Γιώργος Λόης
Η σωστική ανασκαφή που διενεργήθηκε στα 1973/4 για τις ανάγκες ανέγερσης του κτηρίου και τα σημαντικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν το ένδοξο παρελθόν της καστροπολιτείας του Ευρίπου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Μεσαιωνικά Ευβοίας», Μυρτώ Γεωργοπούλου – Μελαδίνη, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 29 (1973 – 1974), μέρος Β2 – Χρονικά, σελίδες 499 – 512, Αθήνα, 1979.
2. «H Χαλκίδα κατά τους Mεσοβυζαντινούς χρόνους και την Εποχή της Λατινοκρατίας: Η μαρτυρία της κεραμικής (9ος–15ος αι.)», Στεφανία Σ. Σκαρτσή, Γιάννης Βαξεβάνης, «Ένα νησί μεταξύ δύο κόσμων: Αρχαιολογική Έρευνα στην Εύβοια, Προϊστορικοί έως και Βυζαντινοί Χρόνοι», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Ερέτρια, 12-14 Ιουλίου 2013, σελίδες 593 – 612, The Norwegian Institute at Athens, 2017.
Εισαγωγή.
Μερικές φορές εμφανίζονται αναπάντεχα μπροστά μας ανεκτίμητοι θησαυροί της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, που από το ανακτημένο περιεχόμενο τους αποκομίζουμε πολύτιμες πληροφορίες για το ιστορικό παρελθόν του τόπου μας, αλλά κατόπιν τα απαξιώνουμε, με αποτέλεσμα οι μνήμες τους να ξεθωριάζουν.
Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της μάλλον αλγεινής κατάστασης, αποτελεί η περίπτωση των εκτεταμένων καταλοίπων ενός μεσαιωνικού οικιστικού συγκροτήματος από την αλλοτινή καστροπολιτεία της Χαλκίδας, τα οποία ανακαλύφθηκαν τυχαία πριν από σχεδόν 50 χρόνια, αλλά σήμερα παραμένουν αθέατα και άγνωστα στο ευρύ κοινό, κρυμμένα στον υπόγειο χώρο του κτιρίου του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ) Χαλκίδας.
Συγκεκριμένα, περί το τέλος του 1972 υποβλήθηκε σχετική μελέτη για την ανέγερση κτιρίου εντός ενός οικοπέδου, προκειμένου να στεγαστούν οι τοπικές υπηρεσίες του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), μόλις λίγα μέτρα νοτιότερα από την πλατεία του Ιερού Ναού της Αγίας Βαρβάρας[1]. Με γνώμονα ότι το μέρος βρίσκονταν μέσα στην περίμετρο του μεσαιωνικού «Κάστρου» της πόλης, διενεργήθηκαν μερικές δοκιμαστικές τομές από την αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία και αποδείχτηκε ότι σε μικρό βάθος διασώζονταν προγενέστεροι τοίχοι, που έχρηζαν περαιτέρω ενδελεχούς επισκόπησης. Αυτή η διαπίστωση οδήγησε στην πραγματοποίηση συστηματικών ανασκαφών κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1973 – 1974, υπό την επίβλεψη του αείμνηστου αρχαιολόγου Νίκου Παπαδάκη, η οποία κάλυψε τελικά μία έκταση 720 τ.μ.[2]. Όμως πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή των δομικών και κινητών ευρημάτων της αρχαιολογικής έρευνας, κρίνεται σκόπιμο να προσδιορίσουμε την υπό εξέταση τοποθεσία σε σχέση με τον πολεοδομικό τομέα της μεσαιωνικής καστροπολιτείας του Ευρίπου, έτσι ώστε να αποκτήσουμε μία πληρέστερη χωροταξική εικόνα.
Αεροφωτογραφία της περιοχής γύρω από την πλατεία της Αγίας Βαρβάρας σε συσχετισμό με τις μεσαιωνικές οχυρώσεις της Χαλκίδας. Γράφημα: Βάγιας Κατσός.
Οι πρώτες μεσαιωνικές ανακαλύψεις στην πλατεία της Αγίας βαρβάρας.
Σύμφωνα με τα παλαιά τοπογραφικά διαγράμματα της Χαλκίδας του 19ου αιώνα και αρχαιολογικές υποδείξεις, το χερσαίο τείχος της πόλης διέρχονταν ακριβώς πίσω από την συμβολή των σημερινών οδών Φίλωνος και Τραπεζουντίου.
Σε αυτό το σημείο υπήρχε ένας προεξέχων τετράγωνος πύργος, ενώ προς το εσωτερικό διαμορφώνονταν ένα ογκώδες προσαρτημένο κτίσμα, που μάλλον είχε κατασκευαστεί την εποχή της Τουρκοκρατίας και η οροφή του πιθανότατα χρησιμοποιούνταν ως εξέδρα μάχης για την τάξη βαρέων πυροβόλων όπλων (ο λεγόμενος προμαχώνας του στενού). Τον Μάρτιο του 1890 ξεκίνησε η ολέθρια κατεδάφιση των μεσαιωνικών οχυρώσεων του «Κάστρου»[3], μία επιπόλαια ενέργεια που χρεώθηκε στον δραστήριο Ηρακλή Γαζέπη στην δύση της 16ετούς επιτυχημένης σταδιοδρομίας ως δήμαρχου της πρωτεύουσας της Εύβοιας. Κατά την διάρκεια της μακροχρόνιας καταστροφικής διαδικασίας, όταν οι εργάτες καθαίρεσαν το διαλαμβανόμενο τμήμα του περιτειχίσματος στα 1897, εντόπισαν τα ίχνη ενός Χριστιανικού ναού των ύστερων Βυζαντινών χρόνων, ο οποίος είχε ενσωματωθεί στη μεταγενέστερη Οθωμανική φρουριακή προσθήκη. Από τα λείψανα των διακρινόμενων αγιογραφιών θεωρήθηκε ότι ήταν αφιερωμένος στην Αγία Βαρβάρα, ενώ εκείνη την χρονιά το Δημοτικό Συμβούλιο Χαλκιδέων χορήγησε την άδεια ανοικοδόμησης νέας εκκλησίας στην ίδια θέση[4], κατόπιν σχετικού αιτήματος πλείστων κατοίκων, η οποία εγκαινιάστηκε το 1904. Ο δε ενθουσιασμός του χριστεπώνυμου πλήθους για την ανακάλυψη των ερειπίων του παλαίφατου ναού ήταν ασυγκράτητος. Όπως χαρακτηριστικά παρατίθεται στην εφημερίδα «Παλίρροια», το επόμενο έτος κατά την εορτή της Αγίας Βαρβάρας «ο ευσεβής λαός της Χαλκίδας σπεύσας εκκαθάρισε το μέρος αυτό, κηρόν δε και λίβανον προσφέρει πάντοτε και ιδία κατά την μνήμην της Αγίας, ως η χθεσινή, όπου κατά εκατοντάδας προσήρχοντο οι προσκυνηταί προς την Αγίαν και διώκτριαν παντός κακού και ιδίως της ευλογιάς, πολλαί ανεπέφθησαν δεήσεις»[5].
Απόσπασμα χάρτη της καστροπολιτείας του Νεγροπόντε και των περιχώρων, όπου επισημαίνεται η εκκλησία με την επωνυμία «Vescoado (Επισκοπή)», η οποία ίσως να δύναται να ταυτιστεί με τον παλαιότερο Βυζαντινό ναό της Αγίας Βαρβάρας. Από το έργο «Isole che son da Venetia nella Dalmatia….», Simon Pinargenti et Compani, Venice, 1573».
Βρισκόταν στη θέση του σημερινού ναού της Αγίας Βαρβάρας η μεσαιωνική «Επισκοπή»;
Μία συναφή και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση προκύπτει μέσα από την μελέτη των χαλκογραφιών του 16ου αιώνα, όπου παρουσιάζεται η καστροπολιτεία της Χαλκίδας ή του Νεγροπόντε (Negroponte), όπως αποκαλούνταν κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας.
Αν και πρόκειται για αρκετά συμβατικές καλλιτεχνικές απεικονίσεις, εντούτοις εμπεριέχουν ορισμένα αληθοφανή στοιχεία, ιδιαίτερα όσον αφορά τα τοπωνύμια. Στην συντριπτική πλειονότητα των παραστάσεων, αποτυπώνεται ένας Χριστιανικός ναός με κωδωνοστάσιο, φέροντας την επωνυμία «Vescoado ή Vescovado (Επισκοπή)», πολύ κοντά στον προμαχώνα της πύλης του Χριστού (Porta di Cristo) ή της Άνω Πύλης. Τα δε απομεινάρια του τελευταίου βρίσκονται θαμμένα κάτω από την συμβολή των οδών Φαβιέρου και Παπαναστασίου. Αυτό λοιπόν το εκκλησιαστικό ίδρυμα ίσως να δύναται να ταυτιστεί με τον ευρεθέντα παλαιότερο υστεροβυζαντινό ναό, που αποδόθηκε συγκυριακά στην Αγία Βαρβάρα, καθόσον η θέση του απέχει μόλις 100 μέτρα από την προαναφερθείσα διασταύρωση. Επίσης αρκετοί ερευνητές, όπως ο πανεπιστημιακός καθηγητής Pierre MacKay, εκφράζουν την άποψη ότι η περιοχή «Vescoado ή Vescovado» αντιστοιχεί περισσότερο στην φυσιογνωμία μίας συνοικίας του Νεγροπόντε, η οποία αναπτύσσονταν στα δυτικά της πύλης του Χριστού και γύρω από τον καθεδρικό ναό της μεσαιωνικής πόλης (βλ. «Νέο φως στο Νεγροπόντε»). Πάντως σε κάθε περίπτωση, με αυτό το τοπωνύμιο μπορεί να επισημανθεί με σχετική βεβαιότητα ο πολεοδομικός τομέας νοτίως από την πλατεία της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας, που περικλείεται από τις οδούς Τραπεζουντίου, Φίλωνος, Φαβιέρου, Κώτσου και Βαρατάση.
Ανασκαφικές τομές στο οικόπεδο του ΙΚΑ, κατά το πρώιμο στάδιο της αρχαιολογικής έρευνας, το 1973. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Οι ανασκαφές των ετών 1973/4.
Κατά τις ανασκαφικές εργασίες των ετών 1973/4, αποκαλύφθηκε ένα πολύ πυκνοκατοικημένο τμήμα της μεσαιωνικής πόλης, απαρτιζόμενο από τουλάχιστον οκτώ διακριτά κτίρια και πολλούς αδιάγνωστους τοίχους.
Μάλιστα φαίνεται ότι οι οικίες επισκευάζονταν ή ανοικοδομούνταν σε αυτό το μέρος για χρονικό διάστημα περίπου δέκα αιώνων, με αφετηρία τους πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους, χωρίς να αλλοιωθεί η πολεοδομική διάταξη τους. Έτσι λοιπόν διατηρήθηκε η αρχική ρυμοτομία, ενώ τροποποιήθηκαν ελάχιστα οι οικοδομικές γραμμές και οι κατόψεις των κτισμάτων. Ωστόσο, η οικιστική ζώνη παρουσιάζεται εξαιρετικά συμπιεσμένη, αφού απουσιάζουν οι ελεύθεροι χώροι ανάμεσα στις στενές οδούς και οι εντοπισμένες κατοικίες έχουν μικρές διαστάσεις. Αυτή η ιδιομορφία ερμηνεύεται από την εγγύτητα του υπόψη πολεοδομικού συμπλέγματος προς το χερσαίο τείχος της καστροπολιτείας, το οποίο εκτιμάται ότι διέρχονταν μόλις λίγα μέτρα ανατολικότερα, περίπου στην χάραξη της οδού Φαβιέρου.
Στην αρχαιότερη οικοδομική φάση ανάγονται μία οικία και τέσσερις τοίχοι, οι οποίοι μάλλον προέρχονται από άλλα δύο ακαθόριστα κτίσματα, που καταστράφηκαν από μεταγενέστερη κατασκευαστική δραστηριότητα. Η τοιχοδομία τους είναι ενιαία και συμπαγής. Συνίσταται κυρίως από μικρούς λίθους και πλίνθους σε οριζόντιες ακανόνιστες στρώσεις. Τα κενά μεταξύ των λίθων πληρώνονται από μικρότερα τεμάχια, σφηνωμένα στο συνδετικό κονίαμα, που καλύπτει μερικώς την λιθοδομή. Με βάση το είδος της ευρεθείσας κεραμικής πλησίον των συγκεκριμένων τοιχωμάτων, η οικοδόμηση τους χρονολογείται περί τον 9ο – 10ο αιώνα. Όμως ανασύρθηκαν και λίγα νομίσματα του 5ου, 6ου και 7ου αιώνα, υποδηλώντας μία ακόμα παλαιότερη κατοίκηση και παρέχοντας έμμεσα ένα απώτερο χρονικό όριο για τον προσδιορισμό της πολεοδομικής μετεγκατάστασης της Χαλκίδας κατά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, όπως θα δούμε παρακάτω, όταν η πόλη απέκτησε την ονομασία Εύριπος.
Τα κατάλοιπα μίας οικίας από την πρώτη οικοδομική φάση (9ος – 10ος αιώνας) του κτιριακού συγκροτήματος της καστροπολιτείας της Χαλκίδας, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις σωστικές ανασκαφές. Πηγή φωτογραφίας: Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 29 (1973 – 1974), μέρος Β2 – Χρονικά.
Τα χαρακτηριστικά της δεύτερης οικοδομικής φάσης.
Στην δεύτερη οικοδομική φάση εντάσσεται ο μεγαλύτερος αριθμός των εντοπισμένων οικοδομημάτων, εκ των οποίων πέντε εκτιμάται ότι ήταν κατοικίες και δύο πρέπει να συνιστούσαν κτίρια διαφορετικής χρήσης.
Στην τοιχοποιία τους παρατηρούνται δύο τρόποι δόμησης. Εξ’ αυτών ο κυριότερος παρουσιάζει επιμελημένη όψη λιθοδομής και αποτελείται από πωρόλιθους σχεδόν κανονικού σχήματος, που περιβάλλονται οριζόντια και κάθετα από πλίνθους. Μάλιστα στην τοιχοποιία μίας από τις οικίες οι πλίνθοι έχουν προσαρμοστεί με διακοσμητική διάθεση, σχηματίζοντας ψευδοκουφικά σχέδια[6] και γράμματα, όπως «Κ», «Υ», κ.λπ.. Το έτερο είδος δόμησης εμφανίζει ανάλογη κατασκευή, αλλά η μορφή του είναι πιο αμελής και ακανόνιστη.
Με βάση την τεχνοτροπία της λιθοδομής τους, τα κτίσματα αυτής της οικοδομικής φάσης τοποθετούνται στον 11ο – 12ο αιώνα, ενώ χρήση τους συνεχίστηκε καθόλη την διάρκεια της Λατινοκρατίας (1204 – 1470), όπως προκύπτει από την χρονολόγηση των περισυλλεγέντων κεραμικών θραυσμάτων. Από την ίδια περίοδο διακρίνονται σαφώς οι οδοί της συνοικίας, καθώς δύο οδοστρώματα με πλάτος περί τα 2,50 μέτρα, βαίνουν σχεδόν παράλληλα διασχίζοντας το οικόπεδο από τα ανατολικά προς τα δυτικά, και τέμνονται κάθετα από άλλα δύο σοκάκια πλάτους 1,80 μέτρων. Η δε σύγκριση των κτισμάτων ως προς τον προσανατολισμό των οικιστικών καταλοίπων της πρώτης φάσης, μαρτυρά ότι δεν έχουν μεταβληθεί οι οικοδομικές γραμμές του κτιριακού συγκροτήματος.
Ανασκαφείσα τοιχοδομία από τη δεύτερη οικοδομική φάσης (11ος – 12ος αιώνας) του ανακαλυφθέντος οικιστικού τομέα στο οικόπεδο του ΙΚΑ. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Ενδείξεις σύνδεσης με τα τείχη της Χαλκίδας.
Ένα από τα κτίρια της δεύτερης οικοδομικής φάσης, που το περίγραμμα του διασώζεται σε μήκος 17 μέτρων, δεν φαίνεται να ήταν κατοικία, αλλά εκτιμάται ότι αποτελούσε ένα δημόσιο οικοδόμημα.
Κάποια στιγμή διαχωρίστηκε σε δύο μη επικοινωνούντα τμήματα, αφού το δυτικό του τμήμα μετασκευάστηκε σε ένα δίκλιτο ναΰδριο, όπως τεκμαίρεται από τις δύο πρόσθετες εσωτερικές ημικυκλικές κόγχες του Ιερού Βήματος και τον μεταξύ τους διαχωριστικό τοίχο. Στο νότιο κλίτος ανακαλύφθηκαν κάτω από το δάπεδο δύο τάφοι, ένας απλός κιβωτιόσχημος και ένας καμαροσκεπής, χωρίς να αποδώσουν αξιόλογα κτερίσματα. Εξαιτίας της παρουσίας των ενταφιασμών το ναΰδριο θεωρήθηκε ως ένα ιδιότυπο ταφικό παρεκκλήσι.
Στο νοτιοανατολικό τμήμα του οικοπέδου του ΙΚΑ βρέθηκαν τοίχοι μεγάλου πάχους, που συνέχιζαν εντός της παρακείμενης ακίνητης ιδιοκτησίας. Από την πολύ επιμελημένη κατασκευή τους, εικάζεται ότι ίσως να ανήκουν σε ένα μεγάλο δημόσιο οικοδόμημα. Εκτός από τα παραπάνω κατάλοιπα, στο χρονολογικό φάσμα από τον 11ο έως τα μέσα του 15ου αιώνα, ανάγονται και ορισμένα διάσπαρτα τοιχώματα, τα οποία δεν δύναται να συσχετιστούν με άλλα κτίσματα του χώρου.
Επιπλέον, ένας ακόμα μεταβατικός τοίχος, διατηρούμενου μήκους 4,30 μέτρων, τοποθετείται χρονικά μεταξύ της πρώτης και δεύτερης οικοδομικής φάσεως. Στηρίζεται πάνω σε θεμέλιο από αργολιθοδομή και είναι κτισμένος με αρχαίο μαρμάρινο υλικό σε δεύτερη χρήση[7]. Σύμφωνα με τον προσανατολισμό του, πιστεύεται ότι ενδεχομένως να συνδέονταν στο πρώιμο οικοδομικό στάδιο του με το αμυντικό τείχος της Χαλκίδας, το οποίο όπως προαναφέρθηκε διέρχονταν λίγα μέτρα βορειότερα από την πλατεία της Αγίας Βαρβάρας και επί της σημερινής οδού Φαβιέρου. Αυτή η άποψη ενισχύεται και από την λιθοδομή του, που μοιάζει κατασκευαστικά με εκείνη των παλαιότερων τμημάτων των ευρεθέντων χερσαίων οχυρώσεων της μεσαιωνικής καστροπολιτείας[8].
Άποψη των καταλοίπων ενός μεσαιωνικού κτίσματος στο οικόπεδο του ΙΚΑ. Διακρίνεται ένας αρράβδωτος αρχαίος κίονας και άλλα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη προσαρμοσμένα σε δεύτερη χρήση στη μεταγενέστερη τοιχοποιία. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η τρίτη και η νεώτερη οικοδομική φάση των ευρημάτων.
Στα ερείπια των κτισμάτων του ανακαλυφθέντος συμπλέγματος διακρίνεται καθαρά και μία τρίτη οικοδομική φάση, στην οποία ανήκουν τρεις τοίχοι αμελούς τοιχοδομίας ενισχυμένοι με συνδετικό κονίαμα τύπου «πορσελάνα»[9], παρουσιάζοντας ισχυρή κατασκευή και μεγάλο ύψος θεμελίων.
Αυτά τα τοιχώματα ανταποκρίνονται μάλλον σε οικοδομήματα μεγάλων διαστάσεων και δύναται να αναχθούν στην περίοδο από την αρχή των μεταβυζαντινών χρόνων (1453/1470) μέχρι και τον 17ο αιώνα, πλην όμως δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Η θέση του οικοπέδου του ΙΚΑ κατοικήθηκε και σε νεότερη περίοδο, πιθανώς των 18ο – 19ο αιώνα, που χαρακτηρίζεται από σχεδόν επιφανειακά κτίσματα με άτακτη δόμηση. Σε αυτή την τελευταία φάση κατασκευάστηκε ένα λιθόστρωτο, χωρίς κάποια σημαντική υποδομή, τα κατάλοιπα του οποίου εντοπίστηκαν σε πολλά μέρη της ανασκαφείσας έκτασης. Το δε μεγαλύτερο τμήμα βρέθηκε περί το μέσο και διέσχιζε το κτιριακό συγκρότημα κατά πλάτος, ενώ φαίνεται ότι διέθετε και κλιμάκωση σε μερικά σημεία.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα πρέπει να διανοίχτηκαν και τα περισσότερα από τα υπόγεια λαξεύματα και τα φρεάτια ή οι κτιστοί αποθηκευτικοί πίθοι, που υπήρχαν σε ολόκληρο το εύρος του οικοπέδου και ειδικότερα κάτω από τις οδούς του 11ου – 12ου αιώνα. Ο δε προσανατολισμός των κτισμάτων αυτής της τελευταίας οικιστικής περιόδου εμφανίζει σημαντική απόκλιση από εκείνο των τριών προγενέστερων οικοδομικών φάσεων.
Αποθηκευτικό πιθάρι των τελευταίων Βυζαντινών χρόνων, όπως ανακαλύφθηκε σε ανασκαφείσα οικία στο οικόπεδο του ΙΚΑ. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η διασωθείσα κεραμική.
Κατά τις σωστικές ανασκαφές στο οικόπεδο του ΙΚΑ αποκομίστηκαν μόνο λίγα ακέραια αγγεία.
Όμως ανασύρθηκε πληθώρα κεραμικών θραυσμάτων, που κατανέμονται σε όλες τις οικοδομικές φάσεις του κτιριακού συμπλέγματος. Από την πρώτη περίοδο κατοίκησης του 9ου – 10ου αιώνα περισυλλέγησαν κεραμικά όστρακα από εφυαλωμένα πινάκια[10], διακοσμημένα είτε με κουφικά μοτίβα σε μελανά περιγράμματα, είτε με ανάγλυφες παραστάσεις ζώων σε κεντρικό μετάλλιο, όπως λαγός νήσσα κ.α.. Επίσης βρέθηκαν και ορισμένα τεμάχια από ακόσμητα μικρά σκεύη χωρίς εφυάλωση, τα οποία ήταν πλασμένα με πηλό καλής ποιότητας.
Η πλειονότητα των κεραμικών δειγμάτων προέρχεται από τη δεύτερη οικοδομική φάση του κτιριακού συγκροτήματος, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη ποικιλία στην διακόσμηση. Με βάση την ομαδοποίηση των αντικειμένων και την σύγκριση της τεχνοτροπίας τους, η χρονική τοποθέτηση τους κλιμακώνεται από τον 11/12ο αιώνα έως τα μέσα του 15ου αιώνα, καλύπτοντας και το διάστημα της Λατινικής κατοχής της Εύβοιας. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν θραύσματα από ψηλά σφαιρικά αγγεία και βαθιά πινάκια με καστανό εσωτερικό, στα οποία παρατηρούνται γραπτά φυτικά θέματα από ελικοειδή και καρδιόσχημα σχήματα, φιλοτεχνημένα με παχύ λευκό ή υποκίτρινο χρώμα. Κάποια άλλα κομμάτια από δοχεία δημιουργημένα με ανάλογη τεχνική είναι καστανής απόχρωσης σε λευκό βάθος.
1. Τεμάχιο πινακίου του 9ου – 10ου αιώνα, που φέρει την έκτυπη παράσταση λαγού εντός κεντρικού μεταλλίου. 2. Όστρακο από πινάκιο με εγχάρακτη παράσταση πελαργού, που χρονολογείται πιθανόν στις αρχές με μέσα του 12ου αιώνα. 3. Βαθύ πινάκιο με γραπτό διάκοσμο από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. 4. Όστρακο από αγγείο με γραμμική και γεωμετρική διακόσμηση, που ανάγεται στους ύστερους Βυζαντινούς χρόνους (13ος – 15ος αιώνας). Πηγή φωτογραφιών: Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 29 (1973 – 1974), μέρος Β2 – Χρονικά.
Περιγραφή της ευρεθείσας κεραμικής.
Μερικά θραύσματα που στην πλειονότητα τους ανήκουν σε πινάκια από πηλό ανοιχτού χρώματος, διαθέτουν γραπτή διακόσμηση από καστανά και πράσινα φυτικά σχέδια ή γεωμετρικά ιχνογραφήματα σε λευκό βάθος.
Ένας πολύ μεγάλος αριθμός οστράκων, προερχόμενα από πινάκια διαφόρων διαστάσεων, διαθέτουν λευκή διάφανη και υποκίτρινη εφυάλωση και έχουν εξωραϊστεί με καστανά εγχάρακτα μοτίβα (sgraffito), στα οποία αποδίδονται κυρίως καρδιόσχημα, ελικοειδή, κουφικά κισσόφυλλα σχέδια, συμπλεκόμενες ταινίες κ.λπ.. Σε αρκετά από αυτά εμφανίζονται απεικονίσεις ζώων, όπως γρύπας, πελαργός κ.α.. Επιπλέον στην ίδια κατηγορία από πλευράς τεχνικής κατατάσσονται και κάποια τεμάχια από πυθμένες πινακίων, που η ακόσμητη επιφάνεια τους είναι εφυαλωμένη, ενώ στην βάση τους έχουν κομβίο με σχεδιασμένες αποτρόπαιες μορφές.
Στο διαλαμβανόμενο χρονικό πλαίσιο και ειδικότερα στα τέλη του 12ου αιώνα, συμπεριλαμβάνονται ορισμένα θραύσματα από πινάκια ή κυαθίσκους (μικρά ποτήρια), που φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση ιδιαίτερα επεξεργασμένη με αφαίρεση του βάθους (incised sgraffito). Στα περισσότερα από αυτά διακρίνονται παραστάσεις ζώων, όπως γρύπες λαγοί, πτηνά κ.α., ενώ σε ένα όστρακο διασώζεται μέρος μίας ανθρώπινης φιγούρας. Άλλα όστρακα από πινάκια, παρόμοιας πρακτικής αγγειοπλαστικής, ανάγονται στους ύστερους Βυζαντινούς χρόνους (13ος – 15ος αιώνας), και έχουν γεωμετρικά ή γραμμικά σχέδια μόνο στο χείλος τους, ενώ στο ίδιο διάστημα που ταυτίζεται με την περίοδο της Λατινοκρατίας στην νήσο, δύναται να αναχθούν και λιγοστά τεμάχια από αγγεία, τα οποία παρουσιάζουν ένα συνδυασμό γραπτών και σκαλιστών μοτίβων.
Όσον αφορά τις δύο τελευταίες οικοδομικές φάσεις του κτιριακού συγκροτήματος στο οικόπεδο του ΙΚΑ, ο μεγαλύτερος αριθμός των ανακτηθέντων κεραμικών οστράκων είναι αρκετά ανεπιτήδευτα. Όσα τεμάχια φέρουν εγχάρακτα σχέδια έχουν ελεύθερα μοτίβα και αμελές παρουσιαστικό. Στο χρονικό εύρος του 15ου – 17ου αιώνα εντάσσονται μερικά θραύσματα από πινάκια, που διαθέτουν συνδυασμό γραπτής και σκαλιστής διακόσμησης, σε πράσινη και καστανή απόχρωση πάνω σε λευκό επίχρισμα, χωρίς συγκεκριμένη θεματολογία ή εμφανίζοντας σχήματα από ομόκεντρους κύκλους. Καθαρά γραπτό στολισμό φέρουν δύο βαθιά πινάκια της ίδιας χρονολόγησης, στα οποία έχουν ζωγραφιστεί καστανές γραμμές από παχύ χρώμα, πάνω σε επίσης λευκό επίχρισμα.
1. Θραύσμα από πινάκιο των μέσων Βυζαντινών χρόνων, πιθανόν του 12ου αιώνα, διακοσμημένο με φυτικό ελικοειδές σχέδιο υποκίτρινου χρώματος. 2 – 3. Θραύσματα από εφυαλωμένα κεραμικά αγγεία των μέσων Βυζαντινών χρόνων (1204 – 1453), διακοσμημένα με σταυροειδές σχέδιο και πιθανότατα παράσταση γρύπα. 4. Κεραμικό από αγγείο των μέσων Βυζαντινών χρόνων, το οποίο εισήχθει στη Χαλκίδα από άλλες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Πηγή φωτογραφιών: Προσωπικό αρχείο γράφοντος.
Τα συμπεράσματα από τη μελέτη της κεραμικής.
Από τη χημική ανάλυση και την μελέτη της τεχνοτροπίας των ευρεθέντων οστράκων στο οικόπεδο ΙΚΑ, όσο και από άλλες σωστικές ανασκαφές σε θέσεις εντός και εκτός των τειχών της αλλοτινής καστροπολιτείας του Ευρίπου[11], εξήχθησαν ουσιώδη συμπεράσματα που ανταποκρίνονται στην οικονομική ανάπτυξη της στους μέσους Βυζαντινούς χρόνους και στην επακόλουθη περίοδο της Λατινοκρατίας.
Ορισμένα λιγοστά θραύσματα πολυτελών κεραμικών από λευκό πηλό του 9ου – 11ου αιώνα εκτιμάται ότι ανήκουν σε εισαγόμενα αγγεία από την Κωνσταντινούπολη, υποδηλώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι η Χαλκίδα είχε συναλλακτικές σχέσεις με την βασιλεύουσα. Επίσης, η μορφολογία των υπόψη δοχείων είναι ανάλογη με αντίστοιχα αντικείμενα, που έχουν ανακαλυφθεί σε περιφερειακά αστικά κέντρα του Ελλαδικού χώρου, όπως η γειτονική Θήβα και η Κόρινθος, υποδεικνύοντας ότι εκείνη την εποχή η πρωτεύουσα της Εύβοιας ήταν ενταγμένη σε ένα ευρύτερο εμπορικό δίκτυο, το οποίο συνέδεε σημαίνουσες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ ενδεχομένως να είχε συνάψει περαιτέρω επαφές με περιοχές έξω από τα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Εκτός των διαλαμβανόμενων εισαγωγών, με βάση τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων της σύστασης των ευρεθέντων αγγείων, διαπιστώνεται ότι στην Χαλκίδα υπήρχε σημαντική παραγωγή κεραμικής τουλάχιστον από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα. Αξιοσημείωτο είναι ότι παρατηρείται μία αδιάλειπτη συνέχεια στην απόδοση της, καθώς και στην τυπολογία των προϊόντων, ακόμα και στα χρόνια της Λατινοκρατίας, παρά την απότομη αλλαγή των πολιτικοκοινωνικών συνθηκών στην νήσο, που επιβλήθηκε από τους Λομβαρδούς δυνάστες και τους Βενετούς επικυρίαρχους τους. Στα τοπικά εργαστήρια αγγειοπλαστικής φιλοτεχνούνταν ποικίλα δοχεία και σκεύη, γραπτά με επίχρισμα, εγχάρακτα και εφυαλωμένα διαφόρων αποχρώσεων, υψηλής σχεδιαστικής ποιότητας και διακοσμητικής αισθητικής, που ακολουθούσαν πολύ γνωστά και διαδεδομένα πρότυπα της Βυζαντινής παραδοσιακής τεχνοτροπίας. Οι δε μεσαιωνικοί αγγειοπλάστες προμηθεύονταν τον απαιτούμενο πηλό για την εργασία τους από το Ληλάντιο πεδίο, όπως άλλωστε έκαναν και οι αρχαίοι συνάδελφοι τους.
Ψηφιακή αναπαράσταση του τμήματος των χερσαίων οχυρώσεων της μεσαιωνικής Χαλκίδας, το οποίο βρισκόταν εκεί όπου η σημερινή πλατεία της Αγίας Βαρβάρας, σε αντιπαραβολή με το εικονικό περίγραμμα του σημερινού κτιρίου του ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ) Χαλκίδας, για σύγκριση των οικοδομικών όγκων. 3D: Γιάννης Μύταλας. Γραφιστική απόδοση: Βάγιας Κατσός.
Ενδείξεις που επιβεβαιώνουν το σπουδαίο παρελθόν της πόλης.
Μέσα από την συγκριτική επισκόπηση της ανακαλυφθείσας κεραμικής, διαφαίνεται μία κοινή προέλευση των τοπικών ευρημάτων με αντίστοιχα δείγματα από ανασκαφές σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου, αλλά και της Μαύρης θάλασσας, φανερώνοντας την ευρεία διακίνηση των προϊόντων από τα εργαστήρια της Χαλκίδας και την σπουδαιότητα της πόλης ως πολυσύχναστου εμπορικού σταθμού ήδη από τα μέσα του 12ου αιώνα.
Μάλιστα, με δεδομένη την καίρια γεωγραφική θέση της, όντας πάνω στην πορεία μίας εκ των κυριότερων θαλάσσιων διαμετακομιστικών οδών του Βυζαντινού κράτους προς την Πελοπόννησο και κατ’ επέκταση προς την Δύση, διαφαίνεται ότι αποτέλεσε το βασικό λιμάνι και ναυτική βάση του διοικητικού θέματος της Ελλάδος, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Θήβα. Αυτή η αντίληψη ενισχύεται από τις διακριτές τεχνοτροπικές ομοιότητες των Χαλκιδικών με τα Θηβαϊκά αγγεία καθόλη την διάρκεια της Μεσοβυζαντινής περιόδου, μία συνάφεια που προϋποθέτει την στενή διασύνδεση μεταξύ των δύο πόλεων.
Οι προκύπτουσες διαπιστώσεις από την ποιότητα, την ποικιλομορφία και την αφθονία της διακοσμημένης κεραμικής, συνιστούν αποχρώσες ενδείξεις της οικονομικής και δημογραφικής άνθησης που διήγαγε η Χαλκίδα εκείνη την εποχή, και έρχονται να επιβεβαιώσουν τις αμυδρές πληροφορίες των γραπτών ιστορικών πηγών. Περί τα τέλη του 11ου αιώνα η καστροπολιτεία του Ευρίπου φαίνεται ότι είχε αποκτήσει μεγάλο εμπορικό ενδιαφέρον, καθώς συγκαταλέγεται ανάμεσα στις αξιόλογες πόλεις στις οποίες απέκτησαν δασμολογικά προνόμια οι Βενετοί, κατόπιν σχετικής παραχωρήσεως με χρυσόβουλο από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό το έτος 1082. Επίσης, η σταθερή ακμή της μαρτυρείται μέσα από τις ενθουσιώδεις επιστολές του αρχιεπισκόπου Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη, που εκτιμάται ότι συντάχθηκαν το διάστημα 1181 – 1204, ενώ στις αρχές του 13ου αιώνα και ο Φράγκος σταυροφόρος και χρονικογράφος Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος εκφράζεται με κολακευτικά λόγια για την πόλη.
Η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας εγκαινιάστηκε το 1904 και ανεγέρθηκε στην θέση παλαιότερου ναού, που τα ερείπια του αποκαλύφθηκαν το 1897, κατά τις εργασίες κατεδάφισης ενός τμήματος των χερσαίων οχυρώσεων της αλλοτινής καστροπολιτείας της Χαλκίδας. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Η ευημερία της λατινικής εποχής της Χαλκίδας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ευμάρεια της Χαλκίδας συνεχίστηκε και αυξήθηκε κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας, όταν η πόλη και η Εύβοια έλαβαν την κοινή ονομασία Νεγροπόντε, όπως τεκμαίρεται και από τα γενικότερα ευρήματα των περιστασιακών ανασκαφικών εργασιών.
Πάντως ακόμα και σε αυτό το χρονικό διάστημα της ξενικής κατοχής κυριαρχεί η αγγειοπλαστική Βυζαντινής παράδοσης, ενώ τα κεραμικά που προέρχονται από την Δύση απαντώνται σε μικρές αναλογικά ποσότητες. Η δε παρατηρούμενη εισαγωγή δοχείων από την Ιταλία έπειτα από το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, έχει συνδεθεί με την σταδιακή επικράτηση των Βενετών επί των Λομβαρδών βαρώνων της νήσου, η οποία περιήλθε στην πλήρη κυριαρχία των πρώτων το 1390. Το δε λιμάνι της ευημερούσας καστροπολιτείας κατέστη ζωτικής σημασίας για τα Βενετικά συμφέροντα στο Αιγαίο πέλαγος και γενικότερα τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου, λειτουργώντας ως ένα κομβικό διαμετακομιστικό κέντρο στο υπεράκτιο εμπορικό πλέγμα της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου.
Όστρακο από κεραμικό αγγείο με εγχάρακτη ελικοειδή και καρδιόσχημη διακόσμηση, που χρονολογείται πιθανώς τον 12ο αιώνα. Πηγή φωτογραφίας: Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 29 (1973 – 1974), μέρος Β2 – Χρονικά.
Τα υπόλοιπα ευρήματα της ανασκαφής.
Μια άλλη ομάδα χρηστικών αντικειμένων από τα μεσαιωνικά οικοδομικά κατάλοιπα, τα οποία αποκαλύφθηκαν στο οικόπεδο του ΙΚΑ, είναι οι κεραμικοί λύχνοι.
Ένας εξ’ αυτών είναι πλασμένος από ερυθρό πηλό και διασώζεται κατά το ήμισυ, διαθέτοντας μακρύ ρύγχος φωτισμού. Φέρει ανάγλυφη διακοσμητική ταινία στο χείλος του, σχηματιζόμενη από κύκλους που περικλείουν σταυρό και κυκλίσκους με τελείες στο μέσο των κεραιών, ενώ στον κεντρικό δίσκο παριστάνονταν η βιβλική σκηνή της θυσίας του Αβραάμ. Όπως προκύπτει από την σύγκριση της μορφολογίας του με παρόμοια ταυτοποιημένα αντικείμενα από την πόλη της Κορίνθου, ο συγκεκριμένος λύχνος ανάγεται στο χρονικό πλαίσιο του 5ου – 6ου αιώνα. Αυτή η εκτίμηση, συνδυαστικά με άλλα ευρήματα, μπορεί να μας οδηγήσει στην διατύπωση βάσιμων υποθέσεων, σχετικά με την διαφιλονικούμενη πολεοδομική μεταβολή της Χαλκίδας κατά τους πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους, ένα ζήτημα στο οποίο θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε επόμενη ενότητα.
Ένας άλλος ακόσμητος λύχνος από ερυθρωπό πηλό, έχει σφαιρικό σχήμα με μικρό ρύγχος φωτισμού, ενώ διαθέτει υπερυψωμένο και καμπύλο στόμιο πλήρωσης, πλην όμως δεν διασώζεται ακέραιος, καθώς του λείπει η λαβή. Με βάση την τυπολογία του τοποθετείται εντός του 10ου αιώνα. Επιπλέον, σχεδόν από όλες τις ανασκαφικές τομές περισυνελέγησαν θραύσματα από πολλούς εφυαλωμένους λύχνους με υψηλό στόμιο, που είναι χαρακτηριστικοί της περιόδου της Τουρκοκρατίας.
1 – 2. Νομίσματα (ημιφόλλις) του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ του Παφλαγονικού (1034 – 1041), που βρέθηκαν στο οικόπεδο του ΙΚΑ. 3. Χάλκινο νόμισμα του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829 – 842), δημιουργημένο σε αβέβαιο επαρχιακό νομισματοκοπείο. Πηγή φωτογραφιών: Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 29 (1973 – 1974), μέρος Β2 – Χρονικά.
Τα νομίσματα που ανακαλύφθηκαν.
Κατά τις ανασκαφικές εργασίες στο οικόπεδο του ΙΚΑ ανασύρθηκαν δέκα νομίσματα, που επικαλύπτουν ένα χρονολογικό φάσμα τουλάχιστον πέντε αιώνων, φανερώνοντας έμμεσα ότι η χρήση του οικιστικού τομέα ενδεχομένως να ξεκίνησε πολύ πριν τον 9ο αιώνα, στον οποίο ανάγονται τα αρχαιότερα κεραμικά όστρακα αγγείων.
Ειδικότερα βρέθηκαν ένα αδιευκρίνιστο πολύ φθαρμένο αρχαιοελληνικό νόμισμα, μικρή χάλκινη υποδιαίρεση του 5ου – 6ου αιώνα, δύο εικοσανούμμια του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’, το ένα εξ’ αυτών προερχόμενο από το νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης με εκτιμώμενη χρονολογία κοπής το 568 – 569, ένα τεσσαρακοντανούμμιο του αυτοκράτορα Ηρακλείου που χρονολογείται στο 613 – 614 και είναι κομμένο πάνω σε άλλο νομισματικό τύπο, ένα χάλκινο νόμισμα του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829 – 842) δημιουργημένο από αβέβαιο επαρχιακό νομισματοκοπείο, μία ημιφολλίδα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ του Παφλαγονικού (1034 – 1041) κομμένη πάνω σε άλλο νομισματικό τύπο, μία φολλίδα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα (1059 – 1067), ένα χάλκινο νόμισμα των Φράγκων κομήτων του σταυροφορικού κρατιδίου της Έδεσσας της Ανατολής[12], κομμένο πιθανότατα μεταξύ των ετών 1098 – 1118, και τέλος ένα επίσης χάλκινο νόμισμα του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1081 – 1118).
Αν εξαιρέσουμε τον αδιάγνωστο αρχαιοελληνικό οβολό, ο οποίος μπορεί να εκληφθεί ως ελάσσονος επιστημονικής αξίας, η παρουσία των αμέσως δύο παλαιότερων νομισμάτων του 5ου – 6ου αιώνα, σε συσχετισμό με τον ευρεθέντα λύχνο της ίδιας χρονολόγησης, αποκτά μία ιδιαίτερη σπουδαιότητα, καθώς συνιστά ένα αποδεικτικό στοιχείο, έστω και αμυδρό, στην αντίληψη ότι το μέρος περί την πλατεία της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας κατοικούνταν ήδη από την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Αυτή η εντύπωση συνάδει απόλυτα με την άποψη της πλειονότητας των ερευνητών, που υποστηρίζουν ότι εκείνο το χρονικό διάστημα εγκαταλείφθηκε ο εκτενής πολεοδομικός ιστός της Χαλκίδας των Ρωμαϊκών χρόνων, εξαιτίας διαδοχικών σφοδρών θεομηνιών και επιδρομών αλλοφύλων. Ο δε αστικός πυρήνας της μετατοπίστηκε από την τοποθεσία του Βαθροβουνίου και του όρμου του Αγίου Στεφάνου κοντά στον πορθμό του Ευρίπου, όπου βαθμιαία μεταβλήθηκε σε μία ισχυρά περιτειχισμένη πόλη. Μάλιστα, η χρονολογική κλιμάκωση που παρατηρείται στα υπόλοιπα ανακτηθέντα νομίσματα μέχρι τα τέλη 11ου/αρχές 12ου αιώνα, συνιστά ένα αρκετά υπολογίσιμο κριτήριο προς την κατεύθυνση της παγίωσης αυτής της θεώρησης.
Τμήμα αρράβδωτου κίονα με εγχάρακτη χορηγική επιγραφή, στην οποία γίνεται λόγος για την ύπαρξη ενός θεάτρου, πιθανόν στην αρχαία Χαλκίδα. Πηγή φωτογραφίας: Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 29 (1973 – 1974), μέρος Β2 – Χρονικά.
Τα εγχάρακτα μαρμάρινα μέλη.
Μία ξεχωριστή κατηγορία ευρημάτων αποτελούν τα διάφορα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία είτε ήταν ενσωματωμένα στην τοιχοδομία των κτισμάτων σε δεύτερη χρήση, είτε αποκομίστηκαν μέσα από τα συντρίμμια των επιχωματώσεων τους, και τα οποία ανήκουν σε ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα από την αρχαιότητα έως την Τουρκοκρατία.
Το παλαιότερο είναι μία ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη των Ελληνιστικών χρόνων, που είναι ατελής στην επίστεψη της και στο κάτω μέρος της. Στην επιφάνεια της διακρίνεται το ανδρικό όνομα «ΦΙΛΩΝ» πάνω από δύο ανάγλυφους ρόδακες και παρακάτω αναγράφεται «ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΕ ΧΡΗΣΤΕ ΧΑΙΡΕ……..ΡΟΛΕΙΣΙ ΣΩΤΗΡΙΧΑ ΧΡΗΣΤΗ ΧΑΙΡΕ».
Ένα άλλο τμήμα αρράβδωτου κίονα φέρει την εξής ελλιπή επιγραφή σε μεγαλογράμματο γραφή: «ΝΕΩΤΕΡΩ ΜΟΥΛΠΙΩ ΚΑΛΛΙΝΕΙΚΩ ΝΕΩΤΕΡΩ ΦΌΡΕΙΜΕΝΩ ΚΑΙ ΠΡΩΤΩ ΠΟΙΗΣΑΝΤΙ/ΕΝ ΤΩ ΘΕΑΤΡΩ ΤΩ ΔΙΟΝΥΣΩ ΚΥΚΛΟΥΣ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΕΠΑΓΑΘΩ ΚΑΙ ΕΛΘΟΝΤΙ ΕΠΙ ΤΟ ΚΑΠΕΤΩΛΙΟΝ ΜΟΝΩ ΑΝΕΥ ΤΟΥ ΘΥΩΝΟΦΟΡΟΥ ΕΣΟΥ ΕΣΗΚΩΣΕΝ ΜΕΧΡΙ CAΠΕΘΕΤΩ ΒΡΑΧΕΝΤΙ ΠΑΣΑΝ ΤΗΝ ΧΟΡΕΙΑΝ ΚAI ΠΕΡΙ (-)…… YPIN». Όπως εκτιμούν οι αρχαιολόγοι, το είδος των γραμμάτων συνηγορεί σε μία χρονολόγηση του αρχιτεκτονικού μέλους στη Ρωμαϊκή περίοδο, ενώ το περιεχόμενο υποδεικνύει ότι πρόκειται περί χορηγικού αναθήματος. Από το κείμενο αντλείται μία σημαντική πληροφορία σχετικά με την ύπαρξη ενός θεάτρου μάλλον στην αρχαία Χαλκίδα, που ενδεχομένως να αποκαλούνταν και με το όνομα του θεού Διόνυσου[13]. Πράγματι στις αρχές του 20ου αιώνα, ο εξαίρετος ερευνητής Γεώργιος Παπανικολάου αναφέρει ότι είχε εντοπίσει τα ίχνη ενός θεάτρου στην περιοχή μεταξύ του λόφου Καλλιμάνη και της θέσης Καλογρίτσα, αλλά δυστυχώς σήμερα δεν διακρίνεται πλέον κανένα κατάλοιπο από αυτήν την πολιτιστική υποδομή, έτσι ώστε να είναι δυνατή η πιστοποίηση της μαρτυρίας του. Άρα λοιπόν, η υπόψη αφιερωματική επιγραφή από το οικόπεδο ΙΚΑ ίσως να αποτελεί ένα σπάνιο και πολύτιμο τεκμήριο για ένα χαμένο μνημείο της αρχαίας πόλης και υπ’ αυτό το πρίσμα σίγουρα αξίζει περαιτέρω ερμηνείας.
Αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση, για την κατασκευή της τοιχοδομίας των μεσαιωνικών κτισμάτων στο οικόπεδο του ΙΚΑ. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Οι υπόλοιπες μαρμάρινες χαράξεις.
Σε κάποια απροσδιόριστη περίοδο της αρχαιότητας ανάγονται ένα ευρεθέν τμήμα αετωματικής απολήξεως από μαρμάρινη στήλη με απλό ακόσμητο πλαίσιο, καθώς και πλείστα μέρη κιονίσκων, ακόσμητων πλακών κ.λπ..
Στα τέλη των Παλαιοχριστιανικών χρόνων (π. 6ος – 7ος αιώνας) αποδίδεται μία πλάκα από σχιστόλιθο, που φέρει το κάτω τμήμα μίας επιγραφής σε μεγαλογράμματη αλλά όχι επιμελημένη γραφή, από την οποία διασώζονται τέσσερις λέξεις: «ΟΥΝ ΑΡΩΓΗ ΟΝΚΙΑΝ ΜΙΑΝ».
Στο χρονικό πλαίσιο των μέσων Βυζαντινών χρόνων εντάσσονται τρία ανάγλυφα, προερχόμενα πιθανότατα από κάποια εκκλησία της καστροπολιτείας του Ευρίπου. Σε αυτή την υποκατηγορία ανήκει ένα τμήμα μαρμάρινου αρράβδωτου κιονίσκου με συμφυές κιονόκρανο, που είναι διακοσμημένο με σχηματοποιημένα φύλλα. Από τις διαστάσεις του συνάγεται ότι πρόκειται για κιονίσκο τέμπλου. Ένα άλλο κομμάτι μαρμάρινης πλάκας, φέρει ορθογώνιο πλαίσιο από τριμελείς ταινίες, οι οποίες περιβάλλουν έναν κύκλο με ρόδακα. Μολονότι όλες οι πλευρές του είναι ελλιπείς, εντούτοις το διακοσμητικό θέμα και το πάχος του επιτρέπουν την ταύτιση του με θωράκιο τέμπλου. Ένα τρίτο τμήμα πεσσίσκου διαθέτει ένα συμφυές κυλινδρικό κιονίσκο στην μία πλευρά του, απολήγοντας σε κομβίο και προφανώς αντιστοιχίζεται με μία παραστάδα από ένα βημόθυρο. Η δε πρόσθια επιφάνεια του κιονίσκου κοσμείται από ανάγλυφους ελικοειδείς βλαστούς, που περικλείουν ένα σταυρό.
Στην ίδια χρονολόγηση συμπεριλαμβάνονται θραύσματα από τέσσερα μαρμάρινα γουδιά, μικρής διαμέτρου, που έχουν πεπλατυσμένη ημικυκλική λαβή, ένα τμήμα αμφικιονίσκου με ανάγλυφη φυλλοειδή διακόσμηση στο επίκρανο, καθώς και ένα κομμάτι διαζώματος (κοσμήτη), που φέρει κυμάτιο αποτελούμενο από δύο σπείρες και έναν αρμό (σκοτία).
Επίσης, βρέθηκε ένα τοξωτό πλαίσιο, διατηρούμενο αποσπασματικά, που διαθέτει διπλό κυμάτιο στο πάνω και κάτω μέρος του, ενώ στο ενδιάμεσο διακρίνεται ένα εξαιρετικά σχηματοποιημένο αστραγαλοειδές κόσμημα. Από τον παραλληλισμό της διακοσμήσεως του με ανάλογα πλαίσια Βενετικών θυρεών, φαίνεται ότι πιθανώς ανάγεται στα χρόνια της Λατινοκρατίας. Από την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας προέρχεται ένα τμήμα κυλινδρικού κιονίσκου με συμφυές κιονόκρανο σε σχήμα κόλουρου κώνου, χωρισμένου με βαθιά αυλάκωση σε δώδεκα πλευρές, το οποίο μάλλον ταυτίζεται με Οθωμανική επιτύμβια στήλη.
Κάτοψη και τομές του ημιλαξευμένου καμαροσκεπή τάφου που βρέθηκε στο οικόπεδο του ΙΚΑ και ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους. Πηγή φωτογραφίας: Αρχαιολογικόν Δελτίον, τ. 29 (1973 – 1974), μέρος Β2 – Χρονικά.
Ένα αξιόλογο υποσύνολο ευρημάτων.
Ένα αξιόλογο υποσύνολο ευρημάτων απαρτίζουν και τα λιγοστά αντικείμενα μικροτεχνίας, που περισυλλέγησαν κατά την σωστική ανασκαφή.
Το σημαντικότερο από αυτά είναι μία πήλινη σφραγίδα ορθογωνικού σχήματος με διαστάσεις 7Χ6 εκ. και ελλιπή λαβή. Στον εμπροσθότυπο της εμφανίζεται ένας έκτυπος σταυρός, έχοντας μακρύτερη την κάθετη κεραία του και αγκυροειδείς απολήξεις. Περιμετρικά του εμφανίζονται γράμματα σε χαμηλότερο ανάγλυφο, τα οποία είναι αναγραμμένα κυκλικά. Η δε επιγραφή που σχηματίζεται από αυτά παραμένει χωρίς να έχει αποκωδικοποιηθεί, καθόσον δεν σχετίζεται με τις συνήθεις επιγραφές αρτιδίων, ευλογιών κ.λπ.. Ωστόσο, τόσο από το υλικό της κατασκευής της σφραγίδας, όσο και από την μορφή της λαβής της, υποδηλώνεται ότι προορίζονταν για θρησκευτική χρήση. Το υπόψη εύρημα παραδόθηκε στο Βυζαντινό Μουσείο και χρονολογείται στον 10ο αιώνα.
Στα υπόλοιπα αντικείμενα περιλαμβάνονται μία ορθογώνια χάλκινη σφραγίδα με σφαιρική λαβή, διαστάσεων 5,3Χ1,9 εκ., που φέρει την επιγραφή «ΗΛΙΟΥ» και δύναται να χρονολογηθεί στους νεότερους χρόνους, ένα καλυκοειδές χάλκινο κηροπήγιο, ύψους 12,7 εκατοστών, ένα οστέινο σφονδύλιο των μέσων Βυζαντινών χρόνων, με εγχάρακτη διακόσμηση αποτελούμενη από μικρούς κύκλους και γεωμετρικά σχέδια, καθώς και μερικές πήλινες πίπες καπνίσματος (τσιμπούκια) της Τουρκοκρατίας με σκαλισμένο γεωμετρικό στολισμό.
Το στόμιο μίας λαξευμένης κοιλότητας εντός ανασκαφέντος οικήματος, η οποία εκτιμάται ότι χρησιμοποιούνταν ως υπόγειος αποθηκευτικός χώρος. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Οι τάφοι του οικοπέδου.
Εκτός των δύο κιβωτιόσχημων τάφων που ανακαλύφθηκαν εντός του κτίσματος, το οποίο θεωρήθηκε ως παρεκκλήσιο, όπως παρατέθηκε παραπάνω, ανασκάφηκε άλλος ένας τάφος νοτιότερα από αυτό.
Ο τελευταίος ήταν καμαροσκεπής, μερικώς λαξευμένος στο φυσικό υπόστρωμα και μερικώς κτιστός. Η δε είσοδος του ανοίγονταν στην ανατολική πλευρά. Η τοιχοποιία τους συνίστατο κυρίως από οριζόντιες στρώσεις πλίνθων, ενώ τα εσωτερικά τοιχώματα μάλλον επικαλύπτονταν από κονίαμα. Σε ύψος 40 εκ. από το δάπεδο του σχηματίζονταν ένας αναβαθμός στους πλάγιους τοίχους, όπου στηρίζονταν πήλινες πλάκες διαμορφώνοντας ένα δεύτερο υπερυψωμένο δάπεδο, και οι οποίες ήταν διάτρητες για την απορροή των υγρών της ταφής. Μέσα από τον νεκρικό θάλαμο υπήρχαν πάρα πολλά οστά και λίγα όστρακα, αλλά δεν προσφέρονται για τον ακριβή προσδιορισμό της χρονολόγησης του μνήματος. Πάντως, από τον τρόπο της κατασκευής του πιστεύεται ότι πρέπει να οικοδομήθηκε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και αργότερα σε δεύτερη φάση να χρησιμοποιήθηκε ως οστεοφυλάκιο, όπως συμπεραίνεται από τον πολύ μεγάλο αριθμό των οστών. Επιπλέον στο δυτικό μέρος του οικοπέδου του ΙΚΑ εντοπίστηκε ένας ακόμα πρόχειρος ενταφιασμός.
Σε όλη την έκταση του οικοπέδου ΙΚΑ βρέθηκαν πολυάριθμες εσοχές λαξευμένες στο φυσικό έδαφος. Αυτές οι κοιλότητες είχαν ακανόνιστα σχήματα και χρονολογήθηκαν από τους πρώτους Βυζαντινούς χρόνους έως τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, σε συσχετισμό με πλησιέστερα προς αυτές κτίσματα. Κατά την εκτίμηση των αρχαιολόγων ενδεχομένως αυτές οι υπόγειες κατασκευές να χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικοί χώροι.
Επίσης ανακαλύφθηκαν στην θέση τους και τρεις ευμεγέθεις πήλινοι πίθοι, μάλλον των της ύστερης Βυζαντινής περιόδου, που είχαν σφαιρικό σώμα, χοντρά τοιχώματα, στόμιο μικρής διαμέτρου και απόληξη πυθμένα σαν κομβίο στο κάτω τμήμα τους, το οποίο ήταν προσαρμοσμένο εντός του εδάφους
Τοίχος από την πρώτη οικοδομική φάση του μεσαιωνικού πολεοδομικού συμπλέγματος, που ανάγεται στον 9ο – 10ο αιώνα. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η ανέγερση του κτηρίου – τι απέγιναν τα μεσαιωνικά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν στο οικόπεδο του.
Μόλις περατώθηκαν οι συστηματικές ανασκαφικές εργασίες των ετών 1973 – 1974 στο οικόπεδο στα νότια όρια της πλατείας του ναού της Αγίας Βαρβάρας[14], ξεκίνησε η ανέγερση του υφιστάμενου ογκώδους κτιρίου του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ) Χαλκίδας.
Σύμφωνα τις οδηγίες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στο υπόγειο του διατηρήθηκε ένα σημαντικό μέρος από τα ευρεθέντα οικοδομικά κατάλοιπα της μεσαιωνικής συνοικίας. Μάλιστα, καταβλήθηκε προσπάθεια έτσι ώστε τα πέδιλα των κολώνων της οικοδομής να τοποθετηθούν σε σημεία όσο το δυνατόν μικρότερης αρχαιολογικής αξίας, τα οποία και καθαιρέθηκαν χωρίς να αλλοιωθεί ουσιαστικά ο χαρακτήρας του μνημείου. Έκτοτε το οικιστικό σύμπλεγμα των μέσων Βυζαντινών χρόνων από την αλλοτινή καστροπολιτεία του Ευρίπου παραμένει καταδικασμένο στην αφάνεια, καθώς είναι αθέατο και παντελώς άγνωστο στην συντριπτική πλειοψηφία των Χαλκιδέων, αλλά πιθανώς και σε πολλούς νεότερους ιστορικούς ερευνητές, όντας και πάλι «θαμμένο» στα σπλάχνα ενός στιβαρού τσιμεντένιου κτιρίου. Ωστόσο, θα μπορούσε κάλλιστα να αξιοποιηθεί με κατάλληλη διαμόρφωση και να αποτελέσει ένα επισκέψιμο και ελκυστικό μέρος, όπου θα εκθέτονται τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής σε καλαίσθητες προθήκες και θα παρουσιάζεται η καθημερινή ζωή των κατοίκων εκείνης της εποχής μέσα από πληροφοριακές πινακίδες.
Εξάλλου υπάρχει το απτό παράδειγμα της πρόσφατης ανάδειξης του τμήματος του αμυντικού τείχους της μεσαιωνικής πόλης, το οποίο βρίσκεται στο υπόγειο του κτιρίου του Επιμελητηρίου Ευβοίας. Στην προσπάθεια για την προβολή του συγκεκριμένου μέρους της χερσαίας οχύρωσης είχε συμβάλει καθοριστικά το έμπρακτο ενδιαφέρον του Βάγια Κατσού, δημοσιογράφου και διαδικτυακού εκδότη του ιστολόγιου www.square.gr, ο οποίος με προσωπικές ενέργειες επί εξαετία, καθώς και σχετικά άρθρα έφερε το υπόψη θέμα εκ νέου στο πολιτιστικό προσκήνιο και το γνωστοποίησε σε ένα ευρύτερο κοινό (Βλ. «Ο υπόγειος θησαυρός του επιμελητηρίου»). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ευαισθητοποιηθούν οι αρμόδιοι δημόσιοι και συλλογικοί φορείς, υιοθετώντας και τελικά υλοποιώντας την πρόταση για την δημιουργία ενός συναφούς εκθεσιακού χώρου, που έχει ανοίξει πλέον τις πύλες του για τους επισκέπτες από τις 29 Ιουνίου 2020. Έτσι λοιπόν, ευελπιστούμε ότι και το παρόν άρθρο θα δώσει το έναυσμα για την ανάληψη μίας πρωτοβουλίας, ίσως με μέριμνα του Δήμου Χαλκιδέων, προς την κατεύθυνση μίας ανάλογης αξιοποίησης των καταλοίπων του οικιστικού μεσαιωνικού συμπλέγματος, που κρύβεται υπόγειο του κτιρίου του ΕΦΚΑ με γνώμονα ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος διαφυλάσσει μερικές από τις χαμένες μνήμες από το ιστορικό παρελθόν της Χαλκίδας.
Αρχαίοι δόμοι σε δεύτερη χρήση σε τοιχοδομία της μεσαιωνικής περιόδου, όπως αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές στο οικόπεδο ΙΚΑ. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Παραπομπές
[1] Η επίσημη ονομασία της είναι πλατεία δημάρχου Αντωνίου Κακαρά, προς τιμήν του πρώτου αιρετού μεταπολεμικού δημάρχου Χαλκιδέων (1951-1956).
[2] Οι εργασίες διενεργήθηκαν με τη συνεργασία της επίσης εκλιπούσης αρχαιολόγου Μυρτούς Γεωργοπούλου – Μελαδίνη, που συνέταξε και την σχετική έκθεση πεπραγμένων. Η δε αποτύπωση της ανασκαφής έγινε από τον αρχιτέκτονα – μηχανικό Νίκο Δεληνικόλα, τον οποίο και ευχαριστώ ιδιαίτερα για την παροχή κατευθυντήριων οδηγιών μέσω συναφούς συζητήσεως μας σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
[3] Εφημερίδα «Παλίρροια», αριθμός φύλλου 446/17-3-1890.
[4] Υπ’ αριθμόν 143/13-3-1897 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Χαλκιδέων. Ανεγέρθηκε στα αρχιτεκτονικά πρότυπα του σταυροειδούς ναού μετά τρούλου και φέρει αγιογραφίες που προσεγγίζουν στην Δυτική τεχνοτροπία.
[5] Εφημερίδα «Παλίρροια», αριθμός φύλλου 747/5-12-1898. Σημειώνεται ότι από το τέλος του 1896 μέχρι και τα μέσα του 1897, η Χαλκίδα είχε πληγεί βαρύτατα από μία επιδημία ευλογιάς με κακοήθη γνωρίσματα, που είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις αποβαίνοντας εξαιρετικά θανατηφόρα.
[6] «Κουφικά» καλούνταν τα παλαιά Αραβικά γράμματα, τα οποία είχαν τετράγωνο σχήμα. Αυτή η γραφή εμφανίστηκε στην πόλη Κούφα της Μεσοποταμίας περί το 750 μ. Χ., από όπου έλαβε την ονομασία «Κουφική», ενώ από το τέλος του 1ου αιώνα άρχισε να γίνεται λίαν διακοσμητική με ανθεμοειδείς απολήξεις, βρίσκοντας εφαρμογή και στην Βυζαντινή αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα τον 11ο – 12ο αιώνα.
[7] Κατά την ανασκαφή του οικοπέδου του ΙΚΑ επισημάνθηκαν αρκετά αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη να είναι ενσωματωμένα στην μεταγενέστερη λιθοδομή των κτισμάτων. Ωστόσο, δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι αν στο σύνολο τους ανήκουν σε αρχαία οικοδομήματα, που βρίσκονταν στο συγκεκριμένο μέρος ή αν μεταφέρθηκαν εδώ από κάπου αλλού. Ο δε αρχαιολόγος Αδαμάντιος Σάμψων συνεκτιμώντας και τα υπόλοιπα περιστασιακά ευρήματα, διατυπώνει με κάθε επιφύλαξη ότι κοντά στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, πρέπει να υπήρχε ο αρχαιοελληνικός ναός του Ολυμπίου Διός, από τον οποίο προέρχονται και τα πέντε υπερμεγέθη δωρικά κιονόκρανα, τα οποία εκτίθενται στον προαύλιο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου Χαλκίδας («Συμβολή στην τοπογραφία της αρχαίας Χαλκίδας», σελίδα 17, ΕΕΣ, Χαλκίδα, 1976).
[8] Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τα καλύτερα διατηρούμενα χερσαία τμήματα των μεσαιωνικών τειχών της Χαλκίδας διασώζονται στο υπόγειο του κτιρίου του Επιμελητηρίου Ευβοίας (οδός Ελ. Βενιζέλου 12), όπου πλέον είναι ορατά στον επισκέπτη, καθώς και σε επίσης υπόγειο μέρος στην γωνία της εισόδου του παλαιού σταθμού των ΚΤΕΛ (οδός Μαρ. Φριζή 1), το οποίο όμως έχει αφεθεί σε πλήρη εγκατάλειψη.
[9] Πρόκειται για κονίαμα που παρασκευάζεται από ανάμειξη ηφαιστειογενούς χώματος με πολτό ασβέστη.
[10] Δεν βρέθηκε κεραμική παλαιότερη του 9ου αιώνα, εκτός από δύο μικρότατα όστρακα εκ μελαμβαφούς αγγείου, τα οποία πιθανόν να ανάγονται στους αρχαιοελληνικούς χρόνους. Κατά την τεχνική της εφυάλωσης προστίθεται βερνίκι ή άλλο υαλώδες επίχρισμα στην επιφάνεια πήλινων ή άλλων αντικειμένων για λόγους προστασίας, στιλπνότητας, καλλωπισμού κ.λπ.
[11] Τα υπόλοιπα δείγματα κεραμικών που εξετάστηκαν προέρχονται από την ανασκαφική έρευνα στις οδούς Μητροπόλεως (οικόπεδο ΑΤΤΟΝ Ο.Ε.), Μπαλαλαίων (οικόπεδο Γ. Χάνου), Ελ. Βενιζέλου (οικόπεδο Επιμελητηρίου), στη συμβολή των οδών Ερωτοκρίτου, Ολύνθου και Σκαλκώτα (οικόπεδο Τουλίτση και Λούμου – Λουμάκη), καθώς και από τις τεχνικές εκσκαφές της ΔΕΥΑΧ στις οδούς Βάκη και Χαρώνδα.
[12] Πρόκειται για την σημερινή πόλη Ούρφα στην νοτιοανατολική Τουρκία.
[13] Κατά μία εναλλακτική εκδοχή, ίσως στην χορηγική επιγραφή να μνημονεύεται το περίφημο θέατρο του Διονύσου στην νοτιοανατολική κλιτύ της Ακρόπολης των Αθηνών, το οποίο είχε εκσυγχρονιστεί στους Ρωμαϊκούς χρόνους και όπου εξακολουθούσαν να διοργανώνονται δημοφιλείς θεατρικοί αγώνες με πανελλήνια απήχηση κατά την διάρκεια εορταστικών εκδηλώσεων.
[14] Μεταξύ άλλων αρχαιολογικών ερευνών την ίδια περίοδο, μόλις λίγα μέτρα βορειοδυτικά από την εν λόγω πλατεία, ανακαλύφθηκαν τυχαία και άλλα κατάλοιπα από την μεσαιωνική Χαλκίδα. Συγκεκριμένα κατά την εκσκαφή των θεμελίων στο τότε οικόπεδο της Τεχνικής Εταιρείας «Δομή» και στο νότιο τμήμα του, δίπλα από την οδό Τραπεζουντίου, ήρθαν στο φως διάφοροι τοίχοι και διαμορφωμένα δάπεδα, που ανήκαν ενδεχομένως σε οικίες του 11ου, 12ου και 13ου αιώνα, όπως πιστοποιήθηκε από το είδος της λιθοδομής τους, ενώ κάποια τοιχώματα χρονολογήθηκαν στους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Μέσα στο οικοδομικό σύμπλεγμα βρέθηκαν ένα ημικατεστραμμένο λιθόκτιστο πηγάδι, το οποίο αποξηράνθηκε σε δεύτερο χρόνο και χρησιμοποιήθηκε ως οστεοφυλάκιο, καθώς και δύο αποθηκευτικοί πίθοι κυκλικού σχήματος. Επίσης, στο ανατολικό μέρος του οικοπέδου και πλησίον της οδού Ισαίου, εντοπίστηκαν δύο καμαροσκεπείς τάφοι, πιθανώς των μέσων Βυζαντινών χρόνων, οριζόντιων διαστάσεων 4,10 Χ 2,60 μέτρων και 2,05 Χ 0,58 μέτρων έκαστος.