Γιώργος Λόης
Ένα μνημείο των μέσων Βυζαντινών χρόνων στην κεντρική Εύβοια με αυτοκρατορική αύρα και αινιγματικά αρχιτεκτονικά γνωρίσματα.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου:
1. «Ξυλόγλυπτα τέμπλα στην κεντρική και νότια Εύβοια. Μέρος Α΄», Χαράλαμπος Δ. Φαράντος, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τόμος Λ΄, σελίδες 124 έως 131 (Μονή Χιλιαδού στους Στρόπωνες), Αθήνα, 1992 – 1993.
2. «Η αποκάλυψη των φυσικών και ιστορικών θησαυρών της Εύβοιας (σελίδες 209 – 210», Αλέξανδρος Καλέμης, εκδόσεις «Κίνητρο Ευμορφία Καλέμη», δεύτερη έκδοση, Αθήνα, 2002.
3. «Ο ναός της Παναγίας Χιλιαδούς στην Εύβοια», Σωτήρης Βογιατζής, Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περίοδος Δ΄, τόμος ΛΣΤ΄, σελίδες 21 – 33, Αθήνα, 2015.
4. eviaportal.gr – Παναγία Χιλιαδούς… η χιλιοστή εκκλησία.
5. synodoiporia.blogspot.com – Μονή Χιλιαδούς.
6. vimaorthodoxias.gr – Εορτή Παναγίας Χιλιαδούς.
7. dirfys.gr – Λάμαρη Ευβοίας.
Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες προς τον αρχιτέκτονα μηχανικό Σωτήρη Βογιατζή, για την άμεση και ευγενική ανταπόκριση του στο αίτημα μου για παροχή πολύτιμων πληροφοριών, σχετικά με τον σκοπό της αφαίρεσης του ξυλόγλυπτου τέμπλου και του γλυπτού της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας κατά τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου. Τα επιλεγμένα σχέδια του καθολικού που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο, προέρχονται από το σύγγραμμα του προαναφερθέντος «Ο ναός της Παναγίας Χιλιαδούς στην Εύβοια», το οποίο αποτελεί τμήμα της συναφούς μελέτης αποκατάστασης του κτιρίου, εκπονημένης από το γραφείο του ιδίου, ενώ στο σύνολο τους φιλοτεχνήθηκαν από την επίσης αρχιτέκτονα Γεωργία Μακρυνόρη.
Εισαγωγή
Ολόκληρη η επικράτεια της Εύβοιας κοσμείται από έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ναών της λεγόμενης Βυζαντινής εποχής, φανερώνοντας την αρραγή Χριστιανική συνείδηση και την διαχρονική ευλάβεια των κατοίκων της.
Ορισμένοι εξ’ αυτών διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση ή έχουν ανακαινιστεί, ενώ κάποιοι άλλοι είναι πλέον ερειπωμένοι. Ανάμεσα στα διαλαμβανόμενα εκκλησιαστικά μνημεία, συγκαταλέγεται και ο ιδιόμορφος ναός της Παναγίας Χιλιαδούς στην κεντρική Εύβοια, που θεωρείται κτίσμα των μέσων Βυζαντινών χρόνων. Λειτουργικά αποτελούσε το καθολικό της διαλυμένης ανδρώας Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η δε ανέγερση του σεπτού ναού, συνδέεται με μία ενδιαφέρουσα τοπική παράδοση, καθώς ως κτητόρισσα του φέρεται μία ονομαστή αυτοκράτειρα της Κωνσταντινούπολης, με την οποία και θα ασχοληθούμε ενδελεχώς, αν και το γνωστό ιστορικό του μοναστηριού αρχίζει μεταγενέστερα. Επίσης, από αρχιτεκτονικής άποψης, το υφιστάμενο οικοδόμημα δεν φαίνεται να ακολουθεί επακριβώς ένα σύνηθες πρότυπο ναοδομίας, παρουσιάζοντας μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που του προσδίδουν μία μάλλον ιδιόρρυθμη φυσιογνωμία, διανθισμένη με αινιγματικά στοιχεία, όπως θα διαπιστώσουμε στην περιγραφή.
Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής βορειοανατολικά του όρους Δίρφυς, όπου εμφανίζονται οι κυριότεροι οικισμοί και επισημαίνεται η τοποθεσία της μονής της Παναγίας Χιλιαδούς (Κοιμήσεως της Θεοτόκου). Πηγή αποτύπωσης: google earth.
Πως θα πάτε στην Παναγία Χιλιαδούς.
Με αφετηρία τη Χαλκίδα, για να φτάσετε στο ναό της Παναγίας Χιλιαδούς θα πρέπει να ακολουθήσετε την επαρχιακή οδό από τη Νέα Αρτάκη προς το γραφικό χωριό της Στενής.
Έπειτα η διαδρομή ανηφορίζει οφιοειδώς επί των νότιων υπωρειών του ορεινού όγκου της Δίρφυς, διασχίζοντας το μικτό δάσος της Στενής[1], φθάνοντας σε ένα μέσο υψόμετρο 1.000 μέτρων, από όπου διακρίνεται στο βάθος το Αιγαίο πέλαγος. Συνεχίζοντας κατηφορικά προς το βορρά, περνάμε από το χωριό Στρόπωνες και τον επόμενο οικισμό της Λάμαρης. Θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτό το τμήμα του δρομολογίου χρήζει αυξημένης προσοχής, λόγω των διαδοχικών επικίνδυνων στροφών και της στενότητας του οδοστρώματος, το οποίο σε αρκετά σημεία εμφανίζει φθορές, εξαιτίας των έντονων βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων κατά τους χειμερινούς μήνες. Μετά τον οικισμό της Λάμαρης και στην τελευταία καμπή της αμαξιτής οδού, που καταλήγει στην διάσημη παραλία της Χιλιαδούς[2], σχηματίζεται μία διασταύρωση όπου υπάρχουν και σχετικές κατευθυντήριες πινακίδες. Από εκεί προχωράμε σε έναν βατό χωματόδρομο προς δεξιά και περνώντας πάνω από το ρέμα της Λάμαρης, ύστερα από μία πορεία 950 μέτρων, αντικρίζουμε το ναό της Παναγίας Χιλιαδούς σε ένα ειδυλλιακό πλάτωμα. Η συνολική απόσταση του εκκλησιαστικού μνημείου από την Χαλκίδα είναι 57,5 χιλιόμετρα[3].
Νοτιανατολική άποψη του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, μετά την πρόσφατη αποκατάσταση της τοιχοποιίας του. Βρίσκεται σε ένα ειδυλλιακό πλάτωμα μετά τον οικισμό της Λάμαρης του Δήμου Διρφύων – Μεσσαπίων (Τοπική Κοινότητα Στροπώνων – Δημοτική Ενότητα Διρφύων).
Η προέλευση του τοπωνυμίου
Το τοπωνύμιο «Χιλιαδού» απαντάται σε διάφορα μέρη στην Εύβοια, αλλά και γενικότερα στον Ελληνικό χώρο[4], ενώ για την ετυμολογία του έχουν διατυπωθεί ποικίλες ερμηνείες, ανάλογα με τις λαογραφικές διηγήσεις της κάθε περιοχής.
Στην προκειμένη περίπτωση θεωρείται ότι προέρχεται από έναν αριθμητικό συσχετισμό, ο οποίος πηγάζει από ένα φημολογούμενο γεγονός. Σύμφωνα λοιπόν με την οικεία θρησκευτική παράδοση, η μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χιλιαδούς είναι παλαιότατη, καθώς φέρεται να ιδρύθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ιουστινιανού από την σύζυγο του, την περίφημη Θεοδώρα (π. 500 – 548). Ωστόσο παρατίθενται δύο παραλλαγές αυτής της δοξασίας. Κατά την πιο διαδεδομένη εκδοχή, το πλοίο που μετέφερε την αυτοκράτειρα καταδιώχθηκε από πειρατές ή έπεσε σε σφοδρή θαλασσοταραχή, αλλά κατάφερε να διασωθεί βρίσκοντας ασφαλές αγκυροβόλιο στην συγκεκριμένη αιγαιοπελαγίτικη ακτή της κεντρικής Εύβοιας. Η δε Θεοδώρα απέδωσε την σωτηρία την δική της και των υπολοίπων ναυτιλλόμενων σε υπερβατική επέμβαση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αφού λοιπόν προσευχήθηκε στη Μεγαλόχαρη, ανέγειρε ως ανταπόδοση ένα ναό αφιερωμένο στην εορτή της κοιμήσεως της, στην ομαλή τοποθεσία πάνω από το ρέμα της Λάμαρης, γύρω από τον οποίο αργότερα συγκροτήθηκε ένα ανδρικό μοναστήρι. Αυτή η εκκλησία ήταν η χιλιοστή δευτέρα που οικοδομούνταν με μέριμνα της και έγινε γνωστή με την αριθμητική σειρά της θεμελίωσης της, επονομαζόμενη αρχικά ως Παναγία «Χιλιαδυό». Όμως με το πέρασμα του χρόνου, το προσωνύμιο παραφθάρηκε ελαφρώς και μετατράπηκε σε «Χιλιαδού», όπως και διατηρήθηκε μέχρι την σύγχρονη εποχή. Κατά μία άλλη εναλλακτική εξιστόρηση, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα έκτισε χίλιες μονές, ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν εκείνη της Παναγιάς Μονομερίτισσας στα Έρια Καθενών, και με την χιλιοστή να αντιστοιχεί στην εξεταζόμενη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έχοντας ως συνέπεια το καθολικό της να προσλάβει την παραφρασμένη λαϊκότροπη επωνυμία «Χιλιαδού», μέσω της προφορικής τοπικής παράδοσης.
Άποψη της παραλίας της Χιλιαδούς, όπου σύμφωνα με την προφορική παράδοση βρήκε ασφαλές καταφύγιο από τους πειρατές το πλοίο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, η οποία σε ανάμνηση του σωτήριου γεγονότος ανέγειρε τον ναό της Παναγίας Χιλιαδούς. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Η κτητορική αλήθεια πέρα από την παράδοση.
Εντούτοις αν θελήσουμε να δούμε την υπόθεση της ιδρύσεως της μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χιλιαδούς μέσα από ένα αντικειμενικό πρίσμα, τότε είναι προφανές ότι δεν μπορεί να κατονομαστεί ως κτητόρισσα του η αναφερόμενη αυτοκράτειρα Θεοδώρα και σύζυγος του Ιουστινιανού, καθώς δεν έχει αποκαλυφθεί καμία απολύτως δομική ένδειξη στην τοποθεσία που να παραπέμπει σε κάποιο εκκλησιαστικό συγκρότημα του 6ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή των παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Αντίθετα η αρχική οικοδομική φάση του υφιστάμενου ναού, ανάγεται στη μέση Βυζαντινή περίοδο και ειδικότερα μεταξύ του 11ου και 12ου αιώνα. Όμως, όπως επισημαίνεται εύστοχα από πολλούς μελετητές, οι διηγήσεις της παράδοσης όταν διασταυρωθούν με τα αρχαιολογικά και ιστορικά δεδομένα, μπορούν να οδηγήσουν συχνά σε αληθοφανείς διαπιστώσεις ή ακόμα και σε σίγουρα συμπεράσματα. Υπό το πλαίσιο αυτό και κάνοντας μία αναδίφηση στο διάστημα των προαναφερθέντων αιώνων, θα ανακαλύψουμε δύο φυσικά πρόσωπα με το όνομα Θεοδώρα στην βασιλική αυλή της Κωνσταντινούπολης, τα οποία με κάθε επιφύλαξη ίσως μπορούν να συσχετιστούν με την ιδρυτική παράδοση της Παναγίας Χιλιαδούς, έστω και εντελώς συμβατικά.
Η πρώτη εξ’ αυτών χρονικά είναι η Θεοδώρα των Μακεδόνων, η τριτότοκος κόρη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η΄ (1025 – 1028), η οποία μετά τον θάνατο του πατέρα της υποχρεώθηκε από την πρεσβύτερη αδερφή της, τη Ζωή Πορφυρογέννητη, να καρεί μοναχή και να κλειστεί στην μονή Πετρίου, καθώς φαίνεται ότι συμμετείχε σε δολοπλοκίες εναντίον του συζύγου της τελευταίας, του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (1028 – 1034), που ήταν και ο διάδοχος άνακτας στο θρόνο της Βασιλεύουσας. Ωστόσο, το 1042, έπειτα από μία εσκεμμένη πολιτική αστάθεια, ο λαός της Κωνσταντινούπολης αξίωσε να επιστρέψει στα κοινά η Βυζαντινή πριγκίπισσα και την ανέδειξε συμβασίλισσα της αδερφής της, που στο μεταξύ είχε χηρέψει από το δεύτερο σύζυγο της, τον Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγόνα (1034 – 1041). Ύστερα από την παρέλευση μόλις δύο μηνών, η Θεοδώρα αναγκάστηκε να αποσυρθεί ξανά από τον δημόσιο βίο υπέρ του νέου γαμπρού της, καθώς η Ζωή παντρεύτηκε για τρίτη φορά τον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042 – 1055). Όμως, όταν πέθανε ο τελευταίος το 1055 και ενώ η αδερφή της είχε αποβιώσει ήδη από το 1050, η Θεοδώρα κλήθηκε και πάλι στο προσκήνιο και ανακηρύχθηκε μόνη αυτοκράτειρα, διατηρώντας τα ηνία της εξουσίας για δεκαοκτώ μήνες, έως το θάνατο της τον Αύγουστο του 1056.
Το καθολικό της μονής Χιλιαδούς από τα νοτιοανατολικά, πριν τις εργασίες αποκατάστασης. Αν προσαρμόσουμε την ιδρυτική παράδοση στους μέσους Βυζαντινούς χρόνους, τότε συμβατικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως υποθετικές κτητόρισσες του ναού η Θεοδώρα των Μακεδόνων ή η Θεοδώρα Αγγελίνα.
Η δεύτερη πιθανή κτητόρισσα του ναού
Η έτερη γυναικεία προσωπικότητα με το όνομα Θεοδώρα εμφανίζεται τον 12ο αιώνα και πρόκειται για την αδερφή του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α’ Αγγέλου (1185 – 1195).
Αυτή η πριγκίπισσα προσφέρθηκε από τον αδερφό της ως σύζυγος στον χήρο Ιταλό ευγενή Κορράδο του Μομφερράτου, εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες. Ο Κορράδος αποδέχτηκε την πρόταση και την άνοιξη του 1187 μετέβηκε στην Κωνσταντινούπολη. Με το γάμο του έλαβε και τον τίτλο του καίσαρα και κατόπιν βοήθησε καίρια τον αυτοκράτορα να καταπνίξει ένα στασιαστικό κίνημα. Όμως τον Ιούλιο του ιδίου έτους έφυγε για την Παλαιστίνη, έχοντας την αίσθηση ότι δεν είχε επιβραβευτεί επαρκώς για τις υπηρεσίες του και υποκινούμενος αρνητικά από το αντί-Λατινικό αίσθημα των κατοίκων της Βασιλεύουσας. Εκεί ο ικανότατος Κορράδος διέπρεψε στις συγκρούσεις των Χριστιανικών δυνάμεων της Ανατολής εναντίον του Μουσουλμανικού στρατεύματος του Σαλαντίν, όπως και κατά τις επακόλουθες επιχειρήσεις της Γ’ Σταυροφορίας (1189 – 1192). Φαίνεται ότι πριν το 1190 μάλλον είχε πάρει διαζύγιο από τη Θεοδώρα Αγγελίνα, αφού εκείνο το έτος παντρεύτηκε τη μέλλουσα βασίλισσα της Ιερουσαλήμ Ισαβέλλα Α’ των Ανζού και σύντομα κατόρθωσε να αναγνωριστεί ως μονάρχης της Αγίας Πόλης, αλλά δολοφονήθηκε από Ασσασίνους το 1192. Η δε Βυζαντινή πριγκίπισσα αναφέρεται ότι ζούσε στα μέσα της δεκαετίας του 1190, έχοντας αποσυρθεί σε ένα μοναστήρι της Δαλματίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας από τους αδερφούς του Κορράδου ήταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, ο στρατιωτικός ηγέτης της επαίσχυντης Δ΄ Σταυροφορίας (1201 – 1024), ο οποίος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους στις 12 Απριλίου του 1204, κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού ηπειρωτικού χώρου. Μάλιστα για λογαριασμό του καταλήφθηκε και η Χαλκίδα από τον Φλαμανδό ιππότη Ζακ ντ’ Αβένς, εγκαινιάζοντας την περίοδο της Λατινοκρατίας στην Εύβοια.
Μήπως θα μπορούσε κάποια από τις δύο παραπάνω Θεοδώρες των μέσων Βυζαντινών χρόνων[5], να είναι όντως η κτητόρισσα του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς και κατά συνέπεια η ιδρύτρια του παλαιού μοναστηριού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου; Ίσως κάτι τέτοιο να αποτελεί μία κάπως αποδεκτή εικασία, αν εικάσουμε ότι μία εξ’ αυτών πραγματοποίησε κάποτε ένα ναυτικό ταξίδι στο Αιγαίο πέλαγος και έπειτα από μία περιπέτεια το πλοίο της βρήκε ευκαιριακό καταφύγιο στην συγκεκριμένη ακτή της κεντρικής Εύβοιας. Αλλά αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Όσον αφορά τη χρονολογική συγκυρία, εφόσον η εκκλησία θεμελιώθηκε τον 11ο αιώνα, σύμφωνα με μία πρόσφατη αρχιτεκτονική αξιολόγηση, τότε ως υποθετική κτητόρισσα θα πρέπει να χρίσουμε την αυτοκράτειρα Θεοδώρα των Μακεδόνων. Εντούτοις αν ασπαστούμε την άποψη πως είναι κτίσμα του 12ου αιώνα, η ανέγερση αυτού δύναται να καταλογιστεί απολύτως τυπικά στην πριγκίπισσα Θεοδώρα Αγγελίνα, την οποία οι απλοϊκοί κάτοικοι της περιοχής ενδεχομένως θα την εξέλαβαν ως βασίλισσα, καθώς προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και σίγουρα θα διέθετε μία λαμπρή συνοδεία. Μόνο έτσι μπορεί να τεθεί σε ένα εύλογο ιστορικό πλαίσιο η τοπική προφορική παράδοση, που περιβάλλει το ναό με μία αυτοκρατορική αύρα. Πάντως το πιθανότερο είναι να πρόκειται για μία κατασκευασμένη διήγηση, λαμβάνοντας υπόψη την γνωστή ρομαντική διάθεση των μοναχών, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, να αποδίδουν αυθαίρετα βασιλικούς τίτλους στα ιερά καθιδρύματα, προβάλλοντας ως κτήτορες Βυζαντινούς αυτοκράτορες ή τις συζύγους τους, για λόγους αίγλης και κύρους, αλλά και για την προσδοκώμενη εξασφάλιση προνομίων και οικονομικών ωφελημάτων, όπως διατείνεται ο καθηγητής πανεπιστημίου Δημήτριος Σοφιανός[6].
Παλαιές φορητές εικόνες με τις παραστάσεις του Χριστού και της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας, τοποθετημένες επί της Αγίας Τράπεζας του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, όπως βρίσκονταν τουλάχιστον έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr – Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα. Ψηφιακή επεξεργασία 2019: Βάγιας Κατσός.
Ποιο είναι το παρελθόν του μοναστηριού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χιλιαδούς;
Εκτός από την διαφιλονικούμενη χρονολόγηση της οικοδόμησης του Καθολικού στους τελευταίους αιώνες των μέσων Βυζαντινών χρόνων, δεν παρατίθεται απολύτως καμία μαρτυρία για το παρελθόν του μοναστηριού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χιλιαδούς εκείνη την εποχή, ούτε και κατά τις επακόλουθες περιόδους της Λατινοκρατίας και της Τουρκοκρατίας.
Ουσιαστικά, οι σχετικές πληροφορίες αρχίζουν να εμφανίζονται από τις απαρχές του 19ου αιώνα, αλλά και αυτές ακόμα είναι λιγοστές με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συντεθεί ένα πλήρες ιστορικό. Στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βάθειας διασώζεται το αρχαιότερο γραπτό τεκμήριο από την αλλοτινή μονή της Χιλιαδούς. Πρόκειται για τον μοναστικό κώδικα του μοναστηριού, που φέρεται να συντάχθηκε περί το 1800 και με τον οποίο ρυθμίζονται οργανωτικά θέματα του καθιδρύματος. Στις σελίδες 10 και 11 του υπόψη αρχειακού τεκμηρίου περιλαμβάνεται το μοναχολόγιο, όπου καταγράφονται σχολαστικά τα στοιχεία των μοναχών, δηλαδή το ονοματεπώνυμο, η ηλικία, ο χρόνος εισόδου στην μονή, καθώς και τα καθήκοντα τους. Ο τότε ηγούμενος της Χιλιαδούς ήταν ο Γεράσιμος Κωνσταντίνου, 37 ετών, ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους Ευβοείς αγωνιστές του Ελληνικού ξεσηκωμού εναντίον των Οθωμανών δυναστών στα 1821. Κατά τη διάρκεια του πολεμικού αναβρασμού στη νήσο, το μοναστήρι πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ως κρησφύγετο και σταθμός ανεφοδιασμού για τους επαναστάτες, όπως συνάγεται μέσα από τις πενιχρές ιστορικές αναφορές. Ενδεικτικά παρατίθεται ότι εδώ κατέφτασε ο Νικόλαος Κριεζώτης με ένα απόσπασμα 60 ανδρών, περί τα μέσα Μαΐου του 1823. Ο ανδρείος Ευβοέας οπλαρχηγός είχε αναγκαστεί να αποσυρθεί από τη νότια Εύβοια, λύνοντας την πολιορκία της Καρύστου, έπειτα από την δυσμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων για την Ελληνική παράταξη, εξαιτίας των πολυάριθμων Τουρκικών δυνάμεων, που είχαν αποβιβαστεί στην περιοχή[7]. Κατόπιν αναχώρησε από την παραλία της μονής Χιλιαδούς με προορισμό την Σκύρο και τα Ψαρά αναζητώντας στρατιωτικές ενισχύσεις για να συνεχίσει τον αγώνα στην Εύβοια.
Πορτρέτο του Νικόλαου Κριεζώτη που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Βύρωνας Κοντόπουλος στα τέλη του 19ου αιώνα και που σήμερα κοσμεί την κεντρική αίθουσα των Γ.Α.Κ. της Χαλκίδας (Κριεζώτειο). Ψηφιακή αντιγραφή: Βάγιας Κατσός.
Η μονή τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια
Μετά την απελευθέρωση της νήσου από τον Οθωμανικό ζυγό, η Ευβοϊκή μονή φαίνεται ότι στελεχώνονταν από μία επαρκή αδελφότητα, καθόσον δεν καταργήθηκε με βάση τις διατάξεις του Βασιλικού Διατάγματος της 25 Σεπτεμβρίου 1833, που εκδόθηκε από την Βαυαρική επιτροπή αντιβασιλείας, στο όνομα του ανήλικού μονάρχη Όθωνα και -μεταξύ άλλων συναφών θεμάτων- προέβλεπε και την διάλυση των μοναστικών ιδρυμάτων, στα οποία εγκαταβίωναν λιγότεροι από έξι μοναχοί.
Έτσι λοιπόν, με έγγραφο της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος κρίθηκε διατηρητέα και κατατάχθηκε ανάμεσα στα μοναστήρια, που υποχρεώνονταν να καταβάλλουν τακτό φόρο[8]. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και ειδικότερα στο επιμέρους «Αρχείο Μοναστηριακών (1833 – 1886)», στην ενότητα που αφορά τα μοναστήρια της Εύβοιας, τηρείται ο φάκελος υπ’ αριθμ’ 526, ο οποίος περιλαμβάνει εκατόν εννέα έγγραφα της Ιεράς Μονής Χιλιαδούς της περιόδου 1835 – 1842. Μολονότι το περιεχόμενο των υπόψη τεκμηρίων είναι μάλλον γραφειοκρατικό και άρα κάπως πεζό, εντούτοις μέσα από την επισκόπηση τους μπορούμε να προσλάβουμε μία αποσπασματική εικόνα για τις επικρατούσες συνθήκες στο καθίδρυμα, λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα και να εξάγουμε κάποια διακριτά συμπεράσματα. Σύμφωνα λοιπόν με το υφιστάμενο αρχειακό υλικό, συνάγεται ότι μάλλον συγκυριακά τα εισοδήματα του μοναστηριού δεν επαρκούσαν για την διατροφή του έμψυχου δυναμικού του κατά το έτος 1835, με αποτέλεσμα να απευθυνθεί σχετικά στην νεοσυσταθείσα Νομαρχία Ευβοίας, στην οποία διατελούσε ως πρώτος Νομάρχης ο πολιτικός και λόγιος Γεώργιος Αινιάν. Με την υποβληθείσα αναφορά η μοναστική αδελφότητα αιτούνταν την παραχώρηση των κτημάτων του διαλυθέντος «Κουτρουλομετοχίου», δηλαδή της γειτονικής παλαιάς μονής του Αγίου Νικολάου του Σικελιώτη, με την δέσμευση να πληρώνει τους καθορισμένους φόρους.
Αντίγραφο της εφέστιας εικόνας της μονής Χιλιαδούς με την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η πρωτότυπη βρίσκεται στο ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού και φέρει έγγραφη την χρονολογία 1898. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr – Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η ιδιόρρυθμη ζωή του μοναστηριού στα μέσα του 19ου αιώνα
Το 1837 μετέβει στο μοναστήρι ο έκτακτος Βασιλικός επίτροπος και βοήθησε τους μοναχούς έτσι ώστε να καταρτίσουν τον «Μέγα Κώδικα», τον κατάλογο των κτημάτων, τον «Κώδικα των Καθημερουσίων εσόδων και εξόδων της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου της επιλεγόμενης Χιλιαδούς», τον πίνακα απογραφής προσωπικού και τις καταστάσεις καταγραφής των αγίων λειψάνων, των ιερων χρυσών και αργυρών σκευών, αλλά και των ζώων του καθιδρύματος.
Ο τότε ηγούμενος ήταν ο ιερομόναχος Γεράσιμος Σταματούκος, ηλικίας 40 ετών, ενώ συνολικά η αδελφότητα φαίνεται ότι αποτελούνταν από οκτώ καλογέρους, εκ των οποίων οι δύο επισημαίνονται ως ιδιώτες – ποιμένες (βουκόλοι) και ο ένας ως ιδιώτης – κηπουρός. Από αυτή η δήλωση της ατομικότητας των τελευταίων προσώπων, υποδηλώνεται εμμέσως ότι η μονή ενδεχομένως να ακολουθούσε το ιδιόρρυθμο σύστημα και όχι το κοινοβιακό, δηλαδή οι μοναχοί αφενός μεν διαβίωναν εντός του ίδιου περιβόλου και εκκλησιάζονταν κοινώς, αφετέρου δε ο καθένας εξ’ αυτών ήταν μερικώς ανεξάρτητος, μεριμνώντας ο ίδιος για την παρασκευή του φαγητού του και έχοντας την δυνατότητα απόκτησης περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, στο απογραφέν προσωπικό συγκαταλέγονταν και άλλοι οκτώ λαϊκοί, παιδικής και νεαρής ηλικίας, από 8 έως 25 ετών, ανεβάζοντας το έμψυχο δυναμικό της Χιλιαδούς στα δεκαέξι άτομα. Αξιοσημείωτο είναι ότι από αυτούς τους κοσμικούς ανθρώπους που ζούσαν εδώ, οι τρείς καταχωρούνται ως ποιμένες και οι υπόλοιποι πέντε αναφέρονται ως μαθητές, δημιουργώντας την αμυδρή εντύπωση ότι στις μοναστηριακές εγκαταστάσεις ίσως να λειτουργούσε ένα υποτυπώδες εκκλησιαστικό σχολείο, λαμβάνοντας υπόψη πως πέντε από τους ήδη χρισμένους μοναχούς είχαν εισαχθεί στην μονή σε παιδική ηλικία.
Από ένα άλλο αρχειακό έγγραφο μαθαίνουμε ότι στις 28 Οκτωβρίου 1838, αποβίωσε ο μοναχός Ακάκιος Ζέρβας, σε ηλικία μόλις 41 ετών, ο οποίος διέθετε κινητή περιουσία αποτελούμενη από οκτώ γίδια, τέσσερα πρόβατα, μία αγελάδα και ένα τέντζερη. Αυτή η παράθεση των ατομικών υπαρχόντων του εκλιπόντος, ενισχύει την πεποίθηση ότι τουλάχιστον εκείνη την εποχή η μονή Χιλιαδούς ήταν ιδιόρρυθμη.
Πίνακας καταγραφής του προσωπικού της μονής Χιλιαδούς στα 1837, όπως παρατίθεται σε έγγραφο τεκμήριο, που περιλαμβάνεται στον αρχειακό φάκελο 526 («Μοναστηριακά Ευβοίας») των Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Τα έσοδα του μοναστηριού
Σύμφωνα με μία κατάσταση των αποδοθέντων φόρων για το χρονικό διάστημα 1836 – 1838, καθίσταται αντιληπτό ότι το μοναστήρι διέθετε αρκετές προσόδους, καθώς φαίνεται ότι αυξήθηκε η κοινόχρηστη αγροτική παραγωγή.
Συγκριμένα στη Χιλιαδού πρέπει να ανήκαν μεγάλες εκτάσεις με καλλιέργειες καρυδιάς, που απέφεραν σημαντικές ποσότητες καρπού ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα 1837 η συγκομιδή ανήλθε στα 5.000 κιλά καρύδια, ενώ το επόμενο έτος η σοδειά έπεσε στα 1.500 κιλά, λαμβάνοντας υπόψη ότι μία μέση παραγωγή ανά δένδρο υπολογίζεται στα 37 κιλά[9].
Το 1842 οι μοναχοί υποβάλλουν έγγραφο προς την Ιερά Σύνοδο του Βασιλείου της Ελλάδος (αριθμός πρωτοκόλλου 16/4-8-1842), με το οποίο επανέρχονται στο θέμα της εκχώρησης της περιουσίας του διαλυμένου μονυδρίου «επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου (σ.γ.: του Σικελιώτη) επιλεγόμενου του Κουτουρλομετοχίου», επ’ ωφελεία της μονής Χιλιαδούς. Το σχετικό υπόμνημα υπογράφουν ο ηγούμενος Γεράσιμος Σταματούκος και οι σύμβουλοι Ιγνάτιος ιερομόναχος και Παρθένιος ιερομόναχος. Αυτή την φορά στην αξίωση τους βρήκαν αρωγό το ανώτατο εκκλησιαστικό όργανο, με προεδρεύοντα τον διαπρεπή επίσκοπο Ευβοίας Νεόφυτο Αδάμ (1841 – 1852), που σύντομα απέστειλε έγγραφο «προς την επί των Εκκλησιαστικών κ.τλ. Βασιλικήν Γραμματείαν της Επικρατείας» (αριθμός Πρωτοκόλλου 11072/31-10-1842), στο οποίο αποφαίνεται: «Δια ταύτα αποδεχόμενη την αίτησιν ταύτης του συμβουλίου της μονής Χιλιαδούς γνωμοδοτεί, να προσηλωθή εις αυτήν το περί ου ο λόγος διαλελυμένον μονήδριον του Αγίου Νικολάου του Κουτουρλομετοχίου μετά των κτημάτων αυτού ως μετόχιον, επί υποχρεώσει να πληρώνη αυτή κατ’ έτος εις το δημόσιον τον πολιτικόν και εκκλησιαστικόν φόρον κατά τις περί τούτου διατάξεις της Βασιλικής Κυβερνήσεως». Την γνωμοδότηση συνυπόγραφαν οι εξής ιεράρχες: ο Ευβοίας Νεόφυτος, ως πρόεδρος, και οι Μαντινείας και Μεγαλοπόλεως Ιγνάτιος, ο Τριφυλίας Παΐσιος, και ο πρώην Ηλείας Ιωνάς, πλην όμως δεν είναι γνωστό αν τελικά πραγματοποιήθηκε η επιζητούμενη εκκλησιαστική μεταβολή, έχοντας την έγκριση και του αρμόδιου κρατικού φορέα.
Άποψη του καθολικού από το διαλυμένο μεσοβυζαντινό μονύδριο του Αγίου Νικολάου του Σικελιώτη, στην περιοχή βορείως των οικισμών Κούτουρλα και Μετόχι, που την κτηματική του περιουσία επεδίωκαν να οικειοποιηθούν οι μοναχοί της μονής Χιλιαδούς το χρονικό διάστημα 1837 – 1842.
Το προσωπικό της μονής
Μεταγενέστερα η μονή Χιλιαδούς μνημονεύεται από τον λόγιο Ιάκωβο Ρίζο Ραγκαβή στα 1854 ως διατηρούμενη[10], έχοντας οκτώ μοναχούς, ενώ κατά την επίσημη απογραφή του έτους 1861 η δύναμη της έχει μειωθεί στα έξι άτομα[11].
Κατά μία άποψη αυτή η ελάττωση του προσωπικού αυτής σηματοδοτούσε και την αρχή της κατάπτωσης του καθιδρύματος, όμως στην εκπνοή του 19ου αιώνα παραγγέλλεται η κατασκευή του περίτεχνου ξυλόγλυπτου τέμπλου του καθολικού, μία πράξη που υποδεικνύει ότι διέθετε ακόμα μία αρκετά καλή οικονομική επιφάνεια. Πάντως τα αμέσως επόμενα χρόνια φαίνεται ότι περνάει ένα στάδιο ραγδαίας παρακμής, με συνέπεια στις 30 Ιουνίου 1920 το μοναστήρι να απωλέσει την αυτοτέλεια του και να υπαχθεί ως μετόχι στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας[12].
Ωστόσο κατά την διάρκεια του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου (1944 – 1949), το εν λόγω μοναστήρι του Αγίου Νικολάου εγκαταλείφθηκε από τη βραχύβια γυναικεία αδελφότητα του, μέσα στην παραζάλη των ταραχών και προσαρτήθηκε προφανώς μαζί με τα εξαρτήματα του ως μετόχι στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μακρυμάλλης Ψαχνών[13]. Πιθανότατα τότε υπήχθη στην δικαιοδοσία της τελευταίας και η πρώην μονή Χιλιαδούς, ενώ κατά μία πληροφορία, εκεί μεταφέρθηκαν από μοναχές το πολύτιμο ευαγγέλιο και τα δισκοπότηρα του καθολικού της, προκειμένου να διαφυλαχτούν[14]. Εντούτοις, στα 1965 ο πολυγραφότατος ιεράρχης Χρυσόστομος Θέμελης, τότε επίσκοπος Θαυμακού, στην πραγματεία του «Ευβοϊκή Μοναστηριολογία» την κατατάσσει ανάμεσα στα καταργημένα μοναστήρια της νήσου γράφοντας «Χιλιαδούς (Κοιμήσεως της Θεοτόκου), εις τον Δήμον Διρφύων, διαλελυμένη»[15]. Ήδη λοιπόν από τα μέσα του 20ου αιώνα, το αλλοτινό μοναστικό καθίδρυμα της Λάμαρης είχε περάσει στο περιθώριο των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Εύβοιας, αν και παρέμεινε μετόχι της μονής Μακρυμάλλης, σε αντιδιαστολή με την ολοένα αυξανόμενη φήμη της παρακείμενης εξωτικής παραλίας της Χιλιαδούς. Ο δε μνημειακός ναός παρόλο που αναφέρονταν ως Βυζαντινό αξιοθέατο στους συναφείς περιηγητικούς οδηγούς, ουσιαστικά είχε αφεθεί απροστάτευτος παρουσιάζοντας φυσιολογικές δομικές φθορές με την πάροδο του χρόνου και εν τέλει περιερχόμενος σε κακή κατάσταση, παρά την περιστασιακή φροντίδα των ευλαβών κατοίκων της περιοχής.
Το καθολικό της αλλοτινής μονής Χιλιαδούς κατά την διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης του, που ξεκίνησαν το έτος 2012 με πρωτοβουλία της Ιεράς Μονής Μακρυμάλλης Ψαχνών. Πηγή φωτογραφίας: palmosev.gr.
Η αποκατάσταση του ναού
Μόλις στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας ανακινήθηκε το ενδιαφέρον για την ανάδειξη και ανακαίνιση του καθολικού της Χιλιαδούς, με πρωτοβουλία των μοναχών της μονής Μακρυμάλλης, σε συνεργασία με την πρώην 23η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και διαθέτοντας την αμέριστη συμπαράσταση της Ιεράς Μητρόπολης Χαλκίδας.
Κατά το προκαταρτικό στάδιο καταγράφηκαν και φωτογραφήθηκαν όλα τα φορητά εκκλησιαστικά αντικείμενα, ιερές εικόνες και σκεύη, που υπήρχαν στον ναό και μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι των Ψαχνών, με επιδίωξη την ασφαλή φύλαξη τους και προς αντικατάσταση τους προβλέφθηκε να τοποθετηθούν ακριβή αντίγραφα, ενώ αργότερα αποθηκεύτηκε εκεί και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, προκειμένου να συντηρηθεί και να προσαρμοστεί ξανά στην πρότερη θέση του, μετά το πέρας της όλης διαδικασίας. Οι εργασίες αποκατάστασης του μνημείου ξεκίνησαν το έτος 2012, αρχικά με αποκλειστική χρηματοδότηση από ιδίους πόρους της μονής Μακρυμάλλης, χωρίς καμία επιχορήγηση από οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα[16]. Στην πορεία το εγχείρημα έλαβε μία μάλλον επεισοδιακή τροπή, καθώς εγέρθηκαν έντονες αντιρρήσεις από διάφορους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους και λοιπούς παράγοντες ως προς την συμβατότητα της αναστηλωτικής μεθόδου.
Ωστόσο, θα αποφύγουμε να σχολιάσουμε περαιτέρω την επίμαχη εξέλιξη των εργασιών ανακαίνισης, καθόσον κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πλεονασμό και θα απέκλινε μακράν από τον σκοπό του παρόντος πονήματος, που είναι η συγκεντρωτική καταγραφή της ιστορίας της μονής Χιλιαδούς και η προσεγγιστική περιγραφή του καθολικού της, συνενώνοντας επιλεκτικά τα δεδομένα των διαθέσιμων πηγών, χωρίς να υπεισέλθουμε σε δεοντολογικές προεκτάσεις.
Στις 15 Αυγούστου 2018 πραγματοποιήθηκε στο αποκατεστημένο πλέον καθολικό, η πρώτη μεγαλοπρεπής θεία λειτουργία μετά το πέρας των προβλεπόμενων εργασιών, κατά την πανήγυρη του Βυζαντινού καθιδρύματος στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με την αθρόα συμμετοχή πλήθους πιστών, αν και το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο δεν είχε ακόμα επιστρέψει στην θέση του. Επιπλέον, το έτος 2000, ο σύγχρονος υμνογράφος της Ορθόδοξης Εκκλησίας Χαράλαμπος Μπούσιας, συνέγραψε τον παρακλητικό κανόνα και τα τροπάρια της Παναγίας Χιλιαδούς[17].
Στιγμιότυπο από την πρώτη πανήγυρη του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, μετά το πέρας της δομικής ανακαίνισης του, η οποία τελέστηκε στις 15 Αυγούστου 2018 κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πηγή φωτογραφίας: eviatopblog.gr.
Τι διασώθηκε από τον μεσαιωνικό ναό.
Όσον αφορά το μοναστηριακό συγκρότημα των Βυζαντινών χρόνων, δεν γνωρίζουμε πως διαμορφώνονταν περιμετρικά οι κτιριακές του εγκαταστάσεις, δηλαδή οι πτέρυγες των κελιών, του μαγειρείου, της τράπεζας και των λοιπών λειτουργικών χώρων, καθώς δεν διακρίνονται πλέον κάποια στοιχειώδη κατάλοιπα τους.
Σύμφωνα πάντως με τον αρχαιολόγο και πρόεδρο της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών Χαράλαμπο Φαράντο, παλαιότερα διασώζονταν μερικά ερείπια από τα κελιά στα νότια του ναού, μία πληροφορία η οποία απαιτείται να πιστοποιηθεί μέσω μίας στοχευμένης διερεύνησης. Σήμερα το καθολικό της μονής Χιλιαδούς βρίσκεται περίπου στο μέσο μίας μικρής ιδιόκτητης έκτασης, γύρω στα 4 στρέμματα, όπου σχηματίζεται ένα ομαλό πλάτωμα δημιουργημένο ως επί το πλείστον με τεχνητή διευθέτηση. Το δυτικό τμήμα της τοποθεσίας καταλαμβάνεται από νεότερα ταπεινά κτίσματα, τα οποία έχουν οικοδομηθεί από τους κατοίκους των γειτονικών οικισμών και χωριών, για την περιστασιακή στέγαση των διερχόμενων προσκυνητών και κυρίως για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των πιστών κατά την ετήσια πανήγυρη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Από αρχιτεκτονικής άποψης, το υφιστάμενο καθολικό εμφανίζει ορισμένες δομικές ιδιομορφίες και αινιγματικές παραδοξότητες, που προέκυψαν από διαδοχικές παρεμβάσεις. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να κατατάσσεται στον τύπο του σταυρεπίστεγου ναού, όπως αναφέρεται από την πλειονότητα των μελετητών, λόγω του μεσαίου υπερυψωμένου τμήματος της στέγης. Όμως η εν λόγω αντίληψη αποδείχθηκε μάλλον εσφαλμένη, αφού κατά τις πρόσφατες εργασίες αποκατάστασης εντοπίστηκαν τα ουσιώδη ίχνη ενός προγενέστερου κανονικού τρούλου, ο οποίος ανάγεται στην πρώτη οικοδομική φάση των μέσων Βυζαντινών χρόνων, όπως θα δούμε παρακάτω. Μετέπειτα και σε μια απροσδιόριστη χρονική περίοδο, ο ναός ανακατασκευάστηκε αποκτώντας την σημερινή του μορφή. Αυτή η διαπίστωση σε συνδυασμό με άλλα ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά στοιχεία, τον καθιστούν σαν ένα μοναδικό παράδειγμα ναοδομίας και συνεπώς ένα απαράμιλλο μνημείο της Εύβοιας.
Άποψη των βοηθητικών κτισμάτων στα δυτικά του καθολικού της μονής Χιλιαδούς, τα οποία κατασκευάστηκαν σε νεότερη εποχή για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες στέγασης των προσκυνητών και των πανηγυριωτών.
Η αρχιτεκτονική μελέτη αποκατάστασης του ναού
Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα μηχανικό Σωτήρη Βογιατζή[18], από το γραφείο του οποίου εκπονήθηκε η εγκεκριμένη μελέτη για την συντήρηση και αποκατάσταση του Βυζαντινού μνημείου, το καθολικού της Χιλιαδούς είναι σχεδόν τετράγωνης κάτοψης με οριζόντιες διαστάσεις 9 Χ 9 μέτρα περίπου, χωρίς να προσμετρώνται οι κόγχες του Ιερού Βήματος, ενώ το τωρινό ύψος του ανέρχεται στα 7,30 μέτρα.
Το εσωτερικό του διαχωρίζεται σε τρία κλίτη από δύο ζεύγη πεσσών, σχηματίζοντας με αυτό τον τρόπο εννέα επιμέρους διαμερίσματα. Η δε απόσταση ανάμεσα στους δύο ανατολικούς ορθογώνιους πεσσούς είναι μεγαλύτερη από αυτήν ανάμεσα στους δύο τετράγωνους δυτικούς, με αποτέλεσμα η κάτοψη του οικοδομήματος να παρουσιάζεται ελαφρώς παράγωνη.
Το κεντρικό διαμέρισμα καλύπτεται από έναν απλό ημισφαιρικό θόλο, που επονομάζεται «ασπίδα» ή «φουρνικό» στην ορολογία της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Αυτός ο τυφλός τρουλίσκος είναι κατασκευασμένος αποκλειστικά με πλινθία και στηρίζεται σε σφαιρικά τρίγωνα, που καταλήγουν στους τέσσερις πεσσούς και οι οποίοι ενώνονται μεταξύ τους με λίθινα οξύκορφα τόξα. Ανάλογα τόξα συνδέουν τους δυτικούς πεσσούς με τους πλευρικούς τοίχους, ενώ μία ακόμα αψίδα ενώνει τους ανατολικούς στύλους, όμως δεν διαμορφώνονται επιπλέον τόξα ανάμεσα στους τελευταίους και στα εκατέρωθεν τοιχώματα. Επίσης, τα υπόλοιπα οκτώ διαμερίσματα του καθολικού σκεπάζονται από διαμήκεις καμάρες, οι οποίες διαρρυθμίζονται σε διαφορετικές στάθμες, με αποτέλεσμα το κατά πλάτος κεντρικό τμήμα να εμφανίζει υπερυψωμένη στέγαση, δημιουργώντας την παραπλανητική εντύπωση ότι ο ναός ανεγέρθηκε ως σταυρεπίστεγος. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, κατά την πρόσφατη ανακαίνιση αποκαλύφθηκαν μέσα στην στέγη του Ιερού Βήματος, οι γενέσεις του αρχικού τρούλου, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος με μεγάλα πλινθία και πιθανότητα διέθετε ημικυκλικό σχήμα. Με βάση αυτό το αναπάντεχο αρχιτεκτονικό δεδομένο, ο Σωτήρης Βογιατζής αποφαίνεται ότι ο ναός της Παναγίας Χιλιαδούς στην παρούσα μορφή του, δεν μπορεί να καθοριστεί ούτε ως σταυροειδής εγγεγραμμένος, αφού δεν υπάρχουν κεραίες, ούτε όμως και ως σταυρεπίστεγος, όπως εμφανίζεται στην βιβλιογραφία. Από μόνος του συνιστά πλέον έναν εντελώς ιδιόρρυθμο τύπο ναού, που έχει προκύψει από μετασκευή παλαιοτέρου, ο οποίος προσιδιάζει περισσότερο σε μία τρίκλιτη τρουλαία βασιλική, παρά σε κάποιο άλλο είδος ναοδομίας.
Κάτοψη του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς. (1): Βόρειο κλίτος, (2): Κεντρικό κλίτος, (3): Νότιο κλίτος, (4): Ιερό Βήμα, (5): Δυτικοί τετράγωνοι πεσσοί, (6): Ανατολικοί ορθογώνιοι πεσσοί. Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: άρθρο «Ο ναός της Παναγίας Χιλιαδούς στην Εύβοια», Σωτήρης Βογιατζής.
Η διαρρύθμιση του ναού
Το Ιερό Βήμα είναι ελαφρώς υπερυψωμένο από τον κυρίως ναό και χωροθετείται σε τρία διαμερίσματα από τους δύο ανατολικούς πεσσούς.
Πίσω από το τόξο που συνδέει τους τελευταίους, διαμορφώνεται η πεπλατυσμένη αψίδα της στέγασης του μεσαίου τμήματος, πάνω από την Αγία Τράπεζα, ευρισκόμενη ψηλότερα από τις διαμήκεις καμάρες των διπλανών παραβημάτων. Εξωτερικά της ανατολικής πλευράς σχηματίζονται οι τρείς ημικυκλικές κόγχες, του κυρίως Ιερού Βήματος, της Πρόθεσης και του Διακονικού, στις οποίες ανοίγονται μικρά και στενά παράθυρα, από ένα περίπου στο μέσο της καθεμίας εξ’ αυτών. Μετά την καθαίρεση των επιχρισμάτων διαπιστώθηκε ότι τα αυθεντικά παράθυρα ήταν πολύ μεγαλύτερα και εκτενέστερα καθ’ ύψος, διαθέτοντας τοξοειδή διαμόρφωση, πλην όμως είχαν αποφραχθεί σε μεταγενέστερη εποχή. Το δε παράθυρο της κόγχης του κυρίως Ιερού Βήματος ήταν ευρύτερο, ενώ από την σύγκριση του με εκείνα των παραβημάτων, πρέπει να ήταν δίλοβο φέροντας κιονίσκο στο μέσο, όπως εκτιμά ο Σωτήρης Βογιατζής. Κατά την αποκατάσταση του Βυζαντινού μνημείου τονίστηκαν τα περιγράμματα των αρχικών παραθύρων και πλέον διακρίνονται καθαρά.
Η Αγία Τράπεζα του Ιερού Βήματος είναι κτιστή, ενώ η κόγχη της Πρόθεσης είναι και αυτή κτισμένη εσωτερικά σχηματίζοντας ένα αυτοσχέδιο επίπεδο έρεισμα, προκειμένου να πραγματοποιείται απρόσκοπτα η προετοιμασία του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Στο πάνω μέρος της Αγίας Τράπεζας είχε προσαρμοστεί μία ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα, διαστάσεων 83Χ88 εκατοστών, και πάχους 5 εκατοστών. Πρόκειται για θωράκιο τέμπλου, που διαιρείται σε τέσσερα τεταρτημόρια μέσω μίας περιβαλλόμενης τριπλής ταινίας, με τέσσερις κόμβους στα εσωτερικά αναπτύγματα της. Τα τέσσερα διάχωρα διακοσμούνται με έκτυπους ρόδακες, οι οποίοι δημιουργούνται από δύο τετράφυλλα (σταυροειδή) και δύο εξάφυλλα ανθέμια αντίστοιχα, τοποθετημένα διαγωνίως στην σύνθεση. Το θωράκιο θεωρείται ως επαρχιακής τέχνης, πλην όμως καλά φιλοτεχνημένο από έμπειρο γλύπτη και προφανώς ανήκε στο μαρμάρινο τέμπλο της πρώτης οικοδομικής φάσης του μοναστηριακού καθολικού της Χιλιαδούς. Ο δε Σωτήρης Βογιατζής παραθέτει ότι η μαρμάρινη πλάκα δύναται να χρονολογηθεί γενικά στον 11ο αιώνα, κρίνοντας από την μορφολογία και την απλή θεματολογία του ανάγλυφου.
Το ανάγλυφο θωράκιο που ήταν τοποθετημένο σε δεύτερη χρήση επί της κτιστής Αγίας Τράπεζας και ανήκει στο αρχικό μαρμάρινο τέμπλο του καθολικού της Βυζαντινής μόνης Χιλιαδούς. Πηγή φωτογραφίας: άρθρο «Ο ναός της Παναγίας Χιλιαδούς στην Εύβοια», Σωτήρης Βογιατζής.
Άλλα χαρακτηριστικά του οικοδομήματος.
Στον νότιο τοίχο του κυρίως ναού ανοίγεται ένα αρκετά ευρύ τοξωτό παράθυρο και διακρίνεται ένα ακόμα πολύ στενότερο αμέσως από πάνω του.
Ανάμεσα σε αυτά εντοπίστηκε εντοιχισμένο ένα τμήμα κιονίσκου οκταγωνικής διατομής, που προέρχεται από το μαρμάρινο τέμπλο των μέσων Βυζαντινών χρόνων. Επίσης, ένα τοξωτό παράθυρο υπήρχε και στον βόρειο τοίχο, το οποίο μετατράπηκε σε πλαϊνή θύρα στην σύγχρονη εποχή. Στο μέσο των δύο πλευρικών τοίχων έχουν κατασκευαστεί εξωτερικές αντηρίδες, διαστάσεων 0,80Χ0,80 μέτρων περίπου, εκτεινόμενες μέχρι την στέγη. Ο σκοπός αυτών των διαφαινόμενων υποστηριγμάτων δεν φαντάζει να είναι πρακτικός, καθόσον σύμφωνα με την αρχιτεκτονική αξιολόγηση τους, στην θέση που βρίσκονται δεν προσφέρουν τίποτα στην στατική επάρκεια του κτιρίου. Εντούτοις διαπιστώθηκε ότι περισσότερο οριοθετούν μία καμπή στην οικοδομική ιστορία του καθολικού, αφού εκατέρωθεν αυτών διαφοροποιείται το είδος της τοιχοποιίας, ενώ στον βόρειο τοίχο και στην θέση της κείμενης αντηρίδας επισημάνθηκε εσωτερικά κατακόρυφος αρμός αλλαγής οικοδομικής φάσης. Ειδικότερα το τμήμα του μνημείου ανατολικά των αντηρίδων, είναι κατασκευασμένο με ένα ατελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, με πολλά οριζόντια πλινθία και λιγότερα κατακόρυφα, που αποδίδεται στον αρχικό ναό. Αντίθετα η τοιχοποιία του δυτικού τμήματος είναι μεταγενέστερη και συνίσταται στην χρήση αργών λίθων και πλινθίων, όμοιων με εκείνων της ανατολικής πλευράς, τα οποία όμως έχουν τοποθετηθεί μάλλον άτακτα και χωρίς διακοσμητική διάθεση, κυρίως στα κατώτερα στρώματα των τοιχωμάτων. Επιπλέον, στο δυτικό τμήμα έχουν επισημανθεί εντοιχισμένα διάφορα αδιευκρίνιστα μαρμάρινα μέλη, τα οποία ενδεχομένως να ανήκουν στο μαρμάρινο τέμπλο της πρωταρχικής αρχιτεκτονικής φάσης του οικοδομήματος.
Η δυτική πρόσοψη του ναού τα Παναγίας Χιλιαδούς, όπως ήταν πριν τις εργασίες αποκατάστασης. Πάνω από την θύρα εισόδου διακρίνονται καθ’ ύψος, η κόγχη με το γύψινο γλυπτό της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας και η καταχύστρα.
Η περίεργη παρουσία του γύψινου γλυπτού της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας στην πρόσοψη του ναού.
Στο μέσο της δυτικής πρόσοψης ανοίγεται η κύρια θύρα εισόδου στο καθολικό, διαθέτοντας τοξωτή διαμόρφωση εξωτερικά και ορθογώνια εσωτερικά.
Ακριβώς πάνω από την κορυφή του τόξου της θύρας υπάρχει μία κόγχη, η οποία θεωρητικά προορίζονταν για την ένθεση της κτητορικής επιγραφής, πιθανότατα της δεύτερης οικοδομικής φάσης. Πριν την πρόσφατη ανακαίνιση του ναού, εκεί ήταν τοποθετημένο ένα γύψινο γλυπτό της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας, με την ίδια και τον μικρό Χριστό να απεικονίζονται φέροντας στέμμα, και το οποίο προφυλάσσονταν από ένα αλουμινένιο παράθυρο[19]. Σήμερα η υπόψη εσοχή είναι κενή, αφού το τεχνούργημα αφαιρέθηκε και μεταφέρθηκε στην Ιερά Μονή Μακρυμάλλης για να συντηρηθεί, με προοπτική να επανατοποθετηθεί ως ανεξάρτητο πλέον έκθεμα εντός του ναού. Σύμφωνα με τον Σωτήρη Βογιατζή, η παράσταση παρουσιάζει ομοιότητες με το υφιστάμενο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 19ου αιώνα, που υποδηλώνουν ότι πιθανότατα διαπλάστηκε και προσαρμόστηκε ταυτόχρονα. Η δε παρουσία του γύψινου γλυπτού της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας στην πρόσοψη του ναού μπορεί να χαρακτηριστεί κάπως παράδοξη, καθώς δεν συνάδει με την θρησκευτική παράδοση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που απαγορεύει την χρησιμοποίηση οποιασδήποτε μορφής αγαλμάτων για λατρευτικούς σκοπούς ή ακόμα και για διακοσμητικούς λόγους στις εκκλησίες. Βέβαια, ίσως να θεωρήθηκε μία συμβατή απεικόνιση, έχοντας την απατηλή φυσιογνωμία ενός λίθινου ανάγλυφου, που παρέπεμπε στις αντίστοιχες καλλιτεχνικές τάσεις της μέσης Βυζαντινής περιόδου, μία περίπτωση που προϋποθέτει ότι ο κατασκευαστής του, εκτός από γλυπτική επιδεξιότητα, διέθετε και επαρκείς ιστορικές γνώσεις.
Το γύψινο γλυπτό της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας, όπως ήταν τοποθετημένο στην κόγχη πάνω από την είσοδο στον ναό της Παναγίας Χιλιαδούς, και το οποίο μετά την συντήρηση του προβλέπεται να εκτεθεί στο εσωτερικό του Βυζαντινού μνημείου.
H σπανιότητα της αινιγματικής καταχύστρας.
Άλλη μία παράξενη αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του ναού είναι η ύπαρξη μίας καταχύστρας στην κορυφή της πρόσοψης, άνωθεν της κύριας θύρας και του προαναφερθέντος γλυπτού.
Διαμορφώνεται από δύο μικρούς λίθινους κιλλίβαντες, επί των οποίων στηρίζεται ένα αδιάγνωστο μαρμάρινο μέλος και πάνω σε αυτό σχηματίζεται μία μικρή πυραμίδα από πλινθία. Αυτές οι κατασκευές είχαν καθαρά αμυντικό σκοπό και απαντώνται κατά κόρον στον Ελληνικό χώρο σε κάστρα, πύργους, αλλά και πυργόσπιτα, που ανήκουν σε ένα χρονικό εύρος από τον 13ο έως και τον 18ο αιώνα. Ωστόσο η εμφάνιση μίας αινιγματικής καταχύστρας σε μία εκκλησία αποτελεί κάτι το εξαιρετικά σπάνιο, αν όχι μοναδικό παράδειγμα, προσδίδοντας όντως στο καθολικό της αλλοτινής μονής Χιλιαδούς έναν παράταιρο φρουριακό χαρακτήρα, κατά την γνώμη πολλών μελετητών. Η δε αναγκαιότητα της μπορεί να γίνει κατανοητή, μόνο αν θεωρήσουμε ότι το μοναστήρι δεν διέθετε έναν περίκλειστο οχυρωματικό περίβολο, όπως άλλωστε είναι και το πιθανότερο, και ο ναός είχε σχεδιαστεί για αμυντική χρήση ως ένα ύστατο καταφύγιο των μοναχών, δίκην ακροπυργίου, σε περίπτωση πειρατικής ή εν γένει εχθρικής επιδρομής.
Άποψη της καταχύστρας στην πρόσοψη του καθολικού της μονής Χιλιαδούς, ένα γνώρισμα εξαιρετικά σπάνιο για μία εκκλησία, το οποίο προσδίδει στο Βυζαντινό μνημείο έναν παράταιρο φρουριακό χαρακτήρα.
Άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ναού.
Η πρόσβαση στην κύρια θύρα του ναού γίνεται μέσω τριών σκαλοπατιών, ενώ εκατέρωθεν αυτής έχουν κτιστεί χαμηλά πεζούλια, καταλαμβάνοντας όλο το πλάτος της πρόσοψης.
Επίσης, μπροστά από την είσοδο σχηματίζεται ένα μικρό πλάτωμα από τσιμεντοκονίαμα, που στην νοτιοδυτική άκρη του διακρίνονται τα κατάλοιπα ενός απροσδιόριστου κτίσματος, για το οποίο εικάζεται ότι ενδεχομένως να ταυτίζεται με την θέση του κωδωνοστασίου. Η δε στέγη του καθολικού χωρίζεται σε τρία δίρριχτα τμήματα, με το μεσαίο εξ’ αυτών να βρίσκεται σε υψηλότερη στάθμη, τα οποία καλύπτονται σήμερα με κεραμίδια, όπως και οι τρεις κόγχες του Ιερού Βήματος[20]. Αξιόλογη είναι και η αποκάλυψη δύο επίμηκων κρυπτών, που διαρρυθμίζονταν ανάμεσα στον τυφλό τρουλίσκο και τους πλευρικούς τοίχους. Η προσέγγιση στο εσωτερικό τους διενεργούνταν από θυρίδες στον ανατολικό υπερυψωμένο τοίχωμα του κεντρικού διαμερίσματος, τα ανοίγματα των οποίων διακρίνονται και είτε ήταν αρχικά τοιχισμένα με λεπτά και εύκολα καθαιρούμενα φύλλα, είτε έκλειναν με ξύλινα καλύμματα, όπως βρέθηκε στην βόρεια κρύπτη. Στο εσωτερικό της τελευταίας υπάρχουν εντοιχισμένα ορισμένα ασαφή λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη, πιθανότατα προερχόμενα από το μεσοβυζαντινό μαρμάρινο τέμπλο. Ο δε Σωτήρης Βογιατζής εκφράζει την εύλογη άποψη, ότι αυτές οι μυστικές κρύπτες προφανώς και δεν ήταν τυχαίες, αλλά προέκυψαν έπειτα από στοιχειώδη σχεδιασμό. Επιπρόσθετα, στον τυφλό τρουλίσκο εντοπίστηκαν τέσσερις σχισμές, που έβλεπαν εντός του καθολικού και ενδεχομένως να χρησίμευαν για τον εξαερισμό του εσωτερικού χώρου.
Ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναού είναι μάλλον λιτός και πολύ μεταγενέστερος της μέσης Βυζαντινής περιόδου, καθώς ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο θα περιγράψουμε σε ξεχωριστή ενότητα. Αγιογραφίες λαϊκής τεχνοτροπίας υπάρχουν μόνο στον θόλο του κεντρικού διαμερίσματος, οι οποίες παριστάνουν τον Ιησού Χριστό ως Παντοκράτορα, περιβαλλόμενο από τέσσερα μετάλλια με τις προτομές των Ευαγγελιστών. Η υπόλοιπη οροφή καλύπτονταν από επιζωγραφισμένα αστέρια σε γαλάζια λαδομπογιά, συμβολίζοντας τον νυκτερινό έναστρο ουρανό, το «στερέωμα». Αυτή η πρακτική του έναστρου εξωραϊσμού, ήταν συνηθισμένη κατά τον 19ο αιώνα, φθάνοντας μέχρι και την τωρινή εποχή, όταν δεν βρίσκονταν ικανός αγιογράφος και δεν επαρκούσαν τα χρηματικά αποθέματα. Το δε δάπεδο είναι στρωμένο απλώς με ορθογώνιες σχιστόπλακες και μόνο περίπου στο κέντρο σχηματίζεται ένα διακοσμητικό κυκλικό ομφάλιο από ακτινωτά τοποθετημένες λίθινες πλάκες.
Μετάλλιο με την παράσταση του Ευαγγελιστή Ματθαίου από τον λιτό αγιογραφικό διάκοσμο του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς. Περιβάλλεται από επιζωγραφισμένα αστέρια, τα οποία αναπτύσσονται σε όλη την υπόλοιπη επιφάνεια της οροφής, συμβολίζοντας τον έναστρο ουρανό.
Οι οικοδομικές φάσεις του ναού.
Όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί, στο καθολικό της μονής Χιλιαδούς διαπιστώνονται τουλάχιστον δύο οικοδομικές φάσεις, με ορόσημα του δομικού διαχωρισμού μεταξύ τους τις επίμαχες αντηρίδες, οι οποίες κατασκευάστηκαν περισσότερο για να αποκρύψουν τους αρμούς μεταξύ των δύο διαφορετικών τοιχοποιιών, εξασφαλίζοντας την θέση επαφής τους.
Στο αρχικό κτίριο που φαίνεται ότι ήταν κατασκευασμένο με ατελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, ανήκουν οι κόγχες του Ιερού Βήματος με τις καμάρες των παραβημάτων, αλλά όχι η πεπλατυσμένη αψίδα της μεσαίας κόγχης, οι τέσσερις πεσσοί και τα ανατολικά τμήματα των πλευρικών τοίχων. Από τις αναμφισβήτητες αρχιτεκτονικές ενδείξεις τεκμαίρεται πως το μνημείο διέθετε κανονικό τρούλο, πάνω από το κεντρικό διαμέρισμα. Ο δε Σωτήρης Βογιατζής αναφέρει ότι αυτός ο παλαιότερος ναός θα μπορούσε με κάθε επιφύλαξη, να ανήκει στον μεταβατικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, αλλά όχι πλήρως διαμορφωμένου, που ενδεχομένως να ήταν δίστυλος, με τοίχους στα ανατολικά, αγνώστων διαστάσεων, αλλά πιθανότατα περίπου ο ίδιος σε κάτοψη με τον υφιστάμενο, έχοντας φυσιολογικά μεγαλύτερο ύψος. Στην δε πρώτη οικοδομική φάση κοσμούνταν με μαρμάρινο τέμπλο, όπως φανερώνεται από τον εντοπισμό εντοιχισμένων μελών του σε πολλά σημεία της λιθοδομής, το οποίο μάλλον θα έφερε μόνο δύο θωράκια, λόγω της στενότητας του χώρου και οκτώ κιονίσκους.
Σύμφωνα με τις ακλόνητες αρχιτεκτονικές ενδείξεις, ο αρχικός ναός δύναται να χρονολογηθεί με ασφάλεια γενικά στην μέση Βυζαντινή περίοδο. Μέσα από την επισταμένη εξέταση των δομικών γνωρισμάτων του, και συνεκτιμώντας την χρησιμοποίηση του ατελούς πλινθοπερίκλειστου συστήματος δόμησης, την διάταξη των παραθύρων του Ιερού Βήματος και την τεχνοτροπία των μελών από το μαρμάρινο τέμπλο, ο αρχιτέκτονας Σωτήρης Βογιατζής υποστηρίζει ότι η πρώτη οικοδομική φάση του μνημείου, μπορεί να αναχθεί με συγκρατημένη προσέγγιση στα μέσα του 11ου αιώνα. Αν προσπαθήσουμε να συνδέσουμε αυτή την αποτίμηση με την ιδρυτική εξιστόρηση της μονής Χιλιαδούς, όπως την εκθέσαμε στην αρχή του παρόντος άρθρου, τότε ως συμβατική κτητόρισσα του καθολικού θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν η Θεοδώρα των Μακεδόνων, η οποία υπήρξε αυτοκράτειρα της Κωνσταντινούπολης το χρονικό διάστημα 1055 – 1056. Στον αντίποδα ο αρχαιολόγος Χαράλαμπος Φαράντος τοποθετεί κάπως βιαστικά την ανέγερση του οικοδομήματος στον 12ο αιώνα, παραθέτοντας κάποια διφορούμενα επιχειρήματα και στηριζόμενος κυρίως στην παράδοση[21], ενώ ως ενισχυτικό στοιχείο μνημονεύει ότι ο ναός από μακριά δείχνει ως σταυρεπίστεγος, αν και ο συγκεκριμένος τύπος ναοδομίας εμφανίζεται στον Ελληνικό χώρο στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Πάντως αν ασπαζόμασταν αυτή την εκδοχή θα μπορούσαμε να αποδώσουμε την ίδρυση της μονής Χιλιαδούς στην Βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοδώρα Αγγελίνα, που έζησε τον 12ο αιώνα.
Προτεινόμενη σχεδιαστική αναπαράσταση της αρχικής μορφής του καθολικού της μονής Χιλιαδούς των μέσων Βυζαντινών χρόνων. Στα αριστερά παρουσιάζεται τομή κατά πλάτος και στα δεξιά η ανατολική όψη του οικοδομήματος. Πηγή σχεδίων: άρθρο «Ο ναός της Παναγίας Χιλιαδούς στην Εύβοια», Σωτήρης Βογιατζής.
Οι φθορές στο χρόνο και η δεύτερη οικοδομική φάση του ναού.
Μεταγενέστερα φαίνεται ότι το καθολικό της μονής Χιλιαδούς υπέστη σημαντικές φθορές, είτε εξαιτίας μίας μακροχρόνιας εγκατάλειψης, είτε μάλλον πιθανότερα λόγω μιας φυσικής καταστροφής.
Αυτό το γεγονός είχε ως συνέπεια να καταρρεύσει ο τρούλος και γενικότερα η στέγη, πλην των καμαρών των παραβημάτων και πιθανώς τμήματος της δυτικής πλευράς. Έπειτα από αυτή την περίσταση, ο ημιερειπωμένος ναός ανακατασκευάστηκε με την χρήση υλικών από την πρώτη οικοδομική φάση. Τότε κτίστηκαν τα δυτικά τοιχώματα με αργολιθοδομή και την ακανόνιστη τοποθέτηση πλινθίων, αλλά και αρχιτεκτονικών μελών από το θραυσμένο μαρμάρινο τέμπλο, ενώ ανεγέρθηκαν και οι δύο αντηρίδες. Στην θέση του τρούλου κατασκευάστηκε ένας χαμηλότερος θόλος με δύο κρύπτες, που σκεπάστηκε με υπερυψωμένη ορθογώνια στέγαση, δίνοντας στο κτίσμα την απατηλή εντύπωση ενός σταυρεπίστεγου ναού. Αυτός ο τρουλίσκος στηρίχθηκε στους αρχικούς πεσσούς, οι οποίοι συνδέθηκαν πλέον με οξύκορφα τόξα. Επιπλέον προστέθηκε η πεπλατυσμένη αψίδα της κόγχης του κυρίως Ιερού Βήματος και διαρρυθμίστηκαν τα μεγάλα πλευρικά παράθυρα, που έχουν έκκεντρη διάταξη.
Η δεύτερη οικοδομική φάση του, με την οποία το μνημείο πήρε την οριστική μορφή του, παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία στον επακριβή χρονικό προσδιορισμό της. Κατά μία εκδοχή, η διαμόρφωση των οξύκορφων τόξων φανερώνει μία δυτικότροπη επίδραση, που παραπέμπει στον καιρό της Λατινοκρατίας στην Εύβοια. Ένα πιθανό κομβικό γεγονός εκείνης της περιόδου, θα μπορούσε να είναι ο ισχυρός σεισμός, μεγέθους 6,4 της κλίμακας ρίχτερ, που συγκλόνισε την νήσο στα 1417 (ή κατ’ άλλους στα 1418), επιφέροντας πολλές καταστροφές σε κτίρια, αλλά και ρηγματώσεις στο έδαφος. Ίσως λοιπόν από αυτό το φυσικό φαινόμενο να επλήγη σοβαρά ο ναός της Παναγίας Χιλιαδούς και να ανακατασκευάστηκε αμέσως μετά από Έλληνες τεχνίτες, επηρεασμένους από τις Δυτικές αρχιτεκτονικές τάσεις, οι οποίοι να προσπάθησαν να τον μετατρέψουν στον τότε δημοφιλή τύπο του σταυρεπίστεγου. Επίσης, οι δύο κρύπτες στην στέγη και η καταχύστρα στην δυτική όψη, υποδηλώνουν μία εποχή αυξημένης ανασφάλειας, συνάδοντας με την υπόψη χρονολόγηση, καθώς τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, η Εύβοια δέχτηκε αρκετές φορές τις ληστρικές επιδρομές των Τούρκων, με αποτέλεσμα ο νησιωτικός πληθυσμός να διακατέχονταν από μία διαρκή φοβία.
Σχεδιαστικές αποδόσεις της τελικής μορφής του καθολικού μονής Χιλιαδούς, έπειτα από την δεύτερη οικοδομική φάση. Πάνω απεικονίζεται τομή κατά πλάτος και στα δεξιά τομή κατά μήκος του οικοδομήματος. Πηγή σχεδίων: άρθρο «Ο ναός της Παναγίας Χιλιαδούς στην Εύβοια», Σωτήρης Βογιατζής.
Τα οθωμανικά χρόνια του μνημείου
Ωστόσο, τα οξύκορφα τόξα αποτελούν σημαντικό γνώρισμα και της Οθωμανικής αρχιτεκτονικής, και έτσι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο οι εργασίες της δεύτερης οικοδομικής φάσης του καθολικού, να έλαβαν χώρα σε κάποιο χρονικό διάστημα της Τουρκοκρατίας, έπειτα από μία μακρά περίοδο απερήμωσης της μονής Χιλιαδούς, όπως θεωρεί πιθανότερο ο Σωτήρης Βογιατζής.
Αν πάλι θελήσουμε να εκλάβουμε την αναδόμηση του ως απόρροια κάποιου καταστροφικού συμβάντος εκείνης της εποχής, τότε θα πρέπει να ανατρέξουμε στις δύο σεισμικές ακολουθίες των ετών 1694 και 1726, μεγέθους 6,2 και 6 της κλίμακας ρίχτερ αντίστοιχα, με γενικότερο επίκεντρο την περιοχή της Χαλκίδας[22], που προφανώς είχαν επιπτώσεις σε ολόκληρη την Εύβοια. Αυτές οι χρονικές ενδείξεις συνταιριάζουν κάπως με την κατασκευή του λιθόστρωτου δαπέδου, η οποία πιστεύεται ότι έγινε περί τον 18ο αιώνα. Πάντως σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατόν να καθορίσουμε με σαφήνεια την χρονολόγηση αυτής της μεταγενέστερης φάσης, λόγω της παντελούς ελλείψεως αδιάσειστων πειστηρίων, όπως μία κτητορική επιγραφή ή κάποια συναφή μνεία στις ιστορικές πηγές. Τέλος, στον ναό πραγματοποιήθηκε άλλη μία παρέμβαση στην αυλαία του 19ου αιώνα, όταν τοποθετήθηκε το ξυλόγλυπτο τέμπλο και φτιάχτηκε ο ζωγραφικός διάκοσμος στο εσωτερικό του.
Άποψη του αξιόλογου ξυλόγλυπτου τέμπλου του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, το οποίο εκτιμάται φιλοτεχνήθηκε την δεκαετία του 1890, από Ηπειρώτη τεχνίτη. Πηγή φωτογραφίας: pemptousia.gr.
Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο του καθολικού.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το προαναφερθέν ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο του καθολικού, που στηρίζονταν στους δύο ανατολικούς πεσσούς και το οποίο αποσπάστηκε κατά τις εργασίες ανακαίνισης του κτιρίου για να συντηρηθεί, όπως έχει ήδη αναφερθεί[23].
Πρόκειται για ένα λίαν αξιόλογο δημιούργημα με κυρίαρχο στοιχείο τις έντονες αποχρώσεις, όπου εναλλάσσονται το ερυθρό, το κυανό και το χρυσό χρώμα. Είναι ενιαίο κατά πλάτος εκτεινόμενο και στα τρία κλίτη, διαθέτοντας τρεις πύλες, της Πρόθεσης, της Ωραίας Πύλης και του Διακονικού. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί και το μεγάλο ύψος του, που το κάνει να φαντάζει αταίριαστο με το μέγεθος του ναού. Το δε επιβλητικό τέμπλο περιγράφεται από τον αρχαιολόγο Χαράλαμπο Φαράντο, σε μία πραγματεία του σχετικά με τα ξυλόγλυπτα τέμπλα στην κεντρική και νότια Εύβοια, από την οποία θα σταχυολογήσουμε τις κυριότερες πληροφορίες. Μορφολογικά λοιπόν, χωρίζεται σε τρία επιμέρους οριζόντια τμήματα, ακολουθώντας τις συναφείς επιταγές της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής τέχνης, δηλαδή στην ζώνη με τις Δεσποτικές εικόνες, στο ενδιάμεσο διάζωμα με τις μικρογραφίες και στην θεαματική ενότητα της επίστεψης με τα «λυπηρά».
Το μεγαλύτερο τμήμα του εικονοστασίου καταλαμβάνεται από την ζώνη με τις Δεσποτικές εικόνες, κάτω από τις οποίες υπάρχουν ξύλινα θωράκια, που φέρουν με ρόμβους από ξύλινους πήχεις επί κυανής επιφάνειας, με φυλλοειδή διακόσμηση σε ερυθρό φόντο στο κέντρο τους. Οι υπόψη εικόνες είναι έξι και σε αυτές παριστάνονται, όπως βλέπουμε από τα αριστερά προς τα δεξιά, ο Άγιος Δημήτριος, η σκηνή της «Κοίμησης της Θεοτόκου», η Θεοτόκος ένθρονη, ο Ιησούς Χριστός ένθρονος, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Άγιος Γεώργιος. Οι δε απλοί κιονίσκοι μεταξύ τους είναι επιχρυσωμένοι, ενώ στα άνωθεν κυανά διάχωρα και στα πλαίσια των θωρακίων εμφανίζονται επιχρυσωμένα πτερυγοειδή μοτίβα. Επίσης, το βημόθυρο της Ωραίας Πύλης απαρτίζεται από δύο φύλλα, όπου απεικονίζονται οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος, και η απόληξη αυτών καλύπτεται με φυλλοειδή σχήματα. Στην δε κορυφή του βημόθυρου υπήρχε τουλάχιστον μέχρι και το έτος 1993, ένα ανάγλυφο απιόσχημο δισκάριο με την παράσταση του «Παντεπόπτη Οφθαλμού» εντός τριγωνικού πλαισίου.
Η νότια γωνιακή απόληξη του ξυλόγλυπτου τέμπλου του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς. Διακρίνονται αποσπασματικά οι μικρογραφίες του ενδιάμεσου διαζώματος, και μέρος της επίστεψης με την ολόσωμη μορφή ενός σαλπιγκτή αγγέλου. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr – Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Άλλα χαρακτηριστικά του ξυλόγλυπτου εικονοστασίου.
Το ενδιάμεσο διάζωμα είναι στενότερο και υποδιαιρείται σε δύο μέρη.
Στο κατώτερο εξ’ αυτών εμφανίζεται η ωραία ολόγλυφη παράσταση της «Αμπέλου», σε οριζόντιο ανάπτυγμα, που από τα κλήματα της αναφύονται μικρά μετάλλια με τις προτομές του Ιησού Χριστού στο κέντρο και των δώδεκα Αποστόλων, ανά έξι εκατέρωθεν αυτού. Ακριβώς πάνω από αυτή την συμβολική απεικόνιση, διατάσσονται δεκαεπτά μικρογραφίες με σκηνές από τα σημαντικά Ευαγγελικά γεγονότα και πρόσωπα[24]. Οι μικρές εικόνες διαθέτουν τοξωτή διαμόρφωση και είναι τοποθετημένες σε απέριττο περιβάλλον κυανού χρώματος, ανάμεσα σε επιχρυσωμένους ακόσμητους κιονίσκους. Αξίζει να επισημανθεί ότι σε παλαιές φωτογραφίες (αρχείο Θεόδωρου Σκούρα) οι μικρογραφίες παρουσιάζονται σε εμφανώς διαφορετική θέση στο διάζωμα, από εκείνη που είχαν πριν την αφαίρεση του τέμπλου κατά την νεότερη αποκατάσταση του μνημείου την περίοδο 2012 – 2018. Αυτή η διαπίστωση συνιστά ακόμα ένα από τα αινίγματα του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, το οποίο αν και τυπικά ενδεχομένως να φαντάζει επουσιώδες, εντούτοις κατά την γνώμη του γράφοντος χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Ίσως σε κάποιο ανύποπτο χρόνο κάποιος εκκλησιαστικός αρμόδιος, που είχε επιφορτιστεί με την εποπτεία του χώρου, να προέβη σε μία αλλαγή της θέσεως των μικρογραφιών στο διάζωμα κατά το δοκούν.
Το πιο αξιοθαύμαστο τμήμα του ξυλόγλυπτου εικονοστασίου είναι η επιχρυσωμένη ενότητα της επίστεψης με τα «λυπηρά» και τις υπέροχες αγγελικές μορφές. Στην κορυφή της ευμεγέθους σύνθεσης προεκτείνεται ελεύθερος ένας σταυρός, φέροντας ζωγραφισμένη την παράσταση του εσταυρωμένου Ιησού Χριστού στο κέντρο του και τις προτομές των τεσσάρων Ευαγγελιστών στις τρίλοβες απολήξεις του, ενώ οι τελευταίες διακοσμούνται με λογχοειδείς βλαστούς και ανθέμια. Δεξιά και αριστερά αυτού διακρίνονται ολόγλυφα τα σύμβολα του Θείου Πάθους, δηλαδή μία λόγχη, ένας σπόγγος στερεωμένος σε κοντάρι, μία τανάλια και καρφιά. Ο δε σταυρός εδράζεται επάνω σε ελλειψοειδές πλαίσιο, όπου απεικονίζεται ο Μυστικός Δείπνος. Εκατέρωθεν του υπόψη πλαισίου υπάρχουν δύο αντεστραμμένοι φτερωτοί δράκοντες[25], με αυτιά μοσχαριού και φολιδωτά σώματα, στα στόματα των οποίων είναι εμπεπηγμένα τα εικονίδια των «λυπηρών», δηλαδή των θλιμμένων ολόσωμων μορφών της Θεοτόκου και του μαθητή Ιωάννη, που ατενίζουν τον εσταυρωμένο. Στην δε προέκταση των δύο μυθικών όντων αναπτύσσεται από μία σειρά μεταλλίων, ανά έξι τον αριθμό (σύνολο δώδεκα), ανάμεσα σε ανθισμένους βλαστούς, όπου απεικονίζονται προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης να βαστούν ξετυλιγμένα ειλητάρια.
Η κεντρική εντυπωσιακή σύνθεση του σταυρού με τα «λυπηρά» και τους αντεστραμμένους φτερωτούς δράκοντες, της επιχρυσωμένης επίστεψης του ξυλόγλυπτου τέμπλου. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr – Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Οι άγγελοι στο ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Μεταξύ των «λυπηρών» και του σταυρού παρεμβάλλονται δύο ολόσωμοι Άγγελοι σε κίνηση, γλυπτοί μόνο στην μία πλευρά του ξύλου, οι οποίοι κρατούν στα χέρια τους από ένα «Άγιο Ποτήριο» και αντικρίζουν επίσης τον κρεμάμενον επί του σταυρού Ιησού Χριστό.
Οι περίβλεπτές βιβλικές μορφές πατούν επί νεφών με γυμνά πόδια και έχοντας συνεπτυγμένες τις φτερούγες τους, ενώ φορούν εκλεπτυσμένα ενδύματα με πλούσια πτύχωση. Στις δύο άκρες της επίστεψης υπάρχουν δύο ακόμα παρόμοιοι καλλιτεχνικά, αλλά γονυπετείς ανυπόδητοι Άγγελοι, οι οποίοι είναι και αυτοί στραμμένοι προς τον εσταυρωμένο ιστάμενοι πάνω σε νέφη, έχοντας ανοιχτές τις φτερούγες. Επίσης, παριστάνονται να χρησιμοποιούν μία σάλπιγγα με το αριστερό τους χέρι και με το δεξί να δείχνουν προς τον σταυρό στο κέντρο του τέμπλου.
Οι τέσσερις αγγελικές μορφές είναι αποσπώμενες και έχουν προσαρμοστεί στην επίστεψη με ειδικά στηρίγματα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Χαράλαμπο Φαράντο, αυτή η φορητότητα τους δεν δηλώνει ούτε διαφορετικό καλλιτέχνη, ούτε άλλη χρονολογία κατασκευής σε σχέση με το υπόλοιπο έργο. Ο δε ξυλογλύπτης που σχεδίασε και έφτιαξε το εικονοστάσιο, πρέπει να ήταν πολύ επιδέξιος και να διέθετε μεγάλη εμπειρία ως προς την σύλληψη και απόδοση της πλαστικότητας των διακοσμητικών θεμάτων, τα οποία είναι δημιουργημένα με καλαισθησία και ορθολογισμό. Μάλιστα η εκτέλεση της εργασίας του είναι απολύτως επιμελημένη και μικροτεχνική, έχοντας απομακρυνθεί τελείως από την αδρότητα των εκκλησιαστικών ξυλόγλυπτων προτύπων, προσδίδοντας στο θαυμαστό τέμπλο μια ιδιαίτερη χωρική αρμονία, απαλείφοντας έτσι την αίσθηση της ασυμβατότητας του με το μέγεθος του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, λόγω της εκτεταμένης επιφάνειας του.
Η βόρεια γωνιακή απόληξη του ξυλόγλυπτου τέμπλου, όπου κυριαρχεί η μορφή του ενός περίβλεπτου αγγέλου, ο οποίος σαλπίζει στρεφόμενος προς τον σταυρό στο κέντρο της επίστεψης. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr – Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Η χρονολόγηση του ξυλόγλυπτου εικονοστασίου.
Η χρονολόγηση του ξυλόγλυπτου εικονοστασίου μπορεί να στηριχτεί σε ορισμένα αδιαφιλονίκητα αποδεικτικά στοιχεία, όπως ορθά συμπεραίνει ο Χαράλαμπος Φαράντος.
Τα έγγραφα τεκμήρια εντοπίζονται στην Δεσποτική και εφέστια εικόνα της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», όπου αναγράφεται το έτος 1898, καθώς και στην πίσω όψη ενός εκ των θωρακίων, όπου αποτυπώνονται χαραγμένα το έτος 1899, το όνομα Γ. Κ. Σ. Στρατής και το ιχνογράφημα μίας ανθρώπινης μορφής, η οποία φαίνεται να προτείνει με το αριστερό της χέρι κάποιο εργαλείο. Όλες οι υπόλοιπες εικονογραφήσεις του τέμπλου και οι αγιογραφίες κατά πάσα πιθανότητα είναι έργα του ίδιου ζωγράφου, εμφανίζοντας ένα αμυδρά λαϊκό ύφος, και εκτιμάται ότι φιλοτεχνήθηκαν παράλληλα ή λίγο μετά από την προσαρμογή της ξυλόγλυπτης κατασκευής στο καθολικό της μονής Χιλιαδούς. Επιπλέον, οι τεχνοτροπικές λεπτομέρειες των διακοσμημένων μελών του, εμμέσως πλην σαφώς, φανερώνουν πως πρόκειται για δημιούργημα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω δεδομένα, μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι οι μοναχοί διαθέτοντας την οικονομική δυνατότητα, παράγγειλαν το εικονοστάσιο στην δύση της δεκαετίας του 1890, και οι απαιτούμενες κατασκευαστικές εργασίες ενδεχομένως να είχαν ολοκληρωθεί την χρονολογία 1899, η οποία είναι χαραγμένη στο αναφερόμενο θωράκιο.
Κατά τον Χαράλαμπο Φαράντο το ωραιότατο τέμπλο του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, πιθανότατα φιλοτεχνήθηκε από έναν ξυλογλύπτη με καταγωγή από την Ήπειρο, με γνώμονα την διαπιστωμένη μετακίνηση συναφιών τεχνιτών από την συγκεκριμένη περιοχή στην Ευβοϊκή περιφέρεια, ιδιαίτερα μετά το έτος 1830, όταν προσαρτήθηκε η νήσος στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Άλλωστε αυτές οι ομάδες μαστόρων έχουν αφήσει στην πολιτιστική κληρονομιά της Εύβοιας σπουδαία έργα ξυλογλυτικής, αρχιτεκτονικής, λιοθογλυπτικής, γεφυροποιίας κ. α.. Ενδεχομένως μάλιστα το όνομα Γ. Κ. Σ. Στρατής, που είναι χαραγμένο στο θωράκιο, να ανήκει στον κατασκευαστή του τέμπλου, ο οποίος να θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αφήσει την υπογραφή του στο έργο του. Επίσης, παραπλήσιο είναι και το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στους γειτονικούς Στρόπωνες, όμως ο Χαράλαμπος Φαράντος υπογραμμίζει ότι η διαφαινόμενη ομοιότητα δεν υποδηλώνει απαραίτητα και την ύπαρξη ντόπιων τεχνιτών.
Η πίσω όψη ενός από τα ξύλινα θωράκια του τέμπλου, όπου εμφανίζεται το ιχνογράφημα μίας ανθρώπινης μορφής και διακρίνονται χαραγμένα το όνομα Γ. Κ. Σ. Στρατής και η χρονολογία 1899. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr – Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα.
Ο Ηπειρώτης μάστορας του καθολικού.
Η εκδοχή περί της απασχόλησης ενός Ηπειρώτη μάστορα, στην περίπτωση του καθολικού της μονής Χιλιαδούς, ενισχύεται και από την ιδρυτική παράδοση της Λάμαρης, που την αποθησαυρίζει ο αείμνηστος Λαμαριώτης Δημήτριος Κοκονός[26], στο σχετικό βιβλίο του για το παρελθόν και την λαογραφία του παρακείμενου οικισμού.
Ο ακάματος μελετητής της τοπικής ιστορίας παραθέτει ότι οι πρώτοι κάτοικοι προέρχονταν από τα χωριά της εύφορης κοιλάδας της Λάμαρης στις εκβολές του ποταμού Λούρου, βορείως της Πρέβεζας. Αυτοί οι Λαμαριώτες της Ηπείρου είχαν ακολουθήσει την μαζική αποχώρηση των Σουλιώτων από τις πατρογονικές εστίες τους, όταν ο διαβόητος Αλή Πασάς υπέταξε το Σούλι στα 1803. Στην πορεία ένας αριθμός εξ’ αυτών κατέφτασε στη Χαλκίδα, όπου σύμφωνα με τις προφορικές διηγήσεις φέρονται να συνάντησαν έναν συντοπίτη τους, που ασκούσε το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα για λογαριασμό των Οθωμανικών αρχών. Εκείνος τους βοήθησε και τους συμβούλευσε να συνεχίσουν προς τα ορεινά μέρη της Ευβοίας, όπου θα έβρισκαν και άλλους συμπατριώτες τους. Έτσι, εννέα οικογένειες Λαμαριωτών προχώρησαν προς υπώρειες του όρους Δίρφυς και αφού προσπέρασαν τις τοποθεσίες της Στενής και των Στροπώνων, εγκαταστάθηκαν τελικά στην σημερινή Λάμαρη, κρίνοντας το μέρος ως περισσότερο ασφαλές, καθώς ήταν απομονωμένο και δυσπρόσιτο σε πειρατές και Τούρκους. Ίσως λοιπόν οι απόγονοι αυτών των Ηπειρωτών μετοίκων, συνδεόμενοι με δεσμούς σεβασμού και ευλάβειας με το μοναστήρι της Χιλιαδούς, ενδεχομένως να πρότειναν στους μοναχούς να παραγγείλουν την κατασκευή του τέμπλου σε έναν γνωστό ξυλοτεχνίτη από την Ήπειρο, που περιόδευε στην νήσο στα τέλη του 19ου αιώνα αναζητώντας εργασία, παρακινούμενοι από τις απώτερες κοινές γεωγραφικές καταβολές τους.
Το γύψινο γλυπτό της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, που βρίσκονταν στην κόγχη πάνω από την κύρια είσοδο του καθολικού, και το οποίο συγκαταλέγονταν στα ιδιαίτερα γνωρίσματα του Ευβοϊκού μνημείου. Πηγή φωτογραφίας: arxeiomnimon.gak.gr – Αρχείο Θεόδωρου Σκούρα. Ψηφιακή επεξεργασία: Βάγιας Κατσός.
Κατακλείδα.
Δίχως αμφιβολία το καθολικό της μεσοβυζαντινής μονής Χιλιαδούς αποτελεί έναν από τους ανεκτίμητους πολιτιστικούς θησαυρούς της Εύβοιας.
Το μνημείο διαθέτει μία ιδιόμορφη φυσιογνωμία που το καθιστά απαράμιλλο, τόσο εξαιτίας της αρχιτεκτονικής του μετατροπής, η οποία απέκρυψε το αρχικό ναοδομικό πρωτότυπο, όσο και για τα ιδιαίτερα και μάλλον αινιγματικά γνωρίσματα του, όπως το γύψινο γλυπτό της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας μαζί με την παράδοξη καταχύστρα πάνω από την κύρια είσοδο, αλλά και οι δύο κρύπτες στην οροφή. Το δε ωραιότατο τέμπλο του με την άκρως εντυπωσιακή επίστεψη είναι ένα κομψοτέχνημα ξυλογλυπτικής, έργο ενός χαρισματικού τεχνίτη, πιθανότατα με καταγωγή από την Ήπειρο, ενώ παράλληλα συνιστά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της καλλιτεχνικής τάσης των επαρχιακών εικονοστασίων του 19ου αιώνα. Εν κατακλείδι, ας ελπίσουμε ότι η πρόσφατη κτιριακή αποκατάσταση θα καταστεί το εφαλτήριο για την ανάδειξη ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, βγάζοντας τον από τα στενά τοπικά όρια και προσδίδοντας σε αυτόν μία ευρύτερη εμβέλεια, έτσι ώστε να αποκτήσει πλέον την θέση που του αρμόζει ανάμεσα στα υπόλοιπα επιφανή εκκλησιαστικά μνημεία της Εύβοιας.
Παραπομπές
[1] Το μικτό δάσος της Στενής εκτείνεται σε μία έκταση 5.000 στρεμμάτων περίπου και σχηματίζεται από δέντρα Κεφαλληνιακής ελάτης, πεύκα, καστανιές, βελανιδιές και άλλα είδη. Έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο «Natura», ενώ συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 19 δάση της χώρας, που έχουν χαρακτηριστεί αισθητικά, δηλαδή ως δασωμένες εκτάσεις με θαυμάσιο φυσικό κάλλος και εξαιρετικής αξίας αναψυχής, για τα οποία επιβάλλεται η διαφύλαξη της οικολογικής τους ιδιοσυγκρασίας.
[2] Η παραλία της Χιλιαδούς είναι από τις γνωστότερες της Εύβοιας και αποτελεί ένα δημοφιλή τουριστικό προορισμό την θερινή περίοδο, καθόσον οι βραχώδεις καταπτώσεις με την οργιώδη βλάστηση σε συνδυασμό με την πανέμορφη ακρογιαλιά συνθέτουν ένα τοπίο άγριας ομορφιάς, μία εικόνα που γίνεται ακόμα πιο ζωηρή όταν φυσούν δυνατοί άνεμοι στο Αιγαίο πέλαγος δημιουργώντας ορμητικά κύματα. Εκτός από τους απλούς παραθεριστές και φυσιολάτρες, τα απότομα βράχια της ακτογραμμής προσελκύουν αρκετούς αθλητές της αναρρίχησης. Επίσης, έχει συσταθεί και «Όμιλος Φίλων Χιλιαδούς», με σκοπό την προστασία της παραλίας.
[3] Η πρόσβαση στην τοποθεσία της Παναγίας Χιλιαδούς μπορεί να γίνει και από την Κύμη, ακολουθώντας μία αρκετά δύσκολη και ορεινή διαδρομή 31 χιλιομέτρων, που διέρχεται από τον οικισμό Μετόχι και βορείως του οικισμού Κούτουρλα.
[4] Ενδεικτικά, το υπόψη τοπωνύμιο καταγράφεται και στις περιοχές των Ευβοϊκών χωριών Γαλατσώνα, Καμμάρια, Λίμνη, Βρύση, Κήποι, Πράσινο (Καλέντζι), Τραχήλι, Ωρολόγιο, Οχτωνιά αλλά και στην Χαλκίδα («Συλλογή τοπωνυμίων της νήσου Ευβοίας», Δημήτριος Δεμερτζής, ΑΕΜ, τόμος ΙΑ’, σελίδες 174 – 251, Αθήνα, 1964). Επίσης, εντοπίζεται στην πόλη του Βόλου, στην Ναύπακτο, στην Φωκίδα, στην Χαλκιδική, κ.α..
[5] Κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπήρξε και άλλη μία Θεοδώρα αρχοντικών καταβολών, πλην όμως δεν διαθέτει ένα καθαρά αυτοκρατορικό γόητρο. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1146 και ήταν κόρη του σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού (π. 1113 – μετά το 1154/1159), ενώ σε ηλικία δεκατριών ετών δόθηκε ως σύζυγος στον Φράγκο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο Γ’ των Ανζού (1143 – 1162). Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του στα 1162, η Θεοδώρα «Καλουσινή» Κομνηνή συνδέθηκε παράνομα με τον τυχοδιώκτη συγγενή της και μετέπειτα αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό (1183 – 1185), αποκτώντας μαζί του δύο εξώγαμα τέκνα. Από το έτος 1182 και έπειτα αγνοείται η τύχη της.
[6] «Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Γαλατάκη Β. Ευβοίας», Βασίλης Ν. Δούκουρης, σελίδες 18 – 19, σημείωση 8, έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Γαλατάκη, Λίμνη, 2008.
[7] «Το Εικοσιένα στην Εύβοια», Δημήτρη Δεμερτζή, Σπύρου Κοκκίνη, σελίδα 70, εκδόσεις «Δεσμός», Χαλκίδα, 1962. & «Ο Νικόλαος Κριεζώτης», Γιώργος Ι. Ντεγιάννης, τόμος Α’, σελίδα 146, έκδοσις ΕΕΣ (παράρτημα του ΙΔ’ τόμου ΑΕΜ), Αθήνα, 1967.
[8] «Τα Μοναστήρια της Ελλάδος (Οδηγός – Ιστορία – Θησαυροί – Βιβλιογραφία)», Σπύρος Κοκκίνης, σελίδες 179 και 230, εκδόσεις «Εστία», Αθήνα, 1976.
[9] Για το έτος 1836 δεν σημειώνεται καμία ποσότητα καρυδιών στην εν λόγω φορολογική κατάσταση.
[10] «Τα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική, και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος», Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, τόμος Γ’, σελίδα 69, εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου, Αθήναι, 1854.
[11] «Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος, περιέχων τα ονόματα, τας αποστάσεις και τον πληθυσμόν των Δήμων, πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων», Ι. Δ. Σταματάκης, έκδοση 2η βελτιωμένη, σελίδα 86, εκ του Τυπογραφείου Γ. Βλασσαρίδου, Αθήναι, 1863.
[12] «Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας, 500 χρόνια ζωής και μαρτυρίας», πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Μ. Φούσκας, σελίδα 55, έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας Ευβοίας, 1988.
[13] «Ορθόδοξα Ελληνικά Μοναστήρια – Προσκυνηματικός Οδηγός», Δημήτριος Θ. Κόκορης, τρίτη έκδοσις, σελίδες 339 – 340, ιδιοέκδοση, Αθήνα, 2002. Η αναφερόμενη γυναικεία αδελφότητα είχε εγκατασταθεί στον Άγιο Νικόλαο Άνω Βάθειας περί το 1937/1938, ενώ η μονή διαλύθηκε το 1958 και επανιδρύθηκε το 1963.
[14] «Η αποκάλυψη των φυσικών και ιστορικών θησαυρών της Εύβοιας», Αλέξανδρου Καλέμη, δεύτερη έκδοση, σελίδα 210, εκδόσεις Κίνητρο Ε. Καλέμη, Αθήνα, 2002.
[15] «Ευβοϊκή Μοναστηριολογία», Χρυσόστομος Θέμελης, Επίσκοπος Θαυμακού, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τόμος ΙΒ’, σελίδα 105, Αθήνα, 1965.
[16] Η σύνταξη της μελέτης για την συντήρηση και αποκατάσταση του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, ανατέθηκε από την Ιερά Μονή Μακρυμάλλης και κατόπιν σχετικής εγκρίσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, στο γραφείο του αρχιτέκτονα μηχανικού Σωτήρη Βογιατζή, η οποία και υποβλήθηκε στην τότε 23 Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (συγχωνεύτηκε το έτος 2014 στην νεοσύστατη Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας) και εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟΤ/ΔΑΒΜΜ/11874/214/11.2.2011 απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού.
[17] Το υπόψη ποίημα του Χαράλαμπου Μπούσια παρατίθεται σε ψηφιακή μορφή στο ιστολόγιο http://www.pemptousia.gr/paraklitikos-kanonas-stin-panagia-chiliadou.
[18] Ο Σωτήρης Βογιατζής είναι διδάκτορας της ιστορίας της αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έχει συγγράψει πολλές επιστημονικές μελέτες για διάφορα εκκλησιαστικά Βυζαντινά μνημεία του Ελληνικού χώρου.
[19] Από παλαιές φωτογραφίες διαπιστώνεται ότι το υπόψη γλυπτό διέθετε αρχικά χρυσό χρωματισμό.
[20] Πριν την ανακαίνιση του μνημείου, το ανατολικό τμήμα της στέγης και οι κόγχες του Ιερού Βήματος ήταν καλυμμένα με σχιστόπλακες, ενώ τα άλλα δύο τμήματα έφεραν πλατιά κεραμίδια.
[21] Ο Χαράλαμπος Φαράντος συσχετίζει την ανέγερση του καθολικού της μονής Χιλιαδούς με την χρονολογία οικοδόμησης του μοναστηριακού ναού της Παναγίας στα Έρια, που θεωρείται πιο επιβεβαιωμένα ως κτίσμα του 12ου ή των αρχών του 13ου αιώνα, βασιζόμενος στην παραδοσιακή αντίληψη ότι και τα δύο καθιδρύματα φέρονταν να είχαν την ίδια αυτοκρατορική κτητόρισσα και άρα θα έπρεπε να ήταν και της ιδίας περιόδου.
[22] Οι πληροφορίες για τους σεισμούς που παρατίθενται στο παρόν άρθρο, προέρχονται από το βιβλίο «Οι Σεισμοί της Ελλάδας» των Βασίλη και Κατερίνας Παπαζάχου, εκδόσεις «Ζήτη Πελαγία & ΣΙΑ Ο.Ε.», Θεσσαλονίκη, 2003.
[23] Από το γραφείο του αρχιτέκτονα Σωτήρη Βογιατζή, είχε προταθεί αντί της επανατοποθέτησης του ξυλόγλυπτου εικονοστασίου στο καθολικό, μετά την αποπεράτωση της συντήρησης του, να κατασκευαστεί στην θέση του ένα μαρμάρινο τέμπλο, που θα προσιδίαζε σε εκείνο των μέσων Βυζαντινών χρόνων, λαμβάνοντας υπόψη ότι κάτι τέτοιο ταίριαζε στην περίοδο της πρώτης αυθεντικής οικοδομικής φάσης του ναού. Όμως αυτή η εισήγηση δεν έγινε αποδεκτή από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Κατά την γνώμη του γράφοντος, η υπόψη προτεινόμενη ενέργεια θα μπορούσε να υλοποιηθεί, με την προϋπόθεση ότι υπήρχε η δυνατότητα να εκτεθεί πλήρες το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο, σε κατάλληλη αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου Λάμαρης, μαζί με το γύψινο γλυπτό της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας, το ανάγλυφο θωράκιο και άλλα κειμήλια, συνοδευόμενα από πληροφοριακές πινακίδες σχετικές με την ιστορία της μονής Χιλιαδούς και την αρχιτεκτονική του ναού.
[24] Στην εκκλησιαστική τέχνη αυτό το ενδιάμεσο διάζωμα του εικονοστασίου χαρακτηρίζεται και ως «ζώνη του Δωδεκάορτου», καθώς συνήθως στις μικρογραφίες απεικονίζονται οι δώδεκα σημαντικότερες εορτές του Ορθόδοξου λειτουργικού έτους. Όμως στην περίπτωση του ναού της Παναγίας Χιλιαδούς, μία τέτοια επωνυμία είναι μάλλον καταχρηστική, με δεδομένο σε αυτό το τμήμα του τέμπλου εμφανίζονται περισσότερες αγιογραφικές παραστάσεις.
[25] Σύμφωνα με τους θεολόγους, οι συμβολικές παραστάσεις των δρακόντων στις επιστέψεις των Ορθόδοξων τέμπλων επιδέχονται διπλής ερμηνείας. Τα υπερφυσικά όντα θεωρούνται είτε προστάτες του σταυρού, είτε αντιπροσωπεύουν το κακό και έτσι τοποθετούνται κάτωθεν του σταυρού, που τους κατατροπώνει με την δύναμη του καλού.
[26] Ο Δημήτριος Κοκονός (1924 – 2007) γεννήθηκε στον Αϊ Γιώργη της Λάμαρης και υπήρξε κατ’ επάγγελμα τελωνειακός υπάλληλος. Από το 1992 ασχολήθηκε ενεργά με τα κοινά της ιδιαίτερης πατρίδας του, αναλαμβάνοντας την προεδρία του συλλόγου των απανταχού Λαμαριωτών, μία θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 2001. Ανάμεσα στις σημαντικές δραστηριότητες του συγκαταλέγονται η έκδοση του βιβλίου «Λάμαρη Ευβοίας» το 1993 και η ίδρυση του Λαογραφικού Μουσείου Λάμαρης το 1996.