Θεοδόσης Π. Τάσιος
Η Μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας στις Ευβοϊκές αποικίες της Ιταλίας: Μια συναρπαστική μελέτη του πανεπιστημιακού Θεοδόση Π. Τάσιου.
Το άρθρο αποτελεί αυτούσια μεταφορά των δύο πρώτων, εκ΄ των πέντε συνολικά, κεφαλαίων του βιβλίου «Κύμη και Νεάπολις – Η Μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας», του Θεοδόση Π. Τάσιου. 1η Έκδοση: Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κύμης, σε 500 αντίτυπα (εκτός εμπορίου). Αθήνα, Φεβρουάριος 2018.
Ευχαριστούμε τον συγγραφέα, κ. Τάσιο, όπως και τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Κύμης, για την ευγενική παραχώρηση άδειας ψηφιοποίησης και πρώτης δημοσίευσης των κειμένων και των φωτογραφιών του βιβλίου στο internet, αποκλειστικά στο square.gr
Σημ.: Το τονικό σύστημα που χρησιμοποιείται σ’ αυτό το βιβλίο, ακολουθεί τις απόψεις της ανακοίνωσης “Θ. Π. Τάσιος: Για ένα ορθολογικότερο τονικό σύστημα”, Πρακτικά Συνεδρίου για την Ελληνική γλώσσα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τομέας Γλωσσολογίας, Αθήνα 1999. Δηλονότι: Ό,τι τονίζεται προφορικώς, τονίζεται και γραπτώς. Τίποτ’ άλλο. Θα σταματήσει έτσι η «σχιζοτονία» να λες «κατα νούν» και να γράφεις «κατά νουν» -επειδή τάχα έτσι το απαιτεί η λέξη. Διότι στον γραπτό λόγο, δέν υπάρχουν μεμονωμένες λέξεις• προτάσεις υπάρχουν, με τις δικές τους αδήριτες φωνητικές απαιτήσεις.
Θ.Π.Τ.
Βιβλιογραφία:
1. d’ Agostino B.: «Les Etrusques en Grande Grece», στο Morel J.P. (Ed), βλ. πιο κάτω.
2. Basch L.: “Le musee imaginaire de la marine antique”, Inst. Hell, pour la Pres, de laTradition Marine, Athenes, 1987.
3. Bats M.: «Pithecousses, Cumes, Naples», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο κάτω.
4. Βιτρούβιος: «De Architecture», ελλ. έκδοση Π. Λέφας, Πλέθρον, 1997.
5. Blake Ε.: «The Mycenaeans in Italy: a minimalist position», Papers of the British School at Rome, 76 (2008).
6. Calamaro E.: «Napoli greca e romana. Le origini della citta fra mito e storia», Tasc. Econ. Newton, 1995.
7. Caputo P., Morichi R., Paone R., Rispoli P.: «Cuma e iI suo parco archeologico», Bardi Editore, Roma, 1996.
8. Coulson W.: «Thegreek dark ages. A review of the evidence etc.», Athens, 1990.
9. Giampaola D., Longobardo F.: «Napoli Greca e Romana, fra museo archeologico nazionale e centro antico», Electa, Napoli, 2000.
10. Giampaola D., Carsana V.: «Le nuove scoperte: la citta, iI porto e le macchine», στο Lo Sardo (Ed.), «Eureka», βλ. πιο κάτω.
11. Greco E.: «Ritorno a Neapolis Greca», στο E. Lo Sardo (Ed.), βλ. πιο κάτω.
12. Guzzo P.G.: «Pompei Preromaine», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο κάτω.
13. Morel J.P. (Ed.): «La Grande Grece», Numero 235 des Dossiers dArcheologie, Faton, Dijon, 1998.
14. Μπουρδάκου Ε.: «Δαίδαλος, ο πρώτος Μηχανικός», Αίολος, 2000.
15. Musee d’Histoire de Marseille: «L’ Antiquite», Marseille, 1988.
16. Sakellaraki E.: «Geometric Kyme, etc.», στο Euboica: L’Euboia e la presenza in Calcidica e in Occidente, Napoli, 1998.
17. (Lo) Sardo E. (Ed.): «Eureka», Electa Napoli, 2005.
18. Tassios T. P.: «Technology in certain religious beliefs», στο «Αντιφίλησις» (Ι.Θ. Παπαδημητρίου), Karamalengou (Ed.), F. Steiner, Stuttgart, 2009.
19. Τάσιος Θ.: «Ο Μηχανικός Λεονάρδος και οι αρχαίοι Έλληνες», Πάτρα, Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, 2 Απρ. 2006.
20. Torelli Μ.: «Grande Grece, Etrurie et Rome», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο πάνω.
21. Vagnetti L.: «Les Myceniens en Grande Grece», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο πάνω.
22. Zevi F.: «Fra mito e Storia», στο «I campi Flegrei», Napoli, 1987.
Τα τρία δημοσιευμένα τμήματα του ίδιου βιβλίου, όπως εμφανίζονται στα περιεχόμενα του, είναι τα παρακάτω:
1. Ιστορική εισαγωγή
2. Η τεχνολογία των πρώτων αποίκων του κόλπου.
3. Η τεχνολογία στην Ιταλιώτιδα Κύμην.
-
Ιστορική εισαγωγή.
α. Είναι περίπου γνωστές οι διάφορες συνθήκες υπό τις οποίες οι Έλληνες βρέθηκαν στην ανάγκη ν’ αρχίσουν να αποικίζουν μακρινές ξένες Χώρες:
- Υπερπληθυσμός (μετά την «ανάνηψη» απ’ τους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες).
- Περιορισμένες διαθέσιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
- Αναζήτηση καλύτερων παραγωγικών συνθηκών (κλίμα, πρώτες ύλες).
- Σχέδια επέκτασης εμπορικών επιχειρήσεων.
- Οξείς τοπικοί πολιτικοί ανταγωνισμοί.
- Κατάκτηση της μητροπόλεως από αλλοφύλους, κ.ά.
Όποια όμως κι αν ήταν η κύρια αιτία του ομαδικού αυτού ξενητεμού, μια τέτοια προσχεδιασμένη συλλογική πράξη απαιτεί και μια σειρά από πολύ σοβαρές προϋποθέσεις:
- Διάθεση σημαντικού αρχικού κεφαλαίου για την απόκτηση των πλοίων και των απαιτουμένων προμηθειών.
- Πολεμική δύναμη για την ενδεχομένως απαιτηθησόμενη εκδίωξη των αυτοχθόνων απ’ τους προς αποικισμόν τόπους!
- Ναυτιλιακή ικανότητα και λεπτομερής γεωγραφική γνώση, σε υπερπόντια κλίμακα.
- Προχωρημένη οργανωτική ικανότητα για ένα τέτοιο περίπλοκο και μακροχρόνιο εγχείρημα.
To σύνολο των προϋποθέσεων αυτών συνιστούσε (από μόνο του) απόδειξη μιας υψηλής στάθμης Πολιτισμού – και είναι τούτο μια σημαντική για την Ιστορία διαπίστωση. Ευλόγως λοιπόν θα ανέμενε κανεις οτι εξ ίσου υψηλή θα ήταν και η στάθμη των Τεχνολογικών γνώσεων των υποψηφίων αποίκων.
Στην περίπτωση των Ευβοέων αποίκων της ιταλιώτιδος Κύμης, η Τεχνολογική τους στάθμη θα αποδεικνυόταν τόσο υψηλή, ώστε ο διακεκριμένος Ιταλός αρχαιολόγος Fausto Zevi[1] να αποφαίνεται οτι «με τις ευβοϊκές αποικίες, καταφθάνουν στην Ιταλία “αι τέχναι”, με τις οποίες εκφράζεται ο σπινθήρας της δημιουργικότητας του ανθρώπου και η κυριαρχία του επί της φύσεως».
Σ’ αυτά που ακολουθούν, θα προσπαθήσομε να περιγράψομε αυτήν ακριβώς την τεχνολογική διάσταση του αρχαιότερου ελληνικού αποικισμού στην ιταλιώτιδα Κύμη (και εν συνεχεία στην Νεάπολιν).
β. Αλλ’ άς υπενθυμίσομε πρώτα το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο αυτής της πρώτης μεγάλης ελληνικής επέκτασης στη Δύση. Κι είναι εύλογο να ξεκινήσομε με την μυκηναϊκή προϊστορία του θέματος, η οποία άλλωστε θα φωτίσει και μερικές απ’ τις πλευρές του αντικειμένου μας. Πράγματι, γεννάται το ερώτημα πώς οι Ευβοείς (τόσο νωρίς όσο οι αρχές του 8ου π.Χ. αιώνα), εγνώριζαν τόσα πολλά για τους πολύ μακρινούς αυτούς ναυτικούς δρόμους (τόσο μακριά απ’ το Αιγαίο), καθώς και για την περιοχή προορισμού των. Κι ακόμη, πού βρήκαν την απαιτούμενη ναυπηγική Τεχνολογία, τον πλούτο και την οργανωτική ικανότητα για ένα τέτοιο εγχείρημα.
Η μόνη εφικτή απάντηση για όλα τούτα είναι οτι απλούστατα οι «σκοτεινοί αιώνες» δεν ήσαν και τόσο σκοτεινοί όσο η σπανιότητα εντυπωσιακών αρχαιολογικών ευρημάτων υπαινίσσεται: Εκτός απ’ τα τεμάχια κεραμικής, η Ιστορία ευλόγως γράφεται και απ’ τα αποδεδειγμένα μεγάλα κοινωνικά γεγονότα καθεαυτά. Έχομε λοιπόν εδώ μπροστά μας ένα απ’ τα μεγαλύτερα αυτά κοινωνικά γεγονότα: Τον αποικισμό της ιταλιώτιδας Κύμης, ο οποίος απο μόνος του αποδεικνύει οτι όντως συνέτρεξαν οι σοβαρές προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν στην § α. Μ’ άλλα λόγια, οι ευβοϊκές πόλεις της Κύμης και της Χαλκίδας, ήδη απ’ τα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα, διέθεταν ναυπηγική και ναυτιλιακή πείρα, διέθεταν εφόδια και όπλα -και, το κυριότερο, διέθεταν οργανωτικές ικανότητες και κοινωνική αντίληψη επαρκή. Αλλιώτικα, πώς θα ταξίδευαν τόσο μακριά (και σε επικίνδυνες διαδρομές), πώς θα επιβίωναν τόσος κόσμος μέσα στα πλοία και κατά την απόβασή τους πώς θα απωθούσαν τους παλαιούς κατοίκους -και πώς θα είχαν συλλάβει και εκτελέσει τόσο πειθαρχημένα, μια τέτοιαν αποστολή. Και η μάλλον αβίαστη απάντηση εδώ φαίνεται να είναι οτι η κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων κατά τον 11° π.Χ. αι., δεν επηρέασε ειμη μόνον ποσοτικώς την συνέχεια του μυκηναϊκού πολιτισμού. Η ποιότητα του πολιτισμού αυτού στις διάσπαρτες πόλεις των μυκηναίων φαίνεται οτι συνεχίσθηκε. Μόνον έτσι μπορεί κανείς να ερμηνεύσει την φαινομενικά «απότομη» πολιτισμική έκρηξη των Ευβοέων -οι οποίοι μάλιστα ήσαν γεωγραφικώς κοντύτερα στους παλαιούς συμπαγείς μυκηναϊκούς πληθυσμούς της Βοιωτίας. Άλλωστε, η Ευβοϊκή Κύμη, όπως πρόσφατα ανεσκάφη (Sakellaraki, 1998), αποδεικνύεται μια σημαντική πόλη (διαρκούς οικισμού απ’ το 3.000 π.Χ.) – στης οποίας μάλιστα το επίνειον (Στόμιον) μεταξύ άλλων έχει βρεθεί και θολωτός μυκηναϊκός τάφος.
Σχ. 1. Ιταλιώτιδες θέσεις στις οποίες έχουν βρεθεί ίχνη μυκηναϊκής παρουσίας, [22].
Ας επιτραπεί εδώ μια σχετική προς το θέμα μας παρέκβαση που αφορά το γνωστό Λευκαντί (έξω απ’ τη Χαλκίδα) κατά τους «σκοτεινούς αιώνες».
Αντιγράφω απ’ τον R. Osborne, 2009:
- «[Κατά τον 12ον αι.] φαίνεται οτι οι μετακινήσεις των Μυκηναίων ήσαν προς ανατολική κατεύθυνση […] στο Λευκαντί της Εύβοιας […]», (σελ. 37, 38), «πάντως χωρίς να συνοδεύονται από ενδείξεις βίαιης καταστροφής», (σελ. 39).
- «[Στο Λευκαντί] στα μέσα του 11ου αι. π.Χ. φαίνεται πως ήταν μια περίοδος καινοτομίας και επαφών με το εξωτερικό», (σελ. 55).
- «Το Λευκαντί ήταν γερά εδραιωμένο ως μια Κοινότητα με σαφή ταυτότητα και σταθερή πλούσια εσωτερική οργάνωση, επαρκή για να στηρίζει επαφές με πολύ μακρινούς τόπους επί μακράν περίοδο, και να υποστηρίζει μια σχετικώς πολυπληθή κυρίαρχη τάξη με κάποιον πλούτο», (σελ. 60).
Περιγράφεται δηλαδή εδώ μια ευημερούσα Εύβοια -χώρος υποδοχής μιας πρόσφατης μυκηναϊκής μετακίνησης, αλλά και με σημαντικές καινοτομικές διαφορές.
γ. Λοιπόν, οι Μυκηναίοι (ναυτικοί και έμποροι δεινοί) είχαν εγκαταστήσει εμπορικούς σταθμούς σε πλήθος κατάλληλων τόπων, απ’ τις ακτές του Λιβάνου μέχρι τη Σαρδηνία. Σημειώνει η L. Vagnetti[2]: «Οι Μυκηναίοι (είχαν) ενα πυκνό δίκτυο εγκαταστάσεων, οι οποίες συχνά τοποθετούνταν στις ζώνες εκείνες (Σχ.1) που θα επιλέγονταν αργότερα απ’ τους Έλληνες για να ιδρύσουν τις αποικίες τους» -ιδού ισχυρή ένδειξη συνέχειας! «Οι Μυκηναίοι περιγράφονται πως είχαν ένα συστηματικό και επι μακρόν συντηρούμενο εμπορικό δίκτυο που περιελάμβανε το Αδριατικό και το Τυρρηνικό πέλαγος», (Blake, 2008, σελ. 2). Η σύγχρονη βιβλιογραφία στο θέμα αυτό είναι πλούσια. Ειδικότερα, η περιοχή που μας απασχολεί «ήταν τοποθετημένη κατά μήκος των ήδη γνωστών ναυτικών οδών των Μυκηναίων (16ος – 11ος αι. π.Χ.) οι οποίοι απ’ την Εύβοια και διαμέσου των στενών της Μεσσίνας, ανέρχονταν το Τυρρηνικό πέλαγος μέχρι την Έλβα και την Τοσκάνη, όπου βρισκόταν ο σίδηρος», (P. Caputo[3] et al., 1996). Απ’ την ίδια επομένως την Εύβοια, στις αρχές του 8ου αι. π.Χ., θα προέλθουν οι άποικοι της νήσου των Πιθηκουσσών, της σημερινής Ίσκιας (Σχ. 2), οι οποίοι πιθανώς ν’ ακολούθησαν το παράδειγμα της αιγαιο-μυκηναϊκής παρουσίας στην ίδια νήσο (θέση «Castiglione») ήδη απ’ τον 15° π.Χ. αι. (P. Caputo, ό.π. σελ. 33). Φαίνεται οτι επρόκειτο για εναν αναπτυγμένο εμπορικό σταθμό, συνδυασμένον όμως με μια προαποικιακή «δοκιμή», εξαιρετικά πετυχημένη, όπως γρήγορα αποδείχθηκε.
Σχ. 2. Η περιοχή της Καμπανίας.
Και ιδού, σε λιγότερο απο 30 χρόνια, έρχεται το μεγάλο κύμα της ελληνικής αποίκησης της Τυρρηνικής ακτής (περ. 740 π.Χ.).
Γράφει ο Στράβων: «Κύμη, Χαλκιδέων και Κυμαίων παλαιότατον κτίσμα· πασών γάρ εστί πρεσβυτάτη των τε Σικελικών και των ιταλιωτίδων. Οι δε τον στόλον άγοντες, Ιπποκλής ο Κυμαίος και Μεγασθένης ο Χαλκιδεύς, διωμολογήσαντο προς σφάς αυτούς, των μεν αποικίαν είναι, των δε την επωνυμίαν», (V4.4, C243.4).
Οι Ευβοείς φθάνουν εδώ με τον ακμαίο τους πολιτισμό, και τον διαδίδουν στην Ιταλική Χερσόνησό -αρχίζοντας απ’ τη «διάδοση της γραφής: «Απ’ το ευβοϊκό αλφάβητο θα προκύψει το ετρουσκικό και το λατινικό αλφάβητο», (P. Caputo, ο.π., σελ. 78). Καλλιεργούν την εύφορη πεδιάδα της περιοχής, κατασκευάζουν έργα, εντείνουν το ναυτικό εμπόριο, εκτρέφουν άλογα -κοντολογίς ευπορούν και στεριώνουν την παρουσία τους.
δ. Απ’ τον 8ο έως τον 5ο αιώνα, οι Κυμιώτες της Καμπανίας επεκτείνονται στη γύρω περιοχή: Στα 725 π.Χ., μαζί με Χαλκιδείς απ’ την Εύβοια, ιδρύουν το Ρήγιον. Περίπου στα 660 π.Χ. ιδρύουν την Παρθενόπην (πρώτη κατοίκηση της μελλοντικής Νεαπόλεως). Στα 540 π.X. εγκαταλείπουν τις Πιθηκούσσες εξαιτίας ηφαιστειακών εκρήξεων και πολεμικών γεγονότων. Στα 531 π.Χ. επιτρέπουν σε πρόσφυγες Σαμίους να κατοικήσουν στην Δικαιαρχεία (το μετέπειτα Pozzuoli), μέσα στον ομώνυμο κόλπον (Σχ. 3). Ας σημειωθεί όμως οτι στη Δικαιαρχία είχαν απο παλαιότερα εγκατασταθεί οι Κυμαίοι· ήταν ένα απ’ τα επίνειά τους. Στα 524 π.Χ. νικούν τους Ετρούσκους, και τους ξανανικούν το 505 π.Χ. (συμμαχώντας μάλιστα με τους Λατίνους). Την ίδια χρονιά, ο στρατηγός Αριστόδημος, ηγέτης στις προηγούμενες νίκες και φίλος των λαϊκών μαζών, εγκαθιστά τυραννίαν (με την αρχαιοελληνική έννοια), αποστραγγίζει τα γύρω έλη και διανέμει στον λαό τις αποκτώμενες γαίες (αλλά θα δολοφονηθεί μ’ όλη του την οικογένεια στα 490…).
Το 474 π.Χ., οι Κυμαίοι εν συμμαχία με τους Συρακουσίους, καταναυμαχούν τους Ετρούσκους έξω απ’ την Κύμη κι ο Πίνδαρος θα εξυμνήσει την σπουδαία αυτήν νίκη. Η εμπορική και πολιτισμική επιρροή της Κύμης σ’ όλη την Καμπανία επεκτείνεται.
Σχ. 3. Κύμη και ο κόλπος της Δικαιαρχίας (Pozzuoli).
ε. Την ίδια εποχή περίπου, το 470 π.Χ., (πιθανότατα όμως αρκετά νωρίτερα[4]) οι Κυμαίοι (με συμμετοχή και Αθηναίων), με την υποστήριξη των Συρακουσίων, ιδρύουν την Νέαν Πόλιν (Νεάπολιν) -την δόξα του μέλλοντος. Η δόξα του «παρόντος» όμως, η Κύμη η ίδια, στα 421 π.Χ. θα υποκύψει στους αυτόχθονες Σαννίτες. Και μόνον πολύ αργότερα (334 π.Χ.), χάρις στις νίκες των Λατίνων κατά των Σαννιτών οι Κυμαίοι, σύμμαχοι πλέον των Ρωμαίων, θα αποκτήσουν την Civitas sine suffragio. Και η ελληνική ιστορία της Κύμης θα είχε τελειώσει αν οι Κουμιώτες δεν είχαν ήδη μεταμοσχεύσει τη δόξα τους στην Νέαν Πόλιν.
Εδώ έχει τη θέση της μια αναφορά στον ρόλο των «εθνοτήτων» πάνω στην ιστορία της περιοχής που μας απασχολεί. Οι Ευβοείς, απ’ την άφιξη τους στην περιοχή, φαίνεται ότι (καταπώς ταίριαζε σε διεθνείς εμπόρους) ακολούθησαν μια κοσμοπολίτικη στάση έναντι των αυτοχθόνων (εκτός βέβαια απ’ το γεγονός οτι το χωριό που προϋπήρχε στον λόφο της Κύμης πριν απ’ την άφιξη των Ελλήνων, «αναγκαστικά» καταστράφηκε):
(i) Οι Ευβοείς εκόμιζαν δώρα τελετουργικά στους τοπικούς αρχηγούς των γύρω αυτοχθόνων -πολυτελή κύπελλα ελληνικών συμποσίων, κυρίως. Κι έτσι αυτές οι αριστοκρατικές συνήθειες των Ελλήνων «γίνονταν ενθουσιωδώς δεκτές απ’ τις τοπικές, κυρίαρχες τάξεις, ως σημείον κοινωνικής προβολής», (Βλ. d΄Agostino[5], 1998).
(ii) «Απ’ την εποχή των Πιθηκουσσών, οι Έλληνες πραγματοποίησαν πλεονεκτικές επαφές με την Ετρουρία, επωφελούμενοι της ικανότητάς των να μεταμορφώνουν το μέταλλο και την άργιλο σε τεχνικά προϊόντα πολυτελείας. |…] Διακόσια χρόνια θα κρατούσε αυτή η κοινωνικο-πολιτισμική ώσμωση», (Β. d΄Agostino, ο.π.).
(iii) Αλλά και πολύ νωρύτερα, «απ’ τα τέλη του 9ου αι. π.X., όταν έφθασαν στην Ετρουρία τα γεωμετρικά κεραμικά της Ευβοίας ή τα κορινθιακά κύπελα […], τα κέντρα όπου εμφανίσθηκαν (Veres και Ρώμη) θα επηρεασθούν απ’ τις παλαιότατες αυτές ελληνικές παρουσίες […]. Θα ενταθεί η διαδικασία πολιτισμικής εξομοίωσης και θα καταστήσει την κουλτούρα Ετρούσκων και Ρωμαίων όλο και πιο πλησιέστερη του ελληνικού κόσμου», (Μ. Torelli, 1998[6]). Πολύ αργότερα, παρά ταύτα, θα δημιουργηθούν εχθρότητες και θ’ απολήξουν στην αποδυνάμωση όλων των πλευρών, προς όφελος των αυτοχθόνων Σαννιτών, όπως είδαμε, οι οποίοι κατέλαβαν και την ετρουσκική Καπούη και την Κύμη και απειλούσαν και τους Λατίνους.
Λίγο πριν, στην «μεταφυτευμένη» Κύμη (την Νεάπολιν δηλαδή) θα υιοθετηθεί μια εξαιρετικά προχωρημένη για την εποχή της πολιτική: Οι Νεαπολίτες ήδη πολύ πριν απ’ τις σαννιτικές νίκες, είχαν δεχθεί στην πόλη τους ομάδες συγκατοίκων σαννιτικής κουλτούρας – οπότε, μετά το 421, οι Σαννίτες δεν έδρασαν στρατιωτικά κατά της Νεαπόλεως (όπως είχαν κάμει με την Καπούη και την Κύμη). Οπότε, απο κεί και πέρα, «αναπτύχθηκε μια πραγματική πολιτικο-οικονομική κοινότητα της Καμπανίας και της Νεαπόλεως» (Μ. Bats, 1998). Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι χάρις σ’ αυτήν τη συνέχιση μιας παλαιότερης «διεθνικής» στάσης των Κυμαίων, η ελληνικότητα της Νεαπόλεως σώθηκε. Αυτή θα είναι η πρώτη διαπολιτίσμική συνοίκηση στον κόσμο (Calaneano, σελ. 37). Άσχετο άν ο Στράβων εκφράζει κάποια πικρία όταν γράφει: «Καμπανών τινας εδέξαντο συνοίκους διχοστατήσαντες, και ηναγκάθησαν τοις εχθίστοις ως οικειοτάτοις χρήσασθαι…» (Στράβων, V 4.7, C246,7).
Μετά απο έναν αιώνα, στα 326 π.Χ., η Νεάπολις θα συμμαχήσει με τη Ρώμη, και θα γνωρίσει και πάλι σπουδαίαν οικονομική και πνευματική άνθηση. Και μόνον το 89 π.Χ. θα χάσει την αυτονομία της, θα απολέσει την κυριαρχία στις Πιθηκούσσες, και δεν θα διαθέτει πλέον τον ένδοξο στόλο της. (Και θα είναι συμβολική μόνον η πράξη της βυζαντινής ανάκτησης της Νεαπόλεως απ’ τον στρατηγό Βελισσάριο, στα 553 μ.Χ. κατα την «Ελληνο-Γοτθική» σύγκρουσή..).
Μεγαλύτερη πάντως σημασία έχει η επιβίωση της ελληνικότητας της Νεαπόλεως, αιώνες μετά τη ρωμαϊκή επιβολή, όπως μας λέει ο Στράβων κατά τον 1ο π.X. αιώνα: «Πλείστα δ’ ίχνη της Ελληνικής αγωγής ενταύθα σώζεται, γυμνάσια τε και εφηβεία και φρατρίαι, και ονόματα Ελληνικά καίπερ όντων Ρωμαίων.», (C246.7). Ακόμα κι ο τοπικός άρχων λεγόταν «Δήμαρχος», το δέ δημοτικό συμβούλιο «Σύγκλητος» -στα ελληνικά πάντοτε…
Και τώρα, αυτής της, χιλιετούς σχεδόν, πολιτισμικής επιρροής των Ευβοέων στην Ιταλική χερσόνησο, ήρθε η ώρα να περιγράψουμε μια θεμελιώδη συνιστώσα -την Τεχνολογία.
Σχ. 4. Το «κύπελλο του Νέστορος», [3].
-
Η τεχνολογία των πρώτων αποίκων του κόλπου.
Θ’ αναφερθούμε πρώτα, ενδεικτικώς μόνον, στην παλαιότατη μυκηναϊκή παρουσία στις νήσους του κόλπου της Νεαπόλεως.
Μια παρουσία της οποίας δέν γνωρίζομε με ακρίβεια τον βαθμό συνέχειας με τους Ευβοείς του 8ου αιώνα π.Χ. Λοιπόν, αυτοί οι Μυκηναίοι της μετέπειτα Μεγάλης Ελλάδας, διέθεταν ήδη μιαν αναπτυγμένη Τεχνολογία, και την μετέδιδαν «χάρις στην κινητότητα των κεραμουργών, των Τεχνιτών κρατερώματος, κι ίσως και των αρχιτεκτόνων –κυρίως κατά τις ώριμες φάσεις της πρόσφατης και της τελικής εποχής του χαλκού», όπως μας λέει η L. Vagnetti (ο.π., σελ. 15). Ενώ εξ άλλου, είναι πολύ γνωστή η σπουδαιότητα της μυκηναϊκής ναυπηγικής.
Με μια τέτοιαν αρχή, ευλόγως περιμένει κάνεις την τεχνική ικανότητα των πρώτων Ευβοέων[7] αποίκων στην νήσο Πιθηκούσσες (περ. 770 π.Χ.). Η αρχαιολογική έρευνα όμως δυσχεραίνεται απ’ τις καταστροφές και την εδαφική αναστάτωση που προκάλεσαν οι ηφαιστειακές εκρήξεις κατά την Ελληνική εποχή. Παρά ταύτα, σήμερα διαθέτομε εξαιρετικής σημασίας πρόσφατα ευρήματα:
α. Κεραμική: Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι «πιθηκουσσιώτικη διακοσμητική κεραμική εξαγόταν μέχρι την αρχαία Πομπηία», μας λέει ο P.G. Cuzzo (1998, σελ. 35). Φαίνεται όμως οτι στις Πιθηκούσσες εισάγονταν παραλλήλως κεραμική και απ’ την Ελλάδα. Ένα απ’ αυτά τα αντικείμενα πολυτελείας (ροδιακής προελεύσεως) φέρει και χαράγματα με την πιο πρώιμη γραφή του Ευβοϊκού αλφαβήτου: Στο λεπτούργημα του «κυπέλλου του Νέστορος» (Σχ. 4), διαβάζουμε «είμαι το κύπελλο που όποιος πιεί απ’ αυτό, αμέσως θα τον καταλάβει ο πόθος της Αφροδίτης της Καλλιστέφανης» (Σχ. 5).
Σχ. 5. Η ευβοϊκή γραφή του κυπέλλου του Νέστορος. [3].
β. Σιδηρουργική και μπρουντζοποιία: βρέθηκε ολόκληρο εργαστήριο – επαληθεύοντας την άποψη οτι οι Έλληνες μεταποιούσαν επιτόπου τις πρώτες ύλες που τις εμπορεύονταν από τις κοντινότερες πηγές. «Οι κάτοικοι των Πιθηκουσσών εκμεταλλεύονταν τις πρώτες ύλες της νήσου Ελβα, λίγο έξω απ’ τις ακτές της Τοσκάνης», (Osborne, 2009, σελ 107).
γ. Κοσμηματοποιία: Βρέθηκε ζυγός ακρίβειας, με βαρίδια ενός ευβοϊκο-αττικού στατήρος (8,79g), που αποδεικνύει οτι οι Πιθηκουσσιώτες επεξεργάζονταν και πολύτιμα μέταλλα.
δ. Οικοδομική: Στην περιοχή Punta Chiarito, βρέθηκε θαμμένη μέσα στη λάβα του ηφαιστείου μία οικία με ωοειδή (apsidal)[8] κάτοψη (περ. 5χ7 m.), χτισμένη με ξηρολιθιά ντουμπλαρισμένη απο μέσα με ξύλινους στύλους (ανά 150 m) (Σχ. 6). Η στέγη ήταν δίριχτη[9], με κεραμίδια. Έχω τη γνώμη οτι πρόκειται για ενα σύστημα δυαδικής στατικής λειτουργίας: Ακόμη κι αν πέσουν οι τοίχοι, η στέγη δεν θα καταρρεύσει – κάτι που θυμίζει ίσως το λευκαδίτικο αντισεισμικό σύστημα (Π. Τουλιάτος), αλλά και το ανάλογο, καίτοι πολυτελέστερο, σύστημα του προϊστορικού Ακρωτηρίου στη Θήρα (Κ. Παλυβού).
Είναι εξ άλλου εντυπωσιακό ότι καί στην μητρόπολη-Κύμη της Ευβοίας (Ε. Sakellaraki, 1998, σελ. 63 Και 89), πάνω στην Ακρόπολη (λόφος Βιγλατούρι) βρέθηκε ενα σχεδόν ίδιο κτίριο: Ωωειδής κάτοψη, τοίχοι από ξηρολιθιά με ενσωματωμένους ξύλινους στύλους, διαστάσεις 5x9m, κεντρικό χώρισμα, ξύλινη στέγη, μεγάλο πλήθος κεραμικών κ.ά.
Παρ’ όλον ότι πρόκειται για ενδεχομένως μη αντιπροσωπευτικά δείγματα, δέν μπορεί κάνεις να μη θυμηθεί την κριτική άποψη του W. Coulson (1990), κατα την οποίαν: «Οι τοπικές ωοειδείς μορφές μπορεί να παρέμειναν αμετάβλητες απ’ τη Μυκηναϊκή εποχή, και συνεχίσθηκαν μέσα στους Σκοτεινούς Αιώνες» (σελ. 19).
Φαίνεται λοιπόν ότι είχε δίκιο ο Στράβων (5.4.9) όταν μας πληροφορούσε ότι «Πιθηκούσσας δ’ Έρετριείς ώκισαν και Χαλκιδείς, ευτυχήσαντες δι’ ευκαρπίαν και δια τα χρυσεία».
Σχ. 6. Το «ωοειδούς» κατόψεως κτίριο στις Πιθηκούσσες, [3].
Με μια τέτοια τεχνολογική μεταπρατική ανάπτυξη, αυτοί οι πρώτοι-πρώτοι Ευβοείς «ασκούσαν την επιρροή τους στον αυτόχθονο κόσμο, ιδίως δε στην Ετρουρία, με την κεραμική, την κοσμηματοποιία και την επεξεργασία του σιδήρου και του μπρούντζου» (Μ. Bats, ο.π., σελ. 28). Έτσι, φαίνεται ότι ορθώς «ο Bruno d’ Agostino υπέδειξε την πρωτοτυπία των Ελλήνων των Πιθηκουσσών στον τομέα της υψηλής στάθμης των τεχνολογικών τους γνώσεων» (Μ. Bats., ο.π., σελ. 28). Κι αυτό ακριβώς υποστηρίζομε κι εμείς για ολόκληρον τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό -του οποίου η κατανόηση είναι ελλειπέστατη χωρίς ετούτην τη θεμελιώδη τεχνολογική συνιστώσα. Στην περιοχή μάλιστα που μας απασχολεί εδώ, η ιστορική πορεία του επιτυχούς ελληνικού αποικισμού δέν μπορεί καν να ερμηνευθεί χωρίς την ελληνική Τεχνολογία τουλάχιστον για τους πρώτους δύο αιώνες, μέχρι να την αντιγράψουν (επιτυχέστατα άλλωστε) οι Ετρούσκοι.
Τέλος, έχει εδώ τη θέση της μια άλλη σημαντικότατη νομίζω κοινωνιολογική παρατήρηση. Στις Πιθηκούσσες δεν βρέθηκαν ποτέ τάφοι «πριγκήπων»: Ο κοινωνικός ιστός πλεκόταν απ’ τους Τεχνικούς και τους Εμπόρους -δεν είχε χώρο για αριστοκράτες, οι οποίοι «εκτρέφονται» μέσα σε πολυπληθείς ομάδες γεωργών και κτηνοτροφών, και μέσα σε εκτεταμένες εύφορες πεδιάδες: Και είναι η παρατήρηση[10] αυτή άλλη μια ένδειξη της πολλαπλής ιστορικής σημασίας της αρχαιοελληνικής Τεχνολογίας. (Η «Τεχνολογία για τη Δημοκρατία», δηλαδή).
Τέλος των πρώτων δύο κεφαλαίων.
Επόμενο κεφάλαιο: Η τεχνολογία στην Ιταλιώτιδα Κύμην.
Παραπομπές
[1] F. Zevi: «Fra mito e Stona», στο «I campi Flegrei», Napoli, 1987.
[2] L. Vagneti: «Les Myceniens en Grande Grece», στο τεύχος «la Grande Grace», των «Dossiers d’ Archeologie” αρ. 235, 1998 (σελ. 10).
[3] P. Caputo et al.: «Cuma e il suo parco archeologico», Bandi Edltore, Roma, 1996, (σελ 29).
[4] Οι σύγχρονες αντιλήψεις ανάγουν την ίδρυση της Νεαπόλεως στα μέσα του 6ου π.Χ. (D. Gianpaola et. al.: «Napoli greca e romana», Electa Napoli, 2009, σελ 14). Τμήμα των τειχών, και διάσπαρτα αλλά ευρήματα συνηγορούν προς τούτο.
[5] Β. d΄Agostino: «Les Etrusques en Grande Grece», στο τευχός «La Grande Grece» των «Dossiers d’ Archeologie», αρ. 235, 1998 (σελ 17).
[6] Μ. Torelli: Grande Grece, Etrurie et Rome», στο τεύχος «La Grande Grece», των «Dossiers d’ Archeologie», αρ. 235, 1998, (σελ. 114 – 115).
[7] Ερετριείς και Χαλκιδείς, λέει ο Στράβων.
[8] Όχι κατά την έννοια αψίς-θόλος, αλλά κατά την πρωτογενή έννοια αψίς-θήλειά, τόξον κύκλου. Εξαιτίας μάλιστα αυτής της ενδεχόμενης πολυσημίας, δεν χρησιμοποίησα εδώ τον ορο «αψιδωτόν οικοδόμημα» πάρ΄ όλο που και το «ωοειδες» δεν είναι σόι (Ένας ανέλπιδος νεολογισμός θα ήταν «αμφίκυκλον»…).
[9] Εκτός απ’ τις ακραίες περιοχές, υποθέτω, όπου θα ήταν κωνοειδής.
[10] «Οι Πιθηκούσσες παρουσιάζουν μια κοινωνική δομή πολύ λίγο ιεραρχημένη», (M. Bats, ο.π., σελ. 28).