David Jacoby. Μετάφραση: Γιώργος Λόης
Μια συναρπαστική μελέτη του Πανεπιστημιακού καθηγητή David Jacoby μεταφρασμένη για πρώτη φορά στα Ελληνικά, αποκλειστικά για το Square history.
Μετάφραση: Γιώργος Λόης.
Επιμέλεια δημοσίευσης στο Square History: Βάγιας Κατσός.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Relation du pèlerinage à Jérusalem de Nicolas de Martoni, notaire italien (1394-1395)», (p. 650 and 654), L. Le Grand, Revue de l’ Orient Latin 3, , 1895.
2. «La féodalité en Grèce médiévale. Les “Assises de Romanie”: sources, application et diffusion», D. Jacoby, Paris-The Hague, 1971.
3. «Les Ghisi, dynastes vénitiens dans l’ Archipel, 1207-1390», R. J. Loenerz, Florence, 1974.
4. «Urkunden zur älteren Handels und Staatsgeschichte der Republik Venedig», G. L. F. Tafel and G. M. Thomas eds., 3 vols. (Vienna, 1856-1857).
5. «Les seigneur’s tierciers de Négrepont de 1205 à 1280. Regestes et documents», R. -J. Loenerz, Byzantion 35, 1965, revised edn in IDEM, Byzantina et Franco-Graeca, Storia e Letteratura, 118 and 145, Rome, 1970-1978.
6. «La consolidation de la domination de Venise dans la ville de Négrepont (1205-1390): un aspect de sa politique colonial», D. Jacoby, in Ch. A. Maltezou and P. Schreiner eds., Bisanzio, Venezia e il mondo franco-greco (XIII -XV secolo). Atti del Colloquio Internazionale organizzato nel centenario della nascita di Raymond-Joseph Loenertz, O.P., Venezia, 1-2 Dicembre 2000, Venice, 2002.
7. «Istoria di Romania», Sanudo Torsello, new edn., by E. Papadopoulou, National Hellenic Research Foundation, Institute for Byzantine Research, Sources, 4, Athens, 2000.
8. «The Towers of Euboea: Lombard or Venetian; Agrarian or Strategic», eds. P. Lock and G. D. R. Sanders, Oxbow Monographs, 59, Oxford, 1996.
9. «Les archontes grecs et la féodalité en Morée franque», D. Jacoby, Travaux et Mémoires 2, 1967, pp. 451-59, repr. in IDEM, Société et démographie à Byzance et en Romanie latine, Variorum: London, 1975, no. VI.
10. «Migrations familiales et stratégies commerciales vénitiennes aux XIIe et XIIIe siècles», D. Jacoby, in Migrations et diasporas méditerranéennes (Xe-XVIe siècles), eds. M. Balard and A. Ducellier, Byzantina Sorbonensia, 19, Paris, 2002.
11. «Storia di Venezia dalle origini alla caduta della Serenissima», D. Jacoby, II, L’ età del Comune, eds. G. Cracco and G. Ortalli, Rome, 1995.
12. «Dalla materia prima ai drappi tra Bisanzio, il Levante e Venezia: la prima fase dell’ industria serica veneziana», D. Jacoby, in La seta in Italia dal Medioevo al Seicento. Dal baco al drappo, eds. L. Mola, R.C. Mueller and C. Zanier, Venice, 2000.
13. «Migration and Settlement in Latin Greece: the Impact on the Economy», D. Jacoby in Die Kreuzfahrerstaaten als multikulturelle Gesellschaft. Einwanderer und Minderheiten im 12. und 13. Jahrhundert, ed. H. E. Mayer, Schriften des Historischen Kollegs, Kolloquien 37, Munich, 1997.
14. «Les Latins dans les villes de Romanie jusqu’en 1261: le versant méditerranéen des Balkans», D. Jacoby, in Byzance et le monde extérieur, ed. M. Balard, Byzantina Sorbonensia, Paris, 2003.
15. «Greeks in the Maritime Trade of Cyprus around the Mid-Fourteenth Century», D. Jacoby, in Κύπρος και Βενετία: Κοινές ιστορικές τύχες = Cipro-Venezia: Comuni sorti storiche (Atti del symposio internazionale, Atene, 1-3 marzo 2001), ed. Ch. Maltezou, Venice, 2002.
16. «The Production of Silk Textiles in Latin Greece», D. Jacoby, στο Τεχνογνωσία στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα. Ημερίδα 8 Φεβρουαρίου 1997, Gennadius Library, Athens, 2000.
17. «The Papacy and the Levant (1204-1571), II: The Fifteenth Century», K. M. Setton, Philadelphia, 1978.
18. «Les Vénitiens naturalisés dans l’ Empire byzantin: un aspect de l’ expansion de Venise en Romanie du XIIle au milieu du XVe siècle», D. Jacoby, Travaux et Mémoires 8 (1981) (= Hommage à M. Paul Lemerle), pp. 217-35, repr. in D. Jacoby, Studies, no. IX.
19. «Benjamin of Tudela in Byzantium», D. Jacoby, in Χρυσή Πόρτα/Zlatyia Vrata: Essays presented to Ihor Ševčenko on his Eightieth Birthday by his Colleagues and Students, eds. P. Schreiner and O. Strakhov, Cambridge, Mass., 2002 (Palaeoslavica 10/1 [2002]).
20. «Venice and the Venetian Jews in the Eastern Mediterranean», D. Jacoby, in Gli Ebrei e Venezia (secoli XIV-XVIII), ed. G. Cozzi, Milano, 1987.
21. «On the Status of the Jews in the Venetian Colonies», D. Jacoby, Zion. Quarterly for Research in Jewish History 28 (1962-63), 59-64 (in Hebrew).
22. «Les Juifs à Venise du XIVe au milieu du XVIe siècle», D. Jacoby, in Venezia, centro di mediazione tra Oriente e Occidente (secoli XV-XVI): aspetti e problemi. Atti del II Convegno internazionale di storia della civiltà veneziana, Venezia, 1973, eds. H.-G. Beck, M. Manoussacas and A. Pertusi, 3 vols, Florence, 1977.
23. «Inquisition and Converts in Candia and Negropont from the fourteenth to the sixteenth century», D. Jacoby, Sefunoth. Annual for Research on the Jewish Communities in the East 8, 1964.
24. «La presa di Negroponte fatta dai Turchi ai Veneziani nel MCCCCLXX», Giacomo Rizzardo, ed. E.A. Cicogna, Venice, 1843.
Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος της μελέτης «The Demographic Evolution of Euboea under Latin Rule, 1205-1470» του David Jacoby.
Δεύτερο μέρος:
Η Βενετία πολιτογραφεί Λατίνους αποίκους στο Νεγροπόντε
Μόνο στα 1340 η Βενετία μετέβαλλε την απονομή των πολιτογραφήσεων σε ένα θέμα γενικής πολιτικής σε σχέση με το Νεγροπόντε.
Όλοι οι Λατίνοι ήδη κατοικούσαν εντός των τειχών της πόλης, καθώς σαν μελλοντικοί έποικοι τους είχαν υποσχεθεί πολιτογράφηση, αν και περιορισμένη στη Ρωμανία (cives solummodo per Romaniam). Για την προώθηση αυτής της πολιτικής αποφασίστηκε να επιβληθεί η μεταφορά όλων των κενών ιδιωτικών οικοπέδων που κατέχονταν μέσα στην Βενετσιάνικη συνοικία σε Λατίνους μετανάστες, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να κτίσουν σπίτια εκεί. Οι βαριές δημογραφικές απώλειες στα 1347 – 1348 ως συνέπεια του Μαύρου Θανάτου (σ.τ.μ.: πανούκλας)[1] και ο πόλεμος που είχε εξαπολυθεί εναντίον της Γένοβας από το 1350, προέτρεψαν την Βενετία να κάνει ακόμα πιο γενναιόδωρη προσφορά στα 1353. Υποσχέθηκε την Βενετσιάνικη πολιτογράφηση (de intus et extra) σε Λατίνους που κατοικούσαν εντός των πρόσφατα κατασκευασμένου αστικού τείχους ή εντός της Βενετσιάνικης συνοικίας, καθώς επίσης και στους Λατίνους που θα εγκαθίσταντο και θα παρέμεναν εκεί με τις οικογένειες τους για δέκα χρόνια. Μετά από αυτή την περίοδο θα διατηρούσαν την Βενετσιάνικη ιθαγένεια τους ακόμα και αν έφευγαν. Η θεώρηση ήταν ότι μετά από αυτή την περίοδο θα προτιμούσαν να παραμείνουν παρά να μετακινηθούν ξανά. Ο Βενετσιάνος βάϊλος του Νεγροπόντε ήταν εξουσιοδοτημένος να χορηγεί αυτό το προνόμιο. Η διάταξη αυτή θα είχε ισχύ για δέκα χρόνια, έπειτα από τα οποία θα μπορούσε να επεκταθεί η εφαρμογή της[2]. Ο Αλέσιο ντε Μπέρτις (Alessio de Bertis), που κατάγονταν από την Πάδουα (Padua), εκμεταλλεύτηκε αυτή την παροχή στα 1361[3]. Είναι αδύνατον να προσδιοριστεί η έκταση της εθνικής ιδιότητας και της χορήγησης πολιτογράφησης, που πραγματικά συνέβαλαν στην Βενετσιάνικη εποικιστική πολιτική, αφού τα μητρώα εγγραφών του Νεγροπόντε, όπου καταχωρούνταν οι ευεργετούμενοι δεν έχουν διασωθεί. Μόνο λίγες περιπτώσεις που εξετάστηκαν από τις αρχές στην Βενετία έχουν διατηρηθεί.
Το ταφικό μνημείο (αρκοσόλιο) του Πιέτρο Λιππομάνο στο βόρειο παρεκκλήσι της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας. Ο Λιππομάνο κατάγονταν από το Νεγροπόντε και απέκτησε την Βενετσιάνικη πολιτογράφηση στα 1372.
Η περίπτωση του Πιέτρο ντι Νικολο Λιππομάνο.
Μερικοί Λατίνοι που απέκτησαν την Βενετσιάνικη πολιτογράφηση στο Νεγροπόντε σαν αποτέλεσμα του διατάγματος του 1353 ή οι απόγονοι τους μετανάστευσαν έπειτα στην Βενετία.
Τέτοια ήταν η περίπτωση του Πιέτρο ντι Νικολο Λιππομάνο (Pietro di Nicolò Lippomano), που μνημονεύεται ως «habitator Negropontis, civis et fidelis noster (σ.τ.μ.: κάτοικος του Νεγροπόντε, πολίτης και πιστός μας)» στα 1372. Λίγο πριν την έναρξη του πολέμου της Τσιότζια (Chioggia) στα 1377 μετακόμισε στη Βενετία και στα 1379 συνεισέφερε 3.000 δουκάτα στο αναγκαστικό κρατικό δάνειο (σ.τ.μ.: για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις). Μετά το πέρας του πολέμου στα 1381 έγινε δεκτός ως μέλος από το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας. Στα 1396 ακόμα διατηρούσε περιουσία στο Νεγροπόντε, και κάποιοι από τους επτά γιούς του μπορεί να κατοικούσαν εκεί[4]. Στις 26 Μαΐου 1391, ο Δόγης Αντόνιο Βενιέρ (Antonio Venier) επιβεβαίωσε ότι ο Μάρκο Γκρανταλόνο ντι Τζακομπέλλο (Marco Gradalono di Jacobello), πρώην κάτοικος του Νεγροπόντε, ήταν όπως και οι πρόγονοι του «civis originarius» της Βενετίας, η υψηλότερη κατηγορία πολιτογράφησης[5]. Δύο πρώην κάτοικοι του Νεγροπόντε που είχαν εγκατασταθεί στην Βενετία, ο Ρανιέρο ντι Λεόνε Σκόλο (Raniero di Leone Scolo) και ο Ματτέο ντι Νικολό (Matteo di Nicolò), ένας αξιωματικός του ναυτικού, επικαλέστηκαν το διάταγμα του 1353 με το οποίο οι αντίστοιχοι πατέρες τους είχαν αποκτήσει την Βενετσιάνικη πολιτογράφηση «de intus et extra» και αναγνωρίστηκαν ως «cives originaria» στα 1401 και 1402 αντίστοιχα[6].
Υπάρχει καλός λόγος να πιστεύουμε ότι οι Έλληνες από την ίδια την Εύβοια, τα νησιά του Αιγαίου και την κυρίως χώρα, προσελκύονταν από την οικονομική δραστηριότητα του Νεγροπόντε, η οποία προσέφερε ευκαιρίες για την ενάσκηση των τεχνών και των επαγγελμάτων σε τομέα υπηρεσιών, ειδικότερα στο εμπόριο και στις μεταφορές. Συνεισέφεραν το μερίδιο τους στην ανάπτυξη του πληθυσμού της πόλης, σίγουρα περισσότερο από ότι αντανακλάται μέσα από τα σωζόμενα τεκμήρια. Είναι ασαφές αν ο Βασίλης Ιανασίνης (Vasili Ianasini) γεννήθηκε στο Νεγροπόντε ή αν έφτασε εκεί σαν μετανάστης. Στα 1247, ο Βενετσιάνος βάϊλος παρενέβη σε μία εμπορική διένεξη μεταξύ αυτού του εμπόρου και του Σέρτζιο ντα Τράνι (Sergio da Trani), η οποία φαίνεται να υποδηλώνει ότι εκείνος ήταν ένας Βενετσιάνος υπήκοος και κατοικούσε στην Βενετσιάνικη συνοικία. Αφ’ ετέρου, ο Βασίλης Αλληλούια (Vassili Alleluia), ο οποίος μαρτυρείται στα 1278 ως ένας «Λομβαρδός», ήταν ένας υπήκοος κάποιου από τους τρίαρχους. Αυτό πιστοποιείται από το γεγονός ότι η Βενετία δεν απαίτησε αποζημιώσεις για αυτόν από το Βυζάντιο, παρόλο που το έκανε για τον Λατίνο συνέταιρο του, ένα κάτοικο του Νεγροπόντε. Ο Φιλιππάκιος από την Κάρυστο (Phylippachius de Caristo) άφησε την πόλη του για το Νεγροπόντε πριν το 1305. Ο Νικολός Άσιρος (Nicolò Asiro), που στα 1333 εξήγαγε αδιευκρίνιστα αγαθά στην Βενετία, μπορεί να υπήρξε Βενετσιάνος υπήκοος, ο οποίος να κατοικούσε στην συνοικία της Γαληνότατης Δημοκρατίας. Στα 1416, ο Δημήτριος Ευγενικός (Demetrius Eugenicho), κατά πάσα πιθανότητα ένας κάτοικος του Νεγροπόντε, ταξίδεψε μαζί με τον Λατίνο Τζακομάτσιο ντε Σάντο (Jacomachio de Santo) στην Βενετία για να υποβάλλουν τα αιτήματα των κατοίκων της Εύβοιας.
Τα καταστροφικά γεγονότα που επηρέασαν τις ηπειρωτικές περιοχές κοντά στην Εύβοια και έχουν ήδη αναφερθεί νωρίτερα, επίσης είχαν συνέπειες στην Ελληνική μετανάστευση. Είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε αν ο Γεώργιος Πρωτοβελίσσιμος (Giorgio Protovelissimo) άφησε την Αθήνα στα 1311, όταν η Καταλανική Εταιρεία κατέκτησε την Αθήνα ή αν εγκαταστάθηκε αργότερα στο Νεγροπόντε, όπου καταμαρτυρείται σαν Βενετσιάνος υπήκοος στα 1341[7]. Οι πολεμικές επιχειρήσεις και οι επιδρομές στην εγγύτητα του Νεγροπόντε, επίσης παρακίνησαν την Ελληνική αποδημία. Στα 1351 Γενοβέζικες δυνάμεις πολιόρκησαν την πόλη και ερήμωσαν την αγροτική του ενδοχώρα, μία περιοχή που επίσης είχε υποφέρει από τις επαναλαμβανόμενες Τουρκικές επιθέσεις. Αυτά τα συμβάντα προέτρεψαν τους κατοίκους του προαστίου του Νεγροπόντε, όπως επίσης και τους χωρικούς να αναζητήσουν καταφύγιο πίσω από τα αστικά τείχη. Αυτοί έκτισαν καλύβες και άλλες κατασκευές στα κενά οικόπεδα, ειδικότερα στον τομέα της πόλης που εξουσιάζονταν από τους τρίαρχους. Στα 1361 ήταν ακόμα εκεί. Η προσωρινή εγκατάσταση τους στην πόλη είχε γίνει προφανώς μετατραπεί σε μόνιμη. Η Μαρία Ρέντη (Maria Rendi), κόρη του Δημητρίου (Dimitri), του συμβολαιογράφου και καγκελάριου (chancellor) της Αθήνας έφυγε από την Κόρινθο μετά τον θάνατο του Νέριο Α’ Ατζαγιόλι (Nerio I Acciaiuoli) στα 1394, και πιθανώς εξαιτίας του πολιτικού αναβρασμού που ακολούθησε και μετακόμισε στο Νεγροπόντε, όπου αυτή κατοικούσε στα 1399 – 1400. Όταν ο Οθωμανός πρίγκιπας Μουσά (Musa) πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη στα 1411, ένας αριθμός από Έλληνες κατέφυγε στο Νεγροπόντε και παρέμεινε εκεί στα μετέπειτα χρόνια. Στα 1415 και 1417 ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ (Manuel II, 1391-1425) ζήτησε από την Βενετία να επιτρέψει την επιστροφή τους. Είναι πολύ πιθανόν ένα νέο κύμα από την Θεσσαλονίκη να αφίχθηκε στο Νεγροπόντε την δεκαετία του 1420 και να έμεινε εκεί, μετα από την Οθωμανική κατάκτηση της πόλης τους στα 1430.
Άποψη του μεσαίου τμήματος των χερσαίων ανατολικών μεσαιωνικών τειχών της Χαλκίδας στα 1905 – 1906. Κατά την διάρκεια πολεμικών περιόδων και επιδρομών οι κάτοικοι του προαστίου και των γειτονικών χωριών, έσπευδαν να αναζητήσουν καταφύγιο πίσω από τις στιβαρές οχυρώσεις της καστροπολιτείας.
Οι μετακινήσεις πληθυσμών στο Νεγροπόντε.
Ορισμένοι Έλληνες που έφυγαν από το Νεγροπόντε, κυρίως για οικονομικούς λόγους.
Ένας από αυτούς μαρτυρείται στα 1271 και ένας άλλος στα 1314. Πέντε μετανάστες από το Νεγροπόντε απέκτησαν την Βενετσιάνικη πολιτογράφηση στο 14ο αιώνα. Ο Θεόδωρος του Νικήτα (Teodoro di Nicheta), ένας ναύτης και βαλλίστροφόρος (crossbowman), συμμετείχε σε στρατιωτικές εκστρατείες και πολέμησε στην Κρήτη κατά την διάρκεια της εξέγερσης της νήσου στα 1363 – 1366. Αυτός ζούσε στην Βενετία από το 1359 και έγινε πολίτης «de extra» στα 1376[8]. Ο Ιωάννης Παντοπώλης (Johannes Pandopoli) από το Νεγροπόντε έλαβε την Βενετσιάνικη ιθαγένεια «de intus et extra» στα 1367, ύστερα από διαμονή στην Βενετία επί είκοσι χρόνια[9]. Ο Τζανέτος Μελισηνος (Çanotus Melisino) κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη στα 1350, και ο Κυριάκος από το Νεγροπόντε (Chiriacus de Nigroponte) στο Ηράκλειο (Candia) της Κρήτης στα 1361.
Άποψη των σωζόμενων οχυρώσεων από το μεσαιωνικό κάστρο των Ωρεών. Εκτός από την Ιουδαϊκή κοινότητα του Νεγροπόντε, μαρτυρείται ότι στην Εύβοια υπήρχαν άλλες δύο μικρότερες στους Ωρεούς και στην Κάρυστο. Φωτογραφία: Γιώργος Λόης.
Οι Εβραίοι του Νεγροπόντε.
Οι Εβραίοι διαμόρφωναν την τρίτη Εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική ομάδα στην Εύβοια, την οποία θα εξετάσουμε.
Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι Βυζαντινοί Εβραίοι συγκεντρώνονταν σε αστικά κέντρα, όπως άλλωστε και στην περίπτωση της Εύβοιας πριν την Δ’ Σταυροφορία. Ο Εβραίος περιηγητής Βενιαμίν της Τουδέλα (Benjamin of Tudela), του οποίου η επίσκεψη στην νήσο δύναται να χρονολογηθεί στα 1160, μνημονεύει μόνο μία Ιουδαϊκή κοινότητα, στον Εύριπο, που αποτελούνταν από περίπου 200 μέλη[10]. Η οικονομική δραστηριότητα στο Νεγροπόντε μετά το 1204 προσέλκυσε Εβραίους από άλλες περιοχές της Ρωμανίας. Ο Μωυσής Γαλιμήδης (Moysis Galimidi) ήρθε από τη Θήβα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Γκυ Β’ Δελαρός (Guy II of La Roche) ως δούκα των Αθηνών, η οποία διάρκεσε από το 1287 έως το 1308. Ορισμένοι Εβραίοι που κατοικούσαν στο Ηράκλειο (Candia) της Κρήτης μετανάστευσαν στο Νεγροπόντε λίγο πριν τα 1304[11]. Αργότερα στον 14ο αιώνα βρίσκουμε αποδείξεις για Εβραϊκή μετανάστευση από την Ελληνική κυρίως χώρα σε μία μεγαλύτερη κλίμακα. Ενδεχομένως κάτω από την Λατινική κυριαρχία να σχηματίστηκαν δύο επιπρόσθετες Ιουδαϊκές κοινότητες, μία στην Κάρυστο και άλλη μία στους Ωρεούς. Αυτές καταμαρτυρούνται μόνο μία φορά στα 1452 και πρέπει να ήταν μάλλον μικρές.
Όπως οι Λατίνοι και οι Έλληνες, έτσι και οι Εβραίοι ήταν διαχωρισμένοι σε δύο ομάδες, στους υπηκόους της Βενετίας από την μια μεριά, και σε εκείνους των τριτημόριων από την άλλη. Αυτή η διαίρεση μαρτυρείται στα 1268, αλλά ίσως να ξεκίνησε νωρίτερα. Παρ’ όλα αυτά, όλοι οι Εβραίοι του Νεγροπόντε κατοικούσαν μαζί στην «Judaica» ή την Ιουδαϊκή γειτονιά, την ίδια όπως και στην Βυζαντινή περίοδο. Η τοποθεσία της ήταν έξω από την πόλη και παρακείμενα στην νοτιοανατολική γωνία αυτής, και ως εκ τούτου βρίσκονταν στο μέρος που εξουσίαζαν από κοινού οι Λομβαρδοί αυθέντες[12]. Οι τρίαρχοι και η Βενετία επέδειξαν ένα παρατεταμένο ενδιαφέρον για τους Εβραίους, παρά τον μικρό αριθμό των τελευταίων σε σύγκριση με εκείνο των Ελλήνων ή των Λατίνων. Οι Εβραίοι ήταν μία μείζονα πηγή φορολογικών εσόδων. Οι διαθέσιμες πληροφορίες σε αυτό το θέμα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τους Βενετσιάνους Εβραίους, που κατέβαλλαν τους συλλογικούς φόρους, αμφότερους σε ετήσια βάση και σε μορφή έκτακτων εισφορών, σε ατομικά ποσοστά πολύ επάνω από αυτά που επιβάλλονταν είτε σε Λατίνους ή Έλληνες. Έως το 1318 ήταν επίσης υπόχρεοι στο «commerclum» επί του θαλασσίου εμπορίου σε ποσοστό 5%, που επιβάλλονταν σε αλλοδαπούς, ενώ οι Λατίνοι και οι Έλληνες κάτοικοι της Εύβοιας είχαν απαλλαχτεί από αυτή την επιβάρυνση από το 1256. Στα 1290 το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας επέμεινε ότι οι Εβραίοι του Νεγροπόντε, που ασχολούνταν με τον θαλάσσιο εμπόριο, έπρεπε να πληρώσουν τον φόρο σε εισαγωγές και εξαγωγές αμφοτέρως[13].
Η προοδευτική σταθεροποίηση της θέσης της Βενετίας στο Νεγροπόντε επίσης αντικατοπτρίζονταν μέσα στην τοπική Ιουδαϊκή κοινότητα. Ορισμένοι Εβραίοι θεωρούσαν ότι ήταν πλεονεκτικό να γίνουν Βενετσιάνοι υπήκοοι, και οικονομικά ζητήματα ώθησαν την Βενετία να επεκτείνει την εξουσία της πάνω στους Λομβαρδούς Εβραίους. Αυτή η σύγκλιση των συμφερόντων αποτυπώνεται πρώτα σε μία καλά τεκμηριωμένη υπόθεση. Ως ανταπόκριση στο αίτημα του, ο Δαβίδ από το Νεγροπόντε (David of Negropont, σ.τ.μ.: προφανώς πρώην Λομβαρδός υπήκοος) είχε αναγνωριστεί στα 1268 ως «fidelis noster et Venetus» ή με άλλα λόγια του είχε απονεμηθεί η Βενετσιάνικη ιδιότητα, πιθανώς ως αντάλλαγμα για οικονομική βοήθεια προς την Βενετία. Αυτό υποδηλώνεται από την υποστήριξη στο αίτημα του Δαβίδ από αρκετούς Βενετσιάνους ευγενείς, μερικοί από τους οποίους ίσως να είχαν προηγουμένως υπηρετήσει σαν αξιωματούχοι στο Νεγροπόντε. Η κατάσταση της ιδιότητας του μεταβιβάστηκε και στους απογόνους του, αρκετοί από τους οποίους που άνηκαν στις επόμενες τρεις γενεές είναι γνωστοί με το όνομα τους.
Το Βενετσιάνικο διάταγμα του 1290 που αφορούσε τη φορολόγηση των Εβραϊκών εισαγωγών και εξαγωγών, που μνημονεύτηκε παραπάνω, υποδηλώνει ότι ένας αριθμός από Εβραίους ήταν αναμεμειγμένος σε αυτές τις δραστηριότητες και τα δημοσιονομικά έσοδα που αποκόμιζαν, είχαν γίνει αρκετά μεγάλα έτσι ώστε να δικαιολογούν ειδική νομοθεσία. Ωστόσο, στα 1318 η Βενετία άλλαξε την πολιτική της και κατάργησε το μεροληπτικό ποσοστό που επέβαλλε στο Νεγροπόντε πάνω στον Ιουδαϊκό θαλάσσιο φόρο. Φαίνεται ότι ο διπλός σκοπός αυτού του μέτρου ήταν να προτρέψει τους Λομβαρδούς Εβραίους να γίνουν Βενετσιάνοι υπήκοοι και να παρακινήσει την Ιουδαϊκή μετανάστευση στο Νεγροπόντε[14]. Η Βενετσιάνικη πολιτική σε αυτή την προοπτική ήταν προφανώς επιτυχής. Ενεργοποίησε την Ιουδαϊκή μετανάστευση από την κυρίως χώρα και ο αριθμός Βενετσιάνων Εβραίων αυξήθηκε ξεκάθαρα τα επόμενα χρόνια. Ο βάϊλος Πιέτρο Ζένο ανέλαβε την επέκταση του αστικού τείχους μεταξύ του 1331 και 1333, με σκοπό να συμπεριλάβει επιπρόσθετο χώρο μέσα στην περίμετρο του[15]. Αφού το νέο τείχος θα προστάτευε την Ιουδαϊκή συνοικία, αποφασίστηκε στα 1338 να φορολογηθούν οι Εβραίοι[16]. Στα 1340 μία ομάδα από πρόσφατα εθνικοποιημένους Εβραίους διαμαρτυρήθηκε ότι εκείνοι που ενεργούσαν για λογαριασμό των Λομβαρδών αυθεντών, αρνούνταν να αναγνωρίσουν την υποτέλεια τους στην Βενετία και συνέχιζαν να συλλέγουν από αυτούς το «commerclum» πάνω στα υφάσματα τύπου «samites». Αιτήθηκαν λοιπόν την παρέμβαση της Γαληνότατης Δημοκρατίας έτσι ώστε να διασφαλίσει σε αυτούς την ίδια μεταχείριση, όπως αυτή που παρέχονταν στην «Judei antiqui» στη Βενετία[17]. Σε αντάλλαγμα η Βενετία αύξησε το συλλογικό φόρο που πλήρωναν οι νέοι Βενετσιάνοι Εβραίοι από 100 σε 200 υπέρπυρα, ενώ οι άλλοι πλήρωναν 300 υπέρπυρα[18]. Παρόλο που οι ατομικές τιμές της φορολόγησης είναι άγνωστες, αυτά τα νούμερα υποδηλώνουν μία αρκετά σημαντική αύξηση στον αριθμό των Βενετσιάνων Εβραίων στο Νεγροπόντε μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Συμπτωματικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Εβραίοι εξαιρέθηκαν ρητά από τα ευεργετήματα των μέτρων που υιοθετήθηκαν στα 1340 και 1353, όσον αφορά την απονομή της Βενετσιάνικης πολιτογράφησης.
Το κτίριο της Εβραϊκής συναγωγής της Χαλκίδας στην οδό Κώτσου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η αρχική συνοικία της Ιουδαϊκής κοινότητας βρίσκονταν εκτός της περιτειχισμένης πόλης και παρακείμενα στην νοτιοανατολική γωνία αυτής, τουλάχιστον έως τα μέσα του 14ου αιώνα. Φωτογραφία: Γιώργος Λόης.
Η Εβραϊκή συνοικία
Κατά την διάρκεια της Γενοβέζικης πολιορκίας του Νεγροπόντε, η οποία κράτησε από τις 15 Αυγούστου έως τις 3 Οκτωβρίου 1351, οι Εβραίοι βρήκαν καταφύγιο εντός των τειχών της πόλης και στη Βενετσιάνικη συνοικία, κάτι που συνεπάγεται ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι από αυτούς, είχαν γίνει Βενετσιάνοι υπήκοοι εκείνον τον καιρό.
Κατόπιν αρνήθηκαν να επιστρέψουν στη γειτονιά τους, που ήταν εκτεθειμένη στις Τουρκικές επιδρομές, και υπήρχε φόβος ότι θα έφευγαν από το Νεγροπόντε, αν δεν εξασφαλίζονταν η μακροπρόθεσμη ασφάλεια τους. Στα 1356, η Βενετία αποφάσισε να ιδρύσει μία νέα «Judaica», μέσα στην δική της συνοικία, με σκοπό να διαχωρίσει τον Εβραϊκό από τον Χριστιανικό πληθυσμό, καθώς ζούσαν μέσα σε αυτόν. Ήταν σαφώς αποφασισμένη να διαφυλάξει το πλεονέκτημα που απέρρεε από την αύξηση του αριθμού των δικών της Εβραίων και την οικονομική πρόσοδο που απέδιδαν. Στα 1359, ορισμένοι από αυτούς επέστρεψαν στην παλιά τους «Judaica», καθώς οι αρχές δεν είχαν ακόμα προσδιορίσει την τοποθεσία μίας νέας γειτονιάς[19].
Η ίδρυση της τελευταίας στη νότια άκρη της Βενετσιάνικης συνοικίας, κατά μήκος του κόλπου του Βούρκου, έλαβε χώρα κάπως αργότερα. Στα 1402, αυτή η περιοχή ήταν ήδη γνωστή ως «παλαιά» Ιουδαϊκή συνοικία, αλλά στο μεταξύ Εβραίοι είχαν επίσης εδραιωθεί πέρα από τα όρια που είχαν καθορίσει οι αρχές. Διάφορα ψηφίσματα που εγκρίθηκαν από τις τελευταίες στα 1402 και 1423 απέτυχαν να αποτρέψουν την συνέχιση της Εβραϊκής οικιστικής επέκτασης. Τελικά, στα 1440, η Βενετία εξαναγκάστηκε να εκτείνει την περιοχή της Ιουδαϊκής συνοικίας συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή σπίτια που είχαν ήδη ενοικιαστεί και κατοικούνταν από Εβραίους για πολλά χρόνια. Τον ίδιο καιρό απαγορεύτηκε για μία ακόμα φορά κάθε περαιτέρω επέκταση και θεσπίστηκε ότι θα έπρεπε να διαχωριστεί η «Judaica» από την υπόλοιπη πόλη[20]. Η εξάπλωση της Ιουδαϊκής κατοίκησης αντανακλά σαφώς την δημογραφική ανάπτυξη, αλλά επίσης προφανώς σχετίζονταν και με την ευημερία ορισμένων Εβραίων, οι οποίοι μπορούσαν να διαθέτουν οικήματα έξω από την συνωστισμένη Ιουδαϊκή συνοικία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το ανερχόμενο ύψος του ετήσιου συνολικού ποσού που πληρώνονταν από τους Εβραίους της νήσου από το 1340 παρέμεινε σταθερό ακόμα και μετά την επέκταση της Βενετσιάνικης κυριαρχίας πάνω σε ολόκληρη την πόλη και πάνω στην Εύβοια από το 1390. Αυτό υποδεικνύει ότι ακόμα πριν από αυτό το έτος άπαντες οι Εβραίοι του Νεγροπόντε είχαν γίνει Βενετσιάνοι υπήκοοι. Το ποσό των 500 υπέρπυρων που μαρτυρείται στα 1340, διπλασιάστηκε κάποια στιγμή πριν το 1414. Το νέο άθροισμα των 1.000 υπέρπυρων στο οποίο σε διάφορα σημειώματα εκτιμάται ότι προστέθηκαν κάπου 250 υπέρπυρα, αν και κατά καιρούς και πάλι οι Εβραίοι υποβλήθηκαν σε έκτακτες εισφορές. Τα ποσά των συνολικών πληρωμών που επιβλήθηκαν στους Εβραίους, προσδιορίζονταν πρωταρχικά από τις οικονομικές ανάγκες της Βενετίας. Αυτό συνεπάγεται ότι η Εβραϊκή φορολόγηση δεν αντικατοπτρίζει άμεσα ούτε με ακρίβεια την ανάπτυξη της Ιουδαϊκής κοινότητας στην Εύβοια. Στο καλύτερο (σ.τ.μ.: ενδεχόμενο) παρέχει κάποια ένδειξη γύρω από την γενική δημογραφική τάση.
Η ζωηρή οικονομική δραστηριότητα στο Νεγροπόντε προσέδιδε άφθονες ευκαιρίες για Εβραϊκή ανάμειξη σε εμπορικές και πιστωτικές εργασίες. Η συμμετοχή στο περιφερειακό και μετα-Μεσογειακό εμπόριο, μαρτυρείται ήδη από τα ψηφίσματα του 1290 και 1318, που αφορούν την φορολόγηση των Εβραίων, μπορεί να αποτυπωθεί από μερικές ατομικές περιπτώσεις. Στον πρώιμο 14ο αιώνα, ο Δαβίδ Καλομύτης (David Kalomiti), επικεφαλής μίας εξέχουσας οικογένειας, ασχολήθηκε με τον δανεισμό χρημάτων και την συλλογή μεταξιού μέσα και γύρω από την Εύβοια προς εξαγωγή. Τρεις Εβραίοι του Νεγροπόντε που αναμείχθηκαν σε περιφερειακό θαλάσσιο εμπόριο εμφανίζονται ανάμεσα στους Βενετσιάνους υπηκόους, οι οποίοι στα 1321 απαίτησαν αποζημιώσεις για απώλειες που προκλήθηκαν από Βυζαντινούς υπηκόους. Ένας από αυτούς, ο Ελιά ντελλά Μεντέγκα (Helya della Medega), μέλος μίας άλλης επιφανούς τοπικής οικογένειας, παρουσιάζεται στην διαθήκη του στα 1329 σαν «burgensis Negropontis» ή μόνιμος κάτοικος της πόλης[21]. Όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, γύρω στα 1340 μερικοί Βενετσιάνοι Εβραίοι αναμείχθηκαν με το εμπόριο υφασμάτων τύπου «samites». Ο Λέων Ψωμάς (Leo Psoma) από το Νεγροπόντε διεξήγαγε εμπορικές δραστηριότητες σε μεγάλη κλίμακα λίγο πριν τα 1361, όταν απαλλάχτηκε από την κατηγορία ότι είχε εισάγει παράνομα μία σημαντική ποσότητα μεταξιού στη Βενετία. Το υπέρογκο πρόστιμο των 4.000 υπέρπυρων ή περισσότερων από 1.000 δουκάτων, το οποίο είχε υποχρεωθεί να καταβάλλει, επιστράφηκε πίσω σε αυτόν. Εξάλλου του χορηγήθηκε άδεια κατ’ εξαίρεση να πάρει αυτό το ποσό ή (σ.τ.μ. να μεταφέρει) τα αγαθά στα οποία θα επιθυμούσε να επενδύσει ως φορτίο, με μία κρατική γαλέρα που θα έπλεε προς το Νεγροπόντε. Μερικοί Εβραίοι δάνεισαν μεγάλα χρηματικά ποσά σε επιφανείς Καταλανούς του Δουκάτου των Αθηνών γύρω στα 1370 και στον Κάρλο Τόκκο (Carlo Tocco) ως αντάλλαγμα για ενέχυρο κοσμημάτων. Ένας αριθμός από αυτούς κατείχε αστική περιουσία και αγροτική γη με τους βιλλάνους της ως εγγύηση για δάνεια ή τα είχαν αποκτήσει από αφερέγγυους οφειλέτες[22]. Στα 1440, η Βενετσιάνικη Σύγκλητος τόνισε την σπουδαιότητα των προσόδων που προκύπταν από Ιουδαϊκές συναλλαγές. Εμπορικά ταξίδια στην Χίο, Μικρά Ασία, Ρόδο και άλλους προορισμούς αναφέρονται σε ένα Εβραϊκό υπόμνημα που υποβλήθηκε στα 1452[23].
Άποψη των νότιων θαλάσσιων τειχών του Νεγροπόντε (Χαλκίδας) στην περιοχή του Βούρκου στα τέλη του 19ου αιώνα. Πίσω από αυτά τα τείχη σχηματίζονταν η Ιουδαϊκή συνοικία, που είχε ιδρυθεί κατόπιν εντολής των Βενετσιάνικων αρχών της καστροπολιτείας μετά τα μέσα του 14ου αιώνα. Αρχείο Ελ. Ιωαννίδη. Ψηφιακή επεξεργασία: Β. Κατσός.
Η αύξηση της φορολόγησης και η επέκταση της «Judaica».
Ορισμένοι Εβραίοι μετανάστευσαν από το Νεγροπόντε για οικονομικούς ή άλλους λόγους, μεταξύ αυτών και τα μέλη της οικογένειας Καλομύτη (Kalomiti), που ήδη την συναντήσαμε νωρίτερα.
Ο Αντονίγια (Adoniya) κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη στα 1329. Ένας άλλος, ο Αβραάμ (Abraam), ζούσε στην Κόρινθο στα 1390, όπου υπηρετούσε σε ένα οικονομικό αξίωμα στον οίκο του Νέριο Α’ Ατζαγιόλι (Nerio I Acciaiuoli), του αυθέντη της πόλης, λίγο πριν τον θάνατο του τελευταίου στα 1394. Κάπως αργότερα ενεργούσε για λογαριασμό του Κάρλο Τόκκο (Carlo Tocco), κόμη της Κεφαλονιάς, ο οποίος είχε κυριεύσει την Κόρινθο και είχε βάλει ενέχυρο στο Νεγροπόντε κοσμήματα που ανήκαν στον Νέριο Ατζαγιόλι. Ο Ελλιά (Ellea) από το Νεγροπόντε κατοικούσε στο Ηράκλειο (Candia) στα 1351. Ο Γιαχούντα ντε Μεντέγκο (Yecuda de Medego), του οποίου ο πατέρας Ελιά (Helya) μνημονεύτηκε ήδη παραπάνω, κατοικούσε από τα 1361 έως τα 1381 στο Ηράκλειο (Candia), όπου ασχολούνταν με τον δανεισμό χρημάτων σε Λατίνους και Έλληνες και εμπορεύονταν μάλλινα είδη σε μία μεγάλη κλίμακα[24]. Ο Δανιήλ (Daniel) του Νεγροπόντε, γιός του Δανιήλ (Daniel), είχε την έδρα του στην Τάνα (Tana), ένα λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, όπου εμπορεύονταν στα 1359[25]. Η Ιουδαϊκή κοινότητα του Νεγροπόντε υπέστη απώλειες, λόγω του προσηλυτισμού ενός αριθμού των μελών της στον Χριστιανισμό. Ο Νικολέτο Χριστιάνο (Nicoleto Christiano), που επέλεξε ένα επώνυμο σύνηθες ανάμεσα στους προσήλυτους, παρέμεινε στο Νεγροπόντε[26]. Ένας γιός του εμπόρου Λέοντα Ψωμά (Leo Psoma) υιοθέτησε το όνομα και το επώνυμο του ανάδοχου του στην βάπτιση, μία επίσης συνήθης πρακτική ανάμεσα στους προσήλυτους. Αυτός αργότερα αποκαλούνταν Νικολό Κουερίνι (Nicolò Querini), έπειτα από τον (σ.τ.μ.: ομώνυμο) Βενετσιάνο βάϊλο με θητεία στο Νεγροπόντε από το 1351 έως το 1353[27]. Αυτός υπηρέτησε για αρκετά χρόνια στις στρατιωτικές δυνάμεις της Βενετίας στην Εύβοια και αλλού και περί τα 1370, ζήτησε μία μετάθεση στην Κρήτη, η οποία και του χορηγήθηκε.
Η αύξηση της φορολόγησης κάποια στιγμή πριν το 1414 και η επέκταση της «Judaica» στα 1440 φαίνεται να υπονοούν μία παρατεταμένη ανάπτυξη του αριθμού των Εβραίων της Εύβοιας. Ωστόσο αυτός ο αριθμός ελαττώθηκε σοβαρά έπειτα από λίγα χρόνια. Στα 1452 οι Εβραίοι αιτήθηκαν μία μείωση των φόρων που είχαν επιβληθεί πάνω σε αυτούς, υποστηρίζοντας ότι οι Ιουδαϊκές κοινότητες της Καρύστου και των Ωρεών είχαν πάψει να υφίστανται. Αυτοί απέδιδαν την μετανάστευση των μελών τους σε Οθωμανικές περιοχές, η οποία πρέπει να ήταν αρκετά πρόσφατη, στους δυσβάσταχτους ετήσιους Εβραϊκούς φόρους και στις έκτακτες εισφορές που είχε επιβάλει η Βενετία από το 1439, όπως επίσης και στην δραστηριότητα των πειρατών, ειδικότερα των Καταλανών. Ως αποτέλεσμα αυτού, η μόνη απομένουσα Ιουδαϊκή κοινότητα, αυτή του Νεγροπόντε, έπρεπε να ανεχθεί την πλήρη φορολογική επιβάρυνση. Ωστόσο, οι πιο εύποροι Εβραίοι που ανήκαν σε αυτή την κοινότητα είχαν πουλήσει τις οικίες τους και είχαν φύγει από την Εύβοια. Μόνο τέσσερις πλούσιες οικογένειες είχαν απομείνει, και οι υπόλοιποι Εβραίοι ήταν φτωχοί[28]. Στα 1458, η Βενετία υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει την προσέγγιση της επί της Εβραϊκής φορολόγησης. Θα καταργούσε τους ειδικούς Εβραϊκούς φόρους που επιβλήθηκαν στα 1440 για τρία χρόνια, αλλά παρόλα αυτά συλλέγονταν και μετέπειτα, και αποφάσισε να λάβει υπόψη τις οικονομικές συνθήκες των εναπομενόντων Εβραίων στην αξιολόγηση των ετήσιων τελών τους. Αυτός ο τελευταίος κανόνας θα εφαρμόζονταν επίσης και στους Εβραίους που ευελπιστούσε ότι θα επέστρεφαν από τις Οθωμανικές περιοχές[29]. Στα 1459, η Βενετία αιτήθηκε από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ (Mehmed II, 1451-1481) να επιτρέψει την επιστροφή αυτών των Εβραίων, οι οποίοι είχαν υποχρεωθεί να μετοικίσουν εκ’ νέου στην Κωνσταντινούπολη στο πλαίσιο της δυναμικής ανασύστασης του πληθυσμού της πόλης από τον Οθωμανό κυβερνήτη. Υποστηρίχτηκε ότι ήταν Βενετσιάνοι υπήκοοι που είχαν φύγει εξαιτίας της πανούκλας, η οποία είχε πλήξει βαρέως την Εύβοια. Η Βενετία παρέλειψε να εκθέσει τα αληθινά αίτια που οδήγησαν στην μετανάστευση τους[30]. Στα 1462, υπέβαλε το ίδιο αίτημα, για άλλη μία φορά, χωρίς να κατορθώσει καμία ευόδωση.
Οι αποδείξεις που αφορούν τους Εβραίους της Εύβοιας αποτυπώνουν την ιδιαίτερη δημογραφική εξέλιξη της κοινότητας τους, διαφορετική από αμφότερες εκείνες του Λατινικού και Ελληνικού πληθυσμών. Όπως οι Λατίνοι, έτσι και οι Εβραίοι ήταν ένα αποκλειστικά αστικό στοιχείο[31], που συγκεντρώνονταν στο Νεγροπόντε και ήταν βαθύτατα αναμεμειγμένοι στην οικονομική ζωή της πόλης. Ωστόσο, οι μετανάστες που ενώθηκαν με αυτούς, ήρθαν από την ίδια την Ρωμανία, όταν η μετανάστευση τις τελευταίες δεκαετίες της Βενετσιάνικης κυριαρχίας ήταν επίσης κατευθυνόμενη προς τις περιοχές κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία. Περισσότερο από κάθε εθνική, θρησκευτική ή πολιτιστική ομάδα, οι Εβραίοι μπορούσαν εύκολα να διασχίσουν τα πολιτικά και πολιτιστικά σύνορα όρια μεταξύ των Χριστιανικών και των Οθωμανικών περιοχών. Συνιστούσαν παντού μία μειονοτική ομάδα και μπορούσαν να στηρίζονταν στην Εβραϊκή αλληλεγγύη όπου και αν πήγαιναν.
Σύμφωνα με τις Βενετσιάνικες αρχές, η πανούκλα του 1448 είχε σαν συνέπεια τον θάνατο των δύο τρίτων του πληθυσμού του Νεγροπόντε, αλλά είναι ασαφές αν αυτές αναφέρονται στην πόλη ή στη νήσο. Όποια και αν είναι η περίπτωση, η εκτίμηση είναι σαφώς υπερβολική, αν και οι απώλειες πρέπει να ήταν σοβαρές.
Ο πληθυσμός του Νεγροπόντε και τα χτυπήματα της πανούκλας.
Οι πηγές για την Λατινική περίοδο αποτυγχάνουν να παράσχουν κάποια ποσοτικά δεδομένα, τα οποία να αφορούν τον πληθυσμό του Νεγροπόντε.
Φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι έχουμε μία αξιόπιστη σύγχρονη εικόνα για τα 1470. Παρουσιάζεται στο χειρόγραφο του Τζιάκομο Ριτσάρντο (Giacomo Rizzardo), που αναφέρεται στην άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς. Η έκθεση συνοδεύεται από ένα κατάλογο, που αποδίδει 2.500 ψυχές στο Νεγροπόντε. Ορισμένοι έχουν ισχυριστεί ότι αυτή η εικόνα αντανακλά τον πληθυσμό της πόλης λίγο πριν την Τουρκική κατάκτηση και άλλοι ότι επισημαίνει των αριθμό των επιζώντων μετά από αυτό το συμβάν. Αυτές οι εικασίες μπορούν να απορριφθούν με ασφάλεια. Μία προσεκτικότερη ματιά στον κατάλογο μας αποκαλύπτει ότι μνημονεύει αποκλειστικά νησιά του Αιγαίου και δεν αναφέρεται σε μία και μόνο τοποθεσία. Προκύπτει ότι (σ.τ.μ.: ο όρος) Νεγροπόντε υπέχει ως Εύβοια και όχι για την πόλη. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των 2.500 κατοίκων είναι πολύ χαμηλός, ακόμα και για τα τελευταία χρόνια της Βενετσιάνικης εξουσίας[32].
Εν απουσία των ποσοτικών δεδομένων, θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να προσφέρουμε μία εκτίμηση για τον πληθυσμό του Νεγροπόντε σε κάθε δοθείσα στιγμή της Λατινικής περιόδου. Οι ρευστές πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες του 14ου και ειδικότερα του 15ου αιώνα στην Εύβοια και στη γύρω περιοχή, που επισημάνθηκε νωρίτερα, είχαν μία σαφή επίπτωση στην δημογραφική εξέλιξη του Νεγροπόντε. Επιπρόσθετα, η πόλη επλήγη από τα επανειλημμένα χτυπήματα της πανούκλας, ειδικότερα στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα. Οι διαδόσεις για την νόσο στο Νεγροπόντε έφτασαν στην Βενετία στα 1426. Σύμφωνα με τις Βενετσιάνικες αρχές, η πανούκλα του 1448 είχε σαν συνέπεια τον θάνατο των δύο τρίτων του πληθυσμού του Νεγροπόντε, αλλά είναι ασαφές αν αυτές αναφέρονται στην πόλη ή στη νήσο. Όποια και αν είναι η περίπτωση, η εκτίμηση είναι σαφώς υπερβολική, αν και οι απώλειες πρέπει να ήταν σοβαρές[33]. Ένα πλοίο που είχε αγκυροβολήσει στο Νεγροπόντε στα 1458, έχασε το ένα τέταρτο του πληρώματος του από την πανούκλα πριν αφιχθεί στην Βενετία. Ενόσω καταγράφονταν αυτές οι διαταραχές, η νόσος φαίνεται πως ήταν ενδημική, όπως υποδηλώνεται από την συχνή εμφάνιση της στο Δουκάτο των Αθηνών, τον Μορέα και τα λιμάνια της Κορώνης, της Μεθώνης, της Κέρκυρας και του Ηρακλείου, με τα οποία το Νεγροπόντε διεξήγαγε συνεχείς εμπορικές συναλλαγές.
Άποψη του νοτιοανατολικού τμήματος των χερσαίων τειχών της Χαλκίδας στα 1898 – 1900. Η Γενοβέζικη πολιορκία του Νεγροπόντε στα 1351 σε συνδυασμό με τις Τουρκικές επιδρομές, ώθησαν τους κατοίκους του προαστίου και των γειτονικών χωριών να εγκατασταθούν εντός της καστροπολιτείας. Φωτογραφία του Βρετανού αρχαιολόγου Sir John Linton Myres, 1869 – 1954, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης. Ψηφιακή επεξεργασία: Β. Κατσός.
Η μεταμόρφωση της πόλης.
Εν απουσία άμεσων πληθυσμιακών δεδομένων, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο να επισημάνω ορισμένους παράγοντες, που απεικονίζουν την χρήση του αστικού χώρου και μας μεταφέρουν κάποια αίσθηση της πυκνότητας του πληθυσμού.
Στα 1340, η Βενετία αποφάσισε να προσφέρει αδέσμευτη γη για το κτίσιμο οικιών στην Βενετσιάνικη συνοικία, έτσι ώστε να παροτρύνει την Λατινική εγκατάσταση μέσα στα όρια της. Έντεκα χρόνια αργότερα υπήρχε ακόμα πολύ ελεύθερο έδαφος στην πόλη, ειδικότερα στην Λομβαρδική συνοικία. Η Γενοβέζικη πολιορκία εκείνου του χρόνου και οι Τουρκικές επιδρομές, ώθησαν τους κατοίκους του προαστίου του Νεγροπόντε, όπως επίσης και τους χωρικούς, να εγκατασταθούν εντός των αστικών τειχών σε καλύβες και σε άλλες κατασκευές εν μέρει κτισμένες σε αυτά τα εδάφη. Στα 1425, οι Εβραίοι που έδρευαν κατά μήκος του κόλπου του Βούρκου, αιτήθηκαν την άδεια να κλείσουν με τείχη δύο δρόμους, στους οποίους μερικά από τα σπίτια δεν ήταν συνεχόμενα. Αυτό συνεπάγεται ότι ακόμα και σε αυτή την ύστερη περίοδο το αστικό έδαφος δεν ήταν πυκνά κτισμένο. Όσο για την απροστάτευτη περιοχή πλησίον της πόλης, παρέμενε αραιοκατοικημένη καθ’ όλη την Λατινική περίοδο. Όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, οι Εβραίοι κατοικούσαν στα νοτιοανατολικά της πόλης μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα. Η ύπαρξη άλλων οικημάτων έξω από την πόλη αποκαλύπτεται για πρώτη φορά μεταξύ του 1331 και 1333, όταν αναλήφθηκε η επέκταση του αστικού τείχους. Ωστόσο, στα 1351 οι Εβραίοι και οι κάτοικοι αυτών των περιοχών εγκαταστάθηκαν μέσα στην πόλη και παρέμειναν κατόπιν εκεί. Ο πληθυσμός που συνδέονταν με τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, τοποθετημένα γύρω από την πόλη ήταν αμελητέος. Η εγκατάσταση των προσφύγων από το νησί της Τενέδου, που ανάγεται στα 1381, ήταν βραχύβια. Ο Νικολό ντε Μαρτόνι (Nicolò de Martoni), σε μία επίσκεψη στα 1395, μνημονεύει λίγα κατοικήσιμα σπίτια και αρχαίες κατασκευές έξω από την πόλη. Στα 1425, ο βάϊλος και οι σύμβουλοι του διατάχθηκαν να απέχουν από την καλλιέργεια ζωοτροφών για τα άλογα τους στο προάστιο (burgus) και να πουλήσουν την γη, προκειμένου να παρακινηθεί η κατασκευή οικιών. Μπορούμε με ασφάλεια να προεξοφλήσουμε κάθε θετικό αποτέλεσμα αυτής της άποψης.
Η συγκέντρωση του πληθυσμού πίσω από το τείχος της πόλης σε βάρος του προαστίου, πρέπει να αυξήθηκε κατά την διάρκεια του 15ου αιώνα. Την τελευταία δεκαετία της Βενετσιάνικης κυριαρχίας αυτή η διαδικασία ενδεχομένως να υπαγορεύτηκε μερικώς από την Γαληνότατη Δημοκρατία, όπως υποδηλώνεται από την επανεγκατάσταση των μοναζουσών της Σάντα Κλάρα εντός της πόλης πριν από τον Απρίλιο του 1464. Η γυναικεία μονή τους που βρίσκονταν στα βόρεια του αστικού (σ.τ.μ.: χερσαίου) τείχους, είχε καταστραφεί κατόπιν εντολών των αρχών και τα οικοδομικά υλικά της επαναχρησιμοποιήθηκαν για την (σ.τ.μ.: οχυρωματική) ενίσχυση της πόλης[34]. Η πανοραμική όψη του Νεγροπόντε που δημοσιεύτηκε από τον Τζιοβάνι Φρανσέσκο Καμότσιο (Giovan Francesco Camocio) μεταξύ του 1571 και 1574, η οποία βασίζεται σαφώς σε αποδείξεις από την ύστερη Βενετσιάνικη περίοδο, αντικατοπτρίζει σε κάποια έκταση την εκπληκτική αντίθεση μεταξύ της πόλης και του προαστίου. Η περιτειχισμένη πόλη απεικονίζεται αρκετά συνωστισμένη με κτίρια, ενώ το προάστιο αναπαριστάνεται από μία συστάδα λίγων σπιτιών στα ανατολικά και κάποια διάσπαρτα στα βορειανατολικά, εκτός από μερικά εκκλησιαστικά κτίσματα[35]. Ενδιαφέρον είναι ότι στα 1417 ο διασκορπισμός των σπιτιών θεωρούνταν ένα διακριτό χαρακτηριστικό ενός προαστίου στην Εύβοια.
Ορισμένα δεδομένα μπορούν να παρασχεθούν από ακατέργαστες ενδείξεις που αφορούν το ποσοτικό εύρος, μέσα στο οποίο κυμαίνονταν ο πληθυσμός του Νεγροπόντε με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με μία Βενετσιάνικη πηγή, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Εύβοιας, η Κάρυστος, είχε 2.432 κατοίκους στα 1436. Αυτός το μέγεθος, το οποίο δεν είναι στρογγυλό, φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα μίας σχολαστικής απογραφής και έτσι είναι υψηλής αξιοπιστίας. Είναι ιδιαίτερα πολύτιμο διότι αντανακλά τον πληθυσμό της πόλης πριν από την ολέθρια πανούκλα, που έπληξε την Εύβοια στα 1448. Ο Νικολό ντε Μαρτόνι (Nicolò de Martoni), που επισκέφτηκε την Αθήνα στα 1395, υπολογίζει ότι αυτή είχε γύρω στις χίλιες εστίες ή νοικοκυριά. Χρησιμοποιώντας πολλαπλασιαστές (σ.τ.μ.: της τάξεως) 3,5 και 4 φθάνουμε σε πληθυσμιακά μεγέθη γύρω στους 3.500 και 4.000 κατοίκους[36].
Η χαλκογραφία του Giovan Francesco Camocio, όπου η καστροπολιτεία του Νεγροπόντε απεικονίζεται αρκετά πυκνοκατοικημένη, ενώ το προάστιο αναπαριστάνεται από μία συστάδα λίγων σπιτιών στα ανατολικά και κάποια διάσπαρτα κτίσματα στα βορειανατολικά. Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
Η έκταση του κάστρου της Χαλκίδας
Ο Νικολό περιγράφει το Νεγροπόντε σαν «multum bene habitat (σ.τ.μ.: πολύ καλά κατοικημένο)».
Αν αναλογιστούμε την ζωηρή οικονομική δραστηριότητα της πόλης, ο πληθυσμός της θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερος από αυτόν της Καρύστου ή της Αθήνας. Έχουμε επισημάνει ότι το μήκος των αστικών τειχών υπολογίζονταν σε κάπως περισσότερο από 1.740 μέτρα. Αυτό το μέγεθος ανταποκρίνεται λίγο έως πολύ στην περίμετρο των αστικών τειχών του 17ου αιώνα, η οποία πρέπει να ήταν παραπλήσια με αυτήν της Βενετσιάνικης περιόδου. Υπολογίζεται ότι η περιτειχισμένη πόλη κάλυπτε γύρω στα 190.000 τ.μ.[37]. Από αυτή την επιφάνεια πρέπει να αφαιρέσουμε τις δημόσιες πλατείες (piazze), τα διοικητικά και εκκλησιαστικά κτίρια και την κενή γη, που θα μας αφήσουν με περίπου 180.000 τ.μ., τα περισσότερα διαθέσιμα για κατοικίες. Ένα έγγραφο του 1262 αναφέρει την κατασκευή ξύλινων ή πέτρινων σπιτιών στο Νεγροπόντε, των οποίων η μέγιστη επιφάνεια δεν υπέρβαινε τα 49 τετραγωνικά μέτρα. Αν υποθέσουμε για χάρη του υπολογισμού ότι αυτό αντιπροσωπεύει το μέσο μέγεθος των σπιτιών στην πόλη, φθάνουμε στον μέγιστο αριθμό των 3.600 σπιτιών. Και πάλι υποθέτοντας ότι κάθε σπίτι ανταποκρίνονταν σε ένα νοικοκυριό, το οποίο δεν είναι σίγουρο, φθάνουμε με πολλαπλασιαστές από το 3,5 έως το 4, σε ένα πληθυσμό που κυμαίνεται μεταξύ 12.600 και 14.500 κατοίκων. Αν και ένα πρέπει να θυμόμαστε, ότι αυτοί είναι απλώς υποθετικοί αριθμοί. Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε αν όλα τα σπίτια κατοικούνταν μετά την δριμεία πανούκλα του 1448.
Η διαμόρφωση του κάστρου της Χαλκίδας δεν άλλαξε κατά την Οθωμανική περίοδο. Εδώ, όπως φαινόταν στα 1860-70 από το λόφο του Καράμπαμπα. Φωτογραφία: Συλλογή Ε. Ιωαννίδη. Ψηφιακή επεξεργασία: Β. Κατσός.
Ο πληθυσμός της Εύβοιας επί Λατίνων.
Είναι καιρός να στρέψουμε την προσοχή μας στις δημογραφικές τάσεις έξω από το Νεγροπόντε.
Όπως σημειώθηκε νωρίτερα, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του 13ου αιώνα στην Εύβοια δεν φαίνεται να επέφεραν σπουδαίες πληθυσμιακές απώλειες ή να ενεργοποίησαν μία μαζική κινητικότητα των χωρικών. Οι συνθήκες άλλαξαν προς το χειρότερο από τα 1318, όταν στρατιωτικά αγήματα από τα Τουρκικά εμιράτα της Μικράς Ασίας άρχισαν να εξαπολύουν επιδρομές στο Αιγαίο. Μέχρι τα 1329 οι Τούρκοι επιχείρησαν εναντίον της Εύβοιας σε συμμαχία με τους Καταλανούς του Δουκάτου των Αθηνών. Με εξαίρεση σύντομες περιόδους, οι επιδρομές τους συνεχίστηκαν και αργότερα, πρακτικά μέχρι την Οθωμανική κατάκτηση στα 1470. Στον 15ο αιώνα υπήρχαν επίσης επιδρομές που εξαπολύονταν από Καταλανούς πειρατές. Αυτή η δραστηριότητα επηρέασε πρωτίστως τον πληθυσμό και την οικονομία των παράκτιων περιοχών. Οι πληθυσμιακές απώλειες επιδεινώθηκαν από τον Μαύρο Θάνατο του 1347 – 1348, που ακολουθήθηκε από επαναλαμβανόμενα διαστήματα πανούκλας, τα οποία είχαν μία πιο γενική επίδραση. Σύμφωνα με ένα σύνηθες πρότυπο, η νόσος πρέπει να εξαπλώθηκε από το λιμάνι του Νεγροπόντε μέσα στη νήσο, υποφέροντας περισσότερο η πόλη. Οι αλλαγές στις πολιτικές συνθήκες στο Δουκάτο των Αθηνών, όπως η Καταλανική και η Ναβαρρέζικη κατάκτηση και εσωτερικές διαμάχες, καθώς επίσης και η Τουρκική προέλαση, όλα αυτά έφεραν κύματα προσφύγων στην Εύβοια. Συνοπτικά, υπήρχε μία αυξανόμενη αστάθεια και κινητικότητα στους χωρικούς, τόσο της ίδιας της νήσου, όσο και κατά μήκος του καναλιού του Ευρίπου, που την χώριζε από το Δουκάτο των Αθηνών. Αμφότεροι οι (σ.τ.μ. Λατίνοι) αυθέντες και η Βενετία έλαβαν μέτρα για να διαφυλάξουν το υπάρχον αγροτικό εργατικό δυναμικό τους και συναγωνίζονταν σκληρά για να το ενισχύσουν. Η αμφίδρομη κίνηση των χωρικών μεταξύ των εδαφών τους ήταν εν μέρει αυθόρμητη και κάποιες φορές επιβαλλόμενη.
Η δημογραφική κατάπτωση και η έλλειψη επαρκούς αγροτικής εργασίας ώθησε τις Βενετσιάνικές αρχές να ενθαρρύνουν την μετανάστευση με την χορήγηση διαφόρων κινήτρων, συμπεριλαμβανομένων της πλήρους ελευθερίας, γης και δημοσιονομικών εξαιρέσεων. Αυτή η πολιτική φαίνεται ότι εφαρμόστηκε πρώτα από τον βάϊλο Πιέτρο Γκραντένικο (Pietro Gradenigo), σε υπηρεσία από τα 1362 έως τα 1364, σε σχέση με τα Βενετσιάνικα εδάφη στην Εύβοια. Εκείνο τον καιρό η Βενετία είχε ήδη αποκτήσει το εδαφικό μέρος των Άρμενων (Larmena). Ο Γκραντένικο πάσχισε να εγκαταστήσει στη νήσο τους βιλλάνους από το Δουκάτο των Αθηνών, που είχαν αφήσει τις οικίες τους στα 1362, εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου και της δραστηριότητας των Τούρκων μισθοφόρων, οι οποίοι προξένησαν βαριά ζημιά στην ύπαιθρο. Στα 1365, μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, οι Καταλανοί του Δουκάτου των Αθηνών απαίτησαν την επιστροφή των βιλλάνων. Η Βενετσιάνικη Σύγκλητος προσποιήθηκε ότι δεν ήταν ενημερωμένη για το ζήτημα και τους πρότεινε να έρθουν σε επαφή με το βάϊλο στο Νεγροπόντε. Οι κατακτήσεις της Εταιρείας των Ναβαρραίων στα 1379 ενεργοποίησαν άλλη μία έξοδο χωρικών μαζί με τα υπάρχοντα και τα ζώα τους. Ο βασιλιάς της Αραγωνίας Πέδρο Δ’ (Pedro IV, 1336 – 1387) ζήτησε την επιστροφή τους[38]. Στα 1385, η Βενετία κατηγόρησε τον Νέριο Α’ Ατζαγιόλι (Nerio I Acciaiuoli), αυθέντη της Κορίνθου, για συμπαιγνία με τους Τούρκους, οι οποίοι έρχονταν κάθε χρόνο στα Μέγαρα και εκμεταλλεύονταν την απουσία της γαλέρας που υπεράσπιζε την Εύβοια για να εξαπολύουν επιδρομές στη νήσο, απαγάγοντας κατοίκους και ζώα και μεταφέροντας αυτά στο έδαφος του Νέριο. Επίσης, αυτοί συχνά συλλάμβαναν αυτούς που διέσχιζαν τη γέφυρα που ένωνε το Νεγροπόντε με το Δουκάτο των Αθηνών. Όπως προαναφέρθηκε στα 1415, η απαγωγή εξασκούνταν επίσης και από τους κατοίκους της νήσου που επιχειρούσαν στο Δουκάτο, καθώς και από την αντίθετη κατεύθυνση. Ενδιαφέρουσα είναι η συνθήκη που συνάφθηκε μεταξύ της Βενετίας και του Αντόνιο Α’ Ατζαγιόλι (Antonio I Acciaiuoli) στα 1405, η οποία προνοούσε για την έκδοση των φυγάδων και των απαχθέντων βιλλάνων, αναφερόμενη σε προηγούμενες σχετικές συμφωνίες μεταξύ του Δουκάτου των Αθηνών από την μία πλευρά και αφετέρου της Εύβοιας και επιπρόσθετων Βενετσιάνικων εδαφών[39]. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε σε ποια έκταση υλοποιήθηκαν αυτές οι συμφωνίες.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του 13ου αιώνα στην Εύβοια δεν φαίνεται να επέφεραν σπουδαίες απώλειες στον πληθυσμό του νησιού. Οι συνθήκες άλλαξαν προς το χειρότερο από το 1318, όταν στρατιωτικά αγήματα από τα Τουρκικά εμιράτα της Μικράς Ασίας άρχισαν να εξαπολύουν επιδρομές στο Αιγαίο. Χαρακτικό: Simon Pinargenti, 1573, Πανεπιστήμιο Στάνφορντ.
Η μεταναστευτική πολιτική της Βενετίας στην Εύβοια
Η μεταναστευτική πολιτική της Βενετίας στην Εύβοια, που στόχευε στην αύξηση της αγροτικής εργασίας, υπήρξε μόνο μερικώς επιτυχημένη.
Αυτό αποτυπώνεται ιδιαίτερα καλά σε σχέση με τις δύο ομάδες μεταναστών, δηλαδή τους κατοίκους της Τενέδου και τους Αλβανούς (σ.τ.μ.: Αρβανίτες[40]). Η Συνθήκη του Τορίνο, που συνάφθηκε στα 1381, συγκλήθηκε για την ουδετεροποίηση και την εκκένωση της Τενέδου. Η Βενετία προέβλεψε την εγκαθίδρυση κάποιων από τους 4.000 κάτοικους αυτού του νησιού στην Εύβοια, στην Κάρυστο, στα Άρμενα (Larmena) και στο προάστιο του Νεγροπόντε, στα οποία της ανήκαν τα εδάφη. Προσέφερε σε αυτούς γενναιόδωρες συνθήκες, αλλά εκείνοι που εγκαταστάθηκαν στην Κάρυστο ήταν δυσαρεστημένοι με την μοίρα τους. Στα 1385 η Βενετσιάνικη Σύγκλητος πρότεινε τη μεταφορά τους στην εγγύτερη περιοχή του Νεγροπόντε. Το επόμενο έτος ήταν σαφές ότι ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς έφυγε για το Δουκάτο των Αθηνών και άλλα μέρη. Το όλο εγχείρημα κατέληξε σε αποτυχία[41].
Η ανεπάρκεια του ανθρώπινου εργατικού δυναμικού και η ανάγκη για στρατιωτικές ενισχύσεις στην Εύβοια, αποτυπώνεται ζωηρά με την έκκληση της Βενετίας προς τους Αλβανούς (Αρβανίτες) και άλλα ξένα ιππικά γένη (gens equestris), που κατοικούσαν σε γειτονικά εδάφη της κυρίως χώρας. Στα 1402, η Γαληνότατη Δημοκρατία πρόσφερε κίνητρα σε αυτούς που θα εγκαθίσταντο (σ.τ.μ.: στη νήσο) με τα άλογα τους, τα οποία είναι αξιοσημείωτα από αρκετές απόψεις. Αυτοί υποσχέθηκαν αγροτική γη που θα μπορούσε να είναι κληρονομική, αν οι κληρονόμοι τους εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους, όπως επίσης πλήρη και επ’ αόριστον εξαίρεση από τους φόρους και μη στρατιωτικές υποχρεώσεις. Σε αντάλλαγμα οι αρχηγοί των οικογενειών θα υπηρετούσαν ως ιππείς και θα συμμετείχαν στην άμυνα της νήσου. Λίγο πριν το 1425 ένας άγνωστος αριθμός από Αλβανούς (Αρβανίτες) από την Λειβαδιά και την Θεσσαλία εγκαταστάθηκε στην Εύβοια. Σε εκείνο το έτος ενώθηκαν με αυτούς, 300 Αλβανικές (Αρβανίτικες) οικογένειες από το Δουκάτο των Αθηνών και από αλλού. Η Βενετία ήταν καχύποπτη για τους Αλβανούς (Αρβανίτες) και έτσι διέταξε ότι θα έπρεπε να κατοικήσουν μόνο στην ύπαιθρο και απαγόρευσε την πρόσβαση τους στις οχυρωμένες πόλεις. Έπειτα από δύο έτη παρελκυστικών τακτικών, η Βενετία τελικά ενέδωσε στην διαρκή πίεση του Αντόνιο Α’ Ατζαγιόλι (Antonio I Acciaiuoli) και επέτρεψε την επιστροφή των Αλβανών (Αρβανιτών) που είχαν φύγει από το έδαφος του. Ο θάνατος του δούκα στα 1435 δημιούργησε μία ασταθή κατάσταση στην περιοχή του, και για τον φόβο των Τούρκων πολυάριθμοι βιλλάνοι κατέφυγαν στην Εύβοια. Οι Βενετσιάνοι αξιωματούχοι που ήταν τοποθετημένοι στη νήσο διατάχθηκαν να παρουσιάσουν μία καλοκάγαθη συμπεριφορά απέναντι στους πρόσφυγες και να τους προστατεύσουν από τις χρηματοοικονομικές απαιτήσεις που είχαν εγείρει οι κάτοικοι του Νεγροπόντε εναντίον του Αντόνιο. Επίσης δόθηκαν εντολές στους αξιωματούχους να χρησιμοποιήσουν παρελκυστικές τακτικές για να αποτρέψουν τους βιλλάνους από την αποχώρηση, αν ο νέος δούκας θα ζητούσε την επιστροφή τους.
Χάρτης της Εύβοιας. «Liber Insularum Arcipelagi», Christoforo Buondelmonti, 1465 – 1475. Γαλλική Εθνική Βιβλιοθήκη. Ψηφιακή επεξεργασία: Βάγιας Κατσός.
Οι δυσβάσταχτοι φόροι
Βαριές δημοσιονομικές απαιτήσεις προκάλεσαν την φυγή των χωρικών και συνεισέφεραν στην πληθυσμιακή ερήμωση και στην αναστάτωση της αγροτικής εργασίας.
Όπως το Βυζαντινό «καπνικόν (kapnikon)». Το «capinico» ήταν ένας φόρος των εστιών που επιβλήθηκε σε κάθε αγροτικό νοικοκυριό στα χωριά. Ο ενιαίος συντελεστής του στην Εύβοια ήταν 50 σόλιδοι (solidi) ή δύο υπέρπυρα στα 1402. Οι αντιπρόσωποι της νήσου παραπονέθηκαν ότι ο φόρος είχε παρότρυνε χίλιες οικογένειες να αποχωρήσουν από την νήσο, ενώ άλλες απειλούσαν να κάνουν το ίδιο. Η Βενετσιάνικη Σύγκλητος αποφάσισε να καταργήσει τον φόρο, με τον όρο ότι κάθε αγροτικό νοικοκυριό θα συντηρούσε μία συγκεκριμένη συλλογή όπλων για να συμμετάσχει στην άμυνα της Εύβοιας. Το «capinico» επιβλήθηκε ξανά στα 1404, αφού το προηγούμενο μέτρο δεν είχε παρακινήσει τους χωρικούς να επιστρέψουν. Ο φόβος ότι οι Ευβοείς αγρότες χωρικοί θα αιχμαλωτίζονταν στην κυρίως χώρα από τους Τούρκους, ώθησε την Βενετία να απαγορέψει στα 1413 την φυτεία και ανάπτυξη σιτηρών πέρα από την γέφυρα του Ευρίπου. Το ψήφισμα ανακλήθηκε στα 1421 αφού στους χωρικούς και στη νήσο απαιτούνταν τροφή. Αυτό ανανεώθηκε στα 1433, και οι προσπάθειες για να αρθεί απορρίφθηκαν στα 1434 και 1439. Σε αυτή την τελευταία περίσταση δηλώθηκε ότι ξένοι αγρότες χωρικοί που θα έρχονταν στην Εύβοια και θα διέμεναν μόνιμα με τις οικογένειες τους στην νήσο, μολαταύτα θα τους επιτρέπονταν να καλλιεργήσουν έδαφος πέρα από την γέφυρα.
Ο πληθυσμός που ζούσε στις παράκτιες περιοχές της Εύβοιας επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τις Τουρκικές επιδρομές. Στα 1416 εκτιμάται ότι οι Τούρκοι είχαν απαγάγει περίπου 1.500 κατοίκους από την Αιδηψό (Lipso), την Λιχάδα (Lithada), την Γιάλτρα (Ialutra) και μερικούς άλλους τοπικούς οικισμούς στα βορειοδυτικά της νήσου. Στους εναπομείναντες κάτοικους χορηγήθηκε μία πενταετής εξαίρεση από διάφορους φόρους, και σε εκείνους από άλλα μέρη που θα εγκαθίσταντο εκεί, για δέκα χρόνια. Στον επόμενο χρόνο μόνο γύρω στους 200 αιχμαλώτους είχαν επιστραφεί από τους Τούρκους, παρά την Βενετσιάνικη πίεση. Στα 1421, Η Βενετία μείωσε τους φόρους στην Κάρυστο «propter depopulationem ipsius loci (σ.τ.μ.: λόγω της τοπικής πληθυσμιακής ερήμωσης)». Στα 1426 οι Τούρκοι απήγαγαν περίπου 700 κατοίκους από τους Ωρεούς, πυρπολώντας την πόλη. Η πρεσβεία από την Εύβοια το ανέφερε αυτό και άλλες ζημιές που προκλήθηκαν από αυτούς και παραπονέθηκε ότι η νήσος ερημώθηκε πληθυσμιακά και ότι εκεί υπήρχε έλλειψη της αγροτικής εργασίας. Στα 1430 εκτιμήθηκε ότι στα οκτώ προηγούμενα χρόνια οι Τούρκοι είχαν απαγάγει περισσότερους από 5.000 κατοίκους της Εύβοιας.
Ενετικός λέοντας με δρακόμορφα χαρακτηριστικά. Πατά στα δύο πίσω πόδιά του, ενώ με τα μπροστινά κρατά ανοιχτό Ευαγγέλιο. Πρώτο μισό του 14ου αι., μόνιμη έκθεση γλυπτών στο κάστρο του Καράμπαμπα. Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.
Οι παράγοντες ασφαλείας
Η Βενετία είχε πλήρη επίγνωση ότι οι παράγοντες ασφαλείας καθόριζαν σε μεγάλη έκταση τον βαθμό σταθερότητας του αγροτικού πληθυσμού.
Στα 1402 διέταξε τους αξιωματούχους της να θέσουν όλες τις οχυρώσεις και τους πύργους της πόλης του Νεγροπόντε σε κατάσταση αμύνης. Το μέτρο λήφθηκε για να εξασφαλιστούν ασφαλείς λειμώνες για τους χωρικούς και για να αποτραπεί έτσι η φυγή τους σε περίπτωση Τουρκικής επίθεσης. Η φύση των εργασιών που προβλέπονταν μπορεί να συναχθεί από τις αποσταλείσες οδηγίες του προηγούμενου χρόνου, προς τους υπεύθυνους αξιωματούχους στη Μεθώνη και στην Κορώνη. Στην εγγύτητα της τελευταίας ήταν να οχυρωθεί το Νέσι (Nesi) και να κτιστεί ένας πύργος περιβαλλόμενος από ένα περιφερειακό τείχος σε ένα βουνό κοντά στο χωριό Βουνάρια (Vounaria). Οι κάτοικοι της Κορώνης στην πρώτη περίπτωση και οι χωρικοί στην δεύτερη, θα έπρεπε να ενθαρρύνονταν από διάφορα κίνητρα να κτίσουν οικήματα μέσα στις οχυρωμένες περιμέτρους, που θα εξυπηρετούσαν ως καταφύγια στην περίπτωση Τουρκικών επιδρομών. Τα απομεινάρια από περιφερειακά τείχη γύρω από τέσσερις πύργους της Εύβοιας μας παρέχουν μία ένδειξη για κάποια από τα μέσα που υιοθετήθηκαν στη νήσο. Αυτοί οι πύργοι εντοπίζονται αρκετά μεσόγεια, όμως οι αρχές προφανώς προέβλεπαν την πιθανότητα των Τουρκικών εισβολών πέρα από τις παράκτιες περιοχές.
Φαίνεται ότι ορισμένοι Ευβοείς γαιοκτήμονες προσέφυγαν σε παρόμοια μέτρα. Στα 1403, η Βενετία επέτρεψε στον Νικολό Βενιέρ (Nicolò Venier) να κτίσει ένα πύργο στο Ζεππί ή Ύψιπτο (li Zeppi or Ychiptos), μία τοποθεσία στο βορειοδυτικό τμήμα της νήσου, ενδεχομένως σε σύνδεση με τα μέτρα που εκπονήθηκαν τον προηγούμενο χρόνο. Ο Έλληνας Λέων Κουκουντάτος (Leone Cucudato) ενοικίασε την Αιδηψό μεταξύ του 1408 και του 1410 και μπορεί να την κατείχε επίσης μετέπειτα για μία άγνωστη περίοδο. Στα 1431, μία μίσθωση 29 ετών της Αιδηψού ήταν να ακυρωθεί, και οι γαιοκτήμονες ήταν να αποζημιωθούν για τις «βελτιώσεις» που έφτιαξαν στο τιμάριο. Αφού αναφέρονται στρατιωτικές κατασκευές («castrum vel fortilicium») σε αυτό το γενικό πλαίσιο, δεν αποκλείεται είτε ο Κουνκουάτος (Cucudato) ή ένας από τους διαδόχους του να διέταξαν την οικοδόμηση τους. Ένας άλλος Έλληνας ο Μαρκολίνος Αγαπητός (Marcolino Agapito), μπορεί ομοίως να είχε κτίσει ένα πύργο στο Ληλάντιο πεδίο πριν το 1420.
Οι Βενετσιάνικες αρχές δεν ήταν ικανοποιημένες με την εθελοντική κατασκευή των οικιών εντός οχυρωμένων εκτάσεων, που προβλέπονταν στα 1401 για την περιοχή της Κορώνης. Στην Εύβοια επέβαλλαν τέτοιες κατασκευές πάνω στους χωρικούς και προσέφυγαν σε μετακινήσεις πληθυσμών για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των κατοίκων. Κάποια στιγμή πριν τα 1437 κατέστρεψαν 30 σπίτια που βρίσκονταν έξω από το κάστρο της Βάθειας (castrum of Vathia), μίας τοποθεσίας περίπου 30 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Νεγροπόντε και γύρω στα δύο χιλιόμετρα από την ακτή[42]. Αυτό το μέτρο είχε διττό σκοπό, δηλαδή να εξαναγκάσει τους εναπομένοντες κατοίκους να επανεγκατασταθούν πίσω από τα τείχη της Βάθειας και να καθαρίσει το περιβάλλον έδαφος για να εξασφαλιστεί ένα ελεύθερο πεδίο για το πυροβολικό και να βελτιωθεί έτσι η άμυνα αυτής της εγκατάστασης σε περίπτωση Τουρκικής επίθεσης[43]. Η πράξη που έγινε στην Βάθεια αντανακλά μία σαφώς καθορισμένη πολιτική. Πραγματικά, ένα αχρονολόγητο ψήφισμα αντιγραμμένο μεταξύ του 1460 και 1470 στο δημόσιο αρχείο του Νεγροπόντε, υπαγορεύει την δυναμική επανεγκατάσταση για όλους τους χωρικούς στις δημοσιονομικές περιφέρειες στις οποίες ήταν εγγεγραμμένοι, είτε εντός οχυρωμένων τοποθεσιών ή κοντά στα τείχη τους, αν δεν υπήρχε επαρκής χώρος στο εσωτερικό τους. Η υλοποίηση αυτού του μέτρου και πιο γενικά η διαρκής Τουρκική απειλή, ενεργοποίησε μία απόσυρση του αγροτικού πληθυσμού από τα εκτεθειμένα παράκτια μέρη προς ασφαλέστερες μεσόγειες περιοχές. Αυτή μετακίνηση πρέπει να είχε ως αποτέλεσμα την ερήμωση ολόκληρων χωριών. Μόνο επιτόπιες έρευνες και αρχαιολογικές ανασκαφές, όπως αυτή που διεξήχθη στα πλαίσια του «Boeotia Project», πάνω σε μεσαιωνικές και υστερο-μεσαιωνικές οικιστικές εγκαταστάσεις, μπορεί να αποκαλύψει την έκταση που ερημώθηκαν οι Ευβοϊκοί οικισμοί κατά την τελευταία Βενετσιάνικη περίοδο.
Βενετικά και Οθωμανικά πλοία ναυμαχούν στον Ευβoϊκό. Αταύτιστο.
Οι μετακινήσεις των πληθυσμών λίγο πριν την Οθωμανική κατάκτηση
Τις τελευταίες δεκαετίες της Βενετσιάνικης κυριαρχίας πάνω στην Εύβοια μαρτυρείται μία αύξηση των δημογραφικών απωλειών, οι οποίες δεν αντισταθμίστηκαν με την άφιξη διαφόρων ομάδων από πρόσφυγες.
Ο Κριτόβουλος αναφέρει ότι περίπου 200 κάτοικοι της Λήμνου, με συζύγους και παιδιά, έφυγαν μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα 1453 στην Εύβοια, Χίο και Κρήτη, από τον φόβο μίας Οθωμανικής εκστρατείας ενάντια στο νησί τους. Στα 1462 οι Τούρκοι διαμαρτυρήθηκαν ότι οι Αλβανοί (Αρβανίτες) από τα εδάφη τους είχαν εγκατασταθεί στην Εύβοια και ζήτησαν την επιστροφή τους. Η Βενετσιάνικη απόκριση είναι αξιομνημόνευτη. Δηλώθηκε ότι οι Αλβανοί (Αρβανίτες) είχαν έρθει στην νήσο με την ελεύθερη θέληση τους και δεν είχαν δελεαστεί να πράξουν κάτι τέτοιο, ούτε συντηρούνταν στη νήσο από τις αρχές. Ήταν ελεύθεροι να πάνε οπουδήποτε επέλεγαν. Συνέβαινε συχνά οι Βενετσιάνοι υπήκοοι να έφευγαν από τη νήσο για τα Οθωμανικά εδάφη, όμως η Βενετία δεν ζητούσε την επιστροφή τους, εκτός από σκλάβους. Η απάντηση ήταν σαφώς αμφιλεγόμενη, αλλά επίσης αποκαλύπτει την ανικανότητα της Βενετίας να αποτρέψει την αποχώρηση νέων εποίκων από τα εδάφη της. Σύμφωνα με το «Cronica Zeno», 10.000 πρόσφυγες προσήλθαν στην Εύβοια στα 1464, ένα μέγεθος που είναι σαφώς διογκωμένο.
Οι αποδείξεις που συναθροίζονται μέχρι στιγμής δεν αφήνουν αμφιβολία όσον αφορά την συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού στην Εύβοια κατά τον 15ο αιώνα. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα αυτής της διαδικασίας δεν μπορούν να ανακατασκευαστούν με λεπτομέρεια, εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς τεκμηρίωσης. Δεν υφίστανται δημοσιονομικές απογραφές από χωριά, παρόμοιες με εκείνες που βρίσκονται στα Βυζαντινά πρακτικά της Παλαιολόγειας περιόδου ή σε τέτοια έγραφα που καταρτίστηκαν στον Φράγκικο Μορέα τον 15ο αιώνα. Τα περισσότερα πληθυσμιακά μεγέθη που αφορούν την Εύβοια σε σύγχρονες πηγές, ακόμα και σε επίσημα έγγραφα, είναι στην καλύτερη περίπτωση εκτιμήσεις που πρέπει να χρησιμοποιούνται με εξαιρετική προσοχή. Ακόμα, επιγνώσεις για τις δημογραφικές απώλειες που υπέστη η νήσος, μπορούν να αποκτηθούν από την αντιπαραβολή ορισμένων λίγο έως πολύ αξιόπιστων πληθυσμιακών δεδομένων, από τις τελευταίες δεκαετίες της Βενετσιάνικης κυριαρχίας μαζί με τα αποδεικτικά στοιχεία της δημοσιονομικής απογραφής της Εύβοιας που διεξήχθη από τους Οθωμανούς στα 1474, τέσσερα μόνο χρόνια μετά την κατάκτηση της νήσου.
Χάρτης της Εύβοιας. Χαρακτικό: Simon Pinargenti, 1573, Πανεπιστήμιο Στάνφορντ.
Πληθυσμιακές εκτιμήσεις για την Εύβοια του 15ου αιώνα.
Μπορούμε να αρχίσουμε με την βορειοδυτική Εύβοια. Στα 1416, η Βενετία εκτιμούσε ότι περίπου 1.500 κάτοικοι είχαν απαχθεί από την Αιδηψό, Λιχάδα, Γιάλτρα και κάποια άλλα μικρότερα μέρη.
Σύμφωνα με την Οθωμανική δημοσιονομική έρευνα του 1474 εκεί υπήρχαν μόνο 316 δημοσιονομικές μονάδες (σ.τ.μ.: οικογένειες) στους τρεις κύριους οικισμούς που μόλις μνημονεύτηκαν. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι το μέγεθος μίας μέσης οικογένειας ήταν τέσσερις ψυχές ανά μονάδα, το οποίο είναι αρκετά υψηλό, ο συνολικός πληθυσμός τους θα ανέρχονταν σε περίπου 1.264 άτομα, λιγότερα από τον αριθμό εκείνων που εκτοπίστηκαν στα 1416[44]. Μία πιο καθορισμένη πληθυσμιακή απώλεια συνέβη στη Βάθεια, στην Κεντρική Εύβοια. Σε αυτή την τοποθεσία καταστράφηκαν 30 σπίτια έξω από το κάστρο στα 1437. Ο αριθμός των σπιτιών εντός της περιτειχισμένης περιοχής εκείνο τον καιρό είναι άγνωστος, είναι πολύ σημαντικό ότι στα 1474 περιείχε μόνο 31 δημοσιονομικές μονάδες (σ.τ.μ.: οικογένειες). Έχουμε επισημάνει ότι η Κάρυστος, στο νότιο τέλος της Εύβοιας, είχε 2.432 κατοίκους στα 1436. Ωστόσο, στα 1474 εκεί υπήρχαν μόνο 294 δημοσιονομικές μονάδες (σ.τ.μ.: οικογένειες) σε αυτή την πόλη, οι οποίες πρέπει να ανέρχονταν σε 1.029 ή στην καλύτερη σε 1.176 κατοίκους, ανάλογα με τον πολλαπλασιαστή, σε κάθε περίπτωση λίγους περισσότερους από το μισό του μεγέθους του 1436. Δυστυχώς δεν μπορούν να γίνουν παρόμοιες συγκρίσεις για ολόκληρη την Εύβοια. Ο Νικολό ντε Μαρτόνι (Nicolò de Martoni) εκτιμά ότι στα 1395 αυτή περιείχε 14.000 δημοσιονομικές μονάδες. Από την άλλη πλευρά, στην Οθωμανική απογραφή του 1474 συγκαταλέγονται 4.446 δημοσιονομικές μονάδες (σ.τ.μ.: οικογένειες) σε 124 οικισμούς. Ωστόσο, καταχωρούνται μόνο αυτές που χορηγήθηκαν ως τιμάρια, παραλείποντας το Νεγροπόντε και έτσι δεν καλύπτει όλη την νήσο.
Η αντιπαραβολή των πενιχρών ποσοτικών δεδομένων, που αφορούν λίγους συγκεκριμένους οικισμούς σε διάφορα τμήματα της Εύβοιας, είναι παρ’ όλα αυτά εύγλωττη. Μεταδίδει μία αίσθηση της απότομης δημογραφικής συρρίκνωσης που υπέστη η νήσος από τον ύστερο 14ο αιώνα έως τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την Τουρκική κατάκτηση. Είναι απίθανο οι Τούρκοι να σφαγιάσανε ή να εκτόπισαν χωρικούς μετά την κατάκτηση, όπως έκαναν με τους κατοίκους του Νεγροπόντε. Η διατήρηση του αγροτικού εργατικού δυναμικού ήταν ουσιώδης για την εκμετάλλευση των πόρων της νήσου. Η επέκταση της Οθωμανικής κυριαρχίας πάνω στην Εύβοια άνοιξε μία νέα εποχή, ειρήνης και σταθερότητας, άγνωστης στα προηγούμενα χρόνια, η οποία ενδεχομένως άλλαξε την πορεία της δημογραφικής εξέλιξης της νήσου.
Παραπομπές
[1] Η πανούκλα προσέγγισε το Νεγροπόντε στα 1347. Επιστολές από την Κορώνη και την Μεθώνη, τους επόμενους σταθμούς στην εξάπλωση της νόσου, μνημονεύουν δριμείες απώλειες ζωών. Αυτές έφτασαν στην Βενετία πριν τις 7 Φεβρουαρίου 1348, όταν η Σύγκλητος συζητούσε τι μέτρα έπρεπε να πάρει.
[2] ASV, Senato, Misti, reg. 26, ff. 116v-117r.
[3] ASV, Senato, Privilegi, reg. 1, f. 108v.
[4] [Σ.τ.μ.: Ο Πιέτρο Λιππομάνο φαίνεται ότι επέστρεψε στο Νεγροπόντε πριν το 1396 ως Βενετσιάνος σύμβουλος της πόλης (Consilarius Nigripontis) παρά τον βάϊλο, όπως διαπιστώνεται από την ενεπίγραφη επιτύμβια πλάκα του ταφικού του μνημείου, που βρίσκεται εντοιχισμένη στο βόρειο παρεκκλήσιο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας, με ημερομηνία θανάτου την Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 1398 (ή κατά μία άλλη εκδοχή το 1397)].
[5] ASV, Senato, Privilegi, reg. 1, f. 96r.
[6] ASV, Senato, Privilegi, reg. 1, ff. 141r-v.
[7] ASV, Senato, Misti, reg. 19, f. 55r. Ένας Έλληνας των Θηβών μήνυσε αυτόν τον «civis et habitator Nigropontis (σ.τ.μ.: πολίτη και κάτοικο του Νεγροπόντε)», ενώπιον του δικαστηρίου του βάϊλου, και όχι αυτό των τρίαρχων, κάτι που αποδεικνύει ότι ήταν Βενετσιάνος υπήκοος.
[8] ASV, Senato, Privilegi, reg. 1, f. 9v.
[9] ASV, Commemoriali, reg. 7, f. 72r.
[10] «The Itinerary of Benjamin of Tudela», M. N. Adler ed. and trans. London, 1907, Hebrew, p. 12, English trans., p. 10. Το ταξίδι του Βενιαμίν χρονολογείται μεταξύ του τέλους του 1159 και των μέσων του 1163 τουλάχιστον.
[11] ASV, Maggior Consiglio, Magnus, f. 65r. Πριν φύγουν είχαν υποσχεθεί να συνεισφέρουν το μερίδιο τους στην συλλογή φόρου από τους Κρητικούς Εβραίους, αλλά κατόπιν αρνήθηκαν να το κάνουν. Επισημαίνεται μία ιδιαίτερη περίπτωση στα 1279, όπου μία Εβραία μετανάστης από το Ηράκλειο (Candia) παντρεύτηκε ένα Εβραίο κάτοικο του Νεγροπόντε.
[12] Ένα έγγραφο του 1425 δηλώνει καθαρά ότι οι Εβραίοι κατοικούσαν κάποτε έξω από την πόλη (Sathas, Documents, III, pp. 275-276, no. 856). Συναγωγές έξω από την πόλη μνημονεύονται στα 1359 (ASV, Senato, Misti, reg. 29, f. 8v).
[13] Στα 1291 αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθεί μία αύξηση στον μισθό των συμβούλων του βάϊλου με έσοδα που θα προσπορίζονταν από τους Εβραίους. Φαίνεται ότι είχε προβλεφθεί ένας επιπρόσθετος συλλογικός φόρος, αλλά στα 1295 ήταν φανερό ότι δεν είχαν ληφθεί τα αναμενόμενα ποσά.
[14] Το πέρασμα από την μία ομάδα στην άλλη μέσω γάμου καταγράφεται στα 1311 – 1312. Η χήρα ενός «Λομβαρδού» Εβραίου έγινε Βενετσιάνα υπήκοος αφού παντρεύτηκε ένα Βενετσιάνο Εβραίο.
[15] ASV, Senato, Misti, reg. 19, f. 22v (27 Ιουνίου 1340).
[16] Η κατασκευή ήταν να αρχίσει με «a turri di Spirono (σ.τ.μ.: ένα πύργο του Σπιρόνο)» και η περίμετρος θα έφθανε στα 1.950 Βενετσιάνικα πάσσα (passus), από 1,74 μέτρα έκαστο, δηλαδή περίπου 3.400 μέτρα. Το πρόγραμμα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω έλλειψης κονδυλίων και η Ιουδαϊκή συνοικία παρέμεινε απροστάτευτη. Στα 1426 το μήκος του τείχους υπολογίζονταν κάτι παραπάνω από 1.740 μέτρα.
[17] ASV, Senato, Misti, reg. 19, f. 5v.
[18] Το ποσό επιβεβαιώνεται στα 1341 (ASV, Senato, Misti, reg. 20, f. 67r). Το συνολικό ποσό των 500 υπέρπυρων που καταβάλλονταν από όλους τους Βενετσιάνους Εβραίους παρέμεινε σταθερό μέχρι λίγο πριν τα 1414.
[19] ASV, Senato, Misti, reg. 29, f. 8v.
[20] Όλες οι πύλες εκτός από τρεις έπρεπε να κλείσουν για διασφαλιστεί αυτός ο διαχωρισμός. Η περιοχή που προστέθηκε στα 1440 εκτείνονταν «a (…) turri Spironi et domo Rebelii Bonii Judei versus primam Judaicham (σ.τ.μ.: από τον πύργο Σπιρόνι και το σπίτι του Ιουδαίου Ρεμπέλι Μπόνι έναντι της πρώτης Ιουδαϊκής γειτονιάς)». Σε αυτό το εδάφιο με τον όρο «prima», υποδηλώνεται η «παλαιά Judaica» στο νότιο μέρος της πόλης, κατά μήκος του κόλπου του Βούρκου, πριν την επέκταση της. Ο προστιθέμενος τομέας και ο πύργος πρέπει να βρίσκονταν ανατολικά από αυτή. Πραγματικά, η κατασκευή ενός νέου χερσαίου τείχους προβλέπονταν μεταξύ του 1331 και 1333 ήταν να αρχίσει με «a turri de Spirono» και να καλύψει την Ιουδαϊκή συνοικία έξω από την πόλη. Αυτό συνεπάγεται ότι ο πύργος τοποθετείται στην νοτιοανατολική γωνία της πόλης και η συνοικία ήταν παρακείμενη σε αυτόν (Sathas, Documents, II, p. 85.9-23, no. 303 με ημερομηνία 30 Μαΐου 1402 – III, pp. 279-80, no. 856 με ημερομηνία 4 Μαρτίου 1425 – III, pp. 464-65, no. 1047 με ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου 1440).
[21] Οι άλλοι δύο ήταν ο Ελιά Βέρλα (Helia Verla) και ο Ελιά Κούκι (Helia Cuci).
[22] Στα 1370 η αγροτική περιουσία ανήκε στο (σ.τ.μ.: Λατινικό) πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
[23] ASV, Senato, Mar, reg. 4, f. 121r.
[24] Άλλα μέλη της οικογένειας του παρέμειναν στο Νεγροπόντε. Ο Ελάϊας (Helias) «dictus Medicus», που εμφανίζεται στα 1370, ήταν πιθανώς ένας εγγονός του συνώνυμου του. Ο Μορντεχάϊ Ντελμεντέγκο (Mordechay Delmedego) μαρτυρείται στο Νεγροπόντε σε ένα τεκμήριο του 1409.
[25] ASV, Cancelleria inferiore, Notai, b. 19.
[26] ASV, Senato, Misti, reg. 30, f. 97r, 30 Ιουλίου 1362.
[27] (Σ.τ.μ.: Προφανώς ο ομώνυμος Βενετσιάνος βάϊλος ήταν ο ανάδοχος του συγκεκριμένου Ιουδαίου προσήλυτου στον Χριστιανισμό).
[28] ASV, Senato, Mar, reg. 4, f. 120v. Οι έκτακτες εισφορές που προβλέφθηκαν στα 1439 για τρία χρόνια, συλλέγονταν μέχρι το 1458.
[29] ASV, Senato, Mar, reg. 6, f. 82v: αυτοί θα επέστρεφαν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν ως «veluti cives et habitatores nostri (σ.τ.μ.: ως δικοί μας πολίτες και κάτοικοι)».
[30] ASV, Senato, Mar, reg. 6, f. 139r. Είναι ασαφές αν η υπόψη παραπομπή αναφέρεται στην πανούκλα του 1448 ή σε αυτήν του 1458.
[31] Μολονότι ορισμένοι από αυτούς κατείχαν ή είχαν αποκτήσει αγροτικές γαίες, όπως επισημάνθηκε παραπάνω.
[32] Είναι προφανές ότι αποκλείεται να ανταποκρίνεται στη νήσο. Ο αντιγραφέας που μετέγραψε το κείμενο πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος για την εσφαλμένη εικόνα.
[33] Στις ιστορικές πηγές καταγράφεται ότι είχαν πεθάνει οι περισσότεροι ένοπλοι άνδρες που στάθμευαν στο Νεγροπόντε.
[34] ASV, Senato, Mar, reg. 7, f. 165v (13 Απριλίου 1464); G. Fedalto ed., «La chiesa latina in Oriente. III: Documenti veneziani» (Verona, 1978), p. 262, no. 666 (11 Νοεμβρίου 1466). (Σ.τ.μ.: Ενδεχομένως αυτές οι εντολές να μην υλοποιήθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη ότι η γυναικεία μονή της Αγίας Κλάρας αναφέρεται ως ορόσημο στα χρονικά της άλωσης του Νεγροπόντε από τους Τούρκους στα 1470, κάτι που υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι υπήρχε ακόμα σαν κτιριακή εγκατάσταση, ενώ αποτυπώνεται με την επωνυμία της στις μεταγενέστερες χαλκογραφίες του 16ου αιώνα, στις οποίες απεικονίζεται το μεσαιωνικό Νεγροπόντε).
[35] Η συγκεκριμένη χαλκογραφία του Καμότσιο περιλαμβάνεται στο έργο «Isole famose, porti, fortezze e terre maritime sottoposte alla Ser.ma Sig.ria di Venetia, ad altri Principi Cristiani, et al Sig.or Turco, novamente poste in luce».
[36] Μολονότι οι οπισθοδρομικές προβολές είναι πάντα επικίνδυνες, μπορεί να αποβεί χρήσιμο να σημειώσουμε ότι μία μελέτη για τον αστικό πληθυσμό βασισμένη σε απογραφές μίας μεταγενέστερης περιόδου καταλήγει σε μία μέση αστική οικογένεια των 3,6 ατόμων στην Πελοπόννησο. («Family Size in the Peloponnese “Southern Greece” in 1700», M. Wagstaff, Journal of Family History 26, 2001, pp. 342-44).
[37] Ο υπολογισμός έγινε βάσει Βενετσιάνικων μετρήσεων του 17ου αιώνα. Μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι η διαμόρφωση του αστικού τείχους δεν άλλαξε κατά την Οθωμανική περίοδο.
[38] Ο βασιλιάς Πέδρο Δ’ διατέλεσε επίσης Δούκας των Αθηνών στα χρόνια 1380 – 1387.
[39] Από την αναφορά της Εύβοιας ως Βενετσιάνικου εδάφους μπορούμε να συνάγουμε ότι αυτές οι συμφωνίες συνάφθηκαν αφού η Βενετία είχε επεκτείνει την κυριαρχία της σε ολόκληρη την νήσο στα 1390.
[40] (Σ.τ.μ.: Πρόκειται για Αλβανόφωνους με Ελληνική συνείδηση προερχόμενους από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου και γενικότερα της σημερινής Αλβανίας, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στο Δουκάτο των Αθηνών και σε άλλα μέρη του Ελληνικού χώρου ήδη από το πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Τα άτομα της συγκεκριμένης φυλετικής ομάδας χαρακτηρίζονται ως «Αρβανίτες», και όχι ως αμιγείς Αλβανοί, καθόσον δεν αποτέλεσαν ποτέ έναν ανεξάρτητο μειονοτικό πληθυσμό, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, αλλά συνυπήρξαν ομαλά με τους υπόλοιπους Έλληνες κατοίκους της περιφέρειας, εξαιτίας των ταυτόσημων Ελληνικών καταβολών τους και της κοινής Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης τους. Ο David Jacoby και άλλοι ξένοι ιστορικοί τους κατονομάζουν ως Αλβανούς, αλλά στην παρούσα προσαρμογή του κειμένου του θα αναφέρονται παράλληλα και ως Αρβανίτες, προκειμένου να αποφευχθούν οποιεσδήποτε εθνοτικές παρερμηνείες).
[41] Ήδη από τον Ιανουάριο του 1385 η Βενετσιάνικη Σύγκλητος είχε αποδοκιμάσει αυτή την πληθυσμιακή ερήμωση και φτωχοποίηση της περιοχής της Καρύστου.
[42] Τα υπόψη σπίτια απέδιδαν ένα δημοσιονομικό έσοδο 30 υπέρπυρων, και αφού κάθε νοικοκυριό πλήρωνε δύο υπέρπυρα για το «καπνικόν», υπήρχαν εκεί 30 σπίτια. Η απόσταση από την ακτή μας προσφέρει μία ενδιαφέρουσα ένδειξη για το βάθος των Τουρκικών εισβολών.
[43] Επισημαίνεται ένα παρόμοιο μέτρο στο Νεγροπόντε, δηλαδή η καταστροφή της γυναικείας μονής της Αγίας Κλάρας (Santa Chiara). Στο Νέσι (Nesi) κοντά στην Κορώνη τα σπίτια ήταν να κτιστούν σε μία απόσταση περίπου 35 μέτρων από την τάφρο, έτσι ώστε να μπορούν οι αμυνόμενοι «cum bombardis et ballistis directe proiecere (σ.τ.μ.: να βάλουν άμεσα με τις βομβάρδες και τις βαλλίστρες)».
[44] Ο μέσος συντελεστής των αγροτικών νοικοκυριών στο Βυζάντιο του 14ου αιώνα ποικίλει ευρέως από το ένα χωριό στο άλλο, όπως επίσης και με τον χρόνο. Αφού τα πρακτικά, τα οποία είναι δημοσιονομικά τεκμήρια, δεν καταχωρούν ολόκληρο τον πληθυσμό, αυτοί οι συντελεστές πρέπει να αναβαθμιστούν ελαφρώς. Κάποιος μπορεί να υιοθετήσει μεγέθη μεταξύ 3 και 4,5. Στα 1700 η μέση αγροτική οικογένεια στην Πελοπόννησο αποτελούνταν από 4,17 πρόσωπα. Εδώ χρησιμοποιώ ένα πολλαπλασιαστή του 4.