Το σημερινό εμπορικό κέντρο της Χαλκίδας ήταν επί Τουρκοκρατίας το Προάστιο της περιτειχισμένης πόλης και σε αυτό διέμεναν όλοι οι Έλληνες χριστιανοί κάτοικοι της. Πότε δημιουργήθηκε, ποιες συνοικίες περιελάμβανε και πως εξελίχθηκε κατά τη τουρκοκρατία.
To άρθρο αποτελεί απόσπασμα από την πτυχιακή εργασία του Βασίλη Παπαδόπουλου «Έγριπος. Η πόλη της Χαλκίδας κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών (15ος – 19ος αιώνας). Μαρτυρίες από περιηγητικά κείμενα» που είχε συγγραφεί για τις ανάγκες του πρώτου κύκλου των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με ειδίκευση στη νεώτερη και σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Επόπτρια: κα Όλγα Κατσιαρδή – Hering.
Οι τίτλοι, οι υπότιτλοι, τα lead των άρθρων, οι λεζάντες των φωτογραφιών καθώς και οι παραθέσεις διευκρινιστικών σχολίων εντός αγκυλών είναι του επιμελητή της δημοσίευσης στο square.gr Βάγια Κατσού. Ευχαριστούμε το συγγραφέα για την άδεια πρώτης δημοσίευσης αποκλειστικά στο square.gr
Προηγούμενα άρθρα από την ίδια πτυχιακή εργασία:
H πρώιμη εποχή του Προαστίου.
Στα βορειοανατολικά του οχυρωμένου Κάστρου απλωνόταν σε ημικυκλική διάταξη το Προάστιο (Ξώχωρο, Βούργο, βενετικό Borgo), το δεύτερο αστικό τμήμα στην πόλη της Χαλκίδας.
Ο κατοικημένος χώρος του Προαστίου σχηματίστηκε σταδιακά από τη βυζαντινή εποχή, από διαδοχικούς εποικισμούς από το εσωτερικό του νησιού και την ηπειρωτική χώρα. Στους κατοίκους συγκαταλέγονταν κυρίως Εβραίοι, οι οποίοι ήταν αποκλεισμένοι από την οχυρωμένη πόλη, καθώς και φτωχοί έποικοι από διάφορες περιοχές που αναζητούσαν μεγαλύτερη ασφάλεια κοντά στα τείχη μιας πόλης. Το Borgo της βενετικής περιόδου ήταν ένας χώρος αρκετά αραιοκατοικημένος, χωρισμένος σε συνοικίες γύρω από τους υπάρχοντες ναούς. Η περιοχή αναπτύχθηκε σταδιακά με την αύξηση του πληθυσμού που ασχολούνταν με το εμπόριο και τη γεωργία, ενώ στα μέσα του 14ου αιώνα περιτειχίστηκε με τείχος που συνέδεε το βόρειο λιμάνι – τον κόλπο της Σουβάλας – με το νότιο λιμάνι του Βούρκου.[1] Η εξέλιξη αυτή του Προαστίου έχει το αντίστοιχό της στις πόλεις του ευρωπαϊκού χώρου κατά τον ύστερο Μεσαίωνα: οι μετανάστες που κατέφθαναν στις πόλεις από την ύπαιθρο σχημάτιζαν εγκαταστάσεις έξω από τα τείχη (borgo), οι οποίες βαθμιαία τειχίζονταν και εντάσσονταν στο αστικό σώμα.
Το Προάστιο όπως ήταν κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. Ο αριστερός μιναρές ανταποκρίνεται στη θέση του σημερινού Αγίου Νικολάου, το κεντρικό καμπαναριό στη Μητρόπολη του Αγίου Δημητρίου και ο δεξιά μιναρές στο τζαμί Μπαïρακλή, που σήμερα δεν σώζεται. Πηγή εικόνας: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999». Sunday magazine, c. 1835 – 1840.
Η αναδιοργάνωση του Προαστίου επί Τουρκοκρατίας.
Η πραγματική αναδιοργάνωση και ανάπτυξη του Προαστίου ήρθε μετά την οθωμανική κατάκτηση του 1470.
Έκτοτε το Προάστιο μεταβλήθηκε στο μοναδικό τόπο κατοικίας των χριστιανών της πόλης, καθώς απαγορεύτηκε η παραμονή τους μέσα στα τείχη του Κάστρου. Οι οθωμανικές αρχές προέβαιναν πολύ συχνά στην πρακτική αυτή, καθώς επεδίωκαν να προστατεύσουν το μουσουλμανικό πληθυσμό, εγκαθιστώντας τον στο τειχισμένο τμήμα της πόλης.[2] Η οικιστική ανάπτυξη του Προαστίου γίνεται φανερή από τις μαρτυρίες περιηγητών του 17ου αιώνα, οι οποίοι επισημαίνουν ότι περιείχε περισσότερα σπίτια και κατοίκους από το οχυρωμένο Κάστρο[3]. Κοινή είναι η παρατήρηση ότι το Προάστιο εμφάνιζε εικόνα ανάπτυξης και εμπορικής κίνησης και ότι διέθετε νεόδμητα σπίτια, καθώς χαρακτηρίζεται ως η «Νέα Πόλη». Γενική είναι συνεπώς η εντύπωση που μεταδίδεται από τις πηγές, ότι το κέντρο βάρους της πόλης από αρκετά νωρίς κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας έχει μεταφερθεί στο Προάστιο.
Το Προάστιο της Χαλκίδας όπως αυτό αποτυπώθηκε σε χάρτη του Vincenzo-Maria Coronelli. Πηγή εικόνας: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999». Citta di Negroponte, Historia del regno,1688.
Την πληθυσμιακή βάση του Προαστίου αποτελούσαν οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της πόλης. Ωστόσο, η ύπαρξη μουσουλμανικών κτηρίων έξω από τα τείχη του Κάστρου, η οποία διασταυρώνεται από τις αφηγηματικές πηγές και την αρχαιολογική έρευνα, πιστοποιεί την παρουσία μουσουλμανικού πληθυσμού και στο Προάστιο. Δεν είναι γνωστό σε ποια χρονική στιγμή αποφάσισαν οι Οθωμανοί να κατοικήσουν έξω από τα τείχη· ήδη όμως από το 17ο αιώνα ο Εβλιά Τσελεμπή κάνει λόγο για τζαμιά, μεντρεσέδες και τεκέδες στο χώρο του Προαστίου.[4] Σποραδικές είναι επίσης οι αναφορές για Ευρωπαίους που κατοικούσαν στο Προάστιο. Οι Spon και Wheler αναφέρονται στην ύπαρξη έξι ή εφτά οικογενειών Ευρωπαίων που κατοικούσαν στο Προάστιο, ενώ γίνεται λόγος για τη δράση Ιησουϊτών μοναχών που διατηρούσαν ένα σχολείο στην περιοχή.[5] Η παρουσία των Δυτικών ενισχυόταν από τη λειτουργία προξενείων στην πόλη· υπάρχουν μαρτυρίες για τη λειτουργία γαλλικού προξενείου ήδη από το 16ο αιώνα,[6] ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα αναφέρεται η ύπαρξη ρωσικού προξενείου.[7]
Σχεδιάγραμμα της πολιορκίας του Νεγροπόντε, το 1688, όπου ξεχωρίζει το Προάστιο μπροστά από την τειχισμένη πόλη. Πηγή εικόνας: Γεννάδειος Βιβλιοθήκη Αθηνών, Συλλογή Grimani, πίνακας XXXV.
Η οχύρωση του Προαστίου.
Η ρυμοτομική διάταξη του Προαστίου δεν είναι δυνατό να αναπαρασταθεί με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, καθώς λείπει μια τοπογραφική αποτύπωσή του ανάλογη με εκείνη του Κάστρου.
Οι μαρτυρίες, ωστόσο, για την ύπαρξη παλατιών Οθωμανών αξιωματούχων και σπιτιών με κήπους, σε συνδυασμό με την αισθητά μεγαλύτερη έκτασή του, αποτελούν σαφείς ενδείξεις για τη μικρότερη πυκνότητα δόμησης σε σχέση με το περιορισμένο Κάστρο. Όσον αφορά τα όρια του χώρου του Προαστίου, λίγα είναι τα διαθέσιμα στοιχεία. Σύμφωνα με πηγές της βενετικής περιόδου, το Βούργο έφθανε μέχρι τον όρμο της Σουβάλας, όπου βρισκόταν η εκκλησία της Αγίας Κλάρας. Κάποια στοιχεία μας δίνει η οχύρωση του Προαστίου, την οποία πραγματοποίησαν οι Οθωμανοί σε κάποια χρονική στιγμή, πιθανώς πριν την επίθεση των Βενετών στα 1688. Αναφορές στην οχύρωση αυτή διαθέτουμε από τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας και κυρίως το 19ο αιώνα, χωρίς ωστόσο ακριβή χωροθέτηση.[8] Ο Τριανταφυλλόπουλος περιγράφει την οχύρωση του Προαστίου ως μια χαμηλή κατασκευή με πασσάλους και ανάχωμα, η οποία απομόνωνε την αστική περιοχή από τη γειτονική ύπαιθρο και εκτεινόταν από το βόρειο ως το νότιο λιμάνι[9]. Ο «χάνδακας» αυτός μπορεί να ανιχνευθεί στο «χάρτη Grimani», όπου σημειώνεται μια οχυρωματική κατασκευή που περιέκλειε τη χερσόνησο της πόλης,[10] ενώ οχυρώσεις στο Προάστιο διακρίνονται και σε σχέδια του Coronelli[11]. Λεπτομερέστερη περιγραφή της πορείας του εξωτερικού αυτού αναχώματος παραθέτει ο Ιωαννίδης: σύμφωνα με την περιγραφή του ξεκινούσε από ένα παραλιακό ανάχωμα στον όρμο «Δου» στην περιοχή της Καναπίτσας, ανηφόριζε μέσω των σημερινών οδών Κατσικογιάννη και Προαστείου ως το λόφο του Βελήμπαμπα, όπου υπήρχε μια μεγάλη πόρτα, κατευθυνόταν προς νότο μέσω της περιοχής του σημερινού Νοσοκομείου και έπειτα νοτιοανατολικά ως τους πρόποδες του λόφου του Μπαταριά, καταλήγοντας στον όρμο του Βούρκου[12]. Ο χώρος του Προαστίου δεν ήταν κατοικημένος σε ολόκληρη την έκτασή του, αλλά υπήρχαν οικιστικοί πυρήνες σε συγκεκριμένες περιοχές.
Η Πύλη του Βελήμπαμπα στη σημερινή περιοχή «Δεξαμενή», όπως ήταν την περίοδο όπου κατεδαφίστηκε, το 1969.
Οι συνοικίες του Προαστίου.
Η διάταξη και ο διαχωρισμός του Προαστίου σε συνοικίες μπορεί, σε γενικές γραμμές, να παρασταθεί, κυρίως με βάση τα στοιχεία των οθωμανικών κατάστιχων του 16ου αιώνα και τις μαρτυρίες των περιηγητών, κυρίως του 19ου αιώνα.
Στο κατάστιχο των αρχών του 16ου αιώνα που δημοσίευσε η Μπαλτά αναφέρονται πέντε χριστιανικές συνοικίες στο Προάστιο – που αναγράφεται ως varoş – με τα ονόματα των κληρικών των ναών κάθε συνοικίας: πρόκειται για τις συνοικίες Papa Apostol, Papa Dimitri, Papa Yani, Papa Fotino και Papa Argiri[13]. Στο κατάστιχο του 1528/29 που εξέδωσαν οι Καρύδης και Kiel αναφέρονται επίσης πέντε χριστιανικές συνοικίες με ονόματα κληρικών και χριστιανικών ναών: οι συνοικίες Papa Apostol, Papa Konstantin, Ayo Paraskevi (Αγίας Παρασκευής), Ayo Yorgi (Αγίου Γεωργίου) και Ayo Nikola (Αγίου Νικολάου)[14]. Όλες οι παραπάνω συνοικίες, όπως σημειώνεται και στο πρώτο κατάστιχο, βρίσκονταν στο Προάστιο, με εξαίρεση τη συνοικία της Αγίας Παρασκευής, η οποία πιθανότατα ταυτίζεται με τον ομώνυμο ναό του Κάστρου[15]. Τα τεμένη και τα άλλα μουσουλμανικά κτήρια, ωστόσο, που υπήρχαν στο Προάστιο πιστοποιούν την παρουσία και μουσουλμανικού πληθυσμού εκτός των τειχών.
Οι πηγές και η τοπογραφία της περιοχής οδηγούν τον εντοπισμό δύο κύριων οικιστικών πυρήνων στο χώρο του Προαστίου. Η πρώτη βασική συνοικία ξεκινούσε από το ύψος της Κάτω Πύλης, απλωνόταν γύρω από το τζαμί στη θέση του σημερινού ναού του Αγίου Νικολάου και κατευθυνόταν κατά μήκος του βόρειου λιμανιού μέχρι την περιοχή της Καναπίτσας, αμέσως μετά τον όρμο της Σουβάλας[16]. Η συνοικία αυτή, γνωστή αργότερα ως «Παράλιον», αναφέρεται κυρίως από τις μετεπαναστατικές πηγές ως περιοχή με εμπορική δραστηριότητα.[17] Η σημασία της περιοχής γίνεται εμφανής και στα σχέδια της πόλης, κυρίως σε αυτά του Coronelli (στο έργο του Historia del Regno di Negroponte) και του Grimani, όπου το Borgo τοποθετείται στην παραθαλάσσια περιοχή βόρεια και ανατολικά του τειχισμένου Κάστρου. Η γειτνίαση της μεγάλης πλατείας που σχηματίζεται μπροστά από το τζαμί με το λιμάνι δικαιολογεί την εμπορική κίνηση, όπως παρατηρούν και οι πηγές.
Στα ανατολικά της συνοικίας αυτής βρισκόταν ο δεύτερος οικιστικός πυρήνας του Προαστίου, με κέντρο τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, κτίσμα του 1837, στη θέση της οποίας βρισκόταν πιθανότατα ναός και στα προεπαναστατικά χρόνια [βλ. «Το μυστήριο του Αγίου Φραγκίσκου»].[18] Η περιοχή αυτή, το κύριο τμήμα της οποίας περιλάμβανε τη συνοικία Τσικούρ Τσεσμέ ( τη σημερινή περιοχή Πλάτωμα), εκτεινόταν ανατολικά ως το λόφο του Βελήμπαμπα και νότια περίπου ως τη σημερινή πλατεία Αγοράς, όπου βρισκόταν και το μουσουλμανικό τέμενος της περιοχής. Εκτός από το τζαμί υπάρχει πρόσθετη μαρτυρία για την παρουσία Τούρκων στην περιοχή: αναφέρεται ότι ο τελευταίος Τούρκος διοικητής της πόλης Ομέρ Πασάς διέμενε στο Προάστιο και μάλιστα σε κτίσμα της σημερινής οδού Τζαβέλλα[19]. Αναφορικά με την περιοχή αυτή οι πηγές κάνουν λόγο για εμπορική κίνηση, καθώς πιθανότατα εδώ βρισκόταν το παζάρι της πόλης[20]. Το τοπωνύμιο Ουζούν Τσαρσί (=μακρύ παζάρι) που επιβίωσε ως το 19ο αιώνα και αναφερόταν στη σημερινή οδό Γαζέπη αποτελεί σαφή ένδειξη για την ύπαρξη εμπορικής δραστηριότητας στη συνοικία.[21] Παράλληλα, η παρατήρηση πηγών της μετεπαναστατικής περιόδου, οι οποίες αναφέρονται στην ύπαρξη της εβδομαδιαίας αγοράς στο χώρο της σημερινής πλατείας Αγοράς, αποτελεί πιθανότατα την εξέλιξη μιας ήδη υπάρχουσας πρακτικής.[22]
Επόμενο άρθρο: Τα τεμένη της Χαλκίδας
Παραπομπές
[1] Koder, Negroponte, σ. 86-88. Τριανταφυλλόπουλος, Συνέδριο, σ. 197-200.
[2] Η πρακτική της απομάκρυνσης του χριστιανικού πληθυσμού από το τειχισμένο κέντρο συναντάται σε πόλεις, όπως η Ρόδος ήδη από την οθωμανική κατάκτηση, και τα Γιάννενα μετά την επανάσταση του Διονυσίου Σκυλόσοφου στα 1611. Βλ. παραπάνω σ. 34.
[3] Spon, ό.π., σ. 60: «…στα Προάστια, όπου κατοικούν οι χριστιανοί, υπάρχουν περισσότερα σπίτια και είναι πολυπληθέστερα από την πόλη, η οποία κατοικείται από Τούρκους και Εβραίους», Coronelli, Account, σ. 206, Randolph, ό.π., σ. 4-5: «Γύρω στο ένα furlong από το Κάστρο βρίσκεται η Νέα Πόλη, πολύ καλά χτισμένη με ένα μεγάλο Παζάρι. Οι Χριστιανοί είναι εδώ τριπλάσιοι σε αριθμό από τους Τούρκους και τους Εβραίους», Dapper, ό.π., σ. 290: ««Τα προάστια, που χωρίζονται από την πόλη με μια μεγάλη τάφρο, ξεπερνούν ην πόλη σε μεγαλείο, καθώς εδώ υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός σπιτιών και κατοίκων απ’ ό,τι στην ίδια την πόλη, όπου διαμένουν οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Αντίθετα, στα προάστια κατοικούν μόνο Έλληνες Χριστιανοί, και έχουν ακόμη και τις εκκλησίες τους».
[4] Φουσάρας, ΑΕΜ 6, σ. 162-163.
[5] Spon, ό.π., σ. 60, Wheler, ό.π., σ. 457. Επίσης τη δράση των Ιησουϊτών αναφέρουν οι: Coronelli, Account, σ. 206, Randolph, ό.π., σ. 5, Magni, ό.π., σ. 105-106, Coronelli, Historia, σ. 213.
[6] Τριανταφυλλόπουλος, Συνέδριο, σ. 198.
[7] Walpole 1818, ό.π., σ. 299.
[8] Ο Leake (ό.π., σ. 256) αναφέρεται σε μια πρόσφατη οχυρωματική κατασκευή που κατασκεύασαν οι Τούρκοι γύρω από τη χριστιανική περιοχή, η οποία μάλιστα ένωνε τους δύο κόλπους, το βόρειο και το νότιο. Επίσης ένας ανώνυμος Γερμανός ταξιδιώτης γύρω στα 1821 επισημαίνει ότι «έξω από το προάστιο εκτείνονται προχώματα από τη θάλασσα μέχρι τη θάλασσα πάλι»: βλ. Koder, J., «Ένας Γερμανός επισκέπτης της Εύβοιας στα χρόνια του Εικοσιένα» ΑΕΜ 17 (1971) 113-116.
[9] Τριανταφυλλόπουλος, Συνέδριο, σ. 199-200.
[10] Καλαθέρης, ό.π., χάρτης μεταξύ σ. 16-17.
[11] Πρόκειται για τα σχέδια της πόλης που περιλαμβάνονται στα έργα του Atlante Veneto και Historia del Regno di Negroponte.
[12] Ιωαννίδης, ό.π., σ. 31-32. Την ύπαρξη της οχύρωσης επισημαίνει και η Γούτου-Φωτοπούλου. Βλ. Γούτου-Φωτοπούλου, Ελένη, Σύσταση και εξέλιξη του Δήμου Χαλκιδέων, Χαλκίδα 1986, σ. 31.
[13] Μπαλτά, ΑΕΜ 29, σ. 89.
[14] Μπαλτά, ΑΕΜ 29,σ. 90.
[15] Στο κατάστιχο αναφέρονται 70 νοικοκυριά στη συνοικία της Αγίας Παρασκευής. Δε γνωρίζουμε αν είναι χριστιανικά ή μουσουλμανικά· αν πρόκειται για χριστιανικά, αυτό θέτει το ζήτημα για την παρουσία ή όχι χριστιανών μέσα στο Κάστρο, όπου υποτίθεται ότι διέμεναν μόνο μουσουλμάνοι και Εβραίοι.
[16] Την έκταση της συνοικίας επιβεβαιώνουν διάφορα οθωμανικά κτίσματα που βρίσκονταν διάσπαρτα σε όλη την περιοχή. Βλ. παρακάτω, κεφ. για τα οθωμανικά κτήρια.
[17] Ulrichs, ό.π., σ. 216, επίσης Baedeker, ό.π., σ. 224.
[18] Την υπόθεση αυτή κάνει ο Ιωαννίδης (ό.π., σ. 34). Την υποψία ότι στη θέση αυτή υπήρχε ναός ήδη από τη βυζαντινή εποχή παραθέτει ο Τριανταφυλλόπουλος (ΑΕΜ 16, σ. 203). Αντίθετα η Γούτου-Φωτοπούλου υποστηρίζει την ύπαρξη «αραβικού» κτίσματος στη θέση αυτή: βλ. και παρακάτω σ. 98.
[19] Λεπτομέρειες για το κτίσμα αυτό βλ. παρακάτω στο κεφάλαιο για τις επώνυμες κατοικίες.
[20] Η ύπαρξη παζαριού στο Προάστιο μαρτυρείται ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα από τον Randolph (ό.π., σ. 5), ενώ επιβεβαιώνεται και αργότερα από τον Raikes (Walpole 1818, ό.π., σ. 299) και τον ανώνυμο Γερμανό επισκέπτη του 1821 (Koder, ΑΕΜ 17 (1971), σ. 118), αλλά και από πολλές πηγές μετά την ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος.
[21] Ιωαννίδης, ό.π., σ. 34-35. Οι περιηγητές δε μαρτυρούν το συγκεκριμένο τοπωνύμιο· κάποιοι από αυτούς αναφέρονται αόριστα στην ύπαρξη παζαριού στο Προάστιο.
[22] Σημαντική είναι η παρατήρηση του δικηγόρου και μελετητή Γεώργιου Φιλάρετου, ο οποίος περιγράφει σε χειρόγραφο τη Χαλκίδα στα 1863-65 και επισημαίνει την εμπορική δραστηριότητα της πλατείας Αγοράς. Το χειρόγραφο αυτό έχει εκδοθεί από τον Θεόδωρο Σκούρα: βλ. Σκούρας, ΑΕΜ 25 (1983) 19-36.