Η απελευθέρωση της Χαλκίδας από τους Οθωμανούς, στις 7 Απριλίου 1833. Περιγραφή των γεγονότων και της πόλης μέσα από μαρτυρίες που για πρώτη φορά δημοσιεύονται στη δημοτική, αντί της καθαρεύουσας.
Κύριες πηγές:
C. J. Bronzetti, «Erinnerung an Grieclienland aus den Jahren 1832 – 1835». Wurzburg, 1842, σελίδες 54 – 135.
«Ελληνικαί αναμνήσεις βαυαρού ταγματάρχου», Νίκου Α. Βέη (Bees), της Ακαδημίας Αθηνών, εφημερίδα «Η Πρωία», Αθήνα, 17 – 24 Ιανουαρίου, 7-14-21 και 28 Φεβρουαρίου και 7 Μαρτίου 1943.
«Η μετεπαναστατική Χαλκίδα στα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Γεώργιου Ψύλλα», Γ. Φουσάρας, Εταιρεία Ευβοικών Σπουδών, Αθήνα 1961.
Στα πρόθυρα της ελευθερίας
Προηγήθηκαν έξι συνθήκες (οκτώ, αν υπολογιστούν και οι δύο δευτερευούσης σημασίας), σε διάστημα πέντε ετών και πέρασαν τέσσερα χρόνια από την τελευταία φορά που ακούστηκε κανονιοβολισμός κοντά στη Χαλκίδα[1] μέχρι να κυματίσει η Ελληνική σημαία στα Κάστρα της Εύβοιας (Βλ. αναλυτικά εδώ).
Αν και η Εύβοια προτάθηκε από το Σεπτέμβριο του 1828[2] να συμπεριληφθεί στα στενά όρια του νέου –υπό Οθωμανική κυριαρχία ακόμη τότε- Ελληνικού κράτους και επίσημα ανήκε σε αυτό από τις 22 Μαρτίου 1829[3], διάφοροι λόγοι, όπως οι αγοραπωλησίες των τούρκικων περιουσιών στο νησί, την κρατούσαν υπό Οθωμανική ομηρία. Αυτά ως τις 25 Ιανουαρίου 1833 όπου ο -ανήλικος ακόμα- Όθωνας ανέλαβε το θρόνο του νέου Βασιλείου. Η Αντιβασιλεία, επιθυμώντας άμεση διευθέτηση του ζητήματος, αποφάσισε την αποστολή Βαυαρικών στρατευμάτων για την απελευθέρωση των κατεχόμενων περιοχών.
Έτσι, αρχές Φεβρουαρίου 1833[4] εξουσιοδοτούν τον «επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Παιδείας Γραμματέα της Επικρατείας (διάβαζε: Υπουργό)» Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό να παραλάβει όσες περιοχές[5] παραχώρησε οριστικά στην Ελλάδα η «Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως»[6], συμπεριλαμβανομένης και της Εύβοιας. Στα τέλη Φεβρουαρίου 1833[7] ο Ομέρ πασάς της Καρύστου εγκατέλειψε τη Χαλκίδα (μόνο και μόνο για να μην είναι εκείνος που θα παραδώσει το νησί, όπως λέγεται[8]), αφήνοντας στη θέση του το Χατζή – Ισμαήλ μπέη, ο οποίος εξακολουθούσε να παρεμποδίζει με διάφορες δικαιολογίες την παράδοση της Εύβοιας στην Ελληνική κυριαρχία.
Ο απεσταλμένος της Κυβερνήσεως για τη παράδοση της Εύβοιας, Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός.
Τα απομνημονεύματα του Βαυαρού αξιωματικού
Όπως γλαφυρά μας περιγράφει ο Βαυαρός λοχαγός τότε Μπρονζέττι (C. J. Bronzetti[9]) μέσα από τα απομνημονεύματά του, που αποσπάσματά τους παρακάτω θα παρουσιάσω για πρώτη φορά στη δημοτική (από καθαρεύουσα), εκείνη την περίοδο αναβρασμός[10] επικρατούσε στην Ελληνική επικράτεια και άνεμος ελευθερίας έπνεε στα κατεχόμενα από τους Οθωμανούς εδάφη.
Στις 31 Μαρτίου 1833 εκστρατευτικό σώμα του Βαυαρικού στρατού απέπλευσε από το Ναύπλιο με κατεύθυνση τα Ευβοϊκά παράλια, υπό τη διοίκηση του επιτρόπου του Βασιλιά Όθωνα, Γερμανού Συνταγματάρχη Φόν Μπάλιγκραντ. Ο στολίσκος αποτελούνταν από δύο αυστριακά μεταγωγικά, τη γαλλική κορβέτα «Κορνηλία», τη φρεγάτα «Μπάρχαμ» με δυναμικό πυρός 64 πυροβόλα, και δύο γολέττες, εκ των οποίων η μία ήταν ελληνική και μετέφερε τέσσαρα βαυαρικά πεδινά πυροβόλα, υπό την εποπτεία του Αντισυνταγματάρχη Γκρίμπελ.
Κοντά στο μεσημέρι της 1ης Απριλίου 1833 ο στολίσκος μπήκε στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο. Λίγο μετά αγκυροβόλησε κοντά σε πύργο με τέσσερα κανόνια και τουρκική –ασφαλώς- φρουρά, που απείχε δύο ώρες από τη Χαλκίδα. Εκεί παρέμεινε δύο ημέρες και χωρίς καμία ενόχληση από την πλευρά των Οθωμανών συνέχισε το ταξίδι προς το βορρά. Έτσι, το απόγευμα της 5ης Απριλίου 1833 βρέθηκε μπροστά από τα τείχη της Χαλκίδας, κάτω από το κάστρο του Καράμπαμπα. «Στον Καράμπαμπα – γράφει ο Μπρονζέττι – και εντός της πόλης, που πάνω από τα ψηλά τείχη της μόνο μιναρέδες, φοίνικες και κυπαρίσσια προεξείχαν , επικρατεί νεκρική σιγή· οι φρουροί στις επάλξεις, που έμοιαζαν με αγάλματα, όπως και οι κόκκινες σαν το αίμα τούρκικες σημαίες τους μας θύμιζαν πως ζωντανά πλάσματα βρίσκονταν εκεί». Σε αυτό το σημείο καλό είναι να θυμηθούμε πως εντός των τειχών της Χαλκίδας (το «φρούριο» ή «κάστρο», όπως τότε το αποκαλούσαν) κατοικούσαν εκείνη την περίοδο μόνο Οθωμανοί και Εβραίοι. Ο Ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός κατοικούσε στο προάστιο της πόλης, στη βόρεια πλευρά της, οπότε οι Βαυαροί δεν είχαν οπτική επαφή μαζί του. Εκείνο το Πάσχα, ο πληθυσμός της Χαλκίδας ήταν περίπου 12.000[11], ή 7.174 κατ΄ άλλη πηγή[12], οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μουσουλμάνοι[13].
Το νότιο λιμάνι της Χαλκίδας, το Κάστρο του Καράμπαμπα (αριστερά) και της πόλης (δεξιά). Η θέα που αντίκρισε ο συμμαχικός στολίσκος, το απόγευμα της 5ης Απριλίου 1833. Σχέδιο του Etienne Rey, από το έργο του Voyage pittoresque en Crece et dans le Levant… – 1867. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Η ημέρα της απελευθέρωσης
Σύμφωνα με τον Μπρονζέττι, στις 6 Απριλίου 1833 ο πρεσβευτής Ντόουκιν (Dowkin), που επέβαινε στη φρεγάτα «Μπάρχαμ», παρότρυνε τον Χατζή – Ίσμαήλ μπέη να παραδώσει την Ευβοϊκή πρωτεύουσα στους Αντιπροσώπους του Βασιλιά της Ελλάδας και των προστάτιδων δυνάμεών της.
Άλλη πηγή[14] όμως αναφέρει πως η καθυστέρηση παράδοσης της Χαλκίδας από τους Οθωμανούς στους συμμάχους ανάγκασε τον Άγγλο ναύαρχο Έντμουντ Λάϊονς (κυβερνήτης του Δρόμωνα, που μετέφερε τον Νερουλό στη Χαλκίδα[15]) στις 7 Απριλίου 1833 (25 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο) να απειλήσει τον Χατζή – Iσμαήλ μπέη πως θα διέταζε το βομβαρδισμό της, αν δεν άνοιγε τις πύλες εντός δέκα λεπτών (ή εντός 24 ωρών, όπως θα δούμε παρακάτω[16]). Σύμφωνα με την ίδια πηγή τα κλειδιά της Χαλκίδας «επί αργυρού δίσκου»[17] παρέλαβε από το Χατζή – Ισμαήλ μπέη ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός.
Επιστρέφοντας στην αφήγηση του αυτόπτη μάρτυρα Μπρονζέττι: «την 7η Απριλίου 1833, στις έξι το πρωί, αποβιβάστηκε ο 8ος Βαυαρικός λόχος έχοντας διαταγή να καταλάβει το Φρούριο του Καράμπαμπα, που υπό την προστασία του βρίσκεται η Χαλκίδα. Βρίσκεται σε ύψωμα και στα δυτικά του καταλήγει σε ωραία και εύφορη πεδιάδα». Όπως περιγράφει ο αξιωματικός, εκείνη την περίοδο το Φρούριο του Καράμπαμπα ήταν εγκαταλελειμμένο και βρισκόταν σε ερειπιώδη κατάσταση, εξαιρουμένων δύο επάλξεων στη δυτική και βορειανατολική πλευρά του, «προς την πόλη της Χαλκίδας και τον κόλπο της Αταλάντης». Οι Γερμανικές δυνάμεις δεν συνάντησαν καμιά αντίσταση, καθώς το Φρούριο είχε από την προηγουμένη νύχτα εκκενωθεί από τους Οθωμανούς.
Ενώ ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό, πλήθος κόσμου άρχισε να μαζεύεται στον παραθαλάσσιο χώρο[18]. Εκεί, ο Επίσκοπος Ευρίπου θεοφιλέστατος Ιάκωβος[19] εκφώνησε λόγο, ενώπιον του παρατεταγμένου 8ου λόχου, τον οποίο προσπάθησε να μεταφράσει κάποιος Έλληνας στα Γερμανικά αλλά ανεπιτυχώς, αφού οι Γερμανοί ελάχιστα κατάλαβαν απ’ όσα είπε. Αμέσως μετά ο Αρχιερέας ευλόγησε το βαυαρικό στράτευμα και στη συνέχεια, ακολουθούμενος από πολλούς Έλληνες, ξεκίνησαν πορεία προς το Φρούριο του Καράμπαμπα, με «εκδηλώσεις ζωηράς» υπέρ του Όθωνα, των Βαυαρών και του ελληνικού έθνους. Φτάνοντας εκεί σήκωσαν την Ελληνική σημαία σε κλίμα χαράς και ενθουσιασμού.
Χωροφυλακή και ναυτικό στη Χαλκίδα κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Όθωνα. Υδατογραφία του Ludwig Köllnberger, βαυαρού λοχαγού στο εκστρατευτικό σώμα της Εύβοιας και κατόπιν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Αρχικός τίτλος: Gendarmerie und Marine auf Negroponte, 1835.
Τα απομνημονεύματα του Γεώργιου Ψύλλα.
Το Βασιλικό διάταγμα για το διορισμό του πρώτου διοικητή της Εύβοιας Γεώργιου Ψύλλα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12 Απριλίου 1833[20]. Τα νέα όμως για την επικείμενη πρόταση της θέσης του ήταν ήδη γνωστά, από το Φεβρουάριο του 1831, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στα απομνημονεύματά του.
Παρακάτω ακολουθεί αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα[21], καθώς και η περιγραφή των γεγονότων από το Ψύλλα για την ενσωμάτωση της Χαλκίδας στον Εθνικό κορμό, καθώς παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον (το κείμενο για πρώτη φορά δημοσιεύεται στη δημοτική):
«[…] όταν ερωτήθηκα όμως από τον συνταγματάρχη Heideck[22] σχετικά με αυτό, και αν απολύτως δεν δέχομαι διοικητική θέση, του είπα, βέβαια, εκτός της Ναυπλίας, παντού αλλού δέχομαι να υπηρετήσω διοικητικά τη Βασιλεία και την Πατρίδα[23]. Και τότε μου είπε αν θέλω να δεχθώ τη διοίκηση της Εύβοιας, όπου πρόκειται πολύ σύντομα να διορισθεί κάποιος ως Διοικητής[24]. Και είπα: «δέχομαι ευχαρίστως».
Αναχώρησα όμως με τους υπόλοιπους συμπολίτες μου για την Αθήνα, όπου λίγες μέρες μετά, περνώντας από εκεί ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός ως βασιλικός επίτροπος για την παραλαβή των φρουρίων που κατείχαν οι Οθωμανοί, μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στη Χαλκίδα, όπου είχε εντολή να με συστήσει και να με τοποθετήσει ως Διοικητή της Εύβοιας. Εγώ όμως, επειδή τότε υπέφερα από γρίπη, δεν έφυγα αμέσως μαζί του για τη Χαλκίδα, αλλά ύστερα από δύο ή τρεις ημέρες και βρήκα εκεί το φρούριο του Καράμπαμπα (Σαλγανέα)[25] παραδομένο στον βαυαρικό στρατό[26], που μετέφεραν με τα πολεμικά τους πλοία οι τρεις Ναύαρχοι των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και οι πρέσβεις τους· η πόλη όμως με το φρούριό της κατεχόταν ακόμη από τους Οθωμανούς, παρόλο που ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου[27] είχε λίγο καιρό πριν αναχωρήσει για τη Θεσσαλονίκη.
Οι πρέσβεις διαπραγματεύονταν την πλήρη παράδοση των φρουρίων με τον Χατζή Ισμαήλ μπέη[28], πληρεξούσιο της Πόρτας[29], ο οποίος ανέβαλε με διάφορες προφάσεις την εκκένωση του φρουρίου της πόλης, με αποτέλεσμα ο δραστήριος ναύαρχος Λάιονς να πάρει το μέτρο να ρυμουλκήσει τη φρεγάτα του μέσα στο λιμάνι της πόλης, ενώ μέχρι τότε ήταν και τα τρία πολεμικά έξω από το λιμάνι[30]. Και τότε, ακολουθούμενος και από τα υπόλοιπα πλοία, διεμήνυσε στον Χατζή Ισμαήλ μπέη, ότι, αν μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες δεν παραδώσει το φρούριο, θα κανονιοβολούσε με σφοδρότητα την πόλη. Και τότε επιτέλους ενέδωσαν οι Οθωμανοί και ο Βαυαρικός στρατός κατέλαβε πλήρως την πόλη και τα φρούρια».
Θέα της Χαλκίδας από την Αυλίδα. Σχέδιο του Carl Anton J Rottmann (1797-1850).
Επίσκεψη των Βαυαρών στο Οθωμανικό Κυβερνείο.
Επανερχόμαστε στα απομνημονεύματα του Μπρονσέττι, ώστε να δούμε τη δική του μαρτυρία για τα γεγονότα. Σύμφωνα με το Βαυαρό αξιωματικό λοιπόν στις 8 Απριλίου 1833 έγινε η αποβίβαση όλων των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ευβοϊκή ακτή και στις 9 το πρωί ανυψώθηκε για πρώτη φορά η Ελληνική σημαία στα τείχη της Χαλκίδας[31].
Το μεγαλύτερο τμήμα της Οθωμανικής φρουράς της πόλης, που αποτελούνταν κυρίως από πολιτοφύλακες, είχε τις προηγούμενες μέρες προλάβει να φύγει για Λαμία. Όσοι, λίγοι, παρέμειναν, κατέθεσαν τα όπλα τους στα Βαυαρικά στρατεύματα, στο όνομα του Βασιλιά Όθωνα. Από τις πρώτες κινήσεις των Βαυαρών ήταν επίσης να τοποθετήσουν για τρεις μέρες τιμητική φρουρά μπροστά από τη μεγαλοπρεπή οικία του Χατζή – Ισμαήλ μπέη, που ήταν και τουρκικό κυβερνείο του εκάστοτε πασά του Σαντζάκ Εγριμπόζ[32]. Οι ανώτατοι Γερμανοί αξιωματικοί θεώρησαν δε «τυπικήν υποχρέωσιν» να την επισκεφθούν αμέσως, ώστε να γνωρίσουν και καλύτερα τον τελευταίο τούρκο διοικητή του νησιού.
Όπως περιγράφει ο Μπρονζέττι: «όταν φθάσαμε στο παλάτι του Χατζή – Ισμαήλ μπέη, εκείνος απουσίαζε, καθώς βρισκόταν στη φρεγάτα Μπάρχαμ, επισκεπτόμενος επίσημο απεσταλμένο. Γίναμε δεκτοί στην πόρτα της αυλής του από ομάδα μαύρων και λευκών υπηρετών που μας οδήγησαν μέσω ενός μεγάλου διαδρόμου στην αίθουσα των Κυβερνητικών συνεδριάσεων του δεύτερου ορόφου, ώστε εκεί να περιμένουμε τον μπέη. Η αίθουσα δεν είχε έπιπλα. Αλλά στους τρεις τοίχους της είχε ντιβάνια[33], που είχαν ύψος ένα πόδι και πλάτος τρία. Αυτά καλύπτονταν από πολύτιμα χαλιά, που επίσης έπιαναν και μέρος του πατώματος. Η πολυτέλειά τους ερχόταν σε αντίθεση με τα παράθυρα του δωματίου που τα κενά τους είχαν σκεπαστεί με χαρτιά. Το μεγαλοπρεπές σπίτι ήταν το μισό κατασκευασμένο από ξύλο· είχε δε μεγάλη αυλή, που στη μέση της υπήρχαν ψηλοί φοίνικες, κυπαρίσσια και πορτοκαλιές, και ήταν μέσα στην αταξία και την ακαθαρσία.
Το Κάστρο της Χαλκίδας όπως ήταν τις ημέρες της απελευθέρωσης της. Θέα από το λόφο Καράμπαμπα, βόρειο τμήμα πόλης. Σχέδιο του Otto Magnus von Stackelberg, από το έργο του «La Grece, Vues pittoresques et topographiques… 1829 – 1834». Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Μετά από μισή ώρα, επέστρεψε ο Χατζή – Ισμαήλ μπέης, μαζί με τον αδελφό του και την ακολουθία του, που αποτελούνταν κυρίως από στρατιωτικούς. Οι Βαυαροί αξιωματικοί τον χαιρέτισαν με το δέοντα σεβασμό, κλίνοντας την κεφαλή προς τα κάτω και τοποθετώντας παράλληλα το χέρι στο στήθος τους, στο σημείο της καρδιάς. Ο μπέης χαιρέτισε δια χειραψίας τον Συνταγματάρχη Φόν Μπάλιγκραντ, και με θερμά λόγια καλωσόρισε όλους τους παρευρισκομένους στην οικία του. Αμέσως μετά κάθισε σύμφωνα με τον Οθωμανικό τρόπο (με σταυρωμένα πόδια) σε ένα καναπέ που είχε δύο πολυτελή προσκέφαλα. Στα δεξιά του κάθισε ο Φόν Μπάλιγκραντ και ο Έλληνας έπαρχος Αδάμ Δούκας, που εκτελούσε και χρέη διερμηνέα, και στα αριστερά του είχε τον «χονδροειδή και παχύν» αδελφό του. Οι υπόλοιποι Βαυαροί αξιωματικοί κάθισαν στα απέναντι ντιβάνια και οι Οθωμανοί βαθμοφόροι στέκονταν σεβάσμια δίπλα από την ανοικτή πόρτα του δωματίου και τους βρώμικους ανυπόδητους υπηρέτες.
Σε αντίθεση με άλλες πηγές, ο Μπρονζέττι περιγράφει με καλά λόγια το Χατζή – Ισμαήλ μπέη: «είχε τη φήμη δίκαιου άνδρα και γενικά τον τιμούσαν Οθωμανοί και Έλληνες. Ήταν πάνω από 50 χρόνων και το πρόσωπό του ήταν όμορφο χωρίς να μαρτυρά την ηλικία του. Έδειχνε δε σεβάσμιος με τη μακριά και πλούσια γενειάδα του». Στη συνάντηση «φορούσε κόκκινο μεταξωτό καφτάνι με χρυσόχρωμα κρόσσια και πανωφόρι σαν καλάθι, βαμμένο από ερυθρόδανο[34]· Τα “περικνήμια αυτού φορέματα” ήταν μεταξωτά με κυανόλευκες λωρίδες, τα παπούτσια του ήταν κίτρινα και στη ζώνη είχε περασμένο ένα ξίφος με αδαμάντινα κοσμήματα».
Ο οικοδεσπότης πρόσφερε στους καλεσμένους του καφέ και καπνό. Κατόπιν, εξέθεσε στον Φόν Μπάλιγκραντ διάφορες απορίες του σχετικά με τη Βαυαρία και τη στρατιωτική της οργάνωση. Γενικά, ο τελευταίος Οθωμανός διοικητής της Εύβοιας επέδειξε απέναντι στους Βαυαρούς μεγάλη ευγένεια και φιλοφροσύνη, που τους εξέπληξε!
Το προάστιο της Χαλκίδας (η σημερινή ευρύτερη παραθαλάσσια περιοχή γύρω από την προβλήτα του Αγίου Νικολάου), όπως φαινόταν από το λόφο Καράμπαμπα. Σχέδιο του Otto Magnus von Stackelberg, από το έργο του «La Grece, Vues pittoresques et topographiques… 1829 – 1834». Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Η επίσκεψη του Ψύλλα στο Οθωμανικό Κυβερνείο.
Δεν ήταν όμως μόνον οι Βαυαροί που επισκέφτηκαν το Χατζή – Ισμαήλ μπέη αλλά και ο Γ. Ψύλλας. Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του (στο κείμενο, που για πρώτη φορά δημοσιεύεται στη δημοτική για ευκολότερη ανάγνωση, έχει διατηρηθεί ο τρόπος γραφής του συγγραφέα):
«Ο Βασιλικός Επίτροπος Ρίζος, αφού με σύστησε ως Διοικητή Εύβοιας, μου πρότεινε να πάω μαζί του στο Χατζή Ισμαήλ μπέη, και τον ακολούθησα. Αλλ’ όταν μεταξύ άλλων, ο Χατζή Ισμαήλ μπέης μου είπε, ενώ διερμήνευε ο Ρίζος, ότι, όταν πρόκειται για Χριστιανούς, θα έχω εγώ τη δικαιοδοσία, αλλά για τους Οθωμανούς εκείνος, (και) του είπα πάλι μέσω του Ρίζου, ότι εγώ δεν αναγνωρίζω στον τόπο άλλη δικαιοδοσία εκτός από αυτήν της Ελληνικής Βασιλείας, έμεινε μεν δυσαρεστημένος, αλλά προσπάθησε να δικαιολογήσει αλλιώς την πρότασή του, θέλοντάς να με κάνει να εννοήσω, ότι, όταν πρόκειται για πρώην Χριστιανούς, που ύστερα ασπάστηκαν την Οθωμανική θρησκεία, εάν οι Χριστιανοί ζητήσουν να τους κρατήσουν ως ομοθρήσκους τους, τότε να εξετάζονται αυτοί ενώπιων μου και ενώπιον αυτού σχετικά με το αν θέλουν να παραμείνουν στο δεύτερο θρήσκευμα, ή να επανέρχονται στο πρώτο, και σε αυτό βεβαίως έδωσα τη συγκατάθεσή μου.
Πολύ γρήγορα όμως αποδείχθηκε ότι ο σκοπός του Χατζή – Ισμαήλ μπέη, ή μάλλον του αδελφού του Χασάν μπέη, γιατί αυτός αντιπροσώπευε τότε τον πληρεξούσιο της Πόρτας στην Εύβοια, καθώς ο Χατζή – Ισμαήλ μπέης βρισκόταν στην Αθήνα, ο σκοπός του, λέω, και του ίδιου και των Οθωμανών της Χαλκίδας ήταν κυρίως να εξακολουθούν να βρίσκονται υπό Τουρκική δικαιοδοσία. Επειδή ύστερα από οχτώ μέρες από την εκεί τοποθέτησή μου ως Διοικητή κάποιος Δερβίσης[35] από τη Βαβυλώνα, που τέλεσε έγκλημα, όταν κλήθηκε να προσέλθει ενώπιον μου και να δώσει λόγο για την πράξη του, κατέφυγε αμέσως στην οικία του Χασάν μπέη· όταν ο κλητήρας που είχε εντολή να τον φέρει μπροστά μου έφτασε στην οικία του Χασάν μπέη, όπου κατέφυγε ο Δερβίσης, και είδε αυτός τον κλητήρα, σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε κι έπεσε στα πόδια του Χασάν, κοντά στον οποίο ήταν καθισμένοι κι άλλοι πολλοί από τους γνωστότερους Οθωμανούς της Χαλκίδας. Όταν όμως άκουσε ο Χασάν τον σκοπό της παρουσίας του κλητήρα, δεν δίστασε να του τον παραδώσει, και αυτός να τον φέρει σ’ εμένα. Το περιστατικό αυτό σημειώθηκε μετά την αναχώρηση και του Βασιλικού Επιτρόπου Ρίζου και των Πρέσβεων και των Ναυάρχων των Τριών Δυνάμεων».
Σκίτσο του πρώτου διοικητή Εύβοιας Γεώργιου Ψύλλα, από το περιοδικό «Ποικίλη Στοά», 1881.
Η επίσκεψη του Ψύλλα στα συμμαχικά πλοία και ο εορτασμός της απελευθέρωσης.
Συνεχίζοντας ο Ψύλλας στα απομνημονεύματά του αναφέρει: «Πριν όμως αναχωρήσουν οι Πρέσβεις αυτοί και οι Ναύαρχοι, αμέσως μετά την παράδοση των Φρουρίων (Χαλκίδα)[36], έκρινα καλό να προσέλθω μαζί με τους Δημογέροντες[37] της πόλης και τον Αρχιερέα σε καθένα ξεχωριστά από αυτούς πάνω στα πλοία τους, για να τους ευχαριστήσουμε για τις προσπάθειες, που κατέβαλαν για την απελευθέρωση της πόλης από την οθωμανική εξουσία.
Και σύμφωνα με την τάξη των πληρεξούσιων που υπέγραψαν στα πρωτόκολλα του Λονδίνου τις συνθήκες εκείνες, επιβιβαστήκαμε πρώτα στο Αγγλικό πλοίο, όπου μας υποδέχθηκαν ο Πρέσβυς Ντόουκιν και ο Ναύαρχος Λάιονς, οι οποίοι διέταξαν και πυροβολισμό[38] κατά την αποχώρησή μας από εκεί. Δεύτερον επιβιβαστήκαμε στο Γαλλικό πλοίο, όπου ομοίως ο Πρέσβυς Ρουάν και ο ναύαρχος[39] μας έκαναν την ίδια υποδοχή και τις ίδιες τιμές. Προσήλθαμε τρίτον στο Ρωσικό πλοίο, αλλά εκεί μας είπαν οι ευρισκόμενοι στο πλοίο, ότι απουσίαζαν τότε και ο Πρέσβυς[40], και ο Ναύαρχος[41] κι επομένως δεν έκαναν τίποτε, απ΄ όσα οι άλλοι δύο.
Ο Ντόουκιν όμως και ο Λάιονς δεν έπαυαν να με βλέπουν συνεχώς και να μου δίνουν τις όποιες θεωρούσαν αναγκαίες για τις περιστάσεις εκείνες συμβουλές, και μάλιστα να με προτρέπουν να στείλω να καταλάβω το φρούριο της Καρύστου μια ώρα αρχύτερα, γιατί πίστευαν, εξαιτίας της παρουσίας δύο απεσταλμένων μπέηδων από την Κάρυστο, ότι είχαν σκοπό να φέρουν προσκόμματα, γι’ αυτό και τελικά ο Δάοκινς μου πρότεινε να κάνω κάτι για τον εορτασμό της ελευθερίας της Εύβοιας, μία συγκέντρωση δηλαδή, στην οποία θα είναι προσκεκλημένοι οι αξιωματικοί του πλοίου και μερικές από τις γνωστότερες οικογένειες της πόλης για τον σκοπό αυτό, αλλά εγώ, μη έχοντας ακόμη ούτε κουβέρτα, ούτε κανένα άλλο σκεύος, για να προβώ στην πραγμάτωση της πρότασης αυτής του Πρέσβη, την αρνήθηκα μετά λύπης μου κι αφού προηγουμένως ζήτησα συγγνώμη, δείχνοντάς του την κατάσταση του σπιτιού στο οποίο κατοικούσα. Τότε ο Πρέσβυς, λέγοντάς μας ότι κάτι πρέπει να γίνει, μου είπε ότι θα διοργάνωναν αυτοί στο πλοίο τους έναν χορό και με επιφόρτισε να καταγράψω κάποια ονόματα από τις επιφανέστερες οικογένειες της πόλης, για να τις προσκαλέσουν στο πλοίο την παραμονή της αναχώρησής τους. Όντως έγινε αυτό και ευχαριστήθηκαν και οι Χαλκιδείς και οι αξιωματικοί των πλοίων, που πανηγύρισαν έτσι την απελευθέρωση της Εύβοιας».
Χάρτης της ευρύτερης περιοχής της Χαλκίδας, από την εποχή της απελευθέρωσης. Σχέδιο του Christopher Wordsworth, από το έργο του «Greece pictorial, discriptive and historical, 1839». Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Η επίσκεψη στο σπίτι του Επισκόπου.
Επιστρέφοντας στα γραφόμενα του Μπρονζέττι, μετά την επίσκεψη στο Χατζή – Ισμαήλ μπέη που περιγράφηκε παραπάνω, που κράτησε περίπου μια ώρα, ο Φόν Μπάλιγκραντ και οι αξιωματικοί του κατευθύνθηκαν προς τη Μητρόπολη, ώστε να υποβάλουν τα σέβη τους στον Επίσκοπο Ευρίπου, θεοφιλέστατο Ιάκωβο.
Εκείνος, μόλις πληροφορήθηκε την άφιξή τους, βγήκε στην εξώπορτα για να τους ευλογήσει και να τους ραντίσει με αγιασμό. Η αίθουσα υποδοχής του αρχιερέως, ως προς τη διαρρύθμισή της λίγο διέφερε από την αντίστοιχη του Χατζή – Ισμαήλ μπέη. Δύο ιερείς ανέλαβαν να περιποιούνται διαρκώς τους υψηλούς επισκέπτες, όσο ο Αρχιερέας συζητούσε μαζί τους. Όπως επισημαίνει ο Μπρονζέττι: «ο Επίσκοπος φαινόταν άνδρας μορφωμένος και μιλούσε με πάθος για την παλιά δόξα της πατρίδας του. Εκφραζόταν λίαν ευνοϊκώς για τον Χατζή – Ισμαήλ μπέη, ο οποίος επέτρεψε στους Έλληνες να χρησιμοποιήσουν καμπάνες στις εκκλησίες τους, κάτι που δεν γινόταν -όπως ισχυρίστηκε- πουθενά αλλού στην Οθωμανική αυτοκρατορία». Αντίθετα, για τον Ομέρ πασά της Καρύστου[42] είχε μόνο άσχημα να πει: «ήταν φοβερός τύραννος, ακόρεστος φίλος των χρημάτων, ασυνείδητος και ωμός».
Γενική άποψη της Χαλκίδας με το προάστιο της, τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής κατοχής της. Ψηφιακή επεξεργασία 2015: Βάγιας Κατσός.
Η επίσκεψη των Οθωμανικών πλοίων
Στις 30 Ιουνίου 1833 τρία Οθωμανικά πλοία αγκυροβόλησαν μπροστά από το προάστιο της πόλης. Ο κυβερνήτης τους είχε εντολή να μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη από τη Χαλκίδα το στρατιωτικό υλικό που είχαν αφήσει πίσω. Η άφιξη αυτή χαροποίησε ιδιαίτερα τους Τούρκους κάτοικους του Κάστρου, οι οποίοι έσπευσαν μαζικά στο «παράλιον» να τα προϋπαντήσουν.
Όπως μας περιγράφει ο Μπρονζέττι: «τα πληρώματα των τριών τουρκικών πλοίων δεν ήταν καλά. Και αν από αυτά μπορούμε να συμπεράνουμε πως ήταν η κατάσταση και στον υπόλοιπο στόλο του μεγάλου σουλτάνου, τότε δεν ήταν περίεργο πως πολλές φορές είχε νικηθεί. Βρωμιά και αδιαφορία επικρατούσε στα πληρώματα, που το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούνταν από ρακένδυτους Έλληνες, οι οποίοι με τη βία αναγκάζονταν να εργαστούν, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να δραπετεύσουν από τη βάρβαρη αυτή υπηρεσία τους».
Την ημέρα που έφτασαν τα τρία τουρκικά πλοία στη Χαλκίδα, τρείς ναύτες έπεσαν στη θάλασσα και κολυμπώντας έφτασαν στο λιμάνι, όπου κατέφυγαν στους Βαυαρούς για να σωθούν από τους βαρβάρους που τους κατεδίωκαν. Ο κυβερνήτης των πλοίων μόλις πληροφορήθηκε πού βρήκαν καταφύγιο οι δραπέτες ναύτες του, απηύθυνε σχετική διαμαρτυρία στις βαυαρικές στρατιωτικές αρχές, χωρίς ανταπόκριση. Αλλά μετά από λίγο και άλλοι δύο ναύτες δραπέτευσαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο τούρκος κυβερνήτης έκανε νέο διάβημα, το οποίο πάλι οι Βαυαροί όμως δεν έλαβαν υπ’ όψιν. Τότε ο Οθωμανός θύμωσε πολύ και περίμενε την κατάλληλη στιγμή, για να εκδικηθεί. Και πράγματι, η ευκαιρία δεν άργησε να του δοθεί: μόλις ολοκληρώθηκε η εκφόρτωση στα πλοία των πολεμοφοδίων που βρίσκονταν στην πυριτιδαποθήκη του Κάστρου στον Καράμπαμπα, επακολούθησε σφοδρή έκρηξη! Δυο Βαυαροί στρατιώτες, από τη φρουρά του Κάστρου, που για κακή τους τύχη βρίσκονταν κοντά, τραυματίστηκαν τόσο σοβαρά που μετά από λίγο υπέκυψαν στα τραύματά τους. Αν και επακολούθησαν ανακρίσεις για το συμβάν, δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα. Όμως, όλοι πίστευαν πως την έκρηξη την προκάλεσαν οι Οθωμανοί και ας μη μπορούσαν να το αποδείξουν.
Το απόγευμα της 11ης Σεπτεμβρίου 1833 τα τούρκικα πλοία έφυγαν από τη Χαλκίδα. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης κατέκλυσε πάλι το λιμάνι, αυτή τη φορά για να τα αποχαιρετίσουν.
Το Κάστρο του Ευρίπου. Σχέδιο του Christopher Wordsworth, από το έργο του «Greece pictorial, discriptive and historical, 1839». Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Η αναχώρηση του Μπρονζέττι από τη Χαλκίδα.
Μετά από ανωτέρα διαταγή, της 20ης Σεπτεμβρίου 1833, ο λοχαγός Μπρονζέττι φόρτωσε το πυροβολικό που ήταν υπό τις διαταγές του στην ελληνική γολέττα «Λαίδη Κόδριγκτων»[43], που λίγες μέρες πριν είχε δέσει στη Χαλκίδα, ώστε να σταλεί στο Ναβαρίνο.
Σύμφωνα με τη διαταγή, τον Μπρονζέττι θα αντικαθιστούσε στη Χαλκίδα το 1ο βασιλικό τάγμα πεζικού και ο ίδιος όφειλε να αναχωρήσει με το στρατιωτικό απόσπασμά του για Ναύπλιο οδικώς, αφήνοντας τμήμα του για την ενίσχυση της φρουράς της Ακροκορίνθου. Μαζί του θα είχε και πλήθος άρρωστων στρατιωτών του αποσπάσματός του, κάτι που θα δυσκόλευε περισσότερη την έτσι και αλλιώς δύσκολη, λόγω συγκοινωνιακών συνθηκών, μετάβασή τους, μέσα από κακοτράχαλους δρομίσκους. Η Βασιλική Νομαρχία και η Δημογεροντία Χαλκίδος, για να τους διευκολύνει (καθώς στην εξάμηνη παραμονή τους στην πόλη είχαν φιλικότατη συνεργασία) τους παραχώρησε 24 ώρες πριν την αναχώρησή τους 126 φορτηγά ζώα, που ήταν απαραίτητα για την πορεία των Βαυαρών, με μίσθωμα τρεις δραχμές.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1833 ο Αντισυνταγματάρχης Gosmann, ο διοικητής του τάγματος που θα αντικαθιστούσε τον Μπρονζέττι, έμπαινε στις 3 το μεσημέρι στην πόλη, την ίδια ώρα που ο αξιωματικός Μπρονζέττι την εγκατέλειπε, συνοδεία 206 ανδρών. 124 Βαυαροί στρατιώτες και αξιωματικοί, όλων των βαθμών, ήταν βαριά άρρωστοι και ως εκ’ τούτου δεν ήταν δυνατή η μεταφορά τους, οπότε και παρέμειναν στην πόλη, υπό την εποπτεία του υπολοχαγού Σάλιτς, του αυλικού στρατιωτικού ιατρού Κέσσελ και του φαρμακοποιού Τόμανν.
Την πορεία από τη Χαλκίδα στο Ναύπλιο ο Μπρονζέττι την περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα: «Γυναίκες και παιδιά, αξιωματικοί και στρατιώτες, επέβαιναν σε άλογα και μουλάρια με μεγάλα ξύλινα σαμάρια, πολλοί περπατούσαν χωρίς όπλα, καθώς δεν ήταν δυνατό να τα κουβαλούν και ακολουθούσαν μετά βίας το αποσπάσματα. Όσοι ήταν πλήρως οπλισμένοι, περίπου οι μισοί από το στράτευμα, ήταν στην εμπροσθοφυλακή και την οπισθοφυλακή και στη μέση η βραδυπορούσα φάλαγγα, με όσους άντρες ήταν σε ανάρρωση, με ελαφρύ πυρετό ή ήταν φορτωμένοι αποσκευές».
Ο πρώτος νομάρχης Ευβοίας Γεώργιος Αινιάν. Αγνώστου ζωγράφου, δημιουργήθηκε ανάμεσα στα 1830 με 1850. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Ελλάδος.
Η ολοκλήρωση της Ευβοϊκής προσάρτησης
Αμέσως μετά την παράδοση της Χαλκίδας η Ελληνική Κυβέρνηση επέκτεινε την κυριαρχία της σε ολόκληρο το νησί, ξεκινώντας από τη Κάρυστο.
Με το Β.Δ. της 3ης Απριλίου 1833 «περί διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεως του»[44] η Εύβοια και οι Σποράδες ενώθηκαν σε ένα Νομό (άρθρο 11) διαιρεμένο σε τρεις επαρχίες: Χαλκίδας, με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα, Καρυστίας, με πρωτεύουσα την Κάρυστο και βορείων Σποραδών, συναποτελούμενη από τα νησιά Σκόπελος, Σκιάθος, Σκύρος και Ηλιοδρόμιο (Αλόννησος), με πρωτεύουσα τη Σκόπελο.
Με το ίδιο Β.Δ. ορίστηκε «μητρόπολις» (πρωτεύουσα) του Νομού η Χαλκίδα και ανεβλήθη γι΄ αργότερα ο ακριβής προσδιορισμός των ορίων μεταξύ των επαρχιών Χαλκίδας και Καρυστίας. Επίσης, το Β.Δ. της 23ης Απριλίου 1833[45] όρισε πως ο νομός Εύβοιας υπάγεται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου των Θηβών[46]. Γενικός Έφορος, διορίστηκε ο Νικ. Βαλτινός, έφορος Χαλκίδας ο Μάρκος Βιτάλης, ειρηνοδίκης ο Κ. Καλεβράς[47], μοίραρχος Χαλκίδας, διορίστηκε ο Γ. Βελέτζας και υπομοίραρχοι, οι Ιω. Γιούσης και Φιλάρετος[48]. Τέλος, με την από 23 Απριλίου 1833 απόφαση[49] διορίστηκε ο Γεώργιος Αινιάν (1788 – 1847 ή 1848) πρώτος νομάρχης Εύβοιας[50], ο οποίος ίδρυσε στην πόλη αλληλοδιδακτικό σχολείο και τυπογραφείο. Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε η πρώτη εφημερίδα της Εύβοιας με τον τίτλο «Έλλην».
Χάρτης της Εύβοιας. Σχέδιο του Abbe J. J. Barthelemy, από το έργο του «Voyage du jenne Anacharsis, 1821». Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Παραπομπές
[1] Μάχη Ανηφορίτη, 2 Ιουνίου 1829.
[2] Πρεσβευτική Διάσκεψη του Πόρου.
[3] Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
[4] Με το 10 / 22 Φεβρουαρίου 1833 Βασιλικό Διάταγμα της Αντιβασιλείας του Όθωνα, που τυπώθηκε στον αριθμό 2 της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 22 Φεβρουαρίου / 6 Μαρτίου 1833. Σύμφωνα με την Ελένη Γούτου – Φωτοπούλου («Σύσταση και εξέλιξη του Δήμου Χαλκιδέων», Έκδοση Δήμου Χαλκιδέων, 1986), ο διορισμός του Νερουλού έγινε στις 3 Φεβρουαρίου 1833, χωρίς περαιτέρω παραπομπές.
[5] Στην εφημερίδα της Κυβέρνησης (2/22.2.1833), διαβάζουμε, τη βασιλική δηλοποίηση προς τους κατοίκους εκείνων των επαρχιών, περί της οριστικής πλέον προσάρτησης και κατοχής, μαζί με τους χαιρετισμούς του βασιλιά Όθωνα.
[6] 9 / 21 Ιουλίου 1832.
[7] Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Μπρονζέττι, ο Χατζή – Ισμαήλ Μπέης αντικατέστησε τον Ομέρ στις 20 Μαρτίου του 1833. Βλ. μετάφραση Σταμάτη Παπαμιχαήλ.
[8] «Ιστορία της νήσου Εύβοιας», Κ. Α. Γουναρόπουλος. Έκδοση Προοδευτικής Εύβοιας, Χαλκίδα 1979. Και: «Σύσταση και εξέλιξη του Δήμου Χαλκιδέων», Ελένη Γούτου – Φωτοπούλου. Έκδοση Δήμου Χαλκιδέων, 1986.
[9] Ένας απ’ τους λοχαγούς του Φόν Μπάλιγκραντ που εστάλη στην Εύβοια ήταν ο ιταλοβαυαρός Κ. Μπροντσέττι ο οποίος έγραψε, όταν είχε γίνει πια ταγματάρχης, τα απομνημονεύματά του από την παραμονή του στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτά, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την κατάληψη της Χαλκίδας, της Καρύστου, αλλά και πολλά περιστατικά που έζησε εκεί. C. J. Bronzetti, «Erinnerung an Grieclienland aus den Jahren 1832 – 1835». Wurzburg, 1842.
[10] Ο Νίκος Α. Βέης (Bees), της Ακαδημίας Αθηνών, στην εφημερίδα «Η Πρωία» (Αθήνα, 17 Ιανουαρίου 1943) περιγράφει την κατάσταση της ελληνικής υπαίθρου εκείνη την περίοδο. Αν και το παρακάτω απόσπασμα δεν έχει σχέση με την Εύβοια, το μεταφέρω (από καθαρεύουσα σε δημοτική για ευκολότερη ανάγνωση) καθώς παρουσιάζει θεωρώ εξαιρετικό ενδιαφέρον: «Εκείνη την περίοδο μεγάλες ομάδες πεινασμένων παλληκαριών περιφερόντουσαν στην ύπαιθρο. Κάθε μία τους περιλάμβανε εκατοντάδες άνδρες, οι οποίοι παλιότερα άνηκαν στα στρατεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Καλέργη. Είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το Αργος και διαδήλωναν ενάντιοι στην Αντιβασιλεία, διαμαρτυρόμενοι για τις καθυστερήσεις της μισθοδοσίας καθώς και των εξόδων διατροφής τους. Το σώμα αυτό κινήθηκε ακάθεκτο προς το Ναύπλιο, όταν ο αξιωματικός C. J. Bronzetti διατάχθηκε να μεταβεί γρήγορα με τον λόχο του προλυπτικά εκεί και να παραταχθεί στρατιωτικά στο δρόμο για το Άργος, το μεσημέρι της 23nς Μαρτίου 1833. Γύρω στη 1 μ.μ. ο αξιωματικός βρισκόταν στο σημείο όπου τον διέταξαν να πάει· εκεί βρήκε τον στρατηγό φον Χέρτλινγκ, περιστοιχιζόμενο από τους υπασπιστές του και μεγάλο πλήθος λαού. Οι Βαυαροί πήραν όλα τα αναγκαία μέτρα εναντίον των ατάκτων, που εν τω μεταξύ είχαν προχωρήσει μέχρι την Τίρυνθο. Αλλά οι άτακτοι δεν επιχείρησαν. Απέστειλαν απλά μια τετραμελή επιτροπή στον Βαυαρό στρατηγό Φόν Χέρτλινγκ με την οποία τον παρακαλούσαν να τους επιτραπεί να υποβάλουν παρακλητικό υπόμνημα στο Βασιλιά Όθωνα. Αφού περιέγραψαν την αξιολύπητη θέση που είχαν περιέλθει μετά το διάταγμα της 14ης Μαρτίου 1833 οι παλιοί αγωνιστές εξέφρασαν δυο παρακλήσεις: 1) Να πληρωθούν τους καθυστερούμενους μισθούς. 2) Να γίνουν δεκτοί στα ευζωνικά τάγματα διατηρώντας την εθνική τους ενδυμασία (φουστανέλα κλπ.). Μετά από διαταγή του στρατηγού Χέρτλινγκ η τετραμελής επιτροπή των ατάκτων απεστάλει στον κόμη Άρμανσπεργ. Ο Μπρονζέττι δεν γνωρίζει ποιό αποτέλεσμα είχε η εμφάνιση αυτής της επιτροπής ενώπιον του προέδρου της Αντιβασιλείας· εμείς όμως γνωρίζουμε, από άλλες πηγές, ότι τότε τα αιτήματα γενικά των ατάκτων απερρίφθησαν. Οπωσδήποτε το σώμα των ατάκτων που είχε προχωρήσει ως τα πρόθυρα του Ναυπλίου υπεχώρησε χωρίς αιματοχυσία στα πίσω από το Άργος βουνά όπου και το μεγαλύτερο τους μέρος διαλύθηκε. Στις 24 Μαρτίου 1833 εμφανίστηκαν πάλι πολλοί άτακτοι στην νομαρχία Ναυπλίου και ζήτησαν διαβατήρια, για να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, αλλά κανένας δεν θέλησε να καταταχθεί στο στράτευμα γραμμής. Αργότερα η Αντιβασιλεία αναγκάστηκε να συστήσει σώμα χωροφυλακής με την ελληνική έννοια, “διότι – γράφει o Μπρονζέττι – κάθε δοκιμή για σχηματισμό εθνικού στρατού με βάση ευρωπαϊκά πρότυπα απετύγχανε λόγω της σκληροτραχηλίας και της αντιδράσεως των Ελλήνων”, ιδιαίτερα δε των αξιωματικών και των οπλαρχηγών του Αγώνα».
[11] Σύμφωνα με τον Μπρονζέττι.
[12] «Ιστορία της Εύβοιας», Επαμ. Α. Βρανόπουλος, Δρ. Ιστορικός – Αρχαιολόγος, εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 1995.
[13] Σύμφωνα με τον Μπρονζέττι.
[14] «Ιστορία της νήσου Εύβοιας», Κ. Α. Γουναρόπουλος, Θεσσαλονίκη 1930, σελ. 329.
[15] Σύμφωνα με τον Μπρονζέττι.
[16] Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Γ. Ψύλλα.
[17] «Ιστορία της νήσου Εύβοιας», Κ. Α. Γουναρόπουλος. Έκδοση Προοδευτικής Εύβοιας, Χαλκίδα 1979.
[18] Ο Νίκος Α. Βέης (Bees) στο άρθρο του «Ελληνικαί αναμνήσεις βαυαρού ταγματάρχου» δεν διευκρινίζει σε ποιο ακριβώς μέρος της Χαλκίδας έγινε η συγκέντρωση.
[19] Επίσκοπος Ευρίπου, όπως τότε λεγόταν ολόκληρη η Επισκοπή Εύβοιας, ήταν ο θεοφιλέστατος Ιάκωβος (βλπ.: Χρυσοστόμου θέμελη, «Η Ιερά Μητρόπολις Ευρίπου διά μέσου των Αιώνων», Αθήνα 1952, σελ. 53-54). Η αντικατάσταση του Ιάκωβου από τον Άνθιμο έγινε το Δεκέμβριο του 1833 από τον Άρτης και μετέπειτα Αθηνών και Λιβαδείας Μητροπολίτη Εύβοιας Άνθιμο (Πηγή), οπότε απέκτησε δικαιοδοσία η Ελληνική Κυβέρνηση. Τώρα ο Ιάκωβος για να προσφωνείται ως θεοφιλέστατος πρέπει να είχε τίτλο Επισκόπου, ενώ ο Άνθιμος ως προερχόμενος από την Αθήνα θα είχε τίτλο Μητροπολίτη. Ο τίτλος «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος» για τον προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας καθιερώθηκε το 1923 και προσφωνείται ως Μακαριώτατος. Ολοι οι άλλοι αρχιερείς που είχαν και διαποίμεναν επαρχία ονομάσθηκαν Μητροπολίτες και προσφωνούνται ως Σεβασμιώτατοι. Επίσκοποι ονομάζονται αρχιερείς που επικουρούν στα καθήκοντά τους τον Αρχιεπίσκοπο ή κάποιον Μητροπολίτη ή έγιναν αρχιερείς για λόγους τιμητικούς και προσφωνούνται ως Θεοφιλέστατοι. Για τις πολύτιμες πληροφορίες ευχαριστώ τους φίλους Αλέξανδρο Μακαρώνα και Γιώργο Μήτσου όπου μου έλυσαν τη σχετική απορία, μέσα από σχετική συζήτηση στο γκρουπ «Φίλοι Ιστορίας Χαλκίδας».
[20] Το υπογεγραμμένο από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών Δ. Χρηστίδη Βασιλικό Διάταγμα της Αντιβασιλείας της 16/28 Μαρτίου 1833, που διόριζε τον Γ. Ψύλλα «Διοικητήν Εύβοιας», τυπώθηκε στον αριθμό 11, σελ. 72, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 31 Μαρτίου (12 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο) 1833. Στην εφημερίδα «Αθηνά» του Ναυπλίου είχε γραφτεί τότε το ακόλουθο σχόλιο: «Λέγεται – γράφει ο ανώνυμος συντάχτης – ότι ο Κύριος Ιάκωβος Ρίζος, ο απεσταλμένος της Κυβερνήσεως, για να παραλάβει το φρούριο των Αθηνών, τα φρούρια της Ευρίπου, του Ζητουνίου κτλ., παρέλαβε μαζί του και ένα σμήνος τσιρακίων αρχογλυπτών [sic] και πολλών νεοφερμένων, για να τους συστήσει στις κατά τόπους αρχές. Η κίνηση αυτή λυπεί τα μέγιστα τους Έλληνες πολίτες που υπέφεραν, κι ευχόμαστε, όσοι ακολούθησαν τον κύριο Ρίζο να μην τον ακολούθησαν για τον σκοπό αυτό. Λέγεται μάλιστα ότι σύστησε και κάποιον άλλον συγγενή του με άλλους νεοφερμένους Διοικητές κτλ. Δεν πιστεύουμε τη φήμη, αλλά ούτε είμαστε και διατεθειμένοι να πεισθούμε εύκολα ότι o κ. Ιάκωβος Ρίζος, που θεωρείται τίμιος και ενάρετος πολίτης, θα υποφέρει, ώστε κάνοντας χάρες να μειώσει την υπόληψή του, όποια η κοινή γνώμη έχει γι’ αυτόν.» (βλπ. εφημερίδα «Αθηνά», έτος Α’, αριθμός 91, σελ. 351, στήλη Γ΄, Ναύπλιο, Τετάρτη 1 Μαρτίου 1833). Το παραπάνω σχόλιο αποδεικνύει πως ο πολιτικός διασυρμός και η ύπουλα διατυπωμένη συκοφαντική δυσφήμιση, πού ασφαλώς ευδοκιμεί και στις μέρες μας, ενδημούσε από τότε στη χώρα μας.
[21] Πρόκειται για το «Απόσπασμα πρώτο» που για πρώτη φορά μετέφερε στη δημοτική από τη καθαρεύουσα η φίλη Λένια Τζαλλήλα, αποκλειστικά για δημοσίευση στο www.square.gr, από το έργο «Η μετεπαναστατική Χαλκίδα στα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Γεώργιου Ψύλλα», Γ. Φουσάρας, Εταιρεία Ευβοικών Σπουδών, Αθήνα 1961.
[22] Ο Κάρολος Γουλιέλμος φόν Χέιντεκ (1788—1861) γεννήθηκε στη Λωρραίνη και σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή του Μονάχου. Το 1826, όντας συνταγματάρχης, κατέβηκε στην Ελλάδα και έγινε στο Ναύπλιο πρόεδρος της «Επιτροπής Εράνων». Ύστερα πήρε μέρος στην εκστρατεία της Αθήνας μαζί με τον Καραϊσκάκη και διορίστηκε, επί Καποδίστρια, φρούραρχος στο Ναύπλιο. Στα 1829 ξαναγύρισε στο Μόναχο και προβιβάστηκε σε υποστράτηγο. Ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας τον διόρισε στα 1838 τρίτο μέλος της Αντιβασιλείας και με τούτη την ιδιότητα μιλάει με τον Ψύλλα.
[23] Η συνομιλία έγινε τον Φλεβάρη του 1831 στο Ναύπλιο.
[24] Το κράτος χωριζότανε τότε σε Διοικήσεις. Το Νομ. Διάταγμα του Όθωνα «Περί σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί των Εσωτερικών Γραμματείας», που δημοσιεύτηκε στον αριθμό 14, σελ. 90—91, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 13-25 Απριλίου 1833, προβλέπει στο άρθρο 2, παράγραφος Γ΄, πως στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών ανήκει και «η διαίρεσις του Κράτους και ο σχηματισμός Δήμων, Επαρχιών και Νομών». Έτσι δημιουργήθηκαν οι Δήμαρχοι, οι Έπαρχοι και οι Νομάρχες. Τις αρμοδιότητες των τελευταίων καθόρισε το Νομ. Διάταγμα που τυπώθηκε στον αριθμό 17, σελ. 109—122, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» της 4/16 Μαίου 1833.
[25] Σε αυτό το σημείο ο Γ. Ψύλλας κάνει λάθος αποκαλώντας Σαλγανέα τον λόφο του Καράμπαμπα, αντί του Κάνηθος, που λανθασμένα επίσης ονομάζεται σήμερα, καθώς νεότερες αρχαιολογικές έρευνες υποστηρίζουν πως ο αρχαίος οικισμός «Κάνηθος» βρισκόταν στο Βαθροβούνι. Είναι ένα λάθος όμως σύνηθες για την εποχή του, καθώς απαντάται ακόμη και σε χάρτες, όπως αυτόν που δημοσιεύουμε στο παρόν άρθρο. Ο «Σαλγανεύς» είναι οχυρή πολίχνη της Βοιωτίας, που την ίδρυσε και την οχύρωσε ο Σαλγανέας, ο οδηγός του Περσικού στόλου στο πέρασμά του απ’ τον Εύριπο στα 480 π.X. Εικάζεται πως βρισκόταν πιο ψηλά προς βορρά απ’ τη Χαλκίδα, νοτιοδυτικά του χωριού Χάλια και κοντά στα χωριό Λουκίσια, άποψή όμως που επίσης σήμερα έχει έντονα αμφισβητηθεί.
[26] Ένα τάγμα βαυαρικού στρατού με ταγματάρχη τον Φόν Μπάλιγκραντ. Ένας απ’ τους λοχαγούς του ο ιταλοβαυαρός Κ. Μπροντσέττι έγραψε, όταν είχε γίνει πια ταγματάρχης, και αναμνήσεις από την παραμονή του στην Ελλάδα, όπου με κάθε λεπτομέρεια περιγράφει την κατάληψη της Χαλκίδας, της Καρύστου και πολλά περιστατικά που έζησε εκεί (βλπ.: C.J. Bronzetti, «Erinnerung an Grieclienland aus den Jahren 1832 – 1835». Wurzburg, 1842, σελ. 54 – 135 και: Νίκου Α. Βέη (Bees), «Ελληνικαί αναμνήσεις βαυαρού ταγματάρχου», εφημερίδα «Η Πρωία», Αθήνα, 17 και 24 Ιανουαρίου, 7, 14, 21 και 28 Φεβρουαρίου και 7 Μαρτίου 1943).
[27] Για τον Ομέρ Πασά και τη δράση του βλπ.: Γ. I. Φουσάρα, «Η συμβολή της Εύβοιας εις τους Ελληνικούς αγώνας», Αθήνα 1935. Για τον τουρκικό τίτλο του Πασά, βλπ.: Γ. Ι. Φουσάρα, «Τα Εύβοϊκά του Εβλιά Τσελεμπή», ο.π., σελ. 12, υποσημ. 22 και στα «Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών», τόμος ΣΤ΄, σελ. 155, υποσημ. 22.
[28] Ο «μπέης» ήταν τουρκικός τίτλος, κατώτερος του πασά, χωρίς όμως και ν΄ απονέμεται με φιρμάνι (σουλτανικό διάταγμα), παρά αποτελούσε μιας λογής κοινωνική προσφώνηση και διάκριση, που απονεμόταν στα παιδιά των μορφωμένων Τούρκων, στα παιδιά των πασάδων και των άλλων αξιωματούχων. Με φιρμάνι απονεμότανε στους ραγιάδες, που διορίζονταν ηγεμόνες σε μισοανεξάρτητες περιοχές, που βρίσκονταν κάτω απ’ την σουλτανική επικυριαρχία, όπως λ.χ. η Μάνη, η Σάμος κ.ά , όπου ισοδυναμούσε με τίτλο πριγκηπικό. Όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ κατάργησε, ύστερα απ’ τα 1922, τους τουρκικούς τίτλους του πασά, του μπέη, του εφέντη και του άγα, όρισε τη λέξη «μπάυ», που είναι παραφθορά του «μπέης», στη θέση της ελληνικής προσφώνησης «κύριος». «Εφέντη» από το Ελληνικό «αυθέντης», αποκαλούσαν τον γραμματισμένο ή σπουδαγμένο Τούρκο, που δεν είχε καμιάν άλλη επίσημη ιδιότητα ή κανένα αξίωμα. Αντίθετα, η λέξη «αγάς», που αρχικά στα τουρκικά σήμαινε τον «κύριο» της γλώσσας μας ή και τον πιο μεγάλο στα χρόνια, ξέπεσε με τον καιρό στην έννοια του αγράμματου, μα πλούσιου, τούρκου, του καλοστεκούμενου νοικοκύρη, του προύχοντα.
[29] θέλει να πει της «Υψηλής Πύλης», όπως λεγότανε το μέγαρο, που στον καιρό των Σουλτάνων στέγαζε τα γραφεία της Μεγάλης Βεζυρείας (κάτι ανάλογο με το δικό μας Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού), τα Υπουργεία Εξωτερικών και Εσωτερικών, το Συμβούλιο του Κράτους και τη Σουλτανική Αρχιγραμματεία. Λέγοντας Υψηλή Πύλη, ή Πόρτα, εννοούσαν οι ξένοι το Υπουργείο Εξωτερικών της Σουλτανικής Τουρκίας. Τη σουλτανική Τουρκική Κυβέρνηση γενικά την αποκαλούσαμε «Μέγα Διβάνιον».
[30] Εννοεί προφανώς της ναυτικής μοίρας του Λάιονς και όχι του συνόλου του συμμαχικού στολίσκου.
[31] Σύμφωνα με την μαρτυρία του Μπρονζέττι.
[32] Για το που βρισκόταν το τούρκικο κυβερνείο δύο είναι τα επικρατέστερα σημεία: 1) Δίπλα από τη γέφυρα της Χαλκίδας, η μετέπειτα γνωστή οικία Thiesse – Mansell, που πηγές αναφέρουν ως «σπίτι του πασά». 2) Η μετέπειτα κατοικία του Στρατηγού Ν. Κριεζώτη, επί της σημερινής οδού Τζαβέλλα, που σήμερα στεγάζει τα Γ.Α.Κ. και σύμφωνα με πηγές αποτέλεσε την τελευταία κατοικία του Ομέρ Πασά της Καρύστου (βλ. αναλυτικά στο άρθρο «Η ζωή στην Οθωμανική Χαλκίδα»).
[33] Χαμηλό κρεβάτι σαν καναπές, χωρίς κεφαλάρι.
[34] Πρόκειται για τη ρίζα αυτοφυούς θάμνου που λέγεται ριζάρι ή -πιο επίσημα- ερυθρόδανο το βαφικό.
[35] Για τους Δερβίσηδες βλπ.: Γ. I. Φουσάρα, «Τα Ευβοϊκά» του Εβλιά Τσελεμπή», ο.π., υποσημ. 69.
[36] Η αναχώρηση των πλοίων των τριών Δυνάμεων έγινε τη Μ. Πέμπτη, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Γεώργιου Ψύλλα.
[37] Δημογέροντες λέγονταν οι κοινοτικοί άρχοντες επί Τουρκοκρατίας, που αντιστοιχούσαν στους σημερινούς δημοτικούς και κοινοτικούς συμβούλους. Εκλέγονταν δημογέροντες οι πιο πλούσιοι, ή οι πιο μορφωμένοι, κάτοικοι κάθε πόλης ή χωριού, σ’ ανάλογο με τον πληθυσμό του κάθε τόπου αριθμό, από τη συνέλευση των ενηλίκων κατοίκων, που συγκροτούνταν στον περίβολο της εκκλησίας, ύστερα απ’ την Κυριακάτικη λειτουργία. Οι τούρκοι πασάδες ανέθεταν στο Συμβούλιο της Δημογεροντίας να καταρτίζει τους φορολογικούς καταλόγους, να μαζεύει τους φόρους, να δικάζει τις αστικές ιδιωτικές διαφορές –καμιά φορά και τις ποινικές- και να φροντίζει για την τάξη της κοινότητας. Οι επαναστατικές συνελεύσεις αναγνώρισαν σαν όργανα διοικητικά τις δημογεροντίες, αλλά οι δικαιοδοσίες τους περιορίστηκαν σημαντικά απ’ τον Καποδίστρια, ώσπου καταργήθηκε ο θεσμός απ’ τον Όθωνα με τον Νόμο της 27 Δεκεμβρίου 1833 / 8 Ιανουάριου 1834 «Περί συστάσεως των Δήμων», που τυπώθηκε στον άριθ. 3, σελ. 13—32, της «Εφημ. της Κυβερνήσεως» της 10/22 Ιανουάριου 1834.
[38] Θέλει ίσως να πει: κανονιοβολισμό.
[39] Ο αρχηγός της Γαλλικής ναυτικής μοίρας λεγόταν Λαλάντε (Lalande). βλπ.: Gaston Isambert, ο.π., σελ. 409.
[40] Ρώσος αντιπρέσβυς ήταν τότε ο βαρώνος Ρούχμαν (βλπ.: Διονυσίου Α. Κοκκίνου, ο.π., τόμος IB’, σελ. 477, Αθήνα 1960).
[41] Αρχηγός της Ρωσικής ναυτικής μοίρας ήταν ο αντιναύαρχος Ρίκορντ (βλπ.: Gaston Isambert, ο. π., σελ. 408 και: Διονυσίου Α. Κοκκίνου, ο.π., σελ. 477).
[42] Σε αυτό το σημείο, κατά λάθος προφανώς, ο C. J. Bronzetti ταυτίζει τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας, που ήταν Καρύστιος, με τον Αλβανό Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος κατά την Επανάσταση επανειλημμένα είχε εκστρατεύσει κατά των Ελλήνων.
[43] Η κατάσταση του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν, τις πρώτες μέρες της Βασιλείας του Όθωνα. Όλα σχεδόν τα πλοία ήταν ανεπισκεύαστα, ο οπλισμός τους ασυντήρητος, η δε διοίκηση, αν και εμπειρότατη από ναυτικής απόψεως, ήταν τελείως ανεπαρκής όσον αφορά την οργάνωση και την τάξη. Δεν υπήρχαν καθορισμένες οργανικές δυνάμεις επί των πλοίων, ούτε επαρκείς κανονισμοί και διαιρέσεις, ούτε καν νομοθετημένος τρόπος ναυτολογίας και κατατάξεως.
[44] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τόμος Α΄, σελ. 75.
[45] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τόμος Α΄, σελ. 103.
[46] Σύμφωνα με το άρθρο 7 του από 9ης Φεβρουάριου 1833 Νόμου, το οποίο έθεσε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της Στερεάς Ελλάδας στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου της Θήβας. Σε αυτό το διάταγμα μάλιστα γίνεται μία περίεργη σύγχυση στην ονομασία των Σποράδων. Ως γνωστόν, το κείμενο των νόμων, διαταγμάτων, αποφάσεων κλπ, δημοσιευόταν επί Όθωνα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σε δύο γλώσσες: την ελληνική και τη γερμανική. Αν και στο γερμανικό κείμενο λοιπόν αναφέρονται ως «βόρειες Σποράδες» (Noerdl. Sporaden) τόσο στον τίτλο, όσο και στο κείμενο, αντιθέτως στο ελληνικό ο τίτλος αλλά και η ονομασία στα περιεχόμενα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως αναγράφει «Βόρειες Κυκλάδες»!
[47] ΦΕΚ 17 / 16-5-1833. «Σύσταση και εξέλιξη του Δήμου Χαλκιδέων», Ελένη Γούτου – Φωτοπούλου. Έκδοση Δήμου Χαλκιδέων, 1986.
[48] ΦΕΚ 29 / 26-9-1833. «Σύσταση και εξέλιξη του Δήμου Χαλκιδέων», Ελένη Γούτου – Φωτοπούλου. Έκδοση Δήμου Χαλκιδέων, 1986.
[49] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τόμος Α΄, σελ. 108.
[50] Ο Γ. Αινιάν ήταν ένας από τους δέκα πρώτους Νομάρχες του ελληνικού κράτους.