30/6/1470: η δεύτερη μεγάλη έφοδος των Τούρκων και η λεηλασία της κεντρικής Εύβοιας. Πόσοι ήταν οι νεκροί στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Πρώτο μέρος: Το ιστορικό πλαίσιο της άλωσης του Νεγροπόντε από τον Μωάμεθ τον Β΄. Τα ταραγμένα χρόνια της Φραγκικής και Ενετικής κυριαρχίας στην Εύβοια, από το 1204 έως το 1458 και τις παραμονές της πολιορκίας.
Δεύτερο μέρος: Ο Μωάμεθ ο Β’ περιδιαβαίνει ειρηνικά το Νεγροπόντε επιθεωρώντας το. Οι παραμονές της πολιορκίας από το 1458 έως και το Μάιο του 1470.
Τρίτο μέρος: 3-6-1470: Η Τουρκική αρμάδα ξεκινά από την Καλλίπολη το ταξίδι της για το Νεγροπόντε. Η καταστροφική πορεία του διπλάσιου σε αριθμό στόλου -από την αντίστοιχη πολιορκία της Κωνστ/νούπολης- μέχρι να φτάσει στην Ευβοϊκή καστροπολιτεία.
Τέταρτο μέρος: (15/6/1470 – Η Τούρκικη αρμάδα έξω από τα τείχη του Ευρίπου. Οι προετοιμασίες της πρώτης μέρας. Η κατάσταση των Ενετών πίσω από τα τείχη. Πόσοι και ποιοι ήταν οι γενναίοι υπερασπιστές του Νεγροπόντε).
Πέμπτο μέρος: (16 και 17/6/1470: H δεύτερη και η τρίτη μέρα της πολιορκίας. Οι πρώτοι νεκροί στις μικρές αψιμαχίες των αντιμαχόμενων στρατοπέδων, πριν τις μεγάλες εφόδους του Σουλτάνου.).
Έκτο μέρος: (18/6/1470: Ο Μωάμεθ ο Β’ φτάνει στη Χαλκίδα. Η υπεροπλία των Τούρκων, ο αριθμός των πολιορκούμενων και τα αντίστοιχα νούμερα της Κων/νούπολης. Οι πρώτες κινήσεις του στρατού του και πως δημιούργησε την πρώτη θαλάσσια ζεύξη στο σημείο όπου σήμερα είναι η «υψηλή» γέφυρα της Χαλκίδας.).
Έβδομο μέρος: (19-6-1470: Η διάταξη του Τουρκικού Στρατού και η δύναμη πυρός του. Δείτε τους χάρτες. Που στρατοπέδευσε ο Σουλτάνος και που οι γυναίκες του. Τι κουβαλούσαν μαζί τους.).
Όγδοο μέρος: (25-6-1470: Το τελεσίγραφο του Μωάμεθ, οι προσβολές των πολιορκημένων και η πρώτη μεγάλη έφοδος των Τούρκων.).
Ένατο μέρος: (26/6 – 5/7/1470: Η αποκάλυψη και η τιμωρία της προδοσίας του Τομάζο Σκιάβο και των συνεργατών του.).
Ιστορικές πηγές:
«Δύο Βενετσιάνικα χρονικά για την Άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους στα 1470», Γ. Γκίκα, τόμος ΣΤ΄, Αθήνα, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, 1959.
«Η Άλωσης της Χαλκίδος από τον Μωάμεθ τον Β’ (το έτος 1470)», Παναγιώτου Δ. Μαστροδημήτρη, Κατά τον Βαρβερινόν Ελληνικόν Κώδικα του ΙΣΤ΄ αιώνα.
«Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο: ένας Ενετός του 15ου αιώνα στην Αυλή του μεγάλου Τούρκου», μετάφραση Δημήτρης Δεληολάνης, Εκδόσεις Στοχαστής, 1998.
«Πόλεμος και Αγιότητα: Η πτώση της Εύβοιας στους Οθωμανούς το 1470 & Αγίες στη Βενετία», διάλεξη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη του Reinhold Mueller (Πανεπιστήμιο Βενετίας), μετάφραση Μαρία Σμάλη.
«Η πολιορκία και το πάρσιμο της Χαλκίδας από τον σουλτάν Μεμέτη στα 1470», Φώτης Κόντογλου.
«Τα “Ευβοϊκά” του Εβλιά Τσελεμπή», Γ. I. Φουσαρά, ΕΕΣ.
Wikipedia
Πηγές – Χρονικά:
Giacomo Rizzardo, γραμματικός του πλοιάρχου Λορέντσο Κονταρίνι.
Καλόγερου Jocopo από την Castellana.
Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο.
Ανώνυμου περιηγητή.
H δεύτερη μεγάλη έφοδος των Τούρκων και η αιχμαλωσία του Βενετικού πλοίου.
Η τελευταία μέρα του Ιουνίου του 1470 ξεκίνησε με βίαιο τρόπο πριν καν χαράξει. Την δέκατη έκτη μέρα της πολιορκίας, δύο ώρες περίπου πριν ξημερώσει, οι Τούρκοι άφησαν τις σκηνές τους και ξεχύθηκαν στα τείχη απ’ όλες τις μεριές, από στεριά και θάλασσα, με τυμπανοκρουσίες και αλαλαγμούς.
Τις πρώτες πρωινές ώρες, ένα Βενετικό πλοίο γεμάτο πολεμοφόδια και στρατιώτες σταλμένο από τη Γαληνότατη Δημοκρατία να βοηθήσει το Νεγροπόντε προσπάθησε να προσεγγίσει την πολιορκημένη πόλη από το νότιο Ευβοϊκό. Ο καπετάνιος του όμως δεν γνώριζε πως στη μπούκα του Αγίου Μάρκου (σημερινό στενό «υψηλής» γέφυρας) η είσοδος ήταν κλειστή από την τούρκικη πλωτή «γέφυρα» (βλ. μέρος 5ο) του Μωάμεθ Β΄. Έτσι, εύκολα περικυκλώθηκε από τούρκικα καράβια που το αιχμαλώτισαν, καθώς ο στόλος τους είχε αγκυροβολήσει στη Μιλεμόζα (νησίδα Πασά) και στο κόλπο του Μπούσιου (Αγίου Στεφάνου) από την πρώτη μέρα (βλ. μέρος 4ο).
Μετά από αυτήν τη μικρή στρατιωτική επιτυχία (με μεγάλη σε συμβολισμό αξία, καθώς έκοψε κάθε ελπίδα για βοήθεια από τη Μητρόπολη), ο Μεγάλος Τούρκος προς το μεσημέρι διέταξε ολομέτωπη επίθεση στα βόρεια του κόλπου του Βούρκου. Οι ορδές τους κατευθύνονταν η μία μετά την άλλη με μανία στο «αχαμνότερο» τείχος, που οι προδότες είχαν υποδείξει (βλ. μέρος 9ο) και βρισκόταν στη περιοχή ανάμεσα στο Ναό (ή της Πύλης του Πατριαρχείου) και της Πύλης του Χριστού.
Στον προμαχώνα του Βούρκου είχαν την πληροφορία πως θα τους περίμενε ο Τομάζο Σκιάβο και οι δικοί του που θα τους άφηναν να περάσουν στην πολιτεία. Δεν γνώριζαν όμως τις εξελίξεις και πως η σκευωρία τους είχε ήδη αποκαλυφθεί. Κάτι που αντιλήφθηκαν οι πολιορκημένοι και αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν, στήνοντας μια Τούρκικη σημαία πάνω στα κατεστραμμένα (από τις οβίδες των βομβάρδων) νοτιοανατολικά τείχη ώστε να τους εξαπατήσουν και να πλησιάσουν κοντά τους, περνώντας τη γεμάτη νερό τάφρο.
Πράγματι, ο Πολιορκητής βλέποντας το Τούρκικο λάβαρο να ανεμίζει έπεσε στη παγίδα τους πιστεύοντας πως το έστησε ο Σκιάβο ή κάποιοι από τους συνεργάτες του που επιθυμούσαν την παράδοση της πόλης και «πέταξε το αργυρό του ραβδί, μένοντας με την εντύπωση πως η πόλη, πια, λεηλατείτε», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Jocomo. Έτσι, μερικές εκατοντάδες Τούρκικων μονάδων έπεσαν στη τάφρο, όντας όλοι βέβαιοι πως κυρίεψαν το Κάστρο. Εκεί όμως τους περίμεναν οι Βενετοί που, αντιστεκόμενοι γενναία, τους αποδεκάτιζαν! Έτσι, μάταια επιτίθονταν ξανά και ξανά, μη μπορώντας να εξηγήσουν τη γενναία και με τάξη άμυνα των πολιορκημένων, όπως και τις μεγάλες απώλειες τους.
Η μάχη τελείωσε μετά τις τέσσερις το μεσημέρι αλλά το πυροβολικό συνέχισε το θανατηφόρο έργο του. Ο Μέγας Τούρκος σάλπισε υποχώρηση όταν αντιλήφθηκε το μάταιο της επίθεσης και το βαρύ φόρο αίματος που πλήρωσε. Εκείνη τη μέρα ο Μωάμεθ Β΄ έχασε 10.000 άντρες κάτω από τα τείχη του Νεγροπόντε, στην τάφρο, στις όχθες και τους γύρω κάμπους. Σκοτώθηκαν επίσης άλλοι 6.000 στις τριάντα γαλέρες που βούλιαξαν στα νερά του Ευρίπου, στις φούστες και στις παλαντάριες (βλ. είδη πλοίων μέρος 2ο). Οι απώλειες ήταν δυσανάλογα μεγάλες για τους Τούρκους. Στο απέναντι στρατόπεδο, οι υπερασπιστές της Χαλκίδας είχαν ελάχιστες απώλειες από την επίθεση αυτή, με καταγεγραμμένες επίσημες απώλειες μόνον επτά, από χτύπημα βομβάρδας στη θέση ενός αξιωματούχου που ονομαζόταν Τζάκομο Άλεμάνι και αναφορά πολλών τραυματιών, σ’ όλο το Κάστρο.
Για να κατευνάσει το θυμό του ο Πολιορκητής και να κάμψει το ηθικό των πολιορκημένων έστησε μπροστά από τα τείχη τους αιχμάλωτους ναύτες και στρατιώτες από το πλοίο που έπιασαν το πρωί και τους «κατακρεούργησε», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Αντζολέλλο. Το γεγονός αυτό όμως, δεν στάθηκε ικανό να μειώσει το ενθουσιώδες κλίμα που επικρατούσε μέσα στην πόλη εκείνο το απόγευμα. Οι μαχητές της Χαλκίδας είχαν κερδίσει μια μεγάλη νίκη απωθώντας το στρατό του Πορθητή, πετυχαίνοντας έτσι άλλο ένα χτύπημα στην υπερηφάνεια του, κάτι που αύξησε όμως την οργή του. Σε κάθε γωνιά της Χαλκίδας στήθηκε και από μια μικρή γιορτή. Όλοι χόρευαν, έπιναν, διασκέδαζαν σαν αυτή να ήταν η τελευταία τους μέρα.
Σιοπετιέρος του 15ου αιώνα ετοιμάζεται να γεμίσει το σιοπέτο με μπαρούτι από το πουγκί του.
Οι εκκαθαρίσεις στο στράτευμα του Νεγροπόντε συνεχίζονται.
Την ίδια μέρα ο Τζιοβάνι Μποντομιέρ, ένας από τους δέκα επιμελητές της Χαλκίδας (oι επιμελητές ή «προβλεπτές» ήταν Βενετοί αξιωματούχοι που τα τελευταία προ της άλωσης χρόνια αποστέλονταν στην Εύβοια για να συντονίζουν τις πολεμικές προετοιμασίες εν όψη του Οθωμανικού κινδύνου), μαζί με Κρητικούς μπαλεστριέρους (εκ του «βαλλιστρίς». Όπλο φορητό, είδος μηχανικού τόξου που έριχνε βέλη) έψαχνε όλη την πόλη αναζητώντας τούς υπόλοιπους άντρες από το στρατιωτικό σώμα του Τομάζο Σκιάβο που πήραν μέρος στην προδοσία που οργάνωσε. Όσους ανακάλυπτε τούς σκότωνε χωρίς καν να ακούσει την απολογία τους.
Ο Βάϊλος Πάολο Ερίτζο στεναχωριόταν βλέποντας όλο αυτό το μακελειό. Υποστήριζε πώς δεν ήταν σωστό να σκοτώσουν όλους αυτούς τους άντρες, έστω κι’ αν ήταν όλοι τους προδότες, καθώς οι μάχιμοι υπερασπιστές της καστροπολιτείας και οι σιοπετιέροι λιγόστευαν επικίνδυνα. Οι άντρες του Τομάζο Σκιάβο απ’ την άλλη, βλέποντας τη σφαγή, προσπαθούσαν να λιποτακτήσουν, καθώς πλέον καταλάβαιναν πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να διασωθούν. Ορισμένοι μάλιστα το κατάφεραν. Ανάμεσα τους ένας Δαλματός με τ’ όνομα Φιόριο ντι Νάρντο, που κατάφερε να περάσει στους Τούρκους προφασιζόμενος πως πήγαινε να επισκευάσει τα τείχη και κάποιος Τζόρτζι Μπελλαφάντε. Αυτοί οι δύο ανέβασαν τον αριθμό των λιποτακτών στους τέσσερις, μαζί με τον Λούκα ντα Κουρτζόλλα και τον υπηρέτη του που πήγαν το τελευταίο μήνυμα στο Μωάμεθ Β’ και φυσικά δεν επέστρεψαν ποτέ.
Εξαιτίας όλων αυτών, οι πολίτες του Νεγροπόντε και οι Κρητικοί υπερασπιστές του μισούσαν πλέον τους στρατιώτες του Σκιάβο. Έτσι, μαζεύτηκαν και κινήθηκαν εναντίον τους με άγριες διαθέσεις. Η κοινωνική και στρατιωτική αυτή ομάδα ανθρώπων ήταν ισχυρότερη στην πόλη από τους προύχοντες οι οποίοι, μη μπορώντας να αντιδράσουν διαφορετικά και προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα, καθώς ήδη υπήρξαν νεκροί από την εμφύλια αυτή διαμάχη, έκλεισαν στις φυλακές όσους στρατιώτες του Σκιάβο γλύτωσαν το δημόσιο λιντσάρισμα.
Το Τουρκικό ιππικό του Μωάμεθ Β΄ λεηλάτησε την κεντρική Εύβοια, στις 30-6-1470.
Η λεηλασία της κεντρικής Εύβοιας.
Την ίδια μέρα που συνέβαιναν όλα τα παραπάνω, ένα μικρό τμήμα από το στράτευμα του Πολιορκητή εκστράτευσε για εκφοβισμό στο εσωτερικό της Εύβοιας. Σε αυτό το σημείο θα ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση, ώστε να σας εξηγήσουμε μία από τις μεγαλύτερες παρερμηνείες στην ιστορία της πολιορκίας της Χαλκίδας από τον Μωάμεθ Β’: την υποτιθέμενη επιδρομή στη βόρεια Εύβοια.
Η ιστορική αυτή παρεξήγηση ξεκίνησε από τον καλόγερο Jocomo ο οποίος στο χρονικό του αναφέρει πως «την τελευταία μέρα του πιο πάνω μήνα (Ιουνίου), ο μεγάλος Τούρκος βλέποντας πώς η πόλη δεν είχε σκοπό να παραδοθεί πεισμάτωσε κι’ έστειλε 3.000 καβαλάρηδες με τη σημαία του διά μέσου του νησιού ως το Ρίο και κατακομμάτιασε άντρες και γυναίκες». Ο Γιάννης Γκίκας το 1959 έριξε φως σε αυτή τη φράση που μπέρδεψε τους ιστορικούς και τους μελετητές, δημοσιεύοντας στον ΣΤ’ τόμο των Ευβοϊκών Μελετών τα εξής:
Το τοπωνύμιο «Ρίο» υπήρχε παλιότερα η αντίληψη πως ανταποκρινόταν στην κωμόπολη των Ωρεών, δίπλα στην Ιστιαία, στη βόρεια Εύβοια. Έτσι, όσοι ασχοληθήκαν με την άλωση της Χαλκίδας, αναφέρουν πως η επέλαση του Τούρκικου ιππικού «έφτασε ως τους Ωρεούς». Καμιά, όμως, πηγή δεν επιβεβαιώνει πως το Rio (Ρίο), όπως το σημειώνει ο Πολιντόρι (ο αρχικός έκδοτης του χρονικού του Jocomo), είναι οι Ωρεοί!
Την κλασσική περίοδο η πόλη λεγόταν Ωρεός ή Ωρεοί ή Ωρία. Την εποχή δε του Μιχαήλ Παλαιολόγου οι Ωρεοί λέγονταν και Σωρεοί. Πιθανότατα λοιπόν το Ρίο να μην έχει καμιά σχέση με τους Ωρεούς, καθώς αποκλείουμε και την πιθανότητα ο Jocomo να έγραψε κατά λάθος Rio αντί Oreos (έτσι αναγραφόταν το σημείο στους χάρτες της εποχής). Οπότε, πρέπει ν αναζητηθεί σ’ άλλη περιοχή της Εύβοιας η μυστηριώδης τοποθεσία «Ρίο» και τη βρίσκουμε, στα νότια της Κύμης.
Χάρτης του Camocio από το 1574. Στους μεγεθυμένους κόκκινους κύκλους τα τοπωνύμια «Oreo» και «Cupa».
Βορειοδυτικά από το Αυλωνάρι, κοντά στο Αιγαίο, υπάρχει ένα χωριό με το σημερινό όνομα Οριό, που σήμερα απέχει από τη θάλασσα. Οι πολλές δε κατά καιρούς ονομασίες του (Ωριό, Ωρηό, Οριό, ΄Ωριον, Αρεός, Όριο) μοιάζουν ηχητικά με τους Ωρεούς. Πιθανότατα λοιπόν και το –κοντινό- σημερινό ακρωτήρι της Οκτωνιάς να λεγόταν τον 15ο αιώνα Ρίο, καθώς η λέξη ήταν συνηθισμένος ακτογραφικός όρος.
Η υπόθεση πως το ιππικό του Μωάμεθ Β΄ έφτασε μέχρι αυτήν την περιοχή (χωριό Οριό – ακρωτήρι Οκτωνιάς) στηρίζεται και απ’ το κείμενο του Jocomo. Στο χρονικό του αναφέρει πως μόλις οι Τούρκοι έφτασαν εκεί «κυρίεψαν με προδοσία κι’ ένα φρούριο που λεγόταν Τούπα». Ένα Φράγκικο κάστρο με το όνομα Τούπα ή Κούπα (La cuppa) βρίσκεται, ερειπωμένο σήμερα, στην περιοχή Επισκοπής – Βρύσης – Οριού. Στην αρχή της χαράδρας Μανικιών υπάρχει επίσης τοποθεσία που λέγεται ακόμα Κούπα, ένεκα του μεγάλου φυσικού κοιλώματος. Κατά συνέπεια, αυτή ήταν πιθανότατα η περιοχή όπου ήταν το μακρύτερο σημείο όπου έφτασε το ιππικό του Πολιορκητή κι όχι βόρεια – στους Ωρεούς -, ξεμακραίνοντας τόσο από τη Χαλκίδα που ήταν εξάλλου κι ο κύριος πολεμικός τους στόχος. Έτσι, η φράση του Jocomo «δια μέσου του νησιού» ερμηνεύεται ως «δια μέσου» μεν, αλλά κατά πλάτος και όχι κατά μήκος της Εύβοιας!
Μετά από αυτήν την τοπωνυμική αποσαφήνιση, επιστρέφουμε στην εξιστόρηση των γεγονότων της τελευταίας μέρας του Ιουνίου του 1470: μόλις το Τούρκικο ιππικό έφτασε στο Ρίο λεηλάτησε την περιοχή και «κατακομμάτιασε σαν σκυλιά» αδιακρίτως άντρες, γυναίκες και μωρά. Μόνον τα παιδιά από τριών έως 15 χρόνων γλύτωσαν καθώς τους ήταν χρήσιμα και τα έστειλαν σκλάβους στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια, οι 3.000 Οθωμανοί ιππείς κυρίεψαν με προδοσία το κάστρο της Τούπας. Σε αυτό είχαν αναζητήσει προστασία από τα γύρω χωριά 3.000 Ρωμαίοι Χριστιανοί (Έλληνες) που πιάστηκαν αιχμάλωτοι και σύρθηκαν μέχρι τα τείχη του Νεγροπόντε. Εκεί, τις επόμενες ημέρες ο ένας μετά τον άλλο σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια των πολιορκημένων, ώστε να φοβηθούν και να παραδοθούν.
Διαβάστε εδώ το δέκατο μέρος του αφιερώματος στην άλωση της Χαλκίδας (εκκρεμεί η δημοσίευση της συνέχειας και ολοκλήρωσης της μεγάλης έρευνας του square.gr για την άλωση της Χαλκίδας).