H ζωή στη Χαλκίδα και σε ολόκληρο το νησί αμέσως μετά την απελευθέρωσή του από τον τούρκικο ζυγό, μέσα από τη μαρτυρία Βαυαρού αξιωματούχου, που για πρώτη φορά δημοσιεύεται στα νέα Ελληνικά.
Πηγές:
C. J. Bronzetti, «Erinnerung an Grieclienland aus den Jahren 1832 – 1835». Wurzburg, 1842, σελίδες 54 – 135.
«Ελληνικαί αναμνήσεις βαυαρού ταγματάρχου», Νίκου Α. Βέη (Bees), της Ακαδημίας Αθηνών, εφημερίδα «Η Πρωία», Αθήνα, 17 – 24 Ιανουαρίου, 7-14-21 και 28 Φεβρουαρίου και 7 Μαρτίου 1943. Wikipedia
Τα απομνημονεύματα του Βαυαρού αξιωματικού
Ο ιταλοβαυαρός Κ. Μπροντσέττι (C. J. Bronzetti) ήταν ένας απ’ τους λοχαγούς του Γερμανού Συνταγματάρχη Φόν Μπάλιγκραντ που εστάλη από τους αντιβασιλείς του Όθωνα στην Εύβοια για να την απελευθερώσουν από τους Οθωμανούς, την άνοιξη του 1833.
Όταν αργότερα είχε λάβει το τιμητικό αξίωμα του ταγματάρχη έγραψε τα απομνημονεύματά του, που αποτελούσαν μία κατάθεση ψυχής όσον αφορά τις εμπειρίες και τα βιώματά του κατά τη διάρκεια παραμονής του στον ελλαδικό χώρο. Σε αυτά, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την κατάληψη της Χαλκίδας, της Καρύστου, αλλά και όσα είδε και έζησε στην Εύβοια, από τις 5 Απριλίου 1833 έως και τις 27 Σεπτεμβρίου 1833. Εν μέσω της Γερμανικής κατοχής, το 1943, ο Νίκος Βέης μετέφρασε το έργο του και το μετέφερε τμηματικά στους αναγνώστες τις εφημερίδας «Η Πρωία». Τα αποσπάσματα που αφορούσαν την Εύβοια τα εντόπισα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Στο ακόλουθο κείμενο, που είναι γραμμένο στη δημοτική αντί της καθαρεύουσας για να γίνει πιο εύληπτο, θα γνωρίσετε μια άγνωστη και άκρως ενδιαφέρουσα όψη της ιστορίας της περιοχής μας.
Τα παραθαλάσσια τείχη της Χαλκίδας και το Κάστρο του Καράμπαμπα. θέα από το βόρειο λιμάνι της πόλης. Τοπιογραφία του Ferdinand Bauer, 1-1-1787. Πηγή: Πανεπιστήμιο Οξφόρδης.
Περιγραφή των πρώτων μεταοθομανικών ημερών της Χαλκίδας
Για την κατάσταση που βρισκόταν η Χαλκίδα τις πρώτες μέρες μετά την απελευθέρωσή της από την Οθωμανική κυριαρχία ο Κ. Μπροντσέττι μας δίνει τις κάτωθι πληροφορίες:
«Ενώ η περιοχή έξω από την πόλη[1] διακρίνεται για τον πλούτο και την ομορφιά της, το εσωτερικό της[2] παρουσιάζει άθλια εικόνα. Παντού έβλεπες ερείπια παλαιών και νέων χρόνων. Τα σπίτια ήταν μικρά, χαμηλά και σκοτεινά, ενίοτε με κιγκλιδωτά παράθυρα. Κατοικείται μόνο από Τούρκους[3] και είναι χωρισμένη από το προάστιό της με μία οχυρωματική τάφρο και ψηλά τείχη. Το Προάστιο κατοικείται μόνο από Χριστιανούς[4]. Εκεί βρίσκεται και η αγορά που τα παραπήγματά της είναι κυρίως ξύλινα και οι στέγες τους είχαν κατασκευαστεί έτσι ώστε εντός τους να υπάρχει πάντα ημίφως. Οι έμποροι κάθονταν μέσα στα στενά καταστήματά τους με τα πόδια σταυρωμένα.
Οι τάφοι[5] με τα άτεχνα μαρμάρινα μνημεία τους που βρίσκονται ανάμεσα στο προάστιο και την πόλη (διάβ. το Κάστρο) μολύνουν την ατμόσφαιρα της Χαλκίδας. Η άμεση γύρω περιοχή της πρωτεύουσας είναι σχετικά μονότονη. Πέρα από αυτή, στο εσωτερικό του νησιού αναπτύσσεται δασώδης χλωρίδα την οποία μόνο η ομορφιά του μεσημβρινού ουρανού ανταγωνίζεται. Η κατά μήκος του παράλιου εκτεινόμενη μεγάλη πεδιάδα, που λέγεται Αμπέλια, είναι πλούσια σε οπωροφόρα δένδρα. Είναι γεμάτη συνοικισμούς και αγροκτήματα και ανήκει στα ευφορότερα τμήματα της Ελλάδας».
Το Προάστιο της Χαλκίδας, θέα από βορρά. Στην εικόνα βλέπουμε το παραθαλάσσιο μέτωπο όπου σήμερα εκτείνεται από το κεφαλόσκαλο του Αγίου Νικολάου ως το μέγαρο Κότσικα. Τοπιογραφία του Ferdinand Bauer, 1-1-1787. Πηγή: Πανεπιστήμιο Οξφόρδης.
Το καλοκαίρι του 1833 η Χαλκίδα μαστιζόταν από ασθένειες.
Η λειψυδρία που παρατηρήθηκε από τις αρχές Μαΐου είχε ως αποτέλεσμα την ξηρασία και την καταστροφή όλων των φυτών από τη ρίζα τους.
«Την 1η Αύγουστου 1833 η θερμοκρασία υπό σκιά ήταν 30 βαθμούς. Κάτω από αυτές τις κλιματικές συνθήκες η Βαυαρική φρουρά της Εύβοιας υπέφερε. Ο αριθμός των ασθενών αυξανόταν καθημερινά. Σε αυτό συνέβαλε η βορβορώδης τάφρος της πόλης, τα, εις όλο το μήκος της, πεταμένα πτώματα ζώων και τα λείψανα των ανθρώπων, που τα έθαβαν σε βάθος μόλις τριών ποδιών, αλλά και η έλλειψη πόσιμου νερού».
Όπως μας ενημερώνει ο Μπρονζέττι, ο πυρετός και οι φλεγμονές, λόγω των οποίων εμφανίζονταν λοιμώδη εξανθήματα, είχαν προσβάλει 220 στρατιώτες, τα δύο τρίτα δηλαδή της Βαυαρικής Φρουράς της Χαλκίδας, που προσπαθούσαν να αναρρώσουν κάτω από άθλιες συνθήκες, με ελάχιστα τρόφιμα και υποτυπώδη ιατρική περίθαλψη. Απόρροια αυτών ήταν να αρρωστήσει και να πεθάνει ο μοναδικός γιατρός της Βαυαρικής φρουράς, διδάκτωρ Στρίνζιγκ (Stinzing), πέφτοντας θύμα του καθήκοντός του. Ο αξιωματικός Μπρονζέττι βασανιζόταν και ο ίδιος από κλιματικό εξάνθημα. Όπως μας περιγράφει, επιχείρησε να το θεραπεύσει με τούρκικο λουτρό (χαμάμ), αλλά από απροσεξία έμεινε εκτεθειμένος σε ρεύμα και για έξι ημέρες είχε τρομερούς πόνους στις κλειδώσεις του, σε βαθμό τέτοιο που προκαλούνταν παραισθήσεις.
Στα τέλη Αυγούστου αρρώστησε και ο ταγματάρχης Σμέκενμπέκερ (Shmeckenbecher) και ο Μπρονζέττι ανέλαβε τη διοίκηση της βαυαρικής στρατιωτικής μοίρας της Χαλκίδας. Μετά από δώδεκα ημέρες και κατόπιν σχετικών αναφορών του Μπρονζέττι προς τους ανωτέρους του ήρθαν στην πόλη ο αυλικός στρατιωτικός γιατρός Κέσσελ και ο φαρμακοποιός Τόμμαν, με σκοπό να θεραπεύσουν το πλήθος του στρατού που υπέφερε από λοιμώδεις και άλλες θανατηφόρες ασθένειες χορηγώντας τους τα κατάλληλα φάρμακα. Ο συγγραφέας αξιωματικός φρόντισε να μαζευτούν οι άρρωστοι στρατιώτες του σε κατοικίες με καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, για να αναρρώσουν γρηγορότερα.
Το κάστρο του Ευρίπου στο κέντρο και αριστερά το Κάστρο του Καράμπαμπα. Θέα από το νότιο λιμάνι. Τοπιογραφία του Ferdinand Bauer, 1-1-1787. Πηγή: Πανεπιστήμιο Οξφόρδης.
Η σύλληψη των αντικυβερνητικών οπλαρχηγών στη Χαλκίδα
«Εν τω μεταξύ -γράφει ο Μπρονζέττι- το ισχυρό Καποδιστριακό κόμμα με αιχμή του δόρατος τον Κολοκοτρώνη ύψωσε εχθρική, κατά της κυβερνήσεως, φωνή και οι μηχανορραφίες του κόμματος αυτού αποσκοπούσαν στην πτώση της αντιβασιλείας.
Φανατικό μίσος κατά παντός νεωτερισμού, αποστροφή κατά των στρατολογημένων σωμάτων από το εξωτερικό, αλλά προ πάντων εναντίον της αντιβασιλείας, η οποία κατά τη γνώμη των Καποδιστριακών απέβλεπε στην κατάλυση της θρησκείας, των ηθών και των εθίμων των Ελλήνων, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αγάπη για τον Κολοκοτρώνη, το δαφνοστεφανωμένο ήρωα του αγώνα, ήταν οι κύριες αρχές του Καποδιστριακού κόμματος· Οι ιδέες αυτές ήταν στην ύπαιθρο και ειδικά στη Ρούμελη εξαιρετικά διαδεδομένες».
Όμως, η γρήγορη αποστολή στρατού στις περιοχές που οι Καποδιστριακοί υπερείχαν και η φυλάκιση των ύποπτων οπλαρχηγών κατέστειλαν άμεσα τις αντικυβερνητικές εκδηλώσεις. Ως στασιαστές -συνασπισμένοι γύρω από τον Κολοκοτρώνη- συνελήφθησαν στη Χαλκίδα οι οπλαρχηγοί Στούθης και Χρισιώτης και μεταφέρθηκαν στο Ναύπλιο, όπου όλες οι φυλακές ήταν γεμάτες πολιτικούς κρατούμενους.
Ο Χρισιώτης συνελήφθη νύχτα, από αξιωματικό της χωροφυλακής που ήρθε στο φρουραρχείο Χαλκίδας με σχετικό ένταλμα. Κατηγορούνταν πως έλαβε μέρος στα πολιτικά κινήματα και αποχωρίστηκε «από της ωραίας αυτού γυναικός» υπό τραγικών συνθηκών! Τη σκηνή της σύλληψης μας περιγράφει ο Μπρονζέττι: «η σύζυγος του Χρισιώτη είχε αγκαλιάσει τρομαγμένη τον άνδρα της. Εκείνος όμως μετά από λίγο ξέφυγε από τα χέρια της. Και τότε επακολούθησε σκηνή που όσοι ήταν παρόντες συγκινήθηκαν και έκλαιγαν καλύπτοντας τα πρόσωπά τους. Ο Χρισιώτης αναφώνησε άλλη μια φορά το όνομά της, τη φίλησε στο μέτωπο και ακολούθησε με σταθερό βήμα το χωροφύλακα. Τότε η καρδιά της ερωτευμένης γυναίκας ράγισε, έπεσε βογκώντας στο έδαφος και, καταβεβλημένη από τη λύπη της, πέθανε μετά από 24 ώρες. Το γεγονός αυτό συνέβη στις 11 Σεπτεμβρίου (1833)[6] και προκάλεσε στους κατοίκους της Χαλκίδας βαθιά και λυπηρή εντύπωση. Η κηδεία της άτυχης γυναίκας έμοιαζε με θριαμβευτική πομπή· τόσο γενική και μεγάλη ήταν η συμμετοχή σε αυτή».
Γυναίκα στη Λιχάδα Ευβοίας. Σχέδιο του Jacob Ludwig Salomon Bartholdy, από το έργο του Voyage en Grece… 1807 jeune Albanause de Lithada. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Οι Χαλκιδαίες Οθωμανίδες
Όπως είδαμε αναλυτικά στο άρθρο «η απελευθέρωση της Χαλκίδας», στις 30 Ιουνίου 1833 τρία Οθωμανικά πλοία είχαν καταπλεύσει στη Χαλκίδα. Ο κυβερνήτης τους είχε εντολή να μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη το στρατιωτικό υλικό που είχαν αφήσει πίσω κατά την αποχώρησή τους από την πόλη.
Το απόγευμα της 11ης Σεπτεμβρίου 1833 τα πλοία του Σουλτάνου σήκωναν τις άγκυρες τους, μπροστά από το Προάστιο, αφού είχε ολοκληρωθεί η εκφόρτωση των πολεμοφοδίων. Την ώρα που ξεκινούσαν το ταξίδι τους ο μωαμεθανικός πληθυσμός της Χαλκίδας, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, βγήκαν στους κήπους τους για να τα δουν για τελευταία φορά, αποχαιρετώντας τα, με τις γυναίκες να βρίσκονται λίγο πιο μακριά από τους άνδρες.
Από το Κάστρο της Χαλκίδας βγήκε μαζί με τους υπόλοιπους για να δει την αναχώρηση και μια νεαρή παρέα από δούλες. Αυτές οι «ακάλυπτες Αιθιοπίδες»[7], φορούσαν πολύχρωμα φορέματα, μακριά λευκά και πτυχώδη πανωφόρια, καλύπτρες και κίτρινα υποδήματα. Λίγες μέρες μετά ο Μπρονζέττι περιγράφει πως είδε ανάλογη παρέα Οθωμανίδων, βγαίνοντας αυτή τη φορά από την υψηλότερη πύλη της Χαλκίδας, πηγαίνοντας στο μωαμεθανικό νεκροταφείο[8]. Αφού προσευχήθηκαν για αρκετή ώρα στους τάφους, κατηφόρισαν στην παραθαλάσσια περιοχή και ξάπλωσαν κάτω από τη σκιά αιωνόβιου δένδρου. Ο αξιωματικός, παρακινημένος από την περιέργειά του, προσπάθησε να τις πλησιάσει αλλά μόλις αντιλήφθηκαν πως ήταν ξένος κάλυψαν γρήγορα τα πρόσωπά τους, που «εστόλιζε μελανοπόρφυρος επιδερμίς».
Ο Μπρονζέττι περιγράφει πως «Οι Μωαμεθανοί της Χαλκίδας είναι τόσο ζηλότυποι προς τις γυναίκες τους, ώστε τα πτωχά αυτά πλάσματα μόνο σαν κλέφτρες κρυφά βγαίνουν έξω στο δρόμο». Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση που είχε με έναν Χαλκιδαίο τούρκο αυστηρών αρχών, ονόματι Μουσταφά, για τη θέση των γυναικών στην τότε Οθωμανική κοινωνία. Σύμφωνα με τον Μουσταφά, από τους 100 Τούρκους δεν ήταν περισσότεροι από 10 αυτοί που είχαν πάνω από μια γυναίκα. Μόνο ο πλούσιος Οθωμανός μπορούσε να είναι πολύγαμος. Ο άτεκνος γάμος στην Ανατολή θεωρούνταν επαίσχυντος όχι μόνο από τους Τούρκους αλλά και από τους Έλληνες.
Τοπίο στο χωριό Καστέλα Ευβοίας. Δημιουργία του Edward Lear, με τίτλο Castella (22 June 1848).
Η Εύβοια των πρώτων μετεπαναστατικών ημερών
Το τρίτο κεφάλαιο των ελληνικών αναμνήσεων του Μπρονζέττι περιέχει γενικές παρατηρήσεις του συγγραφέα για τη γεωγραφία, την ιστορία και την εθνολογία της Εύβοιας στα 1833.
Όπως μας ενημερώνει τη χρονιά της απελευθέρωσής της από την Οθωμανική κυριαρχία το νησί κατοικούσαν 40.000 Έλληνες, Τούρκοι, Αλβανοί και Ιουδαίοι. Οι Έλληνες και οι Αλβανοί αποτελούσαν το κυριότερο ποσοστό του πληθυσμού, ειδικά στη νότια Εύβοια. Οι Ιουδαίοι ήταν λίγοι και κατοικούσαν κυρίως στη Χαλκίδα[9].
Τα πρώτα χρόνια της Βασιλείας του Όθωνα δεν υπήρχαν οι κατάλληλοι άνδρες για να καλλιεργήσουν τα εύφορα εδάφη του νησιού. Στην πλούσια φύση της Εύβοιας κατοικούσαν φτωχοί Έλληνες, αποδεκατισμένοι και εξαθλιωμένοι από τον πόλεμο και τη χρόνια, αυθαίρετη και δεσποτική κυριαρχία των Οθωμανών. «Τόσο στην Εύβοια -γράφει ο Μπρονζέττι- όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα υπάρχουν πολλοί ατυχείς, οι οποίοι παραμορφώθηκαν από την τουρκική δεσποτεία με φρικαλέο τρόπο. Ευνουχίστηκαν, έχασαν γλώσσες, μάτια, μύτες, αυτιά και μετεβλήθησαν σε άθλιους ανάπηρους. Οι Τούρκοι μεταχειρίζονταν τον Έλληνα αγρότη χειρότερα από κτήνος, οπουδήποτε και πάντοτε όφειλε αυτός να σκέφτεται πάντα έξυπνους τρόπους για να αποφύγει τις καταδιώξεις των τυράννων του, των οποίων η πλεονεξία δεν είχε όρια· οι δε βασανισμοί και οι κακοπραγίες ήταν εφευρέσεις πανουργοτάτης ωμότητος. Παρόλα αυτά κατά τη σύντομη παρουσία μας (= των Βαυαρών) δημιουργήθηκε στην Εύβοια παντού μια νέα, ενεργή ζωή· είναι δε βέβαιο, πως με τις ευλογίες της ειρήνης θα θεραπευθούν οι πληγές, που προκάλεσαν ανά τους αιώνες οι τύραννοι».
Γλέντι στην Αγία Άννα Ευβοίας. Σχέδιο του Amand Freiherr von Schweige Lerchenfeld, από το έργο του Griechenland in Wort und Bild, 1882, Agia Anna. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
«Οι Ευβοιώτες είναι όμορφοι άνθρωποι»
Ο Ιταλοβαυαρός αξιωματικός περιγράφει με όμορφα λόγια τους Ευβοιώτες δείχνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη συμπάθειά του.
Αναφέρει πως είναι όμορφοι άνθρωποι, μάλλον ψηλοί, λεπτοί, δυνατοί στο σώμα, πρόσχαροι και δυναμικοί. Οι κατ’ εξοχήν διασκεδάσεις τους ήταν οι χοροί και τα τραγούδια. Εξαιτίας της πολύχρονης κακής τους εμπειρίας με τους πρώην τυράννους τους ήταν επιφυλακτικοί προς τους ξένους, αλλά παρόλα αυτά καλοκάγαθοι και φιλόξενοι. «Μεταξύ αυτών, δηλαδή των Ευβοέων, συναντάται η απλότητα των προγονικών Ελληνικών ηθών και τα εγκάρδια εκείνα χαρακτηριστικά πατριαρχικού βίου, τα οποία στον δικό μας (=τον Γερμανικό) πολιτισμό απηχούν σαν αναμνήσεις ενός παλιού αναντικατάστατου παρελθόντος. Απλά και άτεχνα είναι τα σπίτια των λιτών αυτών ανθρώπων. Οι καλύβες τους είναι ξύλινες ή πήλινες, το ίδιο απλά είναι τα οικιακά τους έπιπλα και τα επαγγελματικά γεωργικά τους εργαλεία».
Ο Μπρονζέττι παρέχει πληροφορίες και για τα ρούχα που φορούσαν. Οι άνδρες ντύνονταν με λευκό βαμβακερό πουκάμισο που κατέβαινε μέχρι τα γόνατα και το έδεναν με ζώνη ή ταινία στη μέση τους. Κάτω από το πουκάμισο φορούσαν κοντή, επίσης βαμβακερή, περισκελίδα[10], δεμένη στα γόνατα και στα πόδια τους είχαν σανδάλια. Κάλυπταν το κεφάλι τους με στρογγυλό κόκκινο πηλίκιο που είχε ανοιχτή γαλάζια, μεταξωτή φούντα. Άφηναν το στήθος τους, όπως και το λαιμό τους, πάντοτε γυμνό. Την ανδρική ενδυμασία συμπλήρωνε λευκό βαμβακερό πανωφόρι μακρύ ως τη γάμπα, χωρίς περιλαίμιο και -ορισμένες φορές- μανίκια.
Τα γυναικεία ρούχα δε διέφεραν και πολύ από τα ανδρικά. Τις καλύτερες ενδυμασίες ο Μπρονζέττι τις είδε στα χωριά Δύστο και Στύρα. Οι γυναίκες της εποχής φορούσαν λευκό κάλυμμα στο κεφάλι τους. Το μέτωπο και το λαιμό τους τα στόλιζαν με σειρές αργυρών κοσμημάτων. Τα μαλλιά τους ήταν χωρισμένα σε δύο μακριές πλεξίδες, οι οποίες διακοσμούνταν με κόκκινες ή ανοιχτές γαλάζιες μεταξωτές φούντες ή αργυρά νομίσματα. Όπως επίσης περιέγραψε: «με τα χαρακτηριστικά αυτά, το ωραίο τους ανάστημα και την καθαρά ελληνική κατατομή τους θυμίζουν τα αγάλματα των Μουσών. Είναι κρίμα που τα ωραία αυτά αναστήματα συχνά από τη θλίψη και την ταλαιπωρία έχουν παραμορφωθεί, προκαλώντας τη συμπάθεια του θεατή».
Ερείπια πύργου στο Προκόπι Ευβοίας. Σχέδιο του Jean Alexandre Buchon, από το έργο του Nouvelles recherché historiques sur la principaute francaise de Moree… 1843. Αυθεντικός τίτλος έργου: Ruines Franques de Beza Pyrgos en Eubee pres d’ Achmet Aga. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Το μίσος των Ελλήνων και οι δεισιδαιμονίες των Οθωμανών
Ο Μπρονζέττι κατηγορεί τους Έλληνες για την καταστροφή του μεγαλοπρεπούς Οθωμανικού υδραγωγείου (βλ. αναλυτικά εδώ) που έφερνε «πανάριστον» νερό στην πόλη.
Όπως περιγράφει: «λόγω του μίσους προς τους Τούρκους οι Έλληνες κατέστρεφαν πολλά καλά έργα, όπως π.χ. κρήνες, στέρνες, υδραγωγεία, που είχαν κατασκευάσει οι Τούρκοι στην Ευβοϊκή ύπαιθρο, στα βουνά και τις κοιλάδες, δημιουργώντας ευχάριστους τόπους αναψυχής. Απ’ την άλλη, η δεισιδαιμονία των Τούρκων είχε συμβάλει στη διατήρηση πολλών αρχαιοτήτων! Οι Οθωμανοί βέβαια δεν συντηρούσαν επιμελώς και με σύστημα τα αρχαία οικοδομήματα και μνημεία αλλά δεν τα κατέστρεφαν κιόλας, γιατί πίστευαν πως σε αυτά μένουν εξωτικά όντα, τα οποία θύμωναν όταν πείραζαν τις “κατοικίες” τους. Άχ, αν και άλλα πολιτισμένα έθνη είχαν παρόμοιες μυστηριώδεις πεποιθήσεις, η φτωχή Ελλάς πόσα έργα θα διατηρούσε στους κόλπους της, τα οποία ήδη το Βανδαλικό πνεύμα ανάξιων ξένων είχε σύρει σε όλα τα μέρη της Δύσης! Πολύ γνωστό είναι πόσο μόνο η ανίερη φιλότεχνη διάθεση του λόρδου Έλγιν έβλαψε την Ελλάδα. Ο φιλότεχνος αυτός άνθρωπος επέφερε στις αρχαιότητες μεγαλύτερες καταστροφές απ’ όσες οι αιώνες και οι αιματηροί πόλεμοι…»
Τον Ιούλιο του 1833 ο Μπρονζέττι μαζί με δύο φίλους του ανέβηκαν στην κορυφή του όρους Δίρφυ, ώστε να θαυμάσουν από εκεί την ανατολή του ηλίου. Στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρεται πως στη Χαλκίδα εκείνη την περίοδο υπήρχαν ακόμα πελαργοί, που εξαφανίστηκαν οριστικά από την πόλη σχετικά πρόσφατα, τη δεκαετία του 90. Τέλος, μας παρέχει μια ιστορική πληροφορία, θυμίζοντας μας την ένδοξη αρχή της επανάστασης: «οι κάτοικοι της Εύβοιας, με ενθουσιασμό υποκινήθηκαν από την ωραία Μαντώ Μαυρογένους σηκώνοντας, λίγο μετά την επανάσταση του 1821, τη σημαία της ελευθερίας και ανάγκασαν τους Τούρκους να κλειστούν στα δύο φρούρια της Χαλκίδας και της Καρύστου, τα οποία και παρέμειναν υπό Τουρκική κυριαρχία μέχρι την παράδοση του νησιού (στον Βασιλιά Όθωνα)».
Τοπίο στην Εύβοια. Σχέδιο του Christopher Wordsworth, από το έργο του Greece pictorial, descriptive and historical, 1839. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Παραπομπές
[1] Εννοεί στο Προάστιο της Χαλκίδας.
[2] Εννοεί εντός του Κάστρου της Χαλκίδας.
[3] Από άλλες πηγές είναι γνωστό πως εντός του Κάστρου της Χαλκίδας εκτός των Τούρκων ζούσε και η Εβραϊκή κοινότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, στη συνοικία κοντά στην άνω Πύλη και γύρω από το πάνω τμήμα της ομώνυμης οδού όπου σήμερα ονομάζεται Κώτσου.
[4] Από άλλες πηγές γνωρίζουμε πως στο προάστιο κατοικούσαν και μουσουλμάνοι. Το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού του όμως αποτελούνταν από χριστιανούς.
[5] Πέρα από τη μαρτυρία του Μπρονζέττι για διάσπαρτα νεκρά σώματα ανθρώπων και ζώων κατά μήκος της τάφρου, υπήρχε, σύμφωνα με συμβόλαιο αγοραπωλησίας Οθωμανικής κατοικίας στη Χαλκίδα («Μετεπαναστατικές αγοραπωλησίες Τούρκικων κτημάτων στη Χαλκίδα», Γ. I. Φουσάρα, Αρχείο Ευβοικών μελετών, 1970), ένα παλιό Τούρκικο νεκροταφείο εκεί όπου μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε το «πάρκινκ Σολογιάννη», στην αρχή της οδού Αβάντων, πίσω από τα δικαστήρια. Ο συγκεκριμένος χώρος έπαψε, όπως φαίνεται, να λειτουργεί ως νεκροταφείο λίγο μετά την ανεξαρτησία και έγινε δημοτική πλατεία. Το 1900 παραχωρήθηκε στην Ηλεκτρική Εταιρία για την ανέγερση του εργοστασίου της και κατεδαφίστηκε στα 1970-1. Αυτό δεν αλλάζει ασφαλώς το διαπιστωμένο γεγονός πως το κύριο μουσουλμανικό νεκροταφείο ήταν εκεί όπου η σημερινή περιοχή «τούρκικα μνήματα», στην οδό Αρεθούσης.
[6] Είχε προηγηθεί η σύλληψη του Θ. Κολοκοτρώνη, στις 7 Σεπτεμβρίου 1833 («Το Καποδιστριακό κόμμα 1832 – 1833. Από την ήττα στον παραγκωνισμό και την καταδίωξη», Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά).
[7] Ο συγγραφέας εννοεί προφανώς πως οι κοπέλες ήταν σκουρόχρωμες, μαύρες.
[8] Από τα συμφραζόμενα εξάγω το συμπέρασμα πως βγήκαν από την άνω Πύλη με κατεύθυνση τα τούρκικα μνήματα της Αρεθούσης, που βρισκόταν το κύριο μουσουλμανικό νεκροταφείο της εποχής.
[9] Το 1840 ο πληθυσμός της Χαλκίδας ανερχόταν σε 12.000 ψυχές και αναφέρεται ότι: «εις αυτές περιλαμβάνονται και 200 Ιουδαίοι, τόσον καλώς αφομοιωθέντες ώστε δυσκόλως διακρίνονται των άλλων». «Η ιστορία της Εβραϊκής Κοινότητας Χαλκίδας από το 586 π.Χ έως το 2001 μ.Χ», Μαΐρ Μάισης, Ισραηλίτικη Κοινότητα Χαλκίδας 2013, σελ. 172.
[10] Λόγια λέξη που περιγράφει είδος παντελονιού. Ένδυμα που κάλυπτε την οσφύ και μέρος από τα σκέλη μέχρι το γόνατο.