Γιώργος Λόης
Αρχείο Square
Πως ανακαλύφθηκε στη Χαλκίδα του 19ου αιώνα μια σπάνια συλλογή κοσμημάτων και νομισμάτων. Ποιος Έλληνας την πούλησε σε ξένους συλλέκτες. Σε ποια μουσεία της Ευρώπης και των ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα διασκορπισμένα τα ανεκτίμητης αξίας τιμαλφή.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1 «Τα εκ Χαλκίδος κράνη του Ιστορικού και Εθνολογικού Μουσείου» – Κωνσταντίνος Ν. Ράδος – Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος – Τεύχος 8 (σελ. 606–608) – Εν Αθήναις – 1921.
2 «Η μεσαιωνική Χαλκίδα και τα μνημεία της» – Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος – Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών – Τόμος ΙΣΤ’ (σελ. 194–195) – Αθήνα – 1970.
3 «Επιστολή του Ι. Α. Κ. Βύχωνος προς τον συντάκτη του Ελληνικού Ταχυδρόμου περί των πανοπλιών του μεσαίωνος ευρεθείσων εις Χαλκίδα της Εύβοιας» – Εκ του Βασιλικού Τυπογραφείου – Αθηνήσι – 1841.
4 «Ξενιτεμένες Ελληνικές αρχαιότητες, αφετηρίες και διαδρομές» – Αθηνά Χατζηδημητρίου – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών – Αθήνα – 2012.
5 «Early Gothic Armor» – Bashford Dean – Bulletin of the Metropolitan Museum of Art (p. 133-134) – New York – 1925.
6 «European Armor from the Imperial Ottoman Arsenal» – Stuart W. Pyhrr – Metropolitan Museum Journal No 24 (p. 85–116) – New York – 1989.
7 «Arms and Armor from the Permanent Collection» – Helmut Nickel – – Bulletin of the Metropolitan Museum of Art No 49 (p. 15, 64) – New York – 1925.
8 «On Italian Armour from Chalcis in the Ethnological Museum at Athens» – Charles Ffoulkes and Ramsay Traquair – – Cambridge Journal Archaeologia No 62, Part II, (XVII, p. 381–390) – Cambridge – 1911.
9 «Medieval Personal Ornaments from Chalcis in the British and Ashmolean Museums» – Ormonde Maddock Dalton – Cambridge Journal Archaeologia No 62 Part. II, (XVIII, p. 391–404) – Cambridge – 1911.
10 «Some Aspects of the Finger- Rings in the Chalcis Treasure at the British Museum» – Bet McLeod – «Intelligible Beauty» Conference (p. 233-236) – London – 2008.
11 «Pavlos Lampros letters» in the Ashmolean Museum Archives – Fortnun Papers, F/9/i/1 – 14 (translation from Italian to English by Bet McLeod and Nicoletta Norman).
12 «The Venetian Tormesello, a Medieval Colonial Coinage» – Alan M. Stahl – Numismatic Notes and Monographs No 163 (p. 21) – The American Numismatic Society – New York – 1985.
Θερμές ευχαριστίες στον δημοσιογράφο – ερευνητή Βάγια Κατσό για την συνδρομή του στο συγγραφικό εγχείρημα μου, με την ευγενική παραχώρηση του σχετικού φωτογραφικού και πληροφοριακού υλικού του, που συμπλήρωσε το προσωπικό μου αρχείο.
Γνωριμία με μία αινιγματική προσωπικότητα
Στο προηγούμενο μέρος του ερευνητικού άρθρου (βλ. εδώ) εξιστορήθηκε η περιπετειώδης πορεία του κατάτμησης της συλλογής του πολεμικού εξοπλισμού (κράνη και μέλη πανοπλιών) από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε, που ανακαλύφθηκε το 1840 σε ένα υπόγειο θολωτό θάλαμο του στρατιωτικού θεραπευτηρίου (τέμενος Νταούτ μπέη) στο «Κάστρο» της Χαλκίδας και πώς τα περισσότερα απάρτια κοσμούν σήμερα τις προθήκες τριών μουσείων των ΗΠΑ.
Ανάλογη κατάληξη, αν όχι πιο τραγική, επιφυλάσσονταν σε δύο άλλους «θησαυρούς» Ευβοϊκών μεσαιωνικών κειμηλίων, που αποτελούνταν από ανεκτίμητα κοσμήματα και αποικιακά Βενετσιάνικα νομίσματα. Πριν όμως προχωρήσουμε στην παρουσίαση της αποδημητικής διαδρομής τους, απαιτείται να γνωρίσουμε μία αινιγματική προσωπικότητα, το όνομα της οποίας είναι συνυφασμένο με την πρώτη από τις δύο περιπτώσεις. Στις 29 Ιουνίου 1819 ή 1820 γεννιέται στο γραφικό κεφαλοχώρι Καλαρρύτες Ιωαννίνων ο Παύλος Λάμπρος, με πατέρα τον Ιωάννη, έναν ευκατάστατο επιχειρηματία που είχε την έδρα του εμπορικού του οίκου στην Νάπολη της Ιταλίας. Λίγο μετά την έναρξη του αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού, οι Καλαρρυτινοί και οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού Συρράκο επαναστατούν, αλλά η εξέγερση τους καταστέλλεται άμεσα από τα Τουρκικά στρατεύματα του Χουρσίτ πασά στις 10 Ιουλίου 1821 και οι δύο κωμοπόλεις λεηλατούνται και ερημώνονται.
Ο Ιωάννης Λάμπρος απαγχονίζεται μαζί με άλλους τοπικούς προκρίτους στα Ιωάννινα, ενώ η σύζυγος του με αγκαλιά το νήπιο της καταφέρνει να διαφύγει από την γενική πανωλεθρία και να βρει άσυλο στην Κέρκυρα. Σύντομα, ο μικρός Παύλος θα μείνει ορφανός και από μητέρα και θα φιλοξενηθεί από τον χρυσοχόο θείο του Απόστολο Ν. Παπαγεωργίου στην Χαλκίδα περί το 1833. Μεγαλώνοντας υπό την κηδεμονία του συγγενή του μαθαίνει την τέχνη της χρυσοχοΐας και του παρέχονται τα εφόδια για μία λαμπρή κοινωνική ανέλιξη. Περί το 1840, ο εικοσαετής Λάμπρος μετακομίζει στην Κέρκυρα και συνεχίζει την επαγγελματική σταδιοδρομία του κοντά στον Ζακυνθινό Διονύσιο Φραγκόπουλο (ή αλλιώς Κοντομανώλη), με τον οποίο συνδέθηκε και οικογενειακά, αφού παντρεύτηκε την κόρη του Γεωργία. Την ίδια περίοδο, βρέθηκαν στην Χαλκίδα οι μεσαιωνικές πανοπλίες, μία ανακάλυψη που ίσως να υπήρξε το πρωταρχικό ερέθισμα στον νεαρό άνδρα για να ασχοληθεί μετέπειτα με την συλλογή ιστορικών και αρχαίων αντικειμένων, με δεδομένο ότι ενδεχομένως τότε να διέμενε ακόμα στην Ευβοϊκή πρωτεύουσα, είτε να πληροφορήθηκε για το αξιοθαύμαστο γεγονός από τον θείο του.
Προσωπογραφία σε ξυλογραφία του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου και διακινητή του μεσαιωνικού «θησαυρού» κοσμημάτων της Χαλκίδας, από βιογραφικό άρθρο του περιοδικού «Κλειώ», προς τιμήν του θανάτου του στις 11 Οκτωβρίου 1887 («Κλειώ», Αρ. φύλλου: 24/72, της 15/27 Δεκεμβρίου 1887).
Δραστηριότητες που εκπίπτουν από το ηθικό πλαίσιο της ανιδιοτελούς φιλοπατρίας
Το επόμενο χρονικό διάστημα, ο Παύλος Λάμπρος εργάζεται στο κατάστημα – εργαστήριο χρυσοχοΐας του πεθερού του στην Κέρκυρα και εξασκείται στην χαρακτική.
Εκεί γνωρίστηκε με τον Άγγλο αρχαιόφιλο Γονδαίο (Godeus), που φέρεται να του ενέπνευσε την αγάπη για τα αρχαία νομίσματα, η οποία σταδιακά μεταβλήθηκε σε ασίγαστο πάθος. Επίσης, συνδέθηκε φιλικά με τον Κερκυραίο λόγιο Ανδρέα Μουστοξύδη, εκδότη του ιστορικού περιοδικού «Ελληνομνήμων» και ακολουθώντας την προτροπή του εντρύφησε στην μεσαιωνική και νεότερη φιλολογία. Με την πάροδο των ετών, ο Λάμπρος εξελίχτηκε σε έναν διακεκριμένο αυτοδίδακτο νομισματολόγο και από το 1855 ξεκινά να δημοσιεύει τις πραγματείες του στον τομέα της νομισματολογίας, αποκτώντας παγκόσμια φήμη για τις επιστημονικά διατυπωμένες παρατηρήσεις του. Παράλληλα επιδίδεται και στην συλλογή και εμπορία έργων τέχνης, αρχαιοτήτων και νομισμάτων, μία δραστηριότητα λίαν προσοδοφόρα και που δεν φαίνεται να διέπονταν από κάποιο σοβαρό νομικό καθεστώς στο θεωρητικά ανεξάρτητο Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων[1]. Τότε μάλλον απέκτησε και τις διασυνδέσεις του με Βρετανούς και άλλους Ευρωπαίους συλλέκτες, τους οποίους προμήθευε με κειμήλια έναντι αδρού αντιτίμου. Μάλιστα είχε αρχίσει να οργανώνει ένα δίκτυο συνεργατών σε όλη την απελευθερωμένη Ελληνική επικράτεια, που συγκέντρωναν αντικείμενα επ’ ωφελεία του και παρακολουθούσαν διάφορες αρχαιολογικές έρευνες. Μέσω αυτών εκτιμάται πως χρηματοδοτούσε πολλές ανασκαφικές εργασίες από ιδιώτες και προσπορίζονταν μέρος των ευρημάτων και ενδεχομένως οι εκπρόσωποι του να προέβαιναν περιστασιακά και σε λαθρανασκαφές. Οι συγκεκριμένες εμπορικές συναλλαγές του Παύλου Λάμπρου εκπίπτουν από το ηθικό πλαίσιο της ανιδιοτελούς φιλοπατρίας και κηλιδώνουν ανεπανόρθωτα την αναμφισβήτητη νομισματική προσφορά και το συγγραφικό του έργο, αν και αυτές οι παράπλευρες πράξεις του αποσιωπούνται πλέον έντεχνα για ευνόητους λόγους.
Δακτυλίδια από το «θησαυρό» κοσμημάτων της Χαλκίδας που σήμερα βρίσκονται στις προθήκες του μουσείου Ασμόλεαν της Οξφόρδης. Πάνω: Χρυσό δακτυλίδι, τέλος 14ουαιώνα με αρχές 15ου. Φέρει σφραγιδόλιθο από αμέθυστο με την παράσταση της μορφής της αρχαίας Θεάς Τύχης, καθώς και την ευαγγελική επιγραφή στην εξωτερική περιφέρεια του, με Λομβαρδικούς γραφικούς χαρακτήρες: «και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν (Κατά Ιωάννη Α’, 14)». Μέση: Εγχάρακτο χρυσό δακτυλίδι του 14ου / 15ου αιώνα. Φέρει θυρεό Βενετσιάνου ευγενή με την αποτύπωση ενός ρόδακα, κάτω από μία πτηνόμορφη παράσταση, πιθανότατα αετού. Κάτω: Δύο χρυσά δακτυλίδια του 14ου αιώνα, που διακοσμούνται με κεφαλές δράκων. Θεωρούνται προϊόντα Ιταλικών εργαστηρίων. Στο αριστερό είναι στερεωμένο ένα ρουμπίνι και το δεξί φέρει πέντε μαργαριτάρια.
Νόμοι που παραβιάζονταν ή παραβλέπονταν, με τις κατάλληλες πολιτειακές διασυνδέσεις
Εκείνη την εποχή, ακόμα και στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, η κείμενη νομοθεσία ήταν ατελής και διευκόλυνε την διακίνηση και αγορά κειμηλίων προς όλες τις κατευθύνσεις.
Στο άρθρο 64 του Αρχαιολογικού Νόμου «Περί των επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών, περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών», που τέθηκε σε ισχύ στις 10 Μαϊου 1834, προβλέπονταν η εξ’ ημισείας ιδιοκτησία με το κράτος των αρχαιοτήτων, οι οποίες ανακαλύπτονταν είτε κατά τύχη, είτε από σκόπιμη ανασκαφή. Με βάση αυτή την διάταξη, μετά το πέρας των οποιονδήποτε ανασκαφικών εργασιών, συντάσσονταν αναλυτική έκθεση των ευρημάτων και χρηματική αποτίμηση τους, ενώ η μισή ποσότητα των αρχαίων αντικειμένων, παραδίδονταν αυτοδικαίως στον ιδιοκτήτη του κτήματος ή σε εκείνον που τα είχε βρει, αν η τοποθεσία ανήκε στο Δημόσιο. Έτσι λοιπόν, ο «τυχερός» ιδιώτης κάτοχος τους μπορούσε να τα διαθέσει κατά βούληση και συνηθέστερα τα πουλούσε στον εκάστοτε ενδιαφερόμενο, με αποτέλεσμα πολλές αρχαιότητες να αποκτηθούν από επιτήδειους συλλέκτες και εμπόρους έργων τέχνης, όπως ο ευυπόληπτος Παύλος Λάμπρος και κατόπιν να μεταπωληθούν στις αγορές ξένων χωρών.
Βέβαια, στα άρθρα 76, 77 και 79, καθορίζονταν ότι δεν επιτρέπονταν οι αντίστοιχες εξαγωγές χωρίς την άδεια της Κυβερνήσεως, η οποία εκδίδονταν από την «Γραμματεία της Επικρατείας», πλην όμως κάτι τέτοιο ήταν εφικτό εφόσον εκπληρώνονταν μία εκ των δύο τιθέμενων προϋποθέσεων. Πρώτον, όταν τα κεντρικά και επαρχιακά Μουσεία είχαν διπλά και στην ανάλογη ποιότητα τα διαλαμβανόμενα αντικείμενα και δεύτερον αν ο Γενικός Έφορος κηρύξει το αρχαίο υλικό ως ασήμαντο. Ωστόσο, αρκετές φορές αυτοί οι δύο όροι παραβιάζονταν ή παραβλέπονταν, στην περίπτωση που κάποιος διακινητής διέθετε τις κατάλληλες πολιτειακές διασυνδέσεις.
Αγκράφες και πόρπη ζώνης με κούμπωμα του 14ου – 15ου αιώνα από τον «θησαυρό» κοσμημάτων της Χαλκίδας που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Πάνω: Η πόρπη είναι Βενετσιάνικης τεχνοτροπίας, φτιαγμένη από επιχρυσωμένο ασήμι και έχει την μορφή δύο συνδεόμενων πλακών μήκους 5,4 εκατοστών έκαστη, με τις παραστάσεις λεόντων μέσα σε διπλό περίβλημα από ρόδακες, που επιστέφεται από τρεις Γοτθικές αψίδες. Η επάνω ασημένια αγκράφα διακοσμείται με μία ανδρική προτομή. Μέση: Ασημένιοι εγχάρακτοι σύνδεσμοι ζώνης του 14ου – 15ου αιώνα. Φέρουν επιγραφές με Λομβαρδικούς γραφικούς χαρακτήρες, ενδεχομένως των ονομάτων των μεσαιωνικών ιδιοκτητών τους. Στην επάνω ασημένια πλάκα μήκους 7 εκατοστών, αποτυπώνεται το όνομα «CLARA – b» και στην κάτωθεν μήκους 4 εκατοστών, αναγράφεται η λέξη «SEUBE». Κάτω: Ομάδα από 7 σφαιροειδή κομβία, αναστήματος 2,2 εκατοστών, από επιχρυσωμένο ασήμι και με ένα μαργαριτάρι στην βάση του καθενός από αυτά. Είναι 26 στο σύνολο τους. Σε ορισμένα διακρίνονται υπολείμματα από το υφασμάτινο γέμισμα του εσωτερικού τους.
Οι σκοτεινές δραστηριότητες ενός ευυπόληπτου ανθρώπου
Η οικογένεια του Παύλου Λάμπρου μετακόμισε σύσσωμη στην Αθήνα στα 1860, ενώ ο ίδιος διεύρυνε τον κύκλο γνωριμιών του και κατέστη σύμβουλος ποικίλων ιδρυμάτων, όπως της «Ελεήμονος Εταιρείας», της Εθνικής Τράπεζας, της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού», ταμίας του «Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» και μέλος της «Αρχαιολογικής Εταιρείας».
Ο πολυπράγμων Ηπειρώτης συνεχίζει να εκπονεί και να δημοσιεύει εμπεριστατωμένες νομισματολογικές διατριβές και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο διανοούμενους πολίτες της Ελληνικής κοινωνίας, ασχολούμενος και με την ποίηση. Ο δευτερότοκος γιός του Ιωάννης (1843 – 1909) αργότερα διατηρούσε αρχαιοπωλείο στην οδό Παρθεναγωγείου 14, από το οποίο διέθετε προς πώληση νομίσματα όλων των ιστορικών εποχών, δακτυλιόλιθους και παντός είδους αρχαία αντικείμενα, ερχόμενος σε διαπραγματεύσεις ακόμα και με την «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία», όπως προκύπτει μέσα από μία αρχειακή αναφορά του αρχαιολόγου Στέφανου Κουμανούδη (1818 – 1899)[2]. Επιπρόσθετα, το υπόψη κατάστημα φαίνεται πως λειτουργούσε ως προκάλυμμα για την αθέμιτη διοχέτευση πλείστων αρχαιοτήτων και κειμηλίων σε πελάτες του εξωτερικού, τόσο από τον ιδιοκτήτη του, όσο και από τον πατέρα του Παύλο Λάμπρο. Ο δε πεθερός του τελευταίου, Διονύσιος Φραγκόπουλος, είχε ανοίξει χρυσοχοείο στην Αθήνα και ταυτόχρονα εμπορεύονταν αρχαία νομίσματα και αντικείμενα μέσω εντεταλμένων μεσαζόντων, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος ήταν κίβδηλα και κατασκευασμένα στο εργαστήριο του, διαπράττοντας απάτη κατ’ εξακολούθηση[3].
Ζεύγος χρυσών σκουλαρικιών από τον «θησαυρό» της Χαλκίδας του 15ου αιώνα, μήκους 6,4 εκατοστών. Το καθένα τους φέρει από ένα πράσινο σμαράγδι σε κωνική θήκη και δύο μαργαριτάρια στην κάτω άκρη. (Βρετανικό Μουσείο Λονδίνου).
Ένας θησαυρός διασκορπισμένος σε πόλεις της Ευρώπης
Αν και η πώληση των αρχαιοτήτων ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο κατά τον 19ο αιώνα, εντούτοις στηλιτεύονταν από πολλούς αρχαιολόγους και ακαδημαϊκούς, ιδιαίτερα η κατάχρηση και διαρροή τους στο εξωτερικό, στην οποία επιδίδονταν η αξιοσέβαστη οικογένεια Λάμπρου, τηρώντας επιφανειακά τα προσχήματα.
Ο Παύλος Λάμπρος εκμεταλλεύτηκε εμπορικά και αρχαία αντικείμενα της Εύβοιας, από τα πρώτα χρόνια της μετεγκατάστασης του στην Αθήνα. Περί το 1862 ή 1863, είχε στην κυριότητα του 500 μολύβδινα ενεπίγραφα ελάσματα του 5ου αιώνα π.Χ., που ανακαλύφθηκαν εντός μίας πήλινης κάλπης σε ένα τετράγωνο μνημείο στα Στύρα το 1860 και αμέσως κινεί τα νήματα για την προώθηση και εκποίηση τους σε ξένους συλλέκτες. Ένας από αυτούς ήταν ο Ελβετός φιλόλογος Γίλχεμ Βίσερ (Wilhem Vischer), ο οποίος παραδέχεται ότι απέκτησε μερικές δεκάδες ελασμάτων από τον Παύλο Λάμπρο[4]. Τα περισσότερα από αυτά τα αρχαία υλικά εμφανίζονται πλέον διαχωρισμένα στο Παρίσι, στην Βασιλεία, στο Βερολίνο και την πόλη Χάλλε (Halle) της Γερμανίας, ενώ μία συγκεντρωτική μελέτη τους θα μπορούσε να μας δώσει πολύτιμες πληροφορίες για τους αρχαίους κατοίκους των Στυρών.
Εκθέματα του μεσαιωνικού «θησαυρού» της Χαλκίδας στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Πάνω: Περίτεχνα διακοσμητικά επιθέματα ζώνης του 14ου – 15ου αιώνα, με ρόδακες και εραλδικούς θυρεούς, από τον. Σε ένα από τους θυρεούς διακρίνεται η παράσταση ενός ερωδιού σε κόκκινο φόντο. Κάτω: Ασημένιοι υποστηρικτικοί σύνδεσμοι ζώνης, πλάτους 2 εκατοστών από τον «θησαυρό» της Χαλκίδας. Διακοσμούνται με το εγχάρακτο Λομβαρδικό γράμμα «Α» και φέρουν ίχνη σμάλτου.
Μία ατιμωτική άρνηση
Οι Ελληνικές αρχές γνώριζαν την έκνομη δραστηριότητα του Παύλου Λάμπρου και παρά την ανεκτική διστακτικότητα τους, λόγω της επιφανούς προσωπικότητας του, του απαγόρευσαν ρητά την αποστολή άλλων αρχαιοτήτων από την χώρα.
Ωστόσο, αυτή η κρατική απόφαση δεν πτόησε τον διαπρεπή νομισματολόγο, ο οποίος συνέχισε τις ελεγχόμενες δοσοληψίες του, ενεργώντας με πάσα μυστικότητα και λαμβάνοντας όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις. Πάντως δεν ήταν δυνατόν να αποφύγει τις επικριτικές φωνές ευαισθητοποιημένων ακαδημαϊκών, που αντιλαμβάνονταν τις αδιαφανείς συναλλαγές του. Αυτό φανερώνεται ξεκάθαρα από τα Πρακτικά των συνεδριάσεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας του 1867. Τότε ο καθηγητής Ευθύμιος Καστόρχης (1810 – 1889)[5] εισηγήθηκε να γίνουν μέλη του ιδρύματος οι Ιωάννης και Μιχαήλ Λάμπρος (1841 – 1902), αλλά ο Γραμματέας του Στέφανος Κουμανούδης τήρησε αρνητική στάση. Απεναντίας αντιπρότεινε ονομαστικά να σβηστούν από τον κατάλογο των μελών της Εταιρείας όλοι όσοι πουλούν «αρχαία επί εξαγωγή», μεταξύ των οποίων και ο Παύλος Λάμπρος, και να μην γίνουν δεκτοί οι δύο αναφερόμενοι γιοί του[6].
Πίνακας του Βρετανού διανοούμενου, ιστορικού τέχνης και συλλέκτη έργων τέχνης Τσαρλς Φόρτναμ (1820 – 1899), ο οποίος προμηθεύτηκε από τον Παύλο Λάμπρο τον μεσαιωνικό «θησαυρό» των ενδυματολογικών διακοσμητικών και κοσμημάτων από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε. Έργο του ζωγράφου Τσαρλς Αλεξάντερ (Charles Alexander) στα 1893.
Πως ταξίδεψαν στο Λονδίνο πολύτιμα ενδυματολογικά διακοσμητικά και κοσμήματα, ανεκτίμητης αξίας
Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο διαπλεκόμενος Παύλος Λάμπρος θα αναμιχθεί σε μία νέα υπόθεση αρχαιοκαπηλίας κειμηλίων της Ευβοϊκής ιστορικής κληρονομιάς.
Μάλλον λίγο πριν το 1867, θα προμηθευτεί από μία απροσδιόριστη πηγή ένα μεγάλο αριθμό εξαίσιων μεσαιωνικών τεχνουργημάτων, που προέρχονταν από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε. Επρόκειτο για πολύτιμα ενδυματολογικά διακοσμητικά και κοσμήματα, ανεκτίμητης αξίας, τα οποία φέρονταν να έχουν βρεθεί κάπου μέσα στο «Κάστρο» της Χαλκίδας, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Εικάζεται, με κάθε επιφύλαξη, ότι αποκαλυφτήκαν στα θεμέλια μίας παλαιότατης οικίας, κατά τις εργασίες κατεδάφισης του κτίσματος. Πιθανότατα, ο Λάμπρος πληροφορήθηκε άμεσα την ύπαρξη τους, μέσω κάποιου συγγενικού του προσώπου στην πόλη του Ευρίπου, το οποίο θα διαδραμάτισε και τον ρόλο του διαμεσολαβητή, με δεδομένο ότι εκεί ζούσε η οικογένεια του θείου του Παπαγεωργίου, όπου είχε φιλοξενηθεί και ο ίδιος για αρκετά χρόνια έως την ενηλικίωση του. Η μεταβίβαση των εντυπωσιακών αντικειμένων πραγματοποιήθηκε συγκαλυμμένα, όπως και η αναζήτηση υποψήφιου αγοραστή στο εξωτερικό, ο οποίος δεν άργησε να παρουσιαστεί. Εντός του 1867 επικοινωνεί δι’ αντιπροσώπου με τον εύπορο Βρετανό διανοούμενο και διάσημο συλλέκτη έργων τέχνης, Τσαρλς Φόρτναμ (Charles Drury Fortnum) και γνωστοποιεί την πρόθεση του να έρθει σε συμφωνία μαζί του, προκειμένου να του παραχωρήσει τα αποκτήματα του σε διαπραγματεύσιμες τιμές. Η απάντηση ήταν θετική και από τον Νοέμβριο εκείνου του έτους αρχίζει η μεταξύ τους αλληλογραφία και η τμηματική διαφυγή των μεσαιωνικών κειμηλίων του Νεγροπόντε στη Βρετανία.
Προσωπογραφία του σερ Αγκούστους Γούλλαστον Φρανκς (1826 – 1897), συλλέκτη έργων τέχνης και διευθυντικού στελέχους του Βρετανικού Μουσείου, ο οποίος υπήρξε ο αγοραστής και τελικός αποδέκτης των μεσαιωνικών αντικειμένων της συλλογής του «θησαυρού» της Χαλκίδας. Art Journal Illustrated, 1891, p. 167. NAL pressmark: PP.6.B.
Ο «κατάλληλος άνθρωπος»
Ο Φόρτναμ μόλις είχε διοριστεί ως σύμβουλος περί των «αποκτημάτων» τέχνης στο Βρετανικό Μουσείο (British Museum) του Λονδίνου και ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για να εκτιμήσει την σπουδαιότητα της συλλογής του «θησαυρού» της Χαλκίδας («Chalcis Treasure»), όπως αποκαλέστηκε μετά την εκποίηση του.
Στα πλαίσια των καθηκόντων του, αναζητούσε τα πιο αξιόλογα ιστορικά έργα τέχνης στους οίκους πλειστηριασμού ή σε διάφορους αρχαιοπώλες ανά την Ευρώπη και εισηγούνταν στην διεύθυνση του Μουσείου την απόκτηση τους. Όμως, πολλές φορές αγόραζε τα καλύτερα από αυτά για την προσωπική του συλλογή. Επιπρόσθετα, έκανε τον μεσάζοντα για αρκετούς ιδιώτες συλλέκτες, αλλά τροφοδοτούσε και τα Βρετανικά Μουσεία του Νότιου Κένσινγκτον (South Kensington Museum)[7] στο Λονδίνο και του Ασμόλεαν (Ashmolean Museum) της Οξφόρδης, με το οποίο διατηρούσε στενές σχέσεις σε βαθμό που σήμερα να θεωρείται σαν ο «δεύτερος ιδρυτής» του. Στην περίπτωση των κειμηλίων από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε, ο Φόρτναμ ενεργούσε για λογαριασμό του επιστήθιου φίλου του και επίσης δεινού συλλέκτη Αγκούστους Γούλλαστον Φρανκς (Sir Augustus Wollaston Franks), προϊσταμένου του Τμήματος Βρετανικών και Μεσαιωνικών Αρχαιοτήτων και Εθνογραφίας του Βρετανικού Μουσείου. Τα δαπανηθέντα χρήματα για την αγορά τους καταβλήθηκαν από τον Φρανκς και προέρχονταν αποκλειστικά από τους προσωπικούς του περιουσιακούς πόρους.
Διακοσμητικά περίαπτα από ασήμι και επιχρυσωμένο ασήμι, με καμπανοειδείς απολήξεις, από τον μεσαιωνικό «θησαυρό» της Χαλκίδας, (Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου).
Η μυστική αλληλογραφία
Η αλληλογραφία του Παύλου Λάμπρου με τον Τσαρλς Φόρτναμ διάρκεσε από το 1867 έως τον Δεκέμβριο του 1872. Στο μεσοδιάστημα μεταβιβάστηκαν σταδιακά όλα τα ανεκτίμητα αντικείμενα του «θησαυρού» κοσμημάτων της Χαλκίδας στον Βρετανό μεσολαβητή και κατόπιν η πλειονότητα τους περιήλθε στην κυριότητα του Φρανκς.
Στα αρχεία του Μουσείου Ασμόλεαν διασώζονται 14 επιστολές του Λάμπρου με αποδέκτη τον Φόρτναμ, γραμμένες στα Ιταλικά, οι οποίες περιέχουν κυρίως καταλόγους με την περιγραφή των εκποιούμενων υλικών, τις προτεινόμενες τιμές πώλησης και επεξηγείται ο εμπιστευτικός τρόπος μεταφοράς τους, κατονομάζοντας τους εκάστοτε αντιπροσώπους που θα παραλάμβαναν τις πληρωμές. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η δεύτερη επιστολή, καθώς πιστοποιείται η παράνομη διακίνηση και αντλείται η πληροφορία για τον τόπο εύρεσης. Συγκεκριμένα, ο Λάμπρος γράφει τα εξής: «[…] Σας ζητάω να μην γνωστοποιήσετε σε κανένα ότι εγώ σας παρέχω αυτά τα πράγματα, αφού κάτι τέτοιο μπορεί να εκθέσει την θέση μου. Μου έχουν απαγορεύσει να εξάγω αρχαιότητες. […] Μπορώ να σας πω με ακρίβεια πως όλα τα πράγματα που αγοράσατε πρώτα, αλλά και αυτά που έχω τώρα στην κατοχή μου έχουν βρεθεί στα θεμέλια μίας μεμονωμένης οικίας, η οποία υπήρχε στο φρούριο της Χαλκίδας. Πιστεύω ότι αυτός ήταν ένας θησαυρός που ανήκε σε ένα μεσαιωνικό πρίγκηπα. […]».
Διακοσμητικός σύνδεσμος ζώνης από επιχρυσωμένο ασήμι, μήκους 11,6 εκατοστών από τον μεσαιωνικό «θησαυρό της Χαλκίδας. Διακρίνεται η ανάγλυφη παράσταση μίας ανδρικής μορφής κάτω από ένα παράθυρο με ρόδακα. Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Εξαπατώντας τους ειδικούς με σκοπό το μεγαλύτερο κέρδος
Αρκετοί νεότεροι ερευνητές υποστηρίζουν πως ο Παύλος Λάμπρος δήλωνε εμφαντικά και εσκεμμένα ότι όλα τα κειμήλια προέρχονταν από την καστροπολιτεία της Χαλκίδας για να κάνει το εμπόρευμα του πιο ελκυστικό, ενώ στην πραγματικότητα είχαν συγκεντρωθεί από διάφορες πηγές και τοποθεσίες.
Δηλαδή, προσπάθησε να δημιουργήσει μία παραπλανητική πεποίθηση, στηριζόμενος στην ευρεία απήχηση ανάμεσα στους Ευρωπαίους συλλέκτες, της θεαματικής ανακάλυψης των κρανών και μελών πανοπλιών από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε στα 1840, η οποία προοιώνιζε την πιθανή ύπαρξη και άλλων κρυμμένων μεσαιωνικών «θησαυρών». Η άποψη αυτή είναι εν μέρει σωστή, όπως θα δούμε και στην περιγραφή των αντικειμένων. Ο Λάμπρος όντως ενδέχεται να πρόσθεσε και μερικά παρεμφερή κοσμήματα, κυρίως Βυζαντινού ύφους, στην απαλλοτριωμένη αρχική συλλογή της Χαλκίδας, εξαπατώντας τον Φόρτναμ, με σκοπό να αποκομίζει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος. Μάλιστα, τρία από τα υφιστάμενα υλικά είναι καθαρά αρχαιοελληνικά. Πάντως, η διαφαινόμενη ανάμειξη έχει σαν αποτέλεσμα να τίθεται πλέον υπό σοβαρή αμφισβήτηση, η πιθανότητα της αυθεντικής εύρεσης τους ως ένα ενιαίο σύνολο, παρόλο που τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των περισσότερων εκ των τεχνουργημάτων, παραπέμπουν έμμεσα στην χρήση τους από τους κατοίκους του Νεγροπόντε.
Τμήματα πολυτελούς ζώνης του 14ου – 15ου αιώνα, φτιαγμένης από χρυσοκέντητο κόκκινο βελούδο με προσαρτημένα διακοσμητικά επιθέματα και συνδέσμους από επιχρυσωμένο ασήμι. Ανήκει στον μεσαιωνικό «θησαυρό» της Χαλκίδας, (Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου).
Ο θησαυρός κληροδοτείτε στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου
Οι αδιαφανείς δοσοληψίες του Παύλου Λάμπρου ολοκληρώθηκαν λίγο πριν το τέλος του 1872.
Μέχρι τότε, είχε μεταβιβάσει μυστικά και με αντιπροσώπους 415 αντικείμενα διαφόρων ειδών στην Βρετανία, αλλά δεν είναι γνωστό το χρηματικό ποσό που έλαβε ως αντάλλαγμα. Από το επιτηδευμένο εμπόρευμα, τα 393 τεμάχια πέρασαν στην κατοχή του Αγκούστους Φρανκς, ενώ 22 υπέροχα δακτυλίδια με πολύτιμους λίθους, στην πλειοψηφία τους κατασκευασμένα από χρυσό, κρατήθηκαν από τον Τσαρλς Φόρτναμ μάλλον ως προμήθεια για τις μεσολαβητικές υπηρεσίες του. Στην σημερινή εποχή, αυτή η ιδιοτελής καπήλευση ιστορικών κειμηλίων από επιφανείς προσωπικότητες της ακαδημαϊκής κοινότητας και μάλιστα από διευθυντικά στελέχη Μουσείων, θα ήταν το λιγότερο μεμπτή και κατακριτέα, συνιστώντας μέγα σκάνδαλο, αλλά θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι στην Βρετανία του 19ου αιώνα, η συγκέντρωση αρχαιοτήτων προσέδιδε αριστοκρατικό κύρος στον κάτοχο τους, ανεξάρτητα από την πηγή και τις διαδικασίες απόκτησης τους. Εξάλλου, αυτός ήταν και ένας τρόπος για να διαιωνίσουν την ανάμνηση του ονόματος τους, δανείζοντας ή χαρίζοντας εν ζωή και παραχωρώντας μεταθανάτια τις συλλογές τους στα αγαπημένα τους ιδρύματα, με συνέπεια να αναγορεύονται αυτόματα ως μεγάλοι ευεργέτες, ικανοποιώντας ακόμα και την ύστατη ματαιοδοξία τους. Από αυτόν τον κανόνα δεν ξέφυγαν και οι δύο Βρετανοί διανοούμενοι. Στα 1888 και 1891 ο Φόρτναμ δώρισε σχεδόν όλα τα αποκτήματα του στο Μουσείο Ασμόλεαν, συμπεριλαμβανομένων και των 22 δακτυλιδιών και οι θεματικές συλλογές του Φρανκς κληροδοτήθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο μετά τον θάνατο του στα 1897, στις οποίες συγκαταλέγονταν και όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα του μεσαιωνικού «θησαυρού» της Χαλκίδας.
Δύο χρυσά δακτυλίδια από τον «θησαυρό» της Χαλκίδας (τέλη 14ου/αρχές 15ου αιώνα). Στο αριστερά απεικονίζονται πλευρικά κεφαλές δράκων και καταλήγει στην κορυφή του σε ένα σπιρούνι. Το δεξιά συγκροτείται από οκτώ τετράγωνους συνδέσμους και αποτελεί μία μικρογραφία της ζώνης ενός ιππότη. Το μορφολογικό θέμα των δύο δακτυλιδιών είναι εμπνευσμένο από τους ιπποτικούς αγώνες κονταρομαχίας. Μουσείο Ασμόλεαν της Οξφόρδης.
Πολιτιστική παρακαταθήκη που δεν εξιλεώνει σκοτεινές πράξεις
Στην Ελλάδα η οικογένεια Λάμπρου απολάμβανε την εκτίμηση της υψηλής κοινωνίας των Αθηνών, για την άοκνη δραστηριοποίηση της στους πολιτιστικούς τομείς της χώρας.
Οι γιοί του Παύλου ίδρυσαν στα 1865 τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», που σύντομα προσέλαβε την φυσιογνωμία ακαδημαϊκής σχολής, διαδραματίζοντας σπουδαίο ρόλο στην πνευματική ζωή της πρωτεύουσας. Ένας από αυτούς ήταν ο διαπρεπής ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρου (1851 – 1919), ο οποίος ήδη από το 1878 είχε διοριστεί ως υφηγητής της Ελληνικής ιστορίας και γραφογνωσίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών[8]. Παράλληλα όμως, εξακολουθούσαν να ασχολούνται και με τις αγοραπωλησίες κειμηλίων, προκαλώντας δυσαρέσκεια στους επιστημονικούς κύκλους. Από το μητρώο μελών της Αρχαιολογικής Εταιρείας πληροφορούμαστε ότι σύμφωνα με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της, κατά τα έτη 1882 και 1883 δεν ζητήθηκε η συνδρομή του Παύλου Λάμπρου σε συναφή θέματα, λόγω της ιδιότητας του ως αρχαιοπώλη[9]. Το ίδιο καταγράφεται και για τον γιό του Σπυρίδωνα, ο οποίος τότε υπηρετούσε ως γενικός επιθεωρητής της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως. Αντίθετα, ο Παύλος Λάμπρος ως ειδήμων της νομισματολογίας συνεργάζονταν στενά με το Νομισματικό Μουσείο Αθηνών μέχρι τον θάνατο του στα 1887, συνεισφέροντας στην εξελικτική κατάρτιση του ιδρύματος με την διάθεση της νομισματικής του συλλογής και των έγκριτων πραγματειών του. Ο δε έτερος γιός του Ιωάννης, περίπου μία δεκαετία αργότερα, χρηματοδότησε μία ιδιωτική ανασκαφή στην Ερέτρια[10] και πούλησε ορισμένα από τα αρχαία ευρήματα στις Κρατικές Συλλογές του Βερολίνου στα 1893. Αυτή η εντελώς αντιφατική συμπεριφορά των μελών της οικογένειας Λάμπρου είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Η πολιτιστική παρακαταθήκη τους στην ανάδειξη της ιστορίας της Ελλάδας είναι αναμφισβήτητη και σημαντικότατη, εντούτοις δεν εξιλεώνει τις σκοτεινές πράξεις τους, στις οποίες οφείλεται η διασπορά στο εξωτερικό πλείστων Ελληνικών αρχαιοτήτων και κειμηλίων, όπως τα αμύθητα κοσμήματα του μεσαιωνικού «θησαυρού» από την Χαλκίδα.
Δύο εγχάρακτα δακτυλίδια φτιαγμένα επιχρυσωμένο ασήμι και χρυσό του «θησαυρού» της Χαλκίδας του 15ου αιώνα, τα οποία φέρουν τον θυρεό του Λομβαρδικού οίκου των Σομμαρίπα με την παράσταση ενός ανορθωμένου λέοντος. Στην στεφάνη του αριστερά δακτυλιδιού διακρίνεται μία δυσανάγνωστη επιγραφή από Λομβαρδικούς γραφικούς χαρακτήρες. Μουσείο Ασμόλεαν της Οξφόρδης.
Τεχνουργήματα που σε αυτά υπερτερούν τα στοιχεία Δυτικού ύφους της Βόρειας Ιταλίας
Όλα τα αντικείμενα της συλλογής στα δύο Βρετανικά μουσεία εξετάστηκαν από τον Άγγλο αρχαιολόγο Όρμοντ Ντάλτον (Ormonde Maddock Dalton) και οι κατατοπιστικές διαπιστώσεις του δημοσιεύτηκαν το 1911 στο περιοδικό «Cambridge Journal Archaeologia».
Στην μελέτη του αποφαίνεται ότι πιθανότατα πρόκειται για τεχνουργήματα σύγχρονα με τις ευρεθείσες πανοπλίες της Χαλκίδας και σε αυτά υπερτερούν τα στοιχεία Δυτικού ύφους, τα οποία εντοπίζονται στην τέχνη της Βόρειας Ιταλίας κατά τις περιόδους του «Trecento» (14ος αιώνας) και του «Quattrosento» (15ος αιώνας). Αυτής της τεχνοτροπίας είναι τα 21 από τα 22 θαυμάσια δακτυλίδια που κατέχονται από το Μουσείο Ασμόλεαν, κατασκευασμένα από χρυσό, εκτός από δύο φτιαγμένων από επιχρυσωμένο ασήμι. Διακοσμούνται με διάφορες παραστάσεις, εγχάρακτες Λατινικές επιγραφές, μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους, όπως αμέθυστους, σμαράγδια, ζαφείρια, ρουμπίνια και λυχνίτη λίθο[11]. Σε τέσσερα από αυτά απεικονίζονται πλευρικά κεφαλές δράκων, ένα θέμα που ήταν εμπνευσμένο από την δημοφιλή μεσαιωνική ταύτιση του καστελιού του Ευρίπου με το περίφημο νησί Άβαλον (Avalon), όπου ζούσε η θρυλική νεράιδα Μοργκάνα λε Φέι, η ετεροθαλής αδερφή του βασιλιά Αρθούρου, καθώς και η Κυρά της Λίμνης, όπως αφηγείται ο Ιταλός περιηγητής Νικολό ντε Μαρτόνι (Nicolo de Martoni)[12], ο οποίος διήλθε από το Νεγροπόντε στα 1395. Αυτή η Ιταλική παραλλαγή του Αρθουριανού μυθολογικού κύκλου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα και τραγουδιόνταν από τους τροβαδούρους στην διάρκεια των ιπποτικών αγώνων κονταρομαχίας.
Εγχάρακτο χρυσό δακτυλίδι του 14ου – 15ου αιώνα, Βυζαντινής τεχνοτροπίας, που φέρει την παράσταση του δικέφαλου αετού των Παλαιολόγων και ενεπίγραφο Ελληνικό γνωμικό. Ενδεχομένως να μην ανήκε στην αυθεντική συλλογή μεσαιωνικών κοσμημάτων της Χαλκίδας και να προστέθηκε μετέπειτα από τον διακινητή Παύλο Λάμπρο. Μουσείο Ασμόλεαν της Οξφόρδης. Πηγή: surprisedbytime.blogspot.com
Τα κοσμήματα ανήκαν σε άτομα της αυλής των Λομβαρδών βαρώνων της Εύβοιας;
Άλλα δύο χρυσά δακτυλίδια φέρουν σφραγιδόλιθους από αμέθυστο και πράσινο χαλαζία, με τις παραστάσεις της Θεάς Τύχης και της Θεάς Δήμητρας, καθώς και την ευαγγελική επιγραφή με κεφαλαίους Λομβαρδικούς γραφικούς χαρακτήρες[13]: «και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν (Κατά Ιωάννη Α’, 14)».
Πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν από εμπόρους για να επικυρώνουν τις επαγγελματικές τους συναλλαγές και το πνευματικό μήνυμα είχε ως σκοπό να τους υπενθυμίζει ότι υπήρχαν πολύ πιο αξιόλογα πράγματα στην ζωή από τα χρήματα. Ανάλογης τυπολογικής μορφής γραφικοί χαρακτήρες εντοπίζονται σε ακόμα μία δυσανάγνωστη επιγραφή ενός δακτυλιδιού, αλλά και σε μερικά αντικείμενα του «θησαυρού» της Χαλκίδας, που βρίσκονται στην κατοχή του Βρετανικού Μουσείου, όπως πλάκες και πόρπες. Η διαπίστωση αυτή ίσως να συνιστά μία ένδειξη για την ταυτοποίηση του τόπου εύρεσης των κοσμημάτων ή τουλάχιστον των περισσότερων από αυτά. Από τις απαρχές της Λατινικής κατάκτησης του Ελλαδικού χώρου, η Εύβοια είχε διαιρεθεί σε βαρωνίες (τριτημόρια – εκτημόρια), που τις εξουσίαζαν Λομβαρδοί αυθέντες του οίκου των Δαλλεκαρτσέρι / ντα Βερόνα (Dallecarceri / da Verona), κάτω από την υψηλή επικυριαρχία των Βενετσιάνων, με τους οποίους πολύ συχνά έρχονταν σε πολιτικές διαμάχες. Όμως οι τελευταίοι σταδιακά απέκτησαν την απόλυτη κυριότητα της καστροπολιτείας του Νεγροπόντε και στα 1383 – 1385 ολόκληρης της νήσου. Έτσι λοιπόν, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα αντικείμενα με τις καλλιγραφικές εγχαράξεις, ανήκαν σε άτομα της αυλής εκείνων των Λομβαρδών βαρώνων, αλλά αν θεωρήσουμε ότι ο «θησαυρός» δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της πολιορκίας και της άλωσης της Χαλκίδας από τους Τούρκους στα 1470, μία τέτοια εκδοχή φαντάζει μάλλον ουτοπική. Εντούτοις, μία περαιτέρω διερεύνηση της δυναστικής διαδοχής, σε συνδυασμό και με ένα άλλο εραλδικό στοιχείο, μας οδηγεί προς μία παρεμφερή κατεύθυνση.
Θυρεός του Λομβαρδικού οίκου των Σομμαρίπα με την παράσταση του ανορθωμένου λέοντα, εντοιχισμένος στον Ρωμαιοκαθολικό μητροπολιτικό ναό της Υπαπαντής του Κυρίου στην νήσο Νάξο. Οι Σομμαρίπα διατέλεσαν βαρώνοι της κεντρικής Εύβοιας (1390 – 1470) και αυθέντες της Πάρου και Αντιπάρου (1390 – 1566), αλλά διατηρούσαν φέουδα και στη Νάξο.
Η Βενετή Μαρία Σανούδο και ο Λομβαρδός ευγενής Γκασπάρο ντι Σομμαρίπα από τη Βερόνα
Πολύ σύντομα η κυβέρνηση της Βενετίας έκρινε ως ασύμφορη την αποκλειστική διατήρηση των εδαφών της Εύβοιας, εξαιτίας του μεγάλου εύρους της, επειδή για τον άμεσο έλεγχο της απαιτούνταν η συντήρηση ενός πολυπληθούς στρατεύματος και προτιμήθηκε η εκμίσθωση των νησιώτικων φέουδων σε ελάσσονες Λατίνους δυνάστες.
Περί το 1390, το κεντρικό τριτημόριο της νήσου μαζί με την Πάρο, παραχωρήθηκαν στην Βενετή Μαρία Σανούδο (Maria Sanudo), με τον όρο να παντρευτεί τον Λομβαρδό ευγενή Γκασπάρο ντι Σομμαρίπα (Gasparo di Sommaripa) από τη Βερόνα[14]. Οι δε απόγονοι του ζεύγους κράτησαν την Ευβοϊκή βαρωνία μέχρι την Τουρκική εισβολή στα 1470. Στο οικόσημο των Σομμαρίπα απεικονίζεται ένας λέοντας ανορθωμένος στα πίσω πόδια, μία παράσταση που αποτυπώνεται σε τρία εγχάρακτα δακτυλίδια του Μουσείου Ασμόλεαν. Άρα είναι πάρα πολύ πιθανό να ανήκαν σε κάποιο μέλος (ή μέλη) του υπόψη Λομβαρδικού οίκου που διέμεναν στο Νεγροπόντε κατά την περίοδο της άλωσης, αν και ο τότε τριτημόριος Νικολό ντι Σομμαρίπα (1462 – 1470) και αυθέντης της Πάρου, δεν πρέπει να βρίσκονταν στην πόλη αφού πέθανε το 1505. Το δεδομένο αυτό ενισχύει την αντίληψη περί της ανακάλυψης του «θησαυρού» εντός της καστροπολιτείας της Χαλκίδας και ενδεχομένως οι μεσαιωνικοί κάτοχοι και των άλλων αντικείμενων με τις Λομβαρδικές επιγραφές να προέρχονταν από τους Σομμαρίπα, ενώ δύο από τα πρόσωπα προφανώς ήταν γυναίκες, καθώς σε δύο ασημένιες πλάκες αναγράφονται τα ονόματα «CLARA-b» και «SEUBE».
Τιμαλφή από το «θησαυρό» της Χαλκίδας που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Πάνω: Τέσσερα χρυσά δακτυλίδια, που κοσμούνται με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους. Το ογκωδέστερο από αυτά είναι Ισλαμικής προέλευσης του 13ου – 15ου αιώνα, ενώ τα τρία μικρότερα ως Ελληνό – Ιταλικά και επανεκτιμήθηκε η χρονολόγηση τους στον 6ο – 7ο αιώνα. Μέση: Ομάδα 5 ημισφαιρικών – κωνικών κομβίων του 15ου αιώνα, αναστήματος 2,1 εκατοστών, από επιχρυσωμένο ασήμι και με διάτρητη κεντητή διακόσμηση, 65 τεμάχια στο σύνολο τους. Κάτω: Τέσσερα επιθέματα ενδυμασίας από επιχρυσωμένο ασήμι, πλάτους 2,1 εκατοστών, με τριφυλλοειδείς απολήξεις, 21 τεμάχια στο σύνολο τους.
Ένα Βυζαντινό κομψοτέχνημα ανάμεσα στα δυτικοευρωπαϊκά
Τα υπόλοιπα περίτεχνα δακτυλίδια του Μουσείου Ασμόλεαν έχουν σαφώς βορειοιταλικές καλλιτεχνικές καταβολές και ένα αναγνωρίζεται ως Βενετσιάνικο, εκτός από μία εξόφθαλμη περίπτωση.
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό χρυσό δακτυλίδι, σαφέστατα Βυζαντινής προέλευσης, που φέρει την παράσταση του δικέφαλου αετού στην σφενδόνη του και την διπλή επιγραφή στα Ελληνικά με κεφαλαία γράμματα (σε ελεύθερη απόδοση): «Όταν έχεις χαρεί τον κόσμο, τότε εισέρχεται στον τάφο. Ο χρυσός προέρχεται από το χώμα και η σάρκα από την σκόνη. Τα έχω βιώσει και τα δύο». Επιπλέον στην περιφέρεια του δακτυλίου απεικονίζονται ένας αετός και ένα λιοντάρι. Σύμφωνα με τους ειδικούς του Μουσείου Ασμόλεαν, η παρουσία του στον λατινογενή «θησαυρό» της Χαλκίδας δεν είναι προβληματική, καθώς συνδυάζει το αυτοκρατορικό εραλδικό ύφος με ένα γνωμικό, καταδεικνύοντας την συνένωση του Βυζαντινού και του Βενετσιάνικου πολιτισμού. Εκτιμάται ότι πρόκειται για ένα σφραγιστικό δακτυλίδι για την επικύρωση εμπορικών συναλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη ότι το Νεγροπόντε ήταν πολυσύχναστο διαμετακομιστικό κέντρο και ότι η επιγραφή είναι μία προειδοποίηση ενάντια στην ματαιότητα του πλούτου. Εντούτοις, ο δικέφαλος αετός ήταν το επίσημο έμβλημα των Παλαιολόγων και είναι πιθανότερο να χρησιμοποιούνταν από κάποιο ανώτερο Βυζαντινό αξιωματούχο, αν όχι από κάποιο μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας, παρά από ένα κοινό πραγματευτή. Ίσως ο Παύλος Λάμπρος να προσπορίστηκε το δακτυλίδι από μία άλλη πηγή και να το προσέθεσε εμβόλιμο στα τιμαλφή από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε.
Πάνω: πολυτελής αγκράφα ζώνης 11 εκατοστών από επιχρυσωμένο ασήμι του 15ου αιώνα, με την παράσταση ενός νεαρού ζευγαριού και τον θυρεό του Ιταλικού αριστοκρατικού οίκου των Μαλατέστα. Διακρίνονται τα αρχικά γράμματα «L» και «Β». Κάτω: τετράγωνο άκρο ζώνης 10,2 εκατοστών από επιχρυσωμένο ασήμι του 15ου αιώνα, με την παράσταση τριών αγγελικών μορφών και το οικόσημο των Μαλατέστα με τις διαγώνιες τελαμώνες. Διακρίνεται η Λατινική επιγραφή «CON EL TEMPO (Με τον χρόνο)». Και τα δύο ανήκουν στον μεσαιωνικό «θησαυρό» της Χαλκίδας. Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Ο «θησαυρός» του Βρετανικού Μουσείου
Το μεγαλύτερο μέρος του «θησαυρού» βρίσκεται στην κατοχή του Βρετανικού Μουσείου[15].
Ανάμεσα στα συνολικά 393 είδη αντικειμένων, κατασκευασμένων κυρίως από ασήμι και επιχρυσωμένο ασήμι, περιλαμβάνονται αγκράφες, πόρπες με εμβλήματα και αρχικά Λομβαρδικά γράμματα, διακοσμητικά επιθέματα ζωνών και ενδυμασίας, εκλεπτυσμένοι σύνδεσμοι και τελειώματα ζωνών, σκουλαρίκια, ενεπίγραφες πλάκες, τέσσερα δακτυλίδια, ένα πινάκιο και πληθώρα κομβίων, που είναι χωρισμένα κατά ομοειδείς ομάδες ανά 65, 57, 40, 26 τεμάχια κ.λ.π.. Στη συνέχεια θα εστιάσουμε στα πιο ενδιαφέροντα, με γνώμονα τον συσχετισμό τους με το Νεγροπόντε και αποκλείοντας τα ανομοιογενή υλικά. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να εξαιρέσουμε δύο αρχαιοελληνικά νομίσματα και ένα αρχαίο μικρό πήλινο κύπελο, τα οποία ενσωματώθηκαν ανεξήγητα από τον Παύλο Λάμπρο στον μεσαιωνικό «θησαυρό» της Χαλκίδας. Επίσης, τρία από τα τέσσερα χρυσά δακτυλίδια του Βρετανικού Μουσείου, που κοσμούνται με ζαφείρι και μαργαριτάρια, επαναξιολογήθηκαν και κρίθηκαν ως προγενέστερα κατά αρκετούς αιώνες από την χρονολόγηση των άλλων αντικειμένων, όπως ανακοινώθηκε από την επιμελήτρια του ιδρύματος Μπετ Μακλέοντ (Bet McLeod) στο συνέδριο «Intelligible Beauty», που διενεργήθηκε στο Λονδίνο τον Μάϊο του 2008 και αναλύθηκαν συναφή θέματα[16].
Από την συγκριτική εξέταση της μορφής τους διαπιστώθηκε ότι είναι πανομοιότυπα με ανάλογα δείγματα του 6ου – 7ου αιώνα, δημιουργημένων σε εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης και της Νότιας Ιταλίας και η τεχνοτροπία τους δεν συνάδει με άλλων δακτυλιδιών με σαφή μεσαιωνική αναγωγή ή πολύ περισσότερο με εκείνα του Μουσείου Ασμόλεαν. Η Μακλέοντ διατυπώνει την άποψη ότι ίσως τα υπόψη κοσμήματα να αποτελούσαν μέρος ενός διαφορετικού αποθέτη, ο οποίος ανακαλύφθηκε σε ένα άγνωστο μέρος και εντάχθηκαν στον «θησαυρό» της Χαλκίδας σε μεταγενέστερο χρόνο, ενδυναμώνοντας τις υπόνοιες για αλλοίωση της πρωτογενούς σύνθεσης του από τον Παύλο Λάμπρο. Το τέταρτο χρυσό δακτυλίδι του Βρετανικού Μουσείου χρονολογείται μεταξύ του 13ου και 15ου αιώνα και φέρει μαργαριτάρια και λυχνίτες λίθους, αλλά η εξεζητημένη διακόσμηση του διαθέτει ένα εμφανές Ισλαμικό ύφος και πιθανότατα φτιάχτηκε από κάποιο επιδέξιο χρυσοχόο σε μία χώρα της Ανατολής. Η συνύπαρξη του με τα δυτικότροπα τιμαλφή μπορεί να εξηγηθεί, αν θεωρήσουμε ότι αποκτήθηκε από ένα κάτοικο του μεσαιωνικού Νεγροπόντε μέσω μίας εμπορικής αγοράς ή αφαιρέθηκε από το χέρι ενός νεκρού Οθωμανού αξιωματούχου κατά την διάρκεια της σφοδρής πολιορκίας της πόλης στα 1470.
Οι δύο ασημένιες Εβραϊκές πλάκες από τον «θησαυρό» της Χαλκίδας, μήκους 1,8 εκατοστών έκαστη. Στην αριστερή αναγράφεται η λέξη «artino» και στην δεξιά η δυσνόητη επιγραφή «nrson». Πιθανότατα ανήκαν σε άτομα της Εβραϊκής κοινότητας του Νεγροπόντε. Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Η πολυτελής ζώνη με τα οικόσημα πιθανότατα ανήκε σε κάποιο συγγενή ακόλουθο του Σιγισμόνδο Παντόλφο Μαλατέστα
Στα αμφίσημα αντικείμενα του «θησαυρού» της Χαλκίδας συγκαταλέγονται μία αγκράφα και ένα πλακοειδές άκρο ζώνης, με Γοτθικές κορωνίδες από επιχρυσωμένο ασήμι, που συνταιριάζονται σε μία ομοειδή ενότητα με τα τμήματα μίας πολυτελούς ζώνης του 14ου – 15ου αιώνα, από χρυσοκέντητο κόκκινο βελούδο, με προσαρτημένα διακοσμητικά επιθέματα και συνδέσμους.
Και στα δύο υπέροχα τεμάχια υπάρχουν οι παραστάσεις μορφών και από ένας θυρεός εντός μεταλλίου, ο οποίος αναγνωρίζεται ως το έμβλημα του Ιταλικού οίκου των Μαλατέστα (Malatesta), των αρχόντων του Ρίμινι και άλλων πόλεων, με τις χαρακτηριστικές τρεις διαγώνιες καρό τελαμώνες. Το ίδιο οικόσημο εντοπίζεται και σε ένα τρίτο ασημένιο επίθεμα. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει η Αμερικανίδα ερευνήτρια Νταϊάνα Ράϊτ (Diana Gilliland Wright) σε σχετικό άρθρο της για τον «θησαυρό» του Νεγροπόντε[17], ως επί το πλείστον τα μέλη της συγκεκριμένης οικογένειας προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι στρατιώτες (condotierri), ενώ δεν υφίσταται καμία ένδειξη ότι ασχολούνταν με εμπορικές δραστηριότητες. Μάλιστα, δύο επώνυμα πρόσωπα των Ιταλών αριστοκρατών έζησαν στην Πελοπόννησο στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα. Ο Παντόλφο (Pandolfo) Μαλατέστα διατέλεσε Λατίνος Αρχιεπίσκοπος της Πάτρας από το 1424 έως το 1429 και η αδερφή του Κλεόφη (Cleofe) παντρεύτηκε τον δεσπότη του Μυστρά, Θεόδωρο Β’ Παλαιολόγο και διέμεινε εκεί από το 1421 έως τον θάνατο της στα 1433. Η Ράϊτ θεωρεί ως πιθανή την περίπτωση ένας γόνος του οίκου να βρίσκονταν και στο Νεγροπόντε, ίσως υπηρετώντας στην Βενετσιάνικη φρουρά ως μισθοφόρος, όμως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να διασταυρωθεί αφού δεν διασώζεται κανένα αρχειακό τεκμήριο. Ωστόσο, μπορούμε να προβούμε και σε μία ταυτόσημη αληθοφανή υπόθεση, που συγκλίνει αρκετά προς την χρονολογία άλωσης της πόλης από τους Τούρκους στα 1470. Τον δεύτερο χρόνο του Α’ Ενετοτουρκικού πολέμου (1463 – 1479), η κυβέρνηση της Βενετίας προσέλαβε ως αρχιστράτηγο των χερσαίων στρατευμάτων στην Ανατολή τον φημισμένο Σιγισμόνδο Παντόλφο (Sigismondo Pandolfo) Μαλατέστα, αυθέντη του Ρίμινι και της Τσεζένα, ο οποίος διεξήγαγε πολεμικές επιχειρήσεις στον Μορέα σε συντονισμό με τον Βενετσιάνικο στόλο μέχρι τις αρχές του 1466, οπότε και επέστρεψε στην Ιταλία. Ενδεχομένως λοιπόν, η πολυτελής ζώνη με τα οικόσημα να ανήκε σε κάποιο συγγενή ακόλουθο του, που παρέμεινε μετά την εκστρατεία στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Νεγροπόντε, αναζητώντας να συνεχίσει την τυχοδιωκτική σταδιοδρομία του.
Στελέχη πολυτελών ζωνών από επιχρυσωμένο ασήμι, μήκους 8 έως 13,5 εκατοστών, του «θησαυρού» της Χαλκίδας, τα οποία διακοσμούνται με ανάγλυφες παραστάσεις Γοτθικού ύφους, (Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου).
Συγκερασμός στοιχείων που υποδηλώνει την συνύπαρξη Βενετσιάνων, Λομβαρδών και Εβραίων στην ίδια πόλη
Η Νταϊάνα Ράϊτ συνεκτιμώντας την πιστοποιημένη παρουσία των Μαλατέστα στην Πελοπόννησο με την Ιταλογενή τεχνοτροπία των αντικείμένων και τις Βυζαντινές επιρροές μερικών κομβίων, υπαινίσσεται ότι ένα μέρος του «θησαυρού» ενδεχομένως να προέκυψε από λαθρανασκαφές στην καστροπολιτεία του Μυστρά κατά τον 19ο αιώνα ή από οπουδήποτε αλλού ζούσαν Ιταλοί στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα.
Βέβαια παραδέχεται πως ορισμένα τεμάχια βρέθηκαν προφανώς στην Χαλκίδα, όπως και οι πλέον δύσπιστοι ερευνητές, αφού κάποια από τα γνωρίσματα τους συνιστούν μία έμμεση απόδειξη για την Ευβοϊκή προέλευση τους. Εκτός από τις εγχαράξεις με τους Λομβαρδικούς γραφικούς χαρακτήρες, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο μικρές ασημένιες πλάκες με τις επιγραφές «artino» και «nrson» στα Εβραϊκά, που οι μεσαιωνικοί ιδιοκτήτες τους κάλλιστα θα μπορούσαν να ανήκουν σε άτομα της ακμαίας Ισραηλιτικής κοινότητας του Νεγροπόντε. Τέσσερα δακτυλίδια, δύο πόρπες και αρκετά διακοσμητικά ενδυμασίας φέρουν λεοντόμορφες παραστάσεις, παραπέμποντας έστω και ανεπαίσθητα στο έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, στον φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου. Ο συγκερασμός των παραπάνω στοιχείων υποδηλώνει την συνύπαρξη Βενετσιάνων, Λομβαρδών και Εβραίων στην ίδια πόλη, μία πληθυσμιακή προϋπόθεση που προσδιορίζεται μόνο στο Νεγροπόντε, θέτοντας ακόμα ένα ενισχυτικό υπόβαθρο στην εκδοχή για τον πραγματικό τόπο ανακάλυψης του «θησαυρού», μαζί με την έγγραφη διαβεβαίωση του Παύλου Λάμπρου.
Έξι ασημένια διακοσμητικά επιθέματα από τον «θησαυρό» της Χαλκίδας, πλάτους 1,75 – 2,1 εκατοστών, με θυρεούς που φέρουν την παράσταση ενός ερωδιού σε κόκκινο φόντο. Το υπόψη έμβλημα είναι πανομοιότυπο με το αντίστοιχο του Αγγλικού οίκου των Heron. Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Η πιθανότητα ύπαρξης Σκωτσέζων μισθοφόρων στην πολιορκία του 1470
Στην οικεία συλλογή του Βρετανικού Μουσείου περιλαμβάνεται και μία λίαν εντυπωσιακή ενότητα πολλαπλών στελεχών από πολύσπαστες ζώνες, από επιχρυσωμένο ασήμι, τα οποία διακοσμούνται με υπέροχα ανάγλυφα, στα οποία απεικονίζονται ανδρικές και γυναικείες μορφές, ρόδακες, φυτικά και ζωικά θέματα, εντός Γοτθικών πλαισίων και αψίδων.
Τα εξαρτήματα ενώνονταν σε ένα ενιαίο ζωστήρα με ενδιάμεσους συνδέσμους και στροφείς. Η Νταϊάνα Ράϊτ διακρίνει μία αρχαιοελληνική επίδραση στις παραστάσεις και θεωρεί ως βάσιμη την υπόθεση να φτιάχτηκαν από κάποιο μεσαιωνικό χρυσοχόο στην Αθήνα, όπου πιθανόν και να βρέθηκαν, έχοντας ως καλλιτεχνικό πρότυπο τα αγάλματα και τα γλυπτά του Παρθενώνα, όταν ηγεμόνευαν εκεί οι Φλωρεντίνοι δυνάστες Ατζαγιόλι (Accaiaiuoli), την περίοδο 1385 – 1458. Εντούτοις όσο εφελκυστική και αν ακούγεται μία τέτοια εξήγηση, δεν είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί επιστημονικά, καθώς δεν υφίστανται άλλα παράλληλα δείγματα προερχόμενα από το δουκάτο των Αθηνών. Άλλωστε η τεχνοτροπία των στελεχών προσομοιάζει το Γοτθικό ύφος που αναπτύχθηκε από τα τέλη του 14ου και μέσα στον 15ο αιώνα στην βορειοανατολική Ιταλία, δηλαδή στην γεωγραφική περιοχή της Βενετίας, στην οποία άλλωστε ανήκε το Νεγροπόντε.
Κλείνοντας την στοιχειώδη περιγραφή των πολύτιμων αντικειμένων θα τολμήσουμε να προβούμε και σε αναγωγική διασύνδεση ενός εραλδικού συμβόλου, το οποίο εμφανίζεται σε έξι ασημένια διακοσμητικά επιθέματα ζώνης ή ενδυμασίας. Πρόκειται για ένα θυρεό με την παράσταση ενός ερωδιού σε κόκκινο φόντο από σμάλτο, που στέκεται όρθιος σε πράσινη βλάστηση. Σε σχετική αναζήτηση του γράφοντος, διαπιστώθηκε η ταύτιση του εμβλήματος με το αντίστοιχο του παλαιότατου Αγγλικού κλάδου της οικογένειας Χίρον (Heron: Ερωδιός), με τις γενεαλογικές ρίζες του να φτάνουν ως το 11ο – 12ο αιώνα[18], ενώ σε μία άλλη παραλλαγή του αποτυπώνονται τρία πτηνά. Είναι δυνατόν κάποιο μέλος του Βρετανικού οίκου να έζησε στο Νεγροπόντε την εποχή της πολιορκίας του από τους Τούρκους; Αν κρίνουμε από την πολυεθνή συγκρότηση της Βενετσιάνικης φρουράς στα 1460 – 1462, όπως καταγράφεται στο υφιστάμενο Οθωμανικό κατάστιχο της βιβλιοθήκης του Τοπ Καπί σεράϊ στην Κωνσταντινούπολη[19], όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων και Σκωτσέζοι στρατιώτες, τότε ενδεχομένως τα επόμενα χρόνια να υπηρέτησε σε αυτή ως μισθοφόρος ένας γόνος του Αγγλικού οίκου Χίρον, ο οποίος να πολέμησε και να σκοτώθηκε στην άλωση της Χαλκίδας στα 1470. Όμως, και αυτή η δελεαστική εκδοχή θα πρέπει να εκληφθεί ως απολύτως ελεγχόμενη, λόγω της έλλειψης χειροπιαστών αποδεικτικών στοιχείων.
Σύνθετη διμερής πόρπη του 14ου – 15ου αιώνα από επιχρυσωμένο ασήμι. Ανήκει στην συλλογή του μεσαιωνικού «θησαυρού» της Χαλκίδας. Το κάθε πλαίσιο έχει πλάτος 5,4 εκατοστά και στο κέντρο του απεικονίζεται ένας λέοντας περιβαλλόμενος από ένα διπλό περιθώριο με ροζέτες, που επιστέφεται από τρεις Γοτθικές αψίδες.
Πως συγκεντρώθηκε ο θησαυρός στο Νεγροπόντε σε ένα σημείο της πόλης
Στα επεξηγηματικά κείμενα των δύο Βρετανικών Μουσείων σημειώνεται ότι, ο «θησαυρός» πρέπει να διαφυλάχτηκε από τους κατοίκους του Νεγροπόντε τις παραμονές της πολιορκίας της πόλης από τους Τούρκους.
Αν και είναι φανερό πως τα αντικείμενα δεν ανήκαν σε ένα κάτοχο, αλλά κατ’ εκτίμηση τουλάχιστον σε 20 – 25 ετερόκλητα άτομα, είναι αρκετά παράδοξο να συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί για να κρύψουν τα τιμαλφή τους στο ίδιο σημείο. Είναι πολύ πιο δόκιμο να θεωρηθούν αυτά τα ανυπολόγιστης αξίας αντικείμενα ως μακάβρια αποκτήματα ενός Οθωμανού πολεμιστή από την σκύλευση των νεκρών κατοίκων, στην διάρκεια της άγριας λεηλασίας που διαπράχθηκε μετά την πτώση της καστροπολιτείας, όπως φιλολογικά παρατέθηκε στην αρχή του πρώτου μέρους του παρόντος ερευνητικού άρθρου. Ωστόσο, παραμένει μυστηριώδης η αυθεντική σύνθεση της συλλογής, λαμβάνοντας υπόψη την προφανή αλλοίωση της με προσθήκες αρχαίων και άλλων τεμαχίων από τον διακινητή της Παύλο Λάμπρο. Ίσως μία επισταμένη μελέτη των αδημοσίευτων εγγράφων του Έλληνα έμπορου έργων τέχνης και διανοούμενου, που υπάρχουν στα αρχεία του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών, να μας δώσει κάποιες απαντήσεις, με την ελπίδα ότι διασώζονται και οι τυχόν απαντητικές επιστολές του Βρετανού διαμεσολαβητή Τσαρλς Φόρτναμ.
Ενότητα επιθεμάτων ενδυμασίας από επιχρυσωμένο ασήμι μαζί με περίαπτο, πλάτους 4,2 εκατοστών, στο οποίο αναρτώνται τρεις κεφαλές λεόντων, από τον «θησαυρό» μεσαιωνικών κοσμημάτων της Χαλκίδας. Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Έρευνα σε ομιχλώδες τοπίο
Μία τρίτη περίπτωση διασπάθισης κειμηλίων με φημολογούμενη προέλευση από το μεσαιωνικό Νεγροπόντε, ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Εδώ η έρευνα προχωράει σε ομιχλώδες τοπίο, καθώς οι πληροφορίες είναι ελάχιστες.
Εκείνο το χρονικό διάστημα φέρεται να ανακαλύφθηκε σε κάποιο κρυφό αποθέτη στην Χαλκίδα, ένας νομισματικός «θησαυρός» αποτελούμενος συνολικά από 4.806 Βενετσιάνικα τορνεσέλλο (tornesello)[20], κάτω από παντελώς άγνωστες συνθήκες. Η αρχική κοπή των συγκεκριμένων νομισμάτων από τo νομισματοκοπείο Ζέκκα (Zecca) της Βενετίας ανάγεται στα 1353, προκειμένου να τεθούν σε κυκλοφορία αποκλειστικά στις Ελληνικές αποικίες της Γαληνότατης Δημοκρατίας, δηλαδή στο Νεγροπόντε, την Κρήτη, την Μεθώνη, την Κορώνη και τις Ενετοκρατούμενες νήσους του Αιγαίου Πελάγους. Ο βασικός σκοπός της έκδοσης τους ήταν να αντικαταστήσουν τα διαδεδομένα Φράγκικα τορνέσια (denier tournois), τα οποία είχαν σταματήσει να κατασκευάζονται γύρω στα 1340 – 1350, όταν διακόπηκε η λειτουργία του νομισματοκοπείου της Γλαρέντζας στο πριγκιπάτο της Αχαΐας. Επιπλέον με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζονταν η επιζητούμενη ρευστότητα, προσδίδονταν ένα είδος οικονομικής ανεξαρτησίας στις κτήσεις της Βενετίας και διευκολύνονταν οι εμπορικές συναλλαγές.
Πάνω: τορνεσέλλο του δόγη Ανδρέα Δάνδολο (Andrea Dandolo, 1343 – 1354). Ο συγκεκριμένος τύπος νομίσματος ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε στις Βενετσιάνικες αποικίες του Ελληνικού χώρου. Kάτω: Τορνεσέλλο του δόγη Τζιοβάννι Γκραντένικο (Giovanni Gradenigo, 1355 – 1356). Και τα δύο είναι από το νομισματικό «θησαυρό» της Χαλκίδας. Εκποιήθηκαν στην διαδικτυακή αγορά στην τιμή των 80 δολαρίων ΗΠΑ.
Τα μεσαιωνικά κοσμήματα περνούν σε χέρια Αμερικανού συλλέκτη
Ο «θησαυρός» των πολυάριθμων αποικιακών νομισμάτων από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε περιήλθε στα χέρια του Αμερικάνου συλλέκτη και μεταπράτη Τζον Αϊέλλο (John Aiello), χωρίς να διαρρεύσει απολύτως τίποτα για την ενδιάμεση προμηθεύτρια πηγή του στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να εγείρονται τα σοβαρά ερωτήματα για το αν υπήρχαν νόμιμα δικαιολογητικά κυριότητας και αν ήταν διαφανείς οι διαδικασίες εξαγωγής τους από την χώρα.
Ο Αϊέλλο δάνεισε ολόκληρη την συλλογή στην Αμερικάνικη Νομισματική Εταιρεία (American Numismatic Society) της Νέας Υόρκης στις 15 Νοεμβρίου 1980, έτσι ώστε να εξεταστεί και να εκτιμηθεί η γνησιότητα της. Την εργασία ανέλαβε ο νεοδιορισμένος διευθυντής του Τμήματος Μεσαιωνικών Νομισμάτων Άλαν Μ. Σταχλ (Alan M. Stahl), ο οποίος αντίκρισε έκπληκτος τα σπάνια τορνεσέλλο να είναι τοποθετημένα μέσα σε μία πλαστική σακούλα. Η σχετική μελέτη του δημοσιεύτηκε στα 1985, όπου παρουσιάζονται όλοι οι τύποι των αποικιακών νομισμάτων, με την ανάλυση των επιγραφικών τους δεδομένων και στην οποία υποδεικνύεται πράγματι η μεσαιωνική Χαλκίδα ως ο πιθανότερος τόπος προέλευσης τους. Αυτή είναι πλέον και η επικρατέστερη εκδοχή, αν αναλογιστούμε ότι στο Νεγροπόντε θα δραστηριοποιούνταν ονομαστοί τραπεζικοί οίκοι, λόγω της κομβικής σπουδαιότητας του στο διαμετακομιστικό εμπόριο. Επίσης, μία τυχαία ανακάλυψη περί των 300 αργυρών νομισμάτων του 17ου αιώνα, έγινε κατά την κατεδάφιση ενός τοίχου στην Χαλκίδα τον Νοέμβριο του 1887, ένα επιβεβαιωμένο περιστατικό που αφήνει αρκετά περιθώρια για την ύπαρξη αντίστοιχων αποθετών προγενέστερων χρόνων[21].
Πάνω: τορνεσέλλο του δόγη Τζιοβάννι Ντόλφιν (Giovanni Dolfin, 1356 – 1361). Εκποιήθηκε στην διαδικτυακή αγορά στην τιμή των 70 δολαρίων ΗΠΑ). Κάτω: Τορνεσέλλο του δόγη Αντόνιο Βενιέρ (Antonio Venier, 1382 – 1400), όπου απαριθμούνταν 2.629 ίδια αποικιακά νομίσματα. Πωλείται στην διαδικτυακή αγορά στην τιμή των 30 δολαρίων ΗΠΑ. Και τα δύο είναι από τον νομισματικό «θησαυρό» της Χαλκίδας.
Ο θησαυρός του «πρώην νομισματικού αποθέτη της Χαλκίδας»
Η συλλογή των τορνεσέλλο επιστράφηκε στον διακινητή Τζον Αϊέλλο[22], ο οποίος δώρισε 82 νομίσματα από 59 διαφορετικούς τύπους στην Αμερικάνικη Νομισματική Εταιρεία, ενώ μία ποσότητα από 1.000 κομμάτια πέρασε στην κατοχή του Ινστιτούτου Σμιθσθόνιαν (Smithsonian Institute) της Ουάσιγκτον, ενδεχομένως έναντι χρηματικού αντιτίμου.
Σημειώνεται ότι τα 2.629 από τα συνολικά 4.806 τεμάχια του «θησαυρού» είχαν κοπεί την περίοδο του δόγη Αντόνιο Βενιέρ (Antonio Venier, 1382 – 1400) και τα υπόλοιπα από άλλους Βενετσιάνους κυβερνήτες. Τα εναπομείναντα αποικιακά νομίσματα αποκτήθηκαν από τον συλλέκτη Άλεξ Μαλλόϋ (Alex Malloy), που διατέλεσε και ως σύμβουλος νομισματολογικών κοινοτήτων, ενώ μετέπειτα άρχισαν να διατίθενται προς πώληση στην διαδικτυακή αγορά ως πολύ σπάνια, με τον χαρακτηρισμό «πρώην νομισματικός αποθέτης της Χαλκίδας[23]. Αν και τα καλύτερα τεμάχια έχουν ήδη εκποιηθεί, ακόμα και σήμερα μπορεί να βρει κανείς αρκετούς διαθέσιμους τύπους από τον «θησαυρό» του Νεγροπόντε σε τιμές που κυμαίνονται από 30 έως 80 δολάρια ΗΠΑ.
Πάνω: τορνεσέλλο του δόγη Λορένζο Κέλσι (Lorenzo Celsi, 1361 – 1365). Εκποιήθηκε στην διαδικτυακή αγορά στην τιμή των 70 δολαρίων ΗΠΑ. Μέση: τορνεσέλλο του δόγη Μάρκο Κόρνερ (Marco Corner, 1365 – 1368). Εκποιήθηκε στην διαδικτυακή αγορά στην τιμή των 70 δολαρίων ΗΠΑ. Κάτω: τορνεσέλλο του δόγη Μικέλε Μοροσίνι (Michele Morosini, 1382). Εκποιήθηκε στην διαδικτυακή αγορά στην τιμή των 80 δολαρίων ΗΠΑ. Όλα είναι από τον νομισματικό «θησαυρό» της Χαλκίδας.
Ανάγκη δράσεων από τους τοπικούς φορείς
Κατά την γνώμη του γράφοντος, ίσως επιβάλλεται ο Δήμος Χαλκιδέων να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες, για να προμηθευτεί ορισμένα από τα Βενετσιάνικα τορνεσέλλο μέσω των διαδικτυακών δοσοληψιών και κατόπιν να τα προσφέρει τιμητικά στο νεότευκτο Αρχαιολογικό Μουσείο «Αρέθουσα», καθώς αποτελούν μέρος της μεσαιωνικής ιστορίας της πόλης.
Επιπλέον εκτιμάται ότι είναι αναγκαίο να υποβληθεί υπηρεσιακά ένα συναφές υπόμνημα από την οικεία ΕΦ.Α. με τελικό αποδέκτη τον γηραιό διακινητή Τζον Αϊέλλο, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι συνθήκες εύρεσης τους, τα πρόσωπα που τυχόν ενεπλάκησαν στην αρχική μεταβίβαση από Ελληνικής πλευράς και κατά πόσο ήταν νόμιμη η εξαγωγή τους στις ΗΠΑ, για να διαπιστωθεί αν είναι προϊόντα άλλης μίας περίπτωσης αρχαιοκαπηλίας.
Ζεύγος χρυσών σκουλαρικιών του 14ου – 15ου αιώνα, πλάτους 2 εκατοστών, από τον «θησαυρό» μεσαιωνικών κοσμημάτων της Χαλκίδας. Διακοσμούνται με φυτικά θέματα. Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Επιμύθιο
Σαν επιμύθιο του παρόντος ερευνητικού άρθρου, θα κάνω μία τελευταία μνεία στο «θησαυρό» των πολύτιμων κοσμημάτων από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε, που κατέχονται από τα δύο Βρετανικά Μουσεία.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, θεωρώ ότι τα θαυμάσια τεχνουργήματα δύναται να διεκδικηθούν με αξιώσεις από την Ελληνική πολιτεία, καθόσον προέκυψαν ως εκθέματα από την παράνομη συναλλαγή του Παύλου Λάμπρου με τον συλλέκτη Τσαρλς Φόρτναμ, με ακράδαντα αποδεικτικά παραστατικά τις υφιστάμενες επιστολές του Έλληνα αυτοδίδακτου νομισματολόγου και έμπορου έργων τέχνης στο Μουσείο Ασμόλεαν της Οξφόρδης. Σίγουρα μία περαιτέρω μελέτη των κειμηλίων θα συμβάλλει καθοριστικά στην ανασύνθεση της κοινωνικής ζωής της πολυπολιτισμικής καστροπολιτείας του Ευρίπου, ενώ αρμόζει να επιστρέψουν πίσω στον τόπο όπου έζησαν οι αλλοτινοί ιδιοκτήτες τους, όπως θα ήταν πρέπον και για τα κράνη μαζί με τον εξοπλισμό των μεσαιωνικών πανοπλιών, που επίσης βρέθηκαν στην Χαλκίδα το 1840 και εκτίθενται στις προθήκες τριών Μουσείων Τέχνης των ΗΠΑ και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
Μία μεγάλη ποσότητα περίτεχνων ενδυματολογικών διακοσμητικών από τα πολύτιμα αντικείμενα, που αποτελούν τον «θησαυρό» από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε και σήμερα βρίσκονται στην κατοχή του Βρεταννικού Μουσείου του Λονδίνου. Πηγή φωτογραφίας: surprisedbytime.blogspot.gr
Παραπομπές
[1] Από το 1815 έως το 1864, η Κέρκυρα και τα υπόλοιπα νησιά των Επτανήσων σχημάτιζαν το Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων ή Ιόνιο Κράτος, με ιδιαίτερο κοινοβούλιο, που ουσιαστικά υπήρξε προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας. Τα Επτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα στα 1864, κατόπιν πιέσεων της Αυστρίας και της Ρωσίας.
[2] Ο Στέφανος Α. Κουμανούδης διατέλεσε Γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας για 36 έτη και σε ιδιόχειρο έγγραφο του 1887, καταγράφει ότι ο Ιωάννης Λάμπρος είχε υποβάλλει στην Εταιρεία ένα τιμοκατάλογο τεσσάρων αρχαίων αντικειμένων με την περιγραφή τους (Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας, Αρχείο Σ. Α. Κουμανούδη, φάκελος 36/1150, αριθμός 29). Η «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» ιδρύθηκε το 1837.
[3] Ενδεικτικό για την παράνομη ενασχόληση του Διονύσιου Φραγκόπουλου, είναι το άρθρο με τίτλο «Έκθεσις τείνουσα εις προφύλαξιν των φιλαρχαίων και αγοραστών αρχαιοτήτων» του ζωγράφου και φωτογράφου Φίλιππου Μαργαρίτη (1810 – 1892), που δημοσιεύτηκε στην πολιτική και φιλολογική εφημερίδα «Μέριμνα» στα 1870. Στο κείμενο αποκαλύπτεται ο παραπλανητικός τρόπος της διακίνησης και πώλησης ενός πλαστού και δήθεν αρχαίου δακτυλιδιού από το χρυσοχοείο του Φραγκόπουλου προς τον πρωτοπόρο Έλληνα φωτογράφο, με την χρήση μεσάζοντα και τεχνασμάτων.
[4] «Les lamelles de plomb de Styra, IG XII 9, 56: Essai de bilan» – Οlivier Masson, Bulletin de Correspondance Hellenique 116 (σελίδες 61 – 72 ) – 1992.
[5] Ο Ευθύμιος Καστόρχης υπήρξε καθηγητής Λατινικής φιλολογίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος – σύμβουλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Πρόεδρος το 1881).
[6] «Ιδεογραφία της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» – Βασίλειος Χ. Πετράκος – Αρχαιολογική Εφημερίς – Τόμος 126 (σελίδα 84, εικόνα 27) – Αθήνα – 1987.
[7] Αργότερα μετονομάστηκε σε Victoria and Albert Museum.
[8] Ο Σπυρίδων Λάμπρος διατέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 27 Σεπτεμβρίου 1916 έως τις 21 Απριλίου 1917. Ο Παύλος Λάμπρος μαζί με την σύζυγο του Γεωργία είχαν αποκτήσει συνολικά πέντε τέκνα.
[9] «Ξενιτεμένες Ελληνικές αρχαιότητες, αφετηρίες και διαδρομές» (σελίδα 221) – Αθηνά Χατζηδημητρίου – ΕΙΕ – 2012.
[10] Η ανασκαφή διενεργήθηκε στα κτήματα του επιτηδευματία Ηλία Γελαδάκη στα 1891, ο οποίος είχε κάθε δικαίωμα να εκμεταλλευτεί τις μισές ποσότητες από τις ποσότητες που βρέθηκαν στην ιδιοκτησία του, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Οι συγκεκριμένες ιδιωτικές ανασκαφικές εργασίες στην Ερέτρια αναφέρονται στο περιοδικό «Εστία» (τεύχος 2ο, σελίδες 240 – 242, 1891).
[11] Τα δακτυλίδια από τον «θησαυρό» της Χαλκίδας παρατίθενται στον ιστότοπο του Μουσείου Ασμόλεαν, αναγράφοντας τους σειριακούς αριθμούς αντικειμένων «cdef.f103» και «cdef.f376» έως «cdef.f396» στο αντίστοιχό πεδίο του πλαισίου αναζήτησης, εδώ.
[12] «Η Εύβοια στα 1385 (από μεσαιωνικό Ιταλικό ημερολόγιο)» – Johannes Koder – Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών – Τόμος ΙΘ’ (σελίδα 54) – 1974.
[13] Η επιγραφή στα Λατινικά έχει ως εξής: «ET VERBUM CARO FACTUM EST ET».
[14] Σχετικά με τους Σομμαρίπα ως τριτημόριους της κεντρικής Εύβοιας: «Les seigneurs tierciers de Negrepont» – Louis de Mas Latrie – Revue de l’ Orient latin – Vol. I (p. 430 – 432) – Paris – 1893.
[15] Τα αντικείμενα από τον «θησαυρό» της Χαλκίδας παρατίθενται στον ιστότοπο του Βρετανικού Μουσείου, αναγράφοντας τον όρο «Halkida» στο αντίστοιχο πεδίο του πλαισίου αναζήτησης, εδώ.
[16] Ο «θησαυρός» της Χαλκίδας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε δύο διαλέξεις με τίτλο «A Medieval Jewerly Treasure from Halkis in Context», που έλαβαν χώρα στις 27-1-2009 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και στις 28-1-2009 στο Δημαρχείο της Χαλκίδας με ομιλήτριες τις Μπετ Μακλέοντ, Ευγενία Γερού και Μαρία Γεωργοπούλου. Στην πρωτότυπη μελέτη του Όρμοντ Ντάλτον στα 1911, τα συγκεκριμένα τρία δακτυλίδια του Βρετανικού Μουσείου χαρακτηρίζονταν σαν Βενετό – Ελληνικά.
[17] Η Νταϊάνα Ράϊτ είναι ιστορική ερευνήτρια και εξειδικεύεται στην διακρίβωση των ιστορικών δεδομένων του Ελληνικού χώρου στον 15ου αιώνα, μέσα από την κοινωνικοπολιτική αλληλεπίδραση Ελλήνων, Λατίνων και Τούρκων. Το αναφερόμενο άρθρο της έχει τίτλο «Negroponte Hoard» και δημοσιεύτηκε σε τέσσερα μέρη στον εξαιρετικά ενδιαφέροντα ιστότοπο (εδώ), τον οποίο διαχειρίζεται η ίδια.
[18] Επισημαίνεται ότι υπάρχουν Ιρλανδικοί και Σκωτσέζικοι οικογενειακοί κλάδοι με την ίδια επωνυμία, αλλά ο θυρεός τους είναι διαφορετικός. Στον πρώτο παριστάνονται ένας ή τρεις ερωδιοί ερωδιός σε πράσινο φόντο και στον δεύτερο απεικονίζεται το μισό μέρος ενός ανορθωμένου λέοντα.
[19] Για το συγκεκριμένο Οθωμανικό χειρόγραφο έγινε μνεία στο πρώτο μέρος του παρόντος διερευνητικού άρθρου.
[20] Το τορνεσέλλο ήταν ένα χαλκινοασημένιο νόμισμα με περιεκτικότητα σε ασήμι μόλις στο 1/9 της σύστασης του και είχε μέση διάμετρο 1,7 εκατοστά. Η μορφή του αποτελούσε σχεδιαστική απομίμηση του τορνέσιου, με την αποτύπωση ενός Λατινικού σταυρού και το όνομα έκαστου δόγη στον εμπροσθότυπο, ενώ στον οπισθότυπο απεικονίζονταν ο καθιστός φτερωτός λέοντας του Αγίου Μάρκου, κρατώντας το ευαγγέλιο με τα μπροστινά του πόδια και η περιμετρική επιγραφή «VEXILIFER VENETIA (Έμβλημα Βενετίας)». Σύντομα το μικρό αποικιακό νόμισμα κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλές, λόγω της ευχερούς ανταλλακτικής του αξίας και η χρήση του υιοθετήθηκε ευρέως και από τις άλλες μεσαιωνικές ηγεμονίες του Ελληνικού χώρου μέχρι την Τουρκική κατάκτηση, όπως εξάλλου φανερώνεται και από τα ανασκαφικά ευρήματα. «Zecca: The mint of Venice in the middle ages (σελίδες 223 – 224)» – Alan M. Stahl – «The Johns Hopkins University Press» – Baltimore – 2000.
[21] Εφημερίδα «Παλιγγενεσία», αρ. φύλ. 7079, 16-11-1887: «Κατεδαφιζόμενου τοίχου τινός εν Χαλκίδι μεταξύ των οικιών Εμμανουήλ Στεφανίδου και Π. Γεωργιάδου, ανευρέθησαν περί τα 300 αργυρά νομίσματα νεωτέρας εποχής του 17ου αιώνος. Πλείστα των νομισμάτων τούτων φέρουσι τα Ισπανικά σήματα».
[22] Ο Τζον Αϊέλλο είναι συνιδρυτής της κατ’ επίφαση Επιμορφωτικής Νομισματικής Εταιρείας (Education Coin Company) με έδρα την Νέα Υόρκη, η οποία στην πραγματικότητα είναι μία επιχείρηση εμπορίας και διακίνησης νομισματικών αντικειμένων παντός είδους.
[23] «Ex Chalkis numismatic hoard»