David Jacoby – Μετάφραση: Γιώργος Λόης.
Μια συναρπαστική μελέτη του Πανεπιστημιακού καθηγητή David Jacoby μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά, αποκλειστικά για το Square history.
Μετάφραση: Γιώργος Λόης.
Επιμέλεια δημοσίευσης στο Square History: Βάγιας Κατσός.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Relation du pèlerinage à Jérusalem de Nicolas de Martoni, notaire italien (1394-1395)», (p. 650 and 654), L. Le Grand, Revue de l’ Orient Latin 3, , 1895.
2. «La féodalité en Grèce médiévale. Les “Assises de Romanie”: sources, application et diffusion», D. Jacoby, Paris-The Hague, 1971.
3. «Les Ghisi, dynastes vénitiens dans l’ Archipel, 1207-1390», R. J. Loenerz, Florence, 1974.
4. «Urkunden zur älteren Handels und Staatsgeschichte der Republik Venedig», G. L. F. Tafel and G. M. Thomas eds., 3 vols. (Vienna, 1856-1857).
5. «Les seigneur’s tierciers de Négrepont de 1205 à 1280. Regestes et documents», R. -J. Loenerz, Byzantion 35, 1965, revised edn in IDEM, Byzantina et Franco-Graeca, Storia e Letteratura, 118 and 145, Rome, 1970-1978.
6. «La consolidation de la domination de Venise dans la ville de Négrepont (1205-1390): un aspect de sa politique colonial», D. Jacoby, in Ch. A. Maltezou and P. Schreiner eds., Bisanzio, Venezia e il mondo franco-greco (XIII -XV secolo). Atti del Colloquio Internazionale organizzato nel centenario della nascita di Raymond-Joseph Loenertz, O.P., Venezia, 1-2 Dicembre 2000, Venice, 2002.
7. «Istoria di Romania», Sanudo Torsello, new edn., by E. Papadopoulou, National Hellenic Research Foundation, Institute for Byzantine Research, Sources, 4, Athens, 2000.
8. «The Towers of Euboea: Lombard or Venetian; Agrarian or Strategic», eds. P. Lock and G. D. R. Sanders, Oxbow Monographs, 59, Oxford, 1996.
9. «Les archontes grecs et la féodalité en Morée franque», D. Jacoby, Travaux et Mémoires 2, 1967, pp. 451-59, repr. in IDEM, Société et démographie à Byzance et en Romanie latine, Variorum: London, 1975, no. VI.
10. «Migrations familiales et stratégies commerciales vénitiennes aux XIIe et XIIIe siècles», D. Jacoby, in Migrations et diasporas méditerranéennes (Xe-XVIe siècles), eds. M. Balard and A. Ducellier, Byzantina Sorbonensia, 19, Paris, 2002.
11. «Storia di Venezia dalle origini alla caduta della Serenissima», D. Jacoby, II, L’ età del Comune, eds. G. Cracco and G. Ortalli, Rome, 1995.
12. «Dalla materia prima ai drappi tra Bisanzio, il Levante e Venezia: la prima fase dell’ industria serica veneziana», D. Jacoby, in La seta in Italia dal Medioevo al Seicento. Dal baco al drappo, eds. L. Mola, R.C. Mueller and C. Zanier, Venice, 2000.
13. «Migration and Settlement in Latin Greece: the Impact on the Economy», D. Jacoby in Die Kreuzfahrerstaaten als multikulturelle Gesellschaft. Einwanderer und Minderheiten im 12. und 13. Jahrhundert, ed. H. E. Mayer, Schriften des Historischen Kollegs, Kolloquien 37, Munich, 1997.
14. «Les Latins dans les villes de Romanie jusqu’en 1261: le versant méditerranéen des Balkans», D. Jacoby, in Byzance et le monde extérieur, ed. M. Balard, Byzantina Sorbonensia, Paris, 2003.
15. «Greeks in the Maritime Trade of Cyprus around the Mid-Fourteenth Century», D. Jacoby, in Κύπρος και Βενετία: Κοινές ιστορικές τύχες = Cipro-Venezia: Comuni sorti storiche (Atti del symposio internazionale, Atene, 1-3 marzo 2001), ed. Ch. Maltezou, Venice, 2002.
16. «The Production of Silk Textiles in Latin Greece», D. Jacoby, στο Τεχνογνωσία στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα. Ημερίδα 8 Φεβρουαρίου 1997, Gennadius Library, Athens, 2000.
17. «The Papacy and the Levant (1204-1571), II: The Fifteenth Century», K. M. Setton, Philadelphia, 1978.
18. «Les Vénitiens naturalisés dans l’ Empire byzantin: un aspect de l’ expansion de Venise en Romanie du XIIle au milieu du XVe siècle», D. Jacoby, Travaux et Mémoires 8 (1981) (= Hommage à M. Paul Lemerle), pp. 217-35, repr. in D. Jacoby, Studies, no. IX.
19. «Benjamin of Tudela in Byzantium», D. Jacoby, in Χρυσή Πόρτα/Zlatyia Vrata: Essays presented to Ihor Ševčenko on his Eightieth Birthday by his Colleagues and Students, eds. P. Schreiner and O. Strakhov, Cambridge, Mass., 2002 (Palaeoslavica 10/1 [2002]).
20. «Venice and the Venetian Jews in the Eastern Mediterranean», D. Jacoby, in Gli Ebrei e Venezia (secoli XIV-XVIII), ed. G. Cozzi, Milano, 1987.
21. «On the Status of the Jews in the Venetian Colonies», D. Jacoby, Zion. Quarterly for Research in Jewish History 28 (1962-63), 59-64 (in Hebrew).
22. «Les Juifs à Venise du XIVe au milieu du XVIe siècle», D. Jacoby, in Venezia, centro di mediazione tra Oriente e Occidente (secoli XV-XVI): aspetti e problemi. Atti del II Convegno internazionale di storia della civiltà veneziana, Venezia, 1973, eds. H.-G. Beck, M. Manoussacas and A. Pertusi, 3 vols, Florence, 1977.
23. «Inquisition and Converts in Candia and Negropont from the fourteenth to the sixteenth century», D. Jacoby, Sefunoth. Annual for Research on the Jewish Communities in the East 8, 1964.
24. «La presa di Negroponte fatta dai Turchi ai Veneziani nel MCCCCLXX», Giacomo Rizzardo, ed. E.A. Cicogna, Venice, 1843.
Εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή (σ.τ.μ):
O επίτιμος καθηγητής David Jacoby, του Τμήματος Ιστορίας του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, είναι ένας από τους πλέον καταξιωμένους ακαδημαϊκούς που έχουν ασχοληθεί με τη μεσαιωνική ιστορία της Εύβοιας.
Σε μία από τις εμπεριστατωμένες μελέτες του με τίτλο: «The Demographic Evolution of Euboea under Latin Rule, 1205-1470», η οποία δημοσιεύτηκε το 2004, παρέχονται σημαντικές πληροφορίες για την σύνθεση και τις μεταβολές του πληθυσμού της Εύβοιας κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας της νήσου, αντλημένες μέσα από πρωτογενείς πηγές, όπως οι ονομαστικές καταχωρίσεις στα επίσημα αρχεία της Βενετίας. Επίσης, αποκαλύπτονται ορισμένες κρυμμένες πτυχές της καστροπολιτείας της Χαλκίδας, του μεσαιωνικού Νεγροπόντε, που είχαν διχάσει τους ερευνητές στο παρελθόν προκαλώντας έντονες διαφωνίες μεταξύ τους, όπως το ακανθώδες ζήτημα αν βρίσκονταν πάντοτε η Εβραϊκή συνοικία εντός των τειχών της πόλης.
Αυτή την εξαιρετική πραγματεία του κ. David Jacoby επιδιώξαμε να τη μεταφράσουμε για πρώτη φορά στα Ελληνικά και να την αναδημοσιεύσουμε στο Square history, με γνώμονα την ελεύθερη μετάδοση των ιστορικών γνώσεων σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Έτσι λοιπόν, ο υποφαινόμενος επικοινώνησε μαζί του μέσω email υποβάλλοντας σχετικό αίτημα αδειοδότησης, στο οποίο ο Ισραηλινός καθηγητής ανταποκρίθηκε άμεσα και θετικά, με μόνη προϋπόθεση να λάβει ο ίδιος ένα αντίγραφο της εργασίας για έγκριση πριν την δημοσίευση της. Μετά το πέρας της τυπικής διαδικασίας, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον κ. David Jacoby για την συναίνεση του, μία ενέργεια που φανερώνει το αληθινά έμπρακτο ενδιαφέρον του για την ιστορία της Εύβοιας και κατ’ επέκταση της Ελλάδας.
Όσον αφορά το τεχνικό μέρος της απόδοσης και προσαρμογής του κειμένου από την Αγγλική γλώσσα, ακολουθήθηκε η μεθοδολογία της μετάφρασης «λέξη προς λέξη», με ελάχιστη απόκλιση από την πρωτότυπη φρασεολογία κυρίως σε ιδιωματικούς όρους, προκειμένου να καταστούν κατανοητοί με το Ελληνικό νόημα τους. Όπου διαφαίνονταν ότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μία παρεκτροπή από το αυθεντικό κείμενο του κ. David Jacoby ή απαιτούνταν να γίνει ένα διευκρινιστικό σχόλιο, τοποθετήθηκε εντός παρενθέσεως μία σύντομη σημείωση του μεταφραστή (σ.τ.μ.). Επίσης, αφαιρέθηκε το μεγαλύτερο μέρος των βιβλιογραφικών παραπομπών και προτιμήθηκε οι κυριότερες από τις πηγές να παρατεθούν ως ενδεικτική βιβλιογραφία, καθόσον η παρουσίαση της μεταφρασμένης μελέτης έχει σκοπό να προσελκύσει τους απλούς αναγνώστες και η επιστημονική τεκμηρίωση της θεωρείται πλέον ως δεδομένη. Τέλος, προστέθηκαν υπότιτλοι στα κεφάλαια, για ακόμη ευκολότερη εμπειρία ανάγνωσης του κειμένου. Για οποιεσδήποτε συγκρίσεις σχετικά με την πιστότητα της απόδοσης στην Ελληνική γλώσσα, το πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο παρατίθεται αυτούσιο σε αρχείο μορφής pdf στον ιστότοπο www.academia.edu στην ενότητα με τις παραχωρημένες μελέτες του κ. David Jacoby.
Η γεωγραφική εγγύτητα της Εύβοιας με την ηπειρωτική Ελλάδα επηρέασε την δημογραφική εξέλιξη της νήσου επί Λατινοκρατίας. Φωτό: Η πρώτη πανοραμική φωτογραφία της Χαλκίδας (1860-70). Φωτογράφος: Μάριος. Ψηφιακή αποκατάσταση: Β. Κατσός.
«Η δημογραφική εξέλιξη της Εύβοιας κάτω από τη Λατινική κυριαρχία, 1205 – 1470».
David Jacoby, Εβραϊκό Πανεπιστήμιο Ιερουσαλήμ, 2004.
Από την απώτερη φύση τους τα νησιά αλληλεπιδρούν με την περιβάλλουσα θάλασσα. Η θάλασσα είναι πηγή τροφής, πλούτου και ευμάρειας, που παράγεται από την αλιεία, την ναυσιπλοΐα, το εμπόριο και τους μετανάστες, αλλά επίσης και του κακού.
Τα πλοία διακόμιζαν την πανούκλα από λιμάνι σε λιμάνι. Επιπλέον αυτά μετέφεραν εχθρούς, εισβολείς, κουρσάρους και πειρατές, διαταράσσοντας την κοινωνική και οικονομική ζωή, επιφέροντας την καταστροφή και εξαναγκάζοντας σε μετατόπιση, απέλαση και υποδούλωση τους πληθυσμούς. Αυτοί οι παράγοντες καταδεικνύονται επαρκώς από την δημογραφική εξέλιξη της Εύβοιας, στην περίοδο που εξετάζεται σε αυτό το σύγγραμμα, μολονότι η νήσος διαφέρει από τα άλλα νησιά του Αιγαίου με δύο τρόπους: από το μεγάλο της μέγεθος και από την εγγύτητα της στην ηπειρωτική Ελλάδα[1]. Αυτή η εγγύτητα, η οποία είχε τόσο θετικές όσο και αρνητικές επιπτώσεις, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής στην σύνδεση των εξελίξεων στην Εύβοια και στην Ελληνική ενδοχώρα. Ο σύνδεσμος μεταξύ τους ενισχύονταν από τη γέφυρα, που έβαινε επί του πορθμού του Ευρίπου στο στενότερο σημείο του[2].
Οι πληροφορίες που αφορούν την Εύβοια από το 1205 έως το 1470 είναι αρκετές. Προέρχονται κυρίως από Βενετσιάνικα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία δεν αποτελούν έκπληξη υπό το πρίσμα του κύριου πολιτικού ρόλου της Βενετίας στη νήσο αυτήν την περίοδο. Πολλά από αυτά τα έγγραφα είναι ακόμα αδημοσίευτα και μερικά από αυτά χρησιμοποιούνται παρακάτω[3]. Αυτές οι αποδείξεις παραμένουν λίγο έως πολύ αποσπασματικές και ατελείς, εμφανίζοντας ιδιαίτερη ανεπάρκεια σε σχέση με τις δημογραφικές εξελίξεις. Πράγματι, οι πηγές δεν καλύπτουν στο ίδιο εύρος τα αστικά και αγροτικά τμήματα του Ευβοϊκού πληθυσμού, ούτε τα κύρια εθνοτικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά συστατικά του, δηλαδή τους Έλληνες, τους Λατίνους και τους Εβραίους. Επιπρόσθετα, παρέχουν μόνο λίγα ποσοτικά δεδομένα. Κατά συνέπεια είναι δυνατόν να αναδομηθούν μόνο οι κύριες τάσεις της δημογραφικής εξέλιξης της Εύβοιας, αφού η τελευταία υπεισέρχεται σε ένα σχετικό πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο.
Το κάστρο στη μέση του πορθμού του Ευρίπου. Οι εκατέρωθεν γεφυρώσεις του ένωναν την Εύβοια με την ηπειρωτική Ελλάδα και καθιστούσαν ευχερείς τις μεταξύ τους πληθυσμιακές μετακινήσεις. Φωτογραφία του Ναυάρχου Μένσελ, τραβηγμένη από το σπίτι του στις 18-5-1870.
Η αρχή της Λατινοκρατίας.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε με ένα συνοπτικό περίγραμμα των πολιτικών καταστάσεων στην Εύβοια από το 1205 έως το 1470.
Ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός (Boniface of Montferrat), αυθέντης της Θεσσαλονίκης (1204 – 1207), κατέλαβε την Εύβοια την άνοιξη του 1205[4] και τον Αύγουστο τη χώρισε σε τρία φέουδα, τα οποία παραχώρησε σε ευγενείς από τη Βερόνα. Οι κάτοχοι αυτών των ηγεμονιών και οι διάδοχοι τους αποκαλούνται γενικότερα «τρίαρχοι»[5], λόγω του ένα τρίτου της νήσου που εξουσίαζε ο καθένας από αυτούς. Επιπρόσθετα, εξαιτίας της καταγωγής τους θεωρούνταν «Λομβαρδοί» και επίσης αυτό ήταν το όνομα που ανταποκρίνονταν στους υπηκόους τους. Ο Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι (Ravano dalle Carceri) ένωσε τις τρεις ηγεμονίες κάτω από την κυριαρχία του για μία βραχεία περίοδο, από το 1208 έως το 1216, αλλά μετά τον θάνατο του, αναδύθηκαν εκ νέου σαν ξεχωριστές πολιτικές μονάδες[6].
Η Βενετία ίδρυσε μία βάση προφυλακής στο Νεγροπόντε στα 1211, μετά την απόκτηση μίας εκκλησίας και λίγων επιπρόσθετων κτιρίων, που εκχωρήθηκαν από τον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι. Η Γαληνότατη Δημοκρατία επέκτεινε βαθμιαία την ιδιοκτησία της στην πόλη τα επόμενα χρόνια. Το 1256 είχε καταφέρει να συνενώσει τις διάσπαρτες αστικές κτήσεις της σε μία συμπαγή συνοικία απολαμβάνοντας μία κατάσταση ετεροδικίας. Η συνοικία της εκτείνονταν πάνω σε ένα μεγάλο τομέα του Νεγροπόντε και κάλυπτε ολόκληρη τη δυτική πτέρυγα της πόλης, κατά μήκος της οποίας αγκυροβολούσαν τα πλοία. Φαίνεται ότι αυτά τα όρια επιτεύχθηκαν στα 1256 και διατηρήθηκαν μέχρι το 1390. Ο μη Βενετσιάνικος τομέας του Νεγροπόντε εξουσιάζονταν συλλογικά από τους Λομβαρδούς δυνάστες από τον θάνατο του Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι στα 1216. Κατά τον 14ο αιώνα η Βενετία σταδιακά επέκτεινε την δικαιοδοσία της πέρα από τα όρια της συνοικίας της και εις βάρος των «τρίαρχων» και τελικά ένωσε την πόλη υπό την αποκλειστική εξουσία της στα 1390.
Η σημαία της Βενετίας με το φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου. Σύμφωνα με τον David Jacoby, η Γαληνότατη Δημοκρατία ίδρυσε μία βάση προφυλακής στο Νεγροπόντε στα 1211.
Ο ρόλος της Βενετίας στην Εύβοια.
Μέχρι το 1340 οι Βενετσιάνικές κτήσεις στην Εύβοια ήταν περιορισμένες στην αστική συνοικία της στο Νεγροπόντε, εκτός από το 1256 έως το 1262, όταν επίσης κατείχε και αγροτικές περιοχές.
Παρ’ όλα αυτά η Γαληνότατη Δημοκρατία διαδραμάτισε ένα κρίσιμο ρόλο και από τα μέσα του 13ου αιώνα ήταν ξεκάθαρα η κυριότερη πολιτική και στρατιωτική δύναμη στη νήσο. Στα 1256 συντάχθηκε με δύο από τους «τρίαρχους» της νήσου σε μία φεουδαρχική διαμάχη μεταξύ αυτών και του επικυρίαρχου τους[7], του πρίγκιπα του Φράγκικου Μορέα Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου (William II de Villehardouin, 1246 – 1278). Κατά πάσα πιθανότητα σε αυτό το πλαίσιο και σε συμφωνία με τους «τρίαρχους», η Βενετία κατέλαβε τον μη Βενετσιάνικο τομέα του Νεγροπόντε, χάνοντας τον από τους σύμμαχους του πρίγκιπα λίγο αργότερα, και τον ανέκτησε τον επόμενο χρόνο. Ο πόλεμος μεταξύ των δύο παρατάξεων στην Εύβοια συνεχίστηκε και εντός του έτους 1258. Η Βενετία κατόρθωσε να ενισχύσει την πολιτική της θέση στη νήσο, παρά τους συμβιβασμούς που υποχρεώθηκε να αποδεχτεί στα 1262. Στην κατοπινή περίοδο συνέβαλε καθοριστικά στην αποτυχία των Βυζαντινών προσπαθειών να ανακαταλάβουν ολόκληρη την Εύβοια, οι οποίες διάρκεσαν από το 1271 έως το 1296. Η στρατιωτική δραστηριότητα της Αυτοκρατορίας αναλήφθηκε εν μέρει από τον Λατίνο Λικάριο (Licario) της Καρύστου ή με την βοήθεια του. Στα 1317 και 1327, η Βενετία επίσης ματαίωσε τις απόπειρες των Καταλανών, που εξουσίαζαν το Δουκάτο των Αθηνών, να καταλάβουν το Νεγροπόντε. Μεταγενέστερα επέκτεινε την κυριαρχία της και έξω από την πόλη σε διάφορα στάδια. Στα 1342 απέκτησε τα Λάρμενα (Larmena) στη νότια ηγεμονία της νήσου. Στα 1359 οι Βενετσιάνοι αγόρασαν την Κάρυστο και την περιφέρεια της από τον Αραγωνέζο δυνάστη Βονιφάτιο Φαδρίγο (Bonifacio Fadrique), όμως δεν κατάφεραν να τα κρατήσουν στα χέρια τους έως το 1365 ή το 1366. Ο θάνατος των δύο εναπομενόντων «τρίαρχων» στα 1383 και 1390 αντίστοιχα, επέτρεψε στην Βενετία να προσαρτήσει τα εδάφη τους και να επιτύχει την ενότητα της νήσου κάτω από την εξουσία της. Αυτή η κατάσταση παρέμεινε έως την Οθωμανική κατάκτηση στα 1470.
Η πύλη της αρχαίας ακρόπολης των Στυρών στην κορυφή του υψώματος του Αγίου Νικολάου. Στην ίδια τοποθεσία τοποθετείται και το μεσαιωνικό κάστρο των Άρμενων ή Λάρμενων, που αποκτήθηκε από την Βενετία στα 1342. Φωτογραφία: Γιώργος Λόης.
Η δημογραφικές αλλαγές στο νησί με την επικράτηση των Λατίνων.
Η επιβολή της Λατινικής κυριαρχίας πάνω στην Εύβοια το 1205, έδωσε το έναυσμα για την έναρξη μερικών μικρών, όσο επίσης και μακροπρόθεσμών, δημογραφικών αναπτύξεων.
Το πρώτο και πιο φανερό αποτέλεσμα ήταν η εγκατάσταση Λατίνων ιπποτών και απλών πολιτών, η οποία άρχισε λίγο μετά την κατάκτηση. Το πρώιμο στάδιο αυτού του εποικισμού ήταν συνυφασμένο με την κατάσχεση αστικών και αγροτικών εκτάσεων, κατοικιών, πηγών εσόδων και δικαιωμάτων, και την κατανομή τους στους νεοεισερχόμενους. Δεν γνωρίζουμε το εύρος αυτών των διαδικασιών, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι επηρέασαν τους Έλληνες όλων των βαθμίδων, γαιοκτήμονες και ιδιοκτήτες γαιών, είτε λαϊκούς είτε εκκλησιαστικούς, καθώς και τους κατοίκους των πόλεων και τους αγρότες, αν και με διαφορετικούς τρόπους.
Σε κάθε περίπτωση, αποστέρησαν από τους τοπικούς Έλληνες άρχοντες την πολιτική τους ισχύ, μέρος ή το σύνολο των πόρων τους, και τα αυτοκρατορικά αξιώματα στα οποία είχαν υπηρετήσει ορισμένοι από αυτούς. Αυτή η αλλοίωση που επιδείνωσε την κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση οδήγησε κάποιους από αυτούς, προφανώς τους πιο γνωστούς και επιφανείς, να φύγουν από την Εύβοια τα χρόνια αμέσως μετά την κατάκτηση[8]. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στη νήσο. Πραγματικά, στις συμφωνίες που σύναψε η Βενετία με τον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι στα 1209 και 1211, καθώς και με τους διαδόχους του στα 1216, μνημονεύονται συγκεκριμένα οι «μεγάλοι Έλληνες (magnates greci)» ανάμεσα στους υπηκόους αυτών των αυθεντών. Οι (σ.τ.μ.: Ευβοείς) άρχοντες προφανώς ενσωματώθηκαν μέσα στο φεουδαρχικό δίκτυο που ίδρυσαν οι κατακτητές, ως το Φράγκικο Πριγκιπάτο του Μορέως. Ωστόσο, δεν εμφανίζονται σε περίοπτες διοικητικές θέσεις, ούτε έπαιξαν κάποιο πολιτικό ρόλο, όπως μερικοί από τους ομόλογους τους σε αυτή την επικράτεια (σ.τ.μ.: του Πριγκιπάτου) στον 14ο και στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα.
Πριν από την Λατινική κατάκτηση πολλοί Ευβοείς άρχοντες πρέπει να διέμεναν στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στον Εύριπο, ενώ είχαν ιδιοκτησίες ή κατείχαν περιουσίες στην ύπαιθρο, σύμφωνα με το σύνηθες πρότυπο των Βυζαντινών επαρχιακών πόλεων. Προφανώς αυτή ήταν η κατάσταση και μετά το 1205. Αν και δεν αποκλείεται ορισμένοι άρχοντες να αποχώρησαν από την πόλη λίγο μετά από την αφαίρεση της αστικής ακίνητης περιουσίας τους, είτε μερικώς είτε πλήρως, με σκοπό να εγκατασταθούν στην επαρχία (σ.τ.μ.: της νήσου)[9]. Η παρουσία των αρχόντων έξω από το Νεγροπόντε, αντί μέσα στην πόλη, μπορεί να έχει γίνει ένα κυρίαρχο γνώρισμα για την επόμενη περίοδο.
Δεν υπάρχει καμία άμεση απόδειξη που να ταυτοποιεί μεμονωμένα άτομα της Εύβοιας ως «άρχοντες», εκτός από τα πρώτα χρόνια μετά την κατάκτηση. Παρόλα αυτά είναι πιθανόν να ανιχνευθεί η κατοπινή παρουσία τους σε αγροτικά κτήματα, τα οποία αυτοί ή οι πρόγονοι τους, είτε τα είχαν διατηρήσει, είτε τα είχαν αποκτήσει από κάποιο Λατίνο ευγενή ή από την Βενετία μετά την κατάκτηση. Η διασπορά των αρχόντων σε όλη την έκταση της νήσου υποδηλώνεται από μερικές εκκλησίες και πύργους. Έξι μικρές εκκλησίες με οροφή σταυρεπίστεγου τύπου, τυπικές του ύστερου 13ου και πρώιμου 14ου αιώνα, εντοπίζονται στην κεντρική Εύβοια. Τέσσερα από αυτά τα οικοδομήματα έχουν το καθένα τους από μία Ελληνική αφιερωματική επιγραφή, χρονολογούμενη μεταξύ του 1303 και 1311. Όλες οι επιγραφές προέρχονται από το ίδιο χέρι, κάτι που φαίνεται να εξυπονοεί ότι η κατασκευή και η διακόσμηση αυτών των εκκλησιών, πραγματοποιήθηκε από την ίδια ομάδα οικοδόμων και ζωγράφων[10]. Η υπόθεση ότι το έργο ανατέθηκε από μικρούς Έλληνες άρχοντες ενισχύεται από τον εμφανή ρόλο των τελευταίων στην κατασκευή των πύργων.
Ο σταυρεπίστεγος ναός των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στον οικισμό Βούνοι Στενής, που ανάγεται στον 13ο/14ο αιώνα. Κατά την γνώμη του David Jacoby, οι εκκλησίες αυτού του τύπου στην περιοχή της κεντρικής Εύβοιας, ανεγέρθηκαν με μέριμνα τοπικών Ελλήνων αρχόντων της νήσου, οι οποίοι φαίνεται ότι κατείχαν αγροτικές εκτάσεις μετά την Λατινική κατάκτηση. Φωτογραφία: Γιώργος Λόης.
Οι πύργοι των Λατίνων αυθεντών.
Οι μεσαιωνικοί πύργοι που βρίσκονται στην Εύβοια, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι συγκεντρωμένοι σε εύφορες περιοχές της νήσου, λειτουργούσαν ως διοικητικά κέντρα των αγροτικών κτημάτων και παρείχαν χώρο αποθήκευσης για την παραγωγή, που συλλέγονταν από τους χωρικούς.
Επίσης, μερικοί από αυτούς εξυπηρετούσαν σαν προσωρινά ή μόνιμα οικήματα[11]. Σε κάθε περίπτωση, προορίζονταν σαφώς ως σύμβολα κύρους[12]. Αυτό υποδηλώνεται από την ποιότητα της λιθοδομής (σ.τ.μ.: του πύργου) στα Πολιτικά και από κάποια εξωτερικά διακοσμητικά χαρακτηριστικά ενός από τους δύο πύργους στα Φύλλα. Η εγγύτητα των δύο πύργων που είναι κτισμένοι σε αυτή την τελευταία τοποθεσία, μπορεί επίσης να αντανακλά την κατάτμηση του φέουδου ενός άρχοντα μεταξύ των Ελλήνων κληρονόμων του. Φαίνεται ότι ο Λέων Κουκουντάτος (Leone Cucudato) ήταν ένας άρχοντας, όπως υποδηλώνεται από το Ελληνικό επώνυμο του[13], ενώ σε αυτόν δόθηκε ο τίτλος του «ser», ο οποίος τον τοποθετεί υψηλότερα από την συνήθη κοινωνική στάθμη των υπόλοιπων Ελλήνων, ενώ τα οικονομικά μέσα που είχε συγκεντρώσει, μεταξύ του 1408 και 1410, του επέτρεψαν να μισθώσει το χωριό της Αιδηψού (Lipso) στη βόρεια Εύβοια, από την Πετρονίλλα Τόκκο (Petronilla Tocco) για πέντε χρόνια. Ίσως δε να κατασκεύασε κάποιο στρατιωτικό κτίσμα σε αυτό το τιμάριο. Στα 1420 ο Έλληνας Μαρκολίνος Αγαπητός (Marcolino Agapito), προφανώς ένας ελάσσον άρχοντας, αξίωσε την ιδιοκτησία ενός πύργου, που βρίσκονταν στο τιμάριο του Ληλάντιου πεδίου στα νοτιοανατολικά του Νεγροπόντε, το οποίο είχε νοικιάσει για μακρά περίοδο από την Γαληνότατη Δημοκρατία[14]. Η δήλωση του παρέχει την εντύπωση ότι διέταξε την κατασκευή του πύργου. Αφού οι άρχοντες φαίνεται να έχουν αναθέσει την κατασκευή μερικών εκκλησιών με σταυρεπίστεγη οροφή, οι μεσαιωνικοί πύργοι τοποθετημένοι σε γειτνίαση με τις τελευταίες ενδεχομένως να μπορούν να αποδοθούν σε αυτούς, καθώς οι εκκλησίες και οι πύργοι περιλαμβάνονται στο ίδιο αγροτικό κτήμα.
Οι δύο μεσαιωνικοί πύργοι στην περιοχή του Μύτικα στο Ληλάντιο πεδίο. Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, πρέπει να ανεγέρθηκαν από τον Έλληνα άρχοντα Μαρκολίνο Αγαπητό περί το 1420. Φωτογραφία: Γιώργος Λόης.
H αγροτική ζωή στη Λατινοκρατούμενη Εύβοια.
Η Λατινική κατάκτηση δεν μετέβαλε την δραστηριότητα της κυρίως αγροτικής οικονομίας της Εύβοιας. Οι παραμένοντες Έλληνες και οι νέοι Λατίνοι αυθέντες, όπως επίσης και οι χωρικοί είχαν έννομο ενδιαφέρον για την συνέχεια της.
Η Βενετία υιοθέτησε τη ίδια προσέγγιση, αν και δεν κατείχε καμία επαρχιακή περιοχή στην Εύβοια εκείνο τον καιρό. Στα 1209 ο Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι υποσχέθηκε να διατηρήσει τους Έλληνες στην ίδια κατάσταση, όπως κατά την διάρκεια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143 – 1180) ή με άλλα λόγια να διαφυλάξει το Βυζαντινό κοινωνικό και δημοσιονομικό καθεστώς, όπως υπήρχε πριν την αναταραχή της περιόδου των Αγγέλων. Αυτή η υπόσχεση, η οποία στόχευε κυρίως στους αγρότες χωρικούς, επαναλήφθηκε από τον Ραβανό και από τους τρίαρχους που τον διαδέχτηκαν στις συνθήκες τους με την Βενετία, συμπεριλαμβανομένων και αυτών στα 1211 και 1216 αντίστοιχα[15]. Η συντήρηση του Βυζαντινού δημοσιονομικού συστήματος εξασφάλιζε την συνέχεια των προσόδων για τους Λατίνους αυθέντες, πάνω στην οποία βασίζονταν η εξουσία τους και η στρατιωτική τους ισχύς. Από την άλλη πλευρά, η Βενετία ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη για να διατηρήσει την ροή των αγροτικών προϊόντων της Εύβοιας προς τις αγορές του Νεγροπόντε, για εσωτερική κατανάλωση αλλά και για εξαγωγή, και έτσι να διασφαλίσει τα ταμειακά έσοδα από εμπορικούς και άλλους φόρους[16].
Μπορούμε με ασφάλεια να θεωρήσουμε ότι η ταχεία κατάληψη της νήσου στα 1205, δεν ενεργοποίησε κάποιο κίνημα του πληθυσμού στην επαρχιακή περιφέρεια. Ούτε είναι πιθανό να έγινε μίας μεγάλης κλίμακας μετατόπιση των χωρικών ή μακροχρόνια διαταραχή της εκμετάλλευσης των γαιών, ως επακόλουθο του πολέμου όπου αναμετρήθηκαν ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος ενάντια σε κάποιους από τους βασσάλους (σ.τ.μ.: υποτελείς) του και την Βενετία από το 1256 έως το 1258[17]. Για να είμαστε σίγουροι, σύμφωνα με τον Μαρίνο Σανούδο (Marino Sanudo), οι αγροτικές περιοχές της Εύβοιας ερημώθηκαν στα 1257 από τον Γοδεφρείδο του Μπριέλ (Geoffroy of Briel) τον αυθέντη της Καρύταινας, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του πρίγκιπα, αλλά αυτή ήταν μία σύντομη εκστρατεία.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξήχθησαν από το Βυζάντιο για την ανάκτηση της Εύβοιας το διάστημα 1271 – 1296, είχαν μία περισσότερο έντονη επίδραση στην περιφέρεια της νήσου και στον αγροτικό πληθυσμό, αν και ενεπλάκησαν σε λίγες μάχες, επιδρομές ή πολιορκίες. Στα 1272, ο Βασιλιάς Κάρολος Α’ της Σικελίας (King Charles I of Sicily, 1266-1282) απέστειλε τον στρατάρχη του βασιλείου του Ντριού του Μπομόντ (Dreux of Beaumont), για να διεξάγει πόλεμο εναντίον του Λικάριου της Καρύστου και των Βυζαντινών δυνάμεων στην Εύβοια. Ουσιαστικά, οι Λομβαρδοί αυθέντες και η Βενετία έστειλαν τους δικούς τους άνδρες μαζί του, με σκοπό να αποτρέψουν τα στρατεύματα του στο να βλάψουν τις αγροτικές περιοχές κατά την πορεία της εκστρατείας τους. Παρόλα αυτά εκείνες υπέστησαν μερικές καταστροφές και απώλειες τα επόμενα χρόνια. Έτσι, πολυάριθμοι βιλλάνοι (σ.τ.μ.: χωρικοί) που είχαν βρει καταφύγιο στην Κούπα (Koupa) σφαγιάστηκαν, όταν ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Β’ ανακατέλαβε την πόλη στα 1272. Ο Λικάριος της Καρύστου και τα Βυζαντινά στρατεύματα επιδόθηκαν σε λεηλασίες και επιθετικές επιχειρήσεις, αλλά αυτές ήταν αρκετά σύντομες σε χρονική διάρκεια και επίσης μερικές φορές περιορισμένης γεωγραφικής εμβέλειας. Η κατοχή της Εύβοιας από αυτούς (σ.τ.μ.: τους Βυζαντινούς), εκτός από το Νεγροπόντε που απέτυχαν να πολιορκήσουν, προφανώς δεν είχε κάποιες μακροχρόνιες επιπτώσεις στον αγροτικό πληθυσμό της νήσου. Επί του συνόλου λοιπόν, φαίνεται ότι ο Λικάριος και οι Βυζαντινοί εξασφάλιζαν μάλλον την σταθερότητα και την συνέχεια, παρά τον αναβρασμό, στα εδάφη που καταλάμβαναν. Επίσης αυτό υποδηλώνεται από τις ζωηρές εμπορικές συναλλαγές που λάμβαναν χώρα καθ’ όλη την διάρκεια αυτής της περιόδου στο Νεγροπόντε και την σημαντική λειτουργία του τελευταίου ως διαμετακομιστικού λιμανιού. Είναι φανερό ότι αυτές οι δραστηριότητες ενέπλεκαν μία κανονική ροή της παραγωγής από την περιφέρεια, συμπεριλαμβάνοντας και τις περιοχές που κατέχονταν από τον Λικάριο και τους Βυζαντινούς.
Τα κατάλοιπα των δυτικών οχυρώσεων του ανώτερου επιπέδου του κάστρου Κούπα στην περιοχή του οικισμού Βρύση Κονιστρών. Εδώ σφαγιάστηκαν πολυάριθμοι Ευβοείς χωρικοί κατά την ανακατάληψη της μεσαιωνικής πολίχνης από τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο στα 1272. Φωτογραφία: Γιώργος Λόης.
Το Νεγροπόντε επί Λατίνων.
Ο Εύριπος – Νεγροπόντε αξίζει ιδιαίτερης προσοχής στο πλαίσιο (σ.τ.μ.: της μελέτης) μας. Ήταν ένα αρκούντως σημαντικό εμπορικό κέντρο κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα.
Ωστόσο, κανένας Λατίνος δεν είχε εγκατασταθεί στην πόλη πριν το 1205, σε αντίθεση με ότι συχνά υποστηρίζεται[18]. Υπάρχει καλός λόγος για να πιστεύουμε ότι η απουσία αποδείξεων σε αυτή την εκδοχή, αντικατοπτρίζει την περιορισμένη λειτουργία του Εύριπου στο δίκτυο του δυτικού εμπορίου και της ναυσιπλοΐας πριν από την Δ’ Σταυροφορία. Οι Λατίνοι χρησιμοποιούσαν την πόλη σαν λιμένα κατάπλου και εμπορικό σταθμό κατά μήκος της πλεύσιμης οδού που συνέδεε την Ιταλία με την Κωνσταντινούπολη. Όμως το ενδοχώριο εμπόριο που περιλάμβανε την συλλογή και διανομή των αγαθών μέσα και γύρω από τον Εύριπο, φαίνεται ότι βρίσκονταν στα χέρια των τοπικών (σ.τ.μ.: Ελλήνων) αρχόντων και εμπόρων, οι οποίοι δρούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των παραγωγών, των αστικών αγορών και των εξαγωγέων[19]. Για να είμαστε σίγουροι, ο Βυζαντινός Εύριπος παρήγαγε μεταξωτά υφάσματα, αλλά δεν ήταν ένα μείζον βιοτεχνικό κέντρο όπως η Θήβα. Από την Εύβοια μεταφέρονταν με πλοία μερικές ποσότητες του κρασιού της στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν συνιστούσε την αγορά μίας πλούσιας αγροτικής περιφέρειας, όπως ο Αλμυρός, η Θεσσαλονίκη και η Ραιδεστός, που ήταν κύριοι εξαγωγείς σιτηρών από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία αντίστοιχα κατά τον 12ο αιώνα. Αυτές οι πόλεις ήταν τόσο σημαντικά βιοτεχνικά και εμπορικά κέντρα, που μπορούν να εντοπιστούν Λατίνοι άποικοι και Λατινικές εκκλησίες ή μοναστήρια πριν από την Δ’ Σταυροφορία. Η Κάρυστος είναι η μοναδική άλλη πόλη που μνημονεύεται σε ένα από τα προνομιακά καταστατικά, που χορηγήθηκαν στην Βενετία από τους διαδοχικούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες, το οποίο ανάγεται στα 1198. Θα πρέπει να εξυπηρετούσε περιστασιακά ως διαμετακομιστικός σταθμός για δυτικούς εμπόρους και πλοία, όμως ήταν μόνο οριακής σημασίας σε αυτή την προοπτική σε σύγκριση με τον Εύριπο.
Ομοίωμα Βυζαντινού εμπορικού πλοίου του 7ου αιώνα μ. Χ. στο Ναυτικό Μουσείο Κρήτης (Χανιά). Πριν από την περίοδο της Λατινοκρατίας, κάποιες ποσότητες του κρασιού που παράγονταν στην Εύβοια μεταφέρονταν προς πώληση με πλοία στην Κωνσταντινούπολη.
H ανάπτυξη του Νεγροπόντε μετά το 1205
Στο Νεγροπόντε μαρτυρείται μία διακριτή δημογραφική ανάπτυξη μετά το 1205, διαφορετική από αυτή που συνέβηκε στην υπόλοιπη Εύβοια.
Αυτή η ανάπτυξη διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την σύζευξη τεσσάρων παραγόντων, δηλαδή την Λατινική μετανάστευση, που άρχισε αμέσως μετά την κατάκτηση, την πυκνή συγκέντρωση Λατίνων εποίκων, την Βενετσιάνική χωροταξική επέκταση στην πόλη και τέλος τον οικονομικό ρόλο της τελευταίας. Είμαστε αρκετά καλά πληροφορημένοι γύρω από έναν πρώιμο Βενετσιάνο έποικο, τον Ιερεμία Γκίζι (Geremia Ghisi), μέλος μίας επιφανούς οικογένειας της Βενετίας. Λίγο μετά το 1206 κατέστη ένας από τους συλλογικούς αυθέντες σε πέντε νησιά του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων η Τήνος και η Μύκονος. Ως εκ τούτου, είναι πιθανόν να κατοικούσε μόνο προσωρινά στην οικία του στο Νεγροπόντε, που η θέση της ήταν κοντά στην εκκλησία, την οποία είχε αποκτήσει η Βενετία από τον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι και την είχε μετονομάσει σε Άγιο Μάρκο (San Marco) στα 1211. Στα 1216 ο Ιερεμίας Γκίζι και άλλοι δύο Λατίνοι, ενδεχομένως Βενετσιάνοι, πούλησαν τις οικίες τους στην Γαληνότατη Δημοκρατία, η οποία επεδίωκε μία ενεργό πολιτική εδαφικής επέκτασης στην πόλη. Ωστόσο, με την πώληση δεν συνεπάγεται ότι αυτά τα άτομα αποχώρησαν από το Νεγροπόντε. Πραγματικά, υπάρχουν ξεκάθαρες αποδείξεις ότι μετά την αγορά οικιών και οικοπέδων στην πόλη, η Βενετία συχνά τα ενοικίαζε στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Ένας άλλος Βενετσιάνος κατοικούσε στα 1215 στην συνοικία της Αγίας Μαργαρίτας (St Margarita), η οποία μέχρι τα 1256 περιλαμβάνονταν στον Λομβαρικό τομέα της πόλης[20].
Σχεδιαστική πρόταση πολεοδομικής αναπαράστασης του Νεγροπόντε από τον καθηγητή Pierre Mackay, όπου επισημαίνονται οι συνοικίες, τα χερσαία τείχη και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα της μεσαιωνικής καστροπολιτείας (πηγή σχεδίου: http://hdl.hadle.net/1773/24960/αρχείο 021414Negropont.pdf).
Η επέκταση των Βενετών στο Νεγροπόντε.
Τα μέλη από άλλες οικογένειες πατρικίων από την Βενετία εμφανίζονται αργότερα μεταξύ των εποίκων στο Νεγροπόντε.
Στο πρώτο μισό του 1256, η Γαληνότατη Δημοκρατία απόκτησε περιουσιακά τεμάχια εντός του Λομβαρδικού τομέα της πόλης, κατονομαζόμενα ως οι οικίες του Δονάτου Μόρο (Donato Moro) και του Μικέλε Μοροζίνι (Michele Morosini) και μία ελεύθερη γαία που ανήκε στον Τζάκοπο Κόκκο (Jacopo Cocco) κατά μήκος του αγκυροβολίου των πλοίων. Ο Αλιοντάνο Βιντάλ (Aliodano Vidal) μαρτυρείται ως ενοικιαστής του υπόψη οικοπέδου, όταν ο Μάρκο Μπαρόζζι (Marco Barozzi) και μετέπειτα ο Πάολο Γκραντένικο (Paolo Gradenigo) εμφανίζονται στα 1259, ο Μάρκο και ο Πιέτρο Μικιέλ (Marco and Pietro Michiel) στα 1263, και ο Ενρίκο Τρεβιζάν (Enrico Trevisan) στα 1265. Στα 1284 ο Πιέτρο Μανολέσσο (Pietro Manolesso) κατείχε μία οικία έξω από την Βενετσιάνικη συνοικία. Ο Μάρκο Γκίζι (Marco Ghisi) κατοικούσε στο Νεγροπόντε στα 1291, και το ίδιο έκανε και ο αδερφός του Φίλιππο (Filippo), αυθέντης της Αμοργού και της Σκοπέλου για λίγα χρόνια, που συνέταξε την τελευταία διαθήκη του στην δική του οικία στα 1297. Ο Ρουτζέριο Πρεμαρίν (Ruggiero Premarin) που εγκαταστάθηκε στο Νεγροπόντε στα 1309, αγόρασε το ένα μισό της νήσου Κέας στα 1325[21]. Ένα μέλος της οικογένειας Σανούδο (Sanudo) διέθετε μία οικία στην παραλία πριν τα 1316. Τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν σε αυτά τα άτομα αποκαλύπτουν μόνο σε λίγες περιπτώσεις αν οι πρόγονοι τους ή οι απόγονοι τους διέμεναν στο Νεγροπόντε. Οι Βενετσιάνοι που μόλις αναφέρθηκαν εμπλέκονται σε εμπορικές συναλλαγές, οι οποίες δεν εμπόδιζαν ορισμένους από αυτούς να κατέχουν ή να αγοράζουν φέουδα. Στην πραγματικότητα, η συσσώρευση του πλούτου προωθούσε ακόμα περισσότερο τέτοιες εξαγορές, είτε στην Εύβοια, είτε στα νησιά του Αιγαίου. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι ο αριθμός των Βενετσιάνων πατρικίων που εγκαταστάθηκαν στο Νεγροπόντε ήταν μάλλον πολύ μικρός. Υπήρχαν πολύ συχνές γαμήλιες συμμαχίες μεταξύ των αντίστοιχων οικογενειών τους, όπως επίσης μεταξύ αυτών και ενός μικρού αριθμού επιφανών οικογενειών της Φράγκικης αριστοκρατίας στην Εύβοια και σε γειτονικές περιοχές της Λατινικής Ρωμανίας. Τελικά, στον 14ο αιώνα, η εξ’ αίματος συγγένεια δημιουργούσε εμπόδια στις επιγαμίες ανάμεσα τους. Αυτός πρέπει να ήταν ένας από τους λόγους που παρακίνησε τον Ρουτζέριο Πρεμαρίν να οραματιστεί στα 1333 ένα ταξίδι στην Βενετία, προκειμένου να βρει κατάλληλους συζύγους για τις δύο κόρες του από την δική του κοινωνική τάξη[22].
Χάρτης της καστροπολιτείας του Νεγροπόντε και των περιχώρων από το έργο «Isole che son da Venetia nella Dalmatia….», Simon Pinargenti et Compani, Βενετία, 1573. Ανάμεσα στους Λατίνους έποικους του Νεγροπόντε κατά τον 13ο αιώνα συγκαταλέγονταν και μέλη από επιφανείς οικογένειες πατρικίων της Βενετίας.
Ορισμένα από τα πιο γνωστά ονόματα Βενετών αποίκων στο Νεγροπόντε.
Οι κοινοί αστοί ήταν αναμφισβήτητα πολύ περισσότεροι από τους πατρικίους ανάμεσα στους Βενετσιάνους εποίκους. Είναι επαρκές να μνημονεύσουμε κάποιους από αυτούς.
Αρκετά μέλη της οικογένειας Νιόλα (Niola), με καταγωγή από την Αγκενές (Agenais) στην σημερινή Γαλλία, εγκαταστάθηκαν στο Νεγροπόντε τις δεκαετίες του 1230 και 1240. Ο παππούς τους, που κατοικούσε στη Βενετία, απέκτησε την Βενετσιάνικη υπηκοότητα στα 1209. Στα 1268, η Τζιακομίνα (Giacomina), χήρα του Κομπάνιο Ισαρέλλο (Compagno Isarello) από το Μαζόρμπο (Mazzorbo, σ.τ.μ.: νησίδα της Βενετίας), δήλωσε σε μία συμβολαιογραφική πράξη ότι τώρα πλέον κατοικούσε στο Νεγροπόντε. Οι μετοικεσίες στην πόλη μερικές φορές ήταν μέρος μίας οικογενειακής επιχειρηματικής στρατηγικής. Στα 1239, ο Πιέτρο Λεόν (Pietro Lion) διέμεινε στο Νεγροπόντε, διατηρώντας στενούς επαγγελματικούς δεσμούς με τους δύο αδερφούς του που ζούσαν στην Θήβα, ένας από τους οποίους μετακινήθηκε στην Αθήνα πριν από τα 1246, όταν ένας θείος τους παρέμενε στην Βενετία. Επίσης, βρίσκουμε μετανάστες προσκαλούμενους από υποτελείς πόλεις της Βενετσιάνικης κυριαρχίας, όπως με το όνομα Κορσίνο της Ζάρα (Çorçino da Zara), που έζησε στο Νεγροπόντε στα 1265 και Γκουίντο της Ζάρα (Guido da Zara) στα 1306.
Έχουμε επισημάνει ότι η Βενετία είχε εδραιώσει μία εδαφική συνέχεια μεταξύ των κτήσεων της στην πόλη στα 1256. Για να είμαστε συγκεκριμένοι, στις αστικές περιοχές που αποκτήθηκαν από την Βενετία περιλαμβάνονταν και οι κατοικίες μη Βενετσιάνων[23]. Είναι ασαφές αν ο Πιέτρο από το Μιλάνο (Pietro da Milano) είχε ζήσει σε μία τέτοια περιοχή πριν την προσάρτηση της από την Βενετία ή είχε εγκατασταθεί μετέπειτα σε αυτήν[24]. Σε κάθε περίπτωση, η γεωγραφική κατανομή των Λατίνων εποίκων μέσα στο Νεγροπόντε πρέπει να καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική και εδαφική διαίρεση της πόλης σε δύο συνοικίες, μία υπό την εξουσία της Βενετίας και η άλλη υπό τους Λομβαρδούς αυθέντες. Αυτός ο παράγοντας ενδεχομένως να υπήρξε ακόμα πιο καίριος με την προοπτική νέων Λατίνων μεταναστών. Οι Βενετσιάνοι πιθανότατα προτιμούσαν να κατοικούν ή να έχουν την έδρα τους στην προηγούμενη, ενώ άλλοι Λατίνοι εγκαθίσταντο και στις δύο από αυτές.
Η εγκατάσταση των Βενετών στο Νεγροπόντε δεν ήταν πάντοτε οριστική. Ο Ματτέο ντε Μάνζολο (Matteo de Manzolo) μας προσφέρει μία καλή περίπτωση πάνω σε αυτό το ζήτημα. Μετά από την διεξαγωγή εμπορίου για περίπου μία δεκαετία με την Κρήτη, τη Νάξο και τη Μήλο, και την εγκατάσταση του σε αυτό το νησί στα 1219, αυτός επέστρεψε στην Βενετία λίγα χρόνια αργότερα. Ακολούθως ενεπλάκη σε εμπόριο με το Νεγροπόντε, όπου πιθανώς διέμενε από τα 1239, και πάντως στα 1242. Ωστόσο, στα 1245 ζούσε για μία ακόμα φορά στην Βενετία[25]. Όπως μερικοί Βενετσιάνοι σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, έτσι και αυτός επέστρεψε στην Βενετία μετά την υπερπόντια διαμονή του για αρκετά χρόνια, λόγω των οικονομικών παραμέτρων και ισχυρών δεσμών με τους συγγενείς του στην Βενετία, όπου εξακολουθούσε να διαθέτει περιουσία ή για να αποσυρθεί από την ζωή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, φθάνοντας σε μία προχωρημένη ηλικία. Συμπτωματικά, οι στενοί δεσμοί κάποιων εποίκων με την Βενετία επίσης εκφράζονταν με την συνεπή αναφορά τους στην Βενετσιάνικη ενορία από την οποία κατάγονταν οι πρόγονοι τους, παρά στην πόλη στην οποία είχαν την υπερπόντια έδρα τους. Συνεπώς οι έποικοι μπορεί να ήταν πολύ πιο πολυάριθμοι από ότι θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, στηριζόμενος μόνο στην δηλωμένη ταυτότητα τους.
Επίσης υπήρχαν και γυναίκες που γύρισαν πίσω στην Βενετία μετά τον θάνατο του συζύγου τους. Η Αγκνές Γκίζι (Agnese Ghisi), χήρα του Όθωνα του Σικόν (Othon of Cicon), αυθέντη της Καρύστου, επέστρεψε πίσω στην Βενετία στις 9 Μαΐου 1268, ενδεχομένως αφού ο γιός της Γκιγιότ (Guyot) έφτασε σε νόμιμη ηλικία για να κληρονομήσει την (σ.τ.μ.: Ευβοϊκή) ηγεμονία[26]. Οι κόρες περιστασιακά παντρεύονταν στην Βενετία, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, είτε για να ενισχύσουν οικογενειακές και επιχειρηματικές συμμαχίες, είτε εξαιτίας των εμποδίων από την συγγένεια εξ’ αίματος στην Λατινική Ρωμανία. Άλλα άτομα αποδήμησαν στην Βενετία για να αποκτήσουν υψηλότερη κοινωνική θέση και να βελτιώσουν τις συνθήκες με τις οποίες διεύθυναν τις επαγγελματικές τους επιχειρήσεις. Όπως η περίπτωση του Μάρκο ντι Τζακοπέλλο Μοροζίνι (Marco di Jacobello Morosini), ενός πρώην κάτοικου του Νεγροπόντε, ο οποίος έγινε αποδεκτός ως μέλος από το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio) στις 14 Μαρτίου 1382 και από τότε και στο εξής απολάμβανε όλα τα προνόμια που απέρρεαν από την ιδιότητα ενός ευγενή[27]. Τελικά είναι πιθανόν ότι η αυξανόμενη Οθωμανική πίεση στην Εύβοια και στην περιοχή γύρω από αυτήν κατά τον 15ο αιώνα, είχε σαν αποτέλεσμα την αποδημία μερικών Βενετσιάνων εποίκων στην Βενετία.
Το μεσαιωνικό «Κοκκινόκαστρο (Castello Rosso)» της Καρύστου, η οποία ως φέουδο ανήκε στον Όθωνα του Σικόν από το 1250 έως τον θάνατο του μεταξύ των ετών 1263 και 1266. Φωτογραφία: Γιώργος Λόης.
Οι ευγενείς του Νεγροπόντε.
Αρκετοί μη Βενετσιάνοι ευγενείς που κατείχαν φέουδα στην Εύβοια και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, διέθεταν οικίες στον Λομβαρδικό τομέα του Νεγροπόντε, στα οποία κατοικούσαν τουλάχιστον για ένα μέρος κάθε έτους[28].
Σαν την περίπτωση του Γαετάνο Δαλλεκαρτσέρι (Gaetano dalle Carceri), αυθέντη του ενός έκτου της Εύβοιας, όπως πιστοποιείται στα 1256. Η Βενετία παρακράτησε την οικία του στα 1257, αφού κατέλαβε (σ.τ.μ. προσωρινά) την Λομβαρδική συνοικία κατά την διάρκεια του πολέμου με τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο, αλλά υποχρεώθηκε να την επιστρέψει σε αυτόν μετά τις συνθήκες στα 1262 με τους τρίαρχους και τον πρίγκιπα[29]. Το ίδιο προφανώς συνέβηκε και με την περιουσία του Όθωνα του Σικόν, αυθέντη της Καρύστου, εντοπισμένη στην αστική περιοχή που παρέμεινε στα χέρια των τρίαρχων μετά από αυτές τις συνθήκες. Επίσης επισημαίνεται μία οικία που κατοικούνταν από τους Ματέο, Σέρτζιο και Μάιο ντε Κόμιτε Μαουρόνε (Matteo, Sergio and Maio de Comite Maurone), γόνους μίας οικογένειας από το Αμάλφι (Amalfi), οι οποίοι διέμειναν στο Νεγροπόντε τις δεκαετίες του 1260 και 1270, μολονότι κατείχαν ένα φέουδο στο νησί της Άνδρου από το 1251[30]. Το φέουδο αποδόθηκε στον Μερινό Δαλλεκαρτσέρι (Merino dalle Carceri) στα 1275 συμπεριλαμβανομένων και αρκετών σπιτιών στην επισκοπική γειτονιά, η οποία τοποθετείται στην Λομβαρδική συνοικία του Νεγροπόντε[31]. Ένα από αυτά τα σπίτια ενδεχομένως να χρησιμοποιούνταν από τον ίδιο τον φεουδάρχη. Ο Φραντζέσκο, ο γιός του Νικολό Δαλλεκαρτσέρι που έζησε στην πόλη, επίσης κατοικούσε εκεί τον Ιούλιο του 1417. Ήταν αρκετά σύνηθες μεταξύ ανάμεσα στους ιππότες της Λατινικής Ρωμανίας να κατοικούν μόνιμα ή προσωρινά στην κυριότερη πόλη που βρίσκονταν σε εγγύτητα με το σχετικό φέουδο τους.
Η Λατινική αριστοκρατία του Νεγροπόντε υπέστη πολλές απώλειες στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Στις 15 Μαρτίου 1311, ο Φράγκικος στρατός με επικεφαλής τον Δούκα των Αθηνών Βάλτερ Ε’ του Μπριέν (Walter V of Brienne), ηττήθηκε από την Καταλανική Εταιρεία (Catalan Company) στην μάχη του Αλμυρού στην Θεσσαλία. Ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα (Bonifacio da Verona) ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους ευγενείς που επέζησαν. Η επακόλουθη Καταλανική κατάκτηση του Δουκάτου των Αθηνών στέρησε τις ακίνητες περιουσίες πολλών Ευβοέων ιπποτών, καθώς και τις προσόδους που προέρχονταν από αυτές. Η συχνή συμμετοχή τους σε μάχες ενάντια στους Καταλανούς του Δουκάτου των Αθηνών σε Εύβοια και Θεσσαλία τα επόμενα χρόνια, εξάντλησε ακόμα περαιτέρω τις τάξεις τους. Σαν αποτέλεσμα μειώθηκε σοβαρά ο αριθμός από τους ένοπλους άνδρες τους, είτε κάτοχων οικονομικών φέουδων ή μισθοφόρων, και τα μέσα που είχαν στην διάθεση τους ήταν ανεπαρκή για να προσελκύσουν άλλους από τη Δύση. Οι συχνές επιγαμίες ανάμεσα στην Φράγκικη αριστοκρατία της Λατινικής Ρωμανίας στον 13ο αιώνα, τελικά απέτρεψαν διάφορες συζυγικές ενώσεις μέσα στον μικρό κύκλο τους, λόγω της συγγένειας εξ’ αίματος.
Στα 1313 ο Πάπας Κλήμης Ε’ (Pope Clement V, 1305-1314) απέδωσε μία κατ’ εξαίρεση άδεια γάμου στον Γουλιέλμο (William), τον γιό του Έμερι ντε Καστρί, (Aimeri de Castri ή Kastri), ο οποίος κατάγονταν από το Δουκάτο των Αθηνών και στην Έλενα (Elena), κόρη του Βονιφάτιου ντα Βερόνα (Bonifacio da Verona), που ήταν κάτοικοι της Ευβοίας, και στα 1336 ο Πάπας Βενέδικτος ΙΒ’ (Pope Benedict XII, 1334-1342) παρείχε άλλη μία στον Μαρίνο του Τζιόρτζιο Γκίζι (Marino di Giorgio Ghisi), και στη Βεατρίκη (Beatrice), κόρη του Ιανούλλο ντελλά Γκρόντα (Ianullo della Gronda). Σε ένα γράμμα του στον (σ.τ.μ.: Λατίνο) Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που η έδρα του ήταν τότε στο Νεγροπόντε, δικαιολογεί αυτό το βήμα από τον μικρό αριθμό των Φράγκων ευγενών που απέμειναν στην Εύβοια ως συνέπεια των πολέμων, από την ανάγκη να αποφευχθούν οι επιγαμίες με τους Έλληνες, και την ευημερία της περιοχής.
Οι μη Βενετσιάνοι Λατίνοι κοινοί αστοί που εγκαταστάθηκαν στο Νεγροπόντε, προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από την Ιταλία. Τις δεκαετίες του 1220 και 1230, βρίσκουμε ανάμεσα τους μετανάστες από τη Μόντενα (Modena), την Πάρμα (Parma), την Κρεμόνα (Cremona) και την Πιατσέντζα (Piacenza), μεσόγειες πόλεις της κεντρικής Ιταλίας, των οποίων οι πολίτες συνδύαζαν τις εμπορικές συναλλαγές και τις τραπεζιτικές εργασίες σε ευρεία κλίμακα στην Δύση. Αυτοί οι έποικοι ενεπλάκησαν σε παρόμοιες επαγγελματικές ενασχολήσεις και πιστωτικές επιχειρήσεις και επένδυσαν κεφάλαια στο θαλάσσιο εμπόριο, σε στενό σύνδεσμο με περιηγούμενους εμπόρους από τις δικές τους περιοχές καταγωγής. Στον Γεράρδο ντα Πάρμα (Gherardo da Parma), ο οποίος πέθανε πριν τον Απρίλιο του 1225, ανήκε μία οικία στο Νεγροπόντε και δύο γειτνιάζοντα χωριά. Ο Γεράρδο Φερράριο (Gherardo Ferrario) από την Πιατσέντζα, εγκατεστημένος επίσης στο Νεγροπόντε, δάνειζε χρήματα στους χωρικούς αυτών των χωριών, και το ίδιο χρονικό διάστημα επένδυε κεφάλαια σε ένα κοινό ναυτικό εγχείρημα μαζί με έναν συγγενή του. Είναι πιθανόν μερικές εμπορικές και τραπεζικές εταιρίες της Σιένα (Siena) να ίδρυσαν παραρτήματα στο Νεγροπόντε στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, όπως στην Κόρινθο, στη Θήβα και στη Γλαρέντζα, το κύριο λιμάνι του Πριγκιπάτου του Μορέως. Στα 1310, ένας τραπεζίτης από την Σιένα που κατοικούσε στο Νεγροπόντε παρείχε στον Δούκα των Αθηνών Βάλτερ Ε’ του Μπριέν (Walter V of Brienne), τα απαιτούμενα χρήματα για να μισθώσει την Καταλανική Εταιρεία, πριν αυτή στραφεί εναντίον του τον επόμενο χρόνο. Ο Σέρτζιο ντε Τράνι (Sergio da Trani) μαρτυρείται στα 1247 και έποικοι προερχόμενοι από το Μιλάνο (Milan) πριν τα 1248 και στα 1262. Το Βενετσιάνικο αίτημα για αποζημιώσεις που υποβλήθηκε στο Βυζάντιο στα 1278 υπαινίσσεται ότι ένας τρίτος Μιλανέζος και ένας πρώην κάτοικος της Ανκόνα (Ancona) που ήταν εγκατεστημένοι στο Νεγροπόντε και οι οποίοι διεξήγαγαν θαλάσσιο εμπόριο γύρω στα 1270, είχαν γίνει Βενετσιάνοι υπήκοοι. Μερικοί μη Βενετσιάνοι Λατίνοι που αποδήμησαν από το Νεγροπόντε στην Βενετία απέκτησαν την υπηκοότητα μετά από παραμονή εκεί για είκοσι πέντε χρόνια (σ.τ.μ.: μάλλον εννοείται στο Νεγροπόντε). Τέτοια ήταν η περίπτωση του ναυτικού Τζιόρτζιο Βιτούρι (Giorgio Vituri) στα 1345[32].
Η δραστηριότητα των Γενοβέζων εμπόρων και το πέρασμα των Γενοβέζικων πλοίων από το Νεγροπόντε καταγράφεται μεταξύ του 1218 και 1274. Ένας Γενοβέζος σύμβουλος είχε τοποθετηθεί στην πόλη στα 1236, ο οποίος φαίνεται να υποδηλώνει την εγκατάσταση κάποιων Γενοβέζων εποίκων. Στα 1245 μία χήρα με έδρα στην Γένοβα διεξήγαγε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες με το Νεγροπόντε, από τις οποίες φαίνεται ότι αυτή και ο σύζυγος της κατοικούσαν κάποτε στην πόλη. Στα 1273 ένας Γενοβέζος κάτοικος του Νεγροπόντε υπηρέτησε ως ναύτης σε ένα Βενετσιάνικο πλοίο που απέπλευσε για την Θεσσαλονίκη. Είναι αξιοσημείωτο ότι Γενοβέζοι έμποροι δραστηριοποιούνταν επίσης στην Ηπειρωτική Ελλάδα την ίδια περίοδο. Ορισμένοι από αυτούς κατοικούσαν στην Θήβα γύρω στα 1240, όπου ενεργοποιούνταν ως επιχειρηματίες προωθώντας την βιοτεχνική παραγωγή των μεταξωτών υφασμάτων. Όμως η επέκταση του Βενετσιάνικου εμπορίου και η παγίωση της θέσης της Γαληνότατης Δημοκρατίας στο Νεγροπόντε, σε συνδυασμό με την αποτυχία της Γένοβας να κερδίσει ένα έρεισμα στο δυτικό Αιγαίο, έθεσε ένα ουσιαστικό τέλος στην Γενοβέζικη ανάμειξη στην οικονομία της Εύβοιας στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα.
Άποψη του χωριού Αυλωνάρι στην κεντρική Εύβοια με τον δεσπόζοντα μεσαιωνικό πύργο του, ο οποίος κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας εκτός των άλλων καταδείκνυε και το κοινωνικό γόητρο του τοπικού φεουδάρχη.
Οι επιπτώσεις της κατοίκησης των Λατίνων στο Νεγροπόντε
Κάποιος ίσως αναρωτηθεί αν το αστικό και κοινωνικό υπόβαθρο των ιπποτών και των απλών ανθρώπων από την βόρεια και κεντρική Ιταλία, που εγκαταστάθηκαν στην Λομβαρδική συνοικία, είχε κάποια φυσική επίπτωση στο Νεγροπόντε.
Ένας μοναχικός πύργος επιβιώνει μέχρι αυτές τις μέρες στην Χαλκίδα στην οδό Μπαλαλαίων, στην περιοχή που ήταν έξω από την περιτειχισμένη πόλη κατά την Λατινική περίοδο και έως το 1390 βρίσκονταν κάτω από Λομβαρδική κυριαρχία[33]. Η χρονολογία της κατασκευής και η λειτουργία αυτού του πύργου μας είναι άγνωστη. Παρόμοιοι πύργοι με αυτόν συνήθως βρίσκονται σε μεσαιωνικές Ιταλικές πόλεις και ίσως να είχε κτιστεί στον 13ο ή 14ο αιώνα μέσα στο αστικό διαμέρισμα του Νεγροπόντε ως επίδειξη κοινωνικού γοήτρου[34]. Επομένως, δεν αποκλείεται σε κάποιο βαθμό το κατοπινό τοπίο της πόλης να ήταν παρόμοιο με τις σύγχρονες Ιταλικές πόλεις (σ.τ.μ.: εκείνης της εποχής), από τις οποίες προέρχονταν οι έποικοι.
Είναι καιρός να εξετάσουμε τους παράγοντες που παρότρυναν την Λατινική μετανάστευση στο Νεγροπόντε. Οι δυτικοί μετανάστες στην Ρωμανία επεδείκνυαν μία αξιοσημείωτη προτίμηση για λιμάνια όπως το Νεγροπόντε, τα οποία λειτουργούσαν ήδη από πριν ως κέντρα συλλογής και διανομής, αγορές για τις σχετικές ενδοχώρες τους και γειτονικά νησιά, καθώς και τακτικούς ενδιάμεσους σταθμούς για σκάφη που έπλεαν μεταξύ της Ιταλίας και των λιμένων της ανατολικής Μεσογείου. Οι ιππότες που μετανάστευαν στην Εύβοια ανυπομονούσαν να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία ή ένα οικονομικά εκμεταλλεύσιμο φέουδο, που θα τους παρείχε τα μέσα να συντηρήσουν ή να βελτιώσουν το κοινωνικό τους επίπεδο. Έχουμε επισημάνει ότι η ενσωμάτωση τους μέσα σε ένα φεουδαρχικό δίκτυο δεν έρχεται σε αντίθεση με την κατοίκηση τους στο Νεγροπόντε. Όσο για τους κοινούς αστούς, υποκινούνταν κυρίως από οικονομικούς λόγους. Μόνο το Νεγροπόντε στην Εύβοια προσέφερε προοπτικές για εντατική συμμετοχή σε εμπορικές συναλλαγές, ναυσιπλοΐα, συναφείς υπηρεσίες και υποδομές, πιστωτικές λειτουργίες, επιχειρηματικότητα, ή την ενασχόληση με βιοτεχνίες. Η κοινή Ιταλική καταγωγή και το αστικό υπόβαθρο των Λατίνων ευγενών και των περισσότερων απλών αστών που εποίκισαν την Εύβοια, ευθύνεται επίσης για την προτίμηση που επέδειξαν στο Νεγροπόντε. Τελικά υπήρχε επίσης και μία ψυχολογική διάσταση στην επιλογή τους. Οι Λατίνοι ήταν μία μειονοτική ομάδα εν μέσω του υπέρμετρου Ελληνικού πληθυσμού της νήσου. Τα αστικά τείχη τους παρείχαν κάποιο βαθμό ή τουλάχιστον μία αίσθηση ασφάλειας, παρά την κατοίκηση Ελλήνων εντός της περιμέτρου τους.
Τα χερσαία τείχη και η τάφρος του Νεγροπόντε, όπως ήταν στα 1898 – 1900, λίγο πριν την ολοσχερή κατεδάφιση τους. Οι ισχυρές οχυρώσεις της πόλης παρείχαν μία αίσθηση ασφάλειας στην μειονότητα των Λατίνων εποίκων στην Εύβοια τον μεσαίωνα, με συνέπεια οι περισσότεροι εξ’ αυτών να εγκατασταθούν στο Νεγροπόντε. Φωτογραφία του Βρετανού αρχαιολόγου Sir John Linton Myres, 1869 – 1954. Πανεπιστήμιο Οξφόρδης. Ψηφιακή επεξεργασία: Βάγιας Κατσός.
Η οικονομία στο Λατινικό Νεγροπόντε.
Η Λατινική κατάκτηση παρήγαγε μέσα σε μία σχετικά σύντομη περίοδο αρκετές συνδεόμενες εξελίξεις στην οικονομία της Εύβοιας, παρόμοιες με αυτές που απαντώνται σε άλλες Βυζαντινές περιοχές, οι οποίες παρέμειναν στην Λατινική κυριαρχία.
Η κατάκτηση επέφερε την κατάρρευση του αυτοκρατορικού ελέγχου και των περιορισμών που εφαρμόζονταν πριν την Δ’ Σταυροφορία πάνω σε διάφορους κλάδους του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Αυτή η πολιτική αντικαταστάθηκε από μία πιο ευέλικτη, που υιοθετήθηκε από τους νέους Λατίνους αυθέντες και την Βενετία, στοχεύοντας στην προώθηση της δραστηριότητας των Λατίνων εμπόρων. Η αναδιανομή της ακίνητης εδαφικής περιουσίας διέγειρε επίσης την εισχώρηση των τελευταίων στην επαρχία. Οι επαφές με τους παραγωγούς και τους τιμαριούχους από την μία πλευρά και των εμπόρων από την άλλη, επέτρεψαν σε αυτούς να αντικαταστήσουν σε μεγάλη έκταση τους τοπικούς Έλληνες άρχοντες και συναλλασσόμενους ως ενδιάμεσοι στην συλλογή και διανομή αγαθών, και ειδικότερα να πάρουν το πλεονέκτημα της επέκτασης του όγκου των εμπορικών συναλλαγών[35]. Η εισροή κεφαλαίου και η χρήση προηγμένων Ιταλικών τραπεζικών και διαχειριστικών τεχνικών, εξασφάλιζε έναν μεγαλύτερο βαθμό ρευστότητας και ερέθισε την χορήγηση πιστώσεων, όπως επίσης και των επενδύσεων στον εξαγωγικό προσανατολισμό προϊόντων. Αυτές οι εξελίξεις πήγαν χέρι με χέρι με ένα επαναπροσανατολισμό στην οικονομία της Εύβοιας απέναντι στην Δύση. Ο αυξανόμενος ρόλος του Νεγροπόντε στην διαμετακόμιση και στην μεταφόρτωση εντός του πλαισίου του τοπικού, περιφερειακού και του μετα-Μεσογειακού εμπορίου, είχε επίσης σαν συνέπεια την ανάπτυξη του τομέα των ανάλογων υπηρεσιών της πόλης. Τελικά, οι Λατίνοι εμφανίζονται να έχουν αποκτήσει ένα κυρίαρχο ρόλο στην βραχέως και μεσαίου βεληνεκούς ναυτιλία γύρω από το Νεγροπόντε στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα.
Συνηθισμένος τύπος μεσαιωνικού εμπορικού πλοίου (round ship), που χρησιμοποιούνταν ευρέως από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα. Κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας, το Νεγροπόντε απέκτησε μια ιδιαίτερη σημασία ως διαμετακομιστικός σταθμός στο πλαίσιο του τοπικού, περιφερειακού και του μετα-Μεσογειακού εμπορίου.
Οι εμπορικοί δεσμοί.
Οι αναπτυσσόμενες οικονομικές λειτουργίες της πόλης τεκμηριώνονται ήδη από την δεύτερη δεκαετία του 13ου αιώνα.
Όταν ο Πιέτρο ντα Φάνο (Pietro da Fano) έκανε την διαθήκη του στο Νεγροπόντε στα 1215 είχε στην κατοχή του μία άφθονη ποσότητα από μετάξι, προερχόμενο από την σταυροφορική Ανατολή. Το εμπόριο μεταξύ του Νεγροπόντε, της Κορώνης, της Μεθώνης, της Πελοποννήσου και της Θήβας μαρτυρείται στα 1234. Τον Δεκέμβριο του 1255, ο Μάρκο Γκραντένικο (Marco Gradenigo), επικεφαλής ενός Βενετσιάνικου στρατιωτικού αποσπάσματος, που στάλθηκε στο Νεγροπόντε, δανείστηκε το ποσό των 2.740 υπέρπυρων από μία ομάδα επτά Λατίνων «burgenses»[36] ή μόνιμους κάτοικους της Θήβας, μία περαιτέρω ένδειξη για τους στενούς εμπορικούς δεσμούς μεταξύ των δύο πόλεων. Από το Νεγροπόντε, όπου κατοικούσε στα 1240, ο Ματτέο ντε Μάντζολο (Matteo de Manzolo) έστειλε στην Βενετία με πλοίο ένα φορτίο μεταξιού, που παράχθηκε στην περιοχή της Νεόπατρας της Θεσσαλίας[37]. Επίσης, ο ίδιος ήταν αναμεμειγμένος έντονα με εμπορικές συναλλαγές και οικονομικές δραστηριότητες με την Νάξο και την Άνδρο, η δε τελευταία παρήγαγε μετάξι και μεταξωτά υφάσματα. Το εμπόριο έγινε ακόμα πιο εντατικό μεταξύ του Νεγροπόντε και της Θεσσαλονίκης, η οποία ήδη από την δεκαετία του 1270, παρακάμπτονταν ολοένα και περισσότερο από τα πλοία που εμπλέκονταν σε μετα-Μεσογειακά ταξίδια μεταξύ των Ιταλικών λιμανιών και της Κωνσταντινούπολης. Τα σκάφη που εμπλέκονταν στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα, όπως επίσης και εκείνα των τακτικών ναυτικών συνοδειών από κρατικές γαλέρες έπλεαν από την Βενετία μέσω του Νεγροπόντε στην πορεία τους για την Κωνσταντινούπολη και την Μαύρη Θάλασσα, στην τελευταία από το 1301. Η αχανής γεωγραφική εμβέλεια και η πολύπλοκη δομή του εμπορικού και ναυτιλιακού δικτύου, μέσα στο οποίο εντάχθηκε το Νεγροπόντε αυτήν περίοδο, εκτείνονταν στην Ελληνική ενδοχώρα, στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου, στην Μικρά Ασία, στην Κύπρο και στην Άκρα (Acre), όπως καταμαρτυρείται από τα αιτήματα για αποζημιώσεις που υποβλήθηκαν από την Βενετία στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ στα 1278 και από μερικά συμβολαιογραφικά καταστατικά[38]. Η ζωτική εμπορική και ναυτική λειτουργία του Νεγροπόντε, ενισχυμένη από την Βενετσιάνικη κρατική παρέμβαση, διατηρήθηκε εκτενώς τους επόμενους δύο αιώνες.
Στην περίοδο που εξετάζεται στο παρόν σύγγραμμα, η παραγωγή και το εμπόριο μεταξιού φαίνεται να είχαν προσλάβει μία αυξανόμενη σημασία για την οικονομία της Εύβοιας. Η ανάπτυξη των δύο μειζόνων βιοτεχνικών κέντρων μεταξιού στην Ιταλία, δηλαδή στην Λούκκα (Lucca, σ.τ.μ.: στην Τοσκάνη) από το 1160 και στην Βενετία από τον πρώιμο 13ο αιώνα, διέγειραν μία αυξανόμενη απαίτηση για μετάξι και κέρμητες[39]. Οι δε τελευταίοι χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή μίας ακριβής κόκκινης βαφής. Η Λατινική κατάκτηση έδωσε την ευκαιρία στους Ιταλούς εμπόρους να κερδίσουν απευθείας πρόσβαση στις πηγές αυτών των πρώτων υλών. Όπως και στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου και στην Ηπειρωτική Ελλάδα, η δυτική απαίτηση παρακίνησε κάποιους από αυτούς να ενεργοποιηθούν επιχειρηματικά στο Νεγροπόντε. Αυτοί προφανώς επένδυσαν κεφάλαια στην επέκταση της σηροτροφίας, καθώς επίσης και στην βιοτεχνία των μεταξωτών υφασμάτων, όπως έγινε σχετικά με την τελευταία από άλλους εμπόρους στην Θήβα. Το Νεγροπόντε εξυπηρετούσε σαν κέντρο συλλογής μεταξιού και κερμητών, καθώς και για μεταξωτά υφάσματα που παράγονταν στην ίδια την Εύβοια, κάποια νησιά του Αιγαίου και στην γειτονική ενδοχώρα, και αυτά τα εμπορεύματα αποστέλλονταν με πλοία στην Ιταλία. Ένα αδημοσίευτο εμπορικό εγχειρίδιο συνταγμένο στην Φλωρεντία (Florence) γύρω στα 1320, μνημονεύει την εξαγωγή υφασμάτων τύπου «samite» με (ερυθρά) βαφή από κέρμητες, μία ποικιλία μεταξωτών υφαντών από την Θήβα, το Νεγροπόντε και άλλες τοποθεσίες της Ρωμανίας στην Αίγυπτο[40].
Βαρύτιμο μεταξωτό και χρυσοκέντητο ύφασμα τύπου «samite» με ερυθρά βαφή από κερμήτες. Ορισμένοι από τους Λατίνους έποικους του Νεγροπόντε με το εμπόριο αυτών των πολυτελών υφασμάτων.
Τα κίνητρα για εγκατάσταση στο Νεγροπόντε.
Επιπρόσθετα στους οικονομικούς παράγοντες, υπήρχε επίσης ένα φορολογικό κίνητρο για την εγκατάσταση στην Εύβοια, ειδικότερα στην Βενετσιάνικη συνοικία του Νεγροπόντε.
Αυτό συνίστατο σε μία εξαίρεση από την πληρωμή του «comerclum», του φόρου στις εμπορικές δοσοληψίες γνωστού σαν «Κομμέρκιον (kommerkion)» στο Βυζάντιο. Αυτή η απαλλαγή χορηγήθηκε από τον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι στους Βενετσιάνους για ολόκληρη την Εύβοια στα 1209 και 1211, και πιστοποιήθηκε από τους τρίαρχους όσον αφορά τα τμήματα της νήσου που τους αντιστοιχούσαν στα 1216. Ένα περαιτέρω βήμα έγινε στα 1256, όταν η Βενετία κατέληξε σε μία συμφωνία σχετικά με το «comerclum» με τους τρίαρχους Ναρζόττο Δαλλεκαρτσέρι (Narzotto dalle Carceri) και Γουλιέλμο Α’ ντα Βερόνα (Guglielmo I da Verona), με τους οποίους είχε συμμαχήσει εκείνο τον καιρό[41]. Η Βενετία χορήγησε στους Λομβαρδούς αυθέντες και σε όλους τους υπηκόους τους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διέμεναν στον τομέα τους στο Νεγροπόντε, μία εξαίρεση από την είσπραξη του «commerclum» των αγαθών, που εισέρχονταν και έφευγαν από την Βενετσιάνικη συνοικία της πόλης ή διακινούνταν εμπορευματικά μέσα στα όρια αυτής[42]. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από το 1256 η Βενετσιάνικη συνοικία κάλυπτε ολόκληρο το δυτικό παραλιακό μέτωπο, κατά μήκος του οποίου αγκυροβολούσαν τα εμπορικά πλοία. Ως αποτέλεσμα αυτού, η Γαληνότατη Δημοκρατία ήταν από τότε η μόνη που επωφελούνταν από τον φόρο των αγαθών, τα οποία έφταναν ή έφευγαν από την θάλασσα[43]. Όσον αφορά τους τρίαρχους, αυτοί παραχώρησαν στην Γαληνότατη Δημοκρατία το αντίστοιχο μέρος τους από τις προσόδους που προκύπταν από την είσπραξη του «commerclum» στα αγαθά, τα οποία διέρχονταν από την γέφυρα του Ευρίπου ή διακινούνταν στον Λομβαρδικό τομέα του Νεγροπόντε[44]. Οι τρίαρχοι συνέλλεγαν από κοινού αυτόν τον φόρο, όπως από κοινού κατείχαν τον Λομβαρδικό τομέα της πόλης[45]. Εν ολίγοις, η συμφωνία του 1256 χορήγησε σε όλους τους μόνιμους κατοίκους της Εύβοιας, ανεξάρτητα αν ήταν υπήκοοι της Βενετίας ή εκείνους των τρίαρχων, την εξαίρεση από την πληρωμή του «commerclum» στο Νεγροπόντε.
Τμήμα των δυτικών τειχών του Νεγροπόντε (Χαλκίδας) σε χαρακτικό του 1890. Από το 1256 η Βενετσιάνικη συνοικία κάλυπτε ολόκληρο το δυτικό παραλιακό μέτωπο, κατά μήκος του οποίου αγκυροβολούσαν τα εμπορικά πλοία. «L Autriche et la Grece», Marius Bernard. «Autour de La Mediterranee» – L’Autriche Et La Grece, de Venise a Salonique (Histoire). Marius Bernard, Paris 1894.
Τα προνόμια που παραχώρησαν οι Βενετοί στους εμπόρους.
Η συμφωνία του 1256 πιστοποιήθηκε δεόντως με δύο συνθήκες του 1262. Η μία συνάφθηκε από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο και τους τρίαρχους με την Βενετία, και η άλλη μεταξύ του πρίγκιπα και της Γαληνότατης Δημοκρατίας.
Με αυτές τις συνθήκες η Βενετία χορήγησε ευρείες παραχωρήσεις σε όλους τους υπηκόους των τριών τρίαρχων, είτε ευγενών ή κοινών αστών, Λατίνων και Ελλήνων. Εξαιρέθηκαν από τον θαλάσσιο φόρο (comerclum maris) όλα τα αγαθά τους, που κατέφθαναν στο Νεγροπόντε από την θάλασσα, είτε προέρχονταν από τα ηπειρωτικά εδάφη απέναντι από την Εύβοια, είτε από άλλες περιοχές. Επιπρόσθετα, η Βενετία υποσχέθηκε μία παρόμοια εξαίρεση για τα αγαθά που έφθαναν στην Βενετσιάνικη συνοικία από την ξηρά, μέσω της γέφυρας του Ευρίπου ή από οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση. Αυτές οι εκχωρήσεις επρόκειτο να επεκταθούν στους κατοίκους του Φράγκικου Μορέα, ως μέρος του συμβιβασμού που επιτεύχθηκε μεταξύ της Βενετίας και του πρίγκιπα Γουλιέλμου Β’, όπως επίσης στο σύνολο του (σ.τ.μ.: ιερατικού) κλήρου. Εν συντομία, μόνο ξένοι ως προς αυτούς, καθώς και οι Εβραίοι, ανεξάρτητα από την κατοικία τους, ήταν εφεξής υπόχρεοι προς το Βενετσιάνικο «comerclum». Οι έμποροι μπορούσαν να απολαμβάνουν αυτά τα προνόμια μόνο μέσω μίας εγκατάστασης τους στα εδάφη που εξουσιάζονταν από τον πρίγκιπα, τους Λομβαρδούς αυθέντες ή την Βενετία, γενόμενοι υπήκοοι τους. Το κίνητρο για εγκατάσταση στην Βενετσιάνικη συνοικία του Νεγροπόντε ήταν ακόμα πιο δυνατό. Μπορούσε περιστασιακά να οδηγήσει στην απόκτηση της Βενετσιάνικης ιδιότητας (status) ή ακόμα και της Βενετσιάνικης πολιτογράφησης, με όλα τα οφέλη, κυρίως οικονομικά, που απέρρεαν από αυτές.
Η αυθόρμητη μετανάστευση από την Δύση προς το Νεγροπόντε συνεχίστηκε καθ’ όλη την διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα. Μπορούμε να υποθέσουμε μία παρόμοια μετακίνηση, αν και σε πολύ μικρότερη κλίμακα, από την γειτονική ηπειρωτική Ελλάδα και από τα νησιά του Αιγαίου. Αλλά επίσης υπήρξαν και καταστροφικά γεγονότα, που προώθησαν αυτή την διαδικασία. Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ στα 1261, είχε σαν συνέπεια την διαφυγή περίπου 3.000 Λατίνων, οι περισσότεροι από αυτούς Βενετσιάνοι πολίτες και υπήκοοι. Ορισμένοι εγκαταστάθηκαν στο Νεγροπόντε, όπως οι αδερφοί Μάρκο (Marco) και Τζιάκομο (Giacomo Venier) και η μητέρα τους, που έσμιξαν με τον Τζιάκομο (Giacomo), έναν άλλο αδερφό που ήταν για κάποιο καιρό στην Βενετία. Άλλοι πρόσφυγες επανενώθηκαν με συγγενείς που ήδη έδρευαν στο Νεγροπόντε, όπως ο Νιόλα (Niola). Μερικοί Λατίνοι που δεν κατάφεραν να αποδράσουν από την Κωνσταντινούπολη στα 1261, έφτασαν στο Νεγροπόντε τα κατοπινά χρόνια, την απελευθέρωση τους από την Βυζαντινή αιχμαλωσία[46]. Αφ’ ετέρου, ένας αριθμός προσφύγων αποχώρησε από το Νεγροπόντε έπειτα από λίγα χρόνια, μετοικώντας ξανά στην Κρήτη ή στην Άκρα (Acre).
Ένα άλλο κύμα προσφύγων έφτασε στο Νεγροπόντε από το Δουκάτο των Αθηνών στα 1311. Σύμφωνα με σύγχρονες πηγές (σ.τ.μ.: της εποχής εκείνης), αυτό αποτελούνταν από τους περισσότερους, αν όχι όλους τους επιζώντες Λατίνους κατοίκους του Δουκάτου, δηλαδή συγγενείς των Φράγκων ευγενών που σφαγιάστηκαν στην μάχη του Αλμυρού και κοινούς αστούς, που διέφυγαν με το πλησίασμα της Καταλανικής Εταιρείας ή είχαν καταληφθεί οι πόλεις τους. Μία επιστολή του 1323 σταλμένη από τον Πάπα Κλήμη Ε’ (Clement V) στον Γουλιέλμο (William), γιό του θανόντος Έμερι ντε Καστρί (Aimeri de Castri), έναν από αυτούς τους ευγενείς, αναφέρεται σε μαζική έξοδο[47]. Αυτοί οι πρόσφυγες ενώθηκαν αργά στα 1311 ή στα 1312 από την Ιωάννα του Σατιλλιόν (Jeanne of Châtillon), χήρα του Βάλτερ Ε’ του Μπριέν (Walter V of Brienne), του τελευταίου Φράγκου δούκα των Αθηνών. Αυτή δραπέτευσε μαζί με τους Λατίνους μέλη της ακολουθίας της από την Ακρόπολη των Αθηνών, αφού αντιστάθηκε στους Καταλανούς για κάποιο χρονικό διάστημα. Από τους κοινούς αστούς που εγκαταστάθηκαν στο Νεγροπόντε στον απόηχο αυτών των γεγονότων, λίγοι είναι γνωστοί με το όνομα τους. Είναι πιθανόν ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στο Καταλανικό κράτος στα 1362 και η αναταραχή των επόμενων τριών ετών, να είχε επίσης ως αποτέλεσμα την μετανάστευση μερικών Λατίνων στην Εύβοια, όπως μπορούμε να συνάγουμε από την φυγή των Ελλήνων χωρικών στην νήσο σε εκείνο τον καιρό. Η κατοχή της Θήβας από την Εταιρεία των Ναβαρραίων τους πρώτους μήνες του 1379 και της Λειβαδιάς στο δεύτερο μισό του 1380 ή τους πρώτους μήνες του 1381, προκάλεσε ακόμα μία έξοδο των Λατίνων στο Νεγροπόντε[48]. Η διαμάχη για την διαδοχή που ξέσπασε στο Δουκάτο των Αθηνών μετά τον θάνατο του Δούκα Αντόνιο Α’ Ατζαγιόλι (Antonio I Acciaiuoli) και η Τουρκική κατάληψη της Αθήνας στα 1456, προφανώς παρακίνησε και άλλους να μεταναστεύσουν στο Νεγροπόντε. Ένας από αυτούς ήταν ο συμβολαιογράφος Ευστάθιο Αργίλιο (Eustachio Argilio) από την Αθήνα, ο οποίος συνέταξε ένα καταστατικό στο Νεγροπόντε την 1 Φεβρουαρίου 1457, αναφερόμενο σε ένα ψήφισμα που εγκρίθηκε από το Κολλέγιο της Βενετίας στις 9 Μαρτίου 1458.
Επιπρόσθετα της Λατινικής μετανάστευσης στο Νεγροπόντε και της υποκινούμενης εισροής από καταστροφικά γεγονότα, το Βενετσιάνικο κράτος επίσης υποστήριξε την εγκατάσταση των Λατίνων. Τον 13ο και 14ο αιώνα προσέφυγε σε ποικίλα μέτρα για ενδυναμώσει την πολιτική και την εδαφικής της θέση μέσα στην πόλη και να ενισχύσει έτσι τα φορολογικά της έσοδα. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν επίσης πρόθυμη για την περαιτέρω επαύξηση του Λατινικού πληθυσμού, πρωτίστως στην δική της συνοικία και γενικότερα σε ολόκληρη την πόλη. Ένα από τα μέσα που χρησιμοποίησε για να εφαρμόσει αυτήν την πολιτική ήταν η απονομή της Βενετσιάνικης ιδιότητας σε κάποιους ξένους Λατίνους και της Βενετσιάνικης πολιτογράφησης σε άλλους, ανάλογα με συγκεκριμένες ή γενικότερες εκτιμήσεις και περιστάσεις. Αμφότερα τα προνόμια συνεπάγονταν την προστασία της Γαληνότατης Δημοκρατίας, όμως η φύση τους καθορίζονταν από το αν τα εμπορικά και οικονομικά πλεονεκτήματα που απέρρεαν από αυτά, θα περιορίζονταν στο Νεγροπόντε ή στην Εύβοια ή θα τα απολάμβαναν και αλλού. Μόνο πλήρεις πολίτες (de intus et extra) επωφελούνταν από τα Βενετσιάνικα προνόμια χωρίς επιχώριους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης και της αρμόδιας Βενετίας, έχοντας την δυνατότητα να στέλνουν αγαθά με τις κρατικές γαλέρες και διαθέτοντας πρόσβαση σε πολυάριθμες δημόσιες υπηρεσίες.
Τον Σεπτέμβριο του 1311, ο βάϊλος του Νεγροπόντε και οι σύμβουλοι του είχαν την εξουσιοδότηση να απονέμουν την Βενετσιάνικη ιδιότητα σε Λατίνους που διέμεναν στην πόλη, όμως η Βενετσιάνικη πολιτογράφηση δεν μνημονεύεται σε αυτό το πλαίσιο. Ο νέος κανονισμός ήταν αναμφίβολα συνδεδεμένος με το κύμα των προσφύγων που κατέφθανε από το Δουκάτο των Αθηνών στα 1311. Εφαρμόστηκε δεόντως, και ορισμένοι από τους πρόσφυγες ή οι απόγονοι τους απέκτησαν την Βενετσιάνικη εθνικότητα, όπως συνάγεται από μία απαίτηση που υποβλήθηκε από τον Τζον του Λέτσε (John of Lecce), επίτιμο δούκα των Αθηνών. Αυτός στα 1370 σκέπτονταν την ανακατάληψη του Δουκάτου που κατέχονταν από τους Καταλανούς. Έτσι αιτήθηκε στην Βενετία να επιτρέψει τους υπηκόους των τριτημόριων, αυτούς του πρίγκιπα του Μορέα, όπως επίσης και τους «άλλους», οι οποίοι προέρχονταν από το Δουκάτο των Αθηνών ή τους απογόνους τους, να ενωθούν με τα στρατεύματα του διαβαίνοντας την γέφυρα που συνέδεε το Νεγροπόντε με την κυρίως χώρα. Κατά πάσα πιθανότητα, τουλάχιστον μερικοί από τους «άλλους», οι οποίοι δεν ήταν υπήκοοι κανενός από αυτούς τους αυθέντες, πρέπει να είχαν αποκτήσει την Βενετσιάνικη εθνικότητα.
Τέλος πρώτου μέρους. Διαβάστε το δεύτερο μέρος.
Άποψη της φερόμενης ως «οικίας του βάϊλου» απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Στα 1311 είχε εκχωρηθεί στον βάϊλο του Νεγροπόντε και στους σύμβουλους, η εξουσιοδότηση να απονέμουν την Βενετσιάνικη ιδιότητα (status) σε Λατίνους που διέμεναν στην πόλη. Φωτογραφία: Β. Κατσός.
Παραπομπές
[1] Προκειμένου να αποφευχθεί η φραστική σύγχυση, παρακάτω χρησιμοποιούνται οι επωνυμίες «Εύβοια» για την νήσο, «Εύριπος» για την κύρια πόλη της στην Βυζαντινή εποχή, (σ.τ.μ.: δηλαδή την καστροπολιτεία της Χαλκίδας) και «Νεγροπόντε», το όνομα με το οποίο αποκαλούνταν αυτή από τους Λατίνους, την περίοδο που ακολούθησε την Λατινική κατάκτηση.
[2] Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνει ο περιηγητής Nicolò de Martoni, εκεί υπήρχαν δύο ξύλινες γέφυρες, η μία συνέδεε την ηπειρωτική χώρα με ένα μικρό νησί ευρισκόμενο στην μέση του πορθμού του Ευρίπου και η άλλη ένωνε αυτή την νησίδα με την πόλη του Νεγροπόντε. Το τελευταίο τμήμα ήταν μία κινητή γέφυρα που ανασηκώνονταν, επιβεβαιωμένη ήδη στα 1389 – 1390.
[3] Τα υπόψη έγγραφα τηρούνται κυρίως στα «Αρχεία του Κράτους της Βενετίας (Archivio di Stato of Venice)», τα οποία θα αναφέρονται στις παραπομπές με την σύντμηση «ASV» και μόνο όσον αφορά αδημοσίευτα έγγραφα.
[4] (Σ.τ.μ.: Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές και την αλληλουχία των πολεμικών επιχειρήσεων, η Χαλκίδα και κατ’ επέκταση η Εύβοια, καταλήφθηκε αμαχητί από τον Φλαμανδό ιππότη Ιάκωβο ντ’ Αβένς (Jacques d’ Avesnes), που ενεργούσε για λογαριασμό του Μομφερρατικού αποσπασμένος από το κύριο σώμα των Φράγκων. Αυτό το γεγονός φαίνεται ότι έλαβε χώρα στα τέλη του 1204, καθώς κατά τους πρώτους μήνες του επόμενου έτους ο Μομφερρατικός άρχισε την πολιορκία του Ακροκορίνθου και είχε ήδη ενωθεί μαζί του και ο Ιάκωβος ντ’ Αβένς).
[5] Στα Αγγλικά «triarchs», στα Ιταλικά «terzieri» και στα Γαλλικά «tierciers». (Σ.τ.μ.: Επίσης χρησιμοποιείται και ο δόκιμος όρος «τριτημόριοι»).
[6] Στα 1216 κάθε μία από τις κύριες ηγεμονίες κατέχονταν από κοινού από δύο αυθέντες. [Σ.τ.μ.: Δηλαδή η Εύβοια ουσιαστικά είχε χωριστεί σε έξι ηγεμονίες («sestiere»)και οι επιμέρους δυνάστες τους αποκαλούνταν «έξαρχοι» ή «εκτημόριοι» («sestieri», «hexarchs»)].
[7] Σ.τ.μ.: Πρόκειται για τον λεγόμενο «πόλεμο για την Ευβοϊκή διαδοχή» (1256 – 1258).
[8] Οι πληροφορίες για τους Ευβοείς άρχοντες την περίοδο της κατάκτησης είναι περιορισμένες.
[9] Παρόλα αυτά είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχασαν όλοι οι Έλληνες τις περιουσίες τους στο Νεγροπόντε.
[10] Ο Johannes Koder δεν λαμβάνει υπόψη του την πιθανότητα να έκτισαν οι άρχοντες αυτές τις εκκλησίες, τις οποίες αποδίδει σε εύπορους ελεύθερους αγρότες χωρικούς. Ωστόσο, η ύπαρξη ελεύθερων αγροτών κατοίκων στην Εύβοια μετά το 1205, μπορεί να απορριφθεί με ασφάλεια. («Negroponte. Untersuchungen zur Topographie and Siedlungs-geschichte der Insel Euboia während der Zeit der Venezianerherrschaft», J. Koder, Österreichische Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse, Denkschriften, 112. Band, Vienna, 1973, p. 172).
[11] Όπως εξάγεται από δύο μαρτυρίες που αφορούν τον Μπαρτολομέο Κουερίνι (Bartolomeo Querini), Βενετσιάνο βάϊλο και καπετάνιο του Νεγροπόντε από το 1372 έως το 1374. Εξαιτίας μίας ασθένειας πέρασε λίγες ημέρες σε ένα πύργο, που ανήκε στον Σαρακένο ντε Σαρακένι (Saraceno de’ Saraceni) στην Αργαλιά (Argalea, σ.τ.μ.: ένα αταύτιστο ακόμα μεσαιωνικό τοπωνύμιο), κάπου κοντά περιοχή του Νεγροπόντε. («Contra deum, jus et justitiam. The Trial of Bartolomeo Querini, Bailo and Capitano of Negropont (14th c.)», ed. by M. Koumanoudi, in Maltezou & Schreiner, Bisanzio, Venezia e il mondo francogreco, Appendix, pp. 264.161-165, 276.61-63).
[12] Στο σύγγραμμα του Peter Lock «The towers of Euboea» παρατίθενται επιχειρήματα ενάντια στην στρατιωτική λειτουργία των πύργων. (Σ.τ.μ.: Όμως από την διάταξη τους στην έκταση της Εύβοιας, όπως και από την διαδοχική οπτική επικοινωνία μεταξύ τους, αλλά και με μικρά εποπτικά κάστρα, τεκμαίρεται ότι οι περισσότεροι πύργοι εντάσσονταν στο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως με φρυκτωρίες, που υλοποίησαν οι Λατίνοι κατακτητές και τελειοποίησαν οι Βενετσιάνοι. Επιπρόσθετα, ορισμένοι από αυτούς και ιδιαίτερα οι παραλιακοί είχαν αμυντικό σκοπό, για την άμεση προστασία του τοπικού πληθυσμού σε περίπτωση αιφνιδιαστικών πειρατικών επιδρομών. Η εκδοχή της χρήσεως των πύργων ως αποθηκευτικών χώρων για την αγροτική παραγωγή θα πρέπει να εξεταστεί με σκεπτικισμό, καθόσον η είσοδος σε αυτούς γίνονταν κατά κανόνα από τον δεύτερο όροφο μέσω αποσπώμενης κλίμακας, μία διαρρύθμιση που εκ των πραγμάτων δυσκολεύει εξαιρετικά την μεταφορά συσκευασμένων εφοδίων στο εσωτερικό τους).
[13] Το παρεμφερές όνομα «Κουκούδης» μαρτυρείται στο ύστερο Βυζάντιο: (E. Trapp et al. eds., Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit, Vienna, 1976-1996).
[14] Τα ονόματα Μαρκελλίνος και Αγαπητός μνημονεύονται στο σύγγραμμα «Documents inédits pour servir à l’ histoire de la Grèce au Moyen Age», K. N. Sathas ed., Paris, 1890-1900), III, p. 216, no. 776. (Σ.τ.μ.: Ενδεχομένως και οι δύο υφιστάμενοι μεσαιωνικοί πύργοι στην τοποθεσία του Μύτικα στο Ληλάντιο πεδίο να ανεγέρθηκαν με μέριμνα του Μαρκολίνου Αγαπητού).
[15] Ωστόσο στην πραγματικότητα η κατάσταση αμφότερων των αρχόντων και των χωρικών επιδεινώθηκε σαν αποτέλεσμα της κατάκτησης. Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί αν το κτηματολόγιο και τα δημοσιονομικά αρχεία την περίοδο της βασιλείας του Μανουήλ Α’ διατηρήθηκαν στην νήσο και αν οι Λατίνοι είχαν πρόσβαση σε αυτά, με την βοήθεια των Ελλήνων που υπηρέτησαν στο Βυζαντινό διοικητικό σύστημα.
[16] Στα 1216 οι τρίαρχοι χορήγησαν στην Βενετία το δικαίωμα της χρήσης των δικών της μέτρων και σταθμών κάτω από ειδικούς όρους.
[17] (Σ.τ.μ.: εννοείται ο «πόλεμος για την Ευβοϊκή διαδοχή»).
[18] Η προνομιακή αναφορά του Εύριπου στα Βυζαντινά καταστατικά υπέρ της Βενετίας, δεν συνεπάγεται με μία Βενετσιάνικη εγκατάσταση στην πόλη. [Σ.τ.μ.: Αντίθετα, ο καθηγητής Pierre Mackay εκτιμά ότι η εκχώρηση στην Βενετία μόνο εμπορικών και τελωνειακών προνομίων στο Νεγροπόντε στα 1198, χωρίς να περιλαμβάνονται κτίρια εντός των τειχών της πόλης, συνιστά ένα μάλλον περιορισμένο διακανονισμό που θα έπεφτε αρκετά κάτω από τα φυσιολογικά πρότυπα. Θεωρεί δε πως οι Βενετσιάνοι είναι περισσότερο πιθανό να χρησιμοποιούσαν, χωρίς να διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας, το ελάχιστο μία αποθήκη, ένα πανδοχείο και ενδεχομένως ένα αρτοπωλείο, μαζί με μία εκκλησία εξαρτώμενη μεν από τον επίσκοπο της Χαλκίδας, αλλά ανοιχτή για δική τους χρήση. («SS. Mary and Dominic (Ayia Paraskevi). The unique, unaltered 13century Dominican priory church in Negropont», Pierre A. MacKay, University of Washington, Sewanee Paper 2014 revision, p. 4, https://digital.lib.washington.edu.)].
[19] Αυτό ήταν το υπόδειγμα του 12ου αιώνα όσον αφορά την συγκέντρωση ελαίου στην Σπάρτη, μεταξένιων υφαντών στην Θήβα, καθώς και τυριού και άλλων Κρητικών προϊόντων στον Χάνδακα (Ηράκλειο), μετέπειτα γνωστού ως Κάντια (Candia).
[20] (Σ.τ.μ.: Σύμφωνα με μία τοπογραφική αναπαράσταση του Νεγροπόντε εκπονημένη από τον Pierre Mackey, η συνοικία της Αγίας Μαργαρίτας σχηματίζονταν ανάμεσα στο κέντρο του ανατολικού τμήματος της καστροπολιτείας, στο τετράγωνο που περικλείουν οι σημερινές οδοί Παπαλουκά, Σταμάτη, Τζαβάρα και Λιάσκα. Η δε εκκλησία του Αγίου Μάρκου πιθανότατα βρίσκονταν εντός της ομώνυμης μεσαιωνικής συνοικίας, κοντά στην επονομαζόμενη «Κάτω Πύλη» του χερσαίου τείχους, η οποία οριοθετείται μεταξύ των σημερινών οδών Τραπεζουντίου, Βαρατάση, Δούνα και της προκυμαίας. Ο συγκεκριμένος χάρτης του Mackey παρουσιάζεται στην διαδικτυακή διεύθυνση http://hdl.hadle.net/1773/24960, με προβολή αρχείου 021414Negropont.pdf).
[21] Τον Σεπτέμβριο του 1329, ο ίδιος προσδιορίζεται σε δύο έγγραφα ως «burgensis Nigropontis» ή μόνιμος κάτοικος και ως «de Veneciis, nunc autem habitator Nigropontis» αντίστοιχα.
[22] Ο Πρεμαρίν εξακολουθούσε να κατοικεί στο Νεγροπόντε τον Ιούλιο του 1334. Επίσης επιζητούσε μία κατάλληλη σύζυγο από την Βενετία και για έναν από τους γιούς του.
[23] Αξιοσημείωτο είναι ότι η οικία που ανήκε στον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι στα 1211, συμπεριλήφθηκε στην Βενετσιάνικη συνοικία στα 1256 και εξυπηρετούσε ως κατοικία του βάϊλου. Αυτή ήταν προφανώς η κατάσταση ακόμα και στα 1275.
[24] Η κατοικία του στην συνοικία της Γαληνότατης Δημοκρατίας ως ένα σημείο, υπονοείται από το Βενετσιάνικο κύρος που απέκτησε σε μία άγνωστη χρονολογία. Στα 1248 αναγνωρίζονταν ως «noster Venetus burgensis».
[25] Επίσης σημειώνεται και ο Ζανίνο Ουλτραμαρίνο (Zanino Ultramarino), γιός του εκλιπόντος Τομμάσο του Νεγροπόντε (Tommaso of Negropont), που στις 16 Μαρτίου 1277 διέμενε στην Άρκουα (Arquà) (σ.τ.μ.: επαρχία της Πάδουας), η οποία κατόπιν έγινε διάσημη ως το μέρος απόσυρσης του φιλόσοφου Φραντζέσκο Πετράρχα (Francesco Petrarca).
[26] ASV, S. Maffio di Mazzorbo, b. 2, Pergg., no. 199. Στην πραγματικότητα το έγγραφο αναφέρεται στην Αγκνές, χήρα του Ανσουίνου της Καρύστου (Ansuinus de Caristo), που τώρα ζούσε στην Βενετία. Ο τελευταίος εμφανίζεται να είναι ακριβώς ο ίδιος με τον «nobilis vir dominus Suini de Karisto (ευγενή άνθρωπο άρχοντα Suini της Καρύστου)», που μνημονεύεται στα 1262 ως κάτοχος περιουσίας στο Νεγροπόντε. Σε σειρά συσχετισμού, η ταυτοποίηση με τον Όθωνα του Σικόν, αυθέντη της Καρύστου, υποδηλώνεται από τον όρο «nobilis», συνταιριασμένο με το «Suinus», το όνομα της συζύγου του Αγκνές, την Βενετσιάνικη θέση της, και την ιδιόκτητη περιουσία του Όθωνα στην άκρη της Βενετσιάνικης συνοικίας στα 1256. Αν αυτή η ταυτοποίηση είναι σωστή, εντούτοις θα παραμένει ασαφές πως το όνομα ή το επίθετο του Όθωνα διαστρεβλώθηκε σε «Suinus» ή «Ansuinus».
[27] ASV, Avogaria di Comun 3644 (Raspe, IV/1), f. 40v.
[28] Ένας από αυτούς ήταν ο Ουγολίνος (Ugolinus), «προερχόμενος από τους ντε Καλλίππι (de Callippi)», ο οποίος δεν κατέστη δυνατόν να ταυτοποιηθεί.
[29] Η οικία τοποθετείται μέσα στην «πόλη των Λομβαρδών (città di Lombardi)» από τον Μαρίνο Σανούδο στο χρονικό του «Istoria di Romania», όπου αναφέρεται ρητά στην συνθήκη του 1262 με τον πρίγκιπα, όμως στην τελευταία δεν μνημονεύεται αυτό το συγκεκριμένο οικοδόμημα.
[30] Εικάζεται ότι μέλη από αυτή την οικογένεια των Μαουρόνε (Maurone) κατοίκησαν στον Εύριπο πριν το 1204, αλλά αυτή η εκδοχή μάλλον πρέπει να αποκλειστεί. Ο Σέρτζιο παντρεύτηκε μία Βενετσιάνα γυναίκα, υψηλής κοινωνικής βαθμίδας, που μνημονεύεται στα 1278 ως «domina Bona, Veneta».
[31] Σ.τ.μ.: Η μεσαιωνική γειτονιά της «Επισκοπής (Vescoado)» τοποθετείται αμέσως νότια από την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και κοντά στην «Άνω Πύλη» των χερσαίων τειχών του Νεγροπόντε. Η έκταση της οριοθετείται μεταξύ των σημερινών οδών Βαρατάση, Κώτσου, Φαβιέρου και Βασιλείου, όπως αποτυπώνεται στην τοπογραφική αναπαράσταση της καστροπολιτείας από τον Pierre Mackey. Στις χαλκογραφίες του 16ου αιώνα εμφανίζεται σε αυτή την περιοχή ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα με την ίδια επωνυμία, το οποίο παραμένει αταύτιστο και από αρκετούς ιστορικούς ερευνητές αμφισβητείται η ύπαρξη του, καθώς φέρεται να προσλαμβάνει περισσότερο την έννοια μίας συνοικίας παρά ενός επισκοπικού ναού.
[32] ASV, Senato, Misti, reg. 19, f. 69r.
[33] Οι τρίαρχοι επέμεναν στα κοινά τους δικαιώματα σε όλη την περιοχή έξω από την Βενετσιάνικη συνοικία. Παρόλα αυτά στα 1381 η Βενετία απέκτησε κάποιο έδαφος σε γειτνίαση με την πόλη.
[34] [Σ.τ.μ.: Στον συγκεκριμένο πύργο της οδού Μπαλαλαίων υπήρχε το Ρολόι της Χαλκίδας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ενώ λίγο πριν το 1940 τοποθετήθηκε στην διασκευασμένη οροφή του μία αντιαεροπορική σειρήνα και λόγω αυτών των χαρακτηριστικών είναι γνωστός ως πύργος «του Ρολογιού» ή «της Σειρήνας». Όσον αφορά την χρονολόγηση του, ο David Jacoby παρασύρεται από την εσφαλμένη εκτίμηση του Peter Lock στο σύγγραμμα του «The towers of Euboea», ο οποίος τον θεωρεί μεσαιωνικό και τον παρομοιάζει με τους αστικούς πύργους της Τοσκάνης. Όμως η σύγκριση του με άλλους παρόμοιους πύργους – Ρολόγια της Ελλάδας και των Βαλκανίων δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα τυπικό δείγμα των κοινωφελών κτιρίων, που απαντώνται συχνότατα στον ευρύτερο χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μία αναγωγή της κατασκευής του στον όψιμο 18ο ή στον πρώιμο 19ο δεν φαίνεται να απέχει πολύ από την πραγματικότητα. («Το Ρολόι της Χαλκίδας», Νίκη Σαλεμή, ΑΕΜ, τόμος ΛΔ’, σελ. 63-68, Αθήνα, 2001-2002)].
[35] Οι Έλληνες έμποροι υποεκπροσωπούνται ξεκάθαρα στα σωζόμενα έγγραφα.
[36] (Σ.τ.μ.: Η λέξη είναι πληθυντικός του όρου «burgensis», που σημαίνει κάτοικος μίας οχυρωμένης πόλης, έμπορος ή επαγγελματίας βιοτέχνης).
[37] Η εξαγωγή μεταξιού από αυτή την περιοχή στην Σικελία μέσω του Νεγροπόντε καταγράφεται επίσης στην δεκαετία του 1270. [Σ.τ.μ.: Η αναφερόμενη Νεοπάτρα είναι η σημερινή Υπάτη Φθιώτιδας, η οποία στον μεσαίωνα ονομάζονταν ως Νέα Πάτρα (Νέαι Πάτραι)].
[38] Στα 1274 ο Τζάκοπο Βενιέρ (Jacopo Venier), γιός του Τζιοβάννι (Giovanni), είχε εμπλακεί σε επιχειρηματικές δραστηριότητες με την Αναέα (Anaea) και το Αδραμύττιο (Adramyttion), και οι δύο πόλεις βρίσκονται επί της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας, τον Ιούνιο και στις 12 Δεκεμβρίου 1274 αντίστοιχα. Στα 1273, ο Ρινάλντο ντα Νιόλα (Rinaldo da Niola) σύναψε στο Νεγροπόντε ένα συμβόλαιο για εμπορικές συναλλαγές στην Άκρα και στην Βενετία, ενώ η ναυτιλία μεταξύ της Άκρας και του Νεγροπόντε μαρτυρείται επίσης στα 1278.
[39] [Σ.τ.μ.: Κέρμης (Kermes) είναι γένος εντόμων που ζει παρασιτικά σε δρυς και βελανιδιές. Από την επεξεργασία των θηλυκών εντόμων του κέρμητος παράγεται μία ερυθρόφαιος χρωστική ουσία].
[40] Firenze, Biblioteca Marucelliana, ms. C 226, f. 52r: «scamiti di Stivo e di Negroponte e di Romania in cholori vermigli».
[41] Η ρήτρα του 1256 περιλαμβάνει μία παραπομπή σε μία προηγούμενη συμφωνία, πριν από την κατάληψη των Ωρεών (Oreos) από τους δύο αυθέντες (σ.τ.μ.: κατά την έναρξη του πολέμου για την Ευβοϊκή διαδοχή με τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο), η οποία έλαβε χώρα στα 1255. Αυτή η συμφωνία (σ.τ.μ.: του 1255) δεν έχει διασωθεί.
[42] Η συνοικία (σ.τ.μ.: των Βενετσιάνων) ήταν σαφώς η μόνη αξιοσέβαστη περιοχή στην οποία μπορούσε να προβεί η Βενετία σε μία τέτοια εκχώρηση. Από ορισμένους ιστορικούς παραβλέπεται αυτός ο σημαντικός περιορισμός και δίνεται η εσφαλμένη εντύπωση ότι η εξαίρεση αφορούσε ολόκληρη την Εύβοια.
[43] Αυτό επιβεβαιώνεται στα 1262, όπως επίσης και στα 1298, όταν η Βενετία προέβη σε μία μείωση στο αντίτιμο του ναυτικού «comerclum» με σκοπό να παρακινήσει τους εμπόρους της Θεσσαλίας να μεταφέρουν τα αγαθά τους μέσω θαλάσσης, παρά από την γέφυρα του Ευρίπου που κατέχονταν από τους τρίαρχους.
[44] Από την Βενετσιάνικη εκχώρηση είναι ξεκάθαρο ότι αυτή που έγινε από τους τρίαρχους επίσης περιορίζονταν στο Νεγροπόντε και δεν επεκτείνονταν σε ολόκληρη την Εύβοια. Αυτό επιβεβαιώνεται από την συνθήκη του 1262.
[45] Οι δύο αυθέντες δεν παραχώρησαν την συλλογή του φόρου την οποία εξακολούθησαν να εισπράττουν. Στα 1319 η Βενετσιάνικη Σύγκλητος αποφάσισε ότι: «Lombardi possint uti suo commerclo pontis sicut consueverunt (σ.τ.μ.: Οι Λομβαρδοί είναι σε θέση να χρησιμοποιούν το “commerclum” τους στην γέφυρα ως συνήθως)».
[46] Τέτοια ήταν η περίπτωση ενός κληρικού που συνδέονταν με την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, κατά την διάρκεια της περιόδου της Λατινικής εξουσίας, ο οποίος μαρτυρείται στο Νεγροπόντε στα 1264.
[47] Η επιστολή αναφέρεται σε όλους τους Λατίνους του Δουκάτου, «cuncti fideles latini ducatus Athenarum (σ.τ.μ.: όλοι οι πιστοί του Δουκάτου των Αθηνών)», και όχι μόνο σε αυτούς από το Καστρί.
[48] Ο Βασιλιάς Πέδρο Δ’ της Αραγονίας – Καταλονίας (Pedro IV of Aragon-Catalonia) ευχαρίστησε τον βάϊλο του Νεγροπόντε για την καλοπροαίρετη στάση τους (σ.τ.μ.: των Βενετσιάνων) απέναντι στους πρόσφυγες με μία επιστολή στις 13 Σεπτεμβρίου 1379.