Η πολιορκία και η άλωση της Χαλκίδας (Νεγροπόντε) από τον Μωάμεθ Β’ το καλοκαίρι του 1470, μέσα από τη συγκλονιστική μαρτυρία ενός Ενετού εμπόρου, του Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο.
(το κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο «Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο: ένας Ενετός του 15ου αιώνα στην Αυλή του μεγάλου Τούρκου – μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης – «Στοχαστής», 1998. Eίναι πλήρες και χωρίς συντομεύσεις. Όλες οι προσθήκες μέσα σε τετράγωνη παρένθεση, οι τίτλοι των παραγράφων, τα τοπωνύμια κι ορισμένες ονομασίες προσώπων, είναι του μεταφραστή. Οι διευκρινιστικές προσθήκες εντός παρενθέσεων, οι λεζάντες των φωτογραφιών καθώς και ο χάρτης είναι του Square.gr)
Ένας Ενετός στην Αυλή του μεγάλου Τούρκου
Ο σουλτάνος είναι ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής κι ο Βενετός είναι ένας νεαρός έμπορος, πρωταγωνιστής, στα τέλη του 15ου αιώνα, μιας εκπληκτικής περιπέτειας.
Ξεκίνησε με τον αδελφό του για την Ελλάδα, αλλά μετά την άλωση της Χαλκίδας το 1470 αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Στην Κωνσταντινούπολη όμως από σκλάβος γρήγορα κατάφερε να γίνει αυλικός του διαδόχου κι ύστερα θησαυροφύλακας του ίδιου του σουλτάνου. Είναι ένας από τους πρώτους Ιταλούς που έζησαν για σχεδόν είκοσι χρόνια στο σεράι και σίγουρα ο πρώτος που φρόντισε να καταγράψει τη συγκλονιστική αυτή εμπειρία του. Εμείς σήμερα θα σας παρουσιάσουμε τα τμήματα των διηγήσεων του που αφορούν τα γεγονότα της πολιορκίας και της άλωσης της Χαλκίδας, του αλλοτινού Ενετικού Negroponte.
Περισσότερες λεπτομέρειες για το ποιος ήταν ο Τ.Μ. Αντζολέλλο και το ταξίδι του μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Ο «Μεγάλος Τούρκος», ο Σουλτάνος Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ, ή, όπως είναι περισσότερο γνωστός σήμερα, ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής (ή «καταστροφέας» κατά τους Ενετούς)
[ Το ταξίδι από τη Βενετία στο Νέγροπόντε ]
Πώς τo έτος 1468 εγώ ο Φραντσέσκο και ο αδελφός μου Τζοβάν Μαρία της οικογένειας των Αντζολέλλι ξεκινήσαμε από την Βιτσέντζα την ημέρα 5 Αυγούστου για να ταξιδέψουμε προς το Νεγροπόντε κι ό,τι συναντήσαμε μέχρι την επιστροφή μας.
Στις 15 Αυγούστου, της Παναγίας, αποπλεύσαμε από το λιμάνι της Βενετίας. Την επόμενη ημέρα ξέσπασε μεγάλη τρικυμία που κράτησε από το βράδυ της Τρίτης μέχρι την Πέμπτη. Έπεσε ξαφνικά ένας κεραυνός πάνω στο κατάρτι του πλοίου και σκότωσε το βαρελά που βρισκόταν στην πλώρη. Ο καιρός είχε τόσο σκοτεινιάσει που δεν καταλάβαινες αν ήταν μέρα ή νύχτα. Στο τέλος με τη βοήθεια του Θεού πέρασε η μπόρα και γυρίσαμε πάλι στη Βενετία. Αφήσαμε εκεί το νεκρό και επιδιορθώσαμε τις βλάβες στο πλοίο. Ύστερα ξεκινήσαμε πάλι και σε οχτώ μέρες φτάσαμε στη Μοντόνε [Μεθώνη]. Μείναμε εκεί περίπου ένα μήνα. Ύστερα μπαρκάραμε πάνω σε μια λεπτή γαλέρα που ανήκε στον Μεσσέρ Τζάκομο Νάνι και στις 26 Σεπτεμβρίου φτάσαμε στο Νεγροπόντε.
Το Νεγροπόντε (Χαλκίδα). Φύλακας άγγελος του το κάστρο στο μέσο του Ευρίπου. Γκραβούρα του D. Meisner, από το έργο του Sciographia Cosmica (1645).
[ Ενετική επίθεση εναντίον των Τούρκων ]
Στο Νεγροπόντε μείναμε σχεδόν ένα χρόνο.
Σε αυτό το διάστημα καπετάνιος του στόλου του Αγίου Μάρκου ήταν ο μεσσέρ Νικολό ντα Κανάλε που στις 12 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε με το στόλο από το Νεγροπόντε. Ο στόλος είχε οργανωθεί πολύ καλά κι είχε επανδρωθεί με στραντιόττι [ντόπιους μισθοφόρους]. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν έρθει από τη Νάπολι της Ρωμανίας [Ναύπλιο], άλλοι από την Τουρκία, άλλοι από την Κορώνη και τη Μεθώνη κι άλλοι από το Νεγροπόντε. Με αυτό το στόλο πήγαν και κατέλαβαν από τον Τούρκο ένα κάστρο που ονομάζεται Αίνος. Ύστερα, αφού το λεηλάτησαν, το πυρπόλησαν. Εκείνοι που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, άνδρες και γυναίκες, κουβαλήθηκαν στο Νεγροπόντε κι οι δικοί μας θριαμβολογούσαν κι ήταν καταχαρούμενοι. Εκεί πουλήθηκαν πολλά αντικείμενα, όπως ταπετσαρίες, χρυσαφικά, ασημικά, κοσμήματα, που ως επί το πλείστον ανήκαν σε έλληνες χριστιανούς που αφέθηκαν ελεύθεροι. Ύστερα, αφού μεταφέραμε στο Νεγροπόντε τους Τούρκους, που δεν ήταν πάρα πολλοί, τους κάναμε σκλάβους.
Ενετική γαλέρα στα τέλη του 14ου αιώνος με καταπέλτη στη πρύμνη του.
[ Η εκδίκηση του Μεγάλου Τούρκου ]
Αφού έμαθε ο Μέγας Τούρκος τη ζημιά που υπέστη από τους χριστιανούς, προσπάθησε να πάρει σκληρή εκδίκηση και διέταξε να κινηθεί η στρατιά του στη στεριά και ο στόλος του στη θάλασσα.
Ο ίδιος κινήθηκε μαζί με το στρατό του. Επικεφαλής του στόλου έβαλε το Μαχμούτ πασά, που ήταν ο καλύτερος ναύαρχος που είχε ο Τούρκος εκείνο τον καιρό. Ο στόλος του απετελείτο από λεπτές γαλέρες […] και τέσσερις μεγάλες γαλέρες κι άλλα πλοιάρια που συνολικά έφταναν τον αριθμό των τριακοσίων.
Ο στόλος του Μεγάλου Τούρκου έφτασε στις 8 Ιουνίου 1470 κι αμέσως κατέλαβε χωρίς καμία παρεμβολή την τοποθεσία που ονομάζεται Τούρκο, κοντά στην είσοδο του λιμανιού, που ονομάζεται στενό του Αγίου Μάρκου (σημερινό σημείο υψηλής γέφυρας) και που απέχει από την ακτή ένα μίλι περίπου. Τότε βγήκαν από την πόλη κάπου διακόσια άτομα, μερικοί από αυτούς με τα άλογα, σκότωσαν πολλούς Τούρκους και γύρισαν στην πόλη με δώδεκα κεφάλια. Από την πλευρά των χριστιανών ένας μόνο πέθανε, γιατί θέλησε να παραμείνει πίσω από τους άλλους για να λαφυραγωγήσει το πτώμα ενός Τούρκου. Στις 13 του μηνός οι Τούρκοι άρχισαν να κατασκευάζουν με φούστες και παλεντάριες [βάρκες για τη μεταφορά αλόγων] μία γέφυρα πάνω στο στενό του Αγίου Μάρκου.
Αφού αποπεράτωσαν τη γέφυρα, στις 15 του μηνός έφτασε ο Μέγας Τούρκος με μεγάλο στρατό, πεζικό και ιππικό, και πολυάριθμες καμήλες φορτωμένες με τα απαραίτητα για το στράτευμα. Ο Μέγας Τούρκος με μέρος του στρατού πέρασε τη γέφυρα και διέταξε προσεκτικά τους άνδρες του σε ένα νησί (σημερινή νησίδα Πασάς, όπου φιλοξενεί τον σταθμό βιολογικού καθαρισμού της Χαλκίδας) και σε άλλες τοποθεσίες γύρω από την πόλη. Άρχισαν έτσι μια πιεστική πολιορκία.
Το πυροβολικό το ξεφόρτωσαν στις 17 του μηνός. Το μετέφεραν με πολλές απώλειες, γιατί τα δικά μας κανόνια δε σταμάτησαν να πυροβολούν από την πόλη. Όλη την ημέρα και τη νύχτα τα κουβαλούσαν και στο τέλος τα τοποθέτησαν σε διάφορα μέρη, απ’ όπου μπορούσαν να κάνουν μεγάλη ζημιά. Πρώτα στο όνομα του Μεγάλου Τούρκου τοποθετήθηκε ένα μεγάλο κανόνι και τρεις όλμοι, που ήταν τόσο μεγάλοι που οι πέτρες που πυροβολούσαν είχαν περιφέρεια δώδεκα πιθαμές. Με αυτούς τους όλμους πυροβολούσαν και πυροτεχνήματα και οι δυνατές βροντές τους κατατρομοκρατούσαν τον κόσμο. Επειδή οι περισσότερες βολές πήγαιναν μέσα στην πόλη, πολλοί δεν εμπιστεύονταν να κοιμηθούν στα σπίτια τους και είχαν εγκατασταθεί κάτω από τα τείχη. Τα άλλα τέσσερα κανόνια πυροβολούσαν στα τείχη στον προμαχώνα κοντά στο Στενό, κι ήλεγχαν όλη την πλευρά της τοποθεσίας Βούρκος μέχρι το ναό.
Η πολιορκία του Νεγροπόντε. Σημεία καίριας σημασίας των αντιμαχόμενων στρατοπέδων σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αντζολλέλο, για ευκολότερη κατανόηση του κειμένου.
Επιπλέον άλλα πέντε κανόνια τοποθετήθηκαν στην περιοχή Αγίας Κλάρας (σημερινή περιοχή Σουβάλας). Κι αυτά έβαλλαν εναντίον του προμαχώνα του ναού μέχρι τους μύλους, όπου ήταν η κινητή γέφυρα του κάστρου. Άλλα τρία κανόνια ήταν στη στερεά γη [terra ferma, δηλ. Βοιωτική ακτή) κι έβαλλαν κι αυτά στο ναό μέχρι το κάστρο. Στην άλλη πλευρά του κάστρου, κοντά στο λιμάνι τοποθετήθηκαν άλλα τρία κανόνια που έβαλλαν στο αρσενάλι και στην πρόσοψη του κάστρου μέχρι το μέρος που ήταν το ψαράδικο που συνορεύει με την Τζουντέκα. Όλα αυτά τα έντεκα κανόνια τοποθετήθηκαν στο όνομα του Μουράτ πασά, καπετάνιου όλων των στρατιωτών του Μεγάλου Τούρκου της Ρωμανίας.
Ύστερα τοποθετήθηκαν άλλα οχτώ μεγάλα κανόνια, τόσο που η πέτρα που πυροβολούσαν είχε δέκα πιθαμές περιφέρεια. Τοποθετήθηκαν πάνω από μια γέφυρα προς την είσοδο του λιμανιού κι έβαλλαν εναντίον του πύργου Βούρκος που υπεράσπιζε όλη τη Τζουντέκα. Αυτά τα οχτώ κανόνια πυροβολούσαν στο όνομα του Μαχμούτ πασά, καπετάνιου του στόλου του Μεγάλου Τούρκου.
Το πυροβολικό γύρω από την πόλη είχε τοποθετηθεί τόσο καλά που τα τείχη της δεν μπορούσαν να αντέξουν. Σε πολλές πλευρές είχαν καταστραφεί και προπαντός στην πλευρά του Βούρκου μέχρι την Τζουντέκα. Επειδή τα πυροβόλα ήταν πολλά και οι βολές πολύ γρήγορες δεν ήταν δυνατό να γίνουν γερές επισκευές. Πολλοί από τους δικούς μας πέθαναν κάτω από τα πυρά του πυροβολικού γιατί χτυπούσαν από κάθε πλευρά και οι δικοί μας ήταν ακάλυπτοι κι έχαναν τη ζωή τους. Παρόλα αυτά, αποκρούοντας τους ειδωλολάτρες με καταπέλτες, καρυοφίλλια και πολλά βέλη, πλησίαζαν με ασπίδες και διάφορα καλύμματα στα ερείπια και παρατάσσονταν για τη μάχη.
Στις 29 του μηνός, το βράδυ της Πέμπτης, δύο ώρες περίπου πριν ξημερώσει, άρχισαν να ακούγονται τύμπανα, κρουστά και πολλά άλλα όργανα που χρησιμοποιούνται στη χώρα των παγανιστών και με πολλά ουρλιαχτά, όλοι τους με μια φωνή επιτέθηκαν εναντίον της πόλης από πολλές πλευρές. Άρχισε έτσι μια γενική σύρραξη που κράτησε από την ώρα που σας είπα μέχρι τις δύο το απόγευμα. Οι χριστιανοί αμύνθηκαν με τάξη. Σκότωσαν και τραυμάτισαν πολλούς Τούρκους. Είχαμε πολλά θύματα κι ανάμεσα στους χριστιανούς. Στο τέλος οι Τούρκοι υποχώρησαν. Όταν ο Μέγας Τούρκος αντίκρισε το πλήθος των σκοτωμένων ανδρών διέταξε να σταματήσει η μάχη. Μόνον το πυροβολικό συνέχισε το πυρ, προκαλώντας πολλές απώλειες ανάμεσα στους χριστιανούς.
Ο «Μεγάλος Τούρκος» Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής προ των πυλών του Ενετοκρατούμενου Νεγροπόντε (Χαλκίδα).
[ Ποιος διοικούσε την πόλη του Νεγροπόντε ]
Εκείνη την εποχή βάιλος (κατά την εποχή της λατινοκρατίας ο όρος βάιλος ή βαϊούλος ή βαΐλος αντιπροσώπευε το αξίωμα του επιστάτη, ενώ στις αρχές της τουρκοκρατίας τον πρόξενο) της πόλης Νεγροπόντε ήταν ο μεσσέρ Πόλλο Ερίτζο (Paolo Erizzo) και καπετάνιος ο μεσσέρ Ιερόλαμο Κάλμπο και καμερλέγκος [φρούραρχος] ο μεσσέρ Αντρέα Τζάνε.
Ήταν επίσης κι ο μεσσέρ Τζαν Μποντιμιέρο που ήταν καπετάνιος, αλλά λίγο πριν αρχίσει η πολιορκία τον αντικατέστησε ο μεσσέρ Ιερόλαμο όπως είπα πριν κι έτσι δεν μπόρεσε να αναχωρήσει. Επίσης ήταν εκεί ο μεσσέρ Μπερτούτσι Μπάρμπαρο που κάποτε ήταν καπετάνιος αλλά τον είχαν αντικαταστήσει. Στο δρόμο της επιστροφής για τη Βενετία είχε σταματήσει στο Νεγροπόντε και δεν μπόρεσε πια να φύγει.
Καπετάνιος τετρακοσίων φαντάρων ήταν ο Τομμάζο Σκιάβο που μας πρόδωσε, όπως θα σας εξηγήσω πιο κάτω. Στην πόλη μας κατοικούσαν πολλοί πλούσιοι και μεγάλοι έμποροι κι υπήρχε αφθονία σε κάθε είδους τρόφιμα, όπως ψωμιά, κρασί, κρέας, ψάρια και κυνήγι, γιατί ήταν μια πόλη στο απόγειο της δόξας και του πλούτου.
Πανοπλία Ενετών πεζικάριων
[ H προδοσία του Τομμάζο Σκιάβο ]
Τώρα θα σας διηγηθώ την προδοσία του Τομμάζο Σκιάβο, καπετάνιου του πεζικού.
Ο Τομμάζο ήταν θαρραλέος, αλλά δεν ήταν ο άνθρωπος που χρειαζόταν για την άμυνα του Νεγροπόντε γιατί είχε ορισμένους συγγενείς που ήταν με τους Τούρκους. Αφού βρέθηκε μέσα σε μια τόσο μεγάλη πολιορκία, με μεγάλη ανάπτυξη δυνάμεων από μέρους των Τούρκων, τον κυρίεψε ο φόβος και σκέφτηκε να στείλει μυστικό μήνυμα στους Τούρκους για να σώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του από το θάνατο. Φορέας του μηνύματος ήταν ο λοχίας του Λούκα ντα Κουρτζόλλα, που είχε τον αδελφό του Φραντσέσκο τραυματισμένο στο μπούτι από βόλι. Ο λοχίας λοιπόν το έσκασε μαζί με έναν υπηρέτη του που ονομαζόταν Φραντσέσκο ντα Ραγκούζι.
Ο βάιλος και ο καπετάνιος ειδοποιήθηκαν για τη φυγή του Λούκα και του υπηρέτη του κι έστειλαν αμέσως να συλλάβουν και να αλυσοδέσουν τον αδελφό του Λούκα. Αφού πιάστηκε αιφνιδιαστικά, ο νεαρός Φραντσέσκο αποκάλυψε όλη την προδοσία. Πρώτα ομολόγησε πως ήταν αλήθεια πως ο Τομμάζο Σκιάβο είχε στείλει τον αδελφό του στο Μέγα Τούρκο να του πει πως το βράδυ της Πέμπτης έπρεπε να κάνει μία καινούρια επίθεση. Ο Τομμάζο θα έβρισκε τρόπο να τον βάλει μέσα στην πόλη και έθεσε τον εαυτό του και την οικογένειά του στην υπηρεσία του.
Οι προύχοντες, αφού άκουσαν ό,τι τους είπε ο Φραντσέσκο, τον σκότωσαν στα κρυφά. Κι εκείνη την ημέρα καθώς και την επόμενη δεν έκαναν τίποτα για να μην βάλουν σε υποψίες τον Τομμάζο. Γιατί αυτός θα μπορούσε να πάρει άλλες πρωτοβουλίες, αφού είχε μεγάλη επιρροή στους άντρες του.
Το πρωί της τρίτης μέρας ο βάιλος και ο καπετάνιος κι άλλοι βενετοί ευγενείς και μερικοί πολίτες της πόλης συσκέφτηκαν στη στοά [loggia, δηλ. Διοικητήριο] και όλοι μαζί αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Τομμάζο. Έτσι έδωσαν μυστική διαταγή σε δώδεκα ανδρείους να κρυφτούν στη γραμματεία, κοντά στη στοά. Ύστερα έστειλαν να φέρουν τον Τομμάζο, λέγοντάς του πως ήθελαν τη συμβουλή του για ορισμένα θέματα που αφορούσαν τη σωτηρία της πόλης. Αυτός ήρθε με καμιά σαρανταριά συντρόφους του που ήταν πάνοπλοι και με το σπαθί στη ζώνη. Δεν του επιτρεπόταν να έρθει με αυτόν τον τρόπο και με τέτοια συνοδεία, αλλά, επειδή είχε αλλάξει στρατόπεδο, είχαν φανταστεί πως θα ερχόταν προετοιμασμένος γιατί θα υποπτευόταν πως η προδοσία του είχε γίνει γνωστή.
Ήρθε λοιπόν ο Τομμάζο Σκιάβο στη στοά και όλοι σηκώθηκαν όρθιοι, δήθεν να τον τιμήσουν με το χαμόγελο στο πρόσωπο. Έτσι έκαναν πως τον τιμούσαν και τον ρωτούσαν για τις ανδρείες προθέσεις του, σαν να μην ήξεραν τη συμφωνία με τον Τούρκο. Πρώτος ο βάιλος του είπε: «Ω καπετάνιε, καθίστε με την άνεσή σας, γιατί ακόμη ελπίζω να σας δω καπετάνιο του στόλου των πολεμιστών του Αγίου Μάρκου». Έμειναν έτσι να συζητούν για διάφορα θέματα για δύο ώρες. Όταν φάνηκε του βάιλου πως ο Τομμάζο δεν τον υποπτευόταν πια, γύρισε προς τους συντρόφους που είχαν έρθει μαζί του και τους είπε: «Ω γενναίοι άνδρες, κάντε μια βόλτα στην πόλη κι ελέγξτε πόσοι πολεμιστές είναι στις θέσεις τους, για να μην πάθουμε καμιά ζημιά». Στον Τομμάζο είπε: «Πηγαίνετε κι εσείς κι εγώ σας περιμένω εδώ».
Κι αφού έφυγε η συνοδεία του Τομμάζο, ο βάιλος πήρε τον Τομμάζο από το χέρι, σα να ήθελε να του μιλήσει ιδιαιτέρως. Τον έβαλε να καθίσει κι ύστερα πήγαν μαζί στη γραμματεία, όπου ήταν κρυμμένοι οι δώδεκα άνθρωποί του. Τον έβαλε με τις πλάτες προς τη γραμματεία κι αυτοί οι δώδεκα βγήκαν έξω και άρπαξαν αμέσως το Σκιάβο μαζί με τους υπηρέτες του που είχαν μείνει άναυδοι. Τους πήγαν αμέσως πάνω από τη στοά εκεί όπου βασανίζονταν οι εγκληματίες. Μόλις τους το διέταξαν οι ανώτεροι τους σκότωσαν χωρίς δεύτερη λέξη και τους κρέμασαν από το ένα πόδι στη μέση της πλατείας.
Αμέσως ο βάιλος ανέβηκε στο άλογο και, με συνοδεία σάλπιγγας, άρχισε να γυρνάει την πόλη, ενθαρρύνοντας τους πάντες. Γρήγορα οι πολίτες άρχισαν να ανησυχούν, λέγοντας πως πολλοί στρατιώτες είχαν προσχωρήσει στην συμφωνία του Τομμάζο με τους Τούρκους κι έπρεπε το δίχως άλλο να συλληφθούν και να εκτελεστούν. Για να τους καθησυχάσουν οι προύχοντες διέταξαν να ρίξουν στη φυλακή καμιά σαρανταριά, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ο λοχίας Πόλλο ντα Τράνι κι ο Πιέρρο ντάλλα Σιμία κι ο Άντρα Αλμπανέζε ο Καλόγερος. Αυτοί οι τρεις ήταν ξακουστοί γενναίοι, αλλά και οι άλλοι ήταν οι κύριοι υπερασπιστές της πόλης. Οι προύχοντες φώναξαν τον κοντεστάμπιλε [αξιωματικό] Φιόριο ντι Νάρντο και τον έβαλαν επικεφαλής εκείνου που είχε μείνει από το τάγμα του Τομμάζο, κάνοντάς του χίλιες προσφορές.
Πανοπλία Ενετών ιπποτών
[ Γενική σύρραξη και δυσφορία των πολιτών ]
Ταυτόχρονα οι Τούρκοι έβαλαν τα δυνατά τους για να καταστρέψουν την πόλη.
Αφού πέρασαν οκτώ ημέρες, την Πέμπτη άρχισε μια άλλη μεγάλη μάχη ιδιαίτερα σκληρή και άγρια. Πέθαναν πολλοί γενναίοι άνδρες αλλά στο τέλος οι χριστιανοί νίκησαν και απέκρουσαν τους Τούρκους. Εξαιτίας της υπόθεσης του Τομμάζο Σκιάβο, οι πολίτες και οι Κρητικοί μισούσαν τους στρατιώτες και τους κατηγορούσαν για τη συμφωνία του Τομμάζο και του Φιόριο ντι Νάρντο, που ανέφερα προηγουμένως.
Βλέποντας πως η πόλη αντιμετώπιζε δυσκολίες και πως οι πολίτες κοιτούσαν με μισό μάτι τον ίδιο και τους συντρόφους του, ο καλός μας Φιόριο, κάνοντας δήθεν πως πηγαίνει να επισκευάσει τα ερείπια, το έσκασε στους Τούρκους. Έτσι οι πολίτες και οι Κρητικοί διαπίστωσαν πως είχαν διαφύγει ήδη τέσσερις στρατιώτες. Ο πρώτος ήταν κάποιος Τζόρτζι Μπελλαφάντε, αλλά κανείς δεν τον πρόσεξε γιατί ήταν κακός άνθρωπος. Ο δεύτερος ήταν ο Λούκα ντα Κουρτζόλλα με έναν υπηρέτη του κι ο τέταρτος ήταν ο Φιόριο ντι Νάρντο. Έτσι οι πολίτες και οι Κρητικοί μαζεύτηκαν και κινήθηκαν εναντίον πολλών άλλων στρατιωτών. Επειδή στην πόλη ισχυρότεροι ήταν οι πολίτες και οι Κρητικοί, οι προύχοντες δεν μπορούσαν να τους αντιμιλήσουν και σχεδόν χωρίς να το θέλουν έκλεισαν στις φυλακές πολλούς άλλους στρατιώτες. Σαν να μην έφτανε, όποτε συναντιόντουσαν στην πόλη, αμέσως έβαζαν χέρι στα όπλα και τραυματίζονταν και σκοτώνονταν σαν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί. Όλα αυτά ήταν εις βάρος μας και εξαιτίας των λαθών μας μας έλειπαν οι άνδρες.
«την Πέμπτη άρχισε μια άλλη μεγάλη μάχη ιδιαίτερα σκληρή και άγρια. Πέθαναν πολλοί γενναίοι άνδρες αλλά στο τέλος οι χριστιανοί νίκησαν και απέκρουσαν τους Τούρκους»
[ Περιμένοντας βοήθεια από τον Νικολό ντα Κανάλε ]
Οι προύχοντες και οι άλλοι ευγενείς ήταν πολύ στενοχωρημένοι γιατί δεν μπορούσαν να διορθώσουν την κατάσταση.
Ήλπιζαν όμως πως θα έρθει βοήθεια από τον Νικολό ντα Κανάλε, καπετάνιο του στόλου του Αγίου Μάρκου, όπως τους είχε υποσχεθεί με αγγελιοφόρους. Ο Μέγας Τούρκος για μεγαλύτερη ασφάλεια μετέφερε και άλλες φούστες στο νησί κι έκανε κι άλλο γεφύρι προς την περιοχή της Αγίας Κλάρας, ένα μίλι περίπου βόρεια της πόλης. Έτσι από εκείνη την πλευρά δεν μπορούσαμε πια να μάθουμε τίποτα για το στόλο μας και είχαμε χάσει κάθε ελπίδα πως δεν θα συμβεί εκείνο που συνέβη. Γι’ αυτό φρόντισαν ορισμένοι Αλβανοί, που γνώριζαν καλά τους Τούρκους. Οι προύχοντες τους έστειλαν με επιστολές προς τον μεσσέρ Νικολό ντα Κανάλε, που ελπίζαμε πως θα μας γλύτωνε από αυτή την πολιορκία. Ο Κανάλε μας ξανάστειλε πίσω τους αγγελιοφόρους μας με επιστολές που μας ενθάρρυναν και μας έδιναν ελπίδες πως γρήγορα θα ερχόταν βοήθεια. Τα κανόνια του εχθρού όμως έκαναν μεγάλες ζημιές στην πόλη και δεν περνούσε μέρα χωρίς πολλούς νεκρούς και τραυματίες ανάμεσα στους χριστιανούς.
Στις 10 Ιουλίου, ημέρα Τρίτη, έφτασε ο μεσσέρ Νικολό ντα Κανάλε με το στόλο κι αγκυροβόλησε ενάμισυ μίλι περίπου από τη γέφυρα.
[ Ο Μέγας Τούρκος ενθαρρύνει τη στρατιά του ]
Όταν αντίκρισε το χριστιανικό στόλο ο Μέγας Τούρκος φοβήθηκε και θέλησε να σηκώσει το στρατόπεδο και να φύγει.
Ο καπετάνιος του στόλου του Τούρκου Μαχμούτ πασάς τον συμβούλεψε αντίθετα να παραμείνει, αναλαμβάνοντας να του παραδώσει το Νεγροπόντε. Έτσι ο ίδιος μαζί με το Μέγα Τούρκο ανέβηκαν στα άλογά τους κι όλη την ημέρα γύριζαν στο στρατόπεδο από σκηνή σε σκηνή, ενθαρρύνοντας τους ιππότες. Τους έλεγαν πως δεν έπρεπε να υποστούν τέτοιο αίσχος, να εγκαταλείψουν δηλαδή την επιχείρηση αυτή. Τους έλεγαν επίσης πως ο Μέγας Τούρκος ήθελε για τον εαυτό του μόνο τα τείχη της πόλης ενώ όλα τα άλλα. οι περιουσίες, τα χρυσαφικά, τα ασημικά και οι σκλάβοι θα ήταν όποιου τα έπαιρνε. Δόθηκε έτσι διαταγή την επόμενη μέρα Τετάρτη 12 του μηνός να είναι πανέτοιμοι γιατί το ίδιο βράδυ θα έπρεπε να βρίσκονται στα προωθημένα καλύμματα μπροστά στα τείχη της πόλης για να δώσουν την τρίτη μάχη. Όλοι οι άνδρες του υποσχέθηκαν πως θα εκτελούσαν πιστά τις διαταγές.
[ Περιμένοντας βοήθεια ]
Στην πόλη είχαν μείνει ελάχιστοι γιατί οι περισσότεροι γενναίοι άνδρες είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί στις δύο πρώτες μάχες.
Γι’αυτό ήταν όλοι απαισιόδοξοι, διότι βλέπαμε πως δεν ήμασταν αρκετοί για να υπερασπίσουμε την ερημωμένη πόλη. Το εχθρικό πυροβολικό είχε καταστρέψει τα πάντα και μόνο ορισμένα μέρη ήταν ασφαλή. Ελπίζαμε όμως στη βοήθεια του στόλου μας και κάναμε σήματα που έδειχναν την αδυναμία μας, για να έρθει βοήθεια πριν οι Τούρκοι αρχίσουν τη μάχη. Τα σήματα ήταν τα εξής: ανάψαμε δάδες κι ύστερα τις σβήσαμε, σηκώσαμε τη σημαία του Αγίου Μάρκου και ύστερα τη ρίξαμε χάμω. Αφού όμως είδαμε πως παρόλα τα σήματά μας αυτά ο στόλος δε σήκωνε τις άγκυρες, στο τέλος φτιάξαμε έναν εσταυρωμένο μεγάλο όσο κι ένας άνθρωπος και τον κουβαλήσαμε στα τείχη της πόλης, προς το μέρος που φαινόταν από το στόλο, για να μας λυπηθούν λιγάκι οι κυβερνήτες του στόλου, που μπορούσαν να μας δουν πολύ καλά.
Ο μεσσέρ Νικολό ντα Κανάλε και οι άλλοι του στόλου μπορούσαν κάλλιστα να σκεφτούν πως εκείνα τα σήματα σήμαιναν πως η πόλη είχε φτάσει στο αμήν και κινδύνευε να χαθεί. Κι ούτε υπήρχε τίποτα που τον εμπόδιζε να μας βοηθήσει, γιατί ο άνεμος ήταν ευνοϊκός κι οι άνδρες του ήταν ανδρείοι κι ήθελαν να πολεμήσουν γιατί είχαν στην πόλη γυναίκες, παιδιά και συγγενείς. Παρακαλούσαν τους κυβερνήτες να τους δώσουν ένα πλοίο γιατί είχαν αρκετή καρδιά να χαλάσουν τη γέφυρα και να βοηθήσουν την πόλη. Πολλά πλοία ήταν πανέτοιμα και χάρις στον άνεμο, σε θέση να σπάσουν όχι μόνο τη γέφυρα, αλλά οτιδήποτε έβρισκαν στο δρόμο τους. Στο τέλος τους παραχώρησαν ένα πλοίο. Άνοιξαν πανιά και ετοιμάστηκαν να εισβάλουν, όταν τους διέταξαν με κανονιοβολισμούς να κατεβάσουν τα πανιά και να μείνουν εκεί χάνοντας χρόνο. Αφού στην πόλη είδαμε πως ο στόλος συμπεριφερόταν τόσο διστακτικά, τότε στις ψυχές μας κυριάρχησε η αμφιβολία και δεν ελπίζαμε πια. Από την πόλη βλέπαμε τους Τούρκους με τα λάβαρα να πλησιάζουν βιαστικά σε εκείνα τα μέρη του τείχους που είχαν καταστραφεί. Κι επιτάχυναν το βήμα όταν είδαν τι συνέβαινε με το στόλο, γιατί και οι Τούρκοι ήξεραν πως θα του ήταν εύκολο να βοηθήσει την πόλη. Γι’ αυτό δεν ήθελαν να παρατείνουν την επίθεση ως το βράδυ της Πέμπτης, για να αποφύγουν, σύμφωνα με τις συνήθειές τους, να δώσουν μάχη την επόμενη ημέρα που ήταν Παρασκευή.
«Εναντίον της πόλης όρμησε ένας μεγάλος αριθμός από εκείνους τους άθλιους. Ήταν τόσοι που, ακόμη κι αν δεν αμύνονταν, οι χριστιανοί θα ήταν κατάκοποι πριν ακόμη εξοντώσουν τους μισούς».
[ Η έφοδος των Τούρκων ]
Το βράδυ της Τετάρτης, τέσσερις ώρες περίπου πριν ξημερώσει η Πέμπτη 12 Ιουλίου, οι Τούρκοι έκαναν έφοδο στην πόλη κι άρχισαν μια μάχη πολύ πιο σκληρή από τις προηγούμενες δύο, που κράτησε μέχρι τις 5 το απόγευμα.
Εναντίον της πόλης όρμησε ένας μεγάλος αριθμός από εκείνους τους άθλιους. Ήταν τόσοι που, ακόμη κι αν δεν αμύνονταν, οι χριστιανοί θα ήταν κατάκοποι πριν ακόμη εξοντώσουν τους μισούς. Στη μάχη συμμετείχε και ένα μέρος του τουρκικού στόλου που μπήκε με την πλώρη στο λιμάνι και κατευθύνθηκε δίνοντας σκληρή μάχη προς την πόλη. Έτσι όλη η πόλη βρέθηκε κυκλωμένη από άγριους και αιμοσταγείς πολεμιστές. Οι περισσότεροι χριστιανοί είχαν σκοτωθεί και λαβωθεί κι οι Τούρκοι ήταν τόσοι που όσο περισσότεροι σκοτώνονταν, άλλοι τόσοι προστίθονταν. Κι όσο παρατεινόταν η μάχη άλλο τόσο οι χριστιανοί έδειχναν να μην αντέχουν πλέον εξαιτίας των πολλών απωλειών τους. Πρώτο έσπασε το μέτωπο στο Βούρκο κι οι Τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη τρέχοντας και ουρλιάζοντας σαν δαίμονες.
Οι χριστιανοί ζητούσαν βοήθεια και οι παγανιστές φωνάζοντας τους επιτίθονταν χωρίς να ξεχωρίζουν ανάμεσα στους μεγάλους και στους μικρούς, τους άνδρες και τις γυναίκες, αλλά τους έσφαζαν όλους αδιάκριτα. Άρπαζαν τα μωρά από την αγκαλιά της μητέρας τους και τα πετούσαν κάτω από τα τείχη και ύστερα έσφαζαν και τη μητέρα. Τόσο αιμοβόροι ήταν εκείνοι οι παγανιστές. Με τον ίδιο τρόπο έτρεχαν στις γειτονιές και έσφαζαν ανελέητα όποιον έβρισκαν μπροστά τους, μέχρις ότου κατέλαβαν όλη την πόλη εκτός από το κάστρο (στο μέσο του Ευρίπου).
[ Πώς λεηλατήθηκε το Νεγροπόντε ]
Ύστερα άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια και να πιάνουν αιχμαλώτους.
Έδεναν μαζί τον άνδρα με τη γυναίκα του, τον πατέρα με τη μητέρα και με τα παιδιά, άνδρες και γυναίκες μαζί, όλοι δεμένοι από το λαιμό και με τα χέρια πισθάγκωνα. Ύστερα φορτώνονταν τα καλύτερα αντικείμενα που έβρισκαν και τα έβαζαν μαζί με τους μικρούς και μεγάλους αιχμαλώτους τους, που ήταν δεμένοι μεταξύ τους από το λαιμό. Και πίσω τους έσπρωχναν κι άλλους σα να ήταν ένα κοπάδι με ζώα. Έβλεπες πτώματα παντού και προπαντός εκεί που οι χριστιανοί είχαν αντισταθεί με το μεγαλύτερο σθένος. Έτρεχε συνεχώς αίμα από παντού, σαν να είχαν ανοίξει οι βρύσες. Σε ορισμένα μέρη δεν μπορούσες να περάσεις γιατί τα πτώματα είχαν συσσωρευτεί το ένα πάνω στο άλλο σχηματίζοντας κάτι σαν βουναλάκια. Πολλοί χριστιανοί έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να μπουν στο κάστρο, αλλά ήταν τόσοι που βάρυναν επάνω στην κινητή γέφυρα και στο τέλος έσπασαν τις αλυσίδες που τη στήριζαν. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν κι άλλοι αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους.
Μετά το μεσημέρι το κάστρο παραδόθηκε κλείνοντας μια συμφωνία που δεν έγινε σεβαστή. Έτσι οι υπερασπιστές του και οι περιουσίες τους είχαν την ίδια μεταχείριση με εκείνους που αιχμαλωτίστηκαν στην πόλη. Με αυτόν τον τρόπο λεηλατήθηκε η δύστυχη πόλη Νεγροπόντε.
[ Οι πιο σημαντικοί νεκροί και τραυματίες ]
Στην καταστροφή αυτή σκοτώθηκαν κι αιχμαλωτίστηκαν πολλοί γενναίοι κι ευγενέστατοι άνδρες.
Ο πρώτος ήταν ο μεσσέρ Πάολο Ερίτζο, βάιλος της πόλης, που σκοτώθηκε στην πρώτη ορμητική επίθεση, ενώ υπεράσπιζε το Βούρκο. Ύστερα ο μεσσέρ Ιερόλαμο Κάλμπο, καπετάνιος της πόλης, που σκοτώθηκε στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου ενώ υπεράσπιζε τη διπλανή πλατεία. Ο καμερλέγκος μεσσέρ Αντρέα Τζάνε σκοτώθηκε στην εκκλησία του Αγίου Σεβαστιανού, ο μεσσέρ Ζουάν Μποντιμιέρο που διοικούσε το ναό τραυματίστηκε εκεί κι αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους, ο μεσσέρ Μπερτούτσι Μπάρμπαρο σκοτώθηκε στο σπίτι του κι αιχμαλωτίστηκε η γυναίκα του και η οικογένειά του. Επίσης σκοτώθηκαν πολλοί ευγενείς, πολίτες και έμποροι, ανάμεσα στους οποίους ο αδερφός μου Φραντσέσκο, που σκοτώθηκε στο Βούρκο.
Στις 13 Ιουλίου ο Μέγας Τούρκος έδωσε σε όλο το στρατόπεδο διαταγή να παρατάξουν όλους τους αιχμαλώτους που είχαν γένια. Υπάκουσαν αμέσως και του έφεραν περίπου οκτακόσιους. Αφού τους έδεσαν τα χέρια, τους έβαλαν να γονατίσουν κυκλικά και ο ίδιος διέταξε να κόψουν το κεφάλι σε όλους. Οι γυναίκες, οι κοπέλες και τα αγόρια που δεν είχαν κλείσει τα δεκαοκτώ πουλήθηκαν, χαρίστηκαν ή ανταλλάχτηκαν σύμφωνα με τη θέληση εκείνων που τους είχαν αιχμαλωτίσει. Εγώ ο Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο παραδόθηκα ως σκλάβος στο Μέγα Τούρκο.
Το μαρτυρικό τέλος του Βάιλου Πόλλο Ερίτζο (Paolo Erizzo) δεν διασώθηκε ως μαρτυρία από τον Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο. Ο θάνατος μέσω διχοτόμησης του όμως αναφέρεται σε άλλες πηγές που θα εξετάσουμε στο άμεσο μέλλον.
[ Μετά την άλωση του Νεγροπόντε ]
Στις τρεις μέρες που ακολούθησαν την άλωση έψαχναν κι έσκαβαν παντού μέσα στην πόλη για να βρουν κρυμμένους ανθρώπους και θησαυρούς και πράγματι ανακάλυψαν πολλούς και από τους δύο.
Στις 16 Ιουλίου ο Μέγας Τούρκος διέταξε να καθαρίσουν την πόλη, να ρίξουν τα πτώματα στη θάλασσα, να επιδιορθώσουν τα χαντάκια και τα τείχη και τον υπάκουσαν σε όλα. Μετά διόρισε κυβερνήτη της πόλης έναν καπετάνιο που ονομαζόταν Ισκιεντερμπέγκ [Ισκεντέρ μπέης] και του έδωσε αρκετή φρουρά για να την κρατήσει κάτω από τον έλεγχό του.
Στις 26 Ιουλίου ο στόλος του Μεγάλου Τούρκου αναχώρησε φορτωμένος με σκλάβους και κάθε είδους θησαυρούς. Στις 28 του μηνός ο Μέγας Τούρκος σήκωσε και το στρατόπεδο.
Κατακλείδα
Το καλοκαίρι του 1470, αμέσως μετά την άλωση της Χαλκίδας, ο Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο, έχοντας χάσει τον αδερφό του στη μάχη στις 2 Ιουλίου, πέφτει στα χέρια των Τούρκων.
Εκείνοι τον πήραν μαζί τους σαν σκλάβο, γιατί ανήκε στις τάξεις των «νεων», ήταν δηλαδή ακόμα ανήλικος. Στη συνέχεια ακολούθησε την νικηφόρα πορεία του Μωάμεθ Β στην Ελλάδα φτάνοντας στη Θράκη και αργότερα το 1472 στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε στις υπηρεσίες του Μουσταφά Τσελεμπί, δευτερότοκου γιού του Σουλτάνου, βασιλιά της Ανατολίας, ο οποίος, ως υπεύθυνος των στρατιωτικών δυνάμεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ασχολείται με την καταπολέμηση του Ουζουν Χασαν, σύμμαχο της Γαληνοτάτης (Βενετίας). Το 1474 και αφού ο Μουσταφά δεν υπάρχει πια εν ζωή περνάει στις υπηρεσίες του Μεγάλου Σουλτάνου ο οποίος τον διορίζει υπεύθυνο του θησαυροφυλακίου του παλατιού, κάτι που του επιτρέπει να βρίσκετε πολύ κοντά στον Μωάμεθ και να γνωρίζει από πρώτο χέρι όλες τις αλλαγές που πραγματοποιεί και τους αυστηρότατους κανόνες που επιβάλει κατά τη διάρκεια της εξουσίας του. Ουσιαστικά ήταν εκείνος που έκανε γνωστή στο δυτικό κόσμο την οργανωτική δομή της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και τις βιαιότητες αυτής. Βιαιότητες εντός και εκτός της αυτοκρατορίας που έσπειραν τον τρόμο στην Ευρώπη.