David Jacoby
Ένα διερευνητικό άρθρο του πανεπιστημιακού καθηγητή David Jacoby, μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα Ελληνικά αποκλειστικά για το Square history.
Μετάφραση κειμένου: Γιώργος Λόης.
Επιμέλεια δημοσίευσης στο Square History: Βάγιας Κατσός.
Υπόμνημα του μεταφραστή: Οι παρατιθέμενες εικόνες προέρχονται από διάφορες πηγές του διαδικτύου, πλην εξαιρέσεων όπου αναφέρονται.
Επιλεγμένη σχετική βιβλιογραφία:
1. «Changing Economic Patterns in Latin Romania: the Impact of the West», D. Jacoby, in «The Crusades from the Eastern Perspective: Byzantium and the Muslim World, eds. A. E. Laiou and R. P. Mottahedeh, Washington, D.C., 2000.
2. «La consolidation de la domination de Venice dans la ville de Négrepont (1205-1390): un aspect de sa politique coloniale», D. Jacoby, in Bisanzio, Venezia e il mondo franco-greco (XIII-XV secolo), eds. Ch. A. Maltezou and P. Schreiner, Venice, 2002.
3. «La féodalité en Grèce médiévale. Les “Assises de Romanie”: sources, application et diffusion», D. Jacoby, Paris-La Haye, 1971.
4. «Urkunden zur älteren Handels – und Staatsgeschichte der Republik Venedig», G. L. F. Tafel and G. M. Thomas eds., Vienna, 1856 – 1857, II, III.
5. «Les seigneurs tierciers de Négrepont de 1205 à 1280. Regestes et documents», R.-J. Loenertz, B 35, 1965.
6. «God and Mammon: Credit, Trade and Profit and the Canonists», A. Laiou, in «Το Βυζάντιο κατά τον 12ο αιώνα: Κανονικό δίκαιο κράτος και κοινωνία», pp. 261-300, ed. N. Oikonomides, Athens, 1991.
7. D. JACOBY, «Les états latins en Romanie: phénomènes sociaux et économiques (1204-1350 environ)», D. Jacoby, XVe Congrès international d’ études byzantines, Athènes, pp. 14 – 18, Rapports et co-rapports, I/3, Athens, 1976, repr. in IDEM, Recherches sur la Méditerranée orientale du XIIe au XVe siècle. Peuples, sociétés, économies, Variorum: London, 1979.
8. «Les Assises de Romanie. Édition critique avec une introduction et des notes, Bibiothèque de l’ École des Hautes Études», fasc. 258, G. Recoura, Paris, 1930.
9. «Documents inédits pour servir à l’ histoire de la Grèce au Moyen Age», vol. II & III, K. N. Sathas, Paris, 1890-1900.
10. «Negroponte. Untersuchungen zur Topographie and Siedlungs-geschichte der Insel Euboia während der Zeit der Venezianerherrschaft», J. Koder, Österreichische Akademie der Wissenschaften, Philosophisch-historische Klasse, Denkschriften, 112. Band, Vienna, 1973.
Εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή (σ.τ.μ.):
Μία από τις κρυμμένες πτυχές της μεσαιωνικής κοινωνίας της Εύβοιας, αποκαλύπτεται από τον διακεκριμένο καθηγητή ιστορίας David Jacoby στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.
Στο διερευνητικό άρθρο του με τίτλο «New Evidence on the Greek Peasantry in Latin Romania»[1], αναλύει δύο συμβολαιογραφικές πράξεις του 13ου αιώνα, που συντάχθηκαν στο Νεγροπόντε (Χαλκίδα) και αφορούσαν την χορήγηση δανείων στο σύνολο των κατοίκων δύο αταύτιστων Ευβοϊκών χωριών. Μέσα από αυτή την διαδικασία, ο Ισραηλινός ακαδημαϊκός μας δίνει μία εικόνα για τις συνθήκες διαβίωσης των χωρικών της νησιωτικής υπαίθρου και την λειτουργία της αγροτικής οικονομίας επι Λατινοκρατίας. Παράλληλα παρέχονται πληροφορίες για την ιεραρχική δομή των τοπικών Ελληνικών κοινωνιών, τις οποίες διοικούσαν οι «κουράτορες»[2], δηλαδή έμμισθοι Έλληνες επιμελητές και επόπτες, οι οποίοι ήταν διορισμένοι άρχοντες από τους Λατίνους αυθέντες των επιμέρους τιμαρίων.
Όσον αφορά το τεχνικό μέρος της απόδοσης και προσαρμογής του κειμένου από την Αγγλική γλώσσα, ακολουθήθηκε η μεθοδολογία της μετάφρασης «λέξη προς λέξη», με ελάχιστη απόκλιση από το πρωτότυπο κείμενο κυρίως σε ιδιωματικούς όρους, προκειμένου να καταστούν κατανοητοί με το Ελληνικό νόημα τους. Όπου διαφαίνονταν ότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μία παρεκτροπή από το αυθεντικό κείμενο του κ. David Jacoby ή απαιτούνταν να γίνει ένα διευκρινιστικό σχόλιο, τοποθετήθηκε εντός παρενθέσεως μία σύντομη σημείωση του μεταφραστή (σ.τ.μ.). Επίσης, αφαιρέθηκε το μεγαλύτερο μέρος των βιβλιογραφικών παραπομπών και προτιμήθηκε οι κυριότερες από τις πηγές να παρατεθούν ως ενδεικτική βιβλιογραφία, καθόσον η παρουσίαση της μεταφρασμένης μελέτης έχει σκοπό να προσελκύσει τους απλούς αναγνώστες και η επιστημονική τεκμηρίωση της θεωρείται πλέον ως δεδομένη. Για οποιεσδήποτε συγκρίσεις σχετικά με την πιστότητα της απόδοσης στην Ελληνική γλώσσα, το πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο παρατίθεται αυτούσιο σε αρχείο μορφής pdf στον ιστότοπο www.academia.edu στην ενότητα με τις παραχωρημένες μελέτες του κ. David Jacoby.
Μία από τις παλαιότερες αποτυπώσεις της Εύβοιας σε χάρτη. «Liber Insularum Arcipelagi», Christoforo Buondelmonti,1465 – 1475. Gallica.org
Νέες αποδείξεις για τους Έλληνες χωρικούς στην Λατινική Ρωμανία.
David Jacoby, Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, 2003.
Η δεκαετία που ακολούθησε τη Λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης στα 1204 επέφερε και την κατοχή των Ευρωπαϊκών εδαφών του Βυζαντίου από τους Λατίνους.
Η επιβολή της κυριαρχίας τους επηρέασε με διάφορους τρόπους την ζωή των Ελλήνων χωρικών, αν και βραχυπρόθεσμα φαίνεται ότι υπήρξε ένας μεγάλος βαθμός συνέχειας στην κοινωνική οργάνωση των τελευταίων και στη λειτουργία της αγροτικής οικονομίας. Οι πηγές που αφορούν τους Έλληνες χωρικούς στους επόμενους δύο αιώνες είναι άνισα κατανεμημένες σε χώρο και χρόνο. Τα Βενετσιάνικα αποδεικτικά στοιχεία είναι αμφότερα άφθονα και πλούσια σε λεπτομέρεια, ειδικά, αν και όχι αποκλειστικά, σε σχέση με τις Βενετσιάνικες αποικίες. Αρκετές δημοσιονομικές επισκοπήσεις του 14ου αιώνα πάνω σε εκτεταμένες κτηματικές εκτάσεις στην Πελοπόννησο, χρονικά, έγγραφα από το αρχείο των Ανδεγαυών (Angevin) στη Νάπολη και Βενετσιάνικες πηγές, παρέχουν ανεκτίμητες πληροφορίες γύρω από τον αγροτικό πληθυσμό του Φράγκικου Μορέα. Σε αντίθεση, σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό γύρω από τους χωρικούς της Εύβοιας, που αποκαλούνταν Νεγροπόντε (Negroponte) από τους Λατίνους, πριν η Βενετία επεκτείνει την εξουσία της πάνω σε ολόκληρο το νησί στα 1390.
Στο πενιχρό υλικό που αφορά αυτούς τους χωρικούς μπορούμε τώρα να προσθέσουμε δύο συμβολαιογραφικές πράξεις, που διατηρήθηκαν στα Αρχεία του Κράτους της Πιασέντζα (Archivio di Stato of Piacenza), στις οποίες καταγράφονται δανειακές συμβάσεις αναγόμενες στα 1225, περίπου είκοσι χρόνια μετά την Λατινική κατάκτηση[3]. Αυτά τα έγγραφα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, αυτά προσφέρουν την μοναδική απόδειξη που έχει ανακαλυφθεί μέχρι στιγμής, είτε στο Βυζάντιο ή στην Λατινική Ρωμανία, όσον αφορά δάνεια τα οποία χορηγήθηκαν σε ολόκληρες κοινότητες χωριών. Η μεσολάβηση του άρχοντα των χωρικών ως εγγυητή για τη αποπληρωμή των δανείων είναι επίσης μοναδική. Οι βασικοί όροι των δύο συμβολαίων είναι παρόμοιοι, αλλά το δεύτερο καταστατικό περιλαμβάνει περισσότερες ρήτρες. Ο σκοπός του παρόντος συγγράμματος είναι να προσδιορισθεί με ποιους τρόπους αυτά τα έγγραφα, εμπλουτίζουν την γνώση μας γύρω από τους Έλληνες χωρικούς κατά την Λατινοκρατία και να αποτιμηθεί σε ποιο βαθμό αντανακλούν την εξέλιξη της αγροτικής κοινωνίας στη Λατινική Ρωμανία.
Το κείμενο της δεύτερης συμβολαιογραφικής πράξης στα Λατινικά, όπως παρατίθεται στο άρθρο του David Jacoby «New Evidence on the Greek Peasantry in Latin Romania».
Τεκμήρια ενός άγνωστου παρελθόντος.
Η πρώτη συμβολαιογραφική πράξη, με χρονολογία 17 Απριλίου 1225, συντάχτηκε σε μία οικία που ανήκε στους απογόνους του Γεράρδο ντα Πάρμα (Gherardo da Parma), στην πόλη του Ευρίπου (σημερινή Χαλκίδα), η οποία όπως άλλωστε και η Εύβοια αποκαλούνταν Νεγροπόντε από τους Λατίνους.
Το δεύτερο έγγραφο συντάχτηκε τρεις μέρες αργότερα σε μία άγνωστη τοποθεσία. Στα 1211 η Βενετία είχε αποκτήσει μία εκκλησία και μία αποθήκη στην πόλη από τον αυθέντη της Εύβοιας Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι (Ravano dalle Carceri), και τα επόμενα πέντε χρόνια είχε κατορθώσει να μεγεθύνει την ιδιοκτησία της εκεί. Μετά τον θάνατο του Ραβανό στα 1216, εκτός από τα αποκτήματα της Βενετίας, η πόλη εξουσιάζονταν συλλογικά από τους κάτοχους των τριών κύριων ηγεμονιών της Εύβοιας (σ.τ.μ: τρίαρχους), που η καθεμία εξ’ αυτών συνίστατο στην αρχή της κυριαρχίας επί του ενός τρίτου της υπόλοιπης νήσου[4]. Αφού ο Γεράρδο ντα Πάρμα δεν ήταν Βενετσιάνος πολίτης, είναι πιθανόν η οικία του να βρίσκονταν στον μη Βενετσιάνικο τομέα του Νεγροπόντε.
Σύμφωνα με την πρώτη συμβολαιογραφική πράξη, ο Γεράρδο Φερράριο (Gherardo Ferrario) από την Πιασέντζα, που είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Νεγροπόντε[5], δάνεισε τριάντα υπέρπυρα σε Ευβοϊκό συνάλλαγμα (σ.τ.μ.: εννοείται σε Βυζαντινά νομίσματα) στον Σωτηράκη Πανόπουλο (Soterikos Panopoulos) από το Μονομέρι (Monomeri), ένα αταύτιστο τοπωνύμιο. Αυτός ο Έλληνας ενεργούσε εξ’ ονόματος όλων των κατοίκων του χωριού του («nomine et iure omnium illorum de illo casali»). Το δεύτερο καταστατικό καταγράφει ένα ακόμα δάνειο από τον Γεράρδο Φερράριο, αυτή την φορά εβδομήντα υπέρπυρων, χορηγούμενο από κοινού στο ίδιο ημεδαπό άτομο και στον Σωτηράκη Κουροπαλάτη (Soterikos Kouropalates), από το χωριό Λόγγι ή Λόγγος (Longi or Longos)[6]. Σε αυτή την περίπτωση, οι δύο τους εμφανίζονται ως «κουράτορες και βάϊλοι (curatuli et bailivi)», προφανώς των αντίστοιχων χωριών τους. Όντως, αφού ο Πανόπουλος από το Μονομέρι ενεργούσε στο όνομα των κατοίκων του χωριού του, ο συνάδελφος του Κουροπαλάτης θα πρέπει να αντιπροσώπευε αυτούς από τον Λόγγο. Από την έλλειψη παραπομπής στους καταβαλλόμενους τόκους αυτών των δανείων, μπορούμε να συνάγουμε ότι τα ποσά που αναφέρονται στα συμβόλαια, εμπεριέχουν ένα συγκαλυμμένο συμφέρον, ένα χαρακτηριστικό στο οποίο θα επιστρέψουμε σύντομα.
Χωρικοί και αγρότες σε κάποια επαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανάλογη εικόνα θα παρουσίαζαν και οι κάτοικοι της υπαίθρου στην Εύβοια τα πρώτα χρόνια της Λατινοκρατίας. (Μικρογραφία από χειρόγραφο του 11ου αιώνα).
Η περίληψη του δανείου
Το Μονομέρι και ο Λόγγος ανήκαν στους απογόνους και κληρονόμους του εκλιπόντος Γεράρδο ντα Πάρμα[7].
Αφού το δεύτερο δάνειο χορηγήθηκε από κοινού προς τις κοινότητες αυτών των χωριών, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι βρίσκονταν το ένα κοντά στο άλλο, ενδεχομένως σε αρκετά μικρή απόσταση προς τα ανατολικά ή στα βορειοανατολικά της πόλης του Νεγροπόντε στην περιοχή του ποταμού Λήλαντα. Η εγγύτητα των χωριών προς την πόλη, ενδεχομένως να εξηγεί μερικώς γιατί οι δύο Έλληνες ήρθαν στο Νεγροπόντε για να πάρουν δάνεια, ο άλλος λόγος είναι ότι εκεί υπήρχε αρκετή ευχέρεια στη διάθεση πιστώσεων. Τα δύο χωριά πρέπει να συμπεριλαμβάνονταν στην ηγεμονία της κεντρικής Εύβοιας, η οποία στα 1225 είτε κατέχονταν ομού από την Ισαβέλλα (Isabella) και την Μπέρτα (Berta), χήρα και κόρη του Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι αντίστοιχα, είτε από τον Ναρζότο Δαλλεκαρτσέρι (Narzotto dalle Carceri)[8].
Όπως δηλώνεται και στα δύο έγγραφα του Απριλίου 1225, οι Έλληνες υποσχέθηκαν να αποπληρώσουν τα δάνεια που θα λάμβαναν το αργότερο μέχρι τον ερχόμενο μήνα Οκτώβριο, ή σε κάποιο άλλο χρόνο που θα προσδιορίζονταν από τον πιστωτή, στην οποία περίπτωση μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα συνάπτονταν μερικές επιπρόσθετες συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Θα ακολουθούσε η συνήθης διαδικασία για να αποδειχθεί ότι το χρέος είχε διευθετηθεί. Έτσι λοιπόν, είτε οι συμβολαιογραφικές πράξεις όπου καταγράφονταν τα δάνεια θα μεταφέρονταν στους Έλληνες, είτε τα δύο μέρη θα συναινούσαν στην σύνταξη νέων συμφωνητικών για αυτόν τον εξοφλητικό σκοπό από αξιόπιστους συμβολαιογράφους[9]. Αν οι Έλληνες αποτύγχαναν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, θα υπόκεινταν τα συνήθη νόμιμα πρόστιμα και με την αποζημίωση των εξόδων που θα επιβαρύνονταν ο πιστωτής προκειμένου να ανακτήσει τα δάνεια του. Ο τελευταίος θα προσδιόριζε προφορικά το ποσό αυτών των εξόδων, χωρίς να απαιτείται να παραθέσει καμία έγγραφη απόδειξη ή να ορκιστεί. Η αποπληρωμή του δεύτερου δανείου ήταν ρητώς συνδεμένη με την συγκομιδή των σταφυλιών. Οι δύο Έλληνες ορκοδότησαν να ενημερώσουν εκ των προτέρων τον πιστωτή δεκαπέντε ημέρες πριν την επικείμενη συγκομιδή και οι κάτοικοι των χωριών τους δεν θα ξεκινούσαν να συλλέγουν τα σταφύλια χωρίς εκείνος να εκφράσει την συμφωνία του[10]. Ούτε αυτοί θα έβγαζαν καθόλου μούστο από τα σταφύλια πριν να διαγράφονταν το χρέος. Η ρήτρα ήταν για εξασφαλιστεί η έγκαιρη αποπληρωμή του δανείου[11].
Η αποπληρωμή του δεύτερου δανείου που έλαβαν οι δύο Έλληνες αντιπρόσωποι των χωρικών σχετίζονταν ρητά με την συγκομιδή των σταφυλιών. (Εικονογράφηση τρύγου κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, άγνωστου καλλιτέχνη, από σύγγραμμα του 14ου αιώνα).
Οι δεσμεύσεις σε περίπτωση μη αποπληρωμής του δανείου
Επιπρόσθετα, οι δύο Έλληνες υποσχέθηκαν να απέχουν από κάθε νομική δράση, που θα παρέμβαινε στην εξόφληση του δανείου. Δύο εναλλακτικές λύσεις προβλέπονταν στην προκειμένη περίπτωση:
Είτε οι δύο αντιπρόσωποι από το Μονομέρι και το Λόγγο θα εισηγούνταν μία τέτοια πράξη, ή αυτή θα επιδιώκονταν από ένα άλλο άτομο. Εκείνοι θα δωροδοκούσαν αυτό το άτομο για να το παρακινήσουν να εγείρει το ζήτημα του δανείου ή ακόμα ακριβέστερα, του συγκαλυμμένου συμφέροντος που εμπεριείχε, ενώπιον ενός εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Αυτό θα έπρεπε να ήταν απαραιτήτως ένα Λατινικό δικαστήριο, αφού τα επιτόκια ή η τοκογλυφία πάνω σε δάνεια σχετικά με τους λαϊκούς ανθρώπους καταδικάζονταν μόνο από την Λατινική Εκκλησία, αλλά όχι από την Ελληνική Εκκλησία. Έτσι θεωρείται εύλογο ότι οι χωρικοί, αν και Ορθόδοξοι Έλληνες, δεν θα δίσταζαν να φέρουν την υπόθεση τους ενώπιον ενός Λατινικού εκκλησιαστικού δικαστηρίου αν αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους. Στο δεύτερο συμβόλαιο οι δύο Έλληνες επίσης ανέλαβαν να μην επικαλεστούν μία δικαστική ετυμηγορία, για να αποφύγουν ή να καθυστερήσουν την αποπληρωμή του δανείου που είχαν λάβει.
Με μία πρώτη ματιά φαίνεται ότι τα δύο έγγραφα δεν παρέχουν καμία ένδειξη για την κοινωνική και νομική κατάσταση των δύο Ελλήνων ή άλλων κατοίκων των αντίστοιχων χωριών τους, εκ μέρους των οποίων ενεργούσαν. Ωστόσο, το γενικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο που υπήρχε στο Νεγροπόντε την δεκαετία του 1220 και η απεικαζόμενη τοποθεσία των χωριών, όπως επίσης και οι νομικές ρήτρες των δανειακών συμβολαίων, μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα σε αυτή την εκτίμηση. Πραγματικά, αμέσως μετά την κατάκτηση οι Λατίνοι εισήγαγαν στην Εύβοια ή αλλιώς Νεγροπόντε το φεουδαρχικό καθεστώς με το οποίο ήταν εξοικειωμένοι. Αυτοί διαμέρισαν τα περισσότερα από τα εδάφη ανάμεσα στους Λατίνους που εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια, παρόλο που οι Έλληνες μεγιστάνες (magnates greci) ή άρχοντες (archontes), οι οποίοι παρέμειναν στην νήσο διατήρησαν κάποιες από τις κτήσεις τους[12]. Για λόγους σκοπιμότητας οι Λατίνοι διατήρησαν το αγρονομικό, δικαστικό και δημοσιονομικό σύστημα, που κληρονόμησαν από τη Βυζαντινή περίοδο, αλλά προσάρμοσαν τη δομή στις δικές τους ανάγκες και αρχές. Όπως δηλώθηκε από τον Ραβανό Δαλλεκαρτσέρι, αυθέντη της Εύβοιας από το 1208 έως το 1216, «Grecos autem tenebo in eo statu, quo domini Emanuelis imperatoris tempore tenebantur (σ.τ.μ.: Πρέπει να κρατώ τους Έλληνες σε μία τέτοια κατάσταση, όπως τηρούνταν τον καιρό του κυρίαρχου αυτοκράτορα Εμμανουήλ)», μία αναφορά που παραπέμπει στην βασιλεία του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού. Ωστόσο, στην πραγματικότητα σε συμμόρφωση με τις απόψεις τους, οι Λατίνοι κατακτητές θεωρούσαν ολόκληρο τον αγροτικό πληθυσμό ως ανελεύθερο. Σαν αποτέλεσμα συνέβη συνολικά μία ισοπέδωση στις κοινωνικές και νομικές συνθήκες των χωρικών, ενώ ακόμα και οι εναπομείναντες ελεύθεροι χωρικοί, αν είχαν απομείνει κάποιοι τέτοιοι, είχαν αφομοιωθεί μαζί με τους Βυζαντινούς «πάροικους» μέσα στην τάξη των εξαρτώμενων χωρικών, των γνωστών ως «βιλλάνων (villani ή villeins)» στην Λατινική Ρωμανία.
Μέσα από τις κοινωνικοοικονομικές ζυμώσεις που ακολούθησαν την Λατινική κατάκτηση, δημιουργήθηκε η τάξη των εξαρτώμενων χωρικών, των γνωστών ως «βιλλάνων (villani ή villeins)». (Απεικόνιση Δυτικών αγροτών από Γαλλικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα).
Οι βιλλάνοι
Όπως αναφέρθηκε πιο πριν, τα χωριά που μνημονεύονται στα έγγραφα μας, το Μονομέρι και ο Λόγγος, ανήκαν σε έναν Λατίνο αυθέντη τον Γεράρδο ντα Πάρμα, καθώς και στους απογόνους και κληρονόμους του μετά τον θάνατο του.
Αφού αυτά τοποθετούνται στην κεντρική ηγεμονία της Εύβοιας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Έλληνες χωρικοί τους ήταν βιλλάνοι. Αυτή η κατάσταση πιστοποιείται δεόντως από μία ρήτρα στο δεύτερο συμφωνητικό και πιο γενικά, από τη διαδικασία που καθορίζεται και στα δύο συμβόλαια. Είδαμε ότι οι αντιπρόσωποι των δύο χωριών ανέλαβαν προσωπικά να απέχουν από κάθε επιβλαβή πράξη προς τον πιστωτή, αλλά ο τελευταίος προέβλεψε την πιθανότητα ότι αυτή η υποχρέωση θα παρακάμπτονταν αν η ενέργεια αυτή ξεκινούσε από ένα άλλο πρόσωπο υποτελές σε ένα άρχοντα. Η αναφορά είναι σαφής για ένα άλλο μέλος των κοινοτήτων των χωριών, οι οποίες έλαβαν το δάνειο. Έτσι είναι ξεκάθαρο ότι οι κάτοικοι αυτών των δύο χωριών ήταν όντως βιλλάνοι.
Στη Λατινική Ρωμανία η νομική ικανότητα των βιλλάνων ήταν περιορισμένη σε διάφορα πεδία, συμπεριλαμβανομένου και του οικονομικού τομέα. Η νομική πραγματεία του 14ου αιώνα, γνωστή ως «Ασσίζες της Ρωμανίας (Assizes of Romania)», αντικατοπτρίζει τους κωδικοποιημένους κανόνες που εφαρμόζονταν σε φεουδαρχικές περιοχές, όπως η νήσος της Εύβοιας, προφανώς λίγο μετά από την κατάκτηση[13]. Το άρθρο 215, πραγματεύεται ειδικά με δάνεια που λαμβάνονταν από τους βιλλάνους, αλλά τα διακρίνει μεταξύ εμπορικών και άλλων δανείων. Μία παρόμοια εξαίρεση υπάρχει και στην Βενετσιάνική Κρήτη. Στις Ασσίζες καταγράφεται ότι αν ένας χωρικός πάρει ένα μη εμπορικό δάνειο, με την συγκατάθεση ή όχι του άρχοντα του, και είναι ανίκανος ως προς την εξόφληση του, τα κινητά αγαθά του τίθενται προς πώληση, εκτός από ένα ζευγάρι βόδια και ένα γάιδαρο. Επιπρόσθετα, αν ο βιλλάνος δανείζονταν χρήματα για μη εμπορικούς σκοπούς χωρίς την συγκατάθεση του άρχοντα του, δεν μπορούσε να φυλακιστεί κατ’ απαίτηση του πιστωτή. Σε κάθε περίπτωση η γη που διέθετε ο βιλλάνος δεν θα λαμβάνονταν υπόψη, αφού ήταν περιουσία του άρχοντα και εξυπηρετούσε σαν το μείζον κριτήριο για την φορολόγηση των νοικοκυριών των χωρικών.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στη Λατινική Ρωμανία, αν ένας χωρικός έπαιρνε ένα μη εμπορικό δάνειο και δεν μπορούσε να το εξοφλήσει, τα κινητά αγαθά του θέτονταν προς πώληση, εκτός από ένα ζευγάρι βόδια και ένα γάιδαρο. (Μωσαϊκό του 4ου μ.Χ.. με σκηνή τρύγου από το μαυσωλείο Santa Costanza στην Ρώμη).
Οι νομικές δικλίδες ασφαλείας του κώδικα των Ασσιζών.
Οι Ασσίζες δίνουν σαφώς προτεραιότητα στα συμφέροντα του άρχοντα και στην διατήρηση των προσόδων που παρέχονταν από τον βιλλάνο, οι οποίες θα περικόπτονταν αν ο τελευταίος φυλακίζονταν ή τα ζώα του κατάσχονταν.
Αυτά ήταν απαραίτητα για το όργωμα της γης του χωρικού και της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του απέναντι στον άρχοντα του σε μετρητά χρήματα ή σε εργασία. Οι εργατικές υπηρεσίες συχνά περιλάμβαναν την καλλιέργεια των κτημάτων του άρχοντα, όπως επίσης και την μεταφορά διαφόρων αγαθών, ανεξάρτητα αν ο αυθέντης ήταν ένας Λατίνος, ένας Έλληνας άρχοντας, ή το κράτος σε Βενετσιάνικες περιοχές. Ωστόσο, σε αυτές τις περιοχές οι αρχές συντηρούσαν τη Βυζαντινή διάκριση μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων φόρων και υπηρεσιών. Τα συμφέροντα του πιστωτή δεν εξασφαλίζονταν στην ίδια έκταση με αυτά του άρχοντα. Αυτός θα αποζημιώνονταν μόνο στο ποσό που θα αποκομίζονταν από την πώληση των κινητών αγαθών που ανήκαν στον βιλλάνο και αφού δεν είχε καμία νομική ισχύ για να φυλακίσει τον τελευταίο, δεν μπορούσε να ασκήσει πίεση σε αυτόν να αποπληρώσει ολόκληρο το δάνειο. Αν και στην Βενετσιάνικη Κρήτη οι αρχές εισήγαγαν στα 1319 ένα προληπτικό μέτρο για την υποστήριξη του πιστωτή. Οι μεσίτες (messetarii) ή επίσημοι μεσάζοντες διαπραγματεύονταν για λογαριασμό του κράτους και ήταν εντεταλμένοι να αποκαλύψουν την κοινωνική και νομική κατάσταση των δανειοληπτών και εγγυητών προς τον πιστωτή, με σκοπό να αποτρέψουν την εξαπάτηση των τελευταίων από τους βιλλάνους που ενεργούσαν από μόνοι τους, χωρίς την συγκατάθεση των αρχόντων τους ή της πολιτείας αντίστοιχα.
Οι εργατικές υπηρεσίες των «βιλλάνων» περιλάμβαναν την καλλιέργεια των κτημάτων του άρχοντα, όπως επίσης και την μεταφορά διαφόρων αγαθών επ’ ωφελεία του. (Εικονογράφηση μεσαιωνικών χωρικών σε αγροτικές εργασίες από Ιταλικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα).
Η συγκατάθεση του άρχοντα, εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου
Από την άποψη της περιορισμένης νομικής ικανότητας των βιλλάνων σε οικονομικά ζητήματα, ειδικά όσον αφορά τα δάνεια, η συγκατάθεση του άρχοντα παρείχε στον δανειστή κάποιο βαθμό ασφάλειας.
Ο πιστωτής θα μπορούσε να υποθέσει ότι ο άρχοντας δεν θα απέτρεπε τους βιλλάνους του από την αποπληρωμή των αποκτημένων δανείων. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα παιδιά του Γεράρδο ντα Πάρμα, που κληρονόμησαν τα χωριά του Μονομερίου και του Λόγγου, δεν εμφανίζονται με το όνομα τους στις δανειακές συμβάσεις, αλλά μόνο μνημονεύονται συλλογικά. Αυτός είναι ένας καλός λόγος να πιστεύουμε ότι ήταν ακόμα ανήλικα, κάτι το οποίο εξηγεί γιατί τα δάνεια δεν παραδόθηκαν απλά και μόνο με την παρουσία των δύο Ελλήνων. Αυτοί που ήταν μάρτυρες της μεταφοράς των χρημάτων ήταν η χήρα του Γεράρδου ντα Πάρμα, Κούρα Άννα (Çura Anna. σ.τ.μ: Ίσως να αποδίδεται ως «Κυρά Άννα», υποδηλώνοντας ότι ίσως ήταν Ελληνίδα), η οποία προφανώς είχε την νομική ισχύ να ενεργεί για λογαριασμό των τέκνων της, και ο Τζανέλλους ντα Πάρμα (Janellus da Parma), πιθανώς ένας συγγενής του εκλιπόντα, που αναφέρεται ως «baiulus bonorum dicti Gerardi», ή διαχειριστής της κτηματικής περιουσίας του. Στην πραγματικότητα η παρουσία τους εξέφραζε την έγκριση των κληρονόμων για τα δύο δάνεια. Ακόμα επιπρόσθετα, ο πιστωτής ζήτησε από αμφότερους την χήρα του Γεράρδου ντα Πάρμα και τον διαχειριστή της περιουσίας του εγγυήσεις για την διευθέτηση των χρεών. Και όντως αυτοί ανέλαβαν να τα αποπληρώσουν αν οι Έλληνες αποτύγχαναν να το κάνουν. Στην Βενετσιάνική Κρήτη ήταν αρκετά κοινότυπο για έναν πιστωτή που χορηγούσε ένα δάνειο προς ένα άτομο, να ζητά να δίνεται μία εγγύηση από έναν τρίτο, και αυτή η περίπτωση συνέβαινε κατά πάσα πιθανότητα και αλλού στη Λατινική Ρωμανία. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε πρωτύτερα, τα συγκεκριμένα δύο δάνεια για τα οποία γίνεται λόγος είναι απαράμιλλα, αφού εμπλέκουν ολόκληρες κοινότητες χωριών και όχι μόνο άτομα, όπως επίσης είναι μοναδική και η εμφάνιση του άρχοντα των βιλλάνων ως εγγυητή.
Στην χορήγηση του δευτέρου δανείου προς στους κατοίκους των δύο Ευβοϊκών χωριών συναίνεσαν η χήρα του αποθανόντος αυθέντη τους Κούρα Άννα και ένας συγγενής του, ο Τζανέλλους ντα Πάρμα, που ήταν και διαχειριστής της κτηματικής περιουσίας του. (Τυπική απεικόνιση μεσαιωνικού συμβολαιογραφείου του 15ου αιώνα).
Κουράτορες και Βάιλοι
Το λειτούργημα που εκπληρώθηκε από τους δύο Έλληνες, οι όποιοι έλαβαν τα δάνεια, τον Σωτηράκη Πανόπουλο από το Μονομέρι και τον Σωτηράκη Κουροπαλάτη από τον Λόγγο, αξίζει στενότερη προσοχή.
Όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, το έγγραφο όπου εμφανίζονται μαζί αποκαλύπτει ότι ήταν «curatuli et bailivi» των αντίστοιχων χωριών τους. Στην Λατινική Ρωμανία ο τίτλος «βάϊλος (baillivus)» χρησιμοποιούνταν σε έναν αριθμό νομικών ή διοικητικών πλαισίων είτε για έναν επίτροπο που ενεργούσε για λογαριασμό ανηλίκων, είτε για μεμονωμένα άτομα που υπηρετούσαν ως διαχειριστές ιδιωτικών περιουσιών, ή για αξιωματούχους σε διάφορα επίπεδα του διοικητικού μηχανισμού μίας ηγεμονίας, συμπεριλαμβανομένου και του βάϊλου (bailiff) που εξουσίαζε τον Φράγκικο Μορέα στο όνομα του πρίγκιπα του. Ο πρώτος όρος «curatuli», είναι ξεκάθαρα μία Λατινική απόδοση του Ελληνικού «κουράτορες (kouratores)», που πιθανώς αντλείται από το μεσαιωνικό Λατινικό «curatela», το οποίο ερμηνεύεται ως «διαχείριση της περιουσίας». Ο όρος «κουράτορας (kourator)» ήταν Βυζαντινής προέλευσης. Στην Κωνσταντινούπολη αφορούσε αξιωματούχους που ήταν επικεφαλής ενός αριθμού χρηματοοικονομικών και δημοσιονομικών κλάδων της κεντρικής αυτοκρατορικής διοίκησης, που επονομάζονταν «κουρατορεία (kouratoreia)» ή «κουρατορίκια (kouratorikia)». Στις επαρχίες ο «κουράτορας» εμφανίζεται σαν ένας αξιωματούχος με ευθύνη την διαχείριση και την συλλογή φόρων σε μία κτήση ή σε μία διοικητική και δημοσιονομική περιφέρεια. Μερικές φορές οι αξιωματούχοι που υπηρετούσαν σε τέτοιες θέσεις εντός μίας εδαφικής ιδιοκτησίας, επίσης αποκαλούνταν «κουράτορες», όπως παρουσιάζεται στο λεγόμενο «πρακτικόν του Αδάμ», (σ.τ.μ.: ένα φάκελο δημοσιοοικονομικών εγγράφων) που χρονολογείται στα 1073 και το οποίο καλύπτει μία «επίσκεψη (episkepsis, σ.τ.μ.: επιθεώρηση)» σε μία αυτοκρατορική κτήση στην περιοχή της Μιλήτου.
Οι Λατίνοι κληρονόμησαν τους Βυζαντινούς όρους «κουράτορας» και «κουρατόρεια», αλλά τους εφάρμοσαν αποκλειστικά σε σχέση με τις ιδιοκτησίες και τις διοικητικές μονάδες. Με αυτή την έννοια ο όρος έχει όντως το ίδιο νόημα όπως και ο βάϊλος (baillivus), το οποίο εξηγεί την σύζευξη των όρων «curatuli» και «baillivi» στο δεύτερο έγγραφο μας. Αυτοί φέροντας την ευθύνη για την περιουσία που αφήνει ένα αποθανών άτομο, μερικές φορές, αποκαλούνται «κουράτορες», οι οποίοι στην περίπτωση δύο κατοίκων του Χάνδακα (Candia, σ.τ.μ.: Ηράκλειο Κρήτης) διορίστηκαν για αυτό τον σκοπό από τις αρχές στα 1338. Στην δημογραφική επισκόπηση του χωριού Βασιλικάτα (σ.τ.μ.: Βασιλικό Κορινθίας) στην Φράγκικη Πελοπόννησο, που διεξήχθη στα 1365, μνημονεύεται ένας «κουράτορας.» Από τα συμφραζόμενα μπορούμε να συνάγουμε ότι αυτό το άτομο δεν εισέπραττε φόρους στο χωριό, αλλά λάμβανε ένα μικρό μέρος από αυτούς σαν αμοιβή για κάποια αδήλωτη υπηρεσία που εκτελούσε. Από το άλλο χέρι, στην νήσο της Κέρκυρας, κάτω από την κυριαρχία του βασιλιά Κάρολου Β’ της Σικελίας (King Charles II of Sicily, 1285-1309), ο όρος «κουράτορας» εφαρμόζονταν στα 1294 σε έναν τομέα, όπου θεωρούνταν μία διοικητική μονάδα.
Στην Βυζαντινή αυτοκρατορία μία από τις κύριες αρμοδιότητες του «κουράτορα» ήταν η διαχείριση και η συλλογή φόρων. (Μικρογραφία από Βυζαντινό χειρόγραφο, όπου απεικονίζεται χωρικοί να καταβάλουν τις εισφορές τους σε ένα αξιωματούχο).
Οι αρμοδιότητες του «κουράτορα»
Η πιο λεπτομερής πληροφόρηση σχετικά με τις λειτουργίες του «κουράτορα» και την φύση της «κουρατορίας» εμφανίζεται σε έγγραφα που αφορούν την Βενετσιάνικη Κρήτη.
Ο «κουράτορας» διορίζονταν από τον κάτοχο μίας κτηματικής περιουσίας για διάφορες χρονικές περιόδους, συνήθως για ένα χρόνο, ανάμεσα από τους κατοίκους ενός χωριού ή ήταν φερμένος σε αυτό από κάπου αλλού. Αυτός ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση ενός χωριού ή μίας κτήσης, με αντάλλαγμα ένα μισθό σε είδος ή μετρητά. Απασχολούνταν δε με όλα τα προβλήματα που αφορούσαν τη γη, που είχε παραχωρηθεί ή ενοικιαστεί από τους χωρικούς και διευθετούσε τις μεταξύ τους διενέξεις. Επιπρόσθετα, συνέλλεγε τους φόρους τους οποίους όφειλαν στον αυθέντη τους. Περιστασιακά, βοηθούσε τους αξιωματούχους του Βενετσιάνικου κράτους στην αναζήτηση στοιχείων γύρω από τους βιλλάνους και τους φόρους τους. Έτσι στα 1339 η Βενετσιάνικη Σύγκλητος αποφάσισε να πάρει την συνδρομή των «κουρατόρων» ή των «gastaldiones» των Κρητικών χωριών[14], για να αποκτήσει πληροφορίες γύρω από τους φόρους στους οποίους υπόκειντο οι βιλλάνοι. Στην Κρήτη ο άρχοντας ενός χωριού, ο ιερέας του και ο κουράτορας του, υποτίθεται ότι γνώριζαν όλους όσους ζούσαν εκεί, και τους επιβάλλονταν βαρύ πρόστιμο αν απέκρυπταν φυγάδες σκλάβους ή βιλλάνους και δεν αποκάλυπταν την παρουσία τους στους αξιωματούχους του κράτους. Ένας κανονισμός που εκδόθηκε πριν τα 1393 μνημονεύει ένα πρόστιμο 100 υπέρπυρων, που επιβλήθηκε πάνω σε έναν άρχοντα, άλλων 50 υπέρπυρων πάνω στον ιερέα και ένα ίσο ποσό πάνω στον «κουράτορα». Αφού η υπηρεσία του κουράτορα δεν ήταν μόνιμη, το ποσό του προστίμου του δεν μπορεί να θεωρηθεί μία αντανάκλαση της θέσης του στην κοινωνική ιεραρχία του χωριού.
Λόγω της απουσίας επαρκών πληροφοριών, είναι αδύνατον να προσδιοριστεί αν οι αρμοδιότητες του «κουράτορα» ήταν λίγο έως πολύ οι ίδιες σε όλη την Λατινική Ρωμανία, παρόλο που φαίνεται πολύ πιθανό. Σε κάθε περίπτωση, η επιβαλλόμενη συνεργασία με τις κρατικές αρχές ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα στις Βενετσιάνικες περιοχές. Οι λειτουργίες του «κουράτορα» φέρουν ισχυρές ομοιότητες με εκείνες των πρεσβύτερων του χωριού, που αναφέρονται ως «γέροντες» ή «πρωτογέροντες» στο Βυζάντιο[15], από την Καλαβρία στη δύση έως την Μακεδονία στα ανατολικά, μερικές φορές επίσης ως «anciani», «homines antiqui» ή «seniors» στον Φράγκικο Μορέα και ως «veterani» στις Βενετσιάνικες αποικίες. Οι πρεσβύτεροι του χωριού εμφανίζονται επίσης αργότερα, κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία. Επομένως, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο, να εξετάσουμε την σχέση μεταξύ του «κουράτορα» και του πρεσβύτερου του χωριού.
Κατά την Λατινοκρατία ο «κουράτορας» διορίζονταν από ένα τιμαριούχο για ορισμένο χρόνο και ήταν επιφορτισμένος με την διοίκηση της κτηματικής περιουσίας του, λαμβάνοντας ως ανταμοιβή ένα μισθό σε είδος ή μετρητά. (Εικονογράφηση χωρικών του μεσαίωνα κατά τον θερισμό υπό την άγρυπνο βλέμμα ενός επιστάτη σε σύγγραμμα του 1310).
Ποιοι εισέπρατταν τους φόρους στη μεσαιωνική Εύβοια.
Οι πρεσβύτεροι του χωριού καλούνταν συχνά να προσδιορίσουν τα εδαφικά σύνορα, μία σημαντική αρμοδιότητα, όσον αφορά τα δικαιώματα των αντιμαχόμενων μερών στη αμφισβήτηση ακίνητης περιουσίας και τις επιβαλλόμενα δημοσιονομικά βάρη, τα οποία επιβάλλονταν πάνω στους χωρικούς.
Επιπρόσθετα, εκχωρούσαν την εγκαταλειμμένη γη και περιστασιακά τους ζητούνταν να παρέχουν πληροφορίες για την προσωπική κατάσταση των χωρικών που κατοικούσαν στα χωριά τους. Στο άρθρο 175 των «Ασσίζων της Ρωμανίας», καθορίζεται ότι η μαρτυρική κατάθεση των βιλλάνων γίνονταν παραδεκτή σε δικαστικές υποθέσεις, που ενέπλεκαν εδάφη ή την υποταγή ενός ατόμου σε ένα συγκεκριμένο αυθέντη. Οι πρεσβύτεροι του χωριού ήταν επιφορτισμένοι με την είσπραξη των φόρων για λογαριασμό ενός αυθέντη και επιπρόσθετα για λογαριασμό του κράτους στις Βενετσιάνικες περιοχές. Στα 1407 η Σύγκλητος διαπραγματεύτηκε με τους «veterani» των περιοχών της Κορώνης και της Μεθώνης, που ήταν υπεύθυνοι για την συλλογή φόρων στα αντίστοιχα χωριά τους. Ένας «πρωτογέροντας των Μεγάρων» μνημονεύεται στα 1400 πως είχε προσκομίσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στο θησαυροφυλάκιο της Φραντζέσκα Ατζαγιόλι (Francesca Acciaiuoli), της χήρας του Κάρλο Τόκκο (Carlo Tocco), του αυθέντη των Μεγάρων, προερχόμενο ξεκάθαρα από την συλλογή φόρων στην περιφέρεια του τελευταίου. Οι πρεσβύτεροι των χωριών συγκαλούσαν συσκέψεις των συγχωριανών τους για να μεταδώσουν τις εντολές του αυθέντη ή του (σ.τ.μ.: Βενετσιάνικου) κράτους και σαν δικαστικοί εκπρόσωποι παρέδιδαν κλητεύσεις και συνέλεγαν μαρτυρικές καταθέσεις. Στην Κορώνη τρεις από αυτούς διορίζονταν ετησίως από τους Βενετσιάνους καστελλάνους για να βοηθούν στην εκδίκαση των υποθέσεων, στις οποίες εμπλέκονταν Έλληνες χωρικοί. Οι πρεσβύτεροι του χωριού απολάμβαναν κάποιο δημοσιονομικό αντιστάθμισμα ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους. Στις περιφέρειες της Κορώνης και της Μεθώνης αυτή συνίστατο σε μία μείωση των φόρων τους, όπως οι ναυτικοί που εκτελούσαν ναυτιλιακή υπηρεσία κατ’ απαίτηση του (σ.τ.μ.: Βενετσιάνικου) κράτους.
Οι αρμοδιότητες του «κουράτορα» φέρουν ισχυρές ομοιότητες με εκείνες των πρεσβύτερων του χωριού, που αναφέρονται ως «γέροντες» ή «πρωτογέροντες» στο Βυζάντιο. (Μικρογραφία Βυζαντινού χειρόγραφου που απεικονίζει ένα «κουράτορα» να εισπράττει φόρους από χωρικούς. Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά).
Οι αρμοδιότητες του κουράτορα και των πρεσβύτερων.
Έχει προταθεί ότι οι πρεσβύτεροι του χωριού εκλέγονταν από την δική τους κοινότητα, το οποίο μπορεί να προεξοφληθεί με ασφάλεια σε μία παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, όπως του Βυζαντίου ή της Λατινικής Ρωμανίας ή ότι επιλέγονταν από τον αυθέντη μεταξύ των ανώτερων μελών της κοινωνίας του χωριού, με βάση την ευμάρεια και την εμπειρία τους.
Ωστόσο φαίνεται ότι η κοινωνική θέση της οικογένειας τους, παρά η ατομική τους, ήταν ο κύριος παράγοντας που προσδιόριζε την επιλογή τους από τον αυθέντη ή το (σ.τ.μ.: Βενετσιάνικο) κράτος. Αυτή η θέση, που συχνά υποστηρίζονταν από κάποιο πλούτο, ήταν ιδιαίτερα πλεονεκτική και για τα δύο διαλαμβανόμενα μέρη. Πραγματικά, οι χωρικοί μπορούσαν να διατηρούν την δική τους παραδοσιακή αρχή και διοίκηση με κάποιο βαθμό σεβασμού, όπως επίσης και να συμμορφώνονται στις εντολές του αυθέντη ή του (σ.τ.μ.: Βενετσιάνικου) κράτους. Την ίδια στιγμή, η ενάσκηση των αρμοδιοτήτων τους ως πρεσβύτεροι του χωριού, για λογαριασμό ή με την υποστήριξη του αυθέντη ή του (σ.τ.μ.: Βενετσιάνικου) κράτους, ενδυνάμωνε την θέση τους μέσα στην κοινότητα του χωριού τους. Ωστόσο, δεν αποτελεί έκπληξη, όταν διακόπτονταν η λειτουργία της αγροτικής οικονομίας σε δυσμενείς περιστάσεις, όπως οι Τουρκικές εισβολές στην Πελοπόννησο από τα τέλη του 14ου αιώνα, που ορισμένοι χωρικοί έφυγαν από τις οικίες τους για να αποφύγουν το βάρος και την ευθύνη, ειδικά μίας χρηματοοικονομικής φύσεως, που είχαν να ανταπεξέλθουν ως πρεσβύτεροι του χωριού.
Τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τον «κουράτορα» και τον πρεσβύτερο του χωριού στη Λατινική Ρωμανία, φανερώνουν μία εκπληκτική ομοιότητα στις λειτουργίες τους και η θητεία τους στο αξίωμα γενικά διαρκούσε έναν χρόνο. Εντούτοις, είναι θεμιτό να αναρωτηθούμε, αν στην πραγματικότητα είναι πανομοιότυπα,, παρόλο που προσδιορίζονται από διαφορετικούς όρους. Ή αν ήταν διαφορετικά, γιατί οι αυθέντες διόριζαν «κουράτορες», αφού οι πρεσβύτεροι του χωριού ήταν δυνητικά τόσο αποτελεσματικοί μεσάζοντες στην διοίκηση των χωριών τους; Θα έθετα ότι παρά όλες τις εμφανίσεις, οπωσδήποτε υπήρχε μία διαφορά μεταξύ των δύο. Οι χωρικοί διορίζονταν επίσημα ως πρεσβύτεροι του χωριού από τους αυθέντες τους ή το (σ.τ.μ.: το Βενετσιάνικο) κράτος αντίστοιχα, και δεν είχαν άλλη επιλογή αλλά να εκπληρώσουν τις αρμοδιότητες οι οποίες τους είχαν ανατεθεί. Ωστόσο, αφού αυτές οι αρμοδιότητες ήταν βαριές, περιορίζονταν στον ένα χρόνο, μετά τον οποίο το φορτίο μεταβιβάζονταν από τον αυθέντη ή το (σ.τ.μ.: Βενετσιάνικο) κράτος σε έναν άλλο χωρικό του ίδιου χωριού. Από την άλλη πλευρά, οι «κουράτορες» φαίνεται να είχαν αναλάβει εθελοντικά τις αρμοδιότητες τους, αφού ήλθαν σε συμφωνία με έναν αυθέντη ή την πολιτεία στις Βενετσιάνικες περιοχές. Αυτή η ερμηνεία υποστηρίζεται από το γεγονός ότι περιστασιακά τους έφερναν από άλλες τοποθεσίες, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, ότι μερικές φορές ήταν υπεύθυνοι για μία ιδιωτική κτήση, που περιλάμβανε αρκετά χωριά και όχι μόνο ένα όπου εκείνοι κατοικούσαν, και τέλος, ότι αυτοί αποκαλούνταν ευκαιριακά «βάϊλοι» ή «gastaldiones», όροι που ισχύουν για έμμισθους αξιωματούχους επιφορτισμένους με την διοίκηση. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ότι ντόπιοι χωρικοί κάποιου κύρους να έρχονταν σε συμφωνίες με τον αυθέντη τους ή το (σ.τ.μ.: το Βενετσιάνικο) κράτος με σκοπό να υπηρετήσουν ως «κουράτορες», σε αντάλλαγμα χρηματοοικονομικής ανταμοιβής ή για να ενισχύσουν την θέση τους στην κοινότητα του χωρίου τους. Σε διάφορες περιπτώσεις ο αυθέντης μπορεί να θεωρούσε ότι σαν έμμισθος αξιωματούχος, ο «κουράτορας» θα ήταν πιο επιμελής και αποτελεσματικός από έναν πρεσβύτερο του χωριού, με την ελπίδα να επαναδιοριστεί μετά την λήξη της ετήσιας θητείας του στο αξίωμα.
Αγιογραφική σκηνή από το βόρειο παρεκκλήσι του ναού της Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας του ύστερου 14ου/πρώιμου 15ου αιώνα. Σε αυτήν παριστάνεται ο Απόστολος Ανδρέας να κηρύττει σε μία ομήγυρη ατόμων, τα οποία φοράνε εκλεπτυσμένο Ευρωπαϊκό ρουχισμό, αντικατοπτρίζοντας την ενδυμασία που έφεραν οι Λατίνοι αριστοκράτες του μεσαιωνικού Νεγροπόντε.
Γιατί ζήτησαν το δάνειο οι χωρικοί
Η εμφάνιση των πρεσβυτέρων του χωριού στις περιοχές της Ρωμανίας που κατακτήθηκαν από τους Λατίνους, είναι σαφώς μία αντανάκλαση της συνέχειας του κοινωνικού ιστού των Ελλήνων χωρικών, όπως επίσης και στην δομή και λειτουργία της Βυζαντινής επαρχιακής κοινωνίας.
Στην Λατινική Ρωμανία, όπως και πριν από την Δ’ Σταυροφορία, οι συλλογικές δημοσιονομικές υποχρεώσεις απέναντι στον αυθέντη ή στην πολιτεία μόνο σε Βενετσιάνικες περιοχές, ενεργούσε σαν ένας ισχυρός παράγοντας της κοινωνικής συνοχής. Σε διάφορες περιπτώσεις οι κοινότητες των Βυζαντινών χωριών λειτουργούσαν σαν κοινωνικά και νομικά σώματα, που υπερασπίζονταν τα συλλογικά εδαφικά συμφέροντα τους ή τους υδάτινους πόρους τους, υιοθετώντας κοινές συμπεριφορές στα θέματα της φορολόγησης, ενάγοντας άλλους ή εγκαλούμενοι οι ίδιοι. Υπάρχει ένας καλός λόγος να πιστεύουμε ότι επίσης τέτοια ήταν και η κατάσταση κάτω από την Λατινική εξουσία. Στις περιπτώσεις που συζητούνται εδώ, επισημάναμε ότι περιστασιακά κοινότητες χωριών ενεργούσαν επίσης συλλογικά για να αποκτήσουν δάνεια. Μία τέτοια πρωτοβουλία συνεπάγονταν έναν υψηλό βαθμό αλληλεγγύης και αμοιβαίας ευθύνης ανάμεσα τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι κοινότητες του Μονομερίου και του Λόγγου, που αιτήθηκαν τα δάνεια, αντιπροσωπεύονταν από τους αντίστοιχους «κουράτορες» τους και όχι από τους πρεσβύτερους του χωριού. Αυτό συνεπάγεται ότι παρότι ήταν ένας έμμισθος αξιωματούχος εκείνο τον καιρό, ο καθένας από αυτούς τους «κουράτορες» ανήκε σε μία επιφανή οικογένεια και απολάμβανε ένα ισχυρό κοινωνικό κύρος μέσα στην δική του κοινότητα.
Τα δάνεια που ζητήθηκαν από τους δύο «κουράτορες» για λογαριασμό των αντίστοιχων κοινοτήτων των χωριών τους, υποδηλώνουν κάποιο κοινό οικονομικό συμφέρον ανάμεσα σε όλα τα μέλη των τελευταίων. Επιπλέον, αφού οι «κουράτορες» ενεργούσαν μαζί και αναλάμβαναν την κοινή ευθύνη για την εξόφληση του δεύτερου δανείου, μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι τα χρήματα προορίζονταν για ένα συλλογικό έργο, επωφελές και στα δύο χωριά τους. Η καλλιέργεια των αμπελώνων, η οποία αναφέρεται στο δεύτερο έγγραφο μας, δεν αρμόζει σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Η κατασκευή υδάτινων αγωγών για άρδευση και την τροφοδοσία μύλων ή η ανέγερση των τελευταίων φαίνεται μακράν πιο πιθανό τόλμημα, ειδικά μέσα από την άποψη της εικαζόμενης τοποθεσίας των δύο χωριών κοντά στην πόλη του Νεγροπόντε. Η περιοχή του ποταμού Λήλαντα απολάμβανε μία αρκετά άφθονη παροχή σε νερό, που την εκμεταλλεύονταν ήδη από την Βυζαντινή περίοδο. Μία επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ (Innocent III), χρονολογούμενη στα 1209 και έτσι λίγο μετά την κατάκτηση της Εύβοιας, αναφέρεται σε αρδευόμενα περιβόλια και οπωρώνες στην επισκοπή του Νεγροπόντε[16]. Είναι σημαντικό, αν και μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα στα 1429, ότι ο αξιωματούχος που ήταν υπεύθυνος για την διανομή του νερού στο Ληλάντιο πεδίο αποκαλούνταν ως «ποταμάρχης (potamarcho), ένας Ελληνικός όρος που κληροδοτήθηκε προφανώς από την Βυζαντινή περίοδο. Σε κάθε περίπτωση, μία επένδυση σε διοχέτευση νερού θα ήταν επωφελής όχι μόνο στους χωρικούς του Μονομερίου και του Λόγγου, αλλά τελικά επίσης και στους αυθέντες τους, που θα ήταν σε θέση να συλλέξουν υψηλότερους φόρους. Αυτό εξηγεί την προθυμία της χήρας τους Γεράρδο ντα Πάρμα, η οποία ασκούσε την νομική ισχύ για λογαριασμό των παιδιών της, τους πραγματικούς αυθέντες των δύο χωριών, όπως και εκείνη του διαχειριστή της περιουσίας του εκλιπόντα, να επιτρέψουν στους χωρικούς να πάρουν δάνεια και πολύ περισσότερο να εγγυηθούν την αποπληρωμή τους.
Αεροφωτογραφία των δύο πύργων του Μύτικα, που δεσπόζουν πάνω από την κοίτη του ποταμού Λήλαντα. O David Jacoby εκτιμά ότι τα χωριά Μονομέρι και Λόγγος, τα οποία αναφέρονται στις δύο δανειακές συμβάσεις του 13ου αιώνα, βρίσκονταν στην περιοχή του Ληλάντιου πεδίου.
Οι καταστάσεις που αύξησαν την παροχή ρευστότητας στο Νεγροπόντε
Τα δύο έγγραφα μας παρέχουν αποδείξεις, που δεν έχουν βρεθεί μέχρι τώρα στο Βυζάντιο ή στην Λατινική Ρωμανία, γύρω από δάνεια που ζητήθηκαν και αποκτήθηκαν από ολόκληρες κοινότητες χωριών.
Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί αν η πρωτοβουλία των τελευταίων αντανακλά κάποια αλλαγή στην λειτουργία της Ευβοϊκής οικονομίας στον πρώιμο 13ο αιώνα. Οι εξαναγκασμοί που επιβάλλονταν προηγούμενα από τους Έλληνες άρχοντες και ο περιοριστικός έλεγχος του Βυζαντινού κράτους πάνω στην οικονομία εξαφανίστηκε με την Λατινική κατάκτηση, και οι Λατίνοι κέρδισαν απευθείας πρόσβαση στα χωριά και στους πόρους τους, είτε ως αυθέντες, είτε ως έμποροι. Αυτή η εξέλιξη αναμφίβολα τους παρακίνησε να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας επενδύοντας χρήματα και εργασία, ειδικά στην παραγωγή αγαθών που προορίζονταν για εξαγωγές. Οι νέες καταστάσεις επίσης δημιούργησαν μία μεγαλύτερη ροή ρευστού και επαύξησαν την διαθεσιμότητα των πιστώσεων, ειδικά σε μείζονα λιμάνια, όπως το Νεγροπόντε, το οποίο γνώρισε μία έντονη οικονομική δραστηριότητα. Οι κοινότητες των χωριών του Μονομερίου και του Λόγγου εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις περιστάσεις για να αποκτήσουν δάνεια από αυτή την πόλη.
Ο τελευταίος αυθέντης αυτών των δύο χωριών, ο Γεράρδο ντα Πάρμα, ανήκε σε μία ομάδα εμπόρων που εγκαταστάθηκαν στο Νεγροπόντε, προσερχόμενοι από την Μοντένα (Modena), την Πάρμα (Parma), την Κρεμόνα (Cremona), την Πιασέντζα (Piacenza) και άλλες πόλεις της Ιταλικής ενδοχώρας, γνωστές για τις εμπορικές και τραπεζικές δραστηριότητες τους. Αυτοί οι έμποροι ήταν σε στενή επαφή με περιοδεύοντες μεταπράτες από την περιοχή της καταγωγής τους, εμπλεκόμενοι σε κοινές επιχειρησιακές ενασχολήσεις και πιστωτικές δραστηριότητες, ενώ επένδυσαν κεφάλαιο στις ναυτικές συναλλαγές. Η οικειότητα του Γεράρδο ντα Πάρμα με αυτούς και ειδικά με τον Γεράρδο Φερράριο από την Πιασέντζα, αναμφίβολα διευκόλυνε την πρόσβαση των Ελλήνων από το Μονομέρι και τον Λόγγο σε πηγές πιστώσεων.
Η άρση των οικονομικών περιορισμών του Βυζαντινού κράτους από τους Λατίνους μετά το 1204, δημιούργησε νέες εμπορικές προοπτικές για μείζονα λιμάνια, όπως το Νεγροπόντε, στο οποίο αναπτύχθηκε μία ανθηρή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα. (Χαλκογραφία του Νεγροπόντε και του προαστίου στα 1687, από το σύγγραμμα του Άγγλου εμπόρου Bernard Randolph «The present state of the Islands in the Archipelago…»).
Επίλογος
Επιπρόσθετα στα δάνεια που αποδόθηκαν στους Ευβοείς χωρικούς στα 1225, ο υπόψη έμπορος επένδυσε επίσης περίπου τον ίδιο καιρό, ένα ποσό 480 υπέρπυρων σε ένα κοινό ναυτικό τόλμημα μαζί με τον Αλμπερτίνο Φερράριο (Albertino Ferrario), έναν συγγενή του από το Ρονκαρόλο (Roncarolo), μία τοποθεσία κοντά στην Πιασέντζα.
Μετά τον θάνατο του Γεράρδο Φερράριο η χήρα του που παρέμεινε στο Νεγροπόντε, πέτυχε μία ετυμηγορία στις 3 Ιανουαρίου 1229, μέσω της οποίας εντέλλονταν ο Αλμπερτίνο να αποπληρώσει αυτό το ποσό και στο οποίο θα είχε προστεθεί το κέρδος που είχε αποφέρει. Στις 7 Μαρτίου 1232, ξανά στο Νεγροπόντε, αυτή έλαβε το τελευταίο χρηματικό υπόλοιπο που της χρωστούσε ακόμα ο συγκεκριμένος συγγενής της. Ο Τζιοβάννι ντα Ριβόλτα (Giovanni da Rivolta), που προέρχονταν από ένα χωριό κοντά στη περιοχή της Πιασέντζα, ανήκε επίσης στην ίδια ομάδα εμπόρων που εγκαταστάθηκαν στην πόλη του Νεγροπόντε. Πραγματικά, αυτός εμφανίζεται σαν μάρτυρας στις δύο δανειακές συμβάσεις στα 1225, που αφορούσαν το Μονομέρι και τον Λόγγο, όπως επίσης και σε έγγραφα του 1229 και 1232, που πραγματεύονταν το ναυτικό δάνειο του Γεράρδο Φερράριο.
Οι βραχυπρόθεσμες κοινωνικές επιπτώσεις της Λατινικής κατάκτησης επί της αγροτικής κοινωνίας της Ρωμανίας είναι περισσότερο δύσκολο να καταδειχθούν από ότι οι οικονομικές. Στην Κρήτη, για την οποία έχουμε πλούσιες αποδείξεις, οι αυθέντες βασίζονταν όλο και περισσότερο στους ενοικιαστές και στους έμμισθους εργάτες για την καλλιέργεια της γης τους. Μερικοί από αυτούς ήταν Έλληνες από χωριά διαφορετικά από τις τοποθεσίες που βρίσκονταν αυτά τα εδάφη, ενώ άλλοι ήταν Λατίνοι. Μακροπρόθεσμα αυτός ο παράγοντας άσκησε μία ανασταλτική επίδραση στην κοινωνία του χωριού. Δεν έχουμε παρόμοια αποδεικτικά στοιχεία για τους χωρικούς της Εύβοιας, για τους οποίους η τεκμηρίωση είναι οπωσδήποτε ανεπαρκής, όπως προαναφέρθηκε νωρίτερα. Ωστόσο, από τα δύο έγγραφα μας, μπορούμε να συνάγουμε ότι οι κοινότητες των χωριών αυτής της νήσου διατηρούσαν ακόμα μία ισχυρή συνοχή κατά την δεκαετία του 1220.
«L’Arcipelago Con tutte le Isole, Scogli Secche, e Bassi Fondi», Marco Boshini (1613-1678). Venice: Francesco Nicolini, 1658. Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας», συλλογή Ιωάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999.
Παραπομπές
[1] Σ.τ.μ.: Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε στο συλλογικό έργο «Porphyrogenita : essays on the history and literature of Byzantium and the Latin East in honour of Julian Chrysostomides», Νο 18, pages 239 – 252, ed. by Charalambos Dendrinos, Jonathan Harris, Eirene Harvalia – Crook and Judith Herrin, USA: Ashgate, 2003.
[2] Σ.τ.μ.: Στην αρχαία Ρώμη και έπειτα στο Βυζάντιο, ο «κουράτωρ» ήταν αξιωματούχος που αναλάμβανε την επιμέλεια ενός έργου ή επόπτευε τα βασιλικά κτήματα. Ενίοτε δε ήταν επιφορτισμένος με την συλλογή φόρων. Το λειτούργημα του αποκαλούνταν «κουρατορία» ή «κουρατορεία».
[3] Piacenza, Archivio di Stato, Ospizi Civili, Diplomatico, Atti privati, b. 13, nos. 5 & 4.
[4] Στην πραγματικότητα, στα 1216 καθεμία από αυτές τις τρείς κύριες ηγεμονίες κατέχονταν από κοινού από δύο αυθέντες (σ.τ.μ: τους εκτημόριους).
[5] Η χήρα του μαρτυρείται ότι ζούσε στο Νεγροπόντε στα 1229 και 1232.
[6] Ο Λατίνος συμβολαιογράφος μετέγραψε τα ονόματα των δύο Ελλήνων ως Sotericus Panapuli και Sotiricus Coropolatus. Το «Logi» όπως παρατίθεται στο χειρόγραφο δεν είναι ένα πιθανό τοπωνύμιο. Ο συμβολαιογράφος ενδεχομένως να έχει παραλείψει μία συντομογραφία επάνω από το γράμμα «ο». Η ονομασία Λόγγος μαρτυρείται σε αρκετές περιοχές της Ρωμανίας.
[7] Παραδόξως, στο πρώτο έγγραφο ο συμβολαιογράφος συγχέει τον Γεράρδο ντα Πάρμα με τον Γεράρδο Φερράριο, μνημονεύοντας τον τελευταίο πρώτα σαν πιστωτή και κατόπιν σαν αποθανόντα αυθέντη των χωριών. Η δεύτερη ιδιότητα είναι καθαρά ένα σφάλμα εκ παραδρομής λόγω της ομωνυμίας των δύο ατόμων, που και οι δύο αναφέρονται στο καταστατικό.
[8] Είναι ασαφές από ποια χρονολογία ο Ναρζότο κατείχε την κεντρική Εύβοια. [Σ.τ.μ.: Εκείνη την περίοδο οι βαρώνοι της κεντρικής Εύβοιας ήταν ο Γουλιέλμος Α’ ντα Βερόνα (Guglielmo I da Verona, 1217 – 1268 ή ίσως το 1263) και ο Αλμπέρτο ντα Βερόνα (Alberto da Verona, 1217 – περί το 1230), σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες διαδοχές των βαρονιών της νήσου. Στην Ισαβέλλα και στην Μπέρτα Δαλλεκαρτσέρι είχε απονεμηθεί το τριτημόριο της νότιας Εύβοιας, ενώ ο Ναρζότο Δαλλεκαρτσέρι εμφανίζεται στις ιστορικές πηγές μεταγενέστερα, περί το 1247].
[9] Πιθανότατα συνέβηκε η δεύτερη περίπτωση, κρίνοντας από την παρουσία των εγγράφων που καταγράφονται τα δάνεια στην Πιασέντζα. Ο Γεράρδο Φερράριο τα πήρε μαζί σε ένα από τα ταξίδια του σε αυτή την πόλη και τα άφησε εκεί ή αλλιώς μπορεί να μεταφέρθηκαν αργότερα στην Ιταλία από την χήρα του.
[10] Μια τέτοια πληροφόρηση επίσης απαιτούνταν κάτω από τους όρους διαφόρων μισθώσεων αμπελώνων, ωστόσο για άλλους σκοπούς, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ο έλεγχος από τον ιδιοκτήτη επάνω στην συγκομιδή, την διαλογή των καρπών, όπως επίσης και στην υψηλή ποιότητα των σταφυλιών, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή κρασιού.
[11] Μία κάπως παρόμοια ρήτρα παρουσιάζεται σε μια σύμβαση μίσθωσης, που συνάφθηκε στην Κρήτη στα 1327, σύμφωνα με την οποία ένας ενοικιαστής δεσμεύτηκε να μην μετακινήσει τα σιτηρά από την σιταποθήκη, πριν πληρώσει το ετήσιο οφειλόμενο μίσθωμα.
[12] Σε επιστολές που συντάχθηκαν μεταξύ του 1208 και 1214, ο Μιχαήλ Χωνιάτης αναφέρεται σε έναν από τους τοπικούς Έλληνες μεγιστάνες, τον Χαλκούτζη, έναν θεματικό και κτηματικό άρχοντα, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τα παιδιά και την περιουσία του στην Εύβοια (σ.τ.μ.: τα πρώτα χρόνια της Λατινοκρατίας στην νήσο).
[13] Η συλλογή των Ασσίζων χρονολογείται μεταξύ του 1333 και 1346.
[14] Σ.τ.μ.: Στις Βενετσιάνικες κτήσεις ως «gastaldiones» αποκαλούνταν οι τοπικοί κρατικοί αντιπρόσωποι, που επιλέγονταν μέσα από τον γηγενή πληθυσμό.
[15] Σ.τ.μ.: Αντίστοιχα την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι επικεφαλής των Ελληνικών χωριών επονομάζονταν «δημογέροντες», «προεστούς», «πρόκριτοι», ή «κοτζαμπάσηδες».
[16] Innocent III, Epist. XI, 256, PL 215, col. 1560.