Η αναλογία Χριστιανικού, Μουσουλμανικού και Εβραϊκού πληθυσμού στη Χαλκίδα και οι παράγοντες που την επηρέασαν στα 363 χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας.
To άρθρο αποτελεί απόσπασμα από την πτυχιακή εργασία του Βασίλη Παπαδόπουλου «Έγριπος. Η πόλη της Χαλκίδας κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών (15ος – 19ος αιώνας). Μαρτυρίες από περιηγητικά κείμενα» που είχε συνταχθεί στα πλαίσια του πρώτου κύκλου των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με ειδίκευση στη νεώτερη και σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Επόπτρια: Όλγα Κατσιαρδή – Hering.
Οι τίτλοι, τα lead των άρθρων, οι υπότιτλοι, οι λεζάντες των φωτογραφιών, καθώς και οι παραθέσεις κειμένου και διευκρινιστικών σχολίων εντός αγκυλών ανήκουν στον επιμελητή της δημοσίευσης στο square.gr, Βάγια Κατσού. Ευχαριστούμε το συγγραφέα για την άδεια πρώτης δημοσίευσης αποκλειστικά στο square.gr
Προηγούμενα άρθρα από την ίδια πτυχιακή εργασία:
Η ιστορία του Προαστίου της Χαλκίδας.
Τρεις θρησκείες σε μια πολιτεία.
Τα δημογραφικά στοιχεία της Οθωμανικής καστροπολιτείας.
Τα στοιχεία που διασώζονται για το πληθυσμό της πόλης της Χαλκίδας κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας είναι σποραδικά και συχνά αντιφατικά, καθιστώντας το εγχείρημα αναπαράστασης της πληθυσμιακής εξέλιξης της πόλης ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο.
Η έλλειψη επίσημων απογραφών πληθυσμού από τις οθωμανικές αρχές δυσχεραίνει περαιτέρω τον ερευνητή μιας περιόδου, κατά την οποία στην Ευρώπη είναι δυνατή μια σχετικά ακριβής αποτύπωση της δημογραφικής εξέλιξης. Οι μέχρι σήμερα έρευνες, βασισμένες σε οθωμανικές και ευρωπαϊκές αρχειακές και δευτερεύουσες πηγές, είναι σε θέση να αποτυπώσουν μόνο μερικά το ζήτημα, λόγω των χρονικών κενών και της ανομοιομορφίας του υλικού.
Οι σημαντικότερες δημογραφικές έρευνες που έχουν διενεργηθεί για την περιοχή του σαντζακιού του Ευρίπου – η οποία χονδρικά ταυτίζεται με τη σημερινή ανατολική Στερεά και Εύβοια – προέρχονται από τους ερευνητές Δημήτρη Καρύδη και Machiel Kiel, καθώς και από την Ευαγγελία Μπαλτά, και αφορούν σχεδόν αποκλειστικά την πρώιμη οθωμανική περίοδο (15ο και 16ο αιώνα).[1] Οι έρευνες αυτές αξιοποιούν την πολύτιμη πηγή των οθωμανικών φορολογικών κατάστιχων που αφορούν τις πόλεις και τα χωριά της περιοχής, επιχειρώντας να εξαγάγουν περισσότερο εξειδικευμένα συμπεράσματα αναφορικά με τις δημογραφικές και οικονομικές σχέσεις πόλεων και υπαίθρου.
Η καθημερινότητα μιας Ευβοϊκής οικογένειας επί Τουρκοκρατίας. Λεπτομέρεια από σχέδιο του Otto Magnus von Stackelberg, από το έργο Trachten und Gebrauche der Neugriechen… 1831. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Η πληθυσμιακή υπεροχή του χριστιανικού στοιχείου σε όλη την περιοχή του κεντρικού και νότιου ελληνικού χώρου
Η πρώτη γενική διαπίστωση από τις παραπάνω έρευνες υποστηρίζει την πληθυσμιακή υπεροχή του χριστιανικού στοιχείου σε όλη την περιοχή του κεντρικού και νότιου ελληνικού χώρου, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την αντίστοιχη υπεροχή του μουσουλμανικού πληθυσμού στις χώρες των κεντρικών Βαλκανίων.
Τα επιμέρους συμπεράσματα που προκύπτουν από τη γενική αυτή θέση καταρρίπτουν τις παλαιότερες θεωρίες, οι οποίες υποστήριζαν τη συγκέντρωση του μουσουλμανικού πληθυσμού στις πόλεις και την αντίστοιχη φυγή του χριστιανικού πληθυσμού προς την ορεινή κατά βάση ύπαιθρο. Τα νεότερα στοιχεία καταδεικνύουν, ότι σε μεγάλο βαθμό ο χριστιανικός πληθυσμός παρέμεινε στα αστικά κέντρα, συμμετέχοντας μάλιστα ενεργά στις παραγωγικές δραστηριότητες από κοινού με τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Παράλληλα, γενική είναι η διαπίστωση για μια σημαντική αύξηση πληθυσμού σε ολόκληρη την περιοχή της Βαλκανικής κατά το 16ο αιώνα, εξέλιξη που μπορεί να συσχετιστεί με την αντίστοιχη δημογραφική έκρηξη που παρατηρήθηκε στην περιοχή της Μεσογείου και στη δυτική και κεντρική Ευρώπη την ίδια περίοδο.[2]
Ειδικότερα για την περιοχή του σαντζακιού του Ευρίπου τα στοιχεία των ερευνών για τον 15ο και 16ο αιώνα παρουσιάζουν μια εικόνα αυξητικής τάσης του πληθυσμού στις σημαντικότερες πόλεις, όπως τη Θήβα, τη Λιβαδειά και την Αθήνα. Η αύξηση αυτή του αστικού πληθυσμού, αν εξεταστεί σε άμεση συνάφεια με την πληθυσμιακή συμπεριφορά της γειτονικής υπαίθρου την ίδια περίοδο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σχετική ανασφάλεια που επικράτησε στην ύπαιθρο, ως αποτέλεσμα της οθωμανικής κατάκτησης, είχε ως συνέπεια τη φυγή του πληθυσμού προς τις πόλεις. Ως πιθανή επίσης αιτία της δημογραφικής ανόδου στην περιοχή θεωρείται η υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμού προς περιοχές με ειδικό οικονομικό ενδιαφέρον για τους νέους κυριάρχους. Αναφορικά με την εθνολογική διαφοροποίηση των κατοίκων, σαφής είναι η υπεροχή του μη μουσουλμανικού στοιχείου, το οποίο εμφανίζεται να υπερισχύει με διαφορετικά ποσοστά σε όλες τις πόλεις της περιοχής. Το τρίτο εθνολογικό στοιχείο της περιοχής, οι Εβραίοι, εμφανίζεται σε χαμηλά επίπεδα και μόνο σε κάποιες από τις πόλεις της περιοχής.
Οθωμανικό αρχοντικό εντός του κάστρου της Χαλκίδας. Όπως είχαμε τεκμηριώσει στο γκρουπ του Facebook «Φίλοι Ιστορίας Χαλκίδας», βρισκόταν κοντά στο Νταούτ Μπέη τζαμί, περίπου επί της συμβολής των σημερινών οδών Κωτσόπουλου και Σκαλκώτα.
Ταξίδι στην εποχή που η Χαλκίδα είχε πληθυσμό 2.500 κατοίκους.
Σύμφωνα με τη συγκριτική δημογραφική έρευνα του Koder που βασίζεται τόσο σε αφηγηματικές πηγές όσο και σε αναλύσεις δημογραφίας, ο πληθυσμός της πόλης τις παραμονές της οθωμανικής κατάκτησης πρέπει να υπολογιστεί γύρω στους 6000 με 9000 κατοίκους.[3]
Οι συγκυρίες των σφαγών και της αιχμαλωσίας που συνόδευσαν την κατάληψη από τους Οθωμανούς οδήγησαν αναπόφευκτα σε δραστική μείωση του πληθυσμού· σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, οι νεκροί ξεπέρασαν τους 2.200, ενώ βέβαιη θεωρείται η φυγή και η αιχμαλωσία μεγάλου τμήματος των κατοίκων. Σύμφωνα με έναν κατάλογο των πρώην βενετικών κτήσεων που σώζεται στο χειρόγραφο του San Giorgio Maggiore, όπου περιέχεται και το χρονικό του Rizzardo,[4] ο πληθυσμός της πόλης γύρω στα 1470-71 – λίγο μετά την άλωση – ανερχόταν σε 2.500 ψυχές.
Η δημογραφική κατάσταση της Χαλκίδας κατά το 16ο αιώνα εμφανίζει δύο βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία: το χαμηλό ρυθμό πληθυσμιακής ανάπτυξης και το υψηλό ποσοστό μουσουλμανικού πληθυσμού. Τα στοιχεία για τον πληθυσμό της πόλης, τα οποία προέρχονται από τα οθωμανικά αρχεία των ετών 1529, 1541 και 1570,[5] παρουσιάζουν μια εικόνα σχετικής στασιμότητας, με ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,3 ‰, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των πόλεων της περιοχής. Σε απόλυτους αριθμούς, καταγράφονται 529 εστίες στα 1529 και 533 εστίες στα 1570. Αν υπολογίσουμε κατά μέσο όρο 5 τουλάχιστον άτομα ανά εστία, καταλήγουμε σε έναν πληθυσμό γύρω στις 2.500 κατοίκους. Η εθνικοθρησκευτική κατανομή των εστιών δίνει τα ακόλουθα στοιχεία: για τις αρχές του 16ου αιώνα (πριν το 1507 σύμφωνα με την έρευνα της Μπαλτά[6]), 48,22 % χριστιανοί, 46,44 % μουσουλμάνοι και 5,34 % Εβραίοι· για το 1529, 58,5 % χριστιανοί, 38,5 % μουσουλμάνοι και 5,7 % Εβραίοι· για το 1570, 56,3 % χριστιανοί, 37,3 % μουσουλμάνοι και 6,4 % Εβραίοι. Τα ποσοστά του μουσουλμανικού πληθυσμού είναι τα υψηλότερα σε σχέση με τις άλλες πόλεις του σαντζακιού, καθώς η Λιβαδειά, η πόλη με το αμέσως χαμηλότερο ποσοστό μουσουλμάνων, δεν ξεπέρασε το 27,9 % σε σύνολο 752 εστιών το 1570.
Χάρτης της Εύβοιας, Simon Pinargenti, 1573. Τίτλος «Negro Ponte». Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Η Χαλκίδα γνωρίζει ειδικές συνθήκες ευημερίας το 17ο αιώνα.
Αντίθετα με την δημογραφική πορεία της πόλης, τα χωριά του καζά της Χαλκίδας παρουσίασαν μια ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση, με βάση τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ 1474 και αρχών του 16ου αιώνα.[7]
Η αύξηση αυτή, σύμφωνα με την υπόθεση εργασίας της Μπαλτά, δε μπορεί να εκληφθεί ως φυσική, αλλά αποτελεί πιθανότατα αποτέλεσμα μεταναστεύσεων, τόσο υποχρεωτικών όσο και εθελούσιων. Η δημογραφική πορεία της πόλης στους κατοπινούς χρόνους και ως την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος, όταν διενεργήθηκαν οι πρώτες επίσημες απογραφές πληθυσμού, μπορεί να παρασταθεί μόνο με βάση ενδείξεις και όχι με διασταυρωμένα στατιστικά στοιχεία. Οι περιηγητικές πηγές του 17ου αιώνα, αν θεωρηθούν αξιόπιστες ως προς τους αριθμούς που παραδίδουν, μεταφέρουν μια εικόνα αξιοσημείωτης πληθυσμιακής ανόδου σε σχέση με τον προηγούμενο αιώνα. Ο Εβλιά Τσελεμπή κάνει λόγο για 1.900 σπίτια και 80 καταστήματα μέσα στο Κάστρο, ενώ για το Προάστιο αναφέρει 600 σπίτια και 426 εργαστήρια. Οι αριθμοί αυτοί, ακόμη και αν θεωρηθούν υπερβολικοί, παραπέμπουν σε έναν αρκετά μεγάλο οικισμό.[8] Οι περισσότεροι, επίσης, Ευρωπαίοι περιηγητές του τέλους του 17ου αιώνα αναφέρουν σταθερά τον αριθμό των 14.000-15.000 κατοίκων για την πόλη, έναν πληθυσμό σχεδόν τετραπλάσιο σε σχέση με τα δεδομένα του προηγούμενου αιώνα.[9] Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία που να προσδιορίζουν τις συνθήκες αυτής της αύξησης, αν πρόκειται δηλαδή για φυσική διαδικασία ή προήλθε από υπαγορευμένη ή αυθόρμητη μετανάστευση. Κάποιοι ερευνητές, όπως ο Koder και ο Kiel, συνδέουν την πληθυσμιακή άνοδο με τη μακρόχρονη σχετικά ειρηνική περίοδο, αλλά και με τις ειδικές συνθήκες ευημερίας που, όπως υποστηρίζουν, γνώρισε η πόλη κατά το 17ο αιώνα. Η τελευταία επισήμανση ανήκει στον Kiel, ο οποίος εντάσσει την κατασκευή του υδραγωγείου της πόλης από τον αρχηγό του οθωμανικού στόλου Χαλίλ Πασά στις αρχές του 17ου αιώνα σε μια γενικότερη ανάπτυξη της πόλης την παραπάνω περίοδο.[10] Πιθανότατα οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες αποτέλεσαν ένα σοβαρό παράγοντα που ώθησε τους Βενετούς να επιχειρήσουν την επίθεση του 1688.
Πανηγύρι στην Εύβοια. Λεπτομέρεια από σχέδιο του Amand Freiherr von Schweige-Lerchenfeld, από το έργο του Griechenland in Wort und Bild, 1882. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Η δημογραφική εξέλιξη της πόλης τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Οι πηγές του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα εξακολουθούν να υπολογίζουν τον πληθυσμό της Χαλκίδας πάνω από τις 10000 κατοίκους, με εκτιμήσεις που κυμαίνονται από 12000 ως 16000.[11]
Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να διασταυρώσουμε τα στοιχεία αυτά με άλλες πηγές· ωστόσο το γεγονός ότι το σύνολο των ταξιδιωτών από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι και το 1832 περίπου – ένα χρόνο πριν την έλευση των Βαυαρών – μαρτυρούν έναν αριθμό κατοίκων μέσα στα παραπάνω πλαίσια, αποτελεί ίσως ισχυρή ένδειξη για την ορθότητα της εκτίμησης.
Σημείο τομής στη δημογραφική εξέλιξη της πόλης αποτέλεσε αναμφίβολα η ενσωμάτωσή της στο νεοελληνικό κράτος, όταν ο τουρκικός πληθυσμός που κατοικούσε εκεί αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εστίες του. Το γεγονός αυτό επέφερε μια δραστική μείωση του αστικού πληθυσμού, δεδομένου του υψηλού ποσοστού μουσουλμάνων που κατοικούσαν σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στην πόλη. Οι εκτιμήσεις από τα πρώτα χρόνια μετά την αποχώρηση των Τούρκων κυμαίνονται από 5.000 ως 8.000 κατοίκους, ένα πληθυσμό αισθητά μειωμένο σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση.[12]
Τα στοιχεία που προέρχονται από τις πρώτες απογραφές που διενεργήθηκαν από το νεοσύστατο κράτος συμφωνούν σε γενικές γραμμές με τις παραπάνω εκτιμήσεις των περιηγητών. Ο Σταματάκης στο έργο του «Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος» δίνει τα ακόλουθα στοιχεία: 4.578 κάτοικοι στο Προάστιο, 1.347 κάτοικοι στο Κάστρο, σύνολο 5.925 κάτοικοι.[13] Τα δεδομένα αυτά κατατάσσουν την πόλη στις πιο πολυπληθείς του ελληνικού βασιλείου, με μεγαλύτερες την Αθήνα (25.109), την Ερμούπολη (12.148) και την Πάτρα (11.337). Ο πληθυσμός της πόλης παρέμεινε γενικά σταθερός στους 5.000 περίπου κατοίκους ως και τα μέσα του 19ου αιώνα·[14] μια μικρή αύξηση παρατηρείται μετά το 1870, φθάνοντας τις 11.000 περίπου κατοίκους στις αρχές του 20ού αιώνα.
Παραπομπές
[1] Πρόκειται κυρίως για τα άρθρα των Καρύδη-Kiel «Σαντζάκι του Ευρίπου» και της Μπαλτά “Rural and urban population in the sancak of Euripos in the early 16th century”. Ιδιαίτερα χρήσιμο είναι επίσης το συγκεντρωτικό έργο του Δ. Καρύδη, Χωρογραφία, όπου εμπλουτίζει την παλαιότερη έρευνά του με νέα στοιχεία.
[2] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση πόλεων, όπως η Σόφια, τα Σκόπια, το Σαράγιεβο και η Αδριανούπολη, οι οποίες μέσα σε λίγες δεκαετίες διπλασίασαν ή και τριπλασίασαν τον πληθυσμό τους. Βλ. Καρύδης, Χωρογραφία, σ. 51-52.
[3] Koder, Negroponte, σ. 174-178.
[4] Koder, Negroponte, σ. 178.
[5] Τα παρακάτω στατιστικά δεδομένα για το 1529 και 1570 προέρχονται από την έρευνα των Καρύδη-Kiel για το σαντζάκι του Ευρίπου και από το έργο του Καρύδη «Χωρογραφία νεωτερική…».
[6] Τα στατιστικά στοιχεία των αρχών του 16ου αιώνα προέρχονται από το άρθρο της Μπαλτά «Rural and urban population…».
[7] Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τα δύο κατάστιχα που δημοσίευσε η Μπαλτά: το πρώτο χρονολογείται στα 1474, λίγα μόλις χρόνια μετά την οθωμανική κατάκτηση, και το δεύτερο είναι το προαναφερθέν των αρχών του 16ου αιώνα. Βλ. Μπαλτά, ΑΕΜ 29, σ. 93-97.
[8] Ο Koder θεωρεί πιο αληθοφανή έναν αριθμό 1200-1500 σπιτιών μέσα στο Κάστρο, το οποίο έχει έκταση 190.000 m2, αν λάβει κανείς υπόψη το υπερβολικά μικρό πλάτος των οδών και το περιορισμένο εμβαδόν που καταλάμβαναν τα σπίτια. Βλ. Koder, Negroponte, σ. 175.
[9] Τη μαρτυρία αυτή παραθέτουν οι Spon (σ. 60), Wheler (σ. 457), Coronelli (Account, σ. 206 και Historia, σ. 213), αλλά και ταξιδιώτες του 18ου αιώνα, όπως οι Dapper (σ. 290), Thompson (τ. 1, σ. 424) και Kinsbergen (Beschreibung vom Archipelagus (aus dem Holländischen übersetzt und mit Anmerkungen begleitet von Kurt Sprengel), Rostock-Leipzig 1792, σ. 56-57).
[10] Kiel, Remarks, σ. 114-115.
[11] Βλ. Dodwell, ό.π., σ. 151, Pomardi, ό.π., σ. 61, Ανώνυμος Γερμανός (Koder, ΑΕΜ 17, σ. 115).
[12] Στις 7-8000 υπολογίζουν τον πληθυσμό της πόλης οι Brandis (σ. 122) στα τέλη της δεκαετίας του 1830, και Tilley (Eastern Europe and Western Asia. Political and social sketches on Russia, Greece, and Syria in 1861-2-3, London 1864, σ. 258) στη δεκαετία του 1860. Αντίθετα οι Neigebaur και Aldenhoven (ό.π., τ. Β΄, σ. 153) γύρω στα 1840, και ο Wyse (ό.π., σ. 205) στα τέλη της δεκαετίας του 1860 αναφέρουν 5000 κατοίκους.
[13] Σταματάκης, Ι.Δ., Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος, περιέχων τα ονόματα, τας αποστάσεις, και τον πληθυσμόν των Δήμων, Πόλεων, Κωμοπόλεων και Χωρίων, Αθήνα 1846, σ. 678.
[14] Ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής στο έργο του «Τα Ελληνικά» δίνει για την πόλη πληθυσμό 5.282 κατοίκων. Βλ. Ραγκαβής, Ι. Ρ., Τα Ελληνικά, ήτοι Περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική, και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος, Αθήνα 1853-55, τ. 3, σ. 67.