευρικά κλίτη η ξύλινη στέγαση είναι επικλινής.
Ο επιβλητικός πύργος του κωδωνοστασίου, ύψους 26,5 μέτρων. Η χωροταξική θέση του στη γωνία του ανατολικού τέλους του βόρειου κλίτους με το πρεσβυτέριο, αποτελεί αρχιτεκτονικό γνώρισμα που παρατηρείται σε μοναστηριακούς ναούς του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Το κωδωνοστάσιο του Δομινικανού ναού.
Μία άλλη ιδιομορφία αφορά την χωροταξική θέση του τετράγωνου πύργου του κωδωνοστασίου, ύψους 26,5 μέτρων, ο οποίος θα ανεγερθεί μετέπειτα στο ανατολικό τέλος του βόρειου κλίτους και θα ενωθεί με το πρεσβυτέριο.
Αυτό το αρχιτεκτονικό γνώρισμα παρατηρείται σε μοναστηριακούς ναούς του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος από τους μεσαιωνικούς χρόνους, σε αντίθεση με τις Ορθόδοξες εκκλησίες που το κωδωνοστάσιο βρίσκεται κατά κανόνα στη δυτική πλευρά ή είναι ανεξάρτητο οικοδόμημα. Η κατασκευή του πύργου θεωρείται μεταγενέστερη κατά ενάμιση περίπου αιώνα από την ίδρυση του Δομινικανού αββαείου του Νεγροπόντε στα μέσα του 13ου αιώνα, όταν ο ισόγειος χώρος του διαμορφώθηκε αρκετά μεταγενέστερα σε παρεκκλήσιο και σφραγίστηκαν τα υφιστάμενα Γοτθικά τοξωτά παράθυρα. Στην θέση του σχηματίζονταν η προέκταση του βόρειου κλίτους, καθώς η βάση του έχει επικαλύψει μερικώς ένα φραγμένο τοξωτό παράθυρο του αρχικού οικοδομήματος. Επίσης, η ανοικοδόμηση μόνο της εκκλησίας χωρίς το κωδωνοστάσιο θα συνιστούσε μία παραδοξότητα, που δεν συνάδει τυπολογικά με τη Δυτική μοναστηριακή ναοδομία και δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι ο ναός διέθετε κάποιου είδους κωδωνοστάσιο σε ένα άλλο σημείο, έστω και υποτυπώδες ή ιδιόρρυθμο, όπως αυτό που υπήρχε στην Γοτθική εκκλησία της μονής Ζαρακά του θρησκευτικού Τάγματος των Κιστερκιανών μοναχών στην περιοχή της Στυμφαλίας στην ορεινή Κορινθία (θεμελιώθηκε ανάμεσα στα έτη 1225 και 1236), όπου το κωδωνοστάσιο είχε κυλινδρικό σχήμα και βρίσκονταν προσαρτημένο στην γωνία του βορείου κλίτους με το επίσης τετράγωνο πρεσβυτέριο.
Δύο από τα τρία κλειστά σήμερα τοξωτά παράθυρα στο βόρειο τοίχο, που εκτιμάται πως ίσως ανήκουν στην οικοδομική φάση του 13ου αιώνα, μέσω των οποίων φωτίζονταν ο εσωτερικός χώρος της «ελάσσονος εκκλησίας» του Δομινικανού οίκου του Νεγροπόντε.
Ο μεσαιωνικός διαχωρισμός σε «ελάσσονα» και «μείζονα» εκκλησία.
Ένα ακόμα έμμεσο αποδεικτικό στοιχείο για την Δομινικανή ταυτότητα της τρίκλιτης βασιλικής προέρχεται από την βασική δραστηριότητα των μοναχών του Τάγματος, το οποίο ήταν γνωστό ως «Τάγμα των Ιεροκηρύκων (Ordo Praedicacatorum)», σε συνάρτηση με δεύτερη χρησιμότητα των μεγάλων ορθογώνιων πεσσών περίπου στο μέσο του τωρινού ναού.
Όσο διογκώνονταν η δημοτικότητα των Δομινικανών[8], τόσο αυξάνονταν οι ανάγκες εξεύρεσης ενός αυτόνομου χώρου κηρύγματος προς τους λαϊκούς, με δεδομένη την εχθρότητα που αντιμετώπιζαν από τον κοσμικό κλήρο. Έτσι αποφάσισαν να συναθροίζουν το ακροατήριο τους στους κατά τόπους μοναστηριακούς οίκους τους, διαχωρίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τον κυρίως ναό σε δύο λειτουργικά μέρη με μία μεσοτοιχία (intermedium), η οποία δεν ήταν απαραίτητο να συνιστούσε έναν ενιαία δομημένο τοίχο σε όλο το πλάτος του εσωτερικού, αλλά μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα πελώριο ξύλινο παραπέτασμα. Το ανατολικό σκέλος με το πρεσβυτέριο παρέμενε αυστηρά μοναστηριακό και κλειστό για τους λαϊκούς και αποτελούσε την «μείζονα εκκλησία» ή «εκκλησία των αδελφών», (ecclesia superior, ecclesia fratrum), όπου οι μοναχοί είχαν την δυνατότητα να αποσυρθούν με ησυχία για να προσευχηθούν και να τελέσουν απομονωμένοι τις ιερές ακολουθίες. Το δε δυτικό σκέλος αποκαλούνταν «ελάσσονα εκκλησία» ή «εκκλησία των πιστών», (ecclesia inferior, ecclesia fidelium), το οποίο προορίζονταν αποκλειστικά ως χώρος κηρύγματος, σκόπιμα αποκλεισμένος από οποιαδήποτε οπτική επαφή με τη «μείζονα εκκλησία», όπως είχε καθοριστεί από τη Γενική Σύνοδο του Τάγματος στα 1249[9]. Αυτή ακριβώς η ιδιάζουσα διαμόρφωση αντικατοπτρίζεται στην παρουσία των δύο ογκωδών πεσσών στην σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, καθώς επάνω τους στερεώνονταν ο διαχωριστικός τοίχος, πιθανότατα ξύλινος[10].
Σπανιότατο σχέδιο του Christian Hansen (1838) της δυτικής πλευράς της Αγίας Παρασκευής, όπου φαίνεται η διαμόρφωση της αυθεντικής πρόσοψης πριν το σεισμό του 1853, με το προστέγασμα (porch) μπροστά από τη μοναδική –τότε- κεντρική πόρτα. Πηγή: M. Bendtsen, Sketches and Measurings. Danish Architects in Greece, 1818-1862, Copenhagen 1993.
Ο φωτισμός του ναού.
Η «ελάσσονα εκκλησία» του δυτικού τμήματος στο καθολικό του Δομινικανού οίκου του Νεγροπόντε ήταν απέριττη, με τυπικά διακοσμητικά στοιχεία δύο υαλοθετήματα, ενός στρογγυλού οκτάφυλλου ρόδακα, πάνω από την είσοδο προς το κεντρικό κλίτος της πρόσοψης και ενός σταυρού στο αέτωμα της στέγης, τα οποία αντιγράφηκαν ως υποκατάστατα στην καινούργια πρόσοψη μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1853.
Ο φωτισμός του υπόψη χώρου πρέπει να ήταν αρκετά επαρκής, παρά τις αντίθετες γνώμες μερικών μελετητών. Αν και είναι αρκετά δύσκολο να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα, από το συνονθύλευμα των προσθαφαιρέσεων διάφορων παραθύρων στο βόρειο τοίχο με το πέρασμα των αιώνων, εντούτοις τρία μικρά τοξωτά ανοίγματα εδώ (που σήμερα είναι κλεισμένα) εκτιμάται ότι μπορούν να ενταχθούν στην οικοδομική φάση του 13ου αιώνα. Στην δε νότια πλευρά υφίσταται μία σειρά πέντε διαφαινόμενων λογχοειδών παραθύρων, Γοτθικού ύφους, τρία εκ των οποίων βλέπουν στο εσωτερικό της «ελάσσονος» εκκλησίας που ίσως να ανήκουν στην αρχική κατασκευή των Δομινικανών ή να είναι ακόμα μεταγενέστερα, αν αναλογιστούμε ότι ο τοίχος υπέστη αρκετές ανακατασκευές στην διάρκεια της Λατινοκρατίας[11].
Η σημερινή κεντρική είσοδος του ναού και η πρόσοψη του. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Η πρόσοψη του μνημείου πριν το 19ο αιώνα.
Η αυθεντική πρόσοψη του μοναστηριακού ναού παρουσίαζε ουσιώδεις διαφορές από τη νεότερη του 19ου αιώνα.
Στο κέντρο του δυτικού τοίχου υπήρχε μία μοναδική θύρα προς την «ελάσσονα εκκλησία», με άνωθεν οξυκόρυφο ανακουφιστικό τόξο, χωρίς την παρουσία άλλων εκατέρωθεν θυρών, όπως είναι οι δύο σημερινές που ανοίγονται στις πτέρυγες από τα πλευρικά κλίτη. Μπροστά από την είσοδο διαμορφώνονταν ένα προστέγασμα με Γοτθικό αψιδωτό μέτωπο και πλαϊνά περάσματα, το οποίο πιστοποιείται σε ένα σχεδίασμα της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής από μία ομάδα Δανών περιηγητών, που είχε επισκεφτεί την Χαλκίδα λίγο μετά την απελευθέρωση της, ενώ η κάτοψη του διακρίνεται και στο πρώτο πολεοδομικό διάγραμμα της πόλης του 1840. Αυτό το αρχιτεκτονικό γνώρισμα είναι συνηθισμένο σε Γοτθικούς ναούς ανά την Ευρώπη και προσδιορίζεται με τον όρο «porch», όμως στην προκειμένη περίπτωση παραδόξως αγνοείται από την πλειονότητα των ερευνητών. Πάνω από το προστέγασμα και διαδοχικά καθ’ ύψος ήταν κατασκευασμένα ο μεγάλος οκτάφυλλος ρόδακας, ένα τριμερές Γοτθικό παράθυρο με οξείες κορυφές, ένας κυκλικός φεγγίτης και το υαλοθέτημα του σταυρού στο δυτικό αέτωμα, τα οποία ενίσχυαν σημαντικά το φωτισμό στο διαμέρισμα της «ελάσσονος» εκκλησίας.
Τα τρία υφιστάμενα λογχοειδή Γοτθικά παράθυρα επί της βόρειας πλευράς της «μείζονος εκκλησίας» του Δομινικανού καθολικού (σημερινή Αγία Παρασκευή) στο Νεγροπόντε. Εκτιμάται ότι διανοίχτηκαν κατά την οικοδομική φάση των μέσων του 13ου αιώνα, ενώ στην αρχική τους μορφή ήταν μεγαλύτερα, όπως φαίνεται από το περίγραμμα των κουφωμάτων τους.
Οι χαμένες είσοδοι του ναού.
Στο βόρειο τοίχο της «ελάσσονος εκκλησίας» βρίσκονταν άλλες δύο τοξοειδείς θύρες, οι οποίες είναι πλέον φραγμένες.
Η δυτικότερη εμφανίζει μία αρχιτεκτονική ιδιορρυθμία μοιάζοντας να είναι κάπως φαρδύτερη και σύνθετη, αφού σχηματίζεται από δύο επάλληλες οξύκορφες αψίδες, εκ των οποίων διασώζεται μόνο το αριστερό μισό τους, ενώ το υπόλοιπο σκέλος τους κατέληγε στο κατεστραμμένο πια τμήμα του βόρειου τοίχου, λίγο πριν από την άκρη της παλαιάς πρόσοψης. Η υπερκείμενη αψίδα είναι πολύ μεγαλύτερου αναπτύγματος, φανερώνοντας ένα άνετο θυραίο άνοιγμα. Αυτή η έξοδος[12] οδηγούσε από το εσωτερικό σε ένα προαύλιο μέρος κηρύγματος, ίσως και περιτειχισμένο, όπου το πλήθος των πιστών θα μπορούσε να συγκεντρωθεί σε διαστήματα καλοκαιρίας[13]. Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις, το ευρύ αψιδωτό άνοιγμα τοιχίστηκε στην περίοδο της όψιμης Λατινοκρατίας και κατασκευάστηκε από κάτω μία μικρότερη θύρα με πεπλατυσμένο τοξοειδές ανώφλι, καθώς και μία άλλη παρόμοια διπλανή θύρα στο βόρειο τοίχο της «ελάσσονος εκκλησίας», επίσης φραγμένη σήμερα, που πρέπει να είχε την ίδια σκοπιμότητα λειτουργώντας ως έξοδος ανάγκης, όταν το ακροατήριο ήταν πολυάριθμο και επικρατούσε συνωστισμός. Στη δε νότια πλευρά ανοίγονταν δύο πόρτες από μία σειρά τεσσάρων εισόδων κατά μήκος ολόκληρου του τοίχου της βασιλικής, που ενδεχομένως είχαν διαφορετική λειτουργικότητα, δίνοντας πρόσβαση στους Δομινικανούς μοναχούς από το περιστύλιο της μονής, προκειμένου να εισέρχονται στον προκαθορισμένο εκκλησιαστικό χώρο, για να κάνουν το κήρυγμα τους χωρίς να έρθουν σε άμεση επαφή με τους λαϊκούς.
Άποψη της βόρειας υψιτενούς τοξοστοιχίας στη «μείζονα εκκλησία» του Δομινικανού καθολικού (σημερινή Αγία Παρασκευή). Τα οξύκορυφα τόξα έχουν μεγαλύτερο ανάπτυγμα από τα αντίστοιχα της «ελάσσονος εκκλησίας» προς τα δυτικά, δίνοντας την εντύπωση ενός εγκάρσιου κλίτους. Στο βάθος διακρίνεται το περίγραμμα της φραγμένης τοξωτής θύρας στον βόρειο τοίχο.
Οι λόγοι που ο ναός γειτόνευε με το Βενετσιάνικο διοικητήριο.
Όσον αφορά την κατασκευαστική προοπτική του εσωτερικού της «ελάσσονος εκκλησίας», προβλέπονταν η διατήρηση των προϋπαρχόντων κιόνων και η συνένωση τους με ομαλά Γοτθικά τόξα έως τους πεσσούς, τα οποία ήταν πέντε πάνω από κάθε κιονοστοιχία πριν την κατάρρευση του δυτικού τέλους του ναού της τωρινής Αγίας Παρασκευής από σεισμό το 1853, ενώ πλέον έχουν απομείνει τα τέσσερα από αυτά.
Στην προέκταση των δύο εκατέρωθεν τοξοστοιχιών και μέχρι την οροφή του υπερυψωμένου κεντρικού κλίτους υψώθηκαν επιμέρους τοιχώματα, που προσέδιδαν έμφαση στη τρίκλιτη διαμερισμάτωση. Στο καθένα από αυτά δημιουργήθηκε μία σειρά από έξι αψιδωτά ανοίγματα (σήμερα υφίστανται τα τέσσερα), που δεν εναρμονίζονται με την διάταξη των τοξοστοιχιών, προκειμένου να επιτρέπεται η διάχυση περισσότερου φωτός στο εσωτερικό και να βελτιωθεί η ακουστικότητα του χώρου. Επιπρόσθετα, η «ελάσσων εκκλησία» πιθανότατα να χρησίμευε περιστασιακά και ως μέρος δημόσιων συνάξεων και συμβουλίων για τους πάτρωνες των Δομινικανών μοναχών, τους Λομβαρδούς βαρώνους και αργότερα τους Βενετσιάνους, με γνώμονα ότι στο Νεγροπόντε δεν πρέπει να υπήρχε ένα κτήριο ανάλογου ενδότερου μεγέθους. Εξάλλου, στην μεσαιωνική Ελλάδα ήταν ελάχιστα τα ευρύχωρα οικοδομήματα, τα οποία επαρκούσαν για την σύγκληση ενός πολυμελούς συμβουλίου. Έτσι, δεν ήταν λίγες οι φορές που διενεργούνταν εντός εκκλησιαστικών ιδρυμάτων. Η διαθεσιμότητα μίας τόσο μεγάλης αίθουσας ίσως να ήταν ένας από τους λόγους της εγκατάστασης του μετέπειτα Βενετσιάνικου διοικητηρίου[14], δηλαδή της λεγόμενης «οικίας του βάϊλου», σε άμεση γειτνίαση με το Δομινικανό μοναστικό οίκο, ακριβώς απέναντι από τη πρόσοψη της εκκλησίας[15].
Το εντυπωσιακό διπλό ανάγλυφο τόξο της θριαμβευτικής αψίδας του πρεσβυτερίου της Αγίας Παρασκευής. Η ανάγλυφη διακόσμηση του είναι απαράμιλλο δείγμα Γοτθικής τέχνης του 13ου αιώνα στον Ελλαδικό και Κυπριακό χώρο.
O χώρος της μοναστικής αδελφότητας.
Σε αντιδιαστολή με το λιτό δυτικό τμήμα, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της «μείζονος εκκλησίας» του Δομινικανού οίκου στο Νεγροπόντε, δηλαδή του δεσμευμένου ανατολικού μέρους του ναού της Αγίας Παρασκευής αποκλειστικά για την μοναστική αδελφότητα, ήταν σαφώς πιο καλαίσθητος και επιμελημένος.
Το εσωτερικό φωτιζόταν επαρκώς από τέσσερα αψιδωτά Γοτθικά παράθυρα στη βόρεια πλευρά, εκ των οποίων το ένα καταργήθηκε όταν ανεγέρθηκε το κωδωνοστάσιο στη δύση του 14ου αιώνα και ενδεχομένως από άλλα δύο παρόμοια στο νότιο τοίχο. Στο ανατολικό σκέλος διαμορφώνονταν ακόμα δύο τοξωτά παράθυρα, ένα χαμηλό στο αέτωμα της στέγης και ένα υψηλό στο μέσο του τοίχου του πρεσβυτερίου[16]. Η ανάγκη για περισσότερο φως σε αυτό το διαμέρισμα του ναού ήταν άκρως επιβεβλημένη, καθόσον παρείχε ευχέρεια στην ανάγνωση των εκκλησιαστικών βιβλίων. Η «μείζων εκκλησία» διέθετε τρεις τοξωτές Γοτθικές θύρες, που είναι τώρα και αυτές τοιχισμένες. Η θύρα της βόρειας πλευράς πρέπει να χρησίμευε ως ιδιωτική είσοδος για τους μοναχούς, έτσι ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί από τους κοσμικούς πιστούς κατά την διάρκεια των ιερών ακολουθιών[17]. Οι έτερες δύο στη νότια πλευρά είτε ήταν βοηθητικές οδηγώντας στο περιστύλιο της μονής, είτε είχαν κάποιο συμβολικό χαρακτήρα. Επισημαίνεται δε ότι τα κατώφλια από όλες τις παράπλευρες θύρες στη σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής βρίσκονται κάτω από το επίπεδο του εδάφους, συνιστώντας μία απόδειξη για την ανύψωση του δαπέδου από την χρονολογία της ίδρυσης του Δομινικανού οίκου του Νεγροπόντε μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Το δυτικό σταυροθόλιο του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας, στο οποίο ο κεντρικός θολίτης φέρει την ανάγλυφη μορφή της κεφαλής ενός λέοντα. Διακρίνεται ο κοινός ραβδωτός βραχίονας που κοσμείται με ένα τορευτό λουλούδι βιολέτας.
Οι κιονοστοιχίες του ναού.
Στο εσωτερικό της «μείζονος εκκλησίας», οι δύο κιονοστοιχίες που διαχωρίζουν τα κλίτη συνεχίζουν ανατολικά μετά το ζεύγος των ορθογώνιων πεσσών με δύο εκατέρωθεν κολώνες με ραβδωτό κορμό, αρκετά ψηλότερους από τους κίονες της «ελάσσονος εκκλησίας».
Οι κολώνες τοποθετήθηκαν από το μεσαιωνικό αρχιτέκτονα των Δομινικανών, για να υποστηρίξουν δύο άνωθεν μεγάλα οξύκορφα τόξα στο τέλος κάθε κιονοστοιχίας, τα οποία δημιουργούν την ψευδαίσθηση ενός εγκάρσιου κλίτους. Αν ασπαστούμε την εκδοχή του Νικόλαου Γιαννόπουλου περί μίας ενδιάμεσης οικοδομικής φάσης, τότε είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήθηκαν ως κιονόκρανα επί των κολώνων τα αντίστοιχα μεσοβυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη. Οι δύο υψιτενείς τοξοστοιχίες καταλήγουν στο μέτωπο του πρεσβυτερίου, που ουσιαστικά αποτελεί προέκταση του μεσαίου κλίτους, και έχει τετράγωνη και επίπεδη διαμόρφωση, εσωτερικών οριζόντιων διαστάσεων 8Χ8 μέτρων και ύψος περί τα 14,5 μέτρα μέχρι το κέντρο του θόλου της οροφής. Φυσικά το έμπροσθεν άνοιγμα του δεν κλείνονταν από ένα τέμπλο, αφού κάτι τέτοιο δεν συνάδει με τα πρότυπα της Ρωμαιοκαθολικής ναοδομίας[18]. Στη νοτιοανατολική γωνία της εκκλησίας κατασκευάστηκε ένα επίσης τετράγωνο παρεκκλήσι, οριζόντιων διαστάσεων 5Χ8 μέτρα, που διατηρεί ακόμα την ίδια θρησκευτική λειτουργικότητα, αφιερωμένο σήμερα στην Αγία Τριάδα και διέθετε ένα τοξωτό παράθυρο στον νότιο τοίχο του. Στην απέναντι πλευρά δεν γνωρίζουμε αν διαμορφώνονταν ένα δεύτερο παρεκκλήσιο από εκείνη την περίοδο, αν και από τις δομικές ενδείξεις τεκμαίρεται ότι σχηματίζονταν μία προέκταση, η οποία παραπέμπει σε μία τέτοια διαρρύθμιση.
Ο κεντρικός θολίτης με σχήμα άνθους τριανταφυλλιάς από το ανατολικό σταυροθόλιο του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας.
Το οξυκόρυφο τόξο πάνω από το τέμπλο του ναού.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην καλλιτεχνική διακόσμηση της θριαμβευτικής αψίδας, που σχηματίζεται στο πάνω τμήμα του μετώπου του πρεσβυτερίου και υποβαστάζει το ανατολικό αέτωμα του κεντρικού κλίτους.
Πρόκειται για ένα διπλό οξυκόρυφο τόξο, εξαιρετικού Γοτθικού ύφους και ύψους 5,50 μέτρων, φιλοτεχνημένο σε δύο ανάγλυφες ομόκεντρες ταινίες, που η καθεμία αποτελείται από χωριστή σειρά θολιτών με εγκάρσιους αρμούς, χωρίς να ενώνονται σε κανένα σημείο. Η εξωτερική λωρίδα φέρει ελικοειδή μίσχο με φύλλα και καρπούς αμπέλου. Στην δε εσωτερική απεικονίζονται οι μορφές δέκα ανθρώπινων προσώπων (πιθανώς αγγέλων), ένος πάνθηρα και ενός μυθικού πλάσματος, που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε φύλλα και πτερωτούς σπόρους σφενδάμου. Στις κατακλείδες του εντυπωσιακού διπλού τόξου διακρίνονται η κεφαλή ενός λέοντα και ένας πεντάφυλλος ρόδακας, ενώ στα δύο ακραία ερείσματα του προβάλλουν οι μικρές ανάγλυφες παραστάσεις του Αγίου Δομίνικου και του Αγίου Πέτρου του Μάρτυρα, κυριολεκτικά αθέατες από τους λαϊκούς πιστούς, οι οποίες δεν είναι επιπρόσθετες αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος μίας ενιαίας καλλιτεχνικής σύνθεσης. Αυτό το είδος γλυπτικής διακόσμησης της θριαμβευτικής αψίδας στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής θεωρείται σπάνιο, καθώς δεν αντιστοιχεί σε ακριβή παράλληλα στην Δυτική αρχιτεκτονική, αλλά περισσότερο ταιριάζει με τα επάλληλα τοξοειδή γείσα που απαρτίζουν τις κεντρικές θύρες των Γοτθικών ναών, θέτοντας ένα εύλογο ερώτημα ως προς την επιλογή της από τους Δομινικανούς μοναχούς του Νεγροπόντε. Επιπλέον, στην οροφή του πρεσβυτερίου σχηματίζονταν ένα λίθινο Γοτθικό σταυροθόλιο με ραβδοειδείς νευρώσεις, που ο ανάγλυφος σκελετός του ενδεχομένως να διασώζεται ως ένα βαθμό, πίσω από το επίχρισμα με την αγιογραφία του Χριστού Παντοκράτορα του 19ου αιώνα.
Η άκρη της επιμήκους απόληξης μίας ακτινωτής νεύρωσης ενός από τα δύο σταυροθόλια του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας, με την ανάγλυφη παράσταση της μυθικής μορφής του «Πράσινου Άνδρα» (Green Man), με καταβολές από την λαογραφική παράδοση της Δυτικής Ευρώπης.
Το νοτιοανατολικό παρεκκλήσι και ο «Πράσινος άνθρωπος» (Green man).
Παρόμοιο γλυπτικό διάκοσμο διαθέτει και το συνδεόμενο νοτιοανατολικό παρεκκλήσι, το οποίο στεγάζεται από δύο διατηρούμενα σταυροθόλια.
Αν και η μετωπική αψίδα του συνίσταται μόνο από ένα λίθινο οξυκόρυφο τόξο με προεξέχουσα ταινία που τονίζει το άνοιγμα, εντούτοις τα σταυροθόλια κοσμούνται με περίτεχνα ανάγλυφα. Οι επιμήκεις κυλινδρικές απολήξεις των νευρώσεων (φουρούσια) σχηματίζονται από δαντελωτές παραστάσεις αμπελόφυλλων και σταφυλιών, παρουσιάζοντας ομοιότητες με τα αντίστοιχα της τρίκλιτης ξυλόστεγου εκκλησίας της Αγίας Σοφίας στην Ανδραβίδα, επίσης κτίσμα των Δομινικανών μοναχών, από την οποία διασώζεται μόνο το πρεσβυτέριο και τα πλευρικά παρεκκλήσια, αλλά και του καθολικού του αββαείου Μπέλλα Παΐς (Bella Pais) στην Κερύνεια της Κύπρου. Μάλιστα σε ένα από αυτά τα περίτεχνα στελέχη εμφανίζεται η φανταστική μορφή του «Πράσινου Άνδρα (Green Man)», ενός μυθικού όντος, το οποίο απεικονίζεται σαν ένα ανθρώπινο πρόσωπο περιβαλλόμενο από μίσχους και φύλλα που βγαίνουν μέσα από το στόμα του[19] και απαντάται πολύ συχνά σε Ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες. Στη θρησκευτική και λαογραφική παράδοση της Δυτικής Ευρώπης ερμηνεύεται ως σύμβολο της αναγέννησης, πρεσβεύοντας τον κύκλο της ανάπτυξης κάθε άνοιξη. Η παράσταση του «Πράσινου Άνδρα» σε οποιαδήποτε αποτύπωση της είναι εξαιρετικά δυσεύρετη στον Ελληνικό χώρο, ενώ έχει ανακαλυφθεί μόλις ένα ανάλογο ανάγλυφο σε έναν θολίτη από σταυροθόλιο του 13ου αιώνα της ερειπωμένης Κιστερκιανής μονής Ζαρακά στην Στυμφαλία της Κορινθίας[20]. Στην περίπτωση των δύο σταυροθολίων της οροφής του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου στην βασιλική της Αγίας Παρασκευής, ο δυτικός θολίτης φέρει την κεφαλή ενός λέοντα, ο ανατολικός διακοσμείται με ένα άνθος τριαντάφυλλου και στο μέσο του κοινού ραβδωτού βραχίονα υπάρχει ένα τορνευτό λουλούδι βιολέτας. Οι νευρώδεις ραβδωτοί θόλοι και τα οξυκόρυφα τόξα φαίνεται να έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης στην εκκλησιαστική ναοδομία της Εύβοιας τον μεσαίωνα[21], σε συνδυασμό με την ευρύτερη διάδοση τους, καθώς χρησιμοποιήθηκαν σε μικρής κλίμακας Ορθόδοξα ιδρύματα κτισμένα από τοπικούς γαιοκτήμονες, ίσως σαν ιδιωτικά παρεκκλήσια, όπως στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Οξύλιθο, του τέλους του 13ου αιώνα.
Δύο περίτεχνες απολήξεις (φουρούσια) των ακτινωτών νευρώσεων του ενός εκ των δύο σταυροθολίων του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας. Η Γοτθική διακόσμηση τους με ανάγλυφα φυτικά θέματα προσιδιάζει με τη συναφή που επικρατεί στη Γαλλία στα μέσα του 13ου αιώνα.
Η αρχιτεκτονική ταυτότητα του ναού μέσα στο χρόνο.
Από την σύγκριση του είδους της γλυπτικής διακόσμησης της θριαμβικής αψίδας του πρεσβυτερίου και των σταυροθολίων στο νοτιοανατολικό παρεκκλήσι, συμπεραίνεται ότι αυτά τα τμήματα της Δομινικανής «μείζονος εκκλησίας» του Νεγροπόντε ανεγέρθηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα.
Το καλλιτεχνικό ύφος των ανάγλυφων είναι καθαρά Γοτθικό και εναρμονίζεται με την συναφή τεχνοτροπία και εικονογραφία που επικρατεί στην Γαλλία στα μέσα του 13ου αιώνα. Αυτή η προσομοίωση έδωσε το έναυσμα στους ακαδημαϊκούς κύκλους να τα θεωρήσουν ως προϊόντα του ίδιου εργαστηρίου Δυτικών τεχνιτών, που προέρχονταν από την περιοχή «Ile de France»[22] και εργάζονταν στην ανέγερση του Δομινικανού καθολικού, μαζί με το Βενετσιάνικο συνεργείο των κατασκευαστών της ξύλινης στέγης και πιθανότατα γηγενείς Έλληνες οικοδόμους. Όμως, η Γοτθική-Γαλλική τεχνοτροπία της γλυπτικής διακόσμησης λειτούργησε εφελκυστικά, παρασύροντας παλαιότερους ιστορικούς και εμπειρογνώμονες να διατυπώσουν την εσφαλμένη υπόθεση ότι η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής ήταν εξολοκλήρου ένα Φράγκικο κτίσμα[23], ενώ είναι προφανής πλέον η σύμπραξη επιμέρους εξειδικευμένων ομάδων εργατών με διαφορετική εθνική καταγωγή. Όταν περατώθηκε το πλινθοπερίκλειστο οικοδόμημα στο μεσαίο τμήμα της νότιας πλευράς τοποθετήθηκαν δύο ισχυροί κάθετοί τοίχοι αντιστήριξης για να συγκρατήσουν τα δομικά φορτία, οι οποίοι δύναται να αναχθούν στη μεσαιωνική φάση του ναού. Οι υπόλοιπες πέντε λεπτότερες αντηρίδες, από δύο επιπλέον σε κάθε πλευρά και μία στην άκρη του νότιου τοίχου του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου, ενσωματώθηκαν στη νεότερη εποχή.
Δύο λογχοειδή παράθυρα, Γοτθικού ύφους, επί της νότιας πλευράς της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Ανήκουν σε μία σειρά πέντε τοξοειδών παραθύρων, που ενδεχομένως τοποθετήθηκαν κατά την ανοικοδόμηση του ναού από τους Δομινικανούς μοναχούς στα μέσα του 13ου αιώνα ή να αποτελούν μία ελαφρώς κατοπινή μετασκευή. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Παραπομπές
[1] «A Forest on the Sea», Karl Appuhn, Baltimore, 2009. Μελέτη για τις Βενετσιάνικες πρακτικές με ξυλεία.
[2] Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Pierre A. MacKay, καθώς υποδηλώνεται από διάφορους καταλόγους απαραίτητων υλικών στα Βενετσιάνικα αρχεία.
[3] «The Western Religious Orders in Medieval Greece (p. 208 – 209)», Nickiphoros I. Tsougarakis, University of Leeds (Institute for Medieval Studies), 2008. Από την συγκεκριμένη διατριβή του Νικηφόρου Τσουγκαράκη, αντλήθηκαν σχεδόν όλες οι πληροφορίες για τα φυσικά και ιστορικά πρόσωπα, που σχετίζονται με την Δομινικανή αδελφότητα του Νεγροπόντε.
[4] Οι δύο δολοφόνοι είχαν προσληφθεί από εύπορα άτομα της αίρεσης των Καθαρών. Ο Άγιος Πέτρος ο Μάρτυρας είχε αναπτύξει πολύ αξιόλογη δραστηριότητα στις τάξεις των Καθαρών, επιδιώκοντας να τους επαναφέρει στις αγκάλες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
[5] «Monumenta Ordinis Fratum Predicatorum Historica (MOPH 3: 70. Cap. Gen. Anno 1254)», ed B. M Reichert, O. P., Rome, 1897 et seq. Η σχετική διάταξη έχει ως εξής: «Priores et alii fratres. Curam habeant diligentem. Quod nomen beati Dominici et beati Petri martiris, in kalendariis et in litaniis scribantur, et picture fiant in ecclesiis». (Ερμηνευτική απόδοση: «Οι ηγούμενοι και όλοι οι αδερφοί θα πρέπει να μεριμνήσουν φιλόπονα, έτσι ώστε τα ονόματα του Άγιου Δομίνικου και του Αγίου Πέτρου του Μάρτυρα, να αναγράφονται στα εκκλησιαστικά ημερολόγια και στις λιτανείες και θα πρέπει να τοποθετήσουν μικρές εικόνες τους στις εκκλησίες»).
[6] Ο Γοτθικός ρυθμός εμφανίστηκε περί το 1220 στην Δυτική ναοδομία διαδόθηκε ευρέως έως τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν ιδρύθηκε ο Δομινικανός μοναστικός οίκος στο Νεγροπόντε. Η τάση του διάρκεσε έως τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν τον διαδέχτηκε η αρχιτεκτονική της Αναγέννησης. Τα κύρια χαρακτηριστικά της Γοτθικής τέχνης είναι οι κάθετες δομικές γραμμές, οι νευρώδεις ακτινωτοί θόλοι, τα οξύκορφα τόξα, τα ογκώδη μεγέθη με έμφαση στο ύψος των οικοδομημάτων και τα περίτεχνα διακοσμητικά στοιχεία.
[7] Κατά την εκτίμηση του γράφοντος, οι κιονοστοιχίες της εκκλησίας διέθεταν αρχικά από έξι κίονες έκαστη τοποθετημένους ανά 3 μέτρα και όχι πέντε που υπάρχουν σήμερα, όπως τεκμαίρεται από την διαδοχική σειρά τους στην κάτοψη και την συμμετρική στοίχιση τους. Τα κιονόκρανα των δύο κιόνων που αντικαταστάθηκαν από τους πεσσούς, ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκαν ως ιδιόρρυθμο βάθρο της Αγίας Τράπεζας του νοτιοανατολικού παρεκκλησίου της Αγίας Τριάδας. Το μεσαίο κλίτος του ναού έχει μήκος οκτώ μέτρα και τα πλευρικά περί τα 6 – 6,25 μέτρα.
[8] Σύμφωνα με τον καθηγητή Pierre A. MacKay.
[9] «MOPH, 3: 47, Cap. Gen. 1249, lines 10 – 14». Η σχετική διάταξη έχει ως εξής: «Intermedia que sunt in ecclesiis nostris inter seculares et fratres. sic disponantur per priores. quod fratres egredientes et ingredientes de choro non possint videri a secularibus. vel videri eosdem. Poterunt tamen alique fenestre ibidem aptari; ut tempore elevacionis corporis possint aperiri». (Ερμηνευτική απόδοση: «Οι διαχωρισμοί στις εκκλησίες μας μεταξύ των λαϊκών ανθρώπων και των αδερφών θα πρέπει να ρυθμίζονται από τους ηγουμένους, έτσι ώστε οι αδερφοί να μην διακρίνονται από τους λαϊκούς ανθρώπους, καθώς εισέρχονται ή αποχωρούν από το τμήμα της χορωδίας, ούτε αυτοί να μπορούν να δουν τους λαϊκούς ανθρώπους. Ορισμένα παράθυρα μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτούς εδώ και εκεί, προκειμένου να μπορούν να ανοίγονται κατά την διάρκεια της ανύψωσης του σώματος – όστιας, ήτοι της Θείας Κοινωνίας»). Σε αρκετές περιπτώσεις ο χώρος κηρύγματος ήταν ένα εντελώς ανεξάρτητο κτίριο εντός του μοναστικού συμπλέγματος, αλλά πάντα κοντά στην εκκλησία.
[10] όπως υποδεικνύεται από τον Pierre A. MacKay με βάση την συγκριτική αντιπαραβολή με άλλους μεσαιωνικούς ναούς των Δομινικανών στον Ευρωπαϊκό χώρο.
[11] Είναι πολύ πιθανόν τα παράθυρα στο νότιο τοίχο να ήταν προσαυξημένα κατά ένα, το οποίο να ανοίγονταν στο τμήμα που κατέρρευσε στον σεισμό του 1853. Ο Pierre A. MacKay υποστηρίζει ότι τα υπόψη Γοτθικά παράθυρα είχαν αποκατασταθεί, ερχόμενα ένα επίπεδο πάνω από το ύψος που ενδεχομένως να βρίσκονταν σε μία μοναστηριακή εκκλησία.
[12] Σύμφωνα με την εκτίμηση του Pierre A. MacKay.
[13] Παρόμοια πιθανή διαμόρφωση εντοπίζεται στον Δομινικανό οίκο του Ηράκλειου (Candia) της Κρήτης, όπου η εκκλησία του Αγίου Πέτρου του Μάρτυρα διέθετε δύο φαρδιά χαμηλά θυραία τόξα κοντά στο δυτικό τέλος του νότιου τοίχου, τα οποία εξυπηρετούσαν την πρόσβαση των λαϊκών πιστών σε ένα προαύλιο χώρο κηρύγματος. Ο αρχιτέκτονας Νικόλαος Δεληνικόλας παραθέτει ότι το μεγάλο τοξωτό άνοιγμα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής οδηγούσε σε ένα πρόσκτισμα προσκολλημένο στο νότιο κλίτος, μία επισήμανση που ενισχύει την εκδοχή για την ύπαρξη μίας περιτειχισμένης αυλής.
[14] Όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει ο Pierre A. MacKay.
[15] Το είδος του φθαρμένου ξύλινου σκελετού της οροφής της «οικίας του βαΐλου» είναι παραπλήσιο με τους δοκούς στήριξης της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, με συνέπεια να εικάζεται πως τα δύο κτίρια ανεγέρθηκαν ταυτόχρονα και αποτελούσαν μέρος του ίδιου Βενετσιάνικου οικοδομικού προγράμματος. Όμως από τα αρχεία της Βενετσιάνικης Συγκλήτου συνάγεται ότι ο βαΐλος της Χαλκίδας δε είχε ιδιαίτερη κατοικία εντός της καστροπολιτείας έως τις πρώτες δεκαετίες του 14ο αιώνα. Αν όντως η «οικία του βάϊλου» ανάγεται στα μέσα του 13ου αιώνα, τότε ίσως να είχε αρχικά μία διαφορετική χρήση, η οποία δεν αποκλείεται να ήταν και μοναστηριακή.
[16] Σήμερα στην ανατολική πλευρά του Ιερού Βήματος (πρεσβυτερίου) της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής διακρίνονται τέσσερα παράθυρα. Ένα μεγάλο δίλοβο και οξυκόρυφο παράθυρο, Γοτθικής τεχνοτροπίας, βρίσκεται τοποθετημένο στο μέσο του τοίχου, το οποίο είναι νεότερη προσθήκη μάλλον του τέλους 19ου/αρχές 20ου αιώνα, καθώς δεν εμφανίζεται σε μία φωτογραφία λίγο μετά το 1853 – 1855, αλλά μας δίνει μία εικόνα για την θέση του αυθεντικού παραθύρου του Δομινικανού καθολικού. Ακριβώς πάνω από αυτό υφίσταται μία σειρά τριών παραθύρων που κάποτε ήταν όλα τους λογχοειδή, αλλά δεν έχει διευκρινιστεί η χρονολόγηση τους. Η ύπαρξη ενός μονού οξυκόρυφου παράθυρου της οικοδομικής φάσης του 13ου αιώνα στο πρεσβυτέριο διαπιστώνεται από τον Νικόλαο Δεληνικόλα, που αναφέρει ότι διατηρείται η ποδιά του. Ο ίδιος στην σχετική μελέτη του σημειώνει την παρουσία ενός παρόμοιου παραθύρου στο μέσο του βόρειου τοίχου του ναού, από το οποίο διασώζεται ο σταθμός του, ωστόσο ίσως να αποτελεί μεταγενέστερη παρέμβαση, λαμβάνοντας υπόψη τις ποικίλες διαρρυθμίσεις παραθύρων σε αυτή την πλευρά.
[17] Σύμφωνα με την εκτίμηση του Pierre A. MacKay.
[18] Ακόμα και στην περίπτωση να υπήρχε μία προγενέστερη μεσοβυζαντινή βασιλική, όπως γνωματεύει ο Γιαννόπουλος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αφαιρέθηκε το Ορθόδοξο τέμπλο της, κατά την ανοικοδόμηση εκ βάθρων του ναού και την μετατροπή του σε Ρωμαιοκαθολική μοναστηριακή εκκλησία.
[19] Η θεματική μορφή του «Πράσινου Άνδρα» έχει διάφορες παραλλαγές, όπως να δημιουργείται εξολοκλήρου από φυλλώματα ή να διαθέτει μία φυλλώδη γενειάδα, είτε ως ανάγλυφο, είτε σε άλλου είδους αναπαράσταση. Παρουσιάζεται σε πολλούς πολιτισμούς ανά τον κόσμο από την αρχαιότητα και φέρεται να έλκει την προέλευση της από την παγανιστική λατρεία, αντιπροσωπεύοντας την γονιμότητα ή ένα πνεύμα της φύσης. Ο «Πράσινος Άνδρας» υιοθετήθηκε ως διακοσμητικό στοιχείο από πολύ νωρίς και στην Χριστιανική καλλιτεχνική θεματολογία και αρχιτεκτονική, κυρίως της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
[20] Ο ανάγλυφος θολίτης με τον «Πράσινο Άνδρα» της μονής Ζαρακά εκτίθεται στο μουσείο του μεσαιωνικού κάστρου Χλεμούτσι (Clermont) στην Κυλλήνη Ηλείας.
[21] Σύμφωνα με τον καθηγητή αρχαιολογίας Νίκο Κοντογιάννη
[22] Με την επωνυμία «Ile de France» αποκαλείται η γεωγραφική διοικητική περιφέρεια της Γαλλίας, όπου βρίσκεται και η πόλη του Παρισιού. Η Γοτθική τεχνοτροπία των ανάγλυφων του ναού της Αγίας Παρασκευής είναι παρεμφερής με του γλυπτού διάκοσμου στις μεσαιωνικές εκκλησίες Notre Dame και Sainte Chapelle του Παρισιού, καθώς και με του καθεδρικού ναού Notre Dame της Ρεμς (Reims) στην βορειοανατολική Γαλλία.
[23] Την άποψη περί της Φράγκικης προέλευσης της Αγίας Παρασκευής εξέφρασε επιτηδευμένα ο Γάλλος περιηγητής και διανοούμενος Αλεξάντερ Μπυσόν (Alexander Buchon) στα 1841, στην προσπάθεια του να αναδείξει την επίδραση της Φράγκικης παράδοσης στην Ελλάδα. Ακολούθησε ο αρχαιολόγος Γεώργιος Λαμπάκης στα 1884, συνεπικουρούμενος από τον Πολωνοαυστριακό ιστορικό τέχνης Τζόζεφ Στριγκόφσκι. Ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι ο μεσαιωνικός ναός μπορεί να διέθετε υπερώο πάνω από τα πλευρικά κλίτη, αλλά μια τέτοια εκδοχή δεν γίνεται αποδεκτή, καθόσον θα έκανε αναγκαία την υπερβολική ανύψωση του ενδιάμεσου τοίχου (intermedium) ακόμα ψηλότερα από το κανονικό, για να εμποδιστεί η οπτική επαφή μεταξύ της «μείζονος» και της «ελάσσονος εκκλησίας».