Η Χαλκίδα όπως ήταν κατά την ύστερη τουρκοκρατία. Αριστερά, η τάφρος της πόλης, η κάτω πύλη (χαμηλά) και η άνω πύλη. Στο κέντρο το Κάστρο της Χαλκίδας. Δεξιά, το Κάστρου του Ευρίπου και οι γέφυρες που το ένωναν με τις δύο ακτές. Πηγή εικόνας: Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999. Otto Magnus von Stackelberg, La Grece, Vues pittoresques et topographiques… 1829-1834.
Περιγραφή του Εγριμπόζ, της κυριότερης πόλης των Τούρκων στη στερεά Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους. Η καστροπολιτεία και ο κοινωνικός ιστός της πρωτεύουσας του σαντζακιού (sancak) του Ευρίπου.
To άρθρο αποτελεί απόσπασμα από την πτυχιακή εργασία του Βασίλη Παπαδόπουλου «Έγριπος. Η πόλη της Χαλκίδας κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών (15ος – 19ος αιώνας). Μαρτυρίες από περιηγητικά κείμενα» που είχε συγγραφεί για τις ανάγκες του πρώτου κύκλου των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με ειδίκευση στη νεώτερη και σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Επόπτρια: κα Όλγα Κατσιαρδή – Hering.
Οι τίτλοι, οι υπότιτλοι, τα lead των άρθρων, οι λεζάντες των φωτογραφιών καθώς και οι παραθέσεις διευκρινιστικών σχολίων εντός αγκυλών είναι του επιμελητή της δημοσίευσης στο square.gr Βάγια Κατσού. Ευχαριστούμε το συγγραφέα για την άδεια πρώτης δημοσίευσης αποκλειστικά στο square.gr
Προηγούμενα άρθρα από την ίδια πτυχιακή εργασία:
Το σαντζάκι του Ευρίπου
Η πόλη της Χαλκίδας μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς στα 1470 εξακολούθησε να διατηρεί την ονομασία Negroponte ή Egriponte από τους Δυτικούς.
Οι Τούρκοι την ονόμαζαν İghribos ή Egriboz, ενώ οι Έλληνες Εύριπο ή Έγριπο[1]. Το όνομα «Χαλκίδα» δεν αναφέρεται για τη σύγχρονη πόλη, παρά μόνο από κάποιους περιηγητές των αρχών του 19ου αιώνα, οι οποίοι ως διαβασμένοι αρχαιοδίφες μαρτυρούν το όνομα που έχει η πόλη στις αρχαίες πηγές[2]. Η ονομασία «Χαλκίδα» φαίνεται να επικρατεί μετά την ενσωμάτωση της πόλης στο νέο ελληνικό κράτος, όταν υιοθετήθηκε επίσημα, έχοντας ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εγκατάλειψη του ονόματος «Εύριπος». Αμέσως μετά την άλωση από τους Οθωμανούς στα 1470 η πόλη έγινε η πρωτεύουσα του σαντζακιού (sancak) του Ευρίπου. Το σαντζάκι περιλάμβανε την Εύβοια και το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Ανατολικής Στερεάς,[3] τους σημερινούς νομούς Ευβοίας, Αττικής, Βοιωτίας και τμήματα των νομών Φωκίδας και Φθιώτιδας. Άλλες σημαντικές πόλεις στο σαντζάκι ήταν η Αθήνα, η Θήβα, η Λιβαδειά, τα Σάλωνα (Άμφισσα), η Αταλάντη και το Ζητούνι (Λαμία). Το σαντζάκι αρχικά υπαγόταν στο εγιαλέτι της Ρούμελης, αλλά το 1533 προσαρτήθηκε στο εγιαλέτι των Νήσων, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της οθωμανικής περιόδου. Διοικητής του σαντζακιού διατελούσε ο σαντζάκμπεης. Το αξίωμα αυτό μαρτυρείται ως τα τέλη του 17ου αιώνα[4]. Παράλληλα αναφέρεται η πόλη ως τόπος διαμονής του Καπουδάν πασά,[5]. διοικητή του οθωμανικού στόλου. Από τα τέλη του 17ου αιώνα ως διοικητής του σαντζακιού μαρτυρείται πασάς – βεζίρης, καθώς το σαντζάκι προφανώς συμπεριλήφθηκε στα πασαλίκια του Οθωμανικού κράτους που διοικούνταν από πασά τριών ιππουρίδων[6]. Παράλληλα η πόλη ορίστηκε ως πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά (Ευρίπου), με διοικητή του καζά έναν σούμπαση. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Εβλιά Τσελεμπή εκεί είχαν την έδρα τους επίσης βοεβόδας, καδής, μουφτής, σερδάρης, μουχτεσίπ και άλλοι διοικητικοί υπάλληλοι μαζί με τριακόσιους άνδρες ως φρουρά της πόλης[7].
Το οχυρωμένο τμήμα της Χαλκίδας αποτελούσε επί Τουρκοκρατίας το κέντρο του αστικού οικισμού στο οποίο διέμεναν αποκλειστικά τούρκοι και εβραίοι. Ο ελληνικός πληθυσμός διέμενε στο προάστιο της πόλης. Φωτογραφία: λεπτομέρεια πανοραμικής εικόνας (1884-1890). Συλλογή Μ. Γ. Τσαγκάρη.
Το κάστρο της Χαλκίδας
Η πόλη της Χαλκίδας διαιρούνταν – ήδη από τη βενετική περίοδο –σε δύο τμήματα: το οχυρωμένο Κάστρο (το κάστρο του İghribos ή Egriboz, συνέχεια της βενετικής Città) και το Προάστιο (Ξώχωρο, Βούργο, Borgo). Ο διαχωρισμός αυτός αποτελούσε τυπικό χαρακτηριστικό των πόλεων του ευρύτερου ελληνικού χώρου ήδη από την ύστερη βυζαντινή περίοδο. [Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε μόνο με το Κάστρο της Χαλκίδας. Για το Προάστιο της πόλης, βλ εδώ.]
Το Κάστρο, το ρομβοειδές περιτειχισμένο αστικό τμήμα, βρισκόταν στο δυτικό άκρο της χερσονήσου της πόλης, ακριβώς δίπλα στον πορθμό του Ευρίπου και κάλυπτε μια επιφάνεια περίπου 190.000 τετραγωνικών μέτρων[8]. Το οχυρωμένο αυτό τμήμα αποτελούσε το κέντρο του αστικού οικισμού ήδη από τη βενετική περίοδο, και τον κατεξοχήν τόπο διαμονής της νέας ηγέτιδας ομάδας των Οθωμανών.
Το ζήτημα της πρώτης οίκησης του Κάστρου παραμένει ακόμη και σήμερα ανοικτό. Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, πρωτοκατοικήθηκε πιθανότατα περίπου κατά το β΄ μισό του 7ου αιώνα μ.Χ., όταν μεταφέρθηκε εκεί η πόλη από την αρχαία και παλαιοχριστιανική της θέση, στην περιοχή της αρχαίας Αρέθουσας και του σημερινού Αγίου Στεφάνου[9]. Κατά τη φραγκική-βενετική περίοδο κατοικούνταν από τους κυρίαρχους καθολικούς – Βενετούς και Λομβαρδούς κατά κύριο λόγο – και από τους γηγενείς ελληνορθόδοξους, ενώ γύρω στα μέσα του 14ου αιώνα στο οχυρωμένο τμήμα περιλήφθηκε και η εβραϊκή συνοικία. Με την έλευση των Οθωμανών, οι πηγές μαρτυρούν ότι ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός εκδιώχθηκε από το τειχισμένο Κάστρο, στο οποίο εγκαταστάθηκαν οι Οθωμανοί έποικοι, ενώ παρέμειναν οι Εβραίοι που ζούσαν ήδη εκεί[10].
Το οχυρωμένο τμήμα της Χαλκίδας όπως αυτό αποτυπώθηκε στο πολεοδομικό διάγραμμα του Κάστρου της το 1840. ΓΑΚ, Κοκκίνης – Γκίκας, Ε.Ε.Σ. 1974.
Μια ακριβής τοπογραφική αποτύπωση της τειχισμένης πόλης σώζεται στο πολεοδομικό διάγραμμα του Κάστρου της Χαλκίδας του 1840, το οποίο βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και δημοσίευσαν οι Κοκκίνης και Γκίκας το 1974[11]. Το διάγραμμα αυτό, το οποίο καταρτίστηκε με αφορμή τις πρώτες προσπάθειες εκ μέρους του νεοσύστατου ελληνικού κράτους για πολεοδομική παρέμβαση, παρουσιάζει την εικόνα ενός κατοικημένου χώρου, ο οποίος δεν έχει υποστεί σχεδόν καμιά εξωτερική βελτιωτική επέμβαση και κατά συνέπεια αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση που αυτός παρουσίαζε κατά την ύστερη εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας. Η οικιστική μορφή χαρακτηρίζεται από αρκετά πυκνή και ακανόνιστη δόμηση, με στενούς και συχνά αδιέξοδους δρόμους και μη κανονικά οικοδομικά τετράγωνα. Η βιβλιογραφία για την οθωμανική πόλη μας πληροφορεί ότι μια τέτοια εικόνα ήταν αρκετά τυπική,[12]. τουλάχιστο για πόλεις μικρού μεγέθους, όπως η υπό εξέταση περίπτωση της Χαλκίδας. Ο κατάλογος των κτισμάτων, που βρέθηκε μαζί με το σχεδιάγραμμα, παραδίδει έναν αριθμό 415 κτηρίων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται οικίες, μαγαζιά, δημόσια και θρησκευτικά κτήρια, περιβόλια και ερειπωμένα κτίσματα. Ανάμεσα στα κτίσματα που ανήκαν στο δημόσιο περιλαμβάνονται μία συναγωγή, ένα τζαμί και ένα κτήριο που αναφέρεται ως φυλακές των γυναικών. Ως ιδιοκτήτες τους, με βάση τον κατάλογο των ονομάτων, εμφανίζονται 176 Έλληνες, οι οποίοι μόλις μετά την απελευθέρωση άρχισαν να κατοικούν στο Κάστρο, αγοράζοντας τις ιδιοκτησίες των Τούρκων που σταδιακά εγκατέλειπαν την πόλη[13]. Επίσης καταγράφονται 53 Εβραίοι, 162 μουσουλμάνοι που ζούσαν ακόμη στην πόλη, όπως και 9 ιδιοκτήτες άλλων εθνικοτήτων – Αλβανοί, Γάλλοι, Άγγλοι και «Αράπηδες». Τέλος αναφέρονται και 15 ακίνητα ιδιοκτησίας του δημοσίου[14].
Ελάχιστα είναι τα στοιχεία των περιηγητών για την τοπογραφική και ρυμοτομική διάταξη των οδών του Κάστρου και προέρχονται κυρίως από πηγές του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με το σχέδιο του 1840, υπήρχαν ορισμένοι βασικοί οδικοί άξονες που διαμόρφωναν τη ρυμοτομική διάταξη του τειχισμένου οικισμού. Ο κεντρικότερος δρόμος ήταν η οδός της Άνω Πύλης (η σημερινή οδός Κώτσου), η οποία ξεκινούσε από τη γέφυρα, προχωρούσε ανατολικά, τέμνοντας περίπου στο μέσο την τειχισμένη περιοχή, και έφθανε στην Άνω Πύλη, τη βασική έξοδο προς το Προάστιο[15]. Η άλλη βασική αρτηρία ήταν η οδός της Κάτω Πύλης (η σημερινή οδός Αγγελή Γοβιού), που ξεκινούσε επίσης από τη γέφυρα, κατευθυνόταν βορειοανατολικά κατά μήκος του βόρειου θαλασσινού τείχους και κατέληγε στην Κάτω Πύλη, περίπου στο τέρμα της σημερινής οδού Ελευθερίου Βενιζέλου. Άλλοι δευτερεύοντες άξονες ήταν η οδός της Αγίας Παρασκευής, η οποία με αφετηρία την αρχή περίπου της οδού Άνω Πύλης και με κατεύθυνση προς νότο περνούσε μπροστά από το ναό της Αγίας Παρασκευής – μέσω των σημερινών οδών Παίδων και Σταμάτη – και κατέληγε στο νότιο άκρο του θαλασσινού τείχους. Στον κατάλογο κτισμάτων που συνοδεύει το διάγραμμα αναφέρεται και η οδός «κατά δυσμάς πλευράς του φρουρίου», η οποία, σύμφωνα με τον Ιωαννίδη[16], ταυτίζεται με τις σημερινές οδούς Καλογεροπούλου και Παύλου Ερίζου, κοντά στη σημερινή πλατεία Αθανάτων στη γέφυρα, στη νοτιοδυτική πλευρά του οχυρού. Μεταξύ των κεντρικών αυτών οδικών αξόνων παρεμβαλλόταν ένα περίπλοκο σύστημα παρόδων, που σχημάτιζαν ακανόνιστα οικοδομικά τετράγωνα. Οι στενοί και σκοτεινοί αυτοί δρόμοι, τυπικό χαρακτηριστικό των οθωμανικών πόλεων, ήταν συχνά αδιέξοδοι, ενώ κάποιοι πιθανώς ήταν λιθόστρωτοι. Την κατάσταση αυτή ενός αδιαμόρφωτου ρυμοτομικά και συχνά «καταθλιπτικού» αστικού σκηνικού του Κάστρου επισημαίνουν κυρίως οι περιηγητές του 19ου αιώνα, οι οποίοι περιδιαβαίνουν την πόλη και την περιγράφουν με περισσότερες λεπτομέρειες[17].
Από τις σποραδικές μαρτυρίες των περιηγητών είναι δύσκολο να επιχειρηθεί κάποια υπόθεση αναφορικά με τον καταμερισμό ζωνών διαφορετικών «πολεολογικών»[18] λειτουργιών (κατοικίας και εμπορίου) μέσα στον οικιστικό ιστό του Κάστρου. Σύμφωνα με τον κατάλογο κτισμάτων, πολλές οικίες είχαν προσαρτημένα καταστήματα· κατά συνέπεια μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία αδιαφοροποίητη ζώνη, όπου συνυπήρχε η εμπορική λειτουργία με την κατοικία. Καμία επίσης μαρτυρία δεν υπάρχει αναφορικά με την ύπαρξη στεγασμένης αγοράς ή συγκεκριμένης ζώνης εμπορικών συναλλαγών. Χρήσιμη, ωστόσο, δείχνει να είναι η επισήμανση κάποιων περιηγητών, ότι η εμπορική και γενικά η οικονομική ζωή της πόλης είχε μεταφερθεί ήδη σε πρώιμη στιγμή μέσα στην οθωμανική εποχή έξω από το τειχισμένο Κάστρο, δηλαδή στο πολυπληθέστερο Προάστιο[19].
Μεταξύ των κεντρικών οδικών αξόνων του Εγριμπόζ παρεμβαλλόταν ένα περίπλοκο σύστημα παρόδων, που σχημάτιζαν ακανόνιστα οικοδομικά τετράγωνα. Οι στενοί και σκοτεινοί αυτοί δρόμοι, τυπικό χαρακτηριστικό των οθωμανικών πόλεων, ήταν συχνά αδιέξοδοι, ενώ κάποιοι πιθανώς ήταν λιθόστρωτοι.
Η Εβραϊκή συνοικία
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της εθνολογικής διαφοροποίησης της οικιστικής περιοχής του Κάστρου.
Λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία από τις πηγές, αλλά και τον τυπικό διαχωρισμό των οθωμανικών πόλεων σε εθνικά διαφοροποιημένες συνοικίες (μαχαλάδες)[20], μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι στον οικισμό του Κάστρου συνυπήρχαν τούρκικοι μαχαλάδες με τη συνοικία των Εβραίων. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από άλλες περιπτώσεις οθωμανικών πόλεων, στις οποίες είχε επιτραπεί στον εβραϊκό πληθυσμό να συνοικεί με την κυρίαρχη μουσουλμανική εθνότητα μέσα τον τειχισμένο οικισμό[21]. Η εβραϊκή συνοικία της Χαλκίδας βρισκόταν, σύμφωνα με μαρτυρίες του 19ου αιώνα, γύρω από την εβραϊκή συναγωγή στην οδό Άνω Πύλης[22]. Δεν είναι γνωστή η χρονική στιγμή που ο Εβραίοι κατοίκησαν το Κάστρο· πιθανότατα αυτό συνέβη σταδιακά ήδη κατά τη βενετική περίοδο, καθώς μαρτυρείται ότι στα μέσα του 14ου αιώνα οι Εβραίοι κατοίκησαν στο τμήμα του Κάστρου νοτιοανατολικά του ναού της Αγίας Παρασκευής, προερχόμενοι από την παλιότερη εβραϊκή συνοικία, που βρισκόταν εκτός των τειχών στα νότια του Κάστρου, δίπλα στον κόλπο του Βούρκου[23]. Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να υποθέσουμε, ότι κάποια χρονική στιγμή μέσα στην οθωμανική περίοδο οι Εβραίοι έπαψαν να κατοικούν στο περιορισμένο τμήμα του Κάστρου που τους είχε παραχωρηθεί από τις βενετικές αρχές και σταδιακά συγκεντρώθηκαν γύρω από τη νέα Συναγωγή.
Μουσουλμανικό τέμενος στη Χαλκίδα, πιθανότατα το Εμιρ Ζαδέ που και σήμερα διασώζεται, χωρίς το κιονοστήρικτο προστώο με τους τρείς τρούλους και το μιναρέ του. Πηγή εικόνας: Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999. Antoine-Marie Chenavard, vouyage en Grece et dans le Levant… 1858.
Οι τούρκικοι μαχαλάδες
Για τις συνοικίες των μουσουλμάνων, οι οποίες αναπτύσσονταν γύρω από τα τζαμιά, λίγα είναι τα διαθέσιμα στοιχεία.
Σύμφωνα με το κατάστιχο του α΄ τέταρτου του 16ου αιώνα που δημοσιεύει η Μπαλτά[24] καταγράφονται οκτώ μουσουλμανικές συνοικίες μέσα στο Κάστρο, οι οποίες φέρουν το όνομα ενός τζαμιού ή άλλου θρησκευτικού ιδρύματος ή ενός αξιωματούχου· συγκεκριμένα αναφέρονται δύο κεντρικά τζαμιά (Cami-i Atik, Cami-i Davud Bey) και ένα mescid[25] (Mescid-i Topçi Hızır), καθώς και πέντε αξιωματούχοι (Çavuş, Dizdar, Koçi Bey, Debbag Ahmed, Kethuda Musa). Ένα άλλο κατάστιχο του 1528/29, το οποίο δημοσιεύουν οι Δ. Καρύδης και M. Kiel[26], καταγράφει επίσης οκτώ μουσουλμανικούς μαχαλάδες στο Κάστρο, με ονόματα ενός τζαμιού (Cami-i Şerif), ενός mescid (Mescid-i Topçi Hızır) και έξι αξιωματούχων (Davud Bey, Çavuş, Dizdar, Koçi Bey, Debbag Ahmed, Kethuda Musa). Ο Εβλιά Τσελεμπή γύρω στο 1670 κάνει λόγο για έντεκα τούρκικους μαχαλάδες και έντεκα τζαμιά, πέντε κεντρικά και έξι mescid, μέσα στο Κάστρο[27]. Άλλοι περιηγητές της ίδιας περίπου εποχής (β΄ μισού 17ου αιώνα), όπως οι Spon, Wheler και Coronelli, επισημαίνουν την ύπαρξη δύο μόνο τεμενών στο Κάστρο. Οι παραπάνω, ωστόσο, αριθμοί των τεμενών δεν αντιστοιχούν απαραίτητα με τους μουσουλμανικούς μαχαλάδες.
Σημαντική θέση μέσα στον κτισμένο χώρο ενός οικισμού καταλαμβάνουν οι ελεύθεροι χώροι, κυρίως οι δημόσιοι (πλατείες, ανοίγματα), οι οποίοι λειτουργούν συχνά ως σημεία αναφοράς και διαχωριστικά στοιχεία μεταξύ των συνοικιών. Την κυριότερη δημόσια αδόμητη έκταση στο Κάστρο της Χαλκίδας αποτελεί μέχρι και σήμερα η κεντρική πλατεία – η σημερινή πλατεία Πεσόντων Οπλιτών, παλιότερα Συντάγματος – η οποία βρίσκεται στην αρχή της οδού Άνω Πύλης. Ο ανοικτός χώρος της Πλατείας είναι ορατός στο διάγραμμα του 1840 και αναφέρεται ήδη από τη βενετική περίοδο· εκεί πιθανότατα βρισκόταν το παλάτι του βαΐλου, η λότζια και ο ναός του Αγίου Μάρκου[28]. Η σημαντική θέση της μοναδικής αυτής πλατείας στον πυκνά δομημένο χώρο του Κάστρου διατηρείται και στην οθωμανική εποχή· εκεί χτίστηκε ένα από τα σημαντικότερα τζαμιά της πόλης, το μοναδικό που σώζεται ως σήμερα. Η πλατεία περιγράφεται από κάποιους περιηγητές του 19ου αιώνα[29]. Λίγες είναι οι μαρτυρίες για τη δεύτερη ελεύθερη έκταση μέσα στο χώρο του Κάστρου, η οποία μπορεί να εντοπιστεί στο πολεοδομικό διάγραμμα του Κάστρου στο νότιο τμήμα του τείχους. Ο χώρος αυτός αναφέρεται ως το περιφραγμένο προαύλιο των «Ειρκτών», των φυλακών που βρίσκονταν στην περιοχή ήδη από τη βενετική εποχή, και ο οποίος μετά την κατεδάφιση του τείχους μεταβλήθηκε σε πλατεία με την ονομασία πλατεία Άρεως[30].
Η «κτιριολογική»[31] κατάσταση αποτελεί μια ακόμα ενδιαφέρουσα παράμετρο αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του κατοικημένου χώρου του Κάστρου. Κάποιοι περιηγητές εντοπίζουν κτήρια, τα οποία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους χρονολογούνται στη βενετική εποχή, καθώς παρατηρούν συχνά εντοιχισμένο το φτερωτό λέοντα της Βενετίας[32]. Η παρατήρηση αυτή, σε συνδυασμό με τη διατήρηση σε γενικές γραμμές του υπάρχοντος αστικού ιστού και των οχυρώσεων από τους Τούρκους, μας επιτρέπει να επιχειρήσουμε την υποθετική πρόταση, ότι οι νέοι κυρίαρχοι μετά την επικράτησή τους στην πόλη δεν επιχείρησαν ούτε εκτέλεσαν μια εκτεταμένη επέμβαση στον υπάρχοντα κτισμένο χώρο. Παρόμοια διατήρηση των βασικών προ-οθωμανικών χαρακτηριστικών παρατηρήθηκε άλλωστε και σε άλλες πόλεις, οι οποίες από τη βενετική εξουσία πέρασαν κάποια χρονική στιγμή στον έλεγχο των Οθωμανών[33]. Η παρέμβαση των Οθωμανών περιορίστηκε πιθανότατα σε μεμονωμένες ανεγέρσεις κτηρίων, κυρίως θρησκευτικής ή πολιτικής λειτουργίας. Παράλληλα, η κτιριολογική κατάσταση σχετικά με την αρχιτεκτονική κατοικιών ανανεώθηκε ακολουθώντας τη φυσική διαδικασία ανανέωσης, χωρίς οργανωμένη παρέμβαση από τις αρχές. Ο αριθμός των κτισμάτων που βρίσκονταν μέσα στο Κάστρο δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Ο Εβλιά Τσελεμπή αναφέρει τον αριθμό των χιλίων εννιακοσίων σπιτιών μέσα στο τείχος[34], παρατήρηση που ωστόσο δεν μπορεί να διασταυρωθεί από άλλη πηγή. Ένας τέτοιος αριθμός δείχνει αρκετά υπερβολικός, αν λάβει κανείς υπόψη τα στοιχεία από τα οθωμανικά κατάστιχα του 16ου αιώνα, τα οποία δημοσιεύουν οι Καρύδης και Kiel· σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η πόλη της Χαλκίδας είχε συνολικά 527 οικίες στα 1529 και 533 στα 1570[35]. Μια παραπλήσια εικόνα παραδίδει και ο κατάλογος κτισμάτων που συνοδεύει το διάγραμμα του 1840, στο οποίο όπως προαναφέρθηκε καταγράφονται 415 κτήρια μέσα στο Κάστρο.
Επόμενο άρθρο: Η ιστορία του Προαστίου της Χαλκίδας
Παραπομπές:
[1] Ο περιηγητής Ιάκωβος Μηλοΐτης τη μαρτυρά ως «η χώρα της Εγρήπου», βλ. Παπαγεωργίου, Σ.Κ., «Οδοιπορικόν Ιακώβου Μηλοΐτου», Παρνασσός 6 (1882) 632-642. Οι Koder και Hild (ό.π., σ. 156) αναφέρουν ότι το όνομα Χαλκίδα ήταν ως τον 6ο/7ο αιώνα σε χρήση.
[2] Ενδεικτικά το όνομα Χαλκίδα αναφέρουν: Leake, ό.π., τ. 2, σ. 253. Dodwell, ό.π., τ. 2, σ. 148.
[3] Για τη διοίκηση της Στερεάς Ελλάδας κατά την οθωμανική περίοδο βλ. Γιαννόπουλος, Ι .Γ., Η διοικητική οργάνωσις της Στερεάς Ελλάδος κατά την Τουρκοκρατίαν (1393-1821), διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1971.
[4] Coronelli, Historia, σ. 210-212.
[5] Στα περιηγητικά κείμενα ως και τις αρχές του 18ου αιώνα συνήθως αναφέρεται ως «Καπετάν Πασάς». Βλ. Wheler, ό.π., σ. 457. Coronelli, Αccount, σ. 206-207. Magni, ό.π., σ. 98. Dapper, Olfert, Description exacte des isles de l’ Archipel, et de quelques autres adjacentes…, Amsterdam 1703, σ. 290. Thompson, ό.π., σ. 424. Επίσης Γιαννόπουλος, ό. π., σ. 109-110.
[6] Γιαννόπουλος, ό. π., σ. 110.
[7] Βλ. Φουσάρας, ό.π., ΑΕΜ 6 (1959) 157.
[8] Τον υπολογισμό της επιφάνειας παραθέτει ο Koder (Negroponte, σ. 71) και ο Καλλίας (σ. 27).
[9] Τριανταφυλλόπουλος, Συνέδριο, σ. 185 κ.εξ.
[10] Την αποκλειστική παρουσία Τούρκων και Εβραίων στο Κάστρο επισημαίνουν όλοι σχεδόν οι περιηγητές: ενδεικτικά βλ. Randolph, σ. 2, Magni, σ. 104, Spon, σ. 60, Coronelli, Historia, σ. 213, Dapper, σ. 290, Thompson, τ. 1, σ. 424.
[11] Βλ. Κοκκίνης – Γκίκας, ό.π., ΑΕΜ 19 (1974) 277-291.
[12] Μια ανάλογη κατάσταση ήταν πραγματικότητα και στον ευρωπαϊκό χώρο κατά το Μεσαίωνα, πριν τις πολεοδομικές παρεμβάσεις που επιχείρησαν οι Ευρωπαίοι μονάρχες μετά το 16ο αιώνα. Βλ. παραπάνω σ. 20, 30-31.
[13] Το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες αρχίζουν να αγοράζουν ιδιοκτησίες στο Κάστρο μαρτυρούν οι Neigebaur και Aldenhoven. Βλ. Neigebaur – Aldenhoven, ό.π., τ. Β΄, σ. 153.
[14] Βλ. Ιωαννίδης, ό.π., σ. 21-25.
[15] Τη βασική αυτή οδό αναφέρει ο Brandis, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη γύρω στα 1837-39. Βλ. Brandis, Christian August, Mittheilungen über Griechenland, Leipzig 1842, τ. 1, σ. 121.
[16] Ιωαννίδης, ό.π., σ. 24-25.
[17] Βλ. Pomardi, ό.π., σ. 60-61: «Διασχίσαμε το Negroponte για να πάμε να καταλύσουμε στο σπίτι του Ρώσου προξένου, που έμενε έξω από τα τείχη και διασχίζοντας την πόλη παρατηρήσαμε ότι έχει πολύ στενούς δρόμους και τα σπίτια είναι πολύ χαμηλά, για να προστατεύονται από την υπερβολική ζέστη του καλοκαιριού». Predl, ό.π., σ. 151: «Τα περισσότερα σπίτια της παλιάς πόλης ήταν τούρκικα, αλλά πολλά ακατοίκητα, και χρησιμοποιούνται από το πρώτο ελληνικό τάγμα που εδρεύει εδώ σαν κατοικίες αξιωματικών και στρατώνες. Τα τούρκικα σπίτια έχουν μια σκοτεινή όψη, περιβάλλονται με ψηλούς τοίχους, και τα παράθυρα έχουν ξύλινα κάγκελα. Τους δρόμους τους βρήκα στενούς, βρώμικους, και πολλούς τόσο σιωπηλούς, σαν να ήταν νεκροί». Stephani, ό.π., σ. 16: «Το εσωτερικό του τείχους είναι πυκνά χτισμένο με σπίτια και στενούς δρόμους, που δεν είναι λιθόστρωτοι».
[18] Ο όρος ανήκει στο Δημητριάδη από το έργο του για το βιλαέτι των Ιωαννίνων.
[19] Για το Προάστιο βλ. επόμενο άρθρο.
[20] Βλ. παραπάνω σ. 28-29.
[21] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πόλης της Ρόδου, όπου μετά την οθωμανική κατάκτηση του 1522 μεταφέρθηκε εβραϊκός πληθυσμός στο νησί, προκειμένου να ενισχυθεί πληθυσμιακά. Οι Εβραίοι επιτράπηκε να εγκατασταθούν μέσα στο τειχισμένο αστικό τμήμα. Σχετικά με τους εβραϊκούς πληθυσμούς στο νησί της Ρόδου βλ. Ευθυμίου, ό.π., σε διάφορα σημεία. Γενικά γίνεται παραδεκτό από την έρευνα ότι οι οθωμανικές αρχές αντιμετώπιζαν αρκετά ευνοϊκά τους εβραϊκούς πληθυσμούς, με συνέπεια τη μαζική είσοδο Εβραίων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα.
[22] Ο κατάλογος κτισμάτων αναφέρει αρκετά καταστήματα, συνήθως προσαρτημένα σε οικίες, που ανήκαν σε Εβραίους και βρίσκονταν γύρω από τη συναγωγή. Στο σημείο αυτό, στη σημερινή οδό Κώτσου, βρίσκεται η συναγωγή και στις μέρες μας.
[23] Ο Baedeker (ό.π., σ. 223) γύρω στα 1880 αναφέρει ότι η νότια πύλη οδηγεί στα ερείπια της πρώην εβραϊκής συνοικίας. Βλ. Koder, Negroponte, σ. 87.
[24] Πρόκειται για το κατάστιχο Fond 2A, a.e. 285 που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Σόφιας.: βλ. Μπαλτά, ό.π., ΑΕΜ 29, σ. 87-89.
[25] Τα mescid ήταν μικρά συνοικιακά τζαμιά, ανάλογα με τα χριστιανικά εκκλησάκια. Βλ. Φουσάρας, ό.π., ΑΕΜ 6, σ. 161, σημ. 63. Ο Δημητριάδης το ορίζει ως μικρό τζαμί χωρίς μιναρέ. Βλ. Δημητριάδης, ό.π., σ. 120.
[26] Πρόκειται για το κατάστιχο TD (Tapu Tahrir Defter) No 367 που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη: βλ. Καρύδης – Kiel, ό.π., Τετράμηνα, σ. 1902.
[27] Φουσάρας, ό.π., ΑΕΜ 6 (1959), σ. 160. Για τα τζαμιά βλ. επόμενο άρθρο.
[28] Βλ. παραπάνω σ. 51-52.
[29] Vischer, ό.π., σ. 675: «Νότια στην εξωτερική άκρη βρίσκεται το οχυρό που χτίστηκε από τους Βενετούς, το Κάστρο, με στενούς δρόμους και παλιά βρώμικα σπίτια. Το πιο χαριτωμένο εκεί είναι μια τετράγωνη πλατεία, που πρόσφατα με το φύτεμα δένδρων και θάμνων διατηρεί μια ευχάριστη εικόνα». Wyse, Thomas, Impressions of Greece, London 1871, σ. 209: “…πήγαμε να ακούσουμε μουσική στην Πλατεία, όπου έπαιζε μια μπάντα, κυρίως με τρομπέτες. Πρόκειται για μια μικρή λιθόστρωτη πλατεία, περιτριγυρισμένη από δέντρα, με παγκάκια και μαρμάρινα τραπέζια και τη μουσική που έπαιζε στη μέση. Το τζαμί και ο ερειπωμένος μιναρές που ξεπρόβαλε από πίσω, μέσα από ένα πυκνό «ανατολίτικο φύλλωμα, στο κόκκινο φως, μπλέκοντας τα σκοτεινά και επίσημα γκρίζα με σπουδαίο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα».
[30] Καλλίας, ό.π., σ. 40-41, Ιωαννίδης, ό.π., σ. 29.
[31] Και τον όρο αυτόν χρησιμοποιεί ο Δημητριάδης: βλ. παραπάνω σημ. 224.
[32] Leake, ό.π., τ. 2, σ. 255. Raikes στο Walpole 1818, ό.π., σ. 299, Depping, G.B., Türken und Griechenland, II. Griechenland und die Griechen nach Gell, Castellan, Clarke, Pouqueville, Walpole, Dodwell, Leake und früheren Reisenden, örtlich und historisch beschrieben von Depping (aus dem französischen), Leipzig 1824, σ. 117-118. Baumeister, ό.π., σ. 5.
[33] Βλ. παραπάνω σ. 33-34.
[34] Φουσάρας, ό.π., ΑΕΜ 6, σ. 161.
[35] Καρύδης – Kiel, ό.π., Τετράμηνα, σ. 1866.