Άποψη της καστροπολιτείας του Νεγροπόντε φιλοτεχνημένη από τον Εσθονό περιηγητή Otto Magnus von Stackelberg. Την περίοδο 1385 – 1470 η κυριαρχία της Βενετίας επί της πόλης του Νεγροπόντε και της νήσου Εύβοιας υπήρξε πλέον απόλυτη και αναμφισβήτητη. Πηγή: «La Grèce. Vues pittoresques et topographiques», Paris, Chez I. F. D’Ostervald, 1834.
John Bury – Μετάφραση: Γιώργος Λόης
Μία αναλυτική καταγραφή της περιόδου 1385 – 1470 από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Δείτε εδώ το πρώτο (1205 – 1262), δεύτερο (1262 – 1303), τρίτο (1303 – 1340) και τέταρτο (1340 – 1385) μέρος της μεταφρασμένης διατριβής του John Bagnell Bury «The Lombards and Venetians in Euboia», η οποία δημοσιεύτηκε αποσπασματικά σε τρία μέρη στο έγκριτο επιστημονικό έντυπο «The Journal of Hellenic Studies» του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ[1], στις διαδοχικές εκδόσεις των ετών 1886, 1887 και 1888.
Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς τον σπουδαστή Γιάννη Μύταλα, για την ευγενική παραχώρηση των εικονιστικών αναπαραστάσεων των οχυρώσεων του Νεγροπόντε από την ευρύτερη εργασία του, στην οποία πραγματεύεται την ψηφιακή ανάπλαση των μεσαιωνικών τειχών και των εμβληματικών μνημείων της καστροπολιτείας του Ευρίπου.
Γιώργος Λόης
—
Τρίτη Περίοδος: 1385 – 1470.
-
Οι Ευβοείς βασσάλοι της Βενετίας, 1385 – 1470.
Η Βενετία θεώρησε σκόπιμο να δημοσιεύσει μία διακήρυξη (σ.τ.μ.: όπου καθορίζονταν) ότι οι ανταπαιτητές του τριτημόριου της Εύβοιας, το οποίο κληροδοτήθηκε από τον Τζιόρτζιο Γ’ Γκίζι, μαζί με την Τήνο (Tenos) και την Μύκονο (Mykonos) στη Γαληνότατη Δημοκρατία στα 1390, θα έπρεπε να αποτείνονται στον βάϊλο του Νεγροπόντε.
Προφανώς κανένας δεν απευθύνθηκε σε εκείνον σχετικά[2]. Στα δε 1392 αποφασίστηκε, κατόπιν ρητής επιθυμίας των κατοίκων της Τήνου και της Μυκόνου, ότι αυτά τα νησιά δεν θα έπρεπε να πωληθούν, αλλά θα έπρεπε να διορίζονταν ετησίως σε αυτά ένας Ευβοέας κυβερνήτης[3]. Αξίζει να σημειωθεί, ότι αυτά τα δύο νησιά υπήρξαν οι τελευταίες κτήσεις της Βενετίας στο Αιγαίο πέλαγος, και δεν πέρασαν στους Τούρκους μέχρι την συνθήκη του Πασάροβιτς[4] στα 1718. «Πολλά κατάλοιπα», λέει ο (σ.τ.μ.: Γερμανός ιστορικός) Karl Hopf, «της Βενετσιάνικης κυριαρχίας και της Βενετσιάνικης ζωής έχουν συντηρηθεί αυτόθι στην Τήνο έως τις σημερινές ημέρες (σ.τ.μ.: το 19ο αιώνα). Όχι μόνο σε ολόκληρη την μορφολογία της πόλης, και ακόμα στην εκκλησία της Μαντόνας Παναγίας (Madonna Panagia, σ.τ.μ.: δηλαδή της Ευαγγελίστριας Τήνου), η οποία κτίστηκε στην δική μας εποχή, έτσι ώστε να υποδηλώνεται (σ.τ.μ.: η επίδραση) της Βενετίας, αλλά ακόμα περισσότερο η αξιοσημείωτη γνήσια Βενετσιάνικη αβρότητα ολόκληρου του πληθυσμού. Όσον αφορά το τριτημόριο του Γκίζι, η Βενετία δεν ενέργησε με τον ίδιο τρόπο, όπως έπραξε συναφώς με τα άλλα δύο τριτημόρια. Η διαθήκη του Τζιόρτζιο Γ’ Γκίζι και το γεγονός ότι κανένας διεκδικητής δεν πίεσε για τα δικαιώματα του, φαίνεται ότι έδωσε επιπλέον απεριόριστες δυνάμεις στη Βενετία. Κανείς άρχοντας ή αρχόντισσα με την ιδιότητα του τρίαρχου, μολονότι χωρίς αληθινή ή ονομαστική ανεξαρτησία, δεν προικοδοτήθηκε με αυτό το τριτημόριο. Φαίνεται δε ότι είχε διαιρεθεί σε έναν αριθμό μικρότερων φέουδων, που οι κάτοχοι τους απέκτησαν την χορήγηση τους απευθείας από το βάϊλο του Νεγροπόντε[5].
Τον Τζανούλι ντ’ Ανόε τον διαδέχτηκε στο τριτημόριο του ο γιός του Νικολό στα 1394, ο οποίος ακολουθήθηκε σε ευθεία κληρονομική γραμμή από τον Τζανούλι Β’ στα 1426, τον Τζιοφρέντο (Gioffredo) στα 1434, και τον Τζανούλι Γ’, (σ.τ.μ.: το χρονικό διάστημα) 1447 – 1470.
Το τριτημόριο που είχε χορηγηθεί στη Μαρία Σανούδο, και αρχικά είχε αμφισβητηθεί από την Πετρονέλλα Τόκκο, τη χήρα του Νικολό Δαλλεκαρτσέρι, το διαχειρίζονταν για λογαριασμό της ο Φίλιππο Σανούδο, άρχοντας του Λαράτσι (σ.τ.μ.: Λεχριές;), ο οποίος έγινε καστελάνος των Ωρεών από τη Βενετία στα 1426. Η Μαρία παντρεύτηκε τον Γασπάρο Σομμαρίπα (Gasparo Sommaripa), και ο γιος της Κρουσίνο (Crusino) Σομμαρίπα την διαδέχτηκε στο τριτημόριο στα 1426. Είχε δε μεταβιβάσει σε εκείνον τα νησιά της Πάρου και της Αντιπάρου από το 1414. Ωστόσο δεν είχε επίσημα περιβληθεί με το Ευβοϊκό φέουδο από τη Βενετία μέχρι τις 27 Αυγούστου 1433. Ο Κρουσίνο αποβίωσε στα 1462 και τον διαδέχτηκε ο γιός του Νικολό, που διατήρησε το τριτημόριο μέχρι την Τουρκική κατοχή στα 1470.
Άποψη από το εσωτερικό της αποκατεστημένης «οικίας του βάϊλου» στη συνοικία «Κάστρο» της Χαλκίδας, η οποία φέρεται να ήταν το διοικητικό κέντρο της καστροπολιτείας στα χρόνια της Λατινοκρατίας. Περί το 1390, ο βάϊλος του Νεγροπόντε εξουσιοδοτήθηκε για τη διαχείριση του Ευβοϊκού τριτημορίου του Τζιόρτζιο Γ’ Γκίζι, που ο εκλιπών βαρώνος είχε κληροδοτήσει στην Βενετία. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Σύμφωνα με την εξήγηση της διανομής των τριτημορίων, την οποία παρέθεσα στο πρώτο μέρος αυτής της πραγματείας, τα δύο τριτημόρια του Νικολό Δαλλεκαρτσέρι πρέπει να συνίστατο από το κεντρικό τριτημόριο, ένα εκτημόριο στον βορρά και ένα εκτημόριο στον νότο. Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα για το πως διαιρέθηκε αυτή η ιδιοκτησία μεταξύ του Τζανούλι ντ’ Ανόε και της Μαρίας Σανούδο. Κατ’ αρχήν είναι ξεκάθαρο ότι η Μαρία Σανούδο έλαβε το βόρειο εκτημόριο, καθώς ο βάϊλος του Νεγροπόντε κατάσχεσε προσωρινά τη βαρωνία των Ωρεών μετά τον θάνατο του Νικολό προς το συμφέρον της, ενώ όλες οι λεπτομέρειες που διαθέτουμε δείχνουν προς τα εκεί. Κατά δεύτερο λόγο, θα περιμέναμε φυσιολογικά ότι αντί να επαναφέρει τον παλαιό διακανονισμό, που υφίστατο πριν τον Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι, και με τον οποίο η βαρωνία των Ωρεών πήγαινε μαζί με ένα εκτημόριο στο νότο, και το κεντρικό τριτημόριο παρέμενε συμπαγές, η Βενετία ενδεχομένως να διαίρεσε το κεντρικό τριτημόριο και να έδωσε το βορειότερο μισό του, μαζί με τη βαρωνία των Ωρεών στη Μαρία, και το νοτιότερο μισό του, μαζί με το εκτημόριο στη νότια Εύβοια στον Τζανούλι ντ’ Ανόε[6]. Έτσι θα εξασφαλίζονταν στην Μαρία το σπουδαίο πλεονέκτημα μίας συνεχόμενης εδαφικής περιφέρειας.
Σε αυτό που μπορούμε να είμαστε βέβαιοι είναι ότι η Βενετία διατήρησε (σ.τ.μ.: τα επιμέρους τιμάρια) των Ωρεών, της Βαλλόνα (Vallona), και άλλα μέρη στα δικά της χέρια, όπως και ότι το Λαράτσι (σ.τ.μ.: Λεχριές;) στη κεντρική Εύβοια, κοντά στο Ληλάντιο πεδίο, ανήκε στο μερίδιο της Μαρία Σανούδο, και γι’ αυτό ακούμε ότι το χορήγησε στον (σ.τ.μ.: συγγενή της) Φίλιππο Σανούδο[7]. Η Ξιλιλή (Xilili)[8], κοντά στη Βαλλόνα, συμπεριλαμβάνονταν επίσης στην κληρονομιά της, καθώς μνημονεύεται ρητώς στην μεταβιβασθείσα περιουσία (σ.τ.μ: στο γιό της) Κρουσίνο Σομμαρίπα στα 1433, όπως επίσης και η Λιχάδα (Litadha ή Lithada) και το μισό από το Λαράτσι (σ.τ.μ.: Λεχριές;). Κάποιοι δε αισθάνονται την τάση να ταυτοποιήσουν τη Βαλλόνα (Vallona) με την Αβαλόνα (Avalona), και να αναγνωρίσουν σε αυτό το σύγχρονο Αυλωνάρι («αυλωνάριον», από το «αυλών», δηλαδή προφανώς «μονοπάτι, λαγκάδι»). Έτσι λοιπόν η Βενετία, κάνοντας τις νέες διαιρέσεις, δεν φαίνεται να ακολούθησε τα παλαιά ορόσημα, αλλά να μεταχειρίστηκε τα δύο (σ.τ.μ.: προαναφερθέντα) τριτημόρια σαν μία συλλογή από διαχωρισμένα φέουδα, και συνεπώς τα διαμοίρασε στη Μαρία Σανούδο και τον Τζανούλι ντ’ Ανόε, ίσως όχι σε πολύ ίσα μερίδια. Η δε Αιδηψός (Lipsos) προστέθηκε στις κτήσεις των Σομμαρίπα στα 1442.
Φωτογραφία του καλοδιατηρημένου πύργου, ο οποίος δεσπόζει στην κωμόπολη του Αυλωναρίου, που αποκαλούνταν από τους Λατίνους αυθέντες της Εύβοιας ως «Vallona» ή «Avalona», σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή. Πηγή: Alex Kalantzis – kalantzisalexandro.wixsite.com.
Ως προς την Κάρυστο, ο Μικέλε Τζουστινιάνι πέθανε στα 1402, και τα άλλα δύο αδέρφια του, οι συνιδιοκτήτες, πέθαναν αμφότεροι πριν το 1406. Τότε η Βενετία την εκχώρησε έναντι μισθώματος στον (σ.τ.μ.: Βενετσιάνικης καταγωγής) Νικολό Τζιόρτζιο (Nicolo Giorgio ή Zorzi), ο οποίος μετέπειτα κατέστη μαρκήσιος της Βοδονίτσας[9]. Στα 1436 μαθαίνουμε ότι το ενοίκιο του μειώθηκε από τα 1.337 στα 737 υπέρπυρα, επειδή ο λοιμός ερήμωσε την ιδιοκτησία του στα 1432. Από μέρους του ανέλαβε να διατηρήσει το φρούριο (σ.τ.μ.: της Καρύστου) σε αποτελεσματική κατάσταση άμυνας. Αλλά αυτός πέθανε τον ίδιο χρόνο, και ο γιός του, Τζάκοπο Μαρτσεσόττο (Jacopo Marchesotto) παρέλαβε το κληροδότημα του μέχρι το 1447, όταν και τον διαδέχτηκε (σ.τ.μ.: με την σειρά του) ο γιός του Αντόνιο, ο οποίος εκδιώχθηκε από τους Τούρκους στα 1470.
Ήταν ένα χωριό στην Εύβοια που αποκαλούνταν Ζεππί ή Ύψιπτο (li Zeppi ή Ychiptos), που ανήκε στον Νικολό Βενιέρ, ο οποίος παντρεύτηκε την Πετρονέλλα Τόκκο, και στα 1403 έλαβε την άδεια να κτίσει εκεί έναν πύργο[10]. Μέσω της επιρροής του, η Βενετία ανάγκασε τη Μαρία Σανούδο να πληρώσει στην Πετρονέλλα 6.000 δουκάτα σαν μερίδιο χηρείας, απειλώντας να δημεύσει το Λαράτσι (σ.τ.μ.: Λεχριές) αν αυτή αρνούνταν. Η Πετρονέλλα πέθανε πριν το 1411, και σε αυτό το έτος ο Βενιέρ παντρεύτηκε μία κόρη του Μαφφέο Πρεμαρίνι (Maffeo Premarini), ενός από τους Πρεμαρίνι, (σ.τ.μ.: των Βενετσιάνων αυθεντών) της Κέας (Keos), που διορίστηκε καπετάνιος της Βαλλόνα (σ.τ.μ.: Αυλωναρίου) στα 1401, και εξασφάλισε ισοβίως για τον εαυτό του αυτό το αξίωμα στα 1413[11].
Το σύνηθες χρονικό διάστημα των εκμισθώσεων που παραχωρούνταν από τη Βενετία ήταν τα είκοσι εννέα έτη. Για παράδειγμα στα 1408, ο Γουλιελμάζο ντελλά Γκρόντα (Guglielmazzo della Gronda) έλαβε με αυτόν τον όρο τη Βάθεια (Vathia), και στα 1437 όταν έληξε η εκμίσθωση αντιμετώπισε μία άρνηση όταν θέλησε να την ανανεώσει, επειδή είχε αμελήσει στην πληρωμή του ενοικίου, το οποίο ανέρχονταν στα 2.000 υπέρπυρα. Η Βάθεια (σ.τ.μ.: Αμάρυνθος) κείτεται σε περίπου δύο ώρες απόσταση (σ.τ.μ. το 19ο αιώνα) στα νότια της Ερέτριας επάνω στον δρόμο προς την Κάρυστο, και γειτονικά αυτής βρίσκονται τα κατάλοιπα από μεσαιωνικά παρεκκλήσια. Η Βενετία προτίμησε να χορηγήσει το μέρος στον (σ.τ.μ.: Έλληνα) Νικόλαο Πλατή (Nikolaos Plati) αντί του ντελλά Γκρόντα, αλλά όταν ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε εντόνως, του επιτράπηκε να ανανεώσει την εκμίσθωση του στα 1438. Αυτό οδήγησε σε μία αντίστροφη διαμαρτυρία από μέρους του Πλατή, με συνέπεια να δοθεί ξανά σε εκείνον στα 1444. Μολονότι ο Γουλιελμάζο είχε πεθάνει, ο γιός του Τζάκοπο (Jacopo) διαμαρτυρήθηκε ξανά, και ο βάϊλος του Νεγροπόντε διατάχθηκε να εξετάσει τα δικαιώματα της υπόθεσης στα 1445. Καθώς η φερεγγυότητα του Πλατή αποδείχθηκε επίσης όχι εντελώς ικανοποιητική, τελικά το μέρος χορηγήθηκε οριστικά στον Τζάκοπο ντελλά Γκρόντα στα 1450.
Οι δύο σταυρεπίστεγοι υστεροβυζαντινοί ναοί της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» (αριστερά) και της «Μεταμορφώσεως του Σωτήρος» (δεξιά) στον λοφίσκο της Παλαιοχώρας Αμαρύνθου γύρω από τον οποίο υπήρχε ο παραλιακός μεσαιωνικός οικισμός της Βάθειας. Στα 1408 η Βενετία ενοικίασε το τιμάριο της Βάθειας στον Γουλιελμάζο ντελλά Γκρόντα για 29 έτη.
Πολλά μέλη από Βενετσιάνικες οικογένειες ευγενών ζούσαν στην Εύβοια αυτήν την περίοδο. Οι Μοροζίνι, οι Βενιέρ, οι Πρεμαρίνι κατείχαν φέουδα. Ακόμα εκεί υπήρχαν οι Τζουστινιάνι και οι ντα Κανάλε (da Canales). Ο Πιέτρο ντα Κανάλε παντρεύτηκε τη Νικολέττα Βενιέρ και απέκτησε τη Βούμη (Vumi, Kumi, Κύμη;)[12], στην κατοχή της οποίας τον διαδέχτηκε ο γιός του και κατόπιν ο εγγονός του, Ο δε τελευταίος ονόματι Πιέτρο, παντρεύτηκε την Φιορένζα Πρεμαρίνι και έγινε βάϊλος της Κέρκυρας στα 1475. Ο Ντονάτο (Donato) Τζουστινιάνι (1376 – 1411) κέρδισε τα Στύρα (Stura) από τον γάμο του με μία Ευβοιώτισσα αριστοκράτισσα που ονομάζονταν Χριστίνα, ενώ ο γιός και ο εγγονός του τα κατείχαν μετά από αυτόν. Οι οικογένεια των Μόρο (Moro) ήταν επίσης Βενετσιάνικη. Ο Τζάκοπο Μαρτσεσόττο της Καρύστου, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω, παντρεύτηκε την κόρη του Αντόνιο Μόρο στα 1431.
Ούτε είχαν εκλείψει όλοι οι κλάδοι των Λομβαρδικών και άλλων Ιταλικών οικογενειών, που είχαν έρθει στην Εύβοια το 13ο αιώνα. Εκεί υπήρχαν οι Σαρακίνι, εκ των οποίων ο Νέριο Ατζαγιόλι επέλεξε για νύφη μία κόρη. Εκεί βρίσκονταν οι Σκόλο (Scolos), οι Φράνκο (Francos), οι Μπέρτι (Bertis), και άλλοι. Επίσης εκεί υπήρχαν και Ελληνικές (σ.τ.μ.: αρχοντικές) οικογένειες. Ένας Έλληνας ευγενής, ο Αγαπητός (Agapitos) διέθετε έναν πύργο στη Λιχάδα, ενώ ένα μέρος που αποκαλούνταν Σαιντ Τζιοβάνι ντελλέ Φινίσε (S. Giovanni delle Finice)[13], κοντά στη Βαλλόνα (Αυλωνάρι), ήταν στα χέρια του Περούλι ντε Λισαύρια (Peruli de Lisauria) και του γιού του Πολυμενέα (Polimeneo).
-
Η βενετσιάνικη διακυβέρνηση του Νεγροπόντε.
Ανάμεσα στις ίδιες τις Βενετσιάνικες αρχές στην Εύβοια, τα πράγματα δεν έβαιναν πάντα τόσο ομαλά.
Ο Γκαμπριέλι Έμο (Gabrieli Emo), ο βάϊλος του Νεγροπόντε από το 1391 έως το 1393, ήταν σε διαρκή έριδα με τους σύμβουλους του, οι οποίοι τον κατηγορούσαν ότι σχεδίαζε να καταστήσει τον εαυτό του αυθέντη της Εύβοιας. Ωστόσο, άπαντες καταδικάστηκαν στα 1394. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα 1399 ο μισθός του βάϊλου αυξήθηκε προσωρινά, με σκοπό να εφελκυστεί σε αυτό το υπηρεσιακό αξίωμα ένας ιδιαίτερα ικανός άνδρας, ενόψει της υποβόσκουσας εχθρότητας με τον τότε δούκα των Αθηνών Αντόνιο Ατζαγιόλι.
Περίπου εκείνο τον καιρό πραγματοποιήθηκαν πολλές αλλαγές και βελτιώσεις. Κατασκευάστηκε ένας ναύσταθμος (arsenale) στο Νεγροπόντε, έτσι ώστε η Εύβοια να μην εξαρτάται πλέον εντελώς από τον ναύσταθμο της Κρήτης, μέσω του οποίου ήταν αναγκαίο να διενεργείται η προμήθεια οποιονδήποτε απαιτούμενων σκαφών. Ο (σ.τ.μ.: Έλληνας) Ιωάννης Φιλοπάγιος (Joannes Philopagios), που μπορούσε να διαβάζει και να γράφει άπταιστα Λατινικά και Ελληνικά, διορίστηκε ως διερμηνέας στο Νεγροπόντε στα 1390, καθώς είχαν ενταθεί οι διαπροσωπικές επαφές με τους Έλληνες.
Απεικόνιση των νοτιοδυτικών οχυρώσεων του Νεγροπόντε στην είσοδο του όρμου του Βούρκου, πίσω από τις οποίες αναπτύσσονταν οι υποδομές του Βενετσιάνικου ναυστάθμου (arsenale), που ιδρύθηκε στα τέλη του 14ου αιώνα. Τα διακρινόμενα κτίρια πίσω από τα τείχη, πιθανώς να αντιστοιχούν στις επιχειρησιακές και βοηθητικές εγκαταστάσεις του ναυστάθμου. Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017). Φωτογραφική βελτίωση: Βάγιας Κατσός.
Οι Εβραίοι είχαν αυξηθεί ραγδαία στην Εύβοια, και σταδιακά απέκτησαν ένα εκτενές μερίδιο εδαφικής ιδιοκτησίας, έτσι ώστε η Βενετία αισθάνθηκε κάπως συνεγερμένη από την ανάπτυξη τους και δεν επιθυμούσε να τους ενθαρρύνει. Η δε (σ.τ.μ.: βενετσιάνικη) υπηκοότητα δεν χορηγούνταν πλέον σε αυτούς. Στα 1399 τους απαγορεύτηκε να απαιτούν τόκο μεγαλύτερο του 12% (σ.τ.μ.: σε περίπτωση δανεισμού). Στα 1410 ο φόρος των 500 υπέρπυρων, ο οποίος τους είχε επιβληθεί αυξήθηκε στα 1.000. Από την άλλη πλευρά, τα προνόμια τους ανανεώθηκαν στα 1440, ενώ στα 1452 όταν οι Εβραίοι των Ωρεών και της Καρύστου παραπονέθηκαν για διώξεις, διατάχθηκε ότι οι Ιουδαίοι θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με ισότητα δικαιοσύνης όπως οι Χριστιανοί, και τον ίδιο καιρό καταργήθηκε το έθιμο να εκλέγεται ο δήμιος από τους Εβραίους.
Στις αρχές του 15ου αιώνα άρχισε ο Αλβανικός (σ.τ.μ.: Αρβανίτικος) αποικισμός, αφού ο πληθυσμός (σ.τ.μ. της Εύβοιας) είχε μειωθεί και απαιτούνταν να αναπληρωθεί. Ως δέλεαρ για τους Αλβανούς (σ.τ.μ.: Αρβανίτες) μετανάστες προσφέρθηκαν χορηγήσεις εδαφών και ελευθερία από τους φόρους. Τον ίδιο καιρό καταργήθηκε το «καπνικόν» ή φόρος της εστίας, ήτοι 50 σόλδια, καθώς λογίζονταν τόσο καταπιεστικός που περισσότερες από εκατό οικογένειες είχαν φύγει ή είχαν την πρόθεση να αποχωρήσουν από το νησί[14]. Το δε υποκατάστατο για το φόρο, αποτέλεσε η κατάταξη για στρατιωτική υπηρεσία στην άμυνα της νήσου των αρρένων άνω των 18 ετών. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι στα 1415 ανακαλύφθηκε πως τα έσοδα που προέρχονταν από το Νεγροπόντε μέσω του Βενετσιάνου θησαυροφύλακα, ήταν περί τα 10.000 υπέρπυρα λιγότερα από τα έξοδα, και ως εκ τούτου απολύθηκε ένα μέρος της μισθοφορικής δύναμης.
Η αλιεία πορφύρας ανθούσε εκείνον τον καιρό στα περίχωρα της Χαλκίδας, (σ.τ.μ.: την ονομασία) της οποίας μερικοί επιθυμούν να συνδέουν με την «κάλχη»[15], και έτσι στα 1410 πέρασε ένας νόμος, απαγορεύοντας την θραύση πετρών σε εκείνα τα μέρη του Ευρίπου που έφεραν αυτά τα αλιεύματα. Τον ίδιο χρόνο ο Εύριπος βυθοκορήθηκε και εκβαθύνθηκε με το κόστος (σ.τ.μ.: να βαρύνει) τον πληθυσμό του Νεγροπόντε.
Στα 1413, ο Πολιμενέο ντε Λισαύρια υπέβαλλε ένα υπόμνημα στη Βενετία για λογαριασμό των Ευβοέων βασσάλων, και εκείνη υποσχέθηκε να μην τους επιβαρύνει με κανένα νέο φορτίο, να κυβερνάει δίκαια και να μεριμνά επιμελώς για την άμυνα της νήσου.
Περί το έτος 1420 μία επιτροπή από πολίτες (σ.τ.μ.: του Νεγροπόντε) διορίστηκε για να εξετάσει τις Ασσίζες της Ρωμανίας[16]. Ωστόσο, δεν ήταν παρά μόνο στα 1451 που παρουσιάστηκαν δύο αντίγραφα στη Βενετσιάνικη σύγκλητο, εκ των οποίων το ένα αποτελούνταν από τους αυθεντικούς 147 τίτλους, όταν το άλλο περιείχε επίσης 37 επιπλέον (σ.τ.μ.: άρθρα) με ειδική αναφορά στις σχέσεις της Εύβοιας. Όταν ο αρχιεπίσκοπος (σ.τ.μ.: των Αθηνών) Νικόλαος Πρότιμο (Nicolaos Protimo)[17] προέβη στην σύγκριση των αντιγράφων, τότε πιστοποιήθηκαν από τη σύγκλητο στα 1452. Όμως ήταν πλέον αργά για να παρασχεθεί ένας κώδικας για τη διαχείριση της δικαιοσύνης, καθώς το Νεγροπόντε καταλήφθηκε από τους Τούρκους μόλις δεκαοκτώ χρόνια αργότερα.
Ο πορθμός του Ευρίπου βυθοκορήθηκε και εκβαθύνθηκε από τους Βενετσιάνους στα 1410, με το κόστος να βαρύνει τον πληθυσμό του Νεγροπόντε. Χαρακτικό με αραιωμένο μελάνι και μολύβι, σε χαρτί 184 Χ 230, μέσα του 19ου αιώνα. Πηγή: Προσωπική συλλογή Ιωάννη Καράκωστα.
-
Εχθροπραξίες με το δούκα των Αθηνών και το δεσπότη του Μυστρά.
Η Εύβοια παρέμεινε στα χέρια της Βενετίας κοντά στα εκατό χρόνια αφότου είχε περιέλθει στην κυριαρχία της, πριν περάσει στον Οθωμανό Σουλτάνο.
Η ιστορία αυτού του χρονικού διαστήματος είναι μόνο μία καταγραφή των μέτρων που λήφθηκαν για την άμυνα της εναντίον των συνεχών απειλών ή των πραγματικών διαρπαγών των Τούρκων, και των διαπραγματεύσεων (σ.τ.μ. της Γαληνότατης Δημοκρατίας) με άλλες Χριστιανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, στο σύστημα των οποίων ανήκε και η Εύβοια, και συγκεκριμένα με τους Ατζαγιόλι των Αθηνών, τους Ναβαρραίους και τους Έλληνες της Πελοποννήσου.
Τον ίδιο χρόνο που άρχισε η νέα τάξη πραγμάτων στην Εύβοια, ο Ραϊνέριο (Νέριο) Ατζαγιόλι κατόρθωσε να πετύχει το σχέδιο του για τον εκτοπισμό της Ισπανικής εξουσίας στην Αττική και έγινε ο ίδιος δούκας (σ.τ.μ.: στα 1384). Δεν είχε προλάβει να εδραιώσει καλά τον εαυτό του στο δουκάτο, όταν η Βενετία έστειλε κάποιον δόκτορα Τζιοβάνι Αλμπέρτι (Dr. Giovanni Alberti), για να προβεί σε παράσταση διαμαρτυρίας προς εκείνον, γιατί επέτρεψε στους Τούρκους κουρσάρους που λεηλάτησαν την Εύβοια να ελλιμενιστούν στα Μέγαρα[18]. Ο Ραϊνέριο (Νέριο) δεν είχε ακόμα σταθεροποιήσει τις επικράτειες του, και αυτή η προσωρινή αδυναμία του, ήταν η αιτία της υποδοχής χωρίς αντίσταση των Τούρκων πειρατών και όχι η επιβουλή του προς την Βενετία.
Η νήσος περιήλθε στην απόλυτη κυριαρχία της Βενετίας για περίπου 100 χρόνια από το 1384 έως την κατάκτηση της από τους Τούρκους στα 1470. Χάρτης της Εύβοιας του Ιταλού χαράκτη Benedetto Bordone (1460-1531). Πηγή: «Isolario di Benedetto Bordone nel qual si ragiona di tutte l’isole del mondo….», p. LXII-LXIII, Venice, 1547.
Ο ίδιος ανέλαβε να συντηρεί ένα πλοίο για την υπεράσπιση της Εύβοιας, όπως επίσης και για την ιδιοκτησία του και ακόμα προσφέρθηκε να το θέσει υπό τη διοίκηση ενός Βενετσιάνου, και όχι πολύ μετέπειτα αυτός και ο βάϊλος του Νεγροπόντε κατήγαγαν μία υπολογίσιμη ναυτική νίκη επί των Τούρκων. Αλλά μερικά χρόνια αργότερα ο Νέριο ήταν ξανά ύποπτος για συνδιαλλαγές με τους απίστους, ενώ δεν έφερε καμία εναντίωση στην εισβολή από τον Εβρενός μπέη (Evrenos Begri)[19] στο Μορέα στα 1388.
Τώρα επακολούθησε μία νέα σειρά από επιπλοκές, στις οποίες η Εύβοια βρέθηκε εμπεπλεγμένη. Παρόλο που ο Νέριο Ατζαγιόλι είχε εξωθήσει από την Αττική και τη Θήβα τους Καταλανούς, που ήταν οι παλαιοί εχθροί των Ναβαρραίων, αυτός δεν κατάφερε να κερδίσει την καλή βούληση των τελευταίων, οι οποίοι ήταν τώρα η ισχυρότερη δύναμη στον Μορέα. Αυτοί κάποτε είχαν επιτεθεί και στην Αττική με πρόθεση να εισχωρήσουν και να την καταλάβουν, και εκείνη η άκαρπη προσπάθεια τους φαίνονταν ως ένας (σ.τ.μ.: διεκδικητικός) τίτλος για το δουκάτο. Ο Νέριο ανησυχώντας για τα δυσμενή αισθήματα και σχέδια του (σ.τ.μ.: Ισπανού αρχηγού) Πέτρου Σαν Σουπεράν (Peter of San Superan), συμμάχησε φυσιολογικά με το Θεόδωρο Α’ Παλαιολόγο, το δεσπότη του Μυστρά, και αντίπαλο των Ναβαρραίων στην Πελοπόννησο, στον οποίο έδωσε προς γάμο τη νεαρή κόρη του Μπαρτολομέα (Bartolommea). Αυτή η συμμαχία ανάμειξε το Νέριο σε εχθρότητα με τη Βενετία, και οδήγησε την τελευταία σε συνασπισμό με τους Ναβαρραίους.
Ανάγλυφος θυρεός της Βενετίας του β’ μισού του 14ου αιώνα, που φέρεται να κοσμούσε την κεντρική θαλάσσια πύλη του Νεγροπόντε. Περί τα τέλη του ίδιου αιώνα, το Ναύπλιο και το Άργος τέθηκαν υπό την προστασία του φτερωτού λέοντα του Αγίου Μάρκου, έπειτα από αντιπαραθέσεις στις οποίες ενεπλάκη και η Εύβοια. Ο θυρεός εκτίθεται στην συλλογή γλυπτών στο κάστρο του Καραμπαμπά.
Η περίσταση αυτής της επιπλοκής υπήρξε ο θάνατος του Πιέτρο Κορνάρο (Pietro Cornaro), του αυθέντη του Άργους και του Ναυπλίου. Από τον πληθυσμό αυτών των περιοχών δεν ήταν αποδεκτή, ούτε η ηγεμονία του Νέριο Ατζαγιόλι, του ενός γείτονα τους από την μία πλευρά, ούτε εκείνη του Θεόδωρου, του έτερου γείτονα τους από την άλλη πλευρά, και φοβούνταν μήπως είτε ο ένας ή ο άλλος εκμεταλλεύονταν την απροστάτευτη κατάσταση των εδαφών τους και τη νεαρή χήρα του Πιέτρο, τη Μαρία ντ’ Ενγκιέν (Maria d’ Enghien). Έτσι λοιπόν, για να αποφύγουν την πιθανότητα μίας ελληνικής ή φλωρεντίνικης εξουσίας, έθεσαν τους εαυτούς τους υπό την προστασία του λέοντα του Αγίου Μάρκου. Η Βενετία ήταν ευχαριστημένη με την ευκαιρία της εξασφάλισης του Ναυπλίου, μίας πολύ ευνοϊκής τοποθεσίας για την προώθηση της ισχύος της στο Μορέα, καθώς θα θέτονταν ένα σοβαρό ζήτημα αν επιτρέπονταν στον Ατζαγιόλι να επεκτείνει την ήδη πολύ μεγάλη επικράτεια του, τον οποίο υποπτεύονταν περισσότερο για ανίερες συναλλαγές με τους άπιστους. Στο τέλος του 1388 πέρασε ένα ψήφισμα στη βενετσιάνικη σύγκλητο, όπου αποφασίζονταν η ανάληψη της κυριότητας του Ναυπλίου και η εξαγορά της βαρωνίας της Μαρία ντ’ Ενγκιέν, για την οποία εκείνη και οι κληρονόμοι της θα έπρεπε να λαμβάνουν 500 δουκάτα ανά έτος, και επιπρόσθετα δε επ’ αυτού η ίδια θα λάμβανε άλλα 200 δουκάτα ανά έτος και θα είχε το δικαίωμα να διαθέσει (σ.τ.μ.: το ποσό των) 2.000 δουκάτων με τη διαθήκη της. Από μέρους της απαιτούνταν να υποσχεθεί ότι δεν θα παντρευόταν κανέναν άλλο εκτός από ένα Βενετσιάνο.
Στο μεταξύ ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος κατέλαβε το Άργος και αρνούνταν να το εγκαταλείψει. Νωρίς στα 1389 ο Περάζο Μαλιπιέρο (Perazzo Malipiero) στάλθηκε από τη Βενετία στην Ανατολή, υπό την ιδιότητα του προβλέπτη (proveditore) του Άργους και του Ναυπλίου, με οδηγίες να κάνει έκκληση για βοήθεια προς τους Ναβαρραίους, προς τον (σ.τ.μ.: Λατίνο) αρχιεπίσκοπο της Πάτρας και προς τα Σλαβικά φύλα της Μαΐνης (Maina, Μάνη)[20], στην περίπτωση που ο Θεόδωρος επέμενε να διατηρήσει το Άργος, που τώρα ήταν νόμιμη κτήση της Βενετίας. Ο Νέριο Ατζαγιόλι, μολονότι ήταν ένας υιοθετημένος πολίτης της Βενετίας, υποστήριξε και ενθάρρυνε το σύμμαχο του Θεόδωρο, ενώ έχουμε το περίεργο θέαμα ενός Έλληνα δεσπότη να αρνείται να εγκαταλείψει το μέρος (σ.τ.μ.: του Άργους), χωρίς τη συγκατάθεση του Οθωμανού σουλτάνου Μουράτ. Όλες οι εμπορικές σχέσεις αναστάλθηκαν αμέσως μεταξύ των Βενετσιάνικων αποικιακών εγκαταστάσεων στην Ανατολή και τα εδάφη του Νέριο Ατζαγιόλι, όπως και του Θεόδωρου Α’ Παλαιολόγου. Μάλιστα έκλεισε η γέφυρα (σ.τ.μ.: του Ευρίπου) στη Χαλκίδα, που την συνέδεε με την Αττική και την Βοιωτία. Ο δε Μυστράς και η Αθήνα δεν λάμβαναν πλέον σίδηρο από τη Μεθώνη και την Κορώνη. Αντίστοιχα τα σύκα και οι σταφίδες της Αθήνας δεν έβρισκαν αγορά στην Εύβοια.
Απεικόνιση του καστελιού του Ευρίπου με την αναδιπλούμενη ξύλινη γέφυρα, η οποία έκλεισε το χρονικό διάστημα 1389 – 1390, κατά την διάρκεια της διαμάχης της Βενετίας με τον δούκα των Αθηνών Νέριο Ατζαγιόλι και τον σύμμαχο του Θεόδωρο Α’ Παλαιολόγο, τον ισχυρό δεσπότη του Μυστρά. Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017). Φωτογραφική βελτίωση: Βάγιας Κατσός.
Το καλοκαίρι (σ.τ.μ.: του 1389) η κατάσταση πήρε μία νέα τροπή. Ο πανούργος (σ.τ.μ.: Ναβαρραίος διοικητής) Σαν Σουπεράν παρέσυρε τον δούκα των Αθηνών μέσα στις λαβίδες του και τον έθεσε υπό περιορισμό. Οι επόμενοι μήνες καλύπτονται από προσπάθειες (σ.τ.μ.: του τελευταίου) για να κερδίσει την απελευθέρωση του, και γι’ αυτόν τον σκοπό οι φίλοι και οι συγγενείς του κίνησαν γη και ουρανό. Η σύζυγος του Αγνές Σαρακίνο, ο καρδινάλιος Άντζελο (Angelo) Ατζαγιόλι, ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος, η γενέθλια πόλη του Φλωρεντία και ο ίδιος ο Πάπας απευθύνθηκαν στη Βενετία για να την παρακινήσουν να μεσολαβήσει σχετικά στον Σαν Σουπεράν. Όμως η Βενετία δεν θα έκανε τίποτα αν δεν παραδίνονταν το Άργος. Από την άλλη πλευρά, (σ.τ.μ.: η Γαληνότατη Δημοκρατία) σύναψε μία συνθήκη με τους Ναβαρραίους στα 1390. Δεν χρειάζεται να παρακολουθήσουμε τα όσα διημείφθησαν στις διαπραγματεύσεις, που κατέληξαν στην απελευθέρωση του Νέριο Ατζαγιόλι με ορισμένους όρους, από τις οποίους οι πιο σημαντικοί ήταν η μεταβίβαση των Μεγάρων στη Βενετία και η δέσμευση ότι (σ.τ.μ.: ο δούκας των Αθηνών) θα προσπαθούσε να προτρέψει το Θεόδωρο να παραδώσει το Άργος. Ο πρώτος από αυτούς επιτελέστηκε, και ο δεύτερος επίσης εκπληρώθηκε αλλά χωρίς άμεσο αποτέλεσμα. Η γέφυρα του Νεγροπόντε άνοιξε ξανά και ανανεώθηκαν οι εμπορικές συναλλαγές με την Αττική.
Δεν ήταν παρά μόλις στα 1394, που ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος συναίνεσε να παραδώσει το μήλο της έριδος, (σ.τ.μ.: δηλαδή το Άργος) στη Βενετία. Η θέση του Θεόδωρου είχε καταστεί επισφαλής εξαιτίας του στασιαστικού πνεύματος των Ελλήνων αρχόντων, και αυτό τον ώθησε να γίνει πιο ενδοτικός. Στο μεσοδιάστημα ο Ραϊνέριο (Νέριο) Ατζαγιόλι παρέμεινε σε καλές σχέσεις με τη Βενετία μέχρι τον θάνατο του στα 1394. Μάλιστα, πέθανε αμέσως μετά αφότου έλαβε και επίσημα τον τίτλο του δούκα των Αθηνών, που είχε από την αρχή σφετεριστεί, από τον βασιλιά Λαδίσλαο Α’ (Ladislas) της Νάπολης, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο πρίγκιπα της Αχαΐας. Την ίδια στιγμή ο Λαδίσλαος τον απάλλαξε από την σχέση υποτέλειας, στην οποία υπόκειντο το δουκάτο των Αθηνών και Νέων Πατρών (Υπάτης) έναντι του πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Ο Νέριο στην διαθήκη του κατέλειπε την πόλη των Αθηνών στο ναό της Θεοτόκου («Our Lady») στην Ακρόπολη, όπως είχε μετατραπεί ο Παρθενώνας, και έθεσε την Εκκλησία των Αθηνών κάτω από την προστασία της Βενετίας. Επρόκειτο για μία εξαιρετικά απαράμιλλη διαθήκη.
Με την καθοδήγηση του Έλληνα αρχιεπισκόπου των Αθηνών Μακάριου οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Αθήνα το 1393. Απελευθερώθηκε πάλι όμως το 1395 με τη βοήθεια του βάϊλου του Νεγροπόντε Αντρέα Μπέμπο (Andrea Bembo). Εικόνα: Θέα της Ακρόπολης και τμήμα της πόλης των Αθηνών. Σκίτσο του Βαβίνου, δημοσιευμένο από τον Σπον (1672-1676).
-
Η Βενετσιάνικη κατοχή της Αττικής.
Δυόμιση χρόνια πριν από τον θάνατο του Νέριο Ατζαγιόλι, οι Τούρκοι είχαν απειλήσει ξανά την Αττική και την Εύβοια.
Τα νησιά του Αιγαίου πελάγους είχαν λεηλατηθεί, και το Μάϊο του 1393 ο Εβρενός Μπέης εισήλθε στην Αττική και εξανάγκασε τον Νέριο να καταβάλλει εισφορά στο σουλτάνο. Ο Νέριο έστειλε αγγελιοφόρο στη Βενετία, και η Βενετία τον έστειλε στον Πάπα, και ο Πάπας κήρυξε μία σταυροφορία ενάντια στους Τούρκους, ιδιαίτερα κατά εκείνων που είχαν μεταφέρει τον τόπο διαμονής τους στις κτήσεις του δούκα των Αθηνών. Όταν πέθανε ο Νέριο, οι Τούρκοι άδραξαν την ευκαιρία να καταλάβουν την Αθήνα. Ο ίδιος ο Εβρενός μπέης πέρασε νοτιότερα στην Πελοπόννησο για να συνδράμει τους Ναβαρραίους συμμάχους του, αλλά η «πόλη των Φιλοσόφων», όπως αποκαλούνταν από τους Τούρκους συγγραφείς που μας πληροφορούν για αυτό το γεγονός, καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε από τον (σ.τ.μ.: αδυσώπητο Οθωμανό στρατηγό) Τιμουρτάς (Timour-Tasch), καθ’ υπόδειξη και καθοδήγηση του Έλληνα αρχιεπισκόπου των Αθηνών Μακάριου, ο οποίος μετέπειτα τιμωρήθηκε για την προδοσία του από τη Βενετία. Την δε Ακρόπολη (σ.τ.μ.: των Αθηνών) υπερασπίζονταν μία γενναία φρουρά, αλλά δεν θα μπορούσε να βαστήξει για πολύ καιρό χωρίς βοήθεια. Στάλθηκε λοιπόν μία αντιπροσωπεία στο βάϊλο της Εύβοιας, ικετεύοντας τον να καταλάβει την Αθήνα για λογαριασμό της Βενετίας, την προστασία της οποίας είχε προτείνει ο τελευταίος (σ.τ.μ.: εκλιπών) δούκας. Ο δε βάϊλος του Νεγροπόντε Αντρέα Μπέμπο (Andrea Bembo) ενέδωσε στην παράκληση και σύντομα, στην αρχή του 1395, ανακαλύπτουμε ότι οι Τούρκοι δεν βρίσκονταν πια στην πόλη.
Η Βενετία οργάνωσε μία διοίκηση για την Αθήνα κάτω από ένα ποντεστά (podesta) και έναν καπετάνιο. Ο πρώτος ποντεστά ήταν ο Αλμπάνο Κονταρίνι (Albano Contarini)[21]. Παρασχέθηκαν χρήματα και στρατολογήθηκαν άνδρες για την υπεράσπιση της Αττικής και της Εύβοιας ενάντια στις Οθωμανικές εισβολές, οι οποίες έγιναν ακόμα περισσότερο προκαθορισμένες, καθώς ο νόθος Αντόνιο Ατζαγιόλι, που διαδέχτηκε τον πατέρα του Νέριο στη Βοιωτία, και επιθυμούσε να τον διαδεχτεί επίσης και στην Αττική, υπεισήλθε σε μία συνομοσπονδία με τον Εβρενός μπέη με σκοπό να εξαλειφθεί το Βενετσιάνικο προτεκτοράτο (σ.τ.μ.: των Αθηνών). Μάλιστα στα 1402 ο σχεδιασμός του γνώρισε επιτυχία. Για την διάσωση των Αθηνών είχαν μεταβεί καλπάζοντας πενήντα ιππότες από την Εύβοια, αλλά μάταια, αφού πριν τον Ιούνιο ολόκληρη η πόλη, εκτός από την Ακρόπολη, ήταν στα χέρια του Αντόνιο. Η Βενετία προσέφυγε στην σκοπιμότητα να λάβει βοήθεια από τους Τούρκους, αλλά ακριβώς εκείνο τον καιρό, η προσοχή του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’ (Bajesid) είχε εκτραπεί από τις Ευρωπαϊκές υποθέσεις, λόγω του Μογγολικού κίνδυνου στην Ασία. Η μάχη της Άγκυρας (Angora) τον ίδιο χρόνο, ανακούφισε για λίγο τα Λατινικά και Ρωμαϊκά κράτη της Ελλάδας από το αιωρούμενο ξίφος των απίστων, (σ.τ.μ.: καθώς οι Οθωμανοί ηττήθηκαν από το στράτευμα του Μογγόλου ηγεμόνα Ταμερλάνου και ο σουλτάνος αιχμαλωτίστηκε).
Σχέδιο της Ακρόπολης των Αθηνών στα 1843, όπου απεικονίζεται με τον μεσαιωνικό πύργο της. Στην αρχή του 1395 η πόλη των Αθηνών είχε περάσει στην κατοχή της Βενετίας, μέσω των ενεργειών του απερχόμενου βάϊλου του Νεγροπόντε Αντρέα Μπέμπο. Πηγή: «Six vues et détails dessinés à Athènes… par A. M. Chanavard architecte…», Louis Perrin, Lyon, 1857.
-
Ο Αντόνιο Ατζαγιόλι.
Η απώλεια της Αττικής, την οποία διατήρησε για επτά χρόνια, φαίνονταν πολύ σοβαρή για την Βενετσιάνικη σύγκλητο, που είχε τρομοκρατηθεί για την ασφάλεια της πολυαγαπημένης της Εύβοιας.
(Σ.τ.μ.: Κατόπιν των δυσμενών εξελίξεων), πέρασε ένα ψήφισμα για να ληφθούν πιο ενεργά μέτρα και να παρασχεθεί συνδρομή προς τον ποντεστά Νικολό Βιτούρι, που ακόμα κατείχε την Ακρόπολη και να καταδιωχθεί μέχρι θανάτου ο Αντόνιο Ατζαγιόλι μέσα στην ίδια τη χώρα του, καθώς θεωρούνταν επικίνδυνο να βρισκόταν η Βοιωτία στα χέρια ενός άνδρα, τόσο ασυνείδητου όσο εκείνος στις συνδιαλλαγές του με τους Τούρκους. Έτσι δόθηκε στον βάϊλο της Εύβοιας, Φραντζέσκο Μπέμπο (Francesco Bembo), το ποσό των 3.000 δουκάτων για να εκτελέσει αυτές τις αποφάσεις, και ορίστηκε ένα αντίτιμο για το κεφάλι του Αντόνιο. Αλλά δυστυχώς ο βάϊλος βιάστηκε να ενεργήσει πριν λάβει τις διαταγές και τη βοήθεια από την πάτρια κυβέρνηση, και εισέβαλλε στην Αττική με όλες τις δυνάμεις που μπορούσε να διαφεντέψει. Όμως έπεσε σε ενέδρα και συνελήφθη αιχμάλωτος. Στον Τομμάσο Μοτσένιγκο (Tommaso Mocenigo), ο οποίος διορίστηκε βάϊλος στην θέση του, δόθηκαν οδηγίες να διαπραγματευτεί με το «Νόθο» Αντόνιο, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε όλους τους όρους και μετά από πολιορκία δεκαεπτά μηνών, ο Βιτούρι πιεζόμενος από την ασιτία εξαναγκάστηκε να παραδώσει την Ακρόπολη (σ.τ.μ. των Αθηνών).
Στο μεσοδιάστημα ο Πιέτρο Ζένο, ο αυθέντης της Άνδρου, ένας πολύ επιδέξιος διπλωμάτης, είχε προσέλθει εκ μέρους της Βενετίας στην αυλή του (σ.τ.μ.: επίδοξου σουλτάνου) Σουλεϊμάν (Suleiman) στην Αδριανούπολη για να αποσπάσει την διαμεσολάβηση του στον Αντόνιο Ατζαγιόλι, για την επιστροφή των Αθηνών, και επίσης για να διευθετήσει την προσδοκώμενη απόκτηση από τη Γαληνότατη Δημοκρατία της περιφέρειας του Ωρωπού (Oropos) και της Λυκόνιας (Lykonia) απέναντι από το Νεγροπόντε[22]. Παρά την εναντίωση από μέρους του Εβρενός μπέη, η επιτηδειότητα του Ζένο επέφερε ειρήνη μεταξύ της Οθωμανικής Πύλης, του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και της Βενετίας, ενώ ο σουλτάνος συναίνεσε στην ανταπόδοση των Αθηνών και στο Βενετσιάνικο εναγκαλισμό του Ωρωπού και της Λυκόνιας.
Προσωπογραφία του Φλωρεντίνου δούκα των Αθηνών Αντόνιο Α’ Ατζαγιόλι (1402 – 1436), ο οποίος μέχρι να εδραιωθεί αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τη Βενετία, προεξάρχοντος του βάϊλου της Εύβοιας. Πηγή: «Atene Attica Descritta da suoi Principii sino all’acquisto fatto dall’ Armi Venete nel 1687», Antonio Bortoli, Venice, 1695.
Ωστόσο η επιστροφή των Αθηνών δεν πραγματοποιήθηκε. Ο βάϊλος της Εύβοιας εξακολούθησε τις εχθροπραξίες, την ίδια στιγμή που συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις. Τελικά έλαβε χώρα ένας διακανονισμός με τον οποίο ο Αντόνιο Ατζαγιόλι διατηρούσε την κατοχή των Αθηνών, αλλά ως βασσάλος της Βενετίας, και σαν ένδειξη αυτής της σχέσης έπρεπε να αποστέλλει την ημέρα των Χριστουγέννων κάθε έτος, ένα ιμάτιο για την εκκλησία του Αγίου Μάρκου με 100 δουκάτα.
Στα 1406 έγιναν παράπονα ότι δεν είχε σταλθεί το ιμάτιο και πως δεν είχαν παραδοθεί η Λυκόνια και ο Ωρωπός. Μία νέα συνθήκη συνάφθηκε τον Αύγουστο του 1407, έχοντας ως αποτέλεσμα τα φρούρια στη Λυκόνια να παραμείνουν στην κυριότητα του Αντόνιο, ενώ τα εδάφη θα αποδίδονταν στη Βενετία. Οι Ευβοείς που είχαν φέουδα στη Λυκόνια δεν θα όφειλαν οποιαδήποτε χρέη προς τον Αντόνιο Ατζαγιόλι και εκείνοι που διέθεταν φέουδα σε άλλα μέρη της Αττικής δεν θα ήταν υπόκειντο σε προσωπική υπηρεσία (σ.τ.μ.: για λογαριασμό του).
Μετά από αυτήν την ειρήνη, οι Βενετσιάνοι της Εύβοιας εφησύχαζαν, όσο οι γείτονες τους στην Αττική μεριμνούσαν για πολλά χρόνια. Η δε Αθήνα ανέκτησε ένα μερίδιο από την (σ.τ.μ.: πρότερη) ευημερία της κάτω από την πεφωτισμένη Φλωρεντίνικη διακυβέρνηση του Αντόνιο Α’ Ατζαγιόλι, πού ήταν εραστής και πάτρωνας των καλών τεχνών, τόσο που ο (σ.τ.μ.: διάσημος διπλωμάτης και συγγραφέας) Νικολό Μακιαβέλι (Nicolo Machiavelli), ο οποίος διέμεινε εκεί για κάποιο καιρό, θα την περιέγραφε με ενθουσιασμό σαν την ωραιότερη χώρα στον κόσμο. Σε αντίθεση, μπορούμε ακούσια να υπενθυμίσουμε, την καταθλιπτική εικόνα που παρέθεσε ο επίσκοπος Συνέσιος ο Κυρηναίος, για την ερημική και θλιβερή εμφάνιση της πόλης στις αρχές του 5ου αιώνα.
-
Τουρκικές εχθροπραξίες.
Η χώρα του μαρκησίου της Βοδονίτσας Τζάκοπο Γ’ Τζιόρτζιο (Jacopo ΙΙΙ Giorgio), ήταν εκτεθειμένη στις συχνές Τουρκικές επιδρομές, και στα 1408 απόκτησε την άδεια από την Βενετία να μετακομίσει τους ανθρώπους του στην Κάρυστο στην νότια Εύβοια, την οποία κατείχε ο αδερφός του Νικολό ως φέουδο από την Γαληνότατη Δημοκρατία.
Στα 1410 ο (σ.τ.μ.: έτερος επίδοξος σουλτάνος) Μουσά (Musa), ο διάδοχος του Σουλεϊμάν, έστειλε ένα Τουρκικό στράτευμα κατά της Βοδονίτσας (σ.τ.μ.: σημερινή Μενδενίτσα Φθιώτιδος). Ο Τζάκοπο σφαγιάστηκε αφού αντέταξε γενναία άμυνα και το κάστρο καταλύθηκε. Ο γιός του Νικολό μεταφέρθηκε στο σεράγι του Σουλτάνου, ενώ ο αδερφός του Νικολό Τζιόρτζιο της Καρύστου, λαμβάνοντας τον τίτλο του μαρκησίου, πέρασε απέναντι από την Εύβοια όπου διέμενε και έθεσε το απογυμνωμένο φρούριο σε μία υποφερτή κατάσταση για άμυνα,. Στο μεταξύ, οι δε Τούρκοι είχαν προχωρήσει εναντίον του Καταλανού αυθέντη των Σαλώνων (σ.τ.μ.: σημερινή Άμφισσα).
Τον επόμενο χρόνο, στα 1411, συνάφθηκε ειρήνη μεταξύ του Μουσά και της Βενετίας. Στους όρους συμπεριλαμβάνονταν ότι η Βενετία δεν απαιτούνταν να πληρώνει εισφορά προς την Οθωμανική Πύλη για τη Λυκόνια και τον Πτελεό, ενώ μία καθορισμένη εισφορά παγιώθηκε για την Αλβανία, τη Ναύπακτο (Lepanto) και την Πάτρα. Επίσης, απελευθερώθηκε το αγόρι, ο Νικολό Τζιόρτζιο, που μεταγενέστερα διορίστηκε καστελάνος του Πτελεού στα 1433 – 1441. Στο μεταξύ, ο άλλος Νικολό Τζιόρτζιο, ο θείος του, ο οποίος δεν υποχρεώθηκε να αποποιηθεί τον τίτλο του μαρκησίου, όταν εμφανίστηκε ξανά ο ανιψιός του, δεν βρίσκονταν σε μία αξιοζήλευτη κατάσταση στη Βοδονίτσα. Στα 1412 απέστειλε τον επίσκοπο των Θερμοπυλών προκειμένου να ικετεύσει για ενισχύσεις από την Εύβοια, και να του επιτραπεί να φέρει πίσω τον κόσμο που είχε φύγει από την Βοδονίτσα για τον εποικισμό της Καρύστου. Η δε Βενετία ανακούφισε τις δυσχερείς περιστάσεις του μειώνοντας το ενοίκιο για την Κάρυστο από 350 σε 300 δουκάτα, ενώ μερικά χρόνια αργότερα ελαττώθηκε στα 250. Οι βαρωνίες και τα φέουδα στην Εύβοια γίνονταν ολοένα και λιγότερο βαρύτιμα κάθε χρόνο, όσο αυξάνονταν οι καταπατήσεις των Τούρκων στην Ευρώπη.
Άποψη του κάστρου της Βοδονίτσας, το οποίο επιδιόρθωσε στα 1411 ο βαρώνος της Καρύστου Νικολό Τζιόρτζιο ενόψει μίας ενδεχόμενης επίθεσης των Τούρκων, καπηλευόμενος όμως τον τίτλο του μαρκησίου της Φθιωτικής ηγεμονίας, σε βάρος του συνονόματου ανιψιού του και νόμιμου αυθέντη της περιοχής.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ Α’ (Mohammed) διαδέχτηκε τον Μούσα στα 1413[23], και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του σημαδεύτηκαν από εχθροπραξίες με τη Βενετία. Στα 1414 ένας Τουρκικός στόλος λεηλάτησε την Εύβοια και έπειτα προχώρησε εναντίον της Βοδονίτσας, η οποία καταλήφθηκε και μετατράπηκε σε ερείπια. Ο μαρκήσιος Νικολό Τζιόρτζιο μεταφέρθηκε στην Αδριανούπολη και 1.800 κάτοικοι εξανδραποδίστηκαν. Η παρέμβαση της Βενετίας εξασφάλισε την απελευθέρωση του Νικολό τον επόμενο χρόνο. Ξανά στα 1415, η Εύβοια, όπως επίσης και οι Κυκλάδες ερημώθηκαν (σ.τ.μ.: από τους Οθωμανούς), αλλά αυτή τη φορά υπέφερε περισσότερο η Αττική, καθώς ο δούκας (σ.τ.μ.: των Αθηνών) Αντόνιο Ατζαγιόλι είχε αμελήσει να πληρώσει την εισφορά του, ενώ η συνδρομή που προσφέρθηκε από το Νεγροπόντε προς το γείτονα της δεν βοήθησε και πολύ. Αλλά η κατάσταση άλλαξε στα 1416 από μία μεγάλη ναυτική νίκη, την οποία πέτυχε ο Βενετσιάνος καπετάνιος Πιέτρο Λορεντάνο (Pietro Loredano) επί των Τούρκων στην Καλλίπολη. Αυτό εξώθησε τον Μωάμεθ Α’ να ενδώσει στις απαιτήσεις της Βενετίας, και συγκεκριμένα να ελευθερώσει 1.400 Ευβοείς, τους οποίους είχε υφαρπάξει ο στόλος του, να αποκαταστήσει τη Βοδονίτσα στον (σ.τ.μ.: απελευθερωθέντα) μαρκήσιο, και να εκκενώσει τα μέρη των Αθηνών, που κατέχονταν ακόμα (σ.τ.μ.: από τους Οθωμανούς). Όσο για την αποκατάσταση της Βοδονίτσας είχε μικρή σημασία τόσο για τον Μωάμεθ, όσο και για τον Νικολό Τζιόρτζιο. Ο δε τελευταίος υπολόγιζε ότι η ανοικοδόμηση της θα κόστιζε πάρα πολύ και έτσι αποσύρθηκε στην Κάρυστο, όπου απολάμβανε την κτηματική του περιουσία και τον τίτλο του μαρκησίου.
Οι αρπακτικές Τουρκικές εξορμήσεις του 1415 επέφεραν άγρια πλήγματα σε αρκετές περιοχές της νήσου. Μολονότι μόνο 1.400 άτομα αξιώθηκαν (σ.τ.μ.: για να επιστραφούν) από τον Μωάμεθ, λέγεται ότι περισσότερες από 1.500 ψυχές μεταφέρθηκαν μονάχα από την Αιδηψό, τη Λιχάδα, και τα Γιάλτρα (Jalitra). Μάλιστα, η Αιδηψός και η Λιχάδα είχαν ερημωθεί πλήρως. Μετά την ειρήνη αυτά τα δύο μέρη οχυρώθηκαν ισχυρά, ενώ έπειτα από ένα μικρό χρονικό διάστημα, χτίστηκε ένα οχύρωμα με επάλξεις γύρω από τους Ωρεούς, με απασχόληση Τούρκων σκλάβων. Πολλοί δε Ευβοείς έφυγαν για την Θεσσαλονίκη υπό τον φόβο των Τουρκικών διώξεων.
Ο διατηρούμενος τοίχος από το μεσαιωνικό πύργο, που βρίσκονταν επί υψώματος στα 800 περίπου μέτρα ανατολικά του σημερινού οικισμού της Λιχάδας. Κατά τις Τουρκικές επιδρομές στην Εύβοια στα 1415, λέγεται ότι εξανδραποδίστηκαν 1.500 άτομα μόνο από τις περιοχές της Αιδηψού, της Λιχάδας και της Γιάλτρας. Πηγή φωτογραφίας: kastra.eu
Οι Τούρκοι δεν ήταν ο μοναδικός εχθρός. Τον ίδιο καιρό ξέσπασε ένας μολυσματικός λοιμός αποδεκατίζοντας τους κατοίκους, που είχαν ξεφύγει από το σπαθί ή την αλυσίδα των απίστων. Άλλη μία φυσική συμφορά ενέσκηψε στη νήσο στα 1418, καθώς ένας σεισμός έριξε κάτω (σ.τ.μ.: διάφορα) κάστρα. Για μερικά χρόνια μετέπειτα, παρόλο που οι Ευβοείς τελούσαν σε διαρκή αγχώδη κατάσταση φόβου για τυχόν αιχμαλωσία από τους Τούρκους και η Βενετία έκανε συχνές αμυντικές προπαρασκευές, δεν φαίνεται να έλαβαν χώρα ληστρικές επιδρομές κάποιας βαρύτητας έως τα 1426, όταν τον Φεβρουάριο εκείνου του έτους διακομίστηκαν μακριά 700 νησιώτες μέσα σε Τουρκικά σκάφη. Τότε τα κάστρα της Εύβοιας τέθηκαν σε κατάσταση άμυνας και προσλήφθηκαν 200 μισθοφόροι. Τα Στύρα (Styra)[24] και η Λα Κούπα φαίνεται ότι ήταν μέρη στα οποία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση. Στα 1430 η Βενετία έχασε τη Θεσσαλονίκη, την οποία κατείχε για επτά χρόνια (από το 1423), και αυτό το γεγονός φαίνεται ότι αύξησε τον κίνδυνο για το Νεγροπόντε. Ο Πολυμενέο ντε Λισαύρια, τον οποίο έχουμε ήδη συναντήσει ως φορέα ενός υπομνήματος από τους νησιώτες προς τη Βενετία, εξέθεσε στη Βενετσιάνικη σύγκλητο πόσο σοβαρός ήταν πραγματικά ο κίνδυνος. Ως επακόλουθο των εξηγήσεων του, λήφθηκαν μέτρα για να ενισχυθούν τα τείχη και τα οχυρά του Νεγροπόντε.
Αλλά μετά το έτος 1430, παρόλο που από τότε οι νησιώτες διακατέχονταν από φοβία για μία αιφνίδια επίθεση των Τούρκων και επικράτησε για λίγο ένας συναγερμός, ο κόσμος στο σύνολο του διατήρησε την ηρεμία του για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Έτσι λοιπόν, αναζωογονήθηκε η καλλιέργεια του καλαμποκιού, η οποία είχε βυθιστεί πολύ χαμηλά, και μαθαίνουμε ότι στα 1439 κάποιος Τοράντι (Torrandi) είχε επιφορτιστεί από τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη να αγοράσει από δέκα έως είκοσι χιλιάδες βατσέλια (bushels) καλαμποκιού στην Εύβοια[25]. Περίπου τον ίδιο καιρό ένας άλλος σεισμός επέφερε μία ακόμα δυστυχία, κατακρημνίζοντας το ισχυρό κάστρο της Βαλλόνα (Αυλωνάρι).
Ο αποκατεστημένος πύργος του Βασιλικού (Δήμου Χαλκιδέων), που το εσωτερικό του έχει διαμορφωθεί ως εκθεσιακός χώρος με πληροφορίες για τους μεσαιωνικούς πύργους της Εύβοιας, οι οποίοι αποτελούσαν ένα άμεσο καταφύγιο για τους τρομοκρατημένους νησιώτες στην περίπτωση μίας ενδεχόμενης αιφνιδιαστικής Τουρκικής επιδρομής, κατά το Α΄ μισό του 15ου αιώνα.
Ωστόσο, ήταν μόνο μία σύντομη και μερική αναβίωση της ευημερίας, που εξασφάλισε στην Εύβοια η ασυλία από τις Τουρκικές εισβολές, ενώ πολύ πριν εκτεθεί ξανά η νήσος στην εχθρικότητα του σουλτάνου, η κατάσταση της είχε αρχίσει να παρακμάζει. Η αναζήτηση χρημάτων, η οποία προκαλούσε συνεχείς αιτήσεις προς το Βενετσιάνικο θησαυροφυλάκιο, είναι ένα σίγουρο σημάδι για αυτήν (σ.τ.μ.: την κατάπτωση). Στα 1452 ο αρχιεπίσκοπος των Αθηνών Νικόλαος Πρότιμο, θερμοπαρακάλεσε την Βενετσιάνικη σύγκλητο να επιτρέψει έτσι ώστε οι φόροι για τέσσερα χρόνια, να πληρωθούν από τους Ευβοείς σε βάθος δέκα χρόνων, εξαιτίας της φτωχοποιημένης περίστασης τους.
Η Βενετία δεν θεώρησε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης στα 1453 σαν ένα πραγματικά κρίσιμο σημείο, του μεγαλειώδους αγώνα των Ευρωπαίων εναντίον των Μουσουλμάνων. Διότι στα 1450, αυτή ήδη διέβλεπε την πόλη των Ελλήνων αυτοκρατόρων ως καταδικασμένη, και έπαψε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για αυτήν. Στα 1454 συνάφθηκε μία συνθήκη μεταξύ της Γαληνότατης Δημοκρατίας και του Μωάμεθ Β΄, αλλά ήταν σαφές ότι σύντομα θα ξεσπούσε πόλεμος για την διασπάθιση των Βενετσιάνικων κτήσεων στο Αιγαίο πέλαγος. Από αυτές η Εύβοια ήταν η πιο σημαντική, και ο σουλτάνος δεν θα επέτρεπε να παραμείνει η νήσος κάτω από οποιαδήποτε άλλη ηγεμονία εκτός από την δική του. Ωστόσο, η σύρραξη αναβλήθηκε για μερικά χρόνια. Ο Μωάμεθ είχε πολλά να τον απασχολούν στην Ασία, ενώ στην Ευρώπη ο Γεώργιος Καστριώτης (George Kastriota), ο ήρωας Σκεντέρμπεης (Skander Beg) για τους Αλβανούς, αντιτάχθηκε στην προοδευτική επέκταση των απίστων και υπερασπίστηκε την ανεξαρτησία των συμπατριωτών του με τόσο μεγάλη ενεργητικότητα, υποστηριζόμενος από τον Πάπα, το βασιλιά της Νάπολης και τη Βενετία, που η κύρια δύναμη των Τούρκων είχε στραφεί εναντίον του. Ο θάνατος του στα 1468 άφησε ελεύθερα τα χέρια του Μωάμεθ για να ασχοληθεί με το Νεγροπόντε και τις άλλες Βενετσιάνικες πόλεις στις χώρες της Ρωμανίας, που δεν είχαν ακόμα υποταχτεί στην εξουσία του.
Η Λήμνος (Lemnos) ήταν εκτεθειμένη στους Τούρκους στα 1465 και επιτράπηκε στους νησιώτες να βρούνε μία κατοικία στην Εύβοια[26]. Την ίδια στιγμή, ο βάϊλος του Νεγροπόντε έκανε εκεχειρία με τον σουλτάνο, συμφωνώντας να πληρώνει εισφορά για το Νεγροπόντε. Ο (σ.τ.μ.: αρχιστράτηγος της Βενετίας) Βετόρε Καπέλο (Vettore Capello) στάλθηκε στις Ανατολικές θάλασσες στα 1466, και κατέλαβε τα νησιά της Ίμβρου (Imbros), της Θάσου (Thasos), και της Σαμοθράκης (Samothrake). Τον διαδέχτηκε ο Τζάκοπο Λορεντάνο (Jacopo Loredano) ως διοικητής του στόλου και ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του στο να παραμένει σε γειτνίαση με το Νεγροπόντε και τον Πτελεό και να προστατεύει αυτά τα μέρη. Στα 1468 τον αντικατέστησε ο Νικολό Κανάλε (Nicolo Canale) και τον επόμενο χρόνο, κουρσεύτηκαν τα νοτιότερα μέρη της Εύβοιας από μία καθοδική επέλαση των Τούρκων, σαν ένα προμήνυμα για την επερχόμενη (σ.τ.μ.: Οθωμανική) θύελλα.
Τώρα η Βενετία άρχισε να προετοιμάζεται ένθερμα για μία σκληρή μάχη για (σ.τ.μ.: την Εύβοια), το κύριο «ορμητήριον» της στην Ανατολή. Μάλιστα, έγινε έκκληση για βοήθεια προς τη Ρόδο, τη Χίο, την Κύπρο και στο δούκα της Βουργουνδίας Κάρολο, ενώ ο Κανάλε προστάχθηκε να σώσει τη νήσο με κάθε κόστος.
ΤΕΛΟΣ 5ου μέρους.
Διαβάστε τη συνέχεια: «Οι Λομβαρδοί και οι Ενετοί στην Εύβοια (Μέρος 6ο)». Περιγραφή της άλωσης της Χαλκίδας από τον Μωάμεθ Β΄ το 1470, από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Παραπομπές
[1] Σ.τ.μ.: Το συγκεκριμένο μέρος δημοσιεύτηκε στα 1888 στον τόμο 9 (σελίδες 102 – 117) του διαλαμβανόμενου επιστημονικού εντύπου.
[2] Ένας διεκδικητής εμφανίστηκε στα 1446, αλλά οι αξιώσεις του απορρίφθηκαν.
[3] Μία διαφορετική ρύθμιση έγινε μερικά χρόνια αργότερα.
[4] Σ.τ.μ.: Η πόλη Πασάροβιτς (Passarowitz ή Požarevac) βρίσκεται στην κεντρική Σερβία και εκεί υπογράφηκε η ομώνυμη συνθήκη, με την οποία έληξε ο έβδομος Βενετοτουρκικός πόλεμος (1714 – 1718), ενώ η Βενετιά υποχρεώθηκε τότε να παραδώσει στους Οθωμανούς την Τήνο και την Αίγινα, ενώ εγκατέλειψε οριστικά τις κτήσεις της στην Πελοπόννησο.
[5] Σ.τ.μ.: Κατά μία άλλη εκδοχή, το τριτημόριο του θανόντος Τζιόρτζιο Γ’ Γκίζι απαρτίζονταν από δύο εκτημόρια σε νότια και βόρεια Εύβοια, που παραχωρήθηκαν αντίστοιχα στα 1390 στους αδερφούς Τζουστινιάνι, τους αυθέντες της Καρύστου, και στον Τζανούλι ντ’ Ανόε, τον ήδη βαρώνο του μισού του βόρειου τμήματος της νήσου.
[6] Σ.τ.μ.: Περί τα τέλη του 14ου αιώνα, η φεουδαρχική ιδιοκτησία των τριτημορίων ή των εκτημορίων της Εύβοιας κατά περίπτωση, διέπεται από μία διακριτή ασάφεια. Για το συγκεκριμένο ζήτημα νεότεροι ερευνητές διατυπώνουν την αληθοφανή άποψη, ότι στη Μαρία Σανούδο, μετά τη δολοφονία του ετεροθαλούς αδερφού της Νικολό Δαλλεκαρτσέρι στα 1383, είχε απονεμηθεί ολόκληρη η βαρωνία της κεντρικής Εύβοιας, ενώ τα εκτημόρια του εκλιπόντος στο νότιο και βόρειο τμήμα της νήσου εκχωρήθηκαν λίγο αργότερα στους αδερφούς Τζουστινιάνι και στον Τζανούλι ντ’ Ανόε αντίστοιχα, οι οποίοι από το 1390 αναβαθμίστηκαν σε τρίαρχοι με την μεταβίβαση της νησιωτικής ιδιοκτησίας του θανόντος Τζιόρτζιο Γ’ Γκίζι. (Βλέπε και παραπάνω σημείωση 5).
[7] Μετά τον θάνατο του μεταβιβάστηκε στον Πιέτρο Ζένο (Pietro Zeno) της Άνδρου.
[8] Σ.τ.μ.: Πιθανότατα πρόκειται για την περιοχή του παραλιακού οικισμού Χηλή Κύμης, όπου επί ενός βραχώδους υψώματος εντοπίζονται τα κατάλοιπα ενός οχυρού, μάλλον των μεσαιωνικών χρόνων.
[9] Ο πατέρας του Φραντζέσκο Τζιόρτζιο (Francesco Giorgio) διέθετε κτήσεις στην Εύβοια.
[10] Σ.τ.μ.: Σύμφωνα με τον Ισραηλινό καθηγητή David Jacoby το αναφερόμενο χωριό βρίσκονταν στο βορειοδυτικό τμήμα της νήσου, αλλά η ακριβής τοποθεσία του παραμένει αταύτιστη.
[11] Η Βαλλόνα (σ.τ.μ.: Αυλωνάρι) ήταν ένα σημαντικό φρούριο για την άμυνα της νήσου. Ο καπετάνιος της Βαλλόνα συνήθιζε να διαμένει στην Κούπα (La Cuppa). Πιθανώς τον Μαφφέο να τον διαδέχτηκε στο πόστο του ο γιός του Τομμάσο στα 1436 – 1460, και (σ.τ.μ.: στην συνέχεια) ο εγγονός του Αντόνιο. (Σ.τ.μ.: Όπως είναι γνωστό, το κάστρο «Κούπα» ταυτίζεται πλέον με απόλυτη ασφάλεια με τα εκτεταμένα φρουριακά κατάλοιπα στο ύψωμα «Δραγονέρα», στα νοτιοδυτικά του οικισμού Βρύση Κονιστρών. Φαίνεται λοιπόν ότι ο εν λόγω Βενετσιάνος στρατιωτικός διοικητής είχε την βάση του αρκετά μακριά από την πολιτική έδρα του φέουδου, δηλαδή την Βαλλόνα – Αυλωνάρι).
[12] Σ.τ.μ.: Ενδεχομένως το υπόψη τιμάριο να αντιστοιχεί στην σημερινή Κύμη (Κούμη) και την εγγύτερη περιοχή της.
[13] Σ.τ.μ.: Σύμφωνα με προσωπική εκτίμηση, μάλλον πρόκειται για την τοποθεσία του χωριού Άγιος Ιωάννης, σε απόσταση περίπου 12 χιλιόμετρα στην ευθεία νοτιοδυτικά του Αυλωναρίου, και 5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Αλιβερίου, όπου προϋπήρχε οικισμός της υστεροβυζαντινής περιόδου. Στο χωριό διασώζονταν ένας μεσαιωνικός πύργος μέχρι το 1900 – 1905, θεμελιωμένος στην είσοδο της νεότερης εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
[14] Σ.τ.μ.: Το «καπνικόν» ήταν ένας από τους βασικούς φόρους στην αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, τον οποίο διατήρησαν κατά περίπτωση και οι Λατίνοι κατακτητές. Επιβάλλονταν επί των κτιρίων που διέθεταν εστία (τζάκι με καπνοδόχο), δηλαδή ουσιαστικά φορολογούνταν κυρίως οι οικογενειακές κατοικίες και τα πανδοχεία.
[15] Σ.τ.μ.: Ως «κάλχη» ονομάζεται αλλιώς το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα, που από την επεξεργασία του προκύπτει η πορφυρά βαφή.
[16] Σ.τ.μ.: Οι λεγόμενες «Ασσίζες της Ρωμανίας», ήταν ένας ιδιόμορφος κώδικας, αρχικά προφορικός, που περιλάμβανε τους ισχύοντες νόμους και τα τηρούμενα έθιμα στη Λατινική Ανατολή.
[17] Οι Πρότιμο ήταν Ευβοϊκή οικογένεια. (Σ.τ.μ.: Ίσως να επρόκειτο για μία οικογένεια Βενετσιάνων αποίκων, που ζούσαν στην Εύβοια για μεγάλο χρονικό διάστημα και θεωρούνταν ως γηγενείς κάτοικοι της νήσου ή να ήταν Ελληνικής καταγωγής και να τους είχε απονεμηθεί η Βενετσιάνικη υπηκοότητα).
[18] Στα έτη 1382 – 1383 οι Τούρκοι λυμαίνονταν την Κορινθιακή επικράτεια του Ατζαγιόλι, κάτι που τον οδήγησε να υποβάλει αίτηση στον βάϊλο της Εύβοιας για μία γαλέρα, για την οποία συναινούσε να πληρώνει 8.000 δουκάτα τον χρόνο και που την προμηθεύτηκε στα 1383 από το ναύσταθμο της Κρήτης. Σημειώνεται ότι το ετήσιο μίσθωμα για μία γαλέρα, ήταν πολύ μεγαλύτερο από την τιμή αγοράς ενός ισχυρού κάστρου όπως η Κάρυστος.
[19] Όσον αφορά αυτή την εισβολή, η Βενετία διαμόρφωσε ένα πλάνο για την οργάνωση ενός αντι-Τουρκικού συνασπισμού. Αλλά το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε, καθώς οι Σέρβοι εξέτρεψαν παροδικά την προσοχή του σουλτάνου Μουράτ Α’ από τον Μορέα.
[20] Σ.τ.μ.: Πρόκειται για τις φυλετικές ομάδες των Μίλληγγων και Εζεριτών, που είχαν εγκατασταθεί περίπου από το έτος 755 στις τοποθεσίες του Ταΰγετου, του Ευρύμανθου και του Χελμού. Αυτή η εποίκιση πραγματοποιήθηκε με μέριμνα του τότε αυτοκράτορα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους Κωνσταντίνου Ε’ (741 – 775), ο οποίος αποφάσισε να μισθώσει αρειμάνιους Σλάβους και να τους τοποθετήσει στην Πελοπόννησο, εξαιτίας της επιτακτικής ανάγκης για πύκνωση του αραιωμένου πληθυσμού από τον τρομερό λοιμό του 746 – 747 και για την καλλιέργεια των εγκαταλειμμένων γαιών, αλλά και προκειμένου να περιφρουρήσουν τις ακριτικές περιοχές.
[21] Οι Βενετσιάνοι ποντεστά των Αθηνών ήταν Α. Κονταρίνι στα 1395 – 1397, Λορένζο Βιτούρι (Lorenzo Vitturi) στα 1397 – 1399, Ερμόλαο Κονταρίνι (Ermolao Contarini) στα 1399 – 1400 και Νικολό Βιτούρι στα 1400 – 1402.
[22] Σ.τ.μ.: Το τοπωνύμιο «Λυκόνια (Lykonia)» παραμένει αταύτιστο, καθώς δεν εμφανίζεται στους παλαιούς χάρτες και πορτολάνους. Πιθανότατα και με κάθε επιφύλαξη να αντιστοιχεί σε κάποια τοποθεσία γειτονική με τον Ωρωπό, ίσως στην περιοχή Αυλίδας – Δροσιάς ή περί το όρος Κτυπάς, μία εικασία που φαίνεται να ταιριάζει με τον γεωγραφικό προσδιορισμό της «Λυκόνιας», όπως συνάγεται από τα συμφραζόμενα από το κείμενο του J. B. Bury. Η ίδια μεσαιωνική ονομασία «Lykonia ή Likonia» αποδίδεται από πολλούς ιστορικούς και στο χωριό Λεχώνια (Άνω και Κάτω) του Δήμου Βόλου, όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το ομώνυμο επιζητούμενο μέρος, αφού δεν βρίσκεται απέναντι από το Νεγροπόντε και η Μαγνησία δεν ανήκε στο δουκάτο των Αθηνών και Νέων Πατρών (Υπάτης).
[23] Στα 1413 πέρασε ένα ψήφισμα (σ.τ.μ.: από την Βενετσιάνικη σύγκλητο), που απαγόρευε την καλλιέργεια στην περιφέρεια της Λυκόνιας, η οποία θα κατέχονταν καθαρά ως μία στρατιωτική τοποθεσία.
[24] Τα Στύρα (Styra) αποκαλούνταν Ποτήρι. Εκείνον τον καιρό κατέχονταν από τον Αντόνιο Τζουστινιάνι. (Σ.τ.μ.: Ο J. B. Bury καταγράφει εδώ τα Στύρα ως «Styra», ενώ στο κεφάλαιο 53 τα αναφέρει ως «Stura». Μάλιστα ταυτίζει εσφαλμένα και μάλλον εκ παραδρομής αυτό το μέρος με το κάστρο «Ποτήρι», που εντοπίζεται επιβεβαιωμένα στην κορυφή ενός βραχώδους λόφου στα νοτιοανατολικά του Αυλωναρίου. Επίσης το συγκεκριμένο οχυρό συγχέονταν και με το κάστρο «Κούπα» από αρκετούς ιστορικούς ερευνητές, λόγω ονοματολογικής συνάφειας, συνιστώντας μία κοινότυπη, πλην όμως εσφαλμένη τοπογραφική αντίληψη, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα).
[25] Σ.τ.μ: Το «βατσέλι (bushel)» είναι μονάδα όγκου που ισοδυναμούσε με οκτώ βρετανικά αυτοκρατορικά γαλόνια και σήμερα στο διεθνές μετρικό σύστημα αντιστοιχεί σε 36,37 λίτρα. Με τον εξελληνισμένο όρο του χρησιμοποιείται ακόμα στην Κεφαλονιά για την μέτρηση όγκου ελαιοκάρπου.
[26] Σ.τ.μ.: Εκτιμάται ότι αυτή η αποχώρηση των κατοίκων της Λήμνου στα 1465 ήταν μάλλον περιορισμένης κλίμακας και ίσως προσωρινή, εξαιτίας της μεταφοράς του θεάτρου των επιχειρήσεων στο Αιγαίο πέλαγος, στα αρχικά στάδια του πρώτου Βενετοτουρκικού πολέμου (1463 – 1479). Το νησί περιήλθε στα χέρια των Οθωμανών αργότερα, με την συνθήκη ειρήνης του 1479.