John Bury – Μετάφραση: Γιώργος Λόης.
Μία αναλυτική καταγραφή της περιόδου 1303 – 1340 από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Μετάφραση: Γιώργος Λόης.
Επιμέλεια δημοσίευσης στο Square History: Βάγιας Κατσός.
Σύντομο εισαγωγικό υπόμνημα του μεταφραστή.
Δείτε εδώ το πρώτο (1205 – 1262) και εδώ το δεύτερο (1262 – 1285) μέρος της διατριβής του John Bagnell Bury «The Lombards and Venetians in Euboia», η οποία δημοσιεύτηκε αποσπασματικά σε τρία μέρη στο έγκριτο επιστημονικό έντυπο «The Journal of Hellenic Studies» του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ[1], στις διαδοχικές εκδόσεις των ετών 1886, 1887 και 1888. Εντός παρενθέσεως περιλαμβάνονται σύντομες προσωπικές μου σημειώσεις επί του κειμένου του Bury (σ.τ.μ.).
Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς το σπουδαστή Γιάννη Μύταλα, για την ευγενική παραχώρηση των εικονιστικών αναπαραστάσεων των οχυρώσεων του Νεγροπόντε από την ευρύτερη εργασία του, στην οποία πραγματεύεται την ψηφιακή ανάπλαση των μεσαιωνικών τειχών και των εμβληματικών μνημείων της καστροπολιτείας του Ευρίπου.
Γιώργος Λόης
—
Δεύτερη Υποπερίοδος: 1303 – 1340 της Δεύτερης Περιόδου: 1303 – 1385.
-
Διενέξεις μεταξύ Βενετσιάνων και Λομβαρδών
Στα 1303 ανέκυψε ένα θέμα διαφωνίας μεταξύ της Γαληνότατης Δημοκρατίας (της Βενετίας) και των Λομβαρδών βαρόνων του νησιού.
Πιθανότατα περίπου εκείνον τον καιρό η Βεατρίκη ντα Βερόνα, η οποία μοιραζόταν με τη μητέρα της Μαρία, το (Ευβοϊκό) τριτημόριο του πατέρα της Γιλβέρτο, σύναψε ένα δεύτερο γάμο με τον Τζον ντε Νόγιερς (John de Noyers), άρχοντα του Μαισύ (Maisy). Έτσι ο Τζον έγινε από τον γάμο του αυθέντης ενός εκτημορίου, και καθώς το εκτημόριο της πεθεράς του Μαρίας θα περιέρχονταν με το θάνατο αυτής στην Βεατρίκη, εκείνος ήταν ένας αναμενόμενος κυρίαρχος ενός τριτημορίου της Εύβοιας. Εξάλλου προς το παρόν, ήταν πρακτικά αυθέντης του εκτημορίου στο βορρά του νησιού, που ανήκε στον Γραπόζο Δαλλεκαρτσέρι, το θανόντα πρώτο σύζυγο της Βεατρίκης, και το οποίο διαχειρίζονταν η ίδια σαν επίτροπος του γιού της Πιέτρο (Pietro). Ως εκ τούτου ο Τζον ντε Νόγιερς βρίσκονταν σε μία τέτοια θέση, έτσι ώστε να καταστήσει αισθητή την επιρροή του στην Εύβοια, και όντας ένας άνδρας με ενεργητικότητα, επέβαλλε τον εαυτό του, τήρησε μία ανεξάρτητη στάση έναντι της Βενετίας.
Ο Λομβαρδός ποντεστά[2] (του Νεγροπόντε) στα 1303 απαίτησε από ένα Βενετσιάνο πολίτη, που ονομάζονταν Μέο (Meo) και κατοικούσε στον Λομβαρδικό εδαφικό τομέα, να πληρώσει φόρους. Αυτός για είκοσι χρόνια υπήρξε κάτοικος της νήσου και ποτέ πριν δεν είχε κληθεί να τους καταβάλλει. Η δε απαίτηση αποδίδεται πολύ αξιόπιστα από τον (Γερμανό ιστορικό) Καρλ Χοπφ (Karl Hopf), ότι προέκυψε από εισήγηση του Τζον ντε Νόγιερς. Ως επακόλουθο εγέρθηκε μία διένεξη και η συμπεριφορά των Λομβαρδών ήταν τόσο εχθρική, που στις 4 Ιανουαρίου 1304, η Βενετία κατεύθυνε τον βάϊλο Φραντζέσκο Δάνδολο (Francesco Dandolo) να αποκλείσει την Βενετσιάνικη συνοικία στο Νεγροπόντε από την υπόλοιπη πόλη. Ότι η υπόθεση έλαβε μία πραγματικά σοβαρή πτυχή, καταδεικνύεται από αυτό το μέτρο και από τα μέσα που πήραν για να το εκτελέσουν. Το κόστος εργασιών υπολογίστηκε στα 2.000 υπέρπυρα. Σε αυτό το ποσό συνεισέφεραν οι Εβραίοι, ενώ τα 400 υπέρπυρα τα οποία μορφοποιούσαν τον μισθό κάθε συμβούλου του βάϊλου και πληρώνονταν από εκείνους, μειώθηκαν στα 300. Πριν από το έτος 1308 η όψη της πόλης πρέπει να είχε αλλάξει κάπως, καθώς ανεγέρθηκαν τα τείχη γύρω από την Βενετσιάνικη συνοικία και κατασκευάστηκε ένας νέος δρόμος για τους Εβραίους, όπως και ένα Δομινικανό μοναστήρι[3]. Επιπλέον, λήφθηκε σοβαρή μέριμνα από τη Βενετία και δαπανήθηκαν σημαντικά χρήματα πάνω στην Ευβοϊκή αποικιακή εγκατάσταση, και στα 1309 απεστάλησαν προβλέπτες (proveditori)[4], προκειμένου να αναφέρουν για την κατάσταση της νήσου. Επίσης, διατάχθηκε ότι ο βάϊλος και ο ένας από τους συμβούλους θα έπρεπε να βρίσκονται πάντα εντός των τειχών.
Στα 1304 η Βενετία αποφάσισε να κλείσει με διαχωριστικό τείχος την συνοικία της στο Νεγροπόντε, εξαιτίας της διαφαινόμενης εχθρικής στάσης των Λομβαρδών βαρώνων. Χαλκογραφία του Νεγροπόντε στα 1598 από το έργο «Viaggio da Venetia a Constantinopoli per Mare…», του Ιταλού ιατρού και γεωγράφου Guiseppe Rosaccio (1530 – 1620).
Η διπλή διακυβέρνηση στην Εύβοια (από τους Λομβαρδούς και τους Ενετούς), ορισμένες φορές ήταν βολική για τη μετατόπιση των ευθυνών.
Καταγράφεται ότι στα 1309, κάποιος Ενρίκο ντε Λουζάνι (Enrico de Lusani) εισήγαγε στους Ωρεούς ένα φορτίο σκλάβων. Οι σκλάβοι αποβιβάστηκαν και αφού απεκρύβησαν στις οικίες των Ναϊτών ιπποτών, έπειτα αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο Ενρίκο, όντας πολίτης του Σπίγκνο (Spigno)[5], έθεσε το θέμα ενώπιον του βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκου (Frederick), που επικοινώνησε για το ζήτημα με τη Βενετία. Όμως, η Ιταλική πόλη αρνήθηκε να αναμειχθεί, καθώς οι Ωρεοί δεν ήταν εντελώς Βενετσιάνικοι, και παρέπεμψε την επίκληση στους Λομβαρδούς αυθέντες, οι οποίοι δεν έδωσαν καμία ικανοποίηση σε αυτή.
Ο Ελληνικός πόλεμος (στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα) υπήρξε από πολλές απόψεις πλεονεκτικός για τη Βενετία. Οι αυθέντες των νησιών που εκδιώχθηκαν από τους Έλληνες, συνήθιζαν να αναγνωρίζουν την επικυριαρχία του δούκα της Νάξου. Όταν η Βενετία εξώθησε τους Έλληνες και αποκατέστησε τα νησιά στους Λατίνους αυθέντες τους, οι τελευταίοι συνομολόγησαν υποταγή στη Γαληνότατη Δημοκρατία. Αυτό προκάλεσε εχθρότητες ανάμεσα στον τότε δούκα της Νάξου Γουλιέλμο Σανούδο (Guglielmo Sanudo), ο οποίος επιθυμούσε να αποκαταστήσει τις παλαιές σχέσεις υποτέλειας, και τους Λομβαρδούς αυθέντες της νήσου, με εξαίρεση τον Γκίζι. Η Βενετία ήταν συχνά αναγκασμένη να παρεμβαίνει, καθώς όντως το ζήτημα λίγο έως πολύ την αφορούσε, με δεδομένο ότι τα προνόμια συνεπάγονται και υποχρεώσεις. Όταν ο Σανούδο φυλάκισε τον (Βενετσιάνο ευγενή) Τζάκοπο Μπαρόζι (Jacopo Barozzi), παρέμβηκε η Γαληνότατη Δημοκρατία και εκείνος αφέθηκε ελεύθερος μεταβαίνοντας στο Νεγροπόντε. Σε αυτές τις διενέξεις ο Σανούδο και ο Γκίζι προσέφευγαν στον Φίλιππο της Σαβοΐας, τον πρίγκιπα της Αχαΐας, σαν προϊστάμενο ηγεμόνα των νήσων του Αιγαίου πελάγους, ενώ οι αντίπαλοι τους, επιθυμούσαν να καταστήσουν ως διαιτητή το βάϊλο του Νεγροπόντε.
Το γενικό αποτέλεσμα όλων αυτών των φιλονικιών ήταν η ανάπτυξη της Βενετσιάνικης επιρροής στο Αιγαίο πέλαγος.
Οι έριδες υποτέλειας μεταξύ του δούκα της Νάξου και των τοπικών Λατίνων αυθεντών των νησιών του αρχιπελάγους περί τις αρχές του 14ου, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της περιφερειακής επιρροής της Βενετίας. Χάρτης των Κυκλάδων στα 1665 του Ολλανδού χαρτογράφου Joan Blaeu (1596 – 1673) από το έργο του «Atlas Maior Sive Cosmographia».
-
Η «Μεγάλη Καταλανική Εταιρεία»
Μετά το 1303, η Βενετία σε καμία περίσταση δεν αισθάνθηκε σε μεγάλη εγρήγορση εξαιτίας των Ελλήνων, όσον αφορά την Εύβοια.
Άλλα περίπου αυτόν τον καιρό, μία νέα δύναμη εμφανίστηκε στην Ανατολή, η οποία προορίζονταν να προξενήσει μεγάλη ανησυχία στα 1309 και τα επόμενα χρόνια. Οι Καταλανοί μισθοφόροι, που προσλήφθηκαν από τον «Οίκο της Αραγωνίας (Aragón)» στους πολέμους της Σικελίας και της Νάπολης, δεν ήταν πλέον απαραίτητοι όταν συνάφθηκε η ειρήνη της Καλαταμπελότα (Calatabellotta)[6] στα 1302, και αποδεσμεύτηκαν φθάνοντας στην Ανατολή (τον Ιανουάριο του 1303), όπου εμφανίστηκαν ως «Μεγάλη Καταλανική Εταιρεία» στην υπηρεσία του Έλληνα αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου εναντίον των Τούρκων, υπό τη ηγεσία του Ρότζερ ντε Φλορ (Roger de Flor). Έχοντας προκαλέσει ίσως περισσότερη ζημιά στον εργοδότη τους παρά στον εχθρό, αυτοί τελικά φιλονίκησαν με τον Παλαιολόγο, ως συνέπεια της δολοφονίας του επικεφαλής τους. Τον Ρότζερ διαδέχτηκε ο Μπερεντζέρ ντ’ Εντένζα (Berenger d’ Entenza) που διαπεραιώθηκε στην Καλλίπολη, χρησιμοποιώντας τη ως βάση για εξορμήσεις λεηλασίας, ενώ προσαγόρευε τον εαυτό του: «με την χάρη του Θεού, Μέγας Δούκας της Ρωμανίας, άρχοντας της Ανατολίας και των νήσων της αυτοκρατορίας». Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε σε μία μάχη με τους Γενοβέζους και τον διαδέχτηκε ο Ροκαφόρτε (Roccaforte). Για δύο χρόνια η εταιρεία παρέμεινε στην Καλλίπολη, μέχρι ότου να μετατρέψουν σε ερημιές όλα τα εδάφη μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της Σηλυβρίας. Τότε αναγκάστηκαν να μετακινήσουν τα καταλύματα τους, και καθώς οι επικεφαλής αρχηγοί τους διαπληκτίζονταν, πήγαν δυτικότερα σε τρία αποσπάσματα, ένα υπό τον Εντένζα, ο οποίος στο μεταξύ είχε απελευθερωθεί, ένα άλλο υπό τον Ροκαφόρτε και ένα τρίτο υπό τον Φερνάντο Χιμένες (Fernando Ximenes). Τα μέλη της εταιρείας πάντοτε θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως υπηκόους του (Ισπανού βασιλιά) Φρειδερίκου (Frederick) της Σικελίας, και εκείνος πάντοτε επεδείκνυε προσωπικό ενδιαφέρον για την τύχη τους. Τώρα όμως επαπειλούνταν με διάλυση εξαιτίας της διαιρεμένης ηγεσίας τους, ένα κακό το οποίο ο Φρειδερίκος αποπειράθηκε να θεραπεύσει με την τοποθέτηση του ανιψιού του, του «βασιλοπαίδα» Φερδινάνδου (Ferdinand) της Μαγιόρκα, ως αρχηγό της εταιρείας. Ο Φερδινάνδος επισκέφτηκε το Νεγροπόντε στην πορεία του για την Καλλίπολη, όπου και έτυχε καλής φιλοξενίας. Αυτός σύντομα ανακάλυψε ότι ήταν μάλλον ακατόρθωτο να συνδιαλλαγεί με τον Ροκαφόρτε, αντιλαμβανόμενος ότι το πρόβλημα της ενότητας της εταιρείας ήταν πέρα από τις δυνάμεις του, και έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στη Σικελία. Από αυτό το σημείο και πέρα, η Καταλανική εκστρατεία αρχίζει να επηρεάζει τις υποθέσεις της Εύβοιας.
Ο αρχηγός της «Μεγάλης Καταλανικής Εταιρείας», Ρότζερ ντε Φλορ, επικεφαλής του Ισπανών μισθοφόρων του παρουσιάζεται ενώπιον του Έλληνα αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου τον Ιανουάριο του 1303. Πίνακας του Ισπανού ζωγράφου José Moreno Carbonero στα 1888. Εκτίθεται στο Palacio del Senado de España, Madrid.
Ήταν ευτυχές ότι στην Καταλανική εκστρατεία συμμετείχε ένας χαρισματικός ιστορικός, ευρισκόμενος στο αριθμητικό δυναμικό της εταιρείας, και αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που το μοιράζεται με την Δ’ Σταυροφορία.
Ο Ραμόν Μουντανέρ (Ramon Muntaner) μοιάζει με τον (προγενέστερο σταυροφόρο) Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο (Geffrey Villehardouin), όσον αφορά ότι αμφότεροι ήταν λιγότερο φιλόδοξοι προσωπικά και ίσως καλύτεροι από τους συντρόφους τους, εντούτοις κανένας από τους δύο δεν ήταν τόσο καλός για την εταιρεία που ήταν ενταγμένος. Η αφήγηση του Βιλλεαρδουίνου προσδίδει μία αξιοπρέπεια στην Δ’ Σταυροφορία, στην οποία λίγοι ιστορικοί μπορούν να αντισταθούν, ακόμα και αν αυτοί θα συμφωνήσουν με τον (Βρετανό ιστορικό) George Finlay, ότι οι ήρωες του 1204 ήταν απλώς ένας όμιλος από τυχοδιώκτες. Για τον Μουντανέρ επίσης, είναι δύσκολο να πούμε ένα σκληρό λόγο, αν και αυτός ανήκε σε μία δύναμη αμιγώς και απερίσκεπτα καταστροφική, εντούτοις ποτέ δεν εμφανίζεται να αμφιβάλλει ότι τα μέλη της εταιρείας ήταν απολύτως δικαιολογημένα στην συμπεριφορά τους. Αυτός αποδίδει την επιτυχία τους σε δύο αιτίες, λέγοντας πως εκείνοι πάντοτε απέδιδαν τιμή στην δόξα του Θεού, και πάντοτε τηρούσαν την δικαιοσύνη αναμεταξύ τους. Η δεύτερη από αυτές τις αιτίες είναι μία προϋπόθεση της επιτυχίας του αδίκου, όπως επίσης και του δικαίου, όπως εξηγεί ο Πλάτων στο έργο του «Πολιτεία», και έτσι μπορούμε να συναινέσουμε πολύ (στην άποψη) των απολογητών των Καταλανών στρατιωτών, πως αυτοί ήταν μόνο «ημιμοχθηροί». Είναι διασκεδαστικό, και κατά κάποιο τρόπο διδακτικό, να διαβάζουμε τα εγκώμια που απονέμονται από τους σύγχρονους Ισπανούς συγγραφείς στους Καταλανούς ήρωες. Για παράδειγμα, μία μονογραφία, η οποία φανερώνει σημαντική γνώση (των πραγμάτων), τιτλοφορείται «La espedición y dominación de los Catalanes en Oriente juzgadas por los Griegos» από τον (Ισπανό ιστορικό) Don Antonio Rubio y Lluch, και αποθεώνει την εκστρατεία σαν μία σειρά ανδραγαθημάτων, για τα οποία το Ισπανικό έθνος και ειδικότερα η Αραγωνία θα πρέπει να είναι υπερήφανοι.
Ως μέση οδό μεταξύ της φαρμακερής αντιπάθειας των Ελλήνων και της μεροληψίας των Αραγωνέζων, μπορούμε να σημειώσουμε την απλή δήλωση του Τζιοβάνι Βιλάνι (Giovanni Villani)[7], ότι κάτω από την ηγεσία του αδερφού Ρουτζιέρι (Fra Rugieri), ενός Ναΐτη ιππότη[8], ενός άσωτου και άσπλαχνου άνδρα, οι Καταλανοί στρατιώτες προχώρησαν στη Ρωμανία για να κατακτήσουν εδάφη και «ονόμασαν τους εαυτούς τους Κομπανία (Εταιρεία), μένοντας και ζώντας με τα πράγματα του κάθε ανθρώπου»[9].
Σφραγίδα της «Καταλανικής Εταιρείας» με την παράσταση του Αγίου Γεωργίου (περίπου 1305). Κατά την εξέλιξη της η εκστρατεία των Καταλανών μισθοφόρων στον Ελληνικό χώρο επηρέασε και τις υποθέσεις της Εύβοιας. Πηγή: «The Catalan Expedition to the East: From the Chronicle of Ramon Muntaner», p. 99, n. 128, ed. Barcino – Tamesis, 2006.
-
O «βασιλόπαις» Φερδινάνδος και ο Ραμόν Μουντανέρ στο Νεγροπόντε
Συνοδευόμενος από τον Μουντανέρ, τον ιστορικό της Καταλανικής εκστρατείας, (ο «βασιλόπαις» Φερδινάνδος) απέπλευσε από τη Θάσο με τέσσερις γαλέρες και δύο πλοιάρια.
Είχε αποφασίσει να επισκεφτεί το Νεγροπόντε, ενθυμούμενος την καλή φιλοξενία που του είχε παρασχεθεί στο ταξίδι του ερχομού του. Αυτοί λοιπόν έφτασαν εκεί μέσω του Αλμυρού και της Σκοπέλου, μέρη στα οποία σκότωσαν τους κατοίκους και λαφυραγώγησαν την περιουσία τους. Στο Νεγροπόντε βρήκαν δέκα Βενετσιάνικες γαλέρες, οι οποίες μόλις είχαν φτάσει υπό την διοίκηση του Τζιοβάνι Κουερίνι (Giovani Quirini) και του Μάρκο Μινόττο (Marco Minotto), πλέοντας στο όνομα του (Γάλλου πρίγκιπα) Καρόλου του Βαλουά (Charles de Valois) για να συνενωθούν με την εταιρεία. Επίσης εκεί ήταν ο απεσταλμένος του Καρόλου, ο Τιμπώ ντε Σεπόϋ (Thibaut de Cepoy)[10]. Ο Φερδινάνδος απαίτησε και έλαβε ένα ασφαλές διαβατήριο από τους αυθέντες του Νεγροπόντε και παρομοίως από τους καπετάνιους των γαλερών. Αλλά όταν αυτός αποβιβάστηκε, οι Βενετσιάνικες γαλέρες επιτέθηκαν στα Ισπανικά πλοία, ειδικότερα σε εκείνο του Μουντανέρ, που λέγονταν ότι είχε ανείπωτους θησαυρούς. Οι επιδρομείς σκότωσαν σαράντα άνδρες. Ο ίδιος ο Μουντανέρ ευτυχώς ήταν στην παραλία μαζί με τον «βασιλοπαίδα», (όμως αιχμαλωτίστηκαν και οι δύο). Τότε ο Σεπόϋ προέβη στην παράδοση του πρίγκιπα και των συνοδών του στον αναγραφόμενο ως «Ζαν ντε Νίχια (Jean de Nixia)», που δεν είναι άλλος από τον Τζον ντε Νόγιερς, τον τρίαρχο της Εύβοιας,. Ο Τζον απέστειλε τον Φερδινάνδο στο Δούκα των Αθηνών, ο οποίος κρατώντας του μνησικακία για τη συμπεριφορά του στον Αλμυρό, τον φυλάκισε στο κάστρο του Σαιντ Ομέρ (St. Omer) στη Θήβα.
Άγαλμα του Ραμόν Μουντανέρ στην πλατεία «Doctor Ernest Vila» στην πόλη Φιγκέρες της Καταλονίας. Κατά την επίσκεψη του Καταλανού χρονικογράφου στο Νεγροπόντε περί το Φθινόπωρο του 1307, το πλοίο του λεηλατήθηκε από Βενετσιάνικα πληρώματα, ενώ ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον «βασιλόπαιδα» Φερδινάνδο.
Ο δε Μουντανέρ έτυχε άλλης μεταχείρισης. Ο ίδιος και κάποιος Γκαρσία Γκομέζ Παλασίν (Garcia Gomes Palasin), ένας προσωπικός πολέμιος του Ροκαφόρτε, στάλθηκαν πίσω στην εταιρεία, που έδρευε πλέον στην Κασσανδρεία (Χαλκιδικής).
Οι δε Ευβοείς ανέμεναν θα θανατωθούν αμφότεροι. Ο Ροκαφόρτε ευχαριστήθηκε πάρα πολύ όταν είδε και τους δύο, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Χωρίς καταδίκη και παρουσία όλων, προκάλεσε τον αποκεφαλισμό του Γκαρσία, αλλά ο Μουντανέρ αντιμετωπίστηκε από εκείνον, αλλά και ολόκληρη την εταιρεία, με το μεγαλύτερο σεβασμό. Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν μεταξύ του Σεπόϋ και του Ροκαφόρτε, ο τελευταίος έθεσε ως όρο απαραίτητης προϋπόθεσης για την συμμαχία του με τον Κάρολο του Βαλουά, ότι έπρεπε να αποδοθεί πίσω η περιουσία του Μουντανέρ που ληστεύτηκε στο Νεγροπόντε, οι δε Βενετσιάνοι υποσχέθηκαν να την αποκαταστήσουν. Όμως, ο Μουντανέρ ήταν αποφασισμένος να αφήσει την εταιρεία και δεν άκουγε τις παραινέσεις του Σεπόϋ να παραμείνει. Έτσι επέστρεψε στην Εύβοια με τα πλοία του Κουερίνι, και μόλις έφτασε στο Νεγροπόντε, ο τρίαρχος της Εύβοιας Τζον ντε Νόγιερς, ο (Λομβαρδός ευγενής) Βονιφάτιος ντα Βερόνα και ο Βενετσιάνος βάϊλος, δηλαδή τα τρία πιο σημαντικά πρόσωπα στο νησί, διακήρυξαν ότι η περιουσία του Μουντανέρ έπρεπε να αποκατασταθεί και πως άξιζε 100.000 χρυσά φλορίνια. Ωστόσο, αποδείχθηκε αδύνατον να ανακτηθεί, αλλά το ζήτημα δεν ξεχάστηκε. Πενήντα χρόνια αργότερα, η εγγονή του Μουντανέρ, Βαλέντζα (Valenza), σύζυγος του Πασκουάσιο Μαζάνα (Pasquasio Mazana), έλαβε ως αποζημίωση 10.000 χρυσά φλορίνια, όπως μαθαίνουμε από ένα έγγραφο στο «Libri Commemoriali»[11].
Έπειτα ο Μουντανέρ προχώρησε στη Θήβα για να επισκεφτεί τον φυλακισμένο Φερδινάνδο.
Ο μεσαιωνικός πύργος στον χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών, που αποτελούσε τμήμα του κάστρου του Σαιντ Ομέρ, στο οποίο φυλακίστηκε ο «βασιλόπαιδας» Φερδινάνδος της Μαγιόρκα, μετά την σύλληψη του στο Νεγροπόντε περί το Φθινόπωρο του 1307.
-
Η στάση των Βενετσιάνων του Νεγροπόντε
Η Βενετία έβλεπε με τεράστια καχυποψία τη «Μεγάλη Καταλανική Εταιρεία».
Ο συναγερμός της για το Νεγροπόντε διέθετε μία υπολογίσιμη θεμελίωση, καθώς ο δούκας των Αθηνών Γκυ Β’ (Guy II de le Roche), ο πλησιέστερος γείτονας των νησιωτών, ήταν ευνοϊκά διακείμενος προς τους Καταλανούς, ενώ ο φίλος του Βονιφάτιος ντα Βερόνα, ο σημαίνων βαρώνος της Καρύστου, διατηρούσε πάντα φιλικές προϋποθέσεις με την εταιρεία. Οι Βενετσιάνοι φοβόντουσαν ότι ο Βονιφάτιος μπορεί να προσκαλούσε τους Ισπάνους στο Νεγροπόντε και να τους χρησιμοποιούσε για να ελαττώσει την Βενετσιάνικη ισχύ.
Ένα από τα στοιχεία που συνέβαλαν προς την διάλυση της εταιρείας, ήταν η επιζητούμενη ενότητα ανάμεσα στους ηγέτες της. Ο Σεπόϋ και ο Ροκαφόρτε διατελούσαν τώρα σε εχθρότητα, και ήταν η πολιτική της Βενετίας να διατηρήσει ζωντανή αυτήν την εχθρότητα. Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, η Βενετία και ο Σεπόϋ συνασπίστηκαν για να αποτρέψουν το γάμο του Ροκαφόρτε με τη Ζανέτ ντε Μπριέν (Jeannette de Brienne), την ετεροθαλή αδερφή του δούκα Γκυ Β΄. Στα 1308, ο βάϊλος του Νεγροπόντε προειδοποίησε δύο φορές, έτσι ώστε να τηρείται άγρυπνη περιφρούρηση ενάντια στα Καταλανικά σχέδια.
Μία μεταβολή στην κατάσταση προήλθε από δύο συμβάντα. Το ένα ήταν ο θάνατος του του Δούκα των Αθηνών Γκυ Β’, τον οποίο διαδέχτηκε στο δουκάτο ο ετεροθαλής αδερφός του, Βάλτερ ντε Μπριέν (Walter de Brienne), και το άλλο ήταν η σύλληψη του Ροκαφόρτε που πέθανε στα μπουντρούμια της (Ιταλικής πόλης) Αβέρσα (Aversa)[12], με αποτέλεσμα την συνεπαγόμενη ανάληψη της αποκλειστικής διοίκησης της «Καταλανικής Εταιρείας» από τον Σεπόϋ. Αυτός οδήγησε την εταιρεία στη Θεσσαλία, όπου παρέμεινε για ένα έτος στα 1309 – 1310, διατελώντας σε ειρήνη με τους Θεσσαλούς. Ο δε βάϊλος του Νεγροπόντε στα 1309, Μπενεντέττο Φαλιέρ (Benedetto Falier), υποδέχτηκε μία πρεσβεία του Σεπόϋ, που πρότεινε μία Βενετο-Καταλανική συμμαχία. Και πάλι η παρουσία των Λομβαρδών στην Εύβοια, έκανε εύκολη μία υπεκφεύγουσα απόκριση. Ο Φαλιέρ είπε ότι δεν θα μπορούσε να συνάψει μία συνθήκη χωρίς να συμβουλευτεί (τους τότε βαρώνους της Εύβοιας) τον Τζιόρτζιο Γκίζι (Giorgio I Ghisi) και τον Αλμπέρτο Παλλαβιτσίνι (Alberto Pallavicini), χωρίς όμως να μνημονεύεται και ο Τζον ντε Νόγιερς. Όταν η πληροφορία σχετικά με αυτό το ζήτημα λήφθηκε από τη Βενετία, δόθηκαν συστάσεις στο βάϊλο να πάρει πιο προσεκτικές προφυλάξεις για την ασφάλεια της νήσου και να ρυθμίσει ένα χρηματικό αίτημα του Σεπόϋ, πιθανόν τα χρήματα που αξιώνονταν για τον Μουντανέρ. Οι τρίαρχοι Γκίζι και Παλλαβιτσίνι ενδεχομένως ήταν έτοιμοι να καταβάλλουν τα δύο τρίτα ή το μισό από το ποσό, ενώ η Βενετία έλπιζε ότι με τον καιρό να αποπληρωθεί το υπολειπόμενο μέρος, επίσης με το κόστος να βαρύνει τους Λομβαρδούς βαρώνους. Οι οδηγίες από τη Βενετία προς το βάϊλο χρονολογούνται στις 29 Νοεμβρίου 1309, αλλά τα χρήματα δεν καταβλήθηκαν. Ο δε Σεπόϋ είχε φύγει από την Ελλάδα το Σεπτέμβριο, κουρασμένος και απελπισμένος από την «Μεγάλη Καταλανική Εταιρεία», καθώς δεν είχε αποκομίσει κάτι αξιόλογο από αυτήν.
Η κατάσταση τώρα άλλαξε ξανά. Μετά την αναχώρηση του Σεπόϋ, οι Καταλανοί διαμορφώθηκαν σε μία δημοκρατική εταιρεία, και την άνοιξη του 1310 διαπεραιώθηκαν στη Βοιωτία, για να υπηρετήσουν υπό τον Βάλτερ ντε Μπριέν, τον δούκα των Αθηνών, ο οποίος είχε εξοικειωθεί με τη συμπεριφορά και τους τρόπους των Καταλανών στη Σικελία, και γνώριζε τη γλώσσα τους. Αυτή η συμμαχία επιβεβαίωσε τη δυσπιστία της Βενετίας και έτσι στη συνθήκη με τον Έλληνα αυτοκράτορα (Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο) στις 11 Νοεμβρίου 1310, απαγορεύτηκε αυστηρά σε όλους τους Βενετσιάνους ρέκτορες (rettori)[13] να έχουν οποιαδήποτε συνδιαλλαγή με τους Καταλανούς ή τις χώρες στις οποίες στρατωνίζονταν.
Ανάγλυφος θυρεός της Βενετίας του πρώτου μισού του 14ου αιώνα, που εκτίθεται στην συλλογή γλυπτών στο κάστρο του Καραμπαμπά Χαλκίδας. Οι Βενετσιάνοι τηρούσαν αυστηρά επιφυλακτική στάση απέναντι στην «Καταλανική Εταιρεία», με κυρίως εκτελεστικό όργανο στις εκάστοτε διαβουλεύσεις τον βάϊλο του Νεγροπόντε. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
-
Η Μάχη του Κηφισού
Ο δούκας των Αθηνών, που είχε προσλάβει την εταιρεία για τον πόλεμο στην Ήπειρο, μπορεί να απόκτησε κάποιες επιτυχίες εκεί, αλλά μάλλον ανακάλυψε ότι οι Καταλανοί ήταν ενοχλητικοί υπηρέτες, όπως είχε διαπιστώσει πρωτύτερα ο Έλληνας αυτοκράτορας.
Έτσι λοιπόν, έχοντας συνάψει ειρήνη με τη δέσποινα της Ηπείρου Άννα (Παλαιολογίνα Καντακουζηνή), αποφάσισε να τους αποδεσμεύσει, και αρνήθηκε να πληρώσει το καθυστερούμενο μίσθωμα τους. Αλλά οι Καταλανοί δεν ήταν κάποιοι άνδρες, που ήταν δυνατόν να απορριφθούν με τέτοια ευκολία και αποσύρθηκαν στη Θεσσαλία, προετοιμαζόμενοι για πόλεμο. Από την πλευρά του ο Βάλτερ πραγματοποίησε εκτεταμένες προπαρασκευές, συγκεντρώνοντας 700 επίλεκτους ιππότες, συμπεριλαμβανομένων των Παλλαβιτσίνι και Γκίζι, των τρίαρχων της Εύβοιας, και του Βονιφάτιου, του αυθέντη της Καρύστου, καθώς και ένα ογκώδες στράτευμα. Η μάχη έλαβε χώρα στο πεδίο του Βοιωτικού ποταμού Κηφισού[14] στις 15 Μαρτίου 1311, και φαίνονταν ότι θα απέφερε μία νίκη για το δούκα των Αθηνών, του οποίου ο στρατός ήταν μακράν υπέρτερος. Όμως, (πήρε άλλη τροπή) εξαιτίας της επιδεξιότητας των Ισπανών, που μεταχειρίστηκαν τα νερά της λίμνης Κωπαΐδας, για να μετατρέψουν την πεδιάδα σε βάλτο. Οι ιππότες προωθήθηκαν ανυποψίαστοι προς τους Καταλανούς, οι οποίοι έστεκαν ακόμα εκεί που είχαν παραταχθεί, και τα άλογα τους βυθίστηκαν μέσα στο τέλμα. Έπειτα, οι Ισπανοί εφόρμησαν ταχέως και τους σφαγίασαν. Μόνο δύο επέζησαν. Ο Ρότζερ ντε Λο (Roger des Laux), ο οποίος είχε κανονίσει παλαιότερα τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Βάλτερ ντε Μπριέν και της «Καταλανικής Εταιρείας», και ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα, που πάντοτε διάκειντο φιλικά προς τους Καταλανούς, και του οποίου η ζωή διαφυλάχτηκε αμέσως μόλις αναγνωρίστηκε[15].
Η «Καταλανική Εταιρεία» αναζητούσε έναν ηγέτη, παρόλο που η δημοκρατική διακυβέρνηση της τα πήγε πολύ καλά όσο βρίσκονταν στη Θεσσαλία. Αλλά καθώς τώρα βρίσκονταν σε μία πιο επικίνδυνη θέση, περιβαλλόμενη από εχθρούς, οι Καταλανοί συμπέραναν ότι η πολυμελής διοίκηση δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη. Τότε προσέφεραν την αρχηγία στο Βονιφάτιο ντα Βερόνα, αλλά εκείνος την απέρριψε συνετά, και αντ’ αυτού διορίστηκε ο Ρότζερ ντε Λο.
Έτσι στα 1311, οι Καταλανοί μισθοφόροι είχαν στην κατοχή τους την Αττική, «το θέλγητρο των Λατίνων», και αποτελούσαν τους επόμενους γείτονες της Εύβοιας.
Απεικόνιση της μάχης του Κηφισού (ή του Αλμυρού), όπου οι επελαύνοντες επίλεκτοι ιππότες του στρατεύματος του δούκα των Αθηνών, εξολοθρεύθηκαν από τους σκληροτράχηλους Καταλανούς πολεμιστές, ενώ ένας από τους μόλις δύο διασωθέντες ήταν ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα, ο αυθέντης της Καρύστου. Πηγή: wraithdt.deviantart.com.
-
Τα σχέδια του Βονιφάτιου ντα Βερόνα
Ο τρίαρχος Τζιόρτζιο Γκίζι και ο έξαρχος Αλβέρτο Παλλαβιτσίνι είχαν σκοτωθεί στη μοιραία μάχη του Κηφισού.
Ο γιός του πρώτου, Μπαρτολομέο (Bartolommeo), κληρονόμησε το μισό της νότιας και το μισό της βόρειας Εύβοιας, όπως και τα νησιά της Τήνου και της Μυκόνου. Καθώς ήταν ανήλικος, η μητέρα του Αλίκη Δαλλεκαρτσέρι ενεργούσε ως επίτροπος του. Η χήρα του Παλλαβιτσίνι, Μαρία, παντρεύτηκε τον Ανδρέα Κορνάρο (Andrea Cornaro), τον αυθέντη της Καρπάθου (Skarpanto), μέσα στον επόμενο χρόνο (1312), και έτσι αυτός έγινε έξαρχος της Εύβοιας και αυθέντης του μισού της Βοδονίτσας, ενώ το άλλο μισό της τελευταίας ανήκε στο μερίδιο της κόρης της Μαρίας, της Γουλιέλμα.
Τώρα πλησίαζε ο τρίτος πόλεμος στον οποίο θα εμπλέκονταν η Εύβοια, κατά τη διάρκεια της Λομβαρδικής και Βενετσιάνικης περιόδου.
Είχε καταστεί προφανές στους Βενετσιάνους ότι ο άρχοντας Βονιφάτιος μηχανορραφούσε για να προσκαλέσει στην Εύβοια τους Καταλανούς, που πλέον είχαν εδραιωθεί στην Αττική. Αν αναρωτηθούμε τι ενδεχομένως μπορεί να συνέβαινε αν οι Καταλανοί κατακτούσαν την νήσο, ίσως να είμαστε σε θέση να μαντέψουμε τον αντικειμενικό σκοπό των σχεδίων του Βονιφάτιου. Οι Βενετσιάνοι θα απελαύνονταν από αυτή ή τουλάχιστον η επιρροή τους θα καταργούνταν, και η νήσος θα ήταν υποτελής σε έναν Ισπανό αυθέντη, ή σε έναν άρχοντα Ισπανικών συμφερόντων. Σίγουρα θα εκλέγονταν ο ίδιος ο Βονιφάτιος. Του είχε ήδη προσφερθεί το δουκάτο των Αθηνών. Μπορεί τότε λοιπόν να γίνονταν ο πρώτος δούκας του Νεγροπόντε. Με τον καιρό η Εύβοια πιθανόν θα καθίστατο εντελώς Λομβαρδική, καθώς ο Βονιφάτιος (ή οι διάδοχοι του), θα είχε αναμφίβολα αποτινάξει τους Καταλανούς, όταν αυτοί θα είχαν εξυπηρετήσει την αποσκίρτηση του. Είναι τουλάχιστον ξεκάθαρο ότι το κίνητρο του Βονιφάτιου δεν ήταν μία ιδιάζουσα προσήλωση στους Ισπανούς. Ο αντικειμενικός του σκοπός ήταν η απέλαση των Βενετσιάνων, μία πρόθεση για την οποία σχεδίαζε να κάνει χρήση της «Καταλανικής Εταιρείας».
Ο μεσαιωνικός πύργος στην τοποθεσία «Χαρτζάνι», περίπου 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της σύγχρονης πόλης της Καρύστου. Στις αρχές του 13ου αιώνα, ο αυθέντης της Καρύστου Βονιφάτιος ντα Βερόνα μηχανογραφούσε με τους Καταλανούς, φιλοδοξώντας να αποκτήσει την πλήρη εξουσία της Εύβοιας. Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η «Μεγάλη Καταλανική Εταιρεία» ένιωθε τον εαυτό της μέσα σε μία ανασφαλή κατάσταση και απαιτούνταν ισχυρή αναγνώριση και βοήθεια ενάντια στους εχθρούς, από τους οποίους ήταν περικυκλωμένη από όλες τις πλευρές.
(Και ειδικότερα από) τους Φράγκους του Μορέα, που είχαν χάσει πολλούς από τους καλύτερους ιππότες τους στη μάχη του Κηφισού, τους Βενετσιάνους του Νεγροπόντε, τους Αγγέλους της Ηπείρου, οι οποίοι θυμούνταν την εκστρατεία (Ισπανών μισθοφόρων) μαζί με το δούκα των Αθηνών και τους Παλαιολόγους, που δεν είχαν συγχωρέσει τη συμπεριφορά τους στη Θράκη. Ωστόσο, οι Καταλανοί δεν ξεχνούσαν ότι ήταν υποτελείς του βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκου Β’, και του ζήτησαν να διορίσει έναν από τους γιούς του ως δούκα των Αθηνών. Αυτός τοποθέτησε τον πρίγκιπα Μανφρέδο (Manfred), ο οποίος ήταν ακόμα παιδί, και έτσι έστειλε στην Αθήνα σαν αντιπρόσωπο του, τον Μπερεντζέρ Εστανιόλ (Berenger Estanol), ο οποίος διακυβέρνησε την χώρα κατά την διάρκεια των ετών 1312 – 1316.
Στο μεσοδιάστημα, η Ιωάννα (Johana), η χήρα του (φονευθέντος δούκα των Αθηνών) Βάλτερ ντε Μπριέν, υποδαύλιζε ένα εχθρικό κλίμα στην Δύση ενάντια στους νέους αυθέντες της Αττικής, προσπαθώντας να στρατολογήσει τον βασιλιά της Νάπολης Ροβέρτο (Robert), τον πρίγκιπα Φίλλιπο (Phillip) του Τάραντα και τον Πάπα Κλήμη (Clement) στα συμφέροντα του γιού της Βάλτερ. Έλαβαν χώρα πολλές διαπραγματεύσεις στην Δύση, αλλά αυτές παρέμειναν σε επίπεδο διαβουλεύσεων.
Η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου δεν θα καθυστερούσε να λάβει μέτρα σε εύλογο χρόνο, για την άμυνα της νήσου ενάντια σε μία τόσο ενδεχόμενη επίθεση. Το Σεπτέμβριο του 1311, δανείστηκε χρήματα γι’ αυτόν το σκοπό και τον Ιανουάριο του 1312, κατά το διορισμό ενός νέου βάϊλου του Νεγροπόντε, του Ενρίκο Ντέλφινο (Enrico Delfino), κανονίστηκε ότι ο μισθός του βάϊλου θα έπρεπε να αυξηθεί κατά 200 υπέρπυρα, και οι μισθοί των συμβούλων κατά 100 υπέρπυρα, μέχρι οι υποθέσεις να εξομαλύνονταν ξανά. Τον επόμενο χρόνο δανείστηκε περισσότερα χρήματα και στάλθηκαν μερικές εφεδρικές δυνάμεις από την Κρήτη. Η οργάνωση ενός στόλου ήταν ένα από τα πιο σημαντικά μέτρα, και στην οποία η Βενετία προσδοκούσε να συνεργαστούν και οι Λομβαρδοί βαρώνοι. Ο νέος έξαρχος Αντρέα Κορνάρο, ήρθε στο Νεγροπόντε το Μάιο του 1313, και πήρε ενεργά μέρος στη συνεννόηση με το βάϊλο για την προστασία του νησιού. Όλοι οι τρίαρχοι και οι έξαρχοι, που ήταν ο Τζον ντε Νόγιερς, ο Αντρέα Κορνάρο, και η Αλίκη, η μητέρα του Μπαρτολομέο Γκίζι, συμφώνησαν να συνεισφέρουν το μερίδιο τους στο κόστος της παροχής του μισού στόλου.
Σε αυτή την κομβική στιγμή, ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα διακήρυξε φανερά τη δυσαρέσκεια του. Του ζητήθηκε να συνεισφέρει το μερίδιο του στα έξοδα του στόλου και αυτός αρνήθηκε.
Επίσης, έχουν καταγραφεί άλλα τρία σημεία στα οποία (ο ανυπότακτος Λομβαρδός ευγενής) υπέπεσε σε ατιμία απέναντι στη Βενετία και στους τρίαρχους, οι οποίοι συνεργάζονταν με τη Γαληνότατη Δημοκρατία:
1) Διεκδίκησε ως σκλάβα του μία Εβραία, που ήταν αναμφίβολα υπήκοος της Βενετίας.
2) Λαφυραγώγησε το πλοίο του Τζιάκομο Μπουτικλάρο (Giacomo Buticlaro), το οποίο μετέφερε φορτίο από κριθάρι για τους τρίαρχους. Μάλιστα όσον αφορά αυτό ζήτημα, ο Βονιφάτιος κατηγόρησε τον Μπουτικλάρο ότι είχε διαγουμίσει τα δικά του χωριά.
3) Διέπραξε ορισμένες βίαιες ενέργειες κατά της περιουσίας ή των υποτελών του Κορνάρο, ο οποίος εκδικήθηκε για τον εαυτό του σε είδος.
Αυτά έγιναν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1313.
Οι εχθρικές σχέσεις μεταξύ του Βονιφάτιου και των άλλων δυνάμεων της Εύβοιας φαίνεται να υπέβοσκαν έως τα 1317, χωρίς κάποιο σοβαρό ξέσπασμα. Στο μεσοδιάστημα, η Βενετία είχε προβεί σε αντι-Καταλανικές συμμαχίες με το βασιλικό οίκο των Ανζού, τον (μέγα μάγιστρο των Ιωαννιτών ιπποτών) Φούλκο Βιλλαρέτ (Fulco Villaret) και τον Πάπα.
Βενετσιάνικη πολεμική γαλέρα του 14ου αιώνα, συνδυασμένου τύπου. Περί τα 1313, κρίθηκε απαραίτητη από την Βενετία η συγκρότηση ενός στόλου, με την οικονομική συνδρομή των Λομβαρδών βαρώνων της Εύβοιας, για την προστασία της νήσου απέναντι στις διαφαινόμενες κατακτητικές βλέψεις των Καταλανών. Πηγή: cogandgalley.com.
-
Η Βενετία και οι τρίαρχοι σε πόλεμο με τους Καταλανούς στα 1317
Ο (αρχηγός της «Καταλανικής Εταιρείας») Μπερεντζέρ Εστανιόλ πέθανε στα 1316. Τον διαδέχτηκε στα 1317, ο νόθος γιός του βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκου Β’, ο Αλφόνσο Φαδρίγ (Alfonso Fadrique), καθώς ο πρίγκιπας Μανφρέδος είχε πεθάνει, και η άφιξη του στην Αττική στις αρχές του χρόνου έφερε σε ένα σημείο αιχμής τις σχέσεις (των Καταλανών) με το Νεγροπόντε.
Αυτός αμέσως παντρεύτηκε την κόρη του Βονιφάτιου, Μαρούλα (Maroulla) ντα Βερόνα, μία ωραία κοπέλα δεκαέξι ετών, την οποία ο Βονιφάτιος έκανε κληρονόμο του, παρόλο που είχε ένα γιό, τον Τομμάσο (Tommaso). «Αυτή είναι βεβαίως», γράφει ο Μουντανέρ, «μία από τις πιο όμορφες Χριστιανές στον κόσμο. Την είδα στην οικία του πατέρα της, όταν ήταν ηλικίας μόλις οκτώ ετών, τον καιρό που ο άρχοντας “βασιλόπαις” και εγώ ήμασταν φυλακισμένοι και κρατούμασταν στην οικία του κυρίου Βονιφάτιου». Από την ίδια αυθεντική πηγή μαθαίνουμε ότι αυτή κόμισε στον σύζυγο της δεκατρία κάστρα στο «στεριανό έδαφος» του δουκάτου των Αθηνών, και το ένα τρίτο της πόλης του Νεγροπόντε και της νήσου. Το τελευταίο μέρος αυτής της δήλωσης οφείλεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Βονιφάτιος ήταν ένας τριτημόριος.
Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν νωρίς το Μάρτιο. Στην αρχή οι Καταλανοί ήταν επιτυχείς. Ο Κορνάρο, με τον οποίο ο Βονιφάτιος τελούσε ειδικά σε εχθρότητα, και ο βάϊλος του Νεγροπόντε Μικέλε Μοροζίνι εξαναγκάστηκαν να συνάψουν ανακωχή. Ο εχθρός κατέλαβε τη Χαλκίδα. Το Καταλανικό πεζικό και ιππικό, απαριθμώντας στους 2.000 άνδρες, προέλασε από τη Βοιωτία πάνω από τη γέφυρα του Ευρίπου, και αφού εκδίωξε τον Μοροζίνι, ανακήρυξε αυθέντη τον Αλφόνσο.
Σε αυτό το σημείο, οι τρίαρχοι αναζητώντας για αρωγό, σκέφτηκαν ότι η πριγκίπισσα της Αχαΐας Ματίλντα (Matilda de Hainaut), ήταν η επικυρίαρχος αρχόντισσα τους, η οποία τότε βρίσκονταν στην Ανδραβίδα, και εκείνοι αποτάθηκαν σε αυτή, παρακαλώντας τη για προστασία. Η Ματίλντα μπόρεσε μόνο να κάνει έκκληση στο δόγη της Βενετίας στις 28 Μαρτίου 1317, προκειμένου να λάβει πιο αυστηρά μέτρα για να διαφυλάξει τη νήσο και να διαλύσει την εκεχειρία. Η Βενετία έδρασε με σθένος. Στις 10 Ιουλίου ο Φρανσέσκο Δάνδολο (Francesco Dandolo) διορίστηκε διάδοχος του Μοροσίνι ως βάϊλος του Νεγροπόντε, και λήφθηκε χρηματικό δάνειο για τα αναγκαία έξοδα.
Απεικόνιση των βορειοδυτικών οχυρώσεων του Νεγροπόντε. Τον Μάρτιο του 1317 οι Καταλανοί προέλασαν από την Αττική και κυρίευσαν τη Χαλκίδα, την οποία ανακατέλαβαν οι Βενετσιάνοι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017). Ψηφιακή βελτιστοποίηση εικόνας: Βάγιας Κατσός (2018).
Στο μεταξύ πέθανε ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα της Καρύστου, ο οποίος μόλις είχε αρχίσει να διαβλέπει μία αλλαγή στην εκπλήρωση των προσφιλών του σχεδίων.
Ο δε Αλφόνσο αναγνωρίστηκε ως αυθέντης στην Κάρυστο και στα Άρμενα (Larmena) χωρίς αντίσταση από πλευράς του Τομμάσο. Η ανακωχή δεν είχε εκπνεύσει, αλλά η «Καταλανική Εταιρεία», διαθέτοντας στην κατοχή της το Νεγροπόντε και τα ισχυρά μέρη του Βονιφάτιου στη νότια Εύβοια, προχώρησε για να καταλάβει και την υπόλοιπη νήσο. Η Βενετία διαμαρτυρήθηκε κατά της παραβίασης της εκεχειρίας, και προέβη σε διαβήματα προς τον βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκο, ο οποίος δεν ήθελε να εκθέσει τον εαυτό του σε μία τέτοια κατάσταση, καθώς τότε υποστηρίζονταν από τον Πάπα, υπέγραψε μία διαταγή προστάζοντας την εκκένωση της νήσου από τους Καταλανούς. Ο Φραντζέσκο Δάνδολο έπλευσε προς το Νεγροπόντε με είκοσι γαλέρες, και έθεσε την εντολή ενώπιον του Αλφόνσο. Αυτός αρνήθηκε να υπακούσει, και επακολούθησε μία μάχη κατά την οποία νίκησαν οι Βενετσιάνοι, ανακαταλαμβάνοντας το Νεγροπόντε και οι Ισπανοί διάβηκαν ξανά την γέφυρα του Ευρίπου, αυτή την φορά προς την ηπειρωτική χώρα γύρω στον Νοέμβριο του 1317.
Ο πόλεμος του 1317, κατά τον οποίο η Βενετία έφερε το κύριο βάρος σαν η προασπίστρια της νήσου, χρησίμευσε για να αυξήσει την επιρροή της στην Εύβοια. Υπό αυτή την έννοια αποδείχθηκε επωφελής για τη νησιωτική κυριαρχία της, όπως είχε αποδειχθεί και ο προηγούμενος πόλεμος εναντίον των Ελλήνων. Είχε προχωρήσει ακόμα ένα σκαλοπάτι κατευθείαν προς στην ολοκληρωτική κτήση της Εύβοιας. Στις 6 Δεκεμβρίου 1317, δημοσιεύτηκε ένα διάταγμα του δόγη, που ανακοίνωνε την πρόθεση της Γαληνότατης Δημοκρατίας να καταλάβει όλες τις πόλεις και τα φρούρια, καλώντας τους τρίαρχους να ενεργήσουν εγκάρδια και σε ομόνοια με την Βενετία, την προστάτρια τους. Το μέτρο υλοποιήθηκε χωρίς αντίσταση. Σύντομα, στα 1319, κρίθηκε αναγκαίο να διοριστεί ένας δεύτερος σύμβουλος, προκειμένου να διαχειρίζεται την δικαιοσύνη στα νέα αποκτήματα της Βενετίας[16].
Άποψη των διατηρούμενων οχυρώσεων του μεσαιωνικού κάστρου του Αγίου Γεωργίου Κύμης. Το Δεκέμβριο του 1317, η Βενετία πήρε τον έλεγχο όλων των πόλεων και των φρουρίων της Εύβοιας, ως προστάτρια δύναμη της νήσου έναντι των επίβουλων βλέψεων των Καταλανών.
-
Η εχθρότητα συνεχίζεται στα 1318
Η Βενετία έτεινε πλέον να συνάψει ειρήνη με τον Καταλανό δούκα των Αθηνών και ο βασιλιάς Φρειδερίκος της Σικελίας έκανε ότι μπορούσε για να την προωθήσει. Από την άλλη πλευρά, ασκήθηκε πίεση στην Βενετία από τον (Γαλλικό βασιλικό) οίκο των Ανζού της Νάπολης και τον Πάπα Ιωάννη ΚΒ’, όπως επίσης και από τον επίτιμο δούκα των Αθηνών Βάλτερ Β’ ντε Μπριέν, για να συνεχιστεί ο πόλεμος.
Τα επιχειρήματα του πρίγκιπα του Τάραντα Φίλιππου Α’ Ανζού, και τιτουλάριου αυτοκράτορα της Ρωμανίας, με το βασιλιά Ροβέρτο της Νάπολης, εδράζονταν στη διαγωγή του Αλφόνσο Φαδρίγ, ο οποίος είχε ερημώσει την Εύβοια και είχε εισβάλλει στο Μορέα.
Τα υπόψη επιχειρήματα χρησιμοποιήθηκαν από την «Αγιότητα Του» σε μία επιστολή πρόσκλησης για πόλεμο εναντίον των Καταλανών, αφού απασχολούσαν Τούρκους για να ερημώνουν Χριστιανικά εδάφη, ενώ ο Αλφόνσο είχε εκτοπίσει τον Τομμάσο ντα Βερόνα από την δικαιωματική κληρονομιά του.
Οι απεσταλμένοι του Μπριέν, τον Μάρτιο του 1318, υποσχέθηκαν υλικά πλεονεκτήματα στη Βενετία, αν αυτή τον αποκαθιστούσε στο δουκάτο των Αθηνών, και συγκεκριμένα, παντελή εξαίρεση από τους τελωνειακούς δασμούς μέσα στη δουκική του επικράτεια και ένα διακανονισμό με τον οποίο η Εύβοια θα έπρεπε να καταστεί πλήρως Βενετσιάνικη. Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, δεν είναι σίγουρο αν ο Βάλτερ είχε την πρόθεση να παρακινήσει τους τρίαρχους, έτσι ώστε να δηλώσουν υποταγή στη Βενετία ως επικυρίαρχο, ή να πείσει τον πρίγκιπα της Αχαΐας να μεταβιβάσει στην Βενετία τα φεουδαρχικά του δικαιώματα πάνω στην Εύβοια. Οι απεσταλμένοι του ζήτησαν από την Βενετία ένα δάνειο 40.000 χρυσών φλορινιών, 400 με 500 ιππείς και 1.000 με 1.500 πεζούς.
Όμως η Βενετία δεν έβλεπε προς την κατεύθυνση του κλεισίματος αυτών των προτάσεων και δεν έλαβε κανένα εμπόλεμο μέτρο κατά του Αλφόνσο, παρά διατήρησε αυστηρά την εκεχειρία.
Κάποιον καιρό μετέπειτα, ίσως το Μάιο, τρία Καταλανικά πλοία συνέλαβαν και λήστεψαν έναν αριθμό από άτομα, ανάμεσα τους και δύο Βενετσιάνους, οι οποίοι σύντομα απελευθερώθηκαν, καθώς ο Αλφόνσο Φαδρίγ, μέχρι στιγμής, τηρούσε σχολαστικά την ειρήνη με τη Βενετία. Αλλά ο βάϊλος Φρανσέσκο Δάνδολο έδρασε εδώ ανεξάρτητα. Τον Ιούνιο προέτρεψε το Νικόλαο (Nicolaus), το Λατίνο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και επίσκοπο του Νεγροπόντε[17], να αποστείλει μία σχετική «σύνοψη (summatio)» στον Αλφόνσο, την οποία παρέδωσαν δύο Φραγκισκανοί αδερφοί. Για τους λαφυραγωγημένους Βενετσιάνους αξιώνονταν (ως αποζημίωση) 40 υπέρπυρα, αλλά επίσης υιοθετούνταν η υπόθεση και των άλλων πληγέντων.
Στις 21 Ιουνίου 1318, πριν να ληφθεί μία απάντηση από τον Αλφόνσο Φαδρίγ, ο βάϊλος άκουσε ότι μια γαλέρα θα έπλεε προς την Αθήνα για να προσλάβει Τούρκους μισθοφόρους και να κερδίσει αυτοκρατορική βοήθεια. Έτσι διέταξε τον καπετάνιο (του Βενετσιάνικου στόλου) Ρουτζιέρο Φοσκαρίνι (Ruggiero Foscarini) να παραφυλάει γι’ αυτή στον Εύριπο. Επίσης, μαθαίνοντας ότι δύο από τα τρία σκάφη, τα οποία είχαν προκαλέσει την προαναφερθείσα διένεξη, η οποία τότε εκκρεμούσε, ήταν αγκυροβολημένα στην Αταλάντη (Talandi), και τα πληρώματα τους είχαν αποβιβαστεί, αμέσως μετέβηκε εκεί, και πυρπόλησε τα δύο πλοία.
Στο μεσοδιάστημα έφτασε και η απάντηση του Αλφόνσο. Αυτή είχε την έννοια ήταν περισσότερο αυστηρός στις εντολές του, προκειμένου καμία ζημία να μην επέλθει στους Βενετσιάνους, ενώ ήταν πλέον πολύ απρόθυμος να σπάσει την εκεχειρία. Συμβούλευσε δε την Βενετία να θυμηθεί πως ο πόλεμος ήταν ένα ριψοκίνδυνο πράγμα και ότι να προσέχει στην αδικαιολόγητη βιασύνη σχετικά με αυτόν.
Αν αυτή η άρνηση του να λάβει υπόψη τις αξιώσεις των δύο Βενετσιάνων, φαίνονταν ισοδύναμη με μία κήρυξη πολέμου, ο Αλφόνσο έκανε μία περισσότερο ξεκάθαρη διακήρυξη όταν έμαθε ότι τα δύο πλοία του είχαν πυρποληθεί. Απαγόρευσε πλήρως την κυκλοφορία και την επικοινωνία με την Εύβοια, καθώς οι επαφές της νήσου με την Αττική δεν είχαν διαταραχτεί τους τελευταίους έξι μήνες.
Γνωρίζουμε από μία επιστολή του Βενετσιάνου δούκα της Κρήτης (Kandia), που χρονολογείται στις 16 Ιουλίου 1318, ότι ο Αλφόνσο προμηθεύτηκε ενισχύσεις από αυτήν τη νήσο[18] για να κατακτήσει ξανά την Εύβοια. Τον ίδιο καιρό προέβη σε μία εκστρατεία εναντίον του εχθρού του, του δούκα της Νάξου, και δήωσε τη Μήλο, κουβαλώντας 700 αιχμαλώτους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τον ίδιο καιρό χρησιμοποιούσε τα οχυρά του, την Κάρυστο και τα Άρμενα, για να λεηλατεί τη νότια Εύβοια.
To Κοκκινόκαστρο της Καρύστου από drone. Περί το 1318, ο αρχηγός της «Καταλανικής Εταιρείας» Αλφόνσο Φαδρίγ χρησιμοποιούσε ως ορμητήρια τα φρούρια της Καρύστου και των Άρμενων για να λεηλατεί την υπόλοιπη Εύβοια. Φωτογραφία: Γιάννης Τσολάκης.
Στο μεταξύ, ο βασιλιάς της Σικελίας Φρειδερίκος πάσχιζε στη Βενετία για να επιτευχθεί ειρήνη ανάμεσα στους Ευβοείς Βενετσιάνους και τους Καταλανούς, ενώ από την άλλη πλευρά, ο βασιλιάς της Νάπολης Ροβέρτος, συνέχιζε τις προσπάθειες του για να κατορθώσει μία επιθετική συμμαχία μεταξύ της Βενετίας και Βάλτερ ντε Μπριέν, (εναντίον των Ισπανών μισθοφόρων).
Το Σεπτέμβριο του 1318 οι δύο κύριες κατηγορίες εναντίον του Αλφόνσο Φαδρίγ, για τις οποίες έπρεπε να αποκριθούν οι απεσταλμένοι του βασιλιά της Σικελίας στην Βενετία, ήταν η εκστρατεία κατά του δούκα της Νάξου και η κατοχή της νότιας Εύβοιας. Σε απάντηση προς την τελευταία κατηγορία λέγονταν ότι αυτός είχε πάρει την κτήση με την επιθυμία της συζύγου του, Μαρούλας ντα Βερόνα, χωρίς αρχικά να διατυπώσει αντιρρήσεις ο αδερφός της Τομμάσο. Όταν μετέπειτα αυτός διαμαρτυρήθηκε και άσκησε έφεση στον τρίαρχο Τζον ντε Νόγιερς, τον επικυρίαρχο του[19], ο Τζον έκρινε το ζήτημα ευνοϊκά για τον Αλφόνσο Φαδρίγ. Άλλωστε, ο Αλφόνσο είχε περαιτέρω συμφέροντα στην Εύβοια, καθώς ο Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι είχε μεταβιβάσει σε εκείνον το ένα τρίτο από ολόκληρη την περιουσία του στη νήσο, συμπεριλαμβανομένων των βασσάλων, κάστρων, και χωριών, που περιέχονταν σε αυτή. Ως προς το δούκα της Νάξου, αυτός ήταν υποτελής της πριγκίπισσας της Αχαΐας Ματίλντα, και όχι της Βενετίας. Τον ίδιο καιρό οι απεσταλμένοι του απαιτούσαν ότι θα έπρεπε να αναγνωριστεί ο Αλφόνσο ως ο φεουδαρχικός αυθέντης στην Εύβοια, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλλει τη συνήθη εισφορά προς τη Γαληνότατη Δημοκρατία και να αποζημιώσει όλες τις βλάβες, που είχαν γίνει προς τους πολίτες της.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1318, δύο μέρες μετά από αυτή την δήλωση, η Βενετία κλήθηκε από τον καρδινάλιο Νικόλαο (Nicolaus), επίσκοπο της Όστια (Ostia)[20], εξ’ ονόματος του Πάπα και του βασιλιά της Νάπολης Ροβέρτου, να λάβει μέτρα ενάντια στην «Καταλανική Εταιρεία», αυτά «τα καθάρματα της ανθρωπότητας».
Αλλά η Βενετία ήταν διατεθειμένη να κάνει ειρήνη. Η ανακωχή με τον Αλφόνσο Φαδρίγ έληξε στις 24 Δεκεμβρίου 1318, και όταν ήρθε αυτή η μέρα η Βενετσιάνικη σύγκλητος πληροφόρησε τους Σικελούς πρεσβευτές, ότι η Γαληνότατη Δημοκρατία θα ανανέωνε αυτή την εκεχειρία μέχρι τον Απρίλιο, αν ο (βασιλιάς της Σικελίας) Φρειδερίκος και ο Αλφόνσο υπόσχονταν να αποκαταστήσουν εντελώς όλες τις ζημίες και τις απώλειες, που προκλήθηκαν από τους Καταλανούς, να αποκηρύξουν τους κουρσάρους, να μη συντηρούν κανένα πλοίο (στο δουκάτο των Αθηνών), εκτός από ένα σκάφος για τη μεταφορά των απεσταλμένων, και να παραδώσουν τις πόλεις της Εύβοιας, οι οποίες καταλαμβάνονταν αδίκως. Ο δούκας της Νάξου (Γουλιέλμο Σανούδο) και ο γιός του Νικολό, όπως επίσης και οι τρίαρχοι της Εύβοιας, θα συμπεριλαμβάνονταν στην ειρήνη. Η Βενετία παραιτήθηκε από όλες τις αξιώσεις στα Άρμενα και στην Κάρυστο. Φαίνεται επίσης, να συνομολογήθηκε ότι ο Αλφόνσο Φαδρίγ θα είχε το μερίδιο του στα διόδια της γέφυρας της Χαλκίδας, όπως και ένα δικό του εισπράκτορα.
Η ειρήνη συνάφθηκε πάνω σε αυτούς τους όρους και τον επόμενο χρόνο, στις 9 Ιουνίου 1319, ανανεώθηκε για άλλους έξι μήνες. Οι τρίαρχοι της Εύβοιας που απαριθμούνται τότε είναι: ο Τζον ντε Νόγιερς, ο Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι (τώρα πια ενήλικος), ο Αντρέα Κορνάρο, και ο Μπαρτολομέο Γκίζι.
Απεικόνιση του καστελιού και των γεφυρώσεων του πορθμού του Ευρίπου. Με την συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Βενετίας και των Καταλανών, περί τα τέλη Δεκεμβρίου 1318, φαίνεται ότι ο Αλφόνσο Φαδρίγ απέκτησε μερίδιο στα διόδια της γέφυρας του Νεγροπόντε, διαθέτοντας και ένα δικό του εισπράκτορα. Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017). Ψηφιακή βελτιστοποίηση εικόνας: Βάγιας Κατσός (2018).
-
Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι
Ο Τομμάσο ντα Βερόνα δεν είχε κληρονομήσει τη φιλοδοξία και την ενεργητικότητα του πατέρα του Βονιφάτιου. Αλλά περίπου τον καιρό που πέθανε ο Βονιφάτιος στα 1317, ή νωρίτερα, ενηλικιώθηκε ο Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι, ο γιος της Βεατρίκης ντε Νόγιερς και του Γραπόζο, και σύντομα έδειξε ότι o «μανδύας» του Βονιφάτιου ντα Βερόνα, δηλαδή η φιλοδοξία και οι αντι-Βενετσιάνικες τάσεις του, είχε πέσει επάνω σε εκείνον. Ο δε χαρακτήρας του έθεσε ένα νέο εμπόδιο στην πορεία της ανάπτυξης της Βενετσιάνικης επιρροής στο Νεγροπόντε.
Ο πρώτος υπαινιγμός που λαμβάνουμε για έριδες ανάμεσα σε Βενετσιάνους και Λομβαρδούς βαρώνους αυτό το χρονικό διάστημα, είναι η ανακοίνωση του βάϊλου Φραντζέσκο Δάνδολο, λίγο μετά την υπόθεση της Αταλάντης στα 1318, ότι η παρουσία των πλοίων του (καπετάνιου του Βενετσιάνικου στόλου) Ρουτζιέρο Φοσκαρίνι στο Νεγροπόντε, ήταν απολύτως απαραίτητη για να συγκρατούνται τα εχθρικά αισθήματα, τα οποία επικρατούσαν ανάμεσα στους Λομβαρδούς, οι οποίοι ήθελαν να εκμηδενίσουν ο ένας τον άλλο. Δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε πως ο νεαρός έξαρχος, Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι, βρίσκονταν στο βάθος αυτών των διενέξεων.
Το επόμενο σημείο είναι η σημαντική δήλωση, που παρατέθηκε παραπάνω, των Σικελών απεσταλμένων παρά την Βενετσιάνικη σύγκλητο στις 2 Σεπτεμβρίου 1318. Αυτή αποδεικνύει ότι ο Πιέτρο ήδη ακολουθούσε την πολιτική του Βονιφάτιου ντα Βερόνα, και είχε προβεί σε μία συμμαχία με τους Καταλανούς, αντίθετα προς τα συμφέροντα της Βενετίας και των άλλων Λομβαρδών βαρώνων.
Ο Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος που ήταν απλώς ένας έξαρχος. Το μισό της νότιας Εύβοιας ανήκε στην πρώτη του εξαδέλφη Μαρία ντα Βερόνα, την μαρκησία της Βοδονίτσας, και στο σύζυγο της Αντρέα Κορνάρο. Όταν η Μαρία πέθανε στα 1322, ο Πιέτρο αμέσως κατέλαβε το εκτημόριο της. Ο Κορνάρο, ο οποίος απουσίαζε στην Κρήτη, αποτάθηκε στη Βενετία και κανονίστηκε μία εξέταση του ζητήματος. Αλλά ο Κορνάρο πέθανε στα 1323, εξασφαλίζοντας έτσι στον Πιέτρο το απόκτημα του. Η κόρη της Μαρίας, η Γουλιέλμα, σύζυγος του Μπαρτολομέο Ζακαρία (Bartolommeo Zaccharia), έγειρε αξίωση επ’ αυτής, αλλά οι διεκδικήσεις της δεν έθεσαν σε κίνδυνο τις κτήσεις του Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι, ο οποίος στο μεταξύ φρόντισε να καλλιεργήσει καλές σχέσεις με τον Αλφόνσο Φαδρίγ.
Άποψη των σωζόμενων καταλοίπων από τον μεσαιωνικό πύργο του φυλακίου του Δύστου στην νότια Εύβοια, το τριτημόριο της οποίας είχε περάσει στην κατοχή του Λομβαρδού βαρώνου Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι έως τα 1322.
-
Οι υποθέσεις των Άρμενων
Για κάποιο καιρό ο Αλφόνσο Φαδρίγ παρέμεινε σε ειρήνη με τον βάϊλο του Νεγροπόντε.
Στις 11 Μαΐου 1321, η συνθήκη ανανεώθηκε για ακόμα ένα χρόνο, με ορισμένους νέους όρους. Όταν έληξε η συνθήκη του Αλφόνσο με τους Τούρκους, αυτός θα έπρεπε να διακόψει τις σχέσεις του με τους τελευταίους και να λάβει μέτρα για να προστατέψει τα Χριστιανικά κράτη ενάντια στις λεηλατικές εξορμήσεις τους. Επίσης, ο ίδιος θα έκτιζε ένα νέο κάστρο στη βαρωνία της Καρύστου, ενώ η Βενετία ανέλαβε να μην ανεγείρει κανένα οχυρό ανάμεσα στα Άρμενα και την Κάρυστο. Οι τρίαρχοι όπως και πριν προσυπόγραψαν την συνθήκη (με εντεταλμένους), τον Μικέλε ντα Μπενεβέντο (Michele da Benevento) που αντιπροσώπευε τον Μπαρτολομέο Γκίζι και τον Τ. Στουριόνε (T. Sturione), που ενεργούσε για τον Αντρέα Κορνάρο.
Η εχθρότητα του Πάπα προς τους Καταλανούς, ο οποίος την 1η Οκτωβρίου 1322 εξέδωσε παπική βούλα ενάντια τους, δεν μετέβαλλε τις σχέσεις τους με τη Βενετία. Όμως οι Τούρκοι, οι απορριφθέντες σύμμαχοι του Αλφόνσο, συνέχισαν τις εχθροπραξίες και στα 1324 διακόμισαν ένα μεγάλο αριθμό Ευβοέων στη σκλαβιά.
Η Βενετία έκανε προσπάθειες να αγοράσει την Κάρυστο από τον Αλφόνσο, προσφέροντας έως και 30.000 υπέρπυρα, αλλά μάταια. Ωστόσο στα 1324, εκείνος παραχώρησε τα Άρμενα στον Τομμάσο ντα Βερόνα, ο οποίος έζησε μόλις δύο χρόνια ακόμα για να τα απολαύσει. Ο θάνατος του στις αρχές του 1326, πιθανόν τον Φεβρουάριο, διαμόρφωσε ένα σημείο καμπής. Προξένησε τις αιτίες για το δεύτερο πόλεμο μεταξύ του Αλφόνσο Φαδρίγ και της Βενετίας.
Η μοναδική κόρη του Τομμάσο και κληρονόμος του, ήταν η Αγκνές Σανούδο, η σύζυγος του Άντζελο (Angelo) Σανούδο, ενός μέλους από την οικογένεια της Νάξου. Αλλά δεν της επιτράπηκε να κληρονομήσει φιλήσυχα τα Άρμενα. Την 1η Μαρτίου, εμφανίστηκαν στη γέφυρα της Χαλκίδας ορισμένα καλά επανδρωμένα Αθηναϊκά πλοία, για τα οποία η Μαρούλα ντα Βερόνα, η σύζυγος του Αλφόνσο Φαδρίγ, απαίτησε άδεια κατάπλου στην πρωτεύουσα, προκειμένου να αποτίσει φόρο τιμής στον βάϊλο Μάρκο Μινόττο (Marco Minotto). Αυτός όμως την παρέπεμψε στο δόγη, υποπτευόμενος τα σχέδια των Καταλανών, ενημερώνοντας αμέσως τη Βενετία. Ο δε Μπαρτολομέο Γκίζι και η Βεατρίκη ντε Νόγιερς πήραν το μέρος του και ο βάϊλος εξέφρασε τις ευχαριστίες του για την υποστήριξη τους. Τότε ο ίδιος προικοδότησε και την Αγκνές Σανούδο με τα Άρμενα. Κατόπιν έγιναν προετοιμασίες για την υπεράσπιση της νήσου, στην περίπτωση που ο Αλφόνσο θα άρχιζε τις εχθροπραξίες.
Τον Μάϊο του 1327 έφτασαν τα νέα στη Βενετία ότι ο Αλφόνσο Φαδρίγ είχε κηρύξει πόλεμο. Επιπρόσθετα, στην ίδια τη νήσο, υπήρχε ένας φιλο-Καταλανικός συνασπισμός εναντίον της Βενετίας. Ο Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι, που ανέκαθεν δρούσε σαν ένας σύμμαχος και φίλος του Αλφόνσο, προέτρεψε τον (έτερο τρίαρχο) Μπαρτολομέο Γκίζι, τον κοντόσταυλο της Αχαΐας, να τείνει επίσης φιλικά προς τους Καταλανούς, και ο Γκίζι προχώρησε περαιτέρω αρραβωνιάζοντας τον γιό του Τζιόρτζιο με τη Σιμόνα (Simona), την πρεσβύτερη, κόρη του Αλφόνσο, ενώ ο τελευταίος του κληροδότησε το κάστρο του Σαιντ Ομέρ της Θήβας. Η πολιτική δυσαρέσκεια του Γκίζι ήταν μεγάλο πλήγμα για την Βενετία.
Το επόμενο έτος στα 1328, ο θάνατος της μητέρας του Βεατρίκης, της οποίας ο δεύτερος σύζυγος Τζον ντε Νόγιερς είχε πεθάνει δύο χρόνια πρωτύτερα, έδωσε στον Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι την δυνατότητα να επεκτείνει την επιρροή του και τις κτήσεις του στη νήσο. Αυτός αμέσως πήρε στην κατοχή του το κεντρικό τριτημόριο, καθιστάμενος αυθέντης σε δύο τριτημόρια της Εύβοιας. Συνεπώς στα 1328 υπήρχαν μόνο δύο τρίαρχοι, που αμφότεροι τηρούσαν αντι-Βενετσιάνικη στάση, και έτσι η Βενετία βρίσκονταν προφανώς σε χειρότερη θέση από αυτή που διατελούσε στα 1317, όταν την υποστήριζαν όλοι οι τρίαρχοι, εκτός από τον Πιέτρο, που τότε διέθετε μικρό κύρος.
Άποψη της μεγαλιθικής πύλης της ακρόπολης των αρχαίων Στυρών, επί του υψώματος του Αγίου Νικολάου, όπου παραδοσιακά τοποθετείται και το μεσαιωνικό κάστρο των Άρμενων, η κυριότητα του οποίου πυροδότησε νέες εχθροπραξίες μεταξύ Βενετσιάνων και Καταλανών στα 1327.
-
Η Εύβοια λεηλατείται από τους Καταλανούς και τους Τούρκους
Δεν έχουμε λεπτομερή απολογισμό για τις πολεμικές επιχειρήσεις στα 1328 και τα επόμενα χρόνια. Διαθέτουμε μόνο μερικές σημειώσεις σε επιστολές του Μαρίνο Σανούδο, πως η Εύβοια υπέστη φθορές από τους Καταλανούς και τους Τούρκους κουρσάρους.
1) Στις 18 Σεπτεμβρίου 1328, ο βάϊλος Μάρκο Γκραντένικο (Marco Gradenigo) έγραψε στον Σανούδο, ότι υπήρχε επικείμενος κίνδυνος για την Εύβοια και το Αρχιπέλαγος (του Αιγαίου) να πέσουν στα χέρια των πειρατών.
2) Κατά το τελευταίο μέρος του 1329, ο αρχιεπίσκοπος της Θήβας ανέφερε ότι οι Τούρκοι είχαν ερημώσει τη Θράκη πριν από το Πάσχα, και είχαν προσεγγίσει ακόμα και τη Χαλκίδα.
3) Στα 1330 το Νεγροπόντε ταλανίζονταν ξανά από τις λεηλατικές επιδρομές των απίστων, και ο κίνδυνος ήταν πολύ σοβαρός[21].
Κατά την διάρκεια των επόμενων τριών ετών, 1331 – 1333, συνεχίστηκαν οι τρομερές απερημώσεις των Τούρκων, αποφέροντας φορτία με πλήθος σκλάβων. Στα 1331 περισσότεροι από 25.000 Χριστιανοί οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν σε καθεστώς δουλείας. Αλλά ο Αλφόνσο Φαδρίγ είχε αρχίσει να κουράζεται από τους Τούρκους συμμάχους του, οι οποίοι είχαν ελάχιστους ενδοιασμούς για να λεηλατήσουν τους εργοδότες τους, ενώ ο Βάλτερ ντε Μπριέν πραγματοποιούσε δραστήριες προετοιμασίες ενάντια στην «Καταλανική Εταιρεία»[22], με την βοήθεια του Πάπα Ιωάννη ΚΒ΄, ο οποίος στα 1330 έδωσε εντολή στο Λατίνο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης να τους κλητεύσει να αναχωρήσουν από το δουκάτο. Από αυτές τις δύο περιστάσεις, ο Αλφόνσο αποφάσισε να συνάψει μία ειρήνη με το βάϊλο του Νεγροπόντε Φίλιππο Μπελένιο (Filippo Belegno) στις 5 Απριλίου 1331, με την προϋπόθεση ότι θα παρέμενε στην κατοχή του η Κάρυστος. Η προθεσμία της εκεχειρίας καθορίστηκε στα δύο χρόνια, αρχίζοντας από την 1 Μαΐου 1331, και συμπεριλαμβάνονταν και οι δύο τρίαρχοι της Εύβοιας. Οι τρίαρχοι δεν είχαν καμία αμφιβολία, μετά και την πρόσφατη εμπειρία, ότι ο πόλεμος θα ήταν πολύ μειονεκτικός κάτω από τους όρους της υπόψη περίπτωσης και ότι από κάθε άποψη δεν ήταν επιθυμητή μία συμμαχία με ένα συμπαραστάτη των Τούρκων. Ο Αλφόνσο Φαδρίγ δεσμεύτηκε να παρατήσει τη συμμαχία του με τους απίστους, να μη χτίσει φρούρια στην Εύβοια, και να πληρώσει στους Βενετσιάνους 5.000 υπέρπυρα για τις ζημίες, που είχαν υποστεί από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στα 1327. Επίσης, ρυθμίστηκε ότι οι παραγωγοί καλαμποκιού στις Ευβοϊκές κτήσεις του Αλφόνσο, θα μπορούσαν να το μεταφέρουν στο Νεγροπόντε προς πώληση. Στα 1333 ανανεώθηκε αυτή η συνθήκη, όπως και στα 1335, η δε Γαληνότατη Δημοκρατία προτιμούσε αυτές τις ελάσσονες συνθήκες από μία ειρήνη μακράς διάρκειας, την οποία επιζητούσε να φέρει ο βασιλιάς Φρειδερίκος της Σικελίας. Στα 1333, ο Αλφόνσο Φαδρίγ συναίνεσε να παραδώσει ένα μερίδιο της περιουσίας του Τομμάσο ντα Βερόνα στην Αγκνές Σανούδο, για την οποία αποφαίνονταν ευνοϊκά οι Ασσίζες (Assizes) του Μορέα[23].
Η Βενετία ήταν ιδιαίτερα ανυπόμονη να εξασφαλίσει για λογαριασμό της δύο μέρη της νήσου. Τους Ωρεούς, τη μείζονα πόλη της βόρειας Εύβοιας, και την Κάρυστο, τον πιο σημαντικό τόπο στη νότια Εύβοια. Έτσι προέβη σε περαιτέρω προσπάθειες στα 1332 και 1333, προκειμένου να αποκτήσει αυτά τα μέρη. Όμως, ο Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι δεν θα παραχωρούσε τους Ωρεούς, ενώ ο Αλφόνσο Φαδρίγ ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει την Κάρυστο. Στο τέλος του 1334, (η Γαληνότατη Δημοκρατία) κέρδισε την κατοχή των Άρμενων και τοποθέτησε εκεί τον Τζιοβάνι Δάνδολο (Giovanni Dandolo) σαν καστελλάνο.
Οι (δε προαναφερθείσες) συνθήκες με τους Καταλανούς δεν δέσμευσαν τους απίστους. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1332, το Νεγροπόντε και το Αρχιπέλαγος λεηλατήθηκαν από 380 Τουρκικά πλοία[24]. Ο βάϊλος του Νεγροπόντε Πιέτρο Ζένο (Pietro Zeno) υποχρεώθηκε να πληρώσει φόρο για να σώσει τους κατοίκους της νήσου από την εξόντωση.
Στο μεσοδιάστημα στη Δύση, ο Μαρίνο Σανούδο και άλλοι κήρυτταν μία ένωση των Χριστιανών ενάντια στους Τούρκους απίστους.
Αταύτιστο Βενετσιάνικο οικόσημο με παράσταση φτερωτού γρύπα σε βηματισμό, πλαισιωμένο από δράκους. Μεταξύ των ετών 1328 και 1333 η Εύβοια λεηλατήθηκε απηνώς τόσο από Καταλανούς επιδρομείς, όσο και από Τούρκους κουρσάρους. Το ανάγλυφο εκτίθεται στην συλλογή γλυπτών στο κάστρο του Καραμπαμπά Χαλκίδας.
-
Αύξηση της Βενετσιάνικης επιρροής στην Εύβοια
Οι ταραχές με τους Καταλανούς της Αττικής είχαν σταματήσει πλέον. Αυτοί άρχισαν να μεταστρέφονται σε ευυπόληπτους ανθρώπους και συνεργάστηκαν στον κοινό σκοπό εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι επέφεραν τόσο πολλές πληγές τόσο στους ίδιους, όσο και πάνω στους Ευβοείς[25].
Ο Αλφόνσο Φαδρίγ πέθανε στα 1338. Τον ίδιο χρόνο η Βενετσιάνικη σύγκλητος πρόσταξε ότι τα τείχη του Νεγροπόντε έπρεπε να σηκωθούν ψηλότερα και η δαπάνη θα καταβάλλονταν από ένα φόρο της τάξης του 5% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα. Τα μέτρα που υποχρεώθηκε να λάβει η Γαληνότατη Δημοκρατία, για την προστασία ενάντια στους Τούρκους, βοήθησαν στην σταθεροποίηση και στην επέκταση της ισχύος της στην νήσο. Η κύρια αντικειμενική επιδίωξη της φορολόγησης ήταν η προστασία της αποικιακής κοινότητας, και αντιστρόφως η προστάτιδα δύναμη είχε μία αξίωση στο δικαίωμα της φορολόγησης. Η δε Βενετία έβλεπε τώρα ολόκληρη την νήσο ως φορολογήσιμη.
Απεικόνιση του οχυρώματος του Βούρκου στην νοτιοανατολική γωνία της μεσαιωνικής Χαλκίδας. Στα 1338 η Βενετσιάνικη σύγκλητος διέταξε την περαιτέρω ανύψωση των τειχών του Νεγροπόντε, ως ενισχυτικό μέτρο προστασίας έναντι των Τουρκικών επιδρομών. Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017). Ψηφιακή βελτιστοποίηση εικόνας: Βάγιας Κατσός (2018).
Είχε τεθεί ένα ζήτημα παραπόνου ότι ορισμένοι εγκληματίες στο Νεγροπόντε, έβρισκαν καταφύγιο στις επικράτειες των τρίαρχων.
Έτσι λοιπόν, καθορίστηκε πως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι τρίαρχοι έπρεπε να ήταν υπεύθυνοι προς το βάϊλο, ο οποίος θα αποφάσιζε για τις εγκληματικές υποθέσεις κάθε Παρασκευή. Οι τρίαρχοι ειδοποιήθηκαν για αυτό στις 8 Σεπτεμβρίου 1338, και πληροφορήθηκαν ότι όλα τα πρόσωπα που εξορίζονταν από το βάϊλο, θα εκτοπίζονταν στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Λήλαντα (Lilantus ή Lelantos) και Αργαλέου (Argaleos), έναν ποταμό προς τα βόρεια της Χαλκίδας[26]. Αυτή η τοποθεσία βρίσκονταν στο κεντρικό τριτημόριο, το οποίο ανήκε στον Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι, και καθώς ο ίδιος δεν ενέκρινε αυτή την υποχρέωση, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αντισταθεί, προσέφυγε στο πλάνο να πουλήσει την κεντρική Εύβοια στο δούκα της Νάξου. Αλλά ο δούκας της Νάξου ήταν πολύ ισχυρός, έτσι ώστε να καταστεί ένας αποδεκτός τρίαρχος στα μάτια της Βενετίας, και έτσι ο βάϊλος πέτυχε να εμποδίσει την προτεινόμενη συναλλαγή. Η υπόθεση φανερώνει πως η εξουσία της Βενετίας είχε αυξηθεί και αντίστοιχα των τρίαρχων ελαττώθηκε, κατά την διάρκεια των προηγούμενων δεκαπέντε ετών. Οι βάϊλοι του Νεγροπόντε είχαν ακόμα στραμμένα τα μάτια τους στην Κάρυστο, την οποία ματαίως είχαν τόσο πολύ προσπαθήσει να αποκτήσουν. Τώρα ήταν στην κατοχή του γιού του Αλφόνσο, Βονιφάτιου Φαδρίγ (Bonifacio Fadrique). Στα 1339 ο καστελλάνος προσφέρθηκε να την παραδώσει στην Βενετία για ένα συγκεκριμένο ποσό, αλλά δυστυχώς ο βάϊλος δεν διέθετε στα χέρια του τα απαιτούμενα χρήματα.
Κατάλοιπα μεσαιωνικού πύργου μεταξύ των χωριών Καθενοί και Κάτω Στενή. Στα 1338 αποφασίστηκε ότι οι κακοποιοί του Νεγροπόντε να εξορίζονται μεταξύ των ποταμών Λήλαντα και Αργαλέου, ένα μέρος που ενδεχομένως προσδιορίζεται στην ευρύτερη περιοχή της Στενής Δίρφυος.
Προκειμένου να ενδυναμωθεί η Βενετσιάνικη επιρροή ανάμεσα στους κατοίκους, απονεμήθηκε η Βενετσιάνικη υπηκοότητα σε πολλά άτομα[27].
Οι δε Εβραίοι που ήταν συνηθισμένοι να καταβάλλουν φόρους στους Λομβαρδούς στο ποσό ύψους 100 υπέρπυρων, μεταφέρθηκαν στην δικαιοδοσία της Βενετίας, και πλήρωναν 200 υπέρπυρα.
Το Δεκέμβριο του έτους 1340, το κύριο στοιχείο της εναντίωσης προς την Βενετσιάνικη κυριαρχία άρθηκε με το θάνατο του Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι. Έπειτα από εκείνον οι τρίαρχοι ποτέ δεν δυστρόπησαν. Το πάτημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας είχε εδραιωθεί με ασφάλεια και η επικυριαρχία του πρίγκιπα της Αχαΐας ήταν μία ξεχασμένη κατάσταση.
Η ιστορία των Βενετσιάνων στην Εύβοια είναι ένα καλό παράδειγμα, για τον τρόπο με τον οποίο ένας αποτελεσματικός προστάτης μετατρέπεται σε εξουσιαστή. Διεξήχθησαν τρεις πόλεμοι, πρώτα με τους Έλληνες, ύστερα με τους Καταλανούς, και τέλος με τους Καταλανούς και τους Τούρκους, που συνεισέφεραν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στο να εξασφαλιστεί η Βενετσιάνικη υπεροχή στο Νεγροπόντε. Η άλλη πλευρά του ίδιου γεγονότος, ήταν η παρακμή της δύναμης των Λομβαρδών. Ο Πιέτρο Δαλλεκαρτσέρι ήταν λιγότερο ισχυρός από τον Βονιφάτιο ντα Βερόνα, και ο Βονιφάτιος ήταν λιγότερο ισχυρός από τον Γουλιέλμο ντα Βερόνα.
Τέλος 3ου μέρους.
Διαβάστε τη συνέχεια: «Οι Λομβαρδοί και οι Ενετοί στην Εύβοια (Μέρος 4ο)». Μία αναλυτική καταγραφή της περιόδου 1340 – 1385 από τον ακαδημαϊκό ιστορικό John Bagnell Bury, μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Παραπομπές
[1] Σ.τ.μ.: Το συγκεκριμένο μέρος δημοσιεύτηκε στα 1887 στον τόμο 8 (σελίδες 194 – 213) του διαλαμβανόμενου επιστημονικού εντύπου.
[2] Σ.τ.μ.: Ο τίτλος του «Ποντεστά (Podestà)» δίνονταν σε υψηλόβαθμους Ιταλούς αξιωματούχους κατά την ύστερη μεσαιωνική εποχή, στους οποίους αναθέτονταν τα καθήκοντα του ανώτατου δικαστικού ή εκτελεστικού εκπροσώπου μίας πόλης – κράτους σε αποικιακό επίπεδο και διαχειρίζονταν τα τοπικά ζητήματα κοινωνικοπολιτικής φύσεως.
[3] Σ.τ.μ.: Σύμφωνα με νεότερες έρευνες έχει αποδειχθεί ότι η Ρωμαιοκαθολική μονή του Αγίου Δομίνικου στο Νεγροπόντε είχε ήδη ιδρυθεί, μεταξύ των ετών 1255 και 1262, και κατά πάσα πιθανότητα ο κύριος ναός της ταυτίζεται με την σημερινή βασιλική της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας.
[4] Σ.τ.μ.: Ο όρος «Proveditore» ερμηνεύεται μεταφραστικά ως προνοητής, προβλέπτης, επιτηρητής. Σε αυτό το αξίωμα διορίζονταν από την σύγκλητο της Βενετίας σημαίνοντα άτομα, ως τοπικοί κυβερνήτες ολιγόχρονης θητείας ή ως προσωρινοί επιστάτες σε ιδιαίτερες καταστάσεις, στις περιφερειακές αποικίες της Γαληνότατης Δημοκρατίας.
[5] Σ.τ.μ.: Πρόκειται για την πόλη Spigno Saturnia της κεντρικής Ιταλίας, που την μεσαιωνική εποχή ανήκε στο βασίλειο της Σικελίας.
[6] Σ.τ.μ.: Η κωμόπολη της Calatabellotta βρίσκεται στη δυτική Σικελία. Εδώ υπογράφηκε στις 13 Αυγούστου 1302 η συνθήκη ειρήνης, με την οποία τελείωσε ο εικοσαετής πόλεμος, που είχε ξεκινήσει από τον λεγόμενο «Σικελικό Εσπερινό», δηλαδή από την εξέγερση των Σικελών στα 1282, εναντίον του κυρίαρχου καθεστώτος του βασιλιά Νεάπολης και της Σικελίας Καρόλου του Ανζού (1266 – 1285), με την ενεργό ανάμιξη στα διαπλεκόμενα από τον βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρο Γ’ τον Μεγάλο (1276 – 1285).
[7] Σ.τ.μ.: Φλωρεντίνος χρονικογράφος του 14ου αιώνα.
[8] Σ.τ.μ.: Πρόκειται για τον προαναφερθέντα πρώτο αρχηγό της «Καταλανικής Εταιρείας», Ρότζερ ντε Φλορ, ο οποίος υπήρξε Ναΐτης ιππότης, αλλά κατηγορήθηκε ότι υπεξαίρεσε το ταμείο του στρατιωτικο-θρησκευτικού Τάγματος και έτσι αποπέμφθηκε από τις τάξεις του.
[9] Σ.τ.μ.: Η τελευταία φράση εντός των εισαγωγικών στο Ιταλικό κείμενο έχει ως εξής: «si chiamarono la Compagna, stando e vivendo alla roba d’ogni huomo».
[10] Σ.τ.μ.: Ο Κάρολος του Βαλουά είχε αποκτήσει από την δεύτερη σύζυγο του, τα θεωρητικά δικαιώματα του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και σκόπευε να τα διεκδικήσει σε πραγματική βάση. Στα πλαίσια του σχεδιασμού του κατάφερε να διαπραγματευτεί τη συνδρομή του τότε αρχηγού της «Καταλανικής Εταιρείας», Μπερεντζάριο Ροκαφόρτε (Berengario Roccaforte). Κατόπιν απέστειλε τον Γάλλο ιππότη και διπλωμάτη Τιμπώ ντε Σεπόϋ μαζί με τον Βενετσιάνικο στολίσκο, προκειμένου να πάρει τον έλεγχο της μισθοφορικής εταιρείας και να την χρησιμοποιήσει για να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη.
[11] Σ.τ.μ.: Το «Libri Commemoriali» είναι ένα οκτάτομο έργο, που περιέχει περιλήψεις των κρατικών εγγραφών της Δημοκρατίας της Βενετίας από την δεκαετία του 1230 και εξής. Εκδόθηκε την περίοδο 1876 – 1914 από τον Ιταλό ιστορικό και αρχειοφύλακα Riccardo Predelli.
[12] Σ.τ.μ.: Η πόλη της Aversa βρίσκεται στην επαρχία της Καζέρτα της Καμπανίας στην κεντρική Ιταλία, απέχοντας 5 χιλιόμετρα βόρεια της Νάπολης.
[13] Σ.τ.μ.: O Ιταλικός όρος «rettore» μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «πρύτανης» και υπό αυτή την έννοια χρησιμοποιείται στη σύγχρονη εποχή. Ωστόσο, το μεσαίωνα αλλά και μετέπειτα, αποτελούσε και ένα γενικότερο τίτλο που απονέμονταν στους διοικητές των αποικιακών επαρχιών της Δημοκρατίας της Βενετίας.
[14] Σ.τ.μ.: Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις όσον αφορά την ακριβή τοποθεσία αυτής της μάχης. Οι παλαιότεροι ιστορικοί όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και ο William Miller, αλλά και ο Antoine Bon, αποδέχονται την παραδοσιακή εκδοχή ότι έλαβε χώρα στην περιοχή του Βοιωτικού ποταμού Κηφισού, δυτικά της πρώην λίμνης Κωπαΐδας, και συγκεκριμένα στον ευρύτερο διάδρομο μεταξύ του Ορχομενού και της Χαιρώνειας. Αντίθετα νεότεροι μελετητές, όπως οι David Jacoby, Peter Lock και Kenneth M. Setton, τοποθετούν τη σύγκρουση, με αρκετή βεβαιότητα, στο πεδίο του Αλμυρού Μαγνησίας, στηριζόμενοι στις σχετικές καταγραφές του «Χρονικού του Μορέως» και του χρονικογράφου Marino Sanudo Torsello.
[15] Στα 1840 έπεσε ένας παλαιός τοίχος στην καστροπολιτεία της Χαλκίδας και βρέθηκε πίσω από αυτόν ένας υπέρογκος αριθμός οπλισμού. Ο (σ.τ.μ.: Γάλλος ιστοριοδίφης) Alexandre Buchon παρέθεσε τη θεωρία ότι προέρχονταν από τον οπλισμό των ιπποτών που σφαγιάστηκαν σε αυτή την μάχη, υποδηλώνοντας ότι αυτά συλλέχτηκαν και συσσωρεύτηκαν σαν ένα μνημείο από το Βονιφάτιο ντα Βερόνα. Φυσικά για αυτό δεν υπάρχει καμία απόδειξη, και φαίνεται απίθανο, καθώς οι Καταλανοί δύσκολα θα παραχωρούσαν τον πολύτιμο οπλισμό στο Βονιφάτιο, ακόμα και αν ήταν φίλος τους. (Σ.τ.μ.: Πρόκειται κυρίως για απάρτια πανοπλιών που χρονολογούνται στα τέλη 14ου/μέσα 15ου αιώνα, αναιρώντας πλήρως την εκδοχή του Buchon. Για το θέμα των συγκεκριμένων κειμηλίων από το Νεγροπόντε βλέπε το άρθρο «Οι μεσαιωνικοί θησαυροί της Χαλκίδας – Μέρος 1ο», Γεώργιος Λόης, www.square.gr, 19-1-2016).
[16] Οι Εβραίοι όντας πολύ αφοσιωμένοι προς την Βενετία κατά τον πόλεμο, απαλλάχτηκαν από τον δασμό 5% επί των εξαγώγιμων προϊόντων.
[17] Στα 1318 ο επίτιμος Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε ακόμα την έδρα του στο Νεγροπόντε.
[18] Σ.τ.μ.: Πιθανότατα υπονοείται ότι ο Αλφόνσο Φαδρίγ προσέλαβε ντόπιους Κρητικούς μισθοφόρους στην υπηρεσία της «Καταλανικής Εταιρείας».
[19] Όταν ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα αποκλήρωσε τον Τομμάσο, του εξασφάλισε μία κτηματική περιουσία στην νήσο. Αυτή θα πρέπει να βρίσκονταν στην κεντρική Εύβοια και να ανήκε στον Τζον ντε Νόγιερς.
[20] Σ.τ.μ.: Η κώμη της Όστια βρίσκεται στα παράλια της Τυρρηνικής θάλασσας, απέχοντας περίπου 25 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το κέντρο της Ρώμης.
[21] Ο Φλωρεντίνος χρονικογράφος Giovanni Villani («Nuova Cronica», x. 150) παραθέτει (σ.τ.μ.: σχετικά με τις λεηλασίες εκείνης της περιόδου): «Οι οπλισμένοι Τούρκοι με τα πολυάριθμα πλοιάρια τους εκτελούσαν επιδρομές από την θάλασσα, δηώνοντας και ληστεύοντας τα περισσότερα νησιά του Αρχιπελάγους… Και ύστερα συνεχώς κάθε χρόνο έκαναν εκστρατείες με 500 ή 800 μεγάλα πλοιάρια διατρέχοντας όλα τα νησιά του Αρχιπελάγους, ληστεύοντας, διαγουμίζοντας και διαρπάζοντας άντρες και γυναίκες για σκλάβους, ενώ πολλά ακόμα τα έκαναν φόρου υποτελή».
[22] Ο χρονικογράφος Giovanni Villani («Nuova Cronica», x. 190) σημειώνει την εκστρατεία του Βάλτερ. Στο τέλος του Αυγούστου του 1331, «ο δούκας των Αθηνών, ήτοι ο κόμης του Μπριέν, έφυγε από το Μπρίντεζι (Branditio) και πέρασε στη Ρωμανία», με 800 Γάλλους ιππείς και 500 πεζούς από την Τοσκάνη (Tuscan). Θα ανακτούσε τα εδάφη του σε μία ανοιχτή μάχη αλλά «η ηγεσία της εταιρείας διατήρησε εκουσίως τις φρουρές εντός των κάστρων και δεν θέλησε να εξέλθει για μάχη». Έτσι λοιπόν, η εκστρατεία δεν ευοδώθηκε.
[23] Σ.τ.μ.: Οι Ασσίζες του Μορέα ήταν ένας νομικός κώδικας που ίσχυε στις Λατινικές ηγεμονίες του Ελληνικού χώρου και ρύθμιζε τις φεουδαρχικές σχέσεις και συναφή ζητήματα.
[24] Αυτά τα δυστυχήματα μνημονεύονται από δύο Ιταλούς (σ.τ.μ.: ιστοριογράφους εκείνης της εποχής), τον Giovanni Villani και τον Ludovici Boncomitis Monaldeschi. Ο τελευταίος γράφει σχετικά («Muratori», S.R.I. xii. p. 534): «Κατά το εν λόγω έτος (1332), οι Τούρκοι έστειλαν στη θάλασσα 280 πλοία και πήγαν στην Κωνσταντινούπολη εναντίον του αυτοκράτορα των Ελλήνων. Αλλά τον βοήθησαν οι Βενετσιάνοι και οι Γενοβέζοι. Έτσι ανέλαβαν τη μεγάλη επιχείρηση (στο Αιγαίο πέλαγος) και αποκόμισαν πολλά χρήματα, ενώ συνέλαβαν περισσότερους από χίλιους Έλληνες και έκαναν το Νεγροπόντε να τους καταβάλλει φόρο». Ο δε Villani («Nuova Cronica», x. 224) λέει ότι το Μάιο και τον Ιούνιο του 1332 οι Τούρκοι επάνδρωσαν 380 σκάφη με περισσότερους από 40.000 άνδρες και επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Αφού εγκατέλειψαν αυτή την επιχείρηση, καθώς ο αυτοκράτορας έτυχε ισχυρής υποστήριξης, αυτοί «ρήμαξαν τα περισσότερα νησιά του Αρχιπελάγους και μετέτρεψαν σε δούλους περισσότερους από 10.000 Έλληνες και εκείνους του Νεγροπόντε τους υποχρέωσαν με εκφοβισμό σε καταβολή φόρου, ενώ κατά κύματα έφταναν στη Δύση, πληθώρα εκκλήσεων προς τον Πάπα, τον βασιλιά της Γαλλίας και τους άλλους άρχοντες των Χριστιανών, για τις οποίες διατάχθηκε για το επόμενο έτος η συγκρότηση ενός στόλου εναντίον των Τούρκων, όπως και έγινε».
[25] Η εντύπωση που δημιούργησαν οι Καταλανοί στους Έλληνες της Εύβοιας έχει επιβιώσει μέχρι τις σημερινές μέρες σε μία παροιμία: «αυτό ούτε οι Καταλάνοι δεν το κάμνουν» (Επαμεινώνδας Ι. Σταματιάδης, «οι Καταλάνοι εν τη Ανατολή, 1869»). Παρομοίως στη Θράκη, η εικόνα των πολλών Καταλανικών ωμοτήτων, έφερε σε χρήση την κατάρα «η εκδίκησις των Καταλάνων εύροι σε». Στην δε Ακαρνανία το όνομα «Καταλανός» είναι ισοδύναμο με τον κτηνώδη παλιάνθρωπο.
[26] Σ.τ.μ.: Ο μοναδικός ποταμός που εντοπίζεται βορειότερα της Χαλκίδας είναι ο ποταμός Μεσσάπιος, ο οποίος πηγάζει από το όρος Δίρφυς και διέρχεται από την σημερινή κωμόπολη των Ψαχνών, εκβάλλοντας στον βόρειο Ευβοϊκό κόλπο. Αν υποθέσουμε μάλλον βάσιμα πως ο υπόψη ποταμός ονομάζονταν κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ως «Αργαλέος (Argaleos)», τότε μπορούμε να προσδιορίσουμε σαν πιθανό τόπο εξορίας των εγκληματιών του Νεγροπόντε την ευρύτερη περιοχή ανάμεσα στα σύγχρονα χωριά Στενή – Βούνοι – Καθενοί – Πάλιουρας – Μακρυκάπα – Αττάλη.
[27] Σ.τ.μ.: Ο J. B. Bury αφήνει να εννοηθεί ότι η Βενετσιάνικη υπηκοότητα δόθηκε σε ντόπιους νησιώτες κατοίκους, δηλαδή Έλληνες Ευβοείς.