Η άγνωστη ιστορία των παλιρροιακών θαλασσόμυλων της Χαλκίδας. Γιατί ήταν μοναδικοί στο είδος τους και πως οι μυλωνάδες της αναγέννησης βοήθησαν στη λύση του «αινίγματος» των ρευμάτων του πορθμού.
Πηγές:
«Σκέψεις για τους παλιρροιακούς Θαλασσόμυλους του βενετσιάνικου κάστρου της Χαλκίδας», Ιωάννης Ν. Κουμανούδης. Έκδοση: «Βενετία – Εύβοια, από τον Έγριπο στο Νεγροπόντε», πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, ΕΕΣ, 2004.
Εκδήλωση ΤΕΕ για τα 45 χρόνια της γέφυρας της Χαλκίδας. Θ. Π. Τάσιος, 2008.
Καθημερινή «Επτά ημέρες»: Ελληνικοί Νερόμυλοι.
Wikipedia.
«Χαλκίδα, η ακτινοβολούσα πόλη του Ευβοϊκού». Γιάννης Λάμπρου, δεσμός.
«Ο καστρολόγος». Φώτης Κόντογλου, Εστία.
«The Euripus bridge, the castrum pontis, and the Seyahatname of Evliya Çelebi». Pierre MacKay.
«Η αρχαία πόλη της Χαλκίδας». Π. Γ. Καλλιγάς.
«Η μεσαιωνική Χαλκίδα και τα μνημεία της». Δημήτριoς Τριανταφυλλόπουλος, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών.
Πρόλογος
Η Χαλκίδα είναι μια πόλη προικισμένη από τη φύση καθώς στα χέρια της κρατά ένα μοναδικό δώρο: το παλιρροϊκό φαινόμενο του Ευρίπου. Αυτό το δώρο, οι Χαλκιδαίοι το αφήνουν ανεκμετάλλευτο τόσο σε τουριστικό όσο και σε ενεργειακό επίπεδο (δείτε εδώ και εδώ σχετικό άρθρο). Δεν ήταν πάντα έτσι όμως. Οι κάτοικοι αυτού του τόπου, κάποιους αιώνες παλιότερα, από τα νερά του Ευρίπου έβγαζαν κυριολεκτικά το ψωμί τους!
Επί τουλάχιστον τέσσερις αιώνες, οι άνθρωποι που έμεναν σε μια Χαλκίδα με άλλα ονόματα γνωστή στα πέρατα του -τότε γνωστού- κόσμου, εκμεταλλεύονταν την παλιρροιακή ενέργεια έχοντας εγκαταστήσει νερόμυλους με διάμετρο φτερωτής που έφτανε τα 5 – 6 μέτρα[1] μέσα στο στενό, ο αριθμός των οποίων ελαττώθηκε με το χρόνο. Έτσι, το σπουδαίο αυτό τοπόσημο της Εύβοιας αναδεικνυόταν σε σπάνιο σημείο συνάντησης στρατιωτικών αλλά και φυσικών, (ήπιων και ανανεώσιμων) ενεργειακών τεχνολογιών.
Η πρώτη «νερομηχανή»
Η εκμετάλλευση της ενέργειας που μπορεί να προσφέρει το νερό (γνωστή ως υδρενέργεια ή υδραυλική ενέργεια), ήταν ένα από τα πιο σημαντικά βήματα στην εξέλιξη των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για το άλεσμα, αρχικά των δημητριακών.
Η πρώτη «νερομηχανή», αναφέρεται χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες σε επιγραφές των Σουμερίων. Ο παλιότερος γνωστός νερόμυλος αναφέρεται ως «υδραλέτης» από τον Στράβωνα (63 ή 64 π.Χ. – 23 μ.Χ.). Τον είδε στα ανάκτορα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Ευπάτορα στα Κάβειρα. Εκεί τον βρήκαν το 64 π.Χ. οι Ρωμαίοι και τον εξέλιξαν. Η ευρεία διάδοση και χρήση του νερόμυλου στην Ευρωπαϊκή ήπειρο πήρε μόνο… 1.150 χρόνια για να γίνει, μεταξύ του 50 και 1200 μ.Χ. Σε αυτό έπαιξε ρολό και η… πολιτική βούληση, καθώς εξαφανίστηκε σταδιακά η Ρωμαϊκή νομοθεσία που αναγνώριζε τους νερόμυλους ως κρατική περιουσία, δίνοντας έτσι το «ελεύθερο» στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα να «ανθίσει»!
Ο υδρόμυλος σύμφωνα με την περιγραφή του Ρωμαίου αρχιτέκτονα Vitrunius. Σχέδιο από το βιβλίο: Vitruve, έκδ. Andre Ballard.
Οι τύποι των νερόμυλων και η μοναδικότητα των παλιρροιόμυλων του Ευρίπου
Ουσιαστικά υπάρχουν δύο κύριοι τύποι νερόμυλων: όσοι λειτουργούν όλο τον χρόνο και οι εποχικοί.
Υπήρξε όμως κατά τον μεσαίωνα και ένα παράδειγμα δευτερεύοντος τύπου, οι παλιρροιόμυλοι στο στενό του Ευρίπου, οι οποίοι ήταν μοναδικοί τουλάχιστον για τον Ελλαδικό χώρο και ίσως για ολόκληρο τον τότε πολιτισμένο κόσμο – στο βάθος που τουλάχιστον έφτασε η δική μας έρευνα. Τους παλιρροιόμυλους αυτούς τους συναντάμε για πρώτη φορά στο Ενετοκρατούμενο Νεγροπόντε (η τότε ονομασία της Χαλκίδας) του 14ου αιώνα.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς κατασκευάστηκαν. Μπορούμε όμως με σχετική ασφάλεια (βάση των γραπτών αναφορών) να υποθέσουμε το σημείο όπου ήταν τοποθετημένοι: στην Ευβοϊκή πλευρά, δίπλα ακριβώς από την ξύλινη γέφυρα που ένωνε τη στεριά με το κάστρο που βρισκόταν στη νησίδα στο μέσο του Πορθμού. Ήταν δηλαδή δίπλα περίπου από το σημερινό Ευβοϊκό «τεταρτοκύκλιο» της «παλαιάς γέφυρας».
Το σημείο όπου τοποθετήθηκαν δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Εκεί υπήρχε η μεγαλύτερη ασφάλεια για τους μηχανισμούς των μύλων, καθώς προστατεύονταν από το Κάστρο της νησίδας στο μέσο του πορθμού, έχοντας απρόσκοπτη λειτουργία ακόμη και σε περιόδους πολιορκίας και εξαιτίας της ισχυρότερης εκεί παρουσίας του φαινομένου της παλίρροιας που κινούσε τις γιγάντιες φτερωτές των μύλων.
Λεπτομέρεια από χάρτη του V. Μ. Coronelli, από το 1688. Η αναγραφή της «Molini» (μύλοι – στον κόκκινο κύκλο) δεν αφήνει περιθώρια. Ασφαλώς αποδεικνύει ότι οι μύλοι ήταν σε λειτουργία. Πηγή σχεδίου: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Οι πρώτες αναφορές
Η πρώτη γραπτή αναφορά στους παλιρροιόμυλους αυτούς έγινε από τον Ιταλό περιηγητή Nicola di Martoni, το 1395[2].
Στο χρονικό του ανέφερε τα εξής: «[…] Το νερό σε αυτό το σκέλος της θάλασσας ρέει συνεχώς, σαν ένα ποτάμι, μερικές φορές από το ένα λιμάνι και μερικές φορές από το άλλο, γιατί υπάρχουν δύο λιμάνια για τα πλοία εδώ. Πάνω σε αυτό το ρεύμα υπάρχουν τρεις μύλοι, έξυπνα κατασκευασμένοι για το άλεσμα των σιτηρών, καθώς δουλεύουν απ’ όποιο μέρος και αν κυλά το ρεύμα. Τα έσοδα τους είναι περίπου πενήντα δουκάτα ετησίως. Κάποιες φορές, τα ρεύματα κυλούν τόσο βίαια ώστε οι τροχοί των μύλων συνθλίβονται.»
Μετά τον Martoni, ο Cristoforo Buondelmonti το 1420 σημειώνοντας τα ισχυρά ρεύματα του Ευρίπου στη βάση της ξύλινης γέφυρας, συμφωνεί με απόψεις άλλων πως λειτουργούσαν εκεί μύλοι, εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη του νερού. Η μαρτυρία αυτή αποτελεί άλλη μία επιβεβαίωση της λειτουργίας των μύλων επί Ενετοκρατίας[3].
Στον κύκλο, οι παλιρροιόμυλοι του Νεγροπόντε σε λεπτομέρεια από χαρακτικό του giovanni francesco Camocio (1566- 1574). Βάση των πηγών που αναφέρονται στο άρθρο, από λάθος έχουν σχεδιαστεί τέσσερις αντί για τρεις φτερωτές, όσα δηλαδή και τα τοξωτά ανοίγματα στο τείχος.
Οι παλιρροιόμυλοι στην άλωση της Χαλκίδας από τον Μωάμεθ Β΄
Βίαια όμως δεν ήταν μόνο τα ρεύματα αλλά και η εποχή. Τον 15ο αιώνα φριχτή μοίρα περίμενε τους 2.500 κατοίκους του Νεγροπόντε που έτρωγαν γλυκό ψωμί καθημερινά από τους νερόμυλους.
Τον Ιούνιο του 1470 ο Μωάθεθ ο Β΄ ο Πορθητής πολιορκεί τη Χαλκίδα και σε λιγότερο από μήνα την κάνει δική του (δες εδώ μαρτυρία της άλωσης). Οι παλιρροιόμυλοι αναφέρονται ως τοπωνύμιο στο χρονικό που έγραψε ο γραμματικός του πλοιάρχου Λορέντσο Κονταρίνι, Τζιάκομο Ριτζάρντο. Εξιστορώντας το σχέδιο που έπρεπε να ακολουθήσει ο (λιπόψυχος) Ενετός ναύαρχος Νικολό Κανάλε προκειμένου να ανακαταλάβει την πόλη αναφέρει: «[…] οι δυο πιο μεγάλες γαλέρες έπρεπε να μπουν ανάμεσα στο φρούριο του Ευρίπου και στους νερόμυλους και με τα αναγκαία μηχανήματα να εκπορθήσουνε και να σπάσουνε τη γέφυρα που οδηγεί στη γη. Έτσι, θα εμφανίζονταν αιφνιδιαστικά πίσω από τους νερόμυλους. Συνοδεία των γαλέρων αυτών θα πήγαιναν και δυο μπουρλοτιέρηδες για να κάψουνε τη γέφυρα. Στο μεταξύ τρεις γαλέρες θα πλησίαζαν προς το ναύσταθμο για να σπάσουν την πόρτα που βρίσκεται κάτω από τον πύργο στο μέσο των δυο τειχών».
Δίπλα από τη γέφυρα της Ευβοϊκής πλευράς βλέπουμε μία μικρή καλύβα (στον κύκλο), όπου πιθανότατα στεγάζονταν οι Παλιρροιόμυλοι του Ευρίπου. Λεπτομέρεια από σχέδιο με τίτλο «Negroponte 166-, Από την κληρονομιά του Ελβετού στρατηγού Johann Rudolf Werdmüller», Πανεπιστήμιο Ζυρίχης.
Η μαρτυρία του Τσελεμπή
Τίποτα από τα πιο πάνω όμως τελικά δεν έγινε και έτσι Τούρκικα λάβαρα υψώθηκαν στην πόλη για 363 χρόνια. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, οι παλιρροιόμυλοι εξακολούθησαν να παρακολουθούν την άστατη ζωή των ρευμάτων.
Ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (1611 – 1684) πέρασε τον 17ο αιώνα από την περιοχή μας και ανέφερε πως δίπλα από τη μία γέφυρα του πορθμού υπήρχε αξιόλογο έργο παλιών τεχνιτών. Συγκεκριμένα έγραψε πως υπάρχουν: «[…] τρεις νερόμυλοι, που αλέθουν λεπτό σταρένιο αλεύρι. Απ’ όποια κατεύθυνση και αν το νερό κυλά, οι τροχοί στους μύλους παίρνουν την κατεύθυνση του και συνεχίζουν να αλέθουν το σιτάρι τους. Πρόκειται για μια θαυμάσια κατασκευή που εξυπηρετεί απόλυτα τους μυλωνάδες. […] Κάτω από τον (ένα) μύλο υπάρχουν δωμάτια για το προσωπικό του κάστρου και για ξένους περιηγητές. Κάτω από την πύλη στο μύλο υπάρχει έξοδος που βγαίνει ακριβώς εκεί που τρέχει το νερό χαμηλά, στην εξωτερική αμυντική πλευρά της γέφυρας του κάστρου και πάνω στην γέφυρα είναι μια πύλη στην κοντινή πλευρά και άλλη μια στην άλλη πλευρά που είναι πιο πέρα και η προμνημονευθείσα ξύλινη γέφυρα είναι στη μέση». Την ίδια μαρτυρία επιβεβαιώνει και ο Γερμανός αρχαιολόγος Γαβριήλ Βέλτερ το 1952 σε σχετικό σχεδιάγραμμα.
Το Κάστρο του Ευρίπου και τμήμα των νοτιοανατολικών τειχών της Χαλκίδας. Στην καλύβα δίπλα από τη ξύλινη γέφυρα (εντός κύκλου), κάτω από την πύλη της Μαρίνας (κύρια δυτική είσοδος πόλης) στεγάζονταν κατά πάσα πιθανότητα οι παλιρροιόμυλοι του Ευρίπου, όπως είδαμε στο χάρτη από το 166-. Λεπτομέρεια εικόνας από τοπιογραφία του Ferdinand Bauer, 1-1-1787. Πηγή: Πανεπιστήμιο Οξφόρδης.
Οι αναφορές των περιηγητών επί τουρκοκρατίας
Τον 17ο αιώνα όμως και άλλοι περιηγητές κατέφθασαν στα μέρη μας. Ο Γάλλος Επίσκοπος Ιάκωβος Βαβίνος το 1672 μας δίνει μια μαρτυρία με νέα και ενδιαφέροντα στοιχεία.
Παρατηρώντας το φαινόμενο του Ευρίπου αναφέρει: «[…] έμεινα κάποτε μιάμιση ώρα στον μύλο που βρίσκεται κάτω από τον πύργο (εννοεί προφανώς τον ένα εκ’ των δύο δίδυμων πύργων που βρίσκονταν στην Ευβοϊκή πλευρά, απέναντι από το κάστρο του Ευρίπου). […] Αντάλλαξα απόψεις με τους Τούρκους και Έλληνες που έχουν την φροντίδα των μύλων οι οποίοι βρίσκονται εκατέρωθεν της ακτής. Κανένας δεν γνωρίζει καλύτερα από αυτούς το φαινόμενο. Από χρόνια τώρα διαπιστώνουν ότι τα φτερά των μύλων ακολουθούν στο γύρισμα τους την κατεύθυνση της ροής του νερού. […] Κατά τις ημέρες της κανονικής ροής, εντός είκοσι τεσσάρων ή είκοσι πέντε ωρών σημειώνονται έντεκα, δώδεκα, δέκα τρεις ή και δέκα τέσσερις περιπτώσεις πλημμυρίδας και αμπώτιδας. Τη διαπίστωση αυτή έκανα ο ίδιος. Το ίδιο όμως διαπίστωσαν και οι μυλωνάδες εκατέρωθεν της ακτής. Αυτοί κατέγραψαν την αλλαγή της φοράς των φτερών των μύλων, όπως και της ροής του νερού. Από τις παρατηρήσεις αυτές συμπεράναμε ότι το φαινόμενο της παλίρροιας δεν επαναλαμβάνεται επτά φορές την ημέρα αλλά πολύ περισσότερες».
Σε αυτό το σημείο, δύο είναι τα σημεία που εστιάζουμε: πρώτον, ο Γάλλος Επίσκοπος, αφήνει να εννοηθεί πως υπήρχαν και άλλοι μύλοι, στην απέναντι όχθη, κάτι που δυστυχώς δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές. Δεύτερον, οι μύλοι δεν ήταν ιδιοκτησία μόνον Τούρκων, αλλά και Ελλήνων, προφανώς κάτοικοι του «ξέχωρου» ή αλλιώς «προάστιου». Το πιθανότερο είναι να άνηκαν σε πλούσιους ή και στους άρχοντες της εποχής, καθώς η κατασκευή ενός συνήθους νερόμυλου ήταν πάντοτε έργο δαπανηρό. Όσων αφορά τους παλιρροιόμυλους του στενού όμως, όπου το οικοδομικό μέρος τους ήταν ενσωματωμένο στα τείχη, λογικά ανήκαν στην εκάστοτε Διοίκηση της πόλης. Η πρόβλεψη να υπάρξουν θαλασσόμυλοι στα τείχη ασφαλώς ήταν ιδέα του Δυτικού στρατιωτικού αρχιτέκτονα που αρχικά σχεδίασε τον οχυρό δακτύλιο με τους πύργους κλπ. με σύνεση και σοφία.
Σημαντικός υπήρξε επίσης, όπως γράφει ο Βαβίνος, ο ρόλος των μυλωνάδων στη λύση του «αινίγματος» των ρευμάτων του Ευρίπου! Είναι οι «αφανείς ήρωες» καθώς τα στοιχεία που έδωσαν σε κάποιους από τους ερευνητές του φαινόμενου, βοήθησαν στην «εξιχνίαση» του «μυστικού» τους που τα κάνει να συμπεριφέρονται με τόσο απρόβλεπτο τρόπο!
Λεπτομέρεια από άλλο χαρακτικό του V. Μ. Coronelli (επίσης 1688), όπου φαίνονται τέσσερις ανεμόμυλοι, έξω από τα όρια του Προαστίου της Χαλκίδας (μεσαιωνικό Borgo), που χρησιμοποιούνταν σε ειρηνικές περιόδους, αυξάνοντας την παραγωγή αλεύρων. Στο βάθος διακρίνεται το Κάστρο της Χαλκίδας και ασφαλώς ο ανατολικός προσανατολισμός του χάρτη δεν επιτρέπει να φανούν οι τρεις «θαλασσόμυλοι» του Ευρίπου.
Οι «ρωμαϊκοί μύλοι» που επέζησαν επί Οθωμανικής κυριαρχίας
Επιστρέφοντας στις αναφορές από περιηγητές, ας δούμε τι αναφέρει ο Φλαμανδός γεωγράφος και συγγραφέας Ντάπερ Όλφερτ (1635 – 1689):
«Πάνω στην ακροθαλασσιά είναι δύο μύλοι ρωμαϊκοί. Οι μυλωνάδες λένε πως στο διάστημα που είναι ακατάστατος (ο πορθμός) μέσα σε μια μέρα τυχαίνει να ρεγουλάρουνε τη ρόδα έντεκα, δώδεκα, δεκατρείς ως και δεκατέσσερις φορές, γιατί τα νερά “σουλατσάρουνε” σαν δαιμονισμένα». Η αλήθεια είναι πως αυτή η μαρτυρία του Ντάπερ μπερδεύει τον μελετητή, καθώς εκείνος αναφέρει δύο παλιρροιόμυλους, ο Εβλιγιά τρεις και ο Βαβίνος δεν δίνει ακριβή αριθμό! Μάλλον ο Ντάπερ επισκέφτηκε την περιοχή μας μεταγενέστερα του Εβλιγιά, οπότε είναι πιθανό ο ένας μύλος να είχε καταστραφεί, για άγνωστους λόγους. Μία άλλη πιθανή εξήγηση είναι ο Ντάπερ να περιγράφει μύλους σε άλλο σημείο, εκτός του στενού του Ευρίπου, πιθανότατα στην μεριά του λόφου «Φούρκα» (ο σημερινός «Καράμπαμπας»). Ένα άλλο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα λεγόμενα του Ντάπερ είναι πως οι μύλοι ήταν οι αρχικές κατασκευές των Ενετών («ρωμαϊκοί μύλοι»), οι οποίες με συντήρηση κατάφεραν να αντέξουν στο χρόνο και στη μανία των κυμάτων.
Πρόταση αναπαράστασης του οχυρού τοιχώματος με τους τρεις παλιρροιακούς θαλασσόμυλους από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Ν. Κουμανούδη. Διακρίνονται οι τρεις φτερωτές (διαμέτρου περίπου 6,0 μ.), όπισθεν ένα τοίχωμα προφύλαξης και στο βάθος ο διώροφος θολοσκεπής χώρος των μύλων με ξύλινο πατάρι. Ο χώρος πάνω από τους θόλους ανήκει στη φρουρά, όπως περιγράφει και ο Εβλιγιά Τσελεμπή.
To τέλος των παλιρροιόμυλων
Οι παλιρροιόμυλοι του Ευρίπου εξαφανίστηκαν από τον πορθμό γύρω στο 1800, άγνωστο γιατί.
Μετά την Επανάσταση του 1821 στα όρια του τότε ελληνικού κράτους βρέθηκαν 6.000 νερόμυλοι, από τους οποίους οι 5.500 περιήλθαν στο δημόσιο, καθώς ήταν κατά τα τρία τέταρτά τους καταστραμμένοι. Σήμερα, ο αριθμός των νερόμυλων από τους οποίους σώζονται ίχνη ξεπερνά τις 20.000 στην Ελλάδα. Στη Χαλκίδα δεν υπάρχει ούτε ένα ίχνος που να υπενθυμίζει την παρουσία των μύλων επί τουλάχιστον τεσσάρων αιώνων στον πορθμό του Ευρίπου. Έτσι, μόνο λέξεις σχέδια και γκραβούρες απέμειναν τελικά για να θυμίζουν την ύπαρξη και τη χρησιμότητά τους στον τόπο μας.
Διάταξη μηχανισμού μύλου ώστε οι μυλόπετρες να έχουν δυνατότητα στροφής χωρίς αυτές να επηρεάζονται από τη φορά των ρευμάτων προς νότο ή βορρά. Αυτό επιτυγχάνεται με τη μετατόπιση των οδοντωτών τροχών Α και Β, όπως σημειώνεται στο σχέδιο. Πηγή εικόνας: «Σκέψεις για τους παλιρροιακούς Θαλασσόμυλους του βενετσιάνικου κάστρου της Χαλκίδας», Ιωάννης Ν. Κουμανούδης. Έκδοση: «Βενετία – Εύβοια, από τον Έγριπο στο Νεγροπόντε», πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, ΕΕΣ, 2004.
Παραπομπές:
[1] Ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Ν. Κουμανούδης στη μελέτη του «Σκέψεις για τους παλιρροιακούς Θαλασσόμυλους του βενετσιάνικου κάστρου της Χαλκίδας» (Έκδοση: «Βενετία – Εύβοια, από τον Έγριπο στο Νεγροπόντε», πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, ΕΕΣ, 2004) είχε προτείνει τον όρο «παλιρροιακός θαλασσόμυλος» για να περιγράψει τους μύλους του Ευρίπου. Στο πόνημα του, συν τοις άλλοις, εξετάζει και περιγράφει πως θεωρεί πως ήταν ο μηχανισμός των μύλων, ποια ήταν η επιρροή της παλίρροιας στη λειτουργία τους και πως ήταν διαμορφωμένοι οι χώροι των μύλων εντός των τειχών.
[2] Το ημερολόγιο του ιταλού συμβολαιογράφου Nicolo de Martoni, του έτους 1395, πρωτοδημοσιεύτηκε στα γαλλικά από τον Leon le Grand, το 1895, και στα ελληνικά το 1974 από τον J. Koder υπό τον τίτλο «Η Εύβοια στα 1395», ΑΕΜ 19 (1974), 49 – 57.
[3] «Σκέψεις για τους παλιρροιακούς Θαλασσόμυλους του βενετσιάνικου κάστρου της Χαλκίδας», Ιωάννης Ν. Κουμανούδης. Έκδοση: «Βενετία – Εύβοια, από τον Έγριπο στο Νεγροπόντε», πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, ΕΕΣ, 2004. D. Jacoby, «La consolidation de la domination de Venise dans la ville de Negroponte 1205 – 1390», Bisanzio, Venezia e il mondo franco – greco (XHI-XV secolo). Atti del Colloquio Internazionale organizzato nel centenario della nascita di Raymond – Joseph Loenertz, Venezia, 1 – 2 dicembre 2000, Βενετία 2002, σσ. 184 – 187.