Στα 24 του χρόνια βρέθηκε από την Χαλκίδα στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Ήταν ο μοναδικός που επέστρεψε. Ο Μωυσής Ελιακείμ μας μίλησε για την εμπειρία του.
Η συνέντευξη και οι φωτογραφίες είχαν δημοσιευτεί στο τεύχος 4 του περιοδικού Square, τον Οκτώβριο του 2004.
Από την προδοσία, στο κρατητήριο
Βλέποντας το ήρεμο πρόσωπο του Μωυσή Ελιακείμ και τoν ευγενικό τρόπο που μας υποδέχτηκε, η πρώτη ερώτηση ήταν σχεδόν αυτονόητη: «Πώς από τη Χαλκίδα, βρεθήκατε στα προαύλια του Άουσβιτς;». Η απάντηση ήταν κοφτή και γεμάτη πίκρα: «από προδοσία».
Ναι, προδοσία! Σε ηλικία 24 ετών και δίχως να έχει ουδεμία σχέση με αντιστασιακές πράξεις, τον κατέδωσε στις κατοχικές αρχές ένας συμπολίτης μας. Η αιτία; Ήταν Εβραίος. Αυτό αρκούσε.
Αν και δε θέλησε να αναφέρει το όνομα του προδότη, συμπλήρωσε με έμφαση, «Με προσήγαγαν δήθεν για κάποια ανάκριση και παρέμεινα στο κρατητήριο όλο το βράδυ». Για δευτερόλεπτα, η φωνή του κόμπιασε, αλλά η αφήγηση δε σταμάτησε.
Το κρατητήριο βρισκόταν δίπλα από τον χώρο που στεγαζόταν παλιά η Νομαρχία της Χαλκίδας και όπως όλοι μας καταλαβαίνουμε οι συνθήκες εκεί μέσα ήταν από άθλιες, έως και απάνθρωπες. Η περιπέτεια του κυρίου Ελιακείμ όμως μόλις άρχιζε. Πολύ σύντομα, θα βρισκόταν στο μέρος, που κανένας άνθρωπος δε θα ήθελε να βρίσκεται.
Στο Χαϊδάρι
Την επόμενη μέρα οδηγήθηκε στο Χαϊδάρι, αν και στο ερώτημα, αν ήταν μόνος, ή μαζί του υπήρχαν και άλλοι συγκρατούμενοι δεν μπόρεσε να απαντήσει, καθότι ούτε ο ίδιος γνώριζε.
«Δε μου είχαν απαγγελθεί κατηγορίες για κάτι. Με κρατούσαν χωρίς λόγο. Το να ζητάει κάποιος Εβραίος την εποχή εκείνη το δίκιο του, ήταν μια τελείως χαμένη υπόθεση». Από εκεί παρατηρούσε τις προετοιμασίες για τις αποστολές Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πολύ σύντομα και το δικό του όνομα θα βρισκόταν στις λίστες των Εβραίων που θα οδηγούνταν στο Άουσβιτς. Έτσι και έγινε.
Η πορεία στο Άουσβιτς
«Μας πήγαν στο παλιό τελωνείο της Αθήνας, λίγο πιο κάτω από το σταθμό Λαρίσης, απ΄ όπου μας φόρτωσαν στο φορτηγό-τρένο», θυμήθηκε ο κύριος Ελιακείμ.
Στρίμωξαν 70 άτομα σε ένα βαγόνι και το ταξίδι ξεκίνησε. Στο άκουσμα πως ταξίδευαν για 10 ολόκληρες ημέρες μέχρι να φτάσουν στο στρατόπεδο, ανατριχιάσαμε.
Στη διαδρομή σταμάταγαν και πετούσαν τα πτώματα των Εβραίων που δεν άντεξαν τις κακουχίες. Ο φόβος που ένιωθαν όλοι οι Εβραίοι μέσα στα βαγόνια, ήταν τόσο μεγάλος, που η ιδέα της απόδρασης δεν πέρναγε από το μυαλό τους.
«Για να φανταστείς», μου είπε μειδιώντας, «τα τρένα που ξεκινούσαν από την Αθήνα προς το Άουσβιτς, συνοδεύονταν απο τρείς με τέσσερις Γερμανούς στρατιώτες μόνο. Ποιος Εβραίος θα μπορούσε να αντιταχθεί στις κάνες των Γερμανικών όπλων;», με ρώτησε. Συμφωνήσαμε σιωπηλά.
Μωυσής Ελιακείμ: «Είχα φτάσει στο απελπιστικό σημείο να τους υπενθυμίζω πως είμαι Εβραίος για να τελειώνω. Σήμερα, δεν μπορω να συγχωρήσω τη Γερμανία για ό,τι πέρασα».
Στο Άουσβιτς
Μόλις έφτασαν στο Άουσβιτς, ένας Γερμανός φαντάρος τον πλησίασε και τον ρώτησε αν έχει οικογένεια μαζί του.
Η απάντηση ήταν αρνητική και ίσως αυτό ήταν που του χάρισε την ζωή. Οι οικογένειες των Εβραίων εξοντώνονταν μαζί και πολλοί απο τους συνταξιδιώτες του οδηγήθηκαν αμέσως σε θαλάμους αερίων, όπου και φονεύθηκαν ομαδικώς.
«Τους έβαζαν σε κάτι δωμάτια και πέταγαν μια σκόνη. Σε ελάχιστα λεπτά, όλοι έπεφταν νεκροί», μονολόγησε, στρέφοντας προς τα κάτω το κεφάλι του. Αργότερα τον οδήγησαν σε ένα τραπέζι στο προαύλιο του στρατοπέδου, όπου και του έβαλαν τον ανεξίτηλο κωδικό μητρώου, που έφεραν όλοι οι κρατούμενοι Εβραίοι. Στη συνέχεια τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο οπου θα αποτελούσε το σπίτι του για αρκετούς μήνες, μαζί με άλλους πολλούς.
Η καθημερινότητα του στρατοπέδου
Κάθε πρωί οι Εβραίοι στοιχίζονταν σε τετράδες και περπάταγαν για 7 χιλιόμετρα σε μια γειτονική περιοχή του στρατοπέδου, για να εκτελέσουν διάφορες εργασίες που τους ανάγκαζαν οι Γερμανοί να κάνουν.
Από θέμα φαγητού, περίθαλψης κτλ, ούτε λόγος βέβαια. Ανατριχιαστικές συνθήκες. Οι βιαιοπραγίες στα κρεματόρια και τους θαλάμους αερίων ήταν καθημερινές. «Χάσατε ποτέ την ελπίδα σας;» τον ρωτήσαμε. «Είχα φτάσει στο σημείο να τους υπενθυμίζω πως είμαι Εβραίος για να με τελειώσουν. Δεν άντεχα άλλο. Άμα έκανες κάτι εναντίον των Γερμανών, ή προξενούσες την οποιαδήποτε φθορά, μπορούσαν να σε τουφεκίσουν επι τόπου. Ποιος λογάριαζε τότε τη ζωή ενός Εβραίου;».
Οι Εβραίοι της Χαλκίδας στο Άουσβιτς
«Είχατε βρει φίλους Εβραίους από τη Χαλκίδα;». «Φυσικά!», μας απάντησε χαμογελώντας.
«Ήμασταν όλοι μαζί εκεί και κάναμε παρέα. Μαζί περάσαμε τις κακουχίες και μαζί ελευθερωθήκαμε όταν κατέρρευσε η αυτοκρατορία του Χίτλερ. Όταν μπήκαν στο στρατόπεδο οι συμμαχικές δυνάμεις για να μας απελευθερώσουν, χωρίσαμε, καθότι άλλοι διασώθηκαν απο τους Αμερικανούς, όπως εγώ και άλλοι απο τους Ρώσους,
Η ελευθερία, ήταν κοντά.» μας είπε, αφήνοντας να διαφανεί ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Για την ιστορία, το Άουσβιτς ήταν το πρώτο των κυρίων στρατοπέδων που απελευθερώθηκε, το μεσημέρι της 27 Ιανουαρίου 1945, από την 60ή Στρατιά, επικεφαλής της οποίας ήταν ο συνταγματάρχης Πάβελ Κουρότσκιν.
Μωυσής Ελιακείμ: «Δεν επέστρεψα ποτέ στο Αουσβιτς. Δεν θελω να το ξαναδω στα ματια μου. 3.000 ατομα
πέθαναν στους θαλαμους αεριων μεσα σε λεπτα της ωρας. Ποίος ο λόγος να ξαναβρεθώ εκεί;»
Η λύτρωση
«Μετά την απελευθέρωση απο το στρατόπεδο, οι Αμερικανοί μας οδήγησαν σε ένα γειτονικό στρατόπεδο όπου μείναμε για 10 ημέρες και αργότερα μας πήγαν σε ένα αναρρωτήριο για να συνέλθουμε από τις κακουχίες. Δύσκολες καταστάσεις», μας είπε συνεχίζοντας τη διήγηση του, αναστενάζοντας.
Στο αναρρωτήριο έμειναν για ένα μήνα και από εκεί ξεκίνησε η επιστροφή στην πατρίδα. «Μας επιβίβασαν σε τρένα και μέσω Σερβίας φτάσαμε στην Ιταλία. Από εκεί οδηγηθήκαμε στην Ιταλία και με πλοίο φτάσαμε στην Πάτρα. Ο δρόμος για τη Χαλκίδα, δεν ήταν πλέον μακρύς» μας είπε και δόξασε το Θεό για το αίσιο τέλος της ταλαιπωρίας του.
«Θα θέλατε να ξαναδείτε το Άουσβιτς;» Τον ρώτησα. Απάντησε με πράο βλέμμα: «Παρόλο που είχε οργανωθεί μια εκδρομή μνήμης για τους κρατουμένους που έζησαν εκεί, εγώ δεν πήγα. Να πάω και να δω τι; Το μέρος που βασανίστηκα;».
Δεν ξεχνάει
Εκείνη τη στιγμή, πήρε στα χέρια του το μωρό εγγονάκι του και αμέσως η σκέψη του έφυγε από το παρελθόν.
Η εικόνα ενός ανθρώπου, που βρέθηκε στο Άουσβιτς και εκείνη την ώρα βρισκόταν μπροστά μας να παίζει με το εγγόνι του, διαλύθηκε σα μικρό σύννεφο, με την επιστροφή στη συνέντευξη. Μετά από τόσα χρόνια είχε συγχωρέσει τους βασανιστές του;
Η απάντηση άμεση και ντόμπρα. «Όχι. Δε μπορώ να ξεχάσω αυτά που μου έκαναν και δεν μπορώ να συγχωρήσω τη Γερμανία, όσα χρόνια και αν πέρασαν». Κλείνοντας την κουβέντα του κάναμε μια ερώτηση που πάντα μας βασάνιζε: «γιατί σας κυνηγούσαν κύριε Ελιακείμ; Γιατί όλα αυτά;». Σήκωσε τους ώμους γεμάτος απορία και μου είπε πως ποτέ του δεν κατάλαβε. «Μπορεί λόγω θρησκείας, ή δεν ξέρω τι άλλο. Ποτέ δε θα μάθω, ποτέ δεν θα καταλάβω».
Την ώρα που ετοιμαζόμασταν να τον ευχαριστήσουμε για την ευγενή καλοσύνη του να εξιστορήσει τις προσωπικές εμπειρίες του, ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του, συνοδευόμενο απο λόγια στοργής.
Το μικρό του εγγόνι ήταν πάλι στην αγκαλιά του και καθώς το σήκωνε ψηλά, διαφάνηκε ο κωδικός μητρώου. Ο κωδικός στο χέρι του Μωυσή Ελιακείμ παραμένει ανεξίτηλος, όπως και η μνήμη του. Δε μπορεί να ξεχάσει τον άνθρωπο που χωρίς λόγο τον πρόδωσε, αν και λίγο αργότερα βρήκε τον θάνατο που του ταίριαζε: τουφεκίστηκε από τους αντάρτες.
Δε μπορεί να σβήσει τις μνήμες απο τις κακουχίες και τα βάσανα που πέρασε, κάτι που ούτε εμείς πρέπει να κάνουμε. Οι μνήμες πρέπει να παραμένουν ανεξίτηλες, όπως ο κωδικός στο χέρι αυτού του ανθρώπου. Για να μην επαναλάβουμε ποτέ τα ίδια λάθη…