Οι Ενετικές πανοπλίες του Νεγροπόντε. Η ιστορία της μεγαλύτερης συλλογής οπλισμού που ανακαλύφθηκε τυχαία, διασκορπίστηκε στα μουσεία του κόσμου και ξαναμαζεύτηκε στο… Square.gr! Αυτή είναι η ιστορία της.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1) «Τα εκ Χαλκίδος κράνη του Ιστορικού και Εθνολογικού Μουσείου» – Κωνσταντίνος Ν. Ράδος – Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος – Τεύχος 8 (σελ. 606–608) – Εν Αθήναις – 1921.
2) «Η μεσαιωνική Χαλκίδα και τα μνημεία της» – Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος – Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών – Τόμος ΙΣΤ’ (σελ. 194–195) – Αθήνα – 1970.
3) «Επιστολή του Ι. Α. Κ. Βύχωνος προς τον συντάκτη του Ελληνικού Ταχυδρόμου περί των πανοπλιών του μεσαίωνος ευρεθείσων εις Χαλκίδα της Εύβοιας» – Εκ του Βασιλικού Τυπογραφείου – Αθηνήσι – 1841.
4) «Ξενιτεμένες Ελληνικές αρχαιότητες, αφετηρίες και διαδρομές» – Αθηνά Χατζηδημητρίου – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών – Αθήνα – 2012.
5) «Early Gothic Armor» – Bashford Dean – Bulletin of the Metropolitan Museum of Art (p. 133-134) – New York – 1925.
6) «European Armor from the Imperial Ottoman Arsenal» – Stuart W. Pyhrr – Metropolitan Museum Journal No 24 (p. 85–116) – New York – 1989.
7) «Arms and Armor from the Permanent Collection» – Helmut Nickel – – Bulletin of the Metropolitan Museum of Art No 49 (p. 15, 64) – New York – 1925.
8) «On Italian Armour from Chalcis in the Ethnological Museum at Athens» – Charles Ffoulkes and Ramsay Traquair – – Cambridge Journal Archaeologia No 62, Part II, (XVII, p. 381–390) – Cambridge – 1911.
9) «Medieval Personal Ornaments from Chalcis in the British and Ashmolean Museums» – Ormonde Maddock Dalton – Cambridge Journal Archaeologia No 62 Part. II, (XVIII, p. 391–404) – Cambridge – 1911.
10) «Some Aspects of the Finger- Rings in the Chalcis Treasure at the British Museum» – Bet McLeod – «Intelligible Beauty» Conference (p. 233-236) – London – 2008.
11) «Pavlos Lampros letters» in the Ashmolean Museum Archives – Fortnun Papers, F/9/i/1 – 14 (translation from Italian to English by Bet McLeod and Nicoletta Norman).
12) «The Venetian Tormesello, a Medieval Colonial Coinage» – Alan M. Stahl – Numismatic Notes and Monographs No 163 (p. 21) – The American Numismatic Society – New York – 1985.
Θερμές ευχαριστίες στον δημοσιογράφο – ερευνητή Βάγια Κατσό για την συνδρομή του στο συγγραφικό εγχείρημα μου, με την ευγενική παραχώρηση του σχετικού φωτογραφικού και πληροφοριακού υλικού του, που συμπλήρωσε το προσωπικό μου αρχείο.
Πολύτιμα μυστικά στο σκοτάδι
Πέμπτη 12 Ιουλίου 1470. Η αποφράδα ημέρα για την Εύβοια και για την Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Το φημισμένο λιμάνι του Νεγροπόντε (Χαλκίδα) καταλαμβάνεται από τα Οθωμανικά στρατεύματα, μετά από στενή πολιορκία που κράτησε σχεδόν ένα μήνα.
Η θαλασσοκράτειρα Βενετία χάνει για πάντα ένα λαμπερό πετράδι από το πολυποίκιλτο στέμμα της ναυτικής αυτοκρατορίας της. Τα βάρβαρα στίφη ξεχύνονται με εκκωφαντικούς αλαλαγμούς στους δρόμους της καστροπολιτείας, λεηλατώντας ασυγκράτητα και σφαγιάζοντας ανελέητα τον άμαχο πληθυσμό. Η ανεξέλεγκτη δήωση θα συνεχιστεί για τρία μερόνυχτα. Το Σάββατο 14 Ιουλίου, ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής (Fatih Sultan Mehmet) διαβαίνει το κατώφλι της «Άνω Πύλης», την στιγμή που παραδίδονται και οι τελευταίοι υπερασπιστές στο καστέλι του πορθμού του Ευρίπου. Κάθε ικμάδα αντίστασης έχει πλέον εξανεμιστεί. Ο σουλτάνος επιθεωρεί χαιρέκακα την αποτρόπαια θηριωδία των αλλοφρόνων ανδρών του, διατάζοντας να ενταθεί ο εξανδραποδισμός των κατοίκων και κατόπιν αποχωρεί στην σκηνή του, πλησίον της γυναικείας μονής της Αγίας Κλάρας, για να απολαύσει ανενόχλητος τον θρίαμβο του.
Τις απογευματινές ώρες της 15ης Ιουλίου, η φρικώδης λαίλαπα φαίνεται να έχει καταλαγιάσει. Πάνω στα συντρίμμια του ολέθρου, σε τρία σημεία της πόλης διαδραματίζονται κάποιες παράπλευρες πράξεις της τραγωδίας, οι οποίες έμελλε να προσλάβουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην σύγχρονη εποχή. Ένας Βενετσιάνος αριστοκράτης, μάλλον τραπεζίτης, κείτεται νεκρός στο πάτωμα της οικίας του, αποκεφαλισμένος από την σπάθα ενός μαινόμενου γενίτσαρου, έχοντας όμως προφτάσει να κρύψει τα χρηματικά αποθέματα του ταμείου του σε ένα ασφαλές μέρος, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Τουλάχιστον αυτά δεν θα περνούσαν στην κατοχή κάποιου μισητού αλλόπιστου.
Η εναποθηκευμένη συλλογή εξοπλισμού της Χαλκίδας περιελάμβανε διάφορους αντιπροσωπευτικούς τύπους κρανών των μεσαιωνικών χρόνων, που έφεραν οι στρατοί της Δυτικής Ευρώπης. Εκτός από τα κράνη, βρέθηκαν και πολλές μεταλλικές πλάκες (ημιθώρακες – brigantines), που αποτελούσαν τα μέρη της πανοπλίας που προστάτευε τον θώρακα και την πλάτη του πολεμιστή του 14ου – 15ου αιώνα, προσαρμοσμένα σε υφασμάτινο επενδύτη. Προθήκη Εθνικού Ιστορικού Μουσείου Αθηνών.
Δεν πρόλαβε να χαρεί τον κλεμμένο θησαυρό
Κοντά στην «Κάτω Πύλη», ένας Τούρκος αζάπης[1] χορτασμένος πιά από το αιματοκύλισμα, αποτιμά την αστραφτερή λεία του από την σκύλευση των σωρών των πολιτών του Νεγροπόντε.
Έχει μαζέψει στο σακούλι του διάφορα κοσμήματα, αλυσίδες, δακτυλίδια, χάντρες, περίτεχνες πόρπες, ενθέματα από ζώνες, όλα τους χρυσά και ασημένια. Σκέφτεται παραδόπιστα πως δεν πρέπει να δουν τα αποκτήματα του οι υπόλοιποι συμπολεμιστές του, γιατί θα ορμήσουν για τα αρπάξουν. Έτσι λοιπόν, τα παραχώνει στο υπόγειο μίας κατοικίας, που πιστεύει ότι θα αποτελέσει την μελλοντική κατοικία του, όπως του είχε υποσχεθεί ο σουλτάνος του. Αλλά ο άπληστος αζάπης σύντομα θα σκοτωθεί κατά την αποτυχημένη επιχείρηση ανακατάληψης του Νεγροπόντε, η οποία διενεργήθηκε περί τα τέλη του Αυγούστου του 1470, από τον Βενετσιάνο γενικό καπετάνιο Νικολό ντα Κανάλε (Nicolo da Canale), παίρνοντας στον τάφο του το πολύτιμο μυστικό του.
Το πολεοδομικό διάγραμμα του κάστρου της Χαλκίδας στα 1840, με εφαρμογή στο σύγχρονο χάρτη της πόλης. Στον κόκκινο κύκλο με την ημισέλινο η θέση όπου βρισκόταν το Νταούτ μπέη τζαμί, σε μυστική κρύπτη του οποίου κρυβόταν η σπάνια συλλογή με τον «μεσαιωνικό οπλισμό του Νεγροπόντε».
Οι πανοπλίες στο τέμενος Νταούτ μπέη.
Ανάμεσα στην σημερινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και στο μεσαιωνικό κτίριο, όπου τώρα στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο, ένας ράθυμος Τούρκος αξιωματούχος είναι επιφορτισμένος με το άχαρο καθήκον της συγκέντρωσης και του διαχωρισμού των πολεμικών λαφύρων από το διαγούμισμα, τα οποία θα συνοδέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Δυσανασχετώντας από τον όγκο των συσσωρευμένων όπλων, κρανών, θωράκων, και άλλων εξαρτημάτων πανοπλιών, επιλέγει βιαστικά τα καλύτερα και τα φορτώνει σε σάκους και κασέλες στις πλάτες των σκλάβων Χαλκιδέων, οδηγώντας τους στα πλοία του Οθωμανικού στόλου που ετοιμάζονται να αποπλεύσουν από το λιμάνι του Νεγροπόντε. Όσα από τα αυτά εκτίμησε ότι ήταν δεύτερης διαλογής, τα αποθέτει συσκευασμένα στο θολωτό υπόγειο ενός παρακείμενου οικήματος, με σκοπό να παραληφθούν σε μία επόμενη διαδρομή, είτε απλά για να αποκρύψει αυτό το πρόσθετο ανεπιθύμητο βάρος. Όμως, ο ίδιος αξιωματούχος δεν θα έρθει ξανά στην κατακτημένη πόλη και εκείνο το στρατιωτικό υλικό θα παραμείνει αποθηκευμένο για αιώνες, καθώς αργότερα στην θέση του κτίσματος θα ανεγερθεί το τέμενος Νταούτ μπέη (Cemi-i Davut Bey) και πάνω από την καταπακτή θα περάσει μία μεσοτοιχία, παραδόξως χωρίς κανένας να αναρωτηθεί τι κρύβονταν από κάτω. Άραγε θα μπορούσαν αυτές οι τρεις παράλληλες υποθετικές περιπτώσεις να βασίζονται σε μία αληθοφανή πλοκή των γεγονότων;[2] Το πιθανότερο είναι να μην το μάθουμε ποτέ και να αρκεστούμε στις εικασίες. Εντούτοις, τα αποθησαυρισμένα αντικείμενα από την μεσαιωνική Χαλκίδα θα διέγραφαν μεταγενέστερα την δική τους περιπετειώδη πορεία, η οποία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αξίζει να την γνωρίσουμε.
Μία από τις μεγαλύτερες συλλογές μεσαιωνικού οπλισμού που έχουν ποτέ ανακαλυφθεί, διασκορπισμένη σε μουσεία του κόσμου. Πάνω φωτό: Ορισμένα από τα μεσαιωνικά κράνη και τα τμήματα πανοπλιών (ημιθώρακες) του 14ου – 15ου αιώνα, που ανακαλύφθηκαν τυχαία το 1840 στη Χαλκίδα και σήμερα εκτίθενται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών. Κάτω φωτό: Η θεματική ενότητα του μεσαιωνικού πολεμικού εξοπλισμού από την Χαλκίδα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.
Η ανακαίνιση του τεμένους έκρυβε εκπλήξεις
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε μεταβλήθηκε στο Εγριμπόζ των περιηγητών, για να ξαναπάρει επίσημα την πατροπαράδοτη ονομασία του ως Χαλκίδα, όταν απελευθερώθηκε η πόλη[3] και μαζί της ολόκληρη η Εύβοια στις 7 Απριλίου 1833.
Τα μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα σταδιακά παύουν να λειτουργούν ή χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, το τέμενος Νταούτ μπέη διασκευάζεται σε στρατιωτικό θεραπευτήριο, για την κάλυψη των αναγκών της Ελληνικής φρουράς του «Κάστρου» της Χαλκίδας[4]. Σύμφωνα με τον Ελευθέριο Ιωαννίδη, βρίσκονταν στην διασταύρωση των οδών Ερωτοκρίτου και Ανδρούτσου[5], εκεί που επισημαίνεται με το σύμβολο της ημισελήνου ένα τζαμί στο πρώτο πολεοδομικό διάγραμμα της Χαλκίδας του 1840. Μάλλον τις τελευταίες ημέρες του Νοεμβρίου εκείνου του έτους, το στρατιωτικό θεραπευτήριο ανακαινίζεται και κατά την κατεδάφιση μίας μεσοτοιχίας οι εργάτες αντίκρισαν ένα παράξενο θέαμα. Μόλις είχαν αποκαλύψει ένα κρυφό επιδαπέδιο κούφωμα φραγμένο από παραφουσκωμένους σάκους, οι οποίοι φαίνονταν γεμίζουν το εσωτερικό ενός θολωτού υπόγειου διαμερίσματος. Άρχισαν λοιπόν, να τους τραβούν διαπιστώνοντας εμβρόντητοι ότι περιείχαν πλήθος παλαιότατων κρανών, μεταλλικών πλακών και άλλων στρατιωτικών απαρτίων. Αμέσως ειδοποίησαν τις αρχές και αποφασίστηκε το υλικό να μεταφερθεί ακτοπλοϊκώς στην Αθήνα, προκειμένου να γίνει μία λεπτομερής καταμέτρηση και αποτίμηση του. Εν αναμονή της φόρτωσης του, καταφθάνει στην Χαλκίδα ο Γάλλος περιηγητής Αλεξάντερ Μπυσόν (Jean Alexandre Buchon)[6], ο οποίος είχε ήδη πληροφορηθεί για τα καθέκαστα ευρισκόμενος στην Ελλάδα από τις 5 Δεκεμβρίου 1840, σπεύδει να παρατηρήσει από κοντά τα ευρεθέντα αντικείμενα. Ο επιφανής ακαδημαϊκός εντυπωσιασμένος, καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μία ογκώδη και μοναδική συλλογή μεσαιωνικών πανοπλιών και εξαρτημάτων οπλισμού από την Δυτική Ευρώπη, ίσως η μεγαλύτερη που είχε ανακαλυφθεί ποτέ, αλλά δεν του δόθηκε η δυνατότητα να την εξετάσει επί τόπου, καθώς πρέπει προφανώς να έτυχε πάνω στην διαδικασία έναρξης της αποστολής της. Έτσι, αιτήθηκε την σχετική άδεια από την αυτού μεγαλειότητα, τον βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, για να ικανοποιήσει την διακριτική επιθυμία του στην Ελληνική πρωτεύουσα.
Στις φωτογραφίες απεικονίζονται σιδερένιοι αγκαθωτοί αστέρες (τρίβολοι), οι οποίοι ενδεχομένως και να προέρχονται από την μεσαιωνική συλλογή της Χαλκίδας ή έστω είναι παρόμοιοι με αυτούς που συγκαταλέγονταν σε αυτή. Περιβάλλουν δύο χειροβομβίδες υγρού πυρός του 10ου και 12ου αιώνα από το φρούριο των Χανίων. Προθήκη Εθνικού Ιστορικού Μουσείου Αθηνών.
Το πολύτιμο φορτίο ήταν κατά πολύ ελαφρύτερο όταν έφτασε στην Αθήνα…
Στο μεταξύ, ο μεσαιωνικός εξοπλισμός από τη Χαλκίδα μεταφέρθηκε στην Αθήνα και τοποθετήθηκε σε μία από τις αίθουσες των νέων ανακτόρων (σημερινή Βουλή των Ελλήνων), τα οποία τελούσαν ακόμα υπό ανέγερση[7], για να τον μελετήσει ο Μπυσόν που έλαβε συγχρόνως και την συγκατάθεση του Όθωνα.
Τότε έγιναν αντιληπτές και οι πρώτες διαρροές, προδικάζοντας την σφετεριστική τύχη των πολεμικών κειμηλίων. Σε ένα καυστικό σχόλιο του, ο Μπυσόν υπαινίσσεται πως το φορτίο ήταν κατά πολύ ελαφρύτερο όταν αφίχθηκε στην Αθήνα, από εκείνο που αναχώρησε από την Χαλκίδα. Είναι άγνωστο το είδος και η ποσότητα των αντικειμένων αυτής της αρχικής υπεξαίρεσης, όπως άλλωστε και ο προορισμός τους. Εικάζεται ότι πολλά κατέληξαν μετέπειτα σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές του Λονδίνου, αλλά δεν είναι δυνατόν να διασταυρωθεί τεκμηριωμένα κάτι τέτοιο, τουλάχιστον μέχρι στιγμής μέσα από επίσημα έγγραφα και εκθέσεις. Στην συλλογή που τελικά κατάφερε να εξετάσει ο Γάλλος διανοούμενος το 1841, περιλαμβάνονταν γύρω στα εκατό σιδερένια κράνη διαφόρων τύπων, αρκετές εκατοντάδες από μέλη πανοπλιών, όπως μεταλλικές πλάκες θωράκισης (ημιθώρακες – brigantines), οι οποίες προσαρμόζονταν πάνω σε λινό επενδύτη και συνιστούσαν τον κορμό της πανοπλίας, επωμίδες, περιβραχιόνια, περιμηρίδια, επιγονατίδες, περικνημίδες, περικάρπια χειρόκτια κ.α.. Τα υλικά έμοιαζαν να είναι χρησιμοποιημένα και αποσυναρμολογημένα. Επιπλέον, συγκαταλέγονταν μεγάλος αριθμός από τετράπλευρες αιχμές δοράτων, αιχμές βελών και λογχών, ακόμα και πληθώρα σιδερένιων αγκαθωτών αστέρων (τρίβολων), οι οποίοι διασκορπίζονταν κατά μάζες, για να παρακωλύσουν την έφοδο του εχθρού και να αναστείλλουν την επέλαση του ιππικού. Ωστόσο, δυστυχώς δεν έγινε καμία απολύτως απογραφή όλων αυτών των σημαντικών ευρημάτων.
Μεσαιωνικά κωνικά κράνη με προσωπίδα τύπου bascinet (πάνω), Ιταλικής προέλευσης και στρογγυλά κράνη τύπου salade, Ιταλικής προέλευσης (κάτω), τέλη 14ου – μέσα 15ου αιώνα, από την συλλογή της Χαλκίδας, στην κατάσταση που φωτογραφήθηκαν το 1905 και παρουσιάστηκαν στην σχετική μελέτη του Βρετανού ιστορικού Τσαρλς Φουλκς (Charles Ffoulkes) το 1911. Εκτίθενται συντηρημένα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
Ενθύμια μιας αιματηρής νίκης;
Ο Μπυσόν μόλις περάτωσε το έργο του στην αίθουσα των νέων ανακτόρων, έγραψε μία ενθουσιώδη επιστολή στις 12 Φεβρουαρίου 1841 προς τον συντάκτη της εφημερίδας «Ελληνικός Ταχυδρόμος», περί των «πανοπλιών του μεσαίωνος ευρεθεισών εις Χαλκίδα της Ευβοίας»[8].
Στην ουσία το μακροσκελές έγγραφο αποτελούσε ένα ιδιάζον πόρισμα της εξέτασης του, όπου αποφαίνονταν ότι τα στρατιωτικά αντικείμενα ανάγονταν στα τέλη του 13ου με αρχές του 14ου αιώνα. Εν συντομία, εικάζει ότι ανήκαν σε φονευθέντες πολεμιστές και των δύο παρατάξεων, που ενεπλάκησαν στην καθοριστική μάχη του Βοιωτικού Κηφισού κοντά στην λίμνη Κωπαΐδα[9] στις 15 Μαρτίου 1311, κατά την οποία το στράτευμα των Γαλλικών ηγεμονιών του Ελληνικού χώρου, υπέστη συντριπτική ήττα από την δύναμη της διαβόητης «Καταλανικής εταιρείας» και των Τούρκων – Τουρκόπουλων συμμάχων της. Από τους φανταχτερούς Γάλλους ιππότες διασώθηκαν μόνο δύο, ένας εκ των οποίων ήταν ο υποτελής τους Λομβαρδός τριτημόριος της Εύβοιας, Βονιφάτιος ντα Βερόνα (Bonifacio da Verona), που κατόπιν αρνήθηκε την τιμητική πρόταση των Καταλανών να αναλάβει την αρχηγία τους. Στον απόηχο της μάχης, οι Ισπανοί μισθοφόροι αφαίρεσαν από τους πεσόντες εχθρούς τους τις περίτεχνες διακοσμημένες πανοπλίες και όλα τα επιθετικά όπλα, ενώ επέτρεψαν στον Βονιφάτιο να περισυλλέξει από το πεδίο όσα είδη πολεμικής εξάρτησης και οπλισμού ήταν βεβλαμμένα και να μεταφέρει στην έδρα της εξουσίας του, την γειτονική Χαλκίδα. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γάλλου περιηγητή, το σχήμα των ευρεθέντων πανοπλιών της Χαλκίδας, η ανεπιτήδευτη κατασκευή τους και τα επιφανειακά χτυπήματα τους, αποδεικνύουν ότι δεν φυλάσσονταν σε οπλοστάσιο προς μελλοντική στρατιωτική χρήση, αλλά ότι διατηρούνταν μόνο ως προσφιλή ενθύμια, μακριά από την κοινή περιέργεια, και μόλις μετά από πεντακόσια έτη αποκαλύφθηκε η υπόγεια θολωτή αίθουσα που είχαν αποτεθεί, όταν γκρεμίστηκε ένας τοίχος.
Κράνη και εξοπλισμός πανοπλιών από την μεσαιωνική συλλογή της Χαλκίδας, σε προθήκη του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Αποδείξεις πως ο οπλισμός είναι Ιταλικός, των μέσων του 15ου αιώνα.
Ο Μπυσόν έβγαλε το παραπάνω παρορμητικό συμπέρασμα αναγνωρίζοντας τις παρατιθέμενες περικεφαλαίες ως Γαλλικές, Καταλανικές και Τουρκοπουλικές, τονίζοντας ότι το κωνικό σχήμα των τελευταίων σώζονταν ακόμα στην εποχή του στην Ασία και Περσία.
Ωστόσο, ο ίδιος δεν κατείχε εξειδικευμένες γνώσεις πάνω στον μεσαιωνικό οπλισμό, καθώς όπως πιστοποιήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα η πλειονότητα των κρανών προέρχονταν από την βόρεια Ιταλία και ελάχιστα από αυτά ήταν Τουρκικά, αλλά και η χρονολόγηση τους ήταν σαφώς μεταγενέστερη. Επιπλέον, η ιστορική σύνδεση των αντικειμένων με τους πολεμιστές της μάχης του Βοιωτικού Κηφισού και τον Βονιφάτιο ντα Βερόνα ήταν εξίσου εσφαλμένη. Ο Γάλλος διανοούμενος κατά την περιήγηση του αναζητούσε και κατέγραφε οποιοδήποτε στοιχείο και μνημείο είχε σχέση με τις Φράγκικές ηγεμονίες στην Ελλάδα, σε μία προσπάθεια να αναδείξει την παρουσία και την δράση στην χώρα μας των μεσαιωνικών συμπατριωτών του. Η συλλογή της Χαλκίδας του πρόσφερε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία, έτσι ώστε να προβάλλει την σύγκρουση όπου αφανίστηκε το απαύγασμα της Φράγκικης ιπποσύνης. Η άποψη του Μπυσόν είναι λίαν παραπλανητική, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Βενετσιάνοι είχαν εκτοπίσει τον Βονιφάτιο από το φέουδο του στην νότια Εύβοια το 1309, τηρώντας μία μόνιμη εχθρική στάση απέναντι του, ενώ δεν υπήρξε ποτέ κυρίαρχος του Νεγροπόντε (Χαλκίδας), που είχε μεταβληθεί ήδη σε μία κραταιά αποικία της Γαληνότατης Δημοκρατίας. Οι Βενετσιάνικες αρχές δεν θα επέτρεπαν σε καμία περίπτωση στον αντιπαθή Λομβαρδό βαρώνο να εισέλθει στην καστροπολιτεία έστω και για να αποτίσει φόρο τιμής στους πεσόντες συμμαχητές του, όταν μάλιστα άρχισε να δείχνει φιλικά διακείμενος από την πρώτη στιγμή προς τους μισητούς Καταλανούς, με τους οποίους δεν άργησε να συμπράξει. Πάντως, πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα στον Μπυσόν, διότι προς το τέλος της επιστολής του προτείνει την δημιουργία ενός «εμβρύου Μουσείου» στην Αθήνα, όπου θα επιδεικνύονταν οι ευρεθείσες πανοπλίες της Χαλκίδας μαζί με άλλα υλικά της μεσαιωνικής εποχής από τον Ελληνικό χώρο, μία προοπτική που θα καθυστερήσει αρκετά να υλοποιηθεί.
Κράνη τύπου bascinet (ή αλλιώς barbute) από την μεσαιωνική συλλογή της Χαλκίδας. Προϊόντα εργαστηρίου της βόρειας Ιταλίας, πιθανώς της Βενετίας. Εξαιτίας του κωνικού σχήματος τους, ο Γάλος περιηγητής Αλεξάντερ Μπυσόν τα εξέλαβε λανθασμένα ως Τουρκοπουλικά. Προθήκη Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Σπάνια πολεμικά δείγματα μιας μακρινής εποχής
Σύντομα τα μεσαιωνικά κειμήλια έγιναν γνωστά στο εξωτερικό με την επωνυμία «Chalcis Hoard», δηλώνοντας τον στρατιωτικό αποθέτη οπλισμού της Χαλκίδας και κέντρισαν το ενδιαφέρον πλείστων μεσαιωνολόγων και ιστοριοδιφών, καθόσον τα Ευρωπαϊκά δείγματα πανοπλιών του 14ου – 15ου αιώνα ήταν εξαιρετικά σπάνια.
Η επιβεβλημένη μελέτη τους θα φώτιζε τις σκοτεινές πτυχές της ατομικής πολεμικής εξάρτησης εκείνης της περιόδου. Σίγουρα πολλοί συλλέκτες θα επιθυμούσαν διακαώς να αποκτήσουν ορισμένα κομμάτια από την συλλογή και ενδεχομένως να είχαν κινήσει τα νήματα προς αυτή την κατεύθυνση διαθέτοντας τις κατάλληλες διασυνδέσεις, δεδομένου ότι τον κρατικό μηχανισμό στελέχωναν αρκετοί, αν όχι πολλοί, αλλοδαποί σύμβουλοι και αξιωματούχοι για τις επόμενες δεκαετίες. Πάντως, δεν φαίνεται να πραγματοποιήθηκε καμία περαιτέρω υπεξαίρεση της έως τις αρχές του 20ου αιώνα, εκτός από την προαναφερθείσα κατά την μεταφορά της από την Χαλκίδα στην Αθήνα, την οποία αφήνει να εννοηθεί ο Μπυσόν.
Μεταλλικοί στηθαίοι ημιθώρακες (brigandines) από την συλλογή της Χαλκίδας Προθήκη Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Τμήμα της πολύτιμης συλλογής περνάει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στα χέρια Αμερικανού συλλέκτη
Τον Μάιο του 1882, ιδρύεται η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία[10]. Ένα από τα ιδρυτικά μέλη της υπήρξε ο διακεκριμένος ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος[11], ο πατέρας του οποίου θα μας απασχολήσει στα θέματα των άλλων δύο χαμένων μεσαιωνικών θησαυρών της Χαλκίδας.
Η Εταιρεία επιδίδεται συστηματικά στο έργο της συγκέντρωσης των συναφών αντικειμένων και τα αποθηκεύει σε μία αίθουσα του νεόδμητου μεγάρου του Ελληνικού Κοινοβουλίου (σημερινή Παλαιά Βουλή). Κατά πάσα πιθανότητα εκεί μεταφέρθηκε και η συλλογή εξοπλισμού της Χαλκίδας, η οποία υποθέτουμε ότι μέχρι τότε φυλάσσονταν ακέραια σε κάποιο χώρο των νέων βασιλικών ανακτόρων από το 1841. Από εδώ και πέρα θα μετατρέπονταν σε έρμαιο ενός επιτήδειου Αμερικάνου συλλέκτη, λάτρη της Ευρωπαϊκής μεσαιωνικής παράδοσης και γενικότερα των πανοπλιών και του εξοπλισμού.
Στα 1891 ο εικοσιτετράχρονος Μπάσφορντ Ντην (Bashford Dean) μόλις έχει τελειώσει το διδακτορικό του πάνω στην επιστήμη της ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια (Columbia) της Νέας Υόρκης και αποφασίζει να ταξιδέψει στην εξωτική Ανατολή. Στο πρόγραμμα του περιλαμβάνονταν και η Ελλάδα, όπου κατά την παραμονή του στην Αθήνα πληροφορείται τυχαία για την ύπαρξη της μεσαιωνικής συλλογής της Χαλκίδας και ενθουσιάζεται, καθώς είχε εμμονικό πάθος με οτιδήποτε είχε σχέση με εκείνη την εποχή, θεωρώντας τον εαυτό του ως έναν εκκολαπτόμενο μεσαιωνολόγο. Μέσω της διπλωματικής οδού, του παρέχεται η δυνατότητα να περιεργαστεί από κοντά τα κειμήλια στην αίθουσα – αποθήκη του τότε Ελληνικού Κοινοβουλίου και να έρθει σε προσωπική επαφή με τους υπεύθυνους της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας. Ο νεαρός Αμερικάνος ξεκινάει άμεσα τις διαπραγματεύσεις μαζί τους, αποσκοπώντας να περιέλθουν τα καλύτερα τεμάχια στην κατοχή του, έναντι αδρής χρηματικής αποζημίωσης. Αν και σε πρώτη φάση οι συζητήσεις απέβησαν μάλλον άκαρπες, εντούτοις μάλλον πέτυχε να αποσπάσει κάποιες υποσχέσεις, αν επιλύονταν μερικά διαδικαστικά ζητήματα. Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ότι δεσμεύτηκαν 32 κράνη για λογαριασμό του, τα οποία τηρούνταν αποθηκευμένα ξεχωριστά από την υπόλοιπη συλλογή. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε την απαρχή της διάσπασης της.
Κράνος τύπου barbute ή αλλιώς Venetian salade με προτεταμένες παραγναθίδες, έτσι ώστε να μορφοποιείται στο εμπρόσθιο μέρος οπτικό άνοιγμα σχήματος «Υ» ή «Τ» από την συλλογή της Χαλκίδας. Βενετσιάνικης προέλευσης. Προθήκη Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Οι πανοπλίες της Βενετσιάνικης φρουράς του Νεγροπόντε
Στα 1896 παραχωρείται στην Εταιρεία μία ευρύχωρη αίθουσα στο νεόχτιστο κεντρικό κτίριο του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, όπου συγκροτείται το πρώτο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο της χώρας.
Τα περισυλλεγέντα υλικά μετακομίζονται από το μέγαρο του Ελληνικού Κοινοβουλίου και εκτίθενται δημόσια πλέον τα κυριότερα από αυτά, συμπεριλαμβανομένου και ένα μεγάλο μέρος από τα πολεμικά κειμήλια της Χαλκίδας. Τα τεμάχια της συλλογής θα φωτογραφηθούν στα 1905 από τον Σκωτσέζο αρχιτέκτονα Ράμσεϊ Τραγκουάϊρ (Ramsay Traquair), ο οποίος θα προβεί σε μετρήσεις των μεγεθών τους και θα κρατήσει σημειώσεις, επ’ ωφελεία του Ιδρύματος Βυζαντινών Ερευνών και Εκδόσεων της Βρετανικής Σχολής Αθηνών[12]. Κατόπιν, το αρχείο θα μεταβιβαστεί και θα μελετηθεί από τον ιστορικό Τσαρλς Φουλκς (Charles Ffoulkes), μετέπειτα διευθυντή του Πύργου του Λονδίνου. Ο Βρετανός ειδικός θεωρούνταν αυθεντία σε θέματα μεσαιωνικού εξοπλισμού και δημοσίευσε την σχετική πραγματεία του τον Φεβρουάριο του 1911, με μέριμνα της Εταιρείας Αρχαιοτήτων του Λονδίνου (Society of Antiquaries of London). Η γνωμοδότηση του είναι πλήρως εμπεριστατωμένη και διαφωτιστική, αναιρώντας την εικασία του Αλεξάντερ Μπυσόν ότι οι πανοπλίες ανήκαν σε νεκρούς πολεμιστές της μάχης του Βοιωτικού Κηφισού στα 1311, καθώς κάλυπταν ένα χρονικό εύρος έως τα μέσα του 15ου αιώνα. Όλα τα υλικά έδειχναν να διατηρούνται σε ικανοποιητική κατάσταση και πιστοποιήθηκαν οι κατηγορίες τους, ενώ η πλειοψηφία τους ταυτοποιήθηκε ως προϊόντα εργαστηρίων της βόρειας Ιταλίας και κυρίως της Βενετίας, οδηγώντας στο συμπέρασμα πως χρησιμοποιήθηκαν από στρατιώτες της Βενετσιάνικης φρουράς του Νεγροπόντε (Χαλκίδας). Ο Φουλκς αναφέρει ότι τότε υπήρχαν 63 κράνη από τα συνολικά 95 που περιλαμβάνονταν στην αρχική συλλογή, υποθέτοντας πως κάποια δείγματα χάθηκαν ή διατέθηκαν αλλού. Η πληροφορία αυτή ενισχύει την υποψία ότι παρακρατήθηκαν 32 τεμάχια υπέρ του Μπάσφορντ Ντην και δεν παρουσιάστηκαν κατά την φωτογράφηση, αφού ήταν ακόμα σε εξέλιξη οι μυστικές διαβουλεύσεις για την εκχώρηση τους.
Οι κατηγορίες των καταμετρηθέντων κρανών ήταν οι εξής: κωνικά τύπου bascinet (με προσωπίδα ή χωρίς ή με προτεταμένες παραγναθίδες), κωνικά τύπου Venetian salade (ή barbute) με προτεταμένες παραγναθίδες οπτικού ανοίγματος σχήματος «Υ» ή «Τ», κωνικά τύπου salade ακάλυπτου προσώπου, στρογγυλά και διάφορα άλλα τύπου salade και περικεφαλαίες με συγκλίνουσα προσωπίδα τύπου armet. Ανάμεσα τους συμπεριλαμβάνονταν δύο μεγάλες κάσκες με προσωπίδα, κολάρο και μακρύ ουραίο καταυχένιο Γερμανικού – Γοτθικού τύπου bascinet και επτά υψίκορφα Τουρκικά κράνη κατασκευασμένα από πολύ λεπτό μέταλλο[13]. Ορισμένα κωνικά τύπου bascinet εμφάνιζαν ελαφρές μορφολογικές αποκλίσεις από το πρότυπο, οι οποίες σύμφωνα με τον Φουλκς οφείλονταν σε επισκευές και προσθήκες, που έγιναν από οπλουργούς του Βενετσιάνικου στρατού στο Νεγροπόντε και μερικά δείγματα έφεραν χτυπήματα, υποδηλώνοντας ότι οι κάτοχοι τους συμμετείχαν σε ένοπλη συμπλοκή.
Πάνω: μεταλλικό περιβραχιόνιο (brassard ή vambrace) και αγκώνας (elbow) των μέσων του 15ου αιώνα, από την συλλογή της Χαλκίδας, στην κατάσταση που φωτογραφήθηκε το 1905 (Μελέτη Βρετανού ιστορικού Τσαρλς Φουλκς). Εκτίθεται αναπαλαιωμένο στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. Κάτω: φολιδωτό θωρακισμένο ένδυμα (jazeran coat) φτιαγμένο από επικαλυπτόμενα τετράγωνα μεταλλικά ελάσματα από την συλλογή της Χαλκίδας, όπως ανακατασκευάστηκε από τον Αμερικανό συλλέκτη Μπάσφορντ Ντην περί το 1920, όταν είχε περάσει στην κατοχή του.
Σχεδόν το σύνολο του εξοπλισμού χρονολογείτε από τον 14ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 15ου
Από την μελέτη του Φουλκς πληροφορούμαστε ότι τα απάρτια των πανοπλιών ήταν τοποθετημένα σε δύο μεγάλα κιβώτια, γεμάτα από περιμηρίδια, επιγονατίδες, περικνημίδες, χειρόκτια, περιβραχιόνια και μεταλλικά μέλη στηθαίων και οπίσθιων πλακών θωράκισης (ημιθώρακες – brigantines).
Σχεδόν το σύνολο του εξοπλισμού ανάγεται μεταξύ του 14ου με μέσα του 15ου αιώνα, χωρίς να αναφέρεται η ακριβής ποσότητα τους, με λίγα από τα τεμάχια να τείνουν ελαφρά προς το Γερμανικό – Γοτθικό ύφος. Στις μεταλλικές επιφάνειες δεν διακρίνονται εραλδικά ή ιδιοκτησιακά σύμβολα, αλλά σε κάποιες πλάκες θωράκισης εντοπίζονται εγχάρακτα αποτυπώματα των κατασκευαστών οπλουργών, όπως γράμματα, ροζέτες κ.α.. Επίσης, επισημαίνεται η παρουσία και ενός κιβωτίου πλήρους από αιχμές βελών και αγκαθωτούς αστέρες (τρίβολους), που δυστυχώς μάλλον κρίθηκαν από τον Ράμσεϊ Τραγκουάϊρ ως ασήμαντα και δεν πρέπει να φωτογραφήθηκαν.
Από τη μελέτη του Βρετανού ιστορικού Τσαρλς Φουλκς. Πάνω: Μεταλλικές στηθαίες και οπίσθιες πλάκες θωράκισης (ημιθώρακες – brigantines) των μέσων του 15ου αιώνα, από την συλλογή της Χαλκίδας, στην κατάσταση που φωτογραφήθηκαν το 1905). Κάτω: σιδερένια λάμα μήκους 61 εκατοστών με ορειχάλκινα ενθέματα παραστάσεων από την συλλογή της Χαλκίδας. Φωτογραφήθηκε σε δύο μέρη το 1905, γιατί ήταν λυγισμένη σε γωνία. Η χρήση της είναι άγνωστη.
Δύο ενδιαφέροντα ετερόκλητα αντικείμενα
Μαζί με τα μέλη των πανοπλιών υπήρχαν και δύο ετερόκλητα αντικείμενα. Το ένα ήταν το τμήμα ενός φολιδωτού θωρακισμένου ενδύματος (jazeran coat) φτιαγμένο από επικαλυπτόμενα τετράγωνα μεταλλικά ελάσματα, τα οποία προσαρμόζονταν σε ένα τραχύ επενδύτη καραβόπανου.
Επρόκειτο για δυσεύρετο είδος θωράκισης ανατολικής επίδρασης, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως τον 14ο αιώνα και υιοθετήθηκε περιστασιακά από τους Λατίνους. Το άλλο ήταν μία παράξενη λεπτή και πεπλατυσμένη σιδερένια λάμα μήκους 61 εκατοστών, λυγισμένη σε οξεία γωνία, με μία στενότερη προεξοχή στο ένα άκρο της. Διακοσμούνταν από προσηλωμένα ορειχάλκινα ενθέματα, όπως ένας σταυρός της Μάλτας στην βάση της και ρόδακες. Αν και η λειτουργικότητα της είναι ασαφής, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ίσως να αποτελούσε το κάθετο τμήμα ενός μεγαλύτερου σταυρού ή τον επισείοντα ενός στρατιωτικού λαβάρου και η προεξοχή της να εφαρμόζονταν σε ένα ξύλινο ιστό.
Περικεφαλαίες με συγκλίνουσα προσωπίδα τύπου armet από την συλλογή της Χαλκίδας. Μία από αυτές ίσως να ήταν ένα από τα πρώτα αποκτήματα του Αμερικάνου συλλέκτη Μπάσφορντ Ντην. Προθήκη Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Αναζητώντας απαντήσεις στο μυστήριο της απόθεσης τους
Ο Τσαρλς Φουλκς εκφράζει ορισμένους αληφοφανείς συσχετισμούς για τον πολεμικό εξοπλισμό της Χαλκίδας συνδέοντας τον ορθά με την Βενετσιάνικη φρουρά του Νεγροπόντε, συνεκτιμώντας ότι οι τύποι των κρανών και των πανοπλιών της συλλογής καλύπτουν ακριβώς την περίοδο από τα μέσα του 14ου αιώνα έως το 1470, όταν οι Τούρκοι εκστράτευσαν εναντίον της Εύβοιας.
Λόγω της ατημέλητης κατάστασης των υλικών συμπεραίνει ότι βρέθηκαν στην εμφάνιση που είχαν κατά την τελευταία χρήση από τους μεσαιωνικούς κατόχους τους, δηλαδή στην διάρκεια της πολιορκίας και της άλωσης της Χαλκίδας από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’. Φαίνεται πως παραχώθηκαν σκόπιμα λίγο πριν την εκκένωση της πόλης από τα Οθωμανικά στρατεύματα, επειδή ως βεβλαμμένα δεν άξιζε τον κόπο να διατηρηθούν ή να διαχωρίστηκαν διότι χρειάζονταν επισκευές, ενώ παραλήφθηκαν τα υπόλοιπα είδη πανοπλιών και όλα τα εκηβόλα και αγχέμαχα όπλα. Η αντίληψη αυτή συνάδει με το υποθετικό παράδειγμα του υπόλογου Τούρκου αξιωματούχου, ο οποίος κατά την συγκέντρωση των στρατιωτικών λαφύρων έκρινε τον συγκεκριμένο εξοπλισμό ως δεύτερης διαλογής και τον εναπόθεσε βιαστικά στον θολωτό υπόγειο αποθηκευτικό χώρο ενός οικήματος[14].
Μεταλλικά χειρόκτια (gauntlets) από την συλλογή της Χαλκίδας. Προθήκη Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Το πολυεθνικό στράτευμα του Νεγροπόντε
Η δε ποικιλομορφία των κρανών εξηγείται φυσιολογικά, αν αναλογιστούμε ότι στο Βενετσιάνικο στράτευμα υπηρετούσαν μισθοφόροι από διάφορες χώρες και αγόραζαν με δικά τους χρήματα την πολεμική τους εξάρτηση από όπου ήταν δυνατόν να την προμηθευτούν.
Σύμφωνα με τον καθηγητή αρχαιολογίας Νίκο Κοντογιάννη[15], διασώζεται ένα χειρόγραφο στην βιβλιοθήκη του Τοπ Καπί σεράϊ (Topkapi Sarayi) στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο παρατίθενται πληροφορίες για τους υπερασπιστές του Νεγροπόντε στα 1460 – 1462, παρέχοντας μία σαφή εικόνα για την συγκρότηση της εκείνη την περίοδο. Σε αυτό καταγράφονται το μέγεθος της φρουράς, οι μισθοί, η ποικιλία του εξοπλισμού και η καταγωγή των στρατιωτών. Οι μισθοφόροι πολεμιστές προέρχονται από πολλά μέρη της Ιταλικής χερσονήσου, ενώ συμπεριλαμβάνονταν και Έλληνες, Σλάβοι, Ισπανοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Σκωτσέζοι, Ούγγροι ακόμα και ένας από την Κριμαία. Παρόμοια λοιπόν, θα πρέπει να ήταν και η εθνολογική σύνθεση της Βενετσιάνικής παράταξης, κατά την κατάκτηση του Νεγροπόντε από τους Τούρκους στα 1470, με την πολεμική τους εξάρτηση να παρουσιάζει ανομοιομορφία, η οποία αντικατοπτρίζεται στα κράνη του μεσαιωνικού εξοπλισμού της Χαλκίδας. Ο Τσαρλς Φουλκς κλείνοντας την μελέτη του, εύχεται οι αρχές του Εθνολογικού και Ιστορικού Μουσείου της Αθήνας να καταλογοποιήσουν ολόκληρη την σπάνια και αδιατάραχτη συλλογή με κατάλληλες ετικέτες, καθώς μία περαιτέρω εξέταση ίσως να αποκάλυπτε και άλλες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, που θα βοηθούσαν να αναγνωριστούν κάποια από τα άτομα που φρουρούσαν την καστροπολιτεία. Βέβαια οι Έλληνες ιθύνοντες είχαν άλλα σχέδια για αυτήν.
Ο Αμερικανός συλλέκτης Μπάσφορντ Ντην (1867 – 1928) και ιδρυτικός διευθυντής του Παραρτήματος Όπλων και Θωρακίσεων του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, απέσπασε έναντι χρηματικού ανταλλάγματος μεγάλο μέρος από τη μεσαιωνική συλλογή οπλισμού της Χαλκίδας.
Ποιος ήταν ο Αμερικάνος που αγόρασε τις πανοπλίες του Νεγροπόντε
Ο Μπάσφορντ Ντην στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ήδη ένας καταξιωμένος καθηγητής ζωολογίας και έχαιρε του σεβασμού της ακαδημαϊκής κοινότητας των ΗΠΑ ως αυτόκλητος μεσαιωνολόγος, εμπλουτίζοντας διαρκώς με κειμήλια τις ιδιωτικές του προθήκες.
Μάλιστα, στα 1904 ξεκίνησε να οργανώνει το Παράρτημα Όπλων και Θωρακίσεων του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης (Metropolitan Museum of Art, Department of Arms and Armour) της Νέας Υόρκης, στο οποίο διατέλεσε ως ιδρυτικός διευθυντής από το 1912. Ο δραστήριος Αμερικανός εποφθαλμιούσε πάντοτε την συλλογή εξοπλισμού της Χαλκίδας, διατηρώντας επικοινωνιακούς δεσμούς με την Ελληνική πλευρά και ανοιχτές τις συνεννοήσεις για την αγοραπωλησία. Ο σκοπός του θα αρχίσει να ευοδώνεται, όταν στην δεύτερη διέλευση του από την Αθήνα στα 1913, καταφέρνει να αποκτήσει επί πληρωμή μία μεταλλική πλάκα θωράκισης (brigandine) και δύο από τα δεσμευμένα κράνη, ένα κωνικό τύπου bascinet και μία περικεφαλαία με συγκλίνουσα προσωπίδα τύπου armet. Παρά την επιτυχία του, ο Ντην δεν είναι ικανοποιημένος και θα εξακολουθήσει την σκληρή διαπραγμάτευση, που ο ίδιος σε ένα άρθρο του την χαρακτηρίζει ως προβληματική, για την απαλλοτρίωση περισσότερων τεμαχίων από την μεσαιωνική συλλογή της Χαλκίδας προς όφελος του. Άλλωστε η κερκόπορτα είχε ανοίξει.
Σύνθετη ανακατασκευασμένη πανοπλία με μέλη από την συλλογή μεσαιωνικού εξοπλισμού της Χαλκίδας. Φέρει στρογγυλό κράνος με μακρύ ουραίο καταυχένιο Γοτθικού – Γερμανικού ύφους. Προθήκες Μουσείου Τέχνης της Φιλαδέλφειας.
Τα ταραγμένα χρόνια μετά τον 1ο Π.Π. διευκολύνουν τα σχέδια του Ντην
Ένα χρόνο μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 20 Νοεμβρίου 1919, ο αξιότιμος κύριος Μπάσφορντ Ντην πραγματοποιεί ένα εξάμηνο ταξίδι στην Ευρώπη και στην Τουρκία, που θα αποβεί ιδιαίτερα αποδοτικό.
Η βασική επιδίωξη του είναι να αγοράσει μεσαιωνικά αντικείμενα για το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, αλλά και για την προσωπική του συλλογή. Ένας από τους ενδιάμεσους σταθμούς του ήταν φυσικά η Αθήνα, με στόχο την απόσπαση του πολεμικού εξοπλισμού της Χαλκίδας. Τότε η Ελλάδα μόλις είχε εμπλακεί στην δίνη της Μικρασιατικής εκστρατείας και οι άστατες πολιτικοκοινωνικές περιστάσεις προσέφεραν στον Αμερικανό καθηγητή ανεπανάληπτη ευκαιρία, για να ολοκληρώσει τις διαβουλεύσεις με την διεύθυνση του Εθνολογικού και Ιστορικού Μουσείου. Τον Μάρτιο του 1920, ύστερα από επίμονες προσπάθειες 28 ετών, εκπληρώνονται επιτέλους οι προσδοκίες του. Περιέρχονται στην κατοχή του έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, 12 έως 25 κράνη διαφόρων τύπων, το φολιδωτό ένδυμα και σχεδόν όλα τα υπάρχοντα μέλη πανοπλιών από την συλλογή της Χαλκίδας, πάνω από 200 τεμάχια στο σύνολο τους. Τα υλικά θα μεταφερθούν στις ΗΠΑ σταδιακά, σε χρονικό διάστημα 2 – 3 χρόνων. Λογικά ο Ντην θα πρέπει να κατέβαλε ένα υπέρογκο ποσό στους αρμόδιους φορείς της Ελληνικής Εθνολογικής και Ιστορικής Εταιρείας για την παραχώρηση τους, το οποίο ίσως να δαπανήθηκε για την αγορά άλλων κειμηλίων από το εξωτερικό είτε από δημοπρασίες, είτε από ιδιώτες συλλέκτες. Μόνο με αυτή την παραδοχή γίνεται κάπως αποδεκτή η εκποίηση τόσο σημαντικών αντικειμένων και με το σκεπτικό ότι στο Μουσείο απέμενε η πλειονότητα των μεσαιωνικών κρανών, έτσι ώστε να εκτεθούν σε μία θεματική ενότητα. Ας ελπίσουμε ότι αυτή ήταν όντως η πραγματικότητα και να μην διενεργήθηκε καμία ιδιοτελής κατάχρηση των χρημάτων από τους παραλήπτες.
Σύνθετη ανακατασκευασμένη πανοπλία με μέλη από την συλλογή μεσαιωνικού εξοπλισμού της Χαλκίδας. Φέρει κωνικό κράνος τύπου bascinet. Προθήκες Μουσείου Τέχνης της Φιλαδέλφειας.
Κειμήλια από το Τοπ Καπί ταξιδεύουν στην Αμερικη
Στην συνέχεια του πολυσυλλεκτικού ταξιδιού του, ο Μπάσφορντ Ντην μετέβηκε στην Κωνσταντινούπολη και επισκέφτηκε το αυτοκρατορικό Οθωμανικό Μουσείο – οπλοστάσιο στο παλάτι του Τοπ Καπί, που στεγάζονταν στον Βυζαντινό ναό της Αγίας Ειρήνης[16].
Εκεί οι Τούρκοι συγκέντρωναν μαζικά τα κυριευμένα στρατιωτικά λάφυρα των πολέμων τους, από την εποχή του σουλτάνου Μωάμεθ Β’ του Πορθητή. Στο εσωτερικό και στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας υπήρχε πληθώρα αταξινόμητου μεσαιωνικού υλικού, πολλά από αυτά κείτονταν σε σωρούς, κυρίως όπλα, είδη εξάρτησης και πανοπλιών Ευρωπαϊκής προέλευσης. Μεταξύ άλλων αξιόλογων αντικειμένων, ο Ντην εντόπισε και φωτογράφισε μία ομάδα από οκτώ κράνη, εκ των οποίων τα πέντε ήταν πανομοιότυπα με αυτά της συλλογής της Χαλκίδας (τέσσερα κωνικά τύπου bascinet και ένα στρογγυλό τύπου salade) και τα προμηθεύτηκε απευθείας από τις αρχές του Τουρκικού Στρατιωτικού Μουσείου (Askeri Miize). Τα συγκεκριμένα κράνη[17] θεωρείται ότι προέρχονται από την Βενετσιάνική φρουρά του Νεγροπόντε, συνιστώντας μία έμμεση απόδειξη για την μετακομιδή πολεμικών λαφύρων στην Κωνσταντινούπολη, όταν αλώθηκε η καστροπολιτεία του Ευρίπου στα 1470. Στα τρόπαια της περιοδείας του Ντην ανά την Ευρώπη συμπεριλαμβάνονται και γύρω στα εκατό μέλη πανοπλιών από την Ρόδο, των Ιωαννιτών ιπποτών, παρεμφερή με της Χαλκίδας αλλά διαβρωμένα και σπασμένα, τα οποία αγόρασε από τον Γάλλο αρχαιοπώλη Λουί Μπασερό (Louis Bachereau) στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1920, πληρώνοντας 7.000 δολάρια. Το ποσό αυτό είναι ενδεικτικό για το υπερδιπλάσιο ύψος των χρημάτων που ενδεχομένως θα κατέβαλε στην Αθήνα, για να αποκτήσει τα καλοδιατηρημένα τεμάχια της συλλογής της Χαλκίδας.
Η ομάδα των οκτώ μεσαιωνικών κρανών που φωτογράφισε ο Μπάσφορντ Ντην στο Οθωμανικό Μουσείο – οπλοστάσιο του Τοπ Καπί στα 1920. Τα τέσσερα της πάνω σειράς και το πρώτο από αριστερά της δεύτερης, πιθανότατα προέρχονται από την Βενετσιάνικη φρουρά του Νεγροπόντε και αγοράστηκαν από τον Αμερικάνο καθηγητή.
Συναρμολογώντας το παρελθόν
Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Νέα Υόρκη, ο Μπάσφορντ Ντην επιδίδεται με ζήλο στην συναρμολόγηση μίας πανοπλίας από μέλη και πλάκες θωράκισης (brigandines), τα οποία έφερε μαζί του από την Ευρώπη.
Στόχος του ήταν να αναδημιουργήσει όσο το δυνατόν πιστότερα ένα πρωτότυπο, στην μορφή που παρουσιάζονταν σε επιτάφιες παραστάσεις πολεμιστών γύρω στα 1400, μία εποχή από την οποία δεν διασώζονταν τότε ολοκληρωμένες πανοπλίες. Η πλειονότητα των απαρτίων της σύνθεσης προέρχονταν από την συλλογή της Χαλκίδας με λίγες προσθήκες. Το αποτέλεσμα ήταν πράγματι πολύ εντυπωσιακό και προκάλεσε τον θαυμασμό των μεσαιωνολόγων. Ο Αμερικάνος καθηγητής γράφει πως η πανοπλία του ήταν Ιταλική, όπως και όλο το υλικό που εξασφαλίστηκε από την Εύβοια, αλλά την είχε ανακατασκευάσει ώστε να έχει ένα πρώιμο Γοτθικό ύφος. Αν και τα μέλη της βρέθηκαν μαζί, εντούτοις δεν ανήκαν στην ίδια μεσαιωνική στολή. Σε κάθε περίπτωση επρόκειτο για ένα ασυνήθιστα πλήρες έργο, αναπαριστώντας έναν ιππότη της περιόδου 1415 – 1430 σε ικανοποιητικό βαθμό.
Ο Μπάσφορντ Ντην απεβίωσε ξαφνικά στα 1928, κατά την διάρκεια μίας εγχείρησης, αφήνοντας πλούσια παρακαταθήκη για τους μελετητές του μεσαιωνικού οπλισμού[18]. Το μεγαλύτερο μέρος των πολλαπλών αποκτημάτων του κληροδοτήθηκε στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, όπου σε μία ενότητα στο φημισμένο Παράρτημα Όπλων και Θωρακίσεων, εκτίθενται δέκα κράνη όλων των ευρεθέντων τύπων και απάρτια πολεμικής εξάρτησης από τον οπλισμό της Χαλκίδας σε δύο προθήκες, άριστα συντηρημένα και αναπαλαιωμένα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η επιβλητική ανακατασκευασμένη πανοπλία του Ντην, με ένα πορφυρό βελούδινο ύφασμα να επικαλύπτει τις πλάκες θωράκισης (brigandines). Πολλά τεμάχια της διχοτομημένης συλλογής της Χαλκίδας ενσωματώθηκαν μερικώς μεταποιημένα σε άλλα εκθέματα του Μουσείου, όπως απλές θωρακίσεις και πανοπλίες, συμπεριλαμβανομένου και οκτώ ιπποσκευών. Επίσης, έξι κράνη βρίσκονται στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας, άλλα δύο μαζί με μέλη πανοπλίας έχουν χρησιμοποιηθεί για την συναρμολόγηση δύο σύνθετων πανοπλιών Γοτθικού ύφους του ιδρύματος, ενώ άλλο ένα κράνος εκτίθεται στο αντίστοιχο Μουσείο του Κλίβελαντ[19].
Η ανακατασκευασμένη πανοπλία από τον Μπάσφορντ Ντην περί το 1920. Η πλειονότητα των απαρτίων της σύνθεσης, προέρχονταν από εκείνα που είχε αποκτήσει με την αγορά τους από την συλλογή μεσαιωνικού εξοπλισμού της Χαλκίδας. Η προσωπίδα του κράνους τύπου bascinet, τα αλυσιδωτά μέρη και πορφυρό βελούδινο κάλυμμα είναι επιπρόσθετα. (Προθήκη Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης).
Η μεταφορά και η έκθεση της συλλογής στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο – πόσα αντικείμενα είναι ακόμη κλεισμένα σε κιβώτια
Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις δεν έγινε περαιτέρω κατάτμηση των μεσαιωνικών υλικών, που είχαν απομείνει στην Ελληνική πλευρά.
Στα 1961 – 1962 το μέγαρο της Παλαιάς Βουλής ανακαινίζεται και επαναλειτουργεί ως Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών. Τα κειμήλια μεταφέρονται από την ανεπαρκή πλέον αίθουσα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και έκτοτε εκτίθενται ορισμένα δείγματα από τον αυθεντικό εξοπλισμό της Χαλκίδας σε μία τριπλή προθήκη και συγκεκριμένα 27 κράνη διαφορετικών τύπων[20], τρεις ημιθώρακες (δύο στηθαίους και ένα οπίσθιο), μία προσωπίδα και ένα επιτραχήλιο. Ωστόσο, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο φέρεται να έχει στην κυριότητα του στα 1989, συνολικά 68 κράνη ή τμήματα κρανών, πέντε πλάκες θωράκισης (ημιθώρακες – brigantines) και δύο χαμηλά περιβραχιόνια[21]. Αν οι ποσότητες δεν έχουν μεταβληθεί από αυτή την χρονολογία σημαίνει ότι 41 τεμάχια κρανών και άλλα υλικά εξακολουθούν να είναι τοποθετημένα σε κάποιο αποθηκευτικό χώρο του μεγάρου της Παλαιάς Βουλής, τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να συντηρηθούν και να χορηγηθούν στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Χαλκίδας «Αρέθουσα», προκειμένου να αποτελέσουν μία θεματική ενότητα για την άλωση της πόλης από τους Τούρκους το 1470. Επιπρόσθετα, εγείρονται ερωτηματικά για την τύχη του κιβωτίου με τις αιχμές των βελών, τους αγκαθωτούς αστέρες (τρίβολους) και την σιδερένια διακοσμημένη λάμα, καθόσον από την μελέτη του Βρετανού ιστορικού Τσαρλς Φουλκς στα 1911 δεν μνημονεύεται ξανά στην διαθέσιμη βιβλιογραφία. Ας ελπίσουμε ότι διασώζεται ακόμα.
Μεσαιωνικό κράνος τύπου bascinet (ή αλλιώς barbute) από την συλλογή της Χαλκίδας (Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ).
Με την ευχή να γυρίσουν στη Χαλκίδα
Κατά την άποψη του γράφοντος τα υπόψη κειμήλια αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας της πόλης, την οποία οι μεσαιωνικοί κάτοχοι τους υπερασπίστηκαν σθεναρά απέναντι στην Οθωμανική λαίλαπα και άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή.
Η μεταφορά τους από την Χαλκίδα στην Αθήνα ίσως να ήταν επιβεβλημένη από τις περιστάσεις της εποχής των μέσων του 19ου αιώνα, αλλά η ιδιοτελής καπήλευση τους από τον παθιασμένο Αμερικανό συλλέκτη Μπάσφορντ Ντην θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν οι τότε ιθύνοντες του Εθνολογικού και Ιστορικού Μουσείου εκτιμούσαν καλύτερα την επιστημονική αξία του σπάνιου πολεμικού «θησαυρού» που είχαν στα χέρια τους. Υπό τις παρούσες συνθήκες, πιστεύω ότι απαιτείται να αναζητηθούν τα τυχόν αποθηκευμένα υλικά του μεσαιωνικού εξοπλισμού από τους Δημόσιους φορείς (Δήμος Χαλκιδέων, ΕΦΑ Ευβοίας), να επιστρέψουν πίσω στην Χαλκίδα και να αξιοποιηθούν εκτιθέμενα στον τόπο της εύρεσης τους[22]. Τουλάχιστον, αυτή η προτεινόμενη διάσπαση της συλλογής θα αποβεί λίαν εποικοδομητική και δεν επηρεάζει τα αντίστοιχα εκθέματα της αίθουσας Όπλων και Οπλισμού του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου Αθηνών.
Στο επόμενο μέρος της έρευνας, θα βαδίσουμε στα χνάρια δύο άλλων «θησαυρών» από το Βενετσιάνικο Νεγροπόντε: των κοσμημάτων και των αποικιακών νομισμάτων, οι οποίοι είναι εξ’ ολοκλήρου ξενιτεμένοι.
Μεταλλικά περιβραχιόνια (brassards ή vambraces), αγκώνας (elbow) και χειρόκτιο (gauntlet) των μέσων του 15ου αιώνα, από την συλλογή της Χαλκίδας (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης).
Παραπομπές
[1] Οι αζάπηδες αποτελούσαν ένα στρατιωτικό σώμα των Οθωμανών ανάλογο προς εκείνο των γενίτσαρων. Δεν ήταν Χριστιανικής καταγωγής και προέρχονταν από τις τάξεις των αγάμων και των αστέγων, συγκροτώντας ένα τμήμα ατάκτων εθελοντών, το οποίο χρησιμοποιούνταν στις πιο επικίνδυνες περιστάσεις. Οι γενίτσαροι συχνά κακομεταχειρίζονταν τους αζάπηδες και πριν να εφορμήσουν εναντίον κάποιας οχυρής θέσης, τους έβαζαν μπροστά από την παράταξη τους προκειμένου να λειτουργήσουν ως ζωντανά προχώματα και ενίοτε γέμιζαν την αμυντική τάφρο του πολιορκούμενου φρουρίου με τα πτώματα τους.
[2] Η άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους το 1470 περιγράφεται σε μία σειρά άρθρων στην στήλη «Πατριδογνωσία» του διαδικτυακού περιοδικού Square.gr, που έχουν συνταχθεί από τον Βάγια Κατσό.
[3] Άρθρο: «Η απελευθέρωση της Χαλκίδας στα 1833» / Συντάκτης: Βάγιας Κατσός / Διαδικτυακό περιοδικό Square.gr. / Στήλη «Πατριδογνωσία» / 11-4-2015.
[4] Άρθρο: «Τα τεμένη της Χαλκίδας» / Συντάκτης: Βασίλης Παπαδόπουλος / Διαδικτυακό περιοδικό Square.gr. / Στήλη «Πατριδογνωσία»/12-11-2014.
[5] «1836 – 2000. Η ιστορία του Δήμου Χαλκιδέων» – Ελευθέριος Μ. Ιωαννίδης – Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών – Τοπικό Τμήμα Χαλκίδας – Χαλκίδα – 2002.
[6] Οι αναμνήσεις του Μπυσόν από το ταξίδι του στην Εύβοια περιγράφονται στο βιβλίο «Voyage dans l’ Eboee, les Iles Ioniennes et les Cyclades en 1841» (Jean Longnon ed., Paris, 1911).
[7] Ο θεμέλιος λίθος των νέων ανακτόρων τέθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1836 και το βασιλικό ζεύγος, Όθωνας και Αμαλία, εγκαταστάθηκαν στο επιβλητικό κτίριο στις 25 Ιουλίου 1843.
[8] Πιθανότατα, ο Μπυσόν απευθύνονταν στον διαπρεπή λόγιο και καθηγητή αρχαιολογίας Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, ο οποίος υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και ένας από τους συντάκτες της συγκεκριμένης εφημερίδας των πρώτων ετών της Οθωνικής περιόδου και το 1841 κατείχε την θέση του διευθυντή του Βασιλικού Τυπογραφείου, όπου εκτυπώθηκε η χειρόγραφη επιστολή υπό τύπο επίσημης ανακοίνωσης. Επίσης, άλλη η πληροφορία της ανακάλυψης της συλλογής δίνεται από τον Μπυσόν και στις σελίδες 134 – 135 του περιηγητικού έργου του «la Grece continentale et la Moree, voyage, sejour et etudes historiques en 1840 et 1841» (Librairie de Charles Gosselin ed, Paris, 1843). Ο Γάλλος περιηγητής παρέμεινε στην Ελλάδα από τις 5 Δεκεμβρίου 1840 έως τις 27 Νοεμβρίου 1841.
[9] Η ακριβής τοποθεσία αποτελεί σημείο τριβής ανάμεσα στους ερευνητές και είναι αμφιλεγόμενη. Ο πεδινός διάδρομος του Βοιωτικού Κηφισού, δυτικά της άλλοτε λίμνης Κωπαΐδας και πλησίον της Χαιρώνειας, θεωρούνταν ως η επικρατέστερη εκδοχή μέχρι πρόσφατα, κυρίως με βάση την μαρτυρία του Καταλανού στρατιωτικού Ραμόν Μουντανέρ (Ramon Muntaner). Αλλά στο «Χρονικό του Μορέως» και σε ένα έγγραφο του 1327 του Βενετσιάνου πολιτικού Μαρίνου Σανούδου (Marino Sanudo Torcello), μνημονεύεται ότι η μάχη έλαβε χώρα στον Αλμυρό Βόλου, που ταυτίζεται με την σημερινή πόλη της Μαγνησίας. Η πληροφορία αυτή τείνει να γίνει κοινώς αποδεκτή ως περισσότερο αξιόπιστη από τους σύγχρονους ιστορικούς.
[10] Με σκοπό «την περισυναγωγή ιστορικής και εθνολογικής ύλης και αντικειμένων συντελούντων στην διαφώτισιν της μέσης και νεωτέρας Ελληνικής ιστορίας και φιλολογίας, του βίου και της γνώσης του Ελληνικού λαού και σύστασιν μουσείου και αρχείου, περιλαμβάνοντα τα τοιάυτα μνημεία του εθνικού βίου», όπως καταγράφεται στο καταστατικό της.
[11] Ο Σπυρίδων Λάμπρος, μετέπειτα Πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1916-1917, γιός του αυτοδίδακτου νομισματολόγου και εμπόρου κειμηλίων Παύλου Λάμπρου.
[12] Περίπου την ίδια περίοδο, τα κράνη και τα μέλη των πανοπλιών αποτυπώθηκαν σε σχέδια, υπό την επίβλεψη της Γαλλικής Σχολής Αθηνών (Ecole Française d’ Athenes), προκειμένου να διερευνηθεί αν είχαν Φράγκικη προέλευση. Το λεύκωμα των σχεδίων μεταβιβάστηκε και τηρείται στο Μουσείο του Λούβρου (Musee du Louvre).
[13] Στην συλλογή βρίσκονταν και ένα εμβόλιμο ημικυκλικό κράνος με παράπλευρα γείσα τύπου morion, χρονολογούμενο στα μέσα του 16ου – αρχές 17ου αιώνα, το οποίο δεν το αναφέρει ο Μπυσόν. Κατά την άποψη του Φουλκς προέρχονταν από κάποια άλλη πηγή και προστέθηκε στην συλλογή εκ παραδρομής. Το υπόψη κράνος εκτίθεται ακόμα μαζί με τα κειμήλια τις Χαλκίδας, στο κεντρικό τμήμα της αντίστοιχης προθήκης του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου Αθηνών.
[14] Έχει υποστηριχτεί ότι τα κράνη, οι πανοπλίες και ο λοιπός εξοπλισμός τοποθετήθηκαν ως εφεδρικά στην μυστική κρύπτη στις παραμονές ή κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Νεγροπόντε, με την ελπίδα να επαναχρησιμοποιηθούν αργότερα. Από την ανάλυση του Τσαρλς Φουλκς δεν προκύπτει μία τέτοια ενδεχόμενη περίπτωση. Εξάλλου, η παρουσία των επτά Τουρκικών κρανών στην συλλογή, υποδηλώνει ότι συγκεντρώθηκε μετά την άλωση της Χαλκίδας. Ο δε Βρετανός ιστορικός θεωρεί απίθανο το μέρος που βρέθηκαν τα υλικά να ήταν μία κιστέρνα (δεξαμενή), καθώς θα είχαν αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα από την παραμένουσα υγρασία, ενώ μόνο κάποια από τα κράνη εμφάνιζαν μερική καταστροφή από οξείδωση.
[15] «Πολιορκώντας την Βυζαντινή Χαλκίδα: Από τα τείχη του Εγρίπου στην οχύρωση του Negroponte» – Διάλεξη Νίκου Κοντογιάννη – Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) – 8 Μαρ 2011.
[16] Ο ναός ανοικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό μετά το 532, καθώς είχε καταστραφεί κατά την «Στάση του Νίκα». Σήμερα λειτουργεί κυρίως ως χώρος συναυλιών, λόγω της εξαιρετικής ακουστικής του εσωτερικού του.
[17] Τα τέσσερα από τα υπόψη κράνη βρίσκονται στην συλλογή του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης και το ένα στο αντίστοιχο Μουσείο της Φιλαδέλφειας στις ΗΠΑ.
[18] Ο Ντην διέπρεψε και στον τομέα της ζωολογίας, που άλλωστε ήταν και το αντικείμενο των ακαδημαϊκών σπουδών του, με εξειδίκευση στην ιχθυολογία. Παράλληλα με τα καθήκοντα του στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, διατέλεσε και διευθυντής του Παραρτήματος Ιχθύων του Αμερικάνικου Μουσείου Φυσικής Ιστορίας (American Museum of Natural History, Department of Fishes) της Νέας Υόρκης.
[19] Τα κράνη των Μουσείων Τέχνης της Φιλαδέλφειας και του Κλίβελαντ είναι τύπων bascinet – barbute με ή χωρίς προσωπίδα.
[20] Δεν προσμετράται το εμβόλιμο κράνος τύπου morion.
[21] «European Armor from the Imperial Ottoman Arsenal» – Stuart W. Pyhrr – Metropolitan Museum Journal No 24 – 1989. (σελίδα 112, σημείωση 2).
[22] Η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει προβεί σχετικά πρόσφατα σε προκαταρτικές ενέργειες, έτσι ώστε να ενταχθεί στην μόνιμη έκθεση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου «Αρέθουσα», ένα μέρος των πολεμικών κειμηλίων της Χαλκίδας, που βρίσκεται στις ΗΠΑ, είτε ως αυτούσια αντικείμενα, είτε μέσω ψηφιακού υλικού τεκμηρίωσης. Όμως, θα πρέπει να εξεταστεί πρωτίστως η περίπτωση της ύπαρξης και επιστροφής των μη εκτιθέμενων ειδών στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, η οποία εκτιμάται ως πιο εφικτή.