Περιηγητική γνωριμία με τον άγνωστο σπηλαιώδη ναό του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στην τοποθεσία της Κλεισούρας Ευβοίας.
Σχετική Βιβλιογραφία:
1. «Υπόσκαφοι και σπηλαιώδεις ναοί και ερημητήρια στην Εύβοια», Θεόδωρος Σκούρας. Δελτίο Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, Τόμος 15, Τεύχος 1, σελίδες 33 έως 70, Αθήνα, 1978.
2. Άρθρο: «Ένα Μοναδικό Μνημείο στη Λίμνη», Θεόδωρος Σκούρας. Εφημερίδα «Πανευβοϊκόν Βήμα», Φύλλα 2867 / 2868 – 1996.
3. «Βίος του Αγίου Σάββα του Βατοπεδινού (του και Σαλού δια Χριστόν)», Αγίου Φιλοθέου Κόκκινου. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», 1984, Θεσσαλονίκη.
Σχετικές Ιστοσελίδες – Ιστότοποι:
1. http://www.imchalkidos.gr/ Οι εν Εύβοια Άγιοι.
2. http://www.saint.gr/ Ορθόδοξος Συναξαριστής / Σύναξη πάντων των Ευβοέων Αγίων.
3. http://nefthalim.blogspot.gr/ Ελληνικά και Ορθόδοξα / Άγιος Σάββας ο Νέος, ο δια Χριστόν Σαλός.
Περιήγηση σε έναν επίγειο παράδεισο
Για οποιονδήποτε περιηγητή η Εύβοια είναι πραγματικά ένας επίγειος παράδεισος. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς!
Σε ολόκληρη την έκταση της νήσου απαντάται πληθώρα αρχαίων και μεσαιωνικών μνημείων, που φανερώνουν την μακραίωνη ιστορία της. Στο δασοσκεπές βόρειο τμήμα σχηματίζονται τοπία απαράμιλλου φυσικού κάλλους, ενώ στο βραχώδες νότιο μέρος η άγρια ομορφιά των ορεινών όγκων είναι άκρως σαγηνευτική. Οι διάφορες περιπατητικές διαδρομές αποτελούν πόλο έλξης για κάθε φυσιολάτρη και προσφέρουν μία συναρπαστική απόδραση από την τετριμμένη καθημερινότητα. Ωστόσο, ορισμένα σημεία της Εύβοιας παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό, προσδίδοντας της μία ανεξερεύνητη χροιά. Ένα από αυτά είναι ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, που σήμερα θα γνωρίσετε μέσα από το παρόν άρθρο.
Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του σπηλαιώδους ναού. Με πράσινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το δρομολόγιο πρόσβασης από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Το μονοπάτι που οδηγεί στο πλάτωμα του σπηλαιώδους ναού του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου κατά μήκος της δυτικής παρειάς του ρέματος του Κεφαλόβρυσου επί του υψώματος «Γερογουλαίικο».
Το μονοπάτι που οδηγεί στο πλάτωμα του σπηλαιώδους ναού του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Η μικρή πεζοπορική διαδρομή είναι εξαιρετικής ομορφιάς, ενώ σε αρκετά σημεία του μονοπατιού υπάρχουν διασκευασμένα σκαλοπάτια.
Που βρίσκεται ο σπηλαιώδης ναός
Ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου βρίσκεται στις απόκρημνες ανατολικές υπώρειες του υψώματος «Γερογουλαίϊκο», ακριβώς απέναντι από τον δυσπρόσιτο λόφο του μεσαιωνικού κάστρου της Κλεισούρας[1], που έλεγχε κάποτε την διάβαση του Δερβενίου, περί τα 6,5 χιλιόμετρα πριν φτάσει κανείς στο σημερινό χωριό Προκόπι.
Ανάμεσα στις δύο εδαφικές εξάρσεις διαμορφώνεται το ειδυλλιακό φαράγγι του ρέματος του Κεφαλόβρυσου, που είναι παραπόταμος του Κηρέα ποταμού. Η πρόσβαση στην τοποθεσία του σπηλαιώδους ναού πραγματοποιείται λίγα μέτρα νοτιότερα από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στην έξοδο της διάβασης του Δερβενίου, ακολουθώντας τον χωματόδρομο μετά την γέφυρα επί της δημόσιας οδού Χαλκίδας – Αιδηψού. Στην πορεία προσπερνάμε ένα ποιμνιοστάσιο και αφού διασχίσουμε το ρέμα, στην πρώτη διασταύρωση του χωματόδρομου κατευθυνόμαστε αριστερά προς τις βόρειες παρυφές του υψώματος «Γερογουλαίικο» και κατόπιν στρίβουμε και πάλι αριστερά στην δεύτερη ανηφορική διακλάδωση που συναντάμε. Απομένει μόνο να ανακαλύψουμε την αρχή του παράπλευρου μονοπατιού στο τέρμα της διακλάδωσης, το οποίο διατρέχει την κρημνώδη ανατολική πλαγιά και οδηγεί στο πλάτωμα του ναού. Η διαδρομή στο χείλος του γκρεμού και κάτω από τα δέντρα είναι απλά μαγευτική, με μικρό βαθμό δυσκολίας, καθώς το μονοπάτι είναι καλοδιατηρημένο και κατά διαστήματα διαθέτει κατασκευασμένα σκαλοπάτια. Η δε συνολική απόσταση από την αφετηρία της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου είναι μόλις 1600 μέτρα.
Η πέτρινη πρόσοψη του ναού που κλείνει το στόμιο του σπηλαίου.
Η πέτρινη πρόσοψη του ναού που κλείνει το στόμιο του σπηλαίου. Η αρχιτεκτονική της μορφή είναι παρόμοια με αυτή του ασκητηρίου του Οσίου Χριστοδούλου στην Λίμνη της βόρειας Εύβοιας.
Η ιστορία του ναού
Το ιστορικό του συγκεκριμένου σπηλαιώδους ναού αποτελεί ένα αίνιγμα. Η ύπαρξη του δεν μνημονεύεται σε καμία διαθέσιμη γραπτή πηγή.
O ιατρός – ερευνητής Θεόδωρος Σκούρας, ο οποίος κατέγραψε πάνω από 216 σπήλαια, βάραθρά και δολίνες στην Εύβοια, ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με αυτά τα ιδιότυπα Χριστιανικά μνημεία. Σε μία σχετική μελέτη του, δημοσιευμένη το 1978, περιγράφει αναλυτικά δύο υπόσκαφους ναούς στον περιβάλλοντα χώρο της Ιεράς Μονής της Παναγίας Περιβλέπτου Πολιτικών και τρεις σπηλαιώδεις εκκλησίες, το ασκητήριο του Οσίου Χριστοδούλου στην Λίμνη, το δημοφιλές προσκύνημα της Αγίας Κυριακής στα Καμπιά Στενής και το ναϊδριο της Παναγίας της Θεοσκέπαστης ή Σπηλιώτισσας στο Μετόχι Καρύστου. Μάλιστα, στο σύγγραμμα του προνόησε να διευκρινίσει ότι τίποτα δεν αποκλείει την ανακάλυψη και άλλων σπηλαίων αυτού του είδους στην Εύβοια. Αργότερα, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Πανευβοϊκόν Βήμα» το 1996, ανέδειξε και το παρεμφερές εκκλησάκι του ασκητηρίου του Αγίου Ανδρέα της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Γαλατάκη, που το Ιερό Βήμα του διαμορφώνεται εντός βραχώδους εσοχής. Επιπλέον, σε αυτό τον τύπο των λατρευτικών χώρων κατατάσσεται και η βραχοσκεπής εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο αρχαίο – μεσαιωνικό φρούριο των Άρμενων στα Στύρα.
Ο επισκέπτης που αντικρίζει το εσωτερικό του σπηλαιώδους ναού καταλαμβάνεται από ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ενδόμυχης κατάνυξης.
Το τέμπλο του ναού είναι μία λιτή πετρόκτιστη κατασκευή, φέροντας τις βασικές εικόνες, του Χριστού, την Παναγίας, του Τιμίου Προδρόμου και του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στον οποίο είναι αφιερωμένη η σπηλαιώδης εκκλησία.
Η Αγία Τράπεζα του ναού είναι προσκολλημένη στο δυτικό άκρο του, λόγω της μορφολογίας του σπηλαίου, σε αντίθεση με τις κανονικές εκκλησίες, όπου το Ιερό Βήμα έχει πάντα ανατολικό προσανατολισμό.
Η περιγραφή ενός ιδιαίτερου ναΐσκου
Ο εξεταζόμενος ναός του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου ανήκει στον τύπο των σπηλαιωδών, καθώς η εκκλησιαστικές διαρρυθμιστικές προσθήκες έχουν γίνει επί της φυσικής κοιλότητας του βράχου και όχι με αφαίρεση πετρώδους υλικού με εκσκαφή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των υπόσκαφων, με δεδομένο ότι δεν διακρίνονται ίχνη εκτεταμένων λαξεύσεων[2].
Το στόμιο του σπηλαίου κλείνεται από τον τοίχο της πρόσοψης, με προεξέχοντα πεζούλια στην βάση του, όπου βρίσκεται η ξύλινη θύρα της εισόδου και ένα τοξωτό παράθυρο. Πρόκειται για μία καλαίσθητη κατασκευή των τελευταίων χρόνων, υποδηλώνοντας σαφώς μία χρονικά κοντινή ανακαίνιση του χώρου, λαμβάνοντας υπόψη και την εμφανή χρήση τσιμεντοκονιάματος σε μερικές δομικές επεμβάσεις στο εσωτερικό του. Ο επιμήκης θάλαμος του κυρίως ναού έχει διαστάσεις γύρω στα 10 Χ 4,5 μέτρα. Εξαιτίας του σχήματος του σπηλαίου, που συνιστά αμετακίνητο παράγοντα χωροθέτησης, το Ιερό Βήμα έχει προσαρμοστεί αναγκαστικά στο βάθος του προσλαμβάνοντας δυτικό προσανατολισμό, με αποτέλεσμα να αποκλίνει από την παραδοσιακή τεχνοτροπία που το θέλει να κοιτάζει προς την ανατολή. Το στοιχειώδες τέμπλο απαρτίζεται από δύο χαμηλά κτιστά τοιχία, όπου είναι στερεωμένες οι βασικές εικόνες του Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου, του Τιμίου Προδρόμου και του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός. Η δε Αγία Τράπεζα βρίσκεται προσκολλημένη στο δυτικό άκρο και είναι επίσης κτιστή επιχρισμένη με τσιμέντο, ενώ δυο εσοχές εκατέρωθεν της έχουν διευθετηθεί σε Πρόθεση και Διακονικό[3]. Στον θόλο του σπηλαίου, πάνω από το ιδιότυπο τέμπλο, είναι κρεμασμένα δύο καντήλια και στα τοιχώματα υπάρχουν προσαρμοσμένες λιγοστές φορητές εικόνες. Η απέρριτη επίπλωση του συμπληρώνεται από ένα κηροπήγιο και ένα ξύλινο προσκυνητάρι. Στην νοτιοανατολική πλευρά ο βράχος έχει υποστεί κάποια κατεργασία, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένας φαρδύς αναβαθμός, στην άκρη του οποίου έχουν τοποθετηθεί τρεις σανίδες ως αυτοσχέδια στασίδια. Εκείνο το μέρος κάλλιστα θα μπορούσε να χρησίμευε σε έναν ερημίτη μοναχό για να κατακλιθεί ή για να συγκεντρώνει τα ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα του.
Στην νοτιοανατολική πλευρά του ναού ο βράχος έχει μετατραπεί σε ένα φαρδύ αναβαθμό, στην άκρη του οποίου έχουν τοποθετηθεί σανίδες ως αυτοσχέδια στασίδια.
Η βορειανατολική γωνία του ναού, όπου υπάρχει και η τοξωτή θύρα εισόδου.
Στα τοιχώματα του σπηλαίου είναι προσαρμοσμένες λιγοστές φορητές εικόνες.
Τα αναπάντητα ερωτήματα
Το σπηλαιώδες εκκλησάκι αποπνέει μία μυστικιστική ιερότητα, προκαλώντας στον επισκέπτη ένα πρωτόγνωρο αίσθημα κατάνυξης. Εντούτοις, γεννώνται και αρκετά ουσιώδη ερωτήματα.
Πότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η κοιλότητα σαν κατάλυμα και από ποιους; Ήταν όντως το ησυχαστήριο ενός αναχωρητή μοναχού κατά την μεσαιωνική περίοδο; Είχε πάντοτε αυτό τον λατρευτικό χαρακτήρα ή τον προσέλαβε στους νεότερους χρόνους, με την διασκευή του σε ναό από τους ευλαβείς κατοίκους της περιοχής; Όπως προαναφέρθηκε είναι προφανές πως οι οικοδομικές εργασίες της πρόσοψης και του Ιερού Βήματος έχουν πραγματοποιηθεί πρόσφατα, όμως έμπροσθεν του σπηλαίου υφίσταται ένα τεχνητό άνδηρο, ένας εξώστης, που στηρίζεται σε ένα αναλημματικό τοιχίο από ξερολιθιά, το οποίο σίγουρα έχει κατασκευαστεί σε πολύ παλαιότερη εποχή. Ένα άλλο παραπλήσιο τοιχίο στα βόρεια της πρόσοψης, σχηματίζει ένα ακόμα πλάτωμα σε ελαφρώς ψηλότερο επίπεδο, όπου βρίσκεται και ένα ξύλινο τραπέζι εξοχής. Μέχρι αυτό το σημείο και κατά μήκος των κάθετων καταπτώσεων, ανοίγονται βαθιές κοιλότητες στους βράχους, οι οποίες θα μπορούσε κάποιος να τις εκμεταλλευτεί σαν αποθηκευτικούς χώρους[4] και δημιουργούν την εντύπωση ότι κάποτε εδώ ίσως να διαμορφώνονταν ένα μεγαλύτερο σπηλαιώδες σύμπλεγμα. Πάντως, η παρουσία των υπόψη αναλημματικών τοιχίων συνιστά μία βάσιμη ένδειξη μιάς προγενέστερης χρήσης της τοποθεσίας του σπηλαιώδους ναού, πριν τις νεότερες εργασίες ανάπλασης του.
Η πρόσοψη του ναΐσκου.
Από την πρόσοψη του ναού και βορειότερα, κατά μήκος των κάθετων καταπτώσεων, ανοίγονται βαθιές κοιλότητες στους βράχους, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν αποθηκευτικοί χώροι ενός ασκητηρίου.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους πιστούς να μετατρέψουν σπήλαια σε σημεία λατρείας
Ας δούμε όμως ποιοι είναι οι λόγοι και οι συνθήκες που οδήγησαν διαχρονικά τους Χριστιανούς να μετατρέψουν σε τόπους λατρείας αυτά τα απόκρυφα άντρα, όπως πολύ ορθά τις προσδιορίζει ο Θεόδωρος Σκούρας, αναζητώντας να καταλήξουμε σε ένα συνειρμικό συμπέρασμα για τον σπηλαιώδη ναό του Αγίου Χρυσοστόμου.
Σαν αρχαιότερη αιτία θεωρούνται οι απηνείς διωγμοί εναντίον τους, που εξαπολύθηκαν από τους Ρωμαίους κατά την αποκαλούμενη πρωτοχριστιανική περίοδο (30 – 325 μ.Χ.). Τότε, οι εξοβελισμένοι πιστοί της νεοφανούς θρησκείας συναθροίζονταν σε απομακρυσμένες και απρόσιτες περιοχές, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν απρόσκοπτα στα λατρευτικά τους καθήκοντα και να προσευχηθούν. Πολλές φορές κατασκεύαζαν εκτεταμένες υπόγειες εγκαταστάσεις κοντά στις πόλεις, που είναι γνωστές με τον γενικευμένο όρο ως Κατακόμβες. Σε αυτά τα υπόσκαφα μέρη τελούσαν τις ιερουργίες τους και ενταφίαζαν τους νεκρούς σε λάρνακες ή κρύπτες. Ενίοτε δε για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν προϋπάρχουσες σπηλαιώσεις, τις οποίες τροποποιούσαν κατάλληλα για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών τους αναγκών. Αν και δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες περί διωγμών εις βάρος της ολιγομελούς πρωτοχριστιανικής ομάδας στην Εύβοια, εκτιμάται πως συνέβησαν έστω και σε μικρή έκταση σε αναλογία με άλλα μέρη της Ελλάδας, όπου διαδίδονταν ο Χριστιανισμός. Την αντίληψη αυτή ενισχύει η αποκάλυψη δύο υπόσκαφων ορυγμάτων στην τοποθεσία του παλαιού νεκροταφείου Χαλκίδας, τα οποία έχουν ταυτοποιηθεί από πλείστους ακαδημαϊκούς ως Κατακόμβες. Ωστόσο, είναι πολύ αβέβαιο οι διώξεις των Χριστιανών να επεκτάθηκαν και στην δύσβατη ενδοχώρα της νήσου και έτσι μάλλον θα πρέπει να αποκλείσουμε την χρήση του υπόψη σπηλαίου στον λόφο «Γερογουλαίικο», σαν λατρευτικού χώρου από εκείνη την θρησκευτικά ταραγμένη περίοδο.
Άποψη από το εσωτερικό του σπηλαιώδους ναού.
Οι σπηλαιώδεις ναοί την εποχή που προστάτευαν τον πληθυσμό από πειρατικές επιδρομές
Ένας δεύτερος λόγος της δημιουργίας αυτών των ιδιόμορφων ναών είναι δυνατόν να θεωρηθούν οι πειρατικές επιδρομές.
Η συντριπτική πλειοψηφία των υπόσκαφων και σπηλαιωδών εκκλησιών παρατηρείται κυρίως στις ακτές της Πελοποννήσου και στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, δηλαδή στο κατ’ εξοχήν πεδίο δράσης των τρομερών πειρατών και κουρσάρων. Οι τοπικοί παραλιακοί πληθυσμοί εξαναγκάζονταν να αναζητούν καταφύγιο σε απόκρυφα ορεινά μέρη, μαζί με τα πολυτιμότερα από τα υπάρχοντα τους, προκειμένου να γλιτώσουν ότι μπορούσαν από την επικείμενη λεηλασία και να αποφύγουν τον εξανδραποδισμό. Αρκετές φορές, αυτή η εκούσια απόκρυψη διαρκούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα και έτσι οι φοβισμένοι κάτοικοι φρόντιζαν να δημιουργήσουν μία υποτυπώδη εκκλησία στο κρησφύγετο τους, αφιερωμένη στον προστάτη Άγιο τους. Για την εξυπηρέτηση του σκοπού τους, οι κοντινές σπηλαιώδεις κοιλότητες ήταν οι πλέον ενδεδειγμένες, αφού για την μετατροπή του απαιτούνταν ουσιαστικά ελάχιστες εργασίες διευθέτησης και αρκούσε η τοποθέτηση των εικονισμάτων και των λειτουργικών σκευών. Όταν δε το έδαφος δεν διέθετε ικανοποιητικές εσοχές, τότε επέλεγαν την πιο κατάλληλη και την διεύρυναν, κατασκευάζοντας υπόσκαφα. Αλλά και πάλι στην προκειμένη περίπτωση ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου δεν φαίνεται να είναι απότοκος μίας πειρατικής επιδρομής, με γνώμονα ότι η τοποθεσία του απέχει πολύ μεγάλη απόσταση από την ακτογραμμή της Εύβοιας, όντας στις κεντροανατολικές απολήξεις του όρους Κανδήλιο.
Το αριστερό τμήμα του κτιστού τέμπλου, με την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός.
Οι σπηλαιώδεις ναΐσκοι ως ασκητήρια ερημιτών
Μία τρίτη αιτία είναι η χρήση των σπηλαίων ως ασκητήρια από διάφορους ερημίτες και αναχωρητές μοναχούς.
Οι πρώτοι Χριστιανοί ασκητές έκαναν την εμφάνιση τους στην Αίγυπτο λίγο μετά τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., ακολουθώντας το παράδειγμα του Μεγάλου Αντωνίου. (251 – 356 μ.Χ.) και με το πέρασμα των αιώνων η αποδημητική θρησκευτική τάση συνεχίστηκε με αυξητικό ρυθμό στις τάξεις του Χριστιανικού κόσμου. Πολλοί μοναχοί επιζητούσαν να απομονωθούν οικιοθελώς σε απόμακρα μέρη, αποβλέποντας στην ψυχική τελειότητα και στην άμεση επαφή με τον Θεό, μέσω της νέκρωσης των σωματικών επιθυμιών, η οποία επιτυγχάνονταν με την σκληρή άσκηση και την διαρκή εγκράτεια. Έτσι λοιπόν, συνήθως αποσύρονταν σε κάποιο σπήλαιο και ζούσαν ένα απόλυτα ερημικό βίο, μακριά από κάθε εγκόσμια μέριμνα. Η Εύβοια γνώρισε μία άνθηση του μοναχισμού έπειτα από τον 10ο αιώνα, οπότε και εντάσσεται στο πρόγραμμα περιοδειών σπουδαίων εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, με πρόδρομο όλων τον όσιο Νίκωνα του «Μετανοείτε» (920 / 5 – 998). Σταδιακά, στην επικράτεια της νήσου παρουσιάζονται ορισμένοι ασκητές, που επέλεξαν να μονάσουν σε απόμερα ησυχαστήρια και ίσως κάποιος από αυτούς να διέμεινε στο υφιστάμενο σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Το δεξιό τμήμα του κτιστού τέμπλου. Διακρίνεται μία μικρή φορητή εικόνα της Θεοτόκου να είναι στερεωμένη στο βραχώδες τοίχωμα.
Ποιοι ασκητές είχαν ως ασκητήριο το ναΐσκο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου
Αν θελήσουμε να κάνουμε ένα συσχετισμό μεταξύ των 27 Αγίων, οι οποίοι συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με την Εύβοια, θα βρούμε μόλις δύο από αυτούς που ο τόπος εγκαταβίωσης ή δραστηριοποίησης τους παραμένει ακόμα αταύτιστος.
Πρόκειται για δύο αυστηρούς αναχωρητές. Ο ένας είναι ο Όσιος Ευθύμιος ο ασκητής που έζησε περί τον 12ο αιώνα, αλλά ο τόπος της γέννησης και της κοιμήσεως του είναι άγνωστος[5]. Στο σύντομο συναξάριο του σημειώνεται απλώς ότι «διέλαμψε εν ασκήσει εν πόλει της Εύβοιας». Θα μπορούσε ο Όσιος Ευθύμιος να είχε το ασκητήριο του στο διαλαμβανόμενο σπήλαιο; Η εκδοχή αυτή είναι μάλλον λίαν αμφίβολη, καθόσον ο Όσιος φέρεται να μόνασε κοντά σε μία αδιευκρίνιστη Ευβοϊκή πόλη, ενώ δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη καμίας μεσαιωνικής πολίχνης στην ευρύτερη περιοχή της Κλεισούρας. Ο έτερος υποψήφιος αποτελεί μία πιο ελκυστική περίπτωση. Πρόκειται για τον Άγιο Σάββα τον Βατοπεδινό (1283 – 1348/9), τον νέο και δια Χριστόν σαλό[6], ο οποίος στην διάρκεια του πολυκύμαντου βίου του και των εικοσαετών πνευματικών του περιπλανήσεων, αφίχθηκε στον Εύριπο (Χαλκίδα) ερχόμενος από την Κρήτη περί το 1320. Ο βιογράφος του, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος (1300 – 1379), μας πληροφορεί ότι στην Λατινοκρατούμενη Εύβοια έζησε για δύο χρόνια, διαμένοντας άγνωστος στα όρη και στις ερημιές, χωρίς να ξεχωρίζει από τους κατοίκους της νησιωτικής υπαίθρου. Έτρωγε μονό αγριόχορτα ή σπανίως κάποιο ακρόδρυο από άγρια δένδρα, όπως ο Τίμιος Πρόδρομος ο Βαπτιστής και μία φορά την ημέρα έπινε λίγο νερό. Δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε πως ο Άγιος Σάββας αναζητώντας ένα ησυχαστικό μέρος να κατευθύνθηκε προς την βόρεια Εύβοια και περνώντας από την διάβαση της Κλεισούρας να ανακάλυψε τυχαία το μικρό σπήλαιο και να εγκαταστάθηκε τελικά εκεί. Άλλωστε, η τοποθεσία πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις ενός ασκητηρίου, με δεδομένο ότι ο ίδιος συνήθιζε να αγωνίζεται ασκητικά εντός σπηλαίων, όταν ήθελε να απομονωθεί εντελώς από τον υπόλοιπο κόσμο, μέσα στον απόλυτο κανόνα σιωπής που είχε επιβάλλει στον εαυτό του. Το κάστρο της Κλεισούρας στην κορυφή του απέναντι γειτονικού υψώματος δεν θα συνιστούσε ανασταλτικό παράγοντα, καθώς οι σκληροτράχηλοι Βενετσιάνοι φρουροί ελάχιστη σημασία θα έδειχναν για ένα ρακένδυτο άτομο, που έμοιαζε περισσότερο με ταλαιπωρημένο χωρικό. Πάντως, αυτή η ριψοκινδυνευμένη εικασία περί μίας πιθανής διαβίωσης του Αγίου Σάββα του Βατοπεδινού στον χώρο του εν λόγω σπηλαιώδη ναού, κατά την παραμονή του στην Εύβοια, ενδεχομένως να προσεγγίζει κάπως μία διαφαινόμενη πραγματικότητα[7].
Λίγα μέτρα βορειότερα από την είσοδο του σπηλαιώδους ναού, σχηματίζεται ένα δεύτερο πλάτωμα με ένα αναλημματικό τοιχίο από ξερολιθιά, όπου είναι τοποθετημένο ένα ξύλινο τραπέζι εξοχής.
Οι ναΐσκοι εντός σπηλαίων ως καταφύγια σε περιόδους Οθωμανικών επιδρομών
Τέλος, μία τέταρτη εξήγηση για την μετατροπή των βραχωδών εσοχών σε εκκλησίες, αποδίδεται στις κατά τόπους τρομοκρατικές εξορμήσεις των Οθωμανών κατακτητών την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Οι απειλούμενοι Έλληνες κάτοικοι φροντίζανε πρωτίστως να διασώσουν τις λατρευτικές εικόνες και τα λοιπά ιερά κειμήλια των χωριών τους από την βέβαιη βεβήλωση και την καταστροφή, αν έπεφταν στα χέρια των μαινόμενων Μωαμεθανών. Έτσι, είχαν εκ των προτέρων εντοπίσει ορισμένα ασφαλή σπήλαια και μέσα σε αυτά εναπόθεταν τα πολύτιμα εκκλησιαστικά αντικείμενα, ενώ εκεί κρύβονταν τα γυναικόπαιδα, οι ασθενείς και οι γέροντες, μέχρι να απομακρυνθεί ο κίνδυνος[8]. Ωστόσο, αρκετά συχνά οι Τούρκοι ανακάλυπταν την κρυψώνα σφαγιάζοντας τους Χριστιανούς και μετέπειτα οι εναπομείναντες κάτοικοι διαμόρφωναν το σπήλαιο σε ναό, θεωρώντας ότι είχε καθαγιαστεί από το αίμα των συγχωριανών τους. Επίσης, αν δεν συνέβαινε ένα τέτοιο αποτρόπαιο συμβάν και επέστρεφαν σώοι στα σπίτια τους, πολλές φορές ξεχνούσαν εκεί κάποια εικόνα, η οποία έμελλε να βρεθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, παρέχοντας την αφορμή της τροποποίησης εκείνου του μέρους σε λατρευτικό χώρο. Ίσως λοιπόν, κάτι ανάλογο να ισχύει και για το σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Δηλαδή, κάποτε να αποκαλύφθηκε στο εσωτερικό του μία λησμονημένη εικόνα του συγκεκριμένου Αγίου και οι ντόπιοι να το μετέτρεψαν σε εκκλησία αφιερωμένη στο όνομα του.
Μετά από μία πεζοπορία περίπου 45 λεπτών, η πέτρινη πρόσοψη του σπηλαιώδους ναού εμφανίζεται στην τελευταία στροφή του μονοπατιού.
Η προέλευση του τοπωνυμίου «Γερογουλαίικο»
Εκτός των άλλων, ακόμα και το τοπωνύμιο του υψώματος του ναού ως «Γερογουλαίικο», προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων «γέρος» και «γουλάς (πύργος)», υποδηλώνοντας εμμέσως ότι ανήκε στην ιδιοκτησία ενός γέροντα και δεν αποκλείεται να απηχεί την αλλοτινή παρουσία σε εκείνο το μέρος ενός σεβάσμιου μοναχού.
Επιπλέον, είναι γνωστό πως η ευρύτερη τοποθεσία της Κλεισούρας χαρακτηρίζονταν με την ονομασία «Άγιος» καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η οποία πιθανότατα πηγάζει από την λαϊκή αντίληψη ότι όντως σε εκείνο το σπήλαιο έζησε κάποτε ένας άγνωστος Άγιος ασκητής. Η επωνυμία διασώζεται μέχρι τις μέρες μας στον νεότερο οικισμό του Άγιου[9], περίπου πέντε χιλιόμετρα νοτιότερα στην ευθεία, ο οποίος αναγνωρίστηκε στις 14 Μαρτίου 1971.
Γενική άποψη από το φαράγγι του ρέματος του Κεφαλόβρυσου. Στα δεξιά διακρίνεται το ύψωμα «Γερογουλαίικο», που στην απόκρημνη ανατολική πλευρά του βρίσκεται ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Επίλογος
Μέσα από τον συγκερασμό των παραπάνω εκδοχών και υποθέσεων, προκύπτει ότι ο απομονωμένος λατρευτικός χώρος του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, αναμφισβήτητα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους υπόλοιπους υπόσκαφους και σπηλαιώδεις ναούς της Εύβοιας.
Η δημιουργία του ίσως να συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία της περιοχής και να πρόκειται για ένα πρότερο ασκητήριο ενός άγνωστου Άγιου ερημίτη μοναχού. Ακόμα και αν διαμορφώθηκε πρόσφατα ως απόρροια μίας σύγχρονης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, εντούτοις η ενέργεια αυτή ενδέχεται να αντανακλά την μακρινή ανάμνηση ενός θαυμαστού γεγονότος, όπως μίας αναπάντεχης εύρεσης της εικόνας του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ξεχασμένης στο σπήλαιο από τον ζοφερό καιρό της Οθωμανικής κατοχής, όταν εδώ ήταν το ασφαλές κρησφύγετο των γύρω κατοίκων. Άλλωστε, γιατί κάποιοι να θελήσουν να εκφράσουν την θρησκευτική τους προσήλωση με αυτό τον τρόπο, αντί να ανεγείρουν ένα τυπικό εκκλησάκι στο πεδινό μέρος, αν η επιθυμία τους αυτή δεν υπαγορεύονταν από μία υπερβατική παρόρμηση;
Παραπομπές
[1] Το κάστρο της Κλεισούρας και η ιστορία του παρουσιάζεται στο σχετικό άρθρο του διαδικτυακού περιοδικού Square.gr «Το Κάστρο της Κλεισούρας στην Βόρεια Εύβοια»/24-8-2015.
[2] Σε πολλές περιοχές απαντώνται και μικτοί τύποι ανάλογων ναών, τροποποιημένοι με προσθαφαίρεση υλικών.
[3] Πρόθεση ή Προσκομιδή είναι η θέση ή η κόγχη της μικράς τράπεζας τα βόρεια του Ιερού Βήματος μιας εκκλησίας, όπου διενεργείται η μυσταγωγική τελετή των άρτων της Θείας Μετάληψης και παριστάνει συμβολικά το σπήλαιο της γέννησης του Χριστού. Το Διακονικό είναι η θέση ή η κόγχη στα νότια του Ιερού Βήματος, στην οποία φυλάσσονται τα ιερά σκεύη, τα άμφια, τα λειτουργικά βιβλία και άλλα κειμήλια, υπό την εποπτεία των Διακόνων.
[4] Σε μία από αυτές τις κοιλότητες είναι αποθηκευμένα σακιά με οικοδομικό υλικό, που περίσσεψε από τις εργασίες στον σπηλαιώδη ναό.
[5] Η μνήμη του Οσίου Ευθυμίου του ασκητή εορτάζεται 21 ημέρες μετά την Κυριακή του Πάσχα, κατά την Σύναξη πάντων των Ευβοέων Αγίων.
[6] Η λέξη «σαλός» έχει την έννοια του ανόητου, μωρού, ηλιθίου ή ανισόρροπου ανθρώπου. Στην εκκλησιαστική ιστορία καταγράφονται αρκετοί Ορθόδοξοι μοναχοί, οι οποίοι διάλεξαν ως μέσο άσκησης την φαινομενική σαλότητα, επιθυμώντας την λυτρωτική άκρα ταπείνωση, μέσα από την χλεύη των συνανθρώπων τους.
[7] Η μνήμη του Αγίου Σάββα του Βατοπεδινού τελείται την Β΄ Κυριακή του Ματθαίου (Κυριακή των Αγιορειτών Πατέρων), σύμφωνα με την τάξη του Αγίου Όρους.
[8] Ο Θεόδωρος Σκούρας αναφέρει σχετικά πως στην Εύβοια υπάρχουν ανάλογα παραδείγματα, όπως η σπηλιά στον ερειπωμένου του Απόγκρεμνου (παλαιά Άτταλη), δυτικά του σημερινού χωριού Άτταλη Ψαχνών, την οποία αποκαλούσαν «Εικονίσματα», καθώς σύμφωνα με την τοπική παράδοση εκεί έκρυβαν τις εικόνες κατά τις περιοδικές επιδρομές των Τούρκων κατακτητών.
[9] Στην βόρεια Εύβοια υπάρχει άλλο ένα χωριό με την ονομασία Άγιος, σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από την Αιδηψό.