Θεοδόσης Π. Τάσιος
Η Μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας στις ευβοϊκές αποικίες της Ιταλίας: Μια συναρπαστική μελέτη του πανεπιστημιακού Θεοδόση Π. Τάσιου.
Το άρθρο αποτελεί αυτούσια μεταφορά των δύο τελευταίων, εκ΄ των πέντε συνολικά, κεφαλαίων του βιβλίου «Κύμη και Νεάπολις – Η Μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας», του Θεοδόση Π. Τάσιου. 1η Έκδοση: Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κύμης, σε 500 αντίτυπα (εκτός εμπορίου). Αθήνα, Φεβρουάριος 2018.
Ευχαριστούμε τον συγγραφέα, κ. Τάσιο, όπως και τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Κύμης, για την ευγενική παραχώρηση άδειας ψηφιοποίησης και πρώτης δημοσίευσης των κειμένων και των φωτογραφιών του βιβλίου στο internet, αποκλειστικά στο square.gr
Σημ.: Το τονικό σύστημα που χρησιμοποιείται σ’ αυτό το βιβλίο, ακολουθεί τις απόψεις της ανακοίνωσης “Θ. Π. Τάσιος: Για ένα ορθολογικότερο τονικό σύστημα”, Πρακτικά Συνεδρίου για την Ελληνική γλώσσα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τομέας Γλωσσολογίας, Αθήνα 1999. Δηλονότι: Ό,τι τονίζεται προφορικώς, τονίζεται και γραπτώς. Τίποτ’ άλλο. Θα σταματήσει έτσι η «σχιζοτονία» να λες «κατα νούν» και να γράφεις «κατά νουν» -επειδή τάχα έτσι το απαιτεί η λέξη. Διότι στον γραπτό λόγο, δέν υπάρχουν μεμονωμένες λέξεις• προτάσεις υπάρχουν, με τις δικές τους αδήριτες φωνητικές απαιτήσεις.
Θ.Π.Τ.
Βιβλιογραφία:
1. d’ Agostino B.: «Les Etrusques en Grande Grece», στο Morel J.P. (Ed), βλ. πιο κάτω.
2. Basch L.: “Le musee imaginaire de la marine antique”, Inst. Hell, pour la Pres, de laTradition Marine, Athenes, 1987.
3. Bats M.: «Pithecousses, Cumes, Naples», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο κάτω.
4. Βιτρούβιος: «De Architecture», ελλ. έκδοση Π. Λέφας, Πλέθρον, 1997.
5. Blake Ε.: «The Mycenaeans in Italy: a minimalist position», Papers of the British School at Rome, 76 (2008).
6. Calamaro E.: «Napoli greca e romana. Le origini della citta fra mito e storia», Tasc. Econ. Newton, 1995.
7. Caputo P., Morichi R., Paone R., Rispoli P.: «Cuma e iI suo parco archeologico», Bardi Editore, Roma, 1996.
8. Coulson W.: «Thegreek dark ages. A review of the evidence etc.», Athens, 1990.
9. Giampaola D., Longobardo F.: «Napoli Greca e Romana, fra museo archeologico nazionale e centro antico», Electa, Napoli, 2000.
10. Giampaola D., Carsana V.: «Le nuove scoperte: la citta, iI porto e le macchine», στο Lo Sardo (Ed.), «Eureka», βλ. πιο κάτω.
11. Greco E.: «Ritorno a Neapolis Greca», στο E. Lo Sardo (Ed.), βλ. πιο κάτω.
12. Guzzo P.G.: «Pompei Preromaine», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο κάτω.
13. Morel J.P. (Ed.): «La Grande Grece», Numero 235 des Dossiers dArcheologie, Faton, Dijon, 1998.
14. Μπουρδάκου Ε.: «Δαίδαλος, ο πρώτος Μηχανικός», Αίολος, 2000.
15. Musee d’Histoire de Marseille: «L’ Antiquite», Marseille, 1988.
16. Sakellaraki E.: «Geometric Kyme, etc.», στο Euboica: L’Euboia e la presenza in Calcidica e in Occidente, Napoli, 1998.
17. (Lo) Sardo E. (Ed.): «Eureka», Electa Napoli, 2005.
18. Tassios T. P.: «Technology in certain religious beliefs», στο «Αντιφίλησις» (Ι.Θ. Παπαδημητρίου), Karamalengou (Ed.), F. Steiner, Stuttgart, 2009.
19. Τάσιος Θ.: «Ο Μηχανικός Λεονάρδος και οι αρχαίοι Έλληνες», Πάτρα, Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, 2 Απρ. 2006.
20. Torelli Μ.: «Grande Grece, Etrurie et Rome», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο πάνω.
21. Vagnetti L.: «Les Myceniens en Grande Grece», στο Morel J.P. (Ed.), βλ. πιο πάνω.
22. Zevi F.: «Fra mito e Storia», στο «I campi Flegrei», Napoli, 1987.
Τα τρία δημοσιευμένα τμήματα του ίδιου βιβλίου, όπως εμφανίζονται στα περιεχόμενα του, είναι τα παρακάτω:
2. Η τεχνολογία των πρώτων αποίκων του κόλπου.
3. Η τεχνολογία στην Ιταλιώτιδα Κύμην.
4. Η τεχνολογία στην «Νέαν Πόλιν».
5. Πρόσθεμα.
Διαβάστε εδώ τα πρώτα δύο κεφάλαια του βιβλίου «Κύμη και Νεάπολις – Η Μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας».
Διαβάστε εδώ το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου «Κύμη και Νεάπολις – Η Μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας».
-
Η τεχνολογία στην «Νέαν Πόλιν».
Οι Κυμαίοι απο πολύ νωρίς είχαν επεκταθεί σε πλείστες περιοχές του «κρατήρος της Κύμης» (Του «κόλπου της Νεαπόλεως» αργότερα), (Σχ. 17).
Μεταξύ αυτών των περιοχών η Παρθενόπη (Σχ. 18) ήταν ένα σημαντικό επίνειον και εμπόριον. Κι ήταν πρακτικώς στην ίδια πλάγιά όπου, όπως είδαμε (παρ. 1ε), θα ιδρυόταν απ’ τους Κυμαίους η Νέα Πόλις -μετονομάζοντας την Παρθενόπη σε Παλαιάν Πόλιν. Λόγω της συνεχούς και ένδοξης ιστορίας αυτής της πόλεως μέχρι σήμερα, τα ελληνικά μνημεία είναι δυστυχώς σπάνια έξω απ’ τα τείχη. Οι λίγες περιγραφές των διαφόρων τομέων της Τεχνολογίας οι οποίες ακολουθούν, αναμένουν τον εμπλουτισμό τους απ’ τα μελλοντικά ευρήματα της σκαπάνης.
Σχ. 18. Τα ελληνικά τοπωνύμια της Παρθενόπης, πρώτου οικισμού των Κυμίων, δίπλα στην μετέπειτα Νέαν Πόλιν, [8].
Α. Πολεοδομία:
Ο πολεοδόμος Ιππόδαμος έζησε κατα τον 5ο π.Χ. αιώνα – αλλά το «ιπποδάμειον» ρυμοτομικό σύστημα εφαρμοζόταν στη Μ. Ελλάδα και στη Σικελία ήδη απ’ τον 6ο π.Χ. αιώνα:
Η Νεά Πόλις (Σχ. 19) ρυμοτομείται απο τρεις λεωφόρους[1] («πλατείαι», οδοί, 6 μ. πλάτους) από ανατολών προς δυσμάς, και από περίπου είκοσι κάθετες στενότερες οδούς («στενωποί», 3,5 m. πλάτους) ανά 120 πόδας. Αυτός ο πολεοδομικός ιστός έμεινε ανέπαφος, επί 2.500 χρόνια τώρα!
Κάτω απ’ την εκκλησία S. Lorenzo Maggiore (σε βάθος 6,00 μ, απ’ το σημερινό έδαφος) οι αρχαιολόγοι έφθασαν σ’ ένα τμήμα μιας «στενωπού», σε μια γωνία της αρχαίας Νεαπόλεως. Ο φίλος αρχαιολόγος Emmanuele Greco θεωρεί οτι στο κέντρο της πόλεώς (τουλάχιστον κατά την Ελληνιστική εποχή) βρισκόταν ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος (Σχ. 20). Στο Σχ. 21 φαίνεται η τειχισμένη ελληνική Νεάπολις στο πλαίσιο της σημερινής Napoli.
Σχ. 19. Η έκταση της ελληνικής Νεαπόλεως με τις «στενωπούς», τις «πλατείες» οδούς και τη διαδρομή των τειχών, [9].
Σχ. 20. Η κατα Ε. Greco διάταξη του ελληνικού κέντρου της Νεαπόλεως, [9].
Σχ. 21. Θαλάσσια ακτή στον κόλπο της Νεαπόλεως κατα την ελληνική της περίοδο, [10].
Β. Υπόγεια έργα:
Στην Νεάπολιν, η μαζική οικοδόμηση δημοσίων κτιρίων και τειχών, απαιτούσε τη λατόμευση, λάξευση και μεταφορά δεκάδων χιλιάδων κυβικών μέτρων ογκολίθου –από που;
Η πόλις όμως εδραζόταν πάνω σε έναν πολύ καλής ποιότητας τόφφον. Στην ίδια λοιπόν την Πόλιν θα ανοίγονταν τα λατομεία -υπογείως όμως, έτσι ώστε να μη διακόπτεται η πολεοδομική συνέχεια. Έτσι προέκυψαν πλήθος εκτεταμένων υπογείων λατομείων (Σχ. 22) κάτω απ’ την Νεάπολιν. (Το ίδιο είχε γίνει στις Συρακούσσες – και θα γινόταν πολύ αργότερα στο Παρίσι).
Ακριβώς αυτοί οι εκ των πραγμάτων διαθέσιμοι υπόγειοι χώροι θα αξιοποιηθούν εν συνεχεία πολλαπλώς. Όλο το υδραγωγείο της Νεαπόλεως ήταν υπόγειο – το ίδιο και ορισμένες υπόγειες δεξαμενές (Σχ. 23). Ίσως δε και ορισμένοι ελληνιστικοί τάφοι (Σχ. 24, 25).
Σχ. 22. Υπόγειο λατομείο στην αρχαία Νεάπολιν. Φαίνεται και το φρέαρ ανέλυκυσης των λιθοσωμάτων.
Σχ. 23. Αρχαίο υδραγωγείο μέσα απ’ τους υπόγειους χώρους που είχαν διανοιγεί άπ’ τα υπόγεια λατομεία της Νεαπόλεως.
Σχ. 24. Υπόγειος ελληνιστικός τάφος, [9].
Σχ. 25. Υπόγειος ελληνιστικός τάφος, [9].
Γ. Τειχοδομία:
Ξαναβρίσκομε εδώ ατόφιες τις τεχνικές της τειχοδομίας της Κύμης: Ισχυρές επιμήκεις τοιχοποιίες απο λαξευτά λιθοσώματα, εγκάρσια διάτονα τοιχώματα και γέμισμα[2] του κενού (Σχ. 26, 27).
Με συνολικό μήκος 3,5 km, τα τείχη της αρχαίας Νεαπόλεως περιλαμβάνουν χώρο 70 εκταρίων (Σχ. 21). Στις γωνίες της οχύρωσης στέκονταν ισχυροί τετραγωνικοί πύργοι, εν πολλοίς ορατοί και σήμερα. Σημαντικό μέρος των λιθοσωμάτων των τειχών, προέρχεται απ’ το υπόγειο λατομείο που εντοπίσθηκε κάτω απ’ την εκκλησία Santa Maria del Pianto (a Poggioreale) -με ελληνικά γράμματα πάνω στα τειχώματα του λατομείου, ίδια με εκείνα των λίθων πάνω στα τείχη (Calamaro, σελ. 45).
Ο Αννίβας θα αποτύχει στην πολιορκία της Νεαπόλεως και θα φύγει για την Καπύην!
Ας σημειωθεί, τέλος, οτι ο ίδιος αυτός ο απολιτάνικος κίτρινος τόφφος (ο οποίος διαθέτει και θερμομονωτικές ικανότητες), χρησιμοποιήθηκε και ως οικοδομικό υλικό σε κτίρια της Νεαπόλεως.
Σχ. 26. Τμήμα των ελληνικών τειχών της Νεαπόλεως, [9].
Σχ. 27. Τμήμα οχύρωσης, μαζί με μεταγενέστερες κατασκευές, [9].
Δ. Ο λιμένας της Νεαπόλεως:
Χάρις στην σύγχρονη Τεχνολογία της συνολικής εκσκαφής των σταθμών του «Μετρό» κάτω απ’ τον υπόγειο υδάτινο ορίζοντα, διαθέτομε σήμερα εξαιρετικές πληροφορίες για την αρχαία Νεάπολιν και για τις Τεχνολογίες της.
Το ίδιο αποδοτικά βοήθησαν και οι γεωτρήσεις και οι γεωφυσικές διερευνήσεις κατά μήκος της γραμμής του ναπολιτάνικου μητροπολιτικού σιδηροδρόμου κοντά στη θάλασσα. Απ’ τον συνδυασμό αυτών των εξαιρετικά πλούσιων ευρημάτων (D. Giampaola, V. Carsana, 2005, σελ. 116) παρουσιάζομε εδώ συνοπτικότατα τα εξής ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
-
- Φαίνεται οτι μετά την ύστερη Αρχαιότητα, άρχισε να γίνεται μια σταδιακή μετατόπιση της θαλάσσιας ακτής μπροστά απ’ τα τείχη της Νεαπόλεως, όπου βρισκόταν ο λιμένας της ελληνικής Πόλεως. Στο Σχ. 21 φαίνεται η τεράστια αυτή μετατόπιση, κατα μέγιστον ίση με 600 m. Φαίνεται επίσης οτι η Νεάπολις διέθετε δύο λιμένες –ο δυτικότερος των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπηρετούσε τον οικισμό της Παρθενόπης. Πάνω σε σύγχρονο χάρτη της πόλεως (Σχ. 28), ξανασχεδίασα τα όρια της ακτής κατά την ελληνική περίοδο, για να φανούν καλύτερα οι εκτεταμένες περιοχές της σύγχρονης Νεάπολης οι οποίες θεμελιώνονται πάνω στις ποικίλες αμμοχώσεις (φερτές θαλάσσιες ύλες) και τις τεχνητές επιχώσεις. Σημειώνω μάλιστα και την περιοχή την οποίαν οι Βυζαντινοί ονόμαζαν «μάνδράκιον» -ένδειξη κάποιου τοίχου ίσως.
- Στον λιμένα «Β» (Piazza Municipio, σημ. 1 στο Σχ. 28) εντοπίσθηκαν ερείπια από προβλήτες και νηοδόχους, σε βάθος 3 έως 7 m απ’ το σημερινό έδαφος. Και δίπλα σ’ αυτές τις λιμενικές κατασκευές, βρέθηκαν βυθισμένα μες στο λιμάνι και τρία πλοία (Σχ. 29), μέγιστου μήκους 14 μ. (χρονολογούμενα στον 1ο αι. π.Χ.).
Στην άλλη άκρη του λιμένα «Β» (Piazza Bovio, σημ. 2 στο Σχ. 28), οι επιχώσεις ήσαν πλουσιότατες σε ποικίλα κεραμικά[3] υλικά, χρονολογούμενα απ’ τον 4ο π.Χ. αιώνα κι υστέρα.
Σχ. 28. Χάρτης της σύγχρονης πόλεως, με επισχεδιασμένα τα ελληνικά τείχη και την τότε θέση της ακτογραμμής.
Σχ. 29. Τρία πλοία βυθισμένα (1ος αι. π.Χ.) μέσα στον τότε λιμένα της Νεαπόλεως, [18].
- Το σημαντικότερο εύρημα όμως ήταν τα εκτεταμένα ίχνη μηχανικής βυθοκόρησης στο δυτικό άκρο (1) του κύριου λιμένος «Β». Και είχαν πράγματι λόγους να θέλουν να εκτελέσουν βυθοκορήσεις: Πρώτον λόγω των φυσικών αποθέσεων άμμου απ’ τη θάλασσα, δεύτερον λόγω της εύλογης αύξησης του εκτοπίσματος των πλοίων, και τρίτον λόγω της επέκτασης του λιμένα προς τα δυτικά.
Πώς όμως να εκτελέσουν βυθοκορήσεις εκείνη την εποχή,; Και ιδού το εύρημα των ιταλών Αρχαιολόγων: Στον πυθμένα του σταθμού του «Μετρό», στην πλατεία Municipio (δηλαδή στον πυθμένα της τότε θάλασσας, στα -5,50 έως -7,50 m.) εμφανίσθηκαν κανονικότατες κυλινδρικές επιφάνειες μηχανικής εκσκαφής (Σχ. 30, 31). Το πλάτος του κάθε ίχνους κυμαίνεται ανάμεσα στα 1,50 και 2,00 m., το μήκος του κάθε ίχνους είναι περίπου 7,00 m., το δέ βάθος απότμησης κάθε φορά είναι ίσο με 0,85 m. περίπου. Άρα η ακτίνα του κύκλου του ίχνους (Σχ. 32) θα ήταν περίπου ίση με 7,00 m. Απ’ τον τρόπο της κατά μήκος αλληλοτομίας των κυλινδρικών αυτών επιφανειών, φαίνεται η πορεία των εργασιών: απ’ την στεριά προς το πέλαγος. Το έδαφος είναι κατά τόπους αργιλαμμώδες έως μαλακός ναπολιτάνικος τόφφος -γι’ αυτό και τα ίχνη της εκσκαφής διατηρήθηκαν, κάτω απ’ τις μεταγενέστερες επιχώσεις.
Οι Ιταλοί επιστήμονες χρονολογούν τα βυθοκορικά αυτά ίχνη στα τέλη του 4ου, με αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα.
Σχ. 30. Τα ίχνη μηχανικής βυθοκόρησης στον πυθμένα του τότε λιμένος της Νεαπόλεως (τέλη του 4ου π.Χ. αι.), [10].
Σχ. 31. Ίχνη βυθοκόρησης αναπαριστώμενα λογισμικώς, [10].
Σχ. 32. Εκτίμηση της ακτίνας του κύκλου του ίχνους βυθοκόρησης, [10].
Και τώρα έρχεται το καθαρώς τεχνολογικό ερώτημα «πώς γίνεται να διαθέτουν οι Έλληνες μηχανικήν βυθοκόρο εκείνην την εποχή;».
Οι Αλεξανδρινοί τεχνικοί συγγραφείς, η ένδοξη γενιά που αρχίζει με τον Κτησίβιο (3ος αι. π.X.) και τελειώνει με τον Ήρωνα (1ος π.Χ. με 1ον αι. μ.Χ.) δεν περιγράφουν τέτοιαν μηχανή. Θα επανέλθουμε όμως σ’ αυτούς λίγο πιο κάτω.
Αν προσφύγουμε στον Βιτρούβιo (1ος αι. π.Χ.), στο χωρίον V.12.3. περιγράφει την τεχνική με την οποία καθαρίζεται ο πυθμένας της θάλασσας πριν να θεμελιωθούν τα κρηπιδώματα λιμενικού έργου με έγχυτο πουζολανικό κονίαμα (πρβλ. και παρ. 3.β πιο πάνω). Με εμπηγνυόμενους πασσάλους δημιουργείται ένα κιβώτιο, του οποίου ο θαλάσσιος βυθός «κάτω απ’ το νερό, καθαρίζεται και ισοπεδώνεται με εξολκείς». τι είναι αυτοί οι μυστηριώδεις εξολκείς, είναι ένα άλυτο ζήτημα[4]. Δεν ερμηνεύει όμως τα ευρήματα που μας απασχολούν εδώ -εκτός πάντως απ’ το γεγονός οτι ο Βιτρούβιος αναφέρεται σε κάμποσα μηχανικά μέσα που καθαρίζουν τον πυθμένα εκ των άνω.
Το ζήτημα παραμένει ανοικτό, κι η ερμηνεία είναι αβέβαιη –όσο βέβαιη είναι όμως η χρονολόγηση των ευρημάτων!
Ή μόνη «υπόθεση ερμηνείας» που μας μένει, όπως το κάνουν οι ίδιοι οι Ιταλοί Αρχαιολόγοι (ό.π. σελ. 120), είναι ναι εμπνευσθούμε απ’ την ιδέα του Leonardo da Vinci περι μιας «μηχανής λασποτόμου» (χειρ. Ε, φύλλον 75ν.) (Σχ. 33) -ενός da Vinci άλλωστε ο οποίος δεν ήταν άμοιρος γνώσεων της Ελληνιστικής Τεχνολογίας[5]. Λοιπόν, στην «ιδέα» του da Vinci απαιτούνται νομίζω δύο βασικές διορθώσεις: α) Οι βραχίονες της βυθοκόρου (οι «ακτίνες») πρέπει να προσαρμόζουν το μήκος των ανάλογα με το βάθος των υδάτων· ετούτο είναι σχετικώς απλό («λύσε-δέσε» διπλόν βραχίονα), β) Το ζευγάρι των πλοίων-φορέων δέν μπορεί να είναι απλώς «δεμένο» στη στεριά, όπως το δείχνει ο Λεονάρδος. Μας χρειάζεται μια σημαντική ροπή περιστροφής του μεγάλου τυμπάνου (οδοντωτού, πράγματι, όπως τον σκιτσάρει ο da Vinci), πραγματοποιούμενη μέσω γερής αλυσίδας που έλκεται απ’ τη στεριά μέσω σταθερού στη γή βαρούλκου κατακορύφου άξονος, λέω.
Παρατηρούμε πάντως ότι αυτές οι απλές τεχνικές ήσαν όντως εφικτές στην Ελλάδα – ήδη απ’ τον 6° αι. π.Χ., κατά τον οποίον χρησιμοποιούνταν ευρέως οι μονόκωλοι γερανοί στην κατασκευή των ναών. Άρα, οι (τεχνομανείς κατα τα άλλα) Κυμαίοι – Νεαπολίτες, δεν αποκλείεται να είχαν τολμήσει την κατασκευή ενός τέτοιου «οργάνου», πολύ δε περισσότερο όπου η Νεάπολις συγκέντρωνε ήδη μεγάλον πλούτον απ’ το ναυτικό της εμπόριο.
Αφήνομε όμως αυτήν την απλή υπόθεση εργασίας, για να καταλήξομε με τη διαπίστωση ότι, ούτως ή άλλως, η Τεχνολογία στην ελληνική Νεαν Πόλιν φαίνεται να ήταν αντάξια της τεχνολογικής Ιστορίας των Ευβοέων, διαμέσου των αιώνων.
Σχ. 33. To χειρόγραφο Leonardo da Vinci με την πρότασή του για μια βυθοκόρο.
Πρόσθεμα.
Γιατί υποστηρίζω την ερμηνεία «η χάλιξ = η άσβεστος», κι όχι «η χάλιξ = ο χάλιξ» (τα χαλίκια);
Πώς τόλμώ να διαφωνήσω με το Lidell, το οποίο αποφαίνεται χαλιξ («ο» και «η») = χάλικες;
α) Διοτι το Lidell το ίδιο παραπέμπει στον Λατινικό όρο “calx” -ο οπoίος ωστόσο σημαίνει «τίτανος». Πράγματι, ο Κουμανούδης (Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Αθήναι, Σπανός, 1968) γράφει calx (θηλ., ενίοτε αρς.) 1. η ψήφος, 2. η χάλιξ, τίτανος η άσβεστος! (Η υπογράμμιση οφείλεται στον Λεξικογράφο).
β) Εξ άλλου, το Lidell παραπέμπει και στον Πλούταρχο, «Κίμών», 13.6, όπου αναφέρεται οτι το τείχος των Αθηνών θεμελιώθηκε σε τόπον «ελώδη και διάβροχον», χάρις στη διπλή βελτίωση εδάφους που εφαρμόσθηκε: (i) με συμπίεση των ελών με βαρειές πετράς που ρίχθηκαν μέσα, και (ii) «χάλικι πολλή», δηλ. με πολύν ασβέστη ο οποίος, ως γνωστόν, μειώνει την πλαστικότητα των αργιλικών συστατικών.
γ) Το ίδιο το Lidell παραπέμπει στον Στράβωνα C245 (~ 5.4.6) «τη χάλικι καταμίξαντες την αμμοκονίαν, προβάλλουσι χώματα εις την θάλατταν». Η σημασία όμως αυτού του χωρίου είναι κρυστάλλινη: «Αμμος» στο κείμενο του Στράβωνος είναι το εδαφικό υλικό που ορυσσόταν στην Δικαιαρχία.
«Κονία», η σκόνη, κατα Lidell είναι και η συνδετική ουσία (μόνον η άσβεστος ήταν γνωστή κατά την αρχαιοελληνική εποχή) κατα, δε τον Montanari, στην Αλεξάνδρεια «κονία» εσήμαινε και τον στόκο. Άρα. Κονία = binder.
Επομένως, η «αμμοκονία» του Στράβωνος είναι η φυσική συνδετική πουζολάνη της Δικαιαρχίας, αφού λέει οτι «[άμμος] σύμμετρος εστί τη τετάνω» (5.4.6) -κάνουνε δηλαδή ανάλογη δουλειά, γι’ αυτό και αμέσως μετά τη βαφτίζει «αμμοκονίαν».
Άρα, αμμοκονία είναι η πουζολάνη -κι όχι τάχα το προϊόν αναμίξεως εδαφικού υλικού και πρόσθετης ασβέστου. Άλλωστε, ο Στράβων ρητώς τον λέει τον ασβέστη «τίτανο» (5.4.6) κι όχι «κονίαν». Κι ούτε έγινε καθόλου λόγος περι τάχα αναμίξεως «άμμου» και «κονίας». Αντιθέτως μόνον εν συνεχεία ο Στράβων αναφέρεται σε «κατάμιξιν»: της αμμοκονίας αφενός, «τη χάλικι» αφετέρου. Άρα η χάλιξ είναι ο απαραίτητος για την πουζολανική δράση ασβέστης. Άλλωστε, ο Στράβων τα χαλίκια τα ονομάζει «κάχληκας» και «ψήφους» (4.1.7) κι όχι «χάλικες»!
δ) Τέλος, το ίδιο το Lidell ρητώς αναφέρει οτι «χαλικοκαύστης» είναι ο «δια καύσεως λίθων παράγων άσβεστον». Άρα, προφανώς, αυτοί οι λίθοι του ερμηνεύματος είναι Ασβεστόπετρες –οπότε ιδού πώς το Lidell παραδέχεται οτι το λήμμα «χάλιξ» ως συνθετικόν λέξεως συνδέεται άμεσα με τον ασβέστη κι όχι με τα χαλίκια. Ποιός τρελλός καίει χαλίκια (πυριτιακής συνήθως φύσεως) για να βγάλει ασβέστη;
Ένα είναι πάντως βέβαιο: Ανακατέβοντας πουζολάνη με χαλίκια (χωρίς ασβέστη), καμμιά απολύτως στερεοποίηση δέν γίνεται· και κανένας στέρεος λιμενοβραχίονας («χώμα») δέν κατασκευάζεται.
ΤΕΛΟΣ
Παραπομπές
[1] Η νοτιότερη απ αυτές αποτελεί συνέχειαν της κυρίας έκτος των τειχών οδού που οδηγούσε στην Νέαν Πόλιν (Σχ. 21).
[2] Αξίζει να σημειωθεί ότι ακριβώς μέσα σ’ αυτούς τους τεράστιους όγκους επιχώσεων του «γεμίσματος» σε πολύ μεγάλο μήκος τειχών, βρέθηκαν προσφάτως πλήθος θραυσμάτων τα οποία επέτρεψαν την αναχρονολόγηση της ίδρυσης της Νεαπόλεως στα 520 π.X. (Ε. Greco, σελ 114).
[3] Σε κάμποσα απ’ αυτά διαβάζουμε τη σφραγίδα «Χαρίλαος» -ένα όνομα που ήταν γνωστό και στην πιθηκουσσιανή κεραμουργία.
[4] Βλ. τις απόψεις του ερευνητή Π. Λέφα που περιέχονται στη σελ. 343 της ελληνικής έκδοσης του Βιτρουβίου (Πλέθρον, 1997).
[5] Βλ. λ.χ. Τασιος Ε.: «Ο Μηχανικός Λεονάρδος και οι Αρχαιοι Έλληνες», Πάτρα, Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, 2 Απρ. 2006.