Γ. Λόης – Ψηφιακή επεξεργασία: Β. Κατσός.
Τα μυστικά, οι θρύλοι και οι ιστορικές αλήθειες που συνοδεύουν μία από τις πρώτες λατινικές οχυρώσεις της Εύβοιας. Ποιο ρόλο έπαιξε την Επανάσταση του 1821.
Ενδεικτική βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου:
1. «Η αποκάλυψη των φυσικών και ιστορικών θησαυρών της Εύβοιας (σελίδες 306 έως 308)», Αλέξανδρος Καλέμης, εκδόσεις «Κίνητρο Ευμορφία Καλέμη», δεύτερη έκδοση, Αθήνα, 2002.
2. «Οχυρώσεις στην Εύβοια», Θεόδωρος Σκούρας, ΑΕΜ, τόμος Κ’ (σελίδες 335 έως 337 και 343), Αθήνα, 1975.
3. «The Latins in the Levant. A history of Frankish Greece», William Miller, pages 398, 399, 438, 461, 479, ed. E. P. Dutton and Company, New York, 1908.
4. «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Σπυρίδων Τρικούπης, εκδόσεις «ΣΕΛΕΝΑ εκδοτική Α. Ε.», τόμος 2, κεφάλαιο Κ’ (σελίδες 23 – 24), κεφάλαιο ΚΗ’ (σελίδες 148 έως 155), τόμος 3, κεφάλαιο ΜΔ’ (σελίδες 79 – 80), Αθήνα, 2013.
5. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. (ανατύπωση 2015), «Η Ελληνική επανάσταση», τόμος 27 (σελίδες 189 – 190), τόμος 28 (σελίδες 26 – 27, 106 και 142 έως 145).
6. http://www.unil.ch/esag/databases/biblio/ Ανακοίνωση: «Το Ριζόκαστρο του Αλιβερίου στα πλαίσια της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα», Σταύρος Μαμαλούκος, 2013 (ανακτημένο από την ιστοσελίδα της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα, 01-11-2016).
7. http://www.kastra.eu/ Ριζόκαστρο.
8. http://www.kimis-aliveriou.gr/ Ιστορία – Αξιοθέατα.
9. http://fmg.ac/Projects/MedLands/Latin Lordships in Greece/ (Όσον αφορά τις γενεαλογίες των δυναστικών οίκων στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα).
10. https://en.wikipedia.org/ Roman Catholic Archdiocese of Athens (Όσον αφορά χρονολογικά στοιχεία για τον Ρωμαιοκαθολικό αρχιεπίσκοπο Αθηνών Nicolo Protimo).
Που βρίσκεται το Ριζόκαστρο Αλιβερίου.
Στην Εύβοια εντοπίζονται πάρα πολλά μεσαιωνικά μνημεία τα οποία παραπέμπουν στη δαιδαλώδη και πολυτάραχη ιστορική εποχή της Λατινοκρατίας, οδηγώντας τους μελετητές δίκαια να τη χαρακτηρίζουν ως «το νησί των οχυρώσεων».
Κάστρα που επιμένουν να ορθώνουν το ανάστημα τους, κόντρα στην προφανή εγκατάλειψη τους σήμερα, εκτός ελάχιστων αξιέπαινων εξαιρέσεων, όπως οι αναπαλαιωμένοι πύργοι στο Βασιλικό και τα Πολιτικά. Ορισμένες οχυρώσεις κρύβονται σε μέρη δύσβατα και τις αναζητούν μόνο κάποιοι επίμονοι περιηγητές. Άλλες πάλι, βρίσκονται σε κοινή θέα εντυπωσιάζοντας απρόσμενα τους εκάστοτε επισκέπτες.
Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται το μεσαιωνικό φρούριο του Ριζόκαστρου. Στεφανώνει την κορυφή ενός βραχώδους κωνικού λόφου με υψόμετρο 170 μέτρα, σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου στην ευθεία νοτιοανατολικά του οικισμού Μηλάκι Αλιβερίου[1] και είναι ορατό από τον επαρχιακό δρόμο Αλιβερίου – Κύμης. Ευκολότερη είναι η πρόσβαση από την περιοχή του Βέλους, μέσω ενός σχετικά βατού χωματόδρομου μήκους 2,2 χιλιομέτρων, που ξεκινάει από την πρώτη δεξιά διασταύρωση πριν την διέλευση από τον οικισμό και κατευθύνεται προς τα δυτικά, καταλήγοντας στις βόρειες παρυφές του υψώματος. Από εκεί απαιτείται μία πεζοπορική ανάβαση προς την κορυφή περίπου 120 μέτρων, μέτριας δυσκολίας, η οποία δεν είναι σηματοδοτημένη.
Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας του Ριζόκαστρου.
Ποια ήταν η μεσαιωνική του ονομασία και πότε χτίστηκε.
Οι Ελληνικές ονομασίες «Ριζόκαστρο» ή «Ριζόπυργος» ενδεχομένως προέρχονται εξαιτίας της θέας της οχύρωσης από μακριά, καθώς φαίνεται να είναι ριζωμένη στην ακρώρεια του λόφου.
Επί Λατινοκρατίας ονομαζόταν «κάστρο Protimo». Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη άποψη το Ριζόκαστρο θεωρείται ένα από τα πρώτα φρούρια που έχτισαν οι Λατίνοι κατακτητές στην Εύβοια[2], χωρίς όμως περαιτέρω τεκμηρίωση. Αν ασπαστούμε αυτή την υπόθεση, τότε η ανέγερση του θα πρέπει να ενταχθεί χρονικά εντός του 13ου αιώνα, όταν εξουσίαζαν τη νήσο οι Λομβαρδοί βαρώνοι Δαλλεκαρτσέρι (dalle Carceri), υπό την επικυριαρχία των Βενετσιάνων, με τους οποίους έρχονταν συχνά σε προστριβές. Ο καθηγητής αρχιτεκτονικής Σταύρος Μαμαλούκος, μέσα από την επισκόπηση των διαθέσιμων δεδομένων, εκτιμά πως το Ριζόκαστρο ήταν η καθέδρα ενός τυπικού μεσαιωνικού φέουδου και χρησιμοποιούνταν ως κατοικία της οικογένειας του τοπικού άρχοντα και της συνοδείας του, αλλά και ως χώρος αποθήκευσης των αγροτικών προϊόντων της ιδιοκτησίας του. Ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως ασφαλές αμυντικό οχύρωμα έναντι οποιασδήποτε εχθρικής απειλής, ενώ συμβόλιζε το κύρος του φεουδάρχη και συνιστούσε μέσο προβολής της κοινωνικής του τάξης. Επίσης, σε κοντινή απόσταση πιθανότατα υπήρχε ένας μικρός οικισμός, όπου κατοικούσαν οι υποτακτικοί του έχοντας σαν κύρια ασχολία τους την καλλιέργεια των κτημάτων. Μέσα από αυτό το πρίσμα, μπορούμε να αποδώσουμε την κατασκευή του Ριζόκαστρου σε έναν άγνωστο Λατίνο ευγενή, ο οποίος ήταν υποτελής στους Δαλλεκαρτσέρι και διέθετε την κληρονομική χρησικτησία του τιμαρίου, ίσως από τις πρώτες δεκαετίες της Λατινοκρατίας.
Άποψη του αμυντικού πύργου και του σωζόμενου τοίχου ενός από τα κτίσματα του Ριζόκαστρου, το οποίο θεωρείται ως ένα από τα παλαιότερα λατινικά κάστρα στην Εύβοια.
Η απουσία μεσαιωνικών αναφορών δημιουργεί απορίες.
Ωστόσο, προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: Γιατί το οχυρό δεν αναφέρεται σε πρωτογενείς μεσαιωνικές πηγές, όπως συμβαίνει με άλλα Ευβοϊκά φρούρια, ιδιαίτερα της περίοδου 1265/1268 – 1282, όταν το νησί είχε μετατραπεί σε θέατρο πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των Λομβαρδών βαρώνων και των Βυζαντινών στρατευμάτων, υπό την ηγεσία του θρυλικού Ιταλοκαρυστινού ιππότη Λικάριου;
Αυτή η περίεργη απουσία δημιουργεί την υποψία πως ίσως το Ριζόκαστρο δεν ανοικοδομήθηκε πριν το 1282, αλλά μεταγενέστερα. Κάτι που όμως δεν αποδεικνύεται από την επισκόπηση της διατηρούμενης λιθοδομής του και από την μελέτη των μορφολογικών και κατασκευαστικών χαρακτηριστικών των κτισμάτων του. Αυτά δείχνουν πως το οχυρό πήρε την τελική του μορφή μετά από μια διαδικασία διαδοχικών επεμβάσεων, προσθηκών και ανακαινίσεων. Αυτές οι διασκευές ίσως μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο ή τρεις οικοδομικές φάσεις, αλλά μία ακριβής χρονολόγηση τους είναι δύσκολη, υπό τις παρούσες συνθήκες, αν και πιθανότατα η πρώτη να ανάγεται στον πρώιμο 13ο αιώνα και οι επόμενες στον όψιμο 13ο ή στον 14ο αιώνα[3]. Άρα σύμφωνα με τις αρχιτεκτονικές ενδείξεις, υποδηλώνεται πως το Ριζόκαστρο κατατάσσεται όντως ανάμεσα στα πρώτα οχυρωματικά έργα των ξενόφερτων δυναστών της Εύβοιας, ανεξάρτητα από την έλλειψη γραπτών πληροφοριών.
Χάρτης της Εύβοιας του Ιταλού λόγιου και γεωγράφου Tomaso Porcacchi (1530 – 1585), όπου το μεσαιωνικό κάστρο Protimo παρουσιάζεται στην ίδια τοποθεσία με το Ριζόκαστρο. Προέρχεται από το βιβλίο του «L’ isole piu famose del mondo…». Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».
Η προέλευση της ονομασίας Protimo.
Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να εξετάσουμε την Λατινογενή ονοματοδοσία του ως κάστρο Protimo, καθώς ίσως οδηγεί σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Άλλωστε με την συγκεκριμένη επωνυμία επισημαίνεται στην συντριπτική πλειονότητα των παλαιών χαρτών και πορτολάνων[4], στην ίδια ακριβώς τοποθεσία, πάνω από την ανατολική ακτογραμμή του σημερινού κόλπου του Αλιβερίου και κατά συνέπεια η γεωγραφική ταύτιση του δεν παρουσιάζει προβλήματα.
Ο ιατρός και ιστορικός ερευνητής της Εύβοιας Θεόδωρος Σκούρας, εικάζει ότι ο όρος «Protimo» προέκυψε από την ηχητική παραφθορά της λέξης «Πορθμός» στα Ιταλικά, η οποία αφορά την ονομασία της ομώνυμης αρχαίας πολίχνης, ιδρυμένης στο παράλιο μέρος μετά τον οικισμό Κάραβος και προς τον ατμοηλεκτρικό σταθμό (ΑΗΣ) της ΔΕΗ στην θέση «Ματσουκέλα». Κατά γενική παραδοχή των αρχαιολόγων, και ο μετέπειτα Βυζαντινός Πορθμός τοποθετείται στην διαλαμβανόμενη περιοχή, αποτελώντας έδρα Χριστιανικής επισκοπής από τον 6ο έως τον 16ο αιώνα[5]. Μάλιστα, εντός των εγκαταστάσεων της ΔΕΗ υφίσταται ένας τριώροφος μεσαιωνικός πύργος, οριζόντιων διαστάσεων 7,70 Χ 7,60 μέτρα, που υψώνεται ανάμεσα σε δύο γιγαντιαίες καμινάδες, φαντάζοντας σαν νάνος μπροστά τους. Η παρουσία του στον χώρο συνιστά ενισχυτικό στοιχείο για την ύπαρξη ενός περιβάλλοντος οικισμού σε εκείνη την εποχή, ένα αμυντικό γνώρισμα που απαντάται συχνά σε χωριά της Ευβοϊκής περιφέρειας, με σκοπό την προστασία των κατοίκων από τους πειρατές, αλλά ενίοτε ήταν και το ενδιαίτημα των αρχών του τόπου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πύργος κείτονταν μισογκρεμισμένος έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και αποκαταστάθηκε υποδειγματικά με τη δραστική συμβολή της ΔΕΗ, κατόπιν ενεργειών του Θεόδωρου Σκούρα και της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών.
Εντός του ατμοηλεκτρικού σταθμού της ΔΕΗ στην θέση «Ματσουκέλα» Αλιβερίου υφίσταται ένας μεσαιωνικός πύργος ανάμεσα σε δύο καμινάδες. Στην περιβάλλουσα περιοχή τοποθετείται και η πολίχνη του Πορθμού, που φέρεται να σχετίζεται με την επωνυμία του Ριζόκαστρου ως «Protimo». Πηγή φωτογραφίας: kastra.eu.
Μία νέα τοπωνυμική θεωρία που συνδέει την ονομασία του κάστρου με την ενετική οικογένεια Protimo.
Παρά την φαινομενικά εύλογη τοπωνυμική ερμηνεία του Θεόδωρου Σκούρα, ενδεχομένως η ονομασία να προέρχεται από ένα φυσικό πρόσωπο ή καλύτερα μία οικογένεια Βενετσιάνων εποίκων, που ζούσαν στην Εύβοια για μεγάλο χρονικό διάστημα και λογαριάζονταν ως γηγενείς κάτοικοι του νησιού.
Αν ανατρέξουμε στους γενεαλογικούς καταλόγους διαδοχής των Λατινικών ηγεμονιών του Ελληνικού χώρου, θα διαπιστώσουμε ότι καταχωρούνται δύο γυναίκες με το επώνυμο Protimo. Όμως ποιες ήταν αυτές οι αριστοκράτισσες; Ο διαπρεπής Άγγλος μεσαιωνολόγος William Miller (1864 – 1945) είναι περισσότερο κατατοπιστικός, καθώς παραθέτει ότι ο Φλωρεντίνος δούκας των Αθηνών Antonio I Acciaiolli (1402 – 1435) επειδή ήταν άτεκνος, υιοθέτησε τις κόρες του Protimo, ενός ευγενούς από την Εύβοια. Εξ’ αυτών η Benvenuta παντρεύτηκε τον Βενετσιάνο Nicolo Zorzi στα 1402, ο οποίος διορίστηκε από την Βενετία ως βαρώνος στο τριτημόριο της νότιας Εύβοιας στα 1406[6], με έδρα την Κάρυστο και οι απόγονοι του ζεύγους παρέμειναν αυθέντες της νησιώτικης ηγεμονίας έως την κατάκτηση της από τους Τούρκους στα 1470. Από τη δεύτερη κόρη του Protimo είναι γνωστό μόνο το αρχικό γράμμα «Ν» του ονόματος της και ότι ο Acciaiolli την έδωσε λίγο μετέπειτα για σύζυγο στον Antonello de Caopena, τον τότε διάδοχο και μελλοντικό άρχοντα της Αίγινας (1440 – 1451). Όπως γίνεται αντιληπτό, με βάση τα παραπάνω στοιχεία και την αναμφίβολη ονομαστική ταυτοσημία, είναι πιο αληθοφανές η Ιταλική ονομασία του Ριζόκαστρου να προέρχεται από το επώνυμο της οικογένειας των συγκεκριμένων ευπατρίδων της Εύβοιας. Είναι πάρα πολύ πιθανό, όταν οι Βενετσιάνοι απέκτησαν την πλήρη εδαφική κυριαρχία της νήσου, μεταξύ των ετών 1383/1384 και 1390, να παραχώρησαν την κυριότητα του τιμαρίου γύρω από σημερινό οικισμό Μηλάκι Αλιβερίου στους Protimo, που εγκαταστάθηκαν στο φρούριο δίνοντας σε αυτό το χαρτογραφικό προσωνύμιο του.
Άποψη των δυτικών οχυρώσεων του Ριζόκαστρου, το οποίο πιθανότατα είχε περάσει στην ιδιοκτησία της Βενετσιάνικης οικογένειας των Protimo κατά τον 14ο αιώνα, λαμβάνοντας από αυτούς τη χαρτογραφική ονομασία του.
H ιστορία του Nicolo Protimo.
Ένα από τα εξέχοντα μέλη του υπόψη αριστοκρατικού οίκου υπήρξε μία επιφανής φυσιογνωμία, ο ιερωμένος Nicolo Protimo, που χαρακτηρίζεται από τον William Miller, ως ντόπιος κάτοικος της Εύβοιας και ο οποίος αναδείχθηκε στο αξίωμα του Ρωμαιοκαθολικού αρχιεπισκόπου των Αθηνών στα 1446.
Ο Βενετσιάνος ιεράρχης φαίνεται ότι έχαιρε ιδιαίτερου σεβασμού και ήταν πολύ μορφωμένος, καθώς στα 1451 ανέλαβε να επιτελέσει την αντιπαραβολή του αντίγραφου του «Βιβλίου των συνηθειών της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας»[7], με τον αντίστοιχο κώδικα που φυλάσσονταν στην καγκελαρία τις Βενετίας. Πρόκειται για τις λεγόμενες «Ασσίζες», οι οποίες περιλάμβαναν τους ισχύοντες νόμους και τα τηρούμενα έθιμα στην Λατινική Ανατολή. Το έργο της συλλογής και της επεξεργασίας τους είχε ανατεθεί σε μία δωδεκαμελή επιτροπή φεουδαρχών από το Νεγροπόντε (Χαλκίδα) στα 1421 και ολοκληρώθηκε ύστερα από τριάντα χρόνια[8]. Ο συνταχθέντας τόμος τιτλοφορήθηκε «Ευβοϊκός κώδικας» και αποτελούνταν από 327 άρθρα, με συνέπεια να έχει 147 άρθρα περισσότερα από τον Βενετσιάνικο, εκ των οποίων επικυρώθηκαν μόνο τα 37 από τον δόγη της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Μετά την οριστική κυρίευση της πόλης των Αθηνών από τις Τουρκικές ορδές γύρω στα 1457/1458, ο Nicolo Protimo κατέφυγε στην Εύβοια, όπου του προσφέρθηκε η έδρα του επίσκοπου του Νεγροπόντε[9] και του παραχωρήθηκαν οι κτήσεις του Λατινικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης στη νήσο. Κατά την άλωση της Χαλκίδας από το Μωάμεθ Β’ Πορθητή στις 12 Ιουλίου του 1470, ο Ρωμαιοκαθολικός ιεράρχης βρέθηκε εξόριστος για δεύτερη φορά και απέστειλε μία θρηνητική επιστολή στον Πάπα, στην οποία έγραφε πως έπρεπε να ζητιανέψει για να ζήσει ή θα αφήνονταν να πεθάνει από την πείνα. Τελικά, ο Protimo παρηγορήθηκε με την ανακήρυξη του σε αρχιεπίσκοπο Ναυπάκτου στα 1471, μία θέση που την κράτησε έως τον θάνατο του στα 1482/1483.
Το σωζόμενο τμήμα των νοτιοδυτικών οχυρώσεων του Ριζόκαστρου. Από τις επάλξεις του επιτηρούνταν ολόκληρος ο κόλπος του Αλιβερίου και γίνονταν άμεσα αντιληπτή οποιαδήποτε προσέγγιση πλοίων. Αριστερά φαίνεται το εργοστάσιο της ΑΓΕΤ «Ηρακλής».
Το Ριζόκαστρο επί Οθωμανοκρατίας και την περίοδο της Επανάστασης.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας το Ριζόκαστρο φαίνεται πως εγκαταλείφθηκε, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο απαξίωσης των μικρών μεσαιωνικών φρουρίων από τους νέους κατακτητές, με το σκεπτικό πως δεν εξυπηρετούσαν πλέον κανένα πολεμικό σκοπό εξαιτίας της πολιτικοστρατιωτικής σταθερότητας του Οθωμανικού κράτους.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε με το ξέσπασμα της Επανάστασης. Από το καλοκαίρι του 1821, ο επίσκοπος Νεόφυτος Αδάμης (1790 – 1841), με καταγωγή από τα Φύλλα, σχεδίαζε την απελευθέρωση της Καρύστου, επειδή ήταν ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα των Οθωμανών στην Εύβοια, αλλά και για λόγους γοήτρου καθώς ήταν η εκκλησιαστική του έδρα. Η πρώτη απόπειρα κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Ο επίσκοπος μαζί με αρκετούς αγωνιστές αποβιβάστηκε στον όρμο του Αλιβερίου και ενώθηκε με μία δύναμη Κυμαίων, που ήταν ήδη συγκεντρωμένη εκεί και κατά πάσα πιθανότητα είχαν καταλάβει το Ριζόκαστρο. Ο ίδιος έφυγε κατόπιν για να παρευρεθεί σε σύσκεψη των Ελλήνων στα Βρυσάκια Πολιτικών, διατάσσοντας το εκστρατευτικό σώμα του να μετακινηθεί στα Στύρα και να οχυρωθεί εκεί μέχρι να επιστρέψει. Όμως ο διαβόητος Ομέρ Μπέης της Καρύστου με μία δύναμη 300 επίλεκτων Τούρκων κινήθηκε εναντίον τους, αναγκάζοντας τους επαναστατημένους σε άτακτη υποχώρηση στις 12 Αυγούστου 1821, ακούγοντας και μόνο την είδηση πως τους πλησιάζει ο εχθρός. Σύντομα όμως φιλοτιμήθηκαν και επέστρεψαν στο πεδίο της μάχης, ορμώντας κατά μέτωπο στον εχθρό, χωρίς να πάρουν όμως καμία προφύλαξη και ως αποτέλεσμα αποδεκατίστηκαν. Οι Τούρκοι τους κατεδίωξαν, αναγκάζοντας τους να πέσουν στην θάλασσα γυρεύοντας σωτηρία στα Υδραίικα πλοία, που βρίσκονταν στον όρμο του Αλιβερίου.
Άποψη των βόρειων τειχών του Ριζόκαστρου. Στο κάτω αριστερά μέρος της φωτογραφίας διακρίνεται η καταπακτή μίας υπόγειας δεξαμενής νερού.
Οι επαναστάτες ανασυντάσσονται.
Ο επίσκοπος Νεόφυτος δεν απογοητεύτηκε από την ήττα. Στρατολόγησε νέο εκστρατευτικό σώμα και στις αρχές Δεκεμβρίου 1821 προωθήθηκε μέσω Ερέτριας στο Αλιβέρι, έχοντας κοντά του το Νικόλαο Κριεζώτη (1785 – 1853) με τους άνδρες του.
Το Ελληνικό στρατόπεδο, που αριθμούσε 700 μαχητές, στήθηκε γύρω από το μεσαιωνικό πύργο που βρίσκεται εντός της σημερινής ΔΕΗ, όπου και κατασκευάστηκαν οχυρώματα. Το Ριζόκαστρο πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ως σταθμός διοικήσεως και παρατηρητήριο των επαναστατών. Εκεί, οι πρόκριτοι συνεννοήθηκαν πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά της Καρύστου, να φέρουν από την ηπειρωτική χώρα κάποιον άξιο οπλαρχηγό, με ικανοποιητικό αριθμό εμπειροπόλεμων στρατιωτών. Η συγκροτηθείσα επιτροπή, προεξάρχοντος του Νεόφυτου, ανέθεσε την ηγεσία του συγκροτούμενου εκστρατευτικού σώματος στον Μανιάτη αγωνιστή Ηλία Μαυρομιχάλη (1795 – 1822). Όμως το χρονικό διάστημα που τα μέλη της απουσίαζαν, οι οπλαρχηγοί πίσω στο στρατόπεδο υπό την σκιά του Ριζόκαστρου, διόρισαν ως στρατιωτικό διοικητή το Σέρβο οπλαρχηγό Βάσσο Μαυροβουνιώτη (1797 – 1841), ο οποίος είχε αναλάβει επικεφαλής των επαναστατικών όπλων της Κύμης από τον προηγούμενο Αύγουστο. Έτσι το επίδοξο εκστρατευτικό στράτευμα απέκτησε δύο αρχηγούς.
Άποψη του νότιου ερειπωμένου αμυντικού πύργου και τμήματος της οχύρωσης. Το Ριζόκαστρο ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκε ως σταθμός διοικήσεως και παρατηρητήριο των Ελλήνων αγωνιστών, τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821.
Οι Έλληνες προσπαθούν για δεύτερη φορά να επιτεθούν στην Κάρυστο, χωρίς πάλι αποτέλεσμα.
Κοντά στο Ριζόκαστρο υπήρχε ένα μισοερειπωμένο εξωκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο[10], το οποίο επισκευάστηκε πρόχειρα για να τελέσει ο Νεόφυτος τις ιερές ακολουθίες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς του 1822.
Στις 5 Ιανουαρίου 1822 κατέφθασε και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, συνοδευόμενος από τον θείο του Κυριακούλη, διαθέτοντας 600 Λάκωνες πολεμιστές. Την επόμενη ημέρα, κατά την λειτουργία των Θεοφανείων στο προαναφερόμενο εξωκκλήσι, οι δύο εν δυνάμει αρχηγοί Μαυροβουνιώτης και Μαυρομιχάλης αγκαλιάστηκαν σαν αδέρφια και ορκίστηκαν στο Ιερό Ευαγγέλιο, ενώπιον του Νεόφυτου, να συμπολεμήσουν με ομόνοια και να αλληλοβοηθούνται. Παρά τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό όμως και η δεύτερη εκστρατεία κατά της Καρύστου δεν είχε αίσια έκβαση. Οι αγωνιστές προχώρησαν μέχρι τα Στύρα, όπου και συγκρούστηκαν με την Τουρκική εμπροσθοφυλακή στις 12 Ιανουαρίου, κυριεύοντας αρχικά το χωριό. Ωστόσο, μόλις αντιλήφθηκαν την εμφάνιση του κυρίως εχθρικού στρατεύματος υπό τον Ομέρ Μπέη, πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να διασκορπίζονται. Μάταια ο Ηλίας Μαυρομιχάλης τους παρακινούσε να κάνουν υπομονή και να πολεμήσουν. Ο ίδιος εξήλθε από το χωριό έχοντας στο πλευρό του μόνο επτά πιστούς συντρόφους και κατέλαβε έναν ερειπωμένο ανεμόμυλο χωρίς στέγη, γνωστό με την επωνυμία «Κοκκινόμυλος», που έστεκε πάνω σε ένα λόφο σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων βορειοδυτικά. Όταν πλέον περικυκλώθηκαν και είχε χαθεί κάθε ελπίδα, ο γενναίος Μανιάτης οδήγησε τους άνδρες του σε ηρωική έξοδο, περνώντας μέσα από τα Τουρκικά στίφη με τα ξίφη στα χέρια, για να συναντήσει το θάνατο και να κλείσει με αυτοθυσία η αυλαία της αποκαλούμενης «μάχης των Στύρων».
Η νοτιοδυτική γωνία του οχυρωματικού περιβόλου. Τα τείχη διατηρούνται σε ένα κυμαινόμενο ύψος δύο έως τεσσάρων μέτρων, ενώ το πάχος τους είναι περίπου 120 εκατοστά. Στην αρχική τους μορφή ήταν ψηλότερα και πιθανότατα διέθεταν περίδρομο και οδοντωτές επάλξεις.
H βιαστική φυγή του Ανδρούτσου
Έπειτα και από αυτή την τραγική εξέλιξη, συγκεντρώθηκαν οι πρόκριτοι και οι στρατιωτικοί ξανά στο στρατόπεδο κάτω από το Ριζόκαστρο και οργάνωναν τρίτη επιχείρηση κατάληψης της Καρύστου, συνεπικουρούμενοι από τον οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο (1790 – 1825), που κατέφθασε στις 14 Ιανουαρίου 1822 με 300 πολεμιστές.
Πριν τελειώσει ο μήνας, οι ανασυνταγμένοι επαναστάτες προέλασαν ανενόχλητοι στην νότια Εύβοια και απέκλεισαν με καθημερινές αψιμαχίες την πρωτεύουσα του Ομέρ Μπέη, περιορίζοντας τους Τούρκους στο Κοκκινόκαστρο, στο οποίο έκοψαν και την παροχή νερού. Αν και είχαν δημιουργηθεί ευνοϊκές προϋποθέσεις πολιορκίας, παραδόξως ο Ανδρούτσος αναχώρησε ξαφνικά και εσπευσμένα μαζί με τους άνδρες του επιστρέφοντας στα Στύρα στις αρχές Φεβρουαρίου, από όπου πέρασε στην Αττικοβοιωτία. Μετά τη βιαστική φυγή του, οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν αμέσως σε όσους επαναστάτες είχαν απομείνει και τους απώθησαν καταδιώκοντας τους. Η ανεξήγητη συμπεριφορά του Ανδρούτσου εκλήφθηκε ως κακόβουλη, καθώς θεωρήθηκε ότι ήρθε σε συνεννόηση με τον Ομέρ Μπέη. Όμως από επιστολή διακεκριμένου οπλαρχηγού προς τον Άρειο Πάγο της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1822, αποδεικνύεται ότι ενεργούσε κατ’ εντολή αυτής της αρχής[11]. Με αυτόν τον τρόπο και η τρίτη εκστρατεία εναντίον της Καρύστου είχε άδοξο τέλος και το επαναστατικό στρατόπεδο στο Ριζόκαστρο και τον παραλιακό μεσαιωνικό πύργο διαλύθηκε. Ο μόνος που συνέχισε να επιχειρεί στις ορεινές περιοχές μεταξύ Ερέτριας, Αλιβερίου και Κύμης ήταν ο ντόπιος οπλαρχηγός Νικόλαος Κριεζιώτης[12].
Ο αμυντικός πύργος ορθώνονταν στο κέντρο του οχυρωματικού περιβόλου του Ριζόκαστρου και οι τοίχοι του διατηρούνται αποσπασματικά. Στην φωτογραφία διακρίνονται τα ανοίγματα των παραθύρων του δευτέρου ορόφου και από κάτω η κάθετη σχισμή μίας τοξοθυρίδας.
Μια νέα ελπίδα.
Το Σεπτέμβριο του 1823, η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να επιχειρήσει μια νέα, συντονισμένη καλύτερα, εκστρατεία μεγάλης κλίμακας στη νότια Εύβοια με αρχηγό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Κατόπιν ευρείας στρατολόγησης και εξασφάλισης των απαραίτητων εφοδίων, πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών, ο αποβατικός στολίσκος κατέπλευσε στον κόλπο του Αλιβερίου στις 16 Νοεμβρίου, αποβιβάζοντας 3.000 στρατιώτες υπό την καθοδήγηση του εξέχοντος οπλαρχηγού. Σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι 600 αγωνιστές με ηγέτη τον περιφερόμενο Κριεζώτη. Το επαναστατικό στρατόπεδο συγκροτήθηκε αρχικά πάλι γύρω από το μεσαιωνικό πύργο. Αυτή την φορά το Ριζόκαστρο, εκτός από παρατηρητήριο, προορίζονταν και ως σημείο στηρίγματος[13]. Στην συνέχεια η Ελληνική δύναμη μοιράστηκε και τμήμα της κατέλαβε τα κτήματα της Καρύστου, ενώ το υπόλοιπο στράτευμα οχυρώθηκε πέριξ της παράκτιας διάβασης της Κακιάς Σκάλας, ανάμεσα στην Άμάρυνθο και το Αλιβέρι. Το δε φρούριο του Ριζόκαστρου επανδρώθηκε με 200 Ευβοείς αγωνιστές από το σώμα του Κριεζώτη.
Στις 25 Νοεμβρίου 1823 ο Ομέρ Μπέης της Καρύστου εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον του Ριζόκαστρου, αλλά αποκρούστηκε από τους Ευβοείς αγωνιστές, που προέρχονταν από το σώμα του οπλαρχηγού Νικόλαου Κριεζώτη.
Ο Ανδρούτσος προσπαθεί να καταλάβει τη Χαλκίδα.
Στις 23 Νοεμβρίου 1823, ένα τμήμα 700 Τούρκων της Χαλκίδας επιτέθηκε στους επαναστάτες που κρατούσαν την Κακιά Σκάλα, αλλά αναχαιτίστηκαν με κανονιοβολισμούς από τον Ελληνικό στολίσκο.
Δύο μέρες μετά, ο Ομέρ μπέης επικεφαλής 500 επίλεκτων Οθωμανών επιτέθηκε στο Ριζόκαστρο, με την υποστήριξη πυροβόλων. Η μάχη ήταν σφοδρή και πολύωρη. Όμως οι αμυνόμενοι στο φρούριο κατόρθωσαν να αποκρούσουν τον σκληροτράχηλο μπέη, απαντώντας στα εχθρικά πυρά με βολές κανονιών που ανέβασαν από τα πλοία στις επάλξεις. Μετά από αυτή τη σύγκρουση, οι Έλληνες αγωνιστές εγκατέλειψαν τα παράλια του κόλπου στο Αλιβέρι και την Κακιά Σκάλα και μετακινήθηκαν στο κυρίως στρατόπεδο στα Βρυσάκια Πολιτικών, καθώς ο Ανδρούτσος στόχευε πια στην κατάληψη της Χαλκίδας, αφήνοντας στον Κριεζώτη την προσπάθεια για την κατάληψη της Καρύστου[14]. Έκτοτε το Ριζόκαστρο πέρασε στο περιθώριο της ιστορίας. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας αφέθηκε στην ερήμωση και μόνο στα μάτια διάφορων ξένων περιηγητών φάνταζε ως ένα ελκυστικό αξιοθέατο. Μολονότι αναφέρεται σχεδόν σε όλες τις εξειδικευμένες μελέτες για την μεσαιωνική Εύβοια, εντούτοις οι συντάκτες τους επικεντρώνονται στην τοπογραφική ταύτιση του μνημείου, δίνοντας ενίοτε και μια συνοπτική και απλουστευμένη περιγραφή των οχυρώσεων, χωρίς να εμβαθύνουν περισσότερο.
Σχεδιάγραμμα του Ριζόκαστρου σε δορυφορική αποτύπωση του εδάφους, με βάση τα διακρινόμενα οικοδομικά κατάλοιπα.
Η διαμόρφωση του κάστρου.
Το κάστρο έχει ελαφρώς τραπεζοειδές σχήμα, με μέσες διαστάσεις 30Χ46 μέτρα και περίμετρο περίπου 150 μέτρα, καταλαμβάνοντας μία έκταση γύρω στα 1.300 τετραγωνικά μέτρα.
Από τον οχυρωματικό περίβολο διατηρούνται καλύτερα τα τείχη της βόρειας και της δυτικής πλευράς, σε ένα κυμαινόμενο ύψος δύο έως τεσσάρων μέτρων, ενώ το πάχος τους είναι περίπου 120 εκατοστά. Επί Λατινοκρατίας πιθανότατα διέθεταν περίδρομο και οδοντωτές επάλξεις. Το δε νότιο και ανατολικό τμήμα του περιβόλου, όπου πρέπει να διαμορφώνονταν και η πύλη του φρουρίου, είναι κατεστραμμένο σχεδόν ολοσχερώς. Ενδεχομένως να ισοπεδώθηκε από την προπαρασκευή πυροβολικού των Τούρκων κατά την καταιγιστική επίθεση τους στις 25 Νοεμβρίου 1823, η οποία μάλλον εκδηλώθηκε σε αυτή την κατεύθυνση, καθόσον το έδαφος εμφανίζεται κάπως ομαλότερο και με μικρότερη κλίση. Η τοιχοποιία του φρουριακού μνημείου συνίσταται στην χρήση αργών λίθων, αρμολογημένων με συνδετικό κονίαμα και κεραμικές σφήνες στα ενδιάμεσα κενά, μία κατασκευαστική τεχνική που εφαρμόζονταν κατά κόρον την μεσαιωνική περίοδο.
Δίπλα από τον πύργο του Ριζόκαστρου ήταν οικοδομημένο ένα μάλλον διώροφο κτίσμα, δίνοντας την εντύπωση ότι ο οχυρωματικός περίβολος διαχωρίζεται σε δύο διακριτά μέρη, ενώ ανάμεσα τους σχηματίζονταν ένας στενός διάδρομος.
Ο τετράγωνος πύργος στο κέντρο του κάστρου.
Στο κέντρο του περιβόλου ορθώνονταν ένας αλλοτινά επιβλητικός τετράγωνος πύργος, οριζόντιων διαστάσεων περίπου 7,5Χ7,5 μέτρων, από τον οποίο διατηρούνται αποσπασματικά τα τοιχώματα μέχρι το επίπεδο του δευτέρου ορόφου, αγγίζοντας σε ύψος τα οκτώ μέτρα, ενώ και εδώ η νότια πλευρά και ένα τμήμα της ανατολικής έχουν καταρρεύσει.
Στην αρχική του μορφή σίγουρα διέθετε τουλάχιστον ακόμα ένα όροφο και επάλξεις στην επιστέγαση του, επιβλέποντας την τοποθεσία. Η είσοδος στον πύργο ίσως να γίνονταν από μία πόρτα, στο ύψος του δεύτερου ορόφου, στην κατεστραμμένη νότια πλευρά, μέσω ξύλινης αποσπώμενης σκάλας, κατά τα αρχιτεκτονικά πρότυπα άλλων μεσαιωνικών πύργων της Εύβοιας. Το ισόγειο ήταν χωρισμένο σε δύο δωμάτια από μία μεσοτοιχία, στα οποία μπορούμε να υποθέσουμε ότι αποθηκεύονταν εφόδια και υλικά της φρουράς του Ριζόκαστρου, που πρέπει να στρατωνίζονταν στους άνωθεν ορόφους. Περιμετρικά στους τοίχους διασώζονται τα ανοίγματα από επτά παράθυρα, που ήταν τετράγωνα με υποτυπώδες λίθινο κούφωμα, όπως επίσης διακρίνονται και δύο κάθετες σχισμές τοξοθυρίδων. Εκτός από τον προφανή αμυντικό του σκοπό, από τον πύργο επιτηρούνταν απόλυτα, τόσο ο βασικός οδικός άξονας Χαλκίδας – Καρύστου, όσο και το εύρος του κόλπου του Αλιβερίου, προσδίδοντας του μία επιπρόσθετη στρατηγική σημασία. Το Ριζόκαστρο συμπεριλαμβάνονταν στο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως των Βενετσιάνων μέσω πύργων – φρυκτωριών, που είχαν εγκαταστήσει σε επιλεγμένα σημεία της Εύβοιας. Από την περίοπτη θέση του είχε άμεση οπτική επαφή με τον πύργο στις σημερινές εγκαταστάσεις της ΔΕΗ και τον πύργο βόρεια του οικισμού Κουτουμουλάς, ο οποίος επικοινωνούσε με το οχυρωμένο μεσαιωνικό φυλάκιο στην κορυφή του λόφου της ακρόπολης της αρχαίας Δύστου[15].
Τα ερείπια του διώροφου κτίσματος, το οποίο εκτιμάται ότι ίσως να χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του τοπικού μεσαιωνικού φεουδάρχη.
Τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του τοπικού φεουδάρχη.
Στο εσωτερικό του περιβόλου υφίστανται τα κατάλοιπα και άλλων οικοδομημάτων, με κυριότερο εκείνο δίπλα από τη δυτική πλευρά του πύργου, όπου σχηματίζεται ένας στενός διάδρομος.
Πρόκειται για ένα μισοερειπωμένο μακρόστενο κτίσμα προσκολλημένο στα δυτικά τείχη, έχοντας ορθογώνια παραλληλόγραμμη κάτοψη, με διαφαινόμενες οριζόντιες διαστάσεις 6Χ12 μέτρα. Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις ήταν διώροφο και η θύρα του βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά, όπου και διαγράφεται το κατώφλι της, καθώς και ένα μικρό τετράγωνο παράθυρο, ενώ ένα άνοιγμα στον νότιο τοίχο ενδεχομένως να υποδηλώνει την παρουσία ενός άλλου παραθύρου. Κατά την εκτίμηση του γράφοντος, λόγω του μεγέθους του και της κεντρικής θέσης του, ίσως να φιλοξενούσε τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του τοπικού φεουδάρχη και εδώ να ζούσαν τα μέλη της Βενετσιάνικης οικογένειας των Protimo τον 14ο–15ο αιώνα. Η δε χωροταξική διαρρύθμιση του συγκεκριμένου οικοδομήματος μαζί με το πύργο, προκαλεί την εντύπωση ότι το φρουριακό συγκρότημα του Ριζόκαστρου διαχωρίζεται σε δύο εμφανή μέρη, δηλαδή σε βόρειο και νότιο περίβολο. Από τις υπόλοιπες κατασκευές ένα ακόμα αδιευκρίνιστο κτίσμα ενώνονταν με το προηγούμενο και εντοπίζονται λιγοστά λείψανα τοιχίων σε κάποια σημεία, που θα απάρτιζαν τους βοηθητικούς χώρους του κάστρου, όπως αποθήκες, μαγειρείο, στάβλους κ.α.. Αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη δύο επιμήκων και θολωτών υπόγειων χώρων στο βορειοδυτικό τμήμα του περιβόλου, στους οποίους η πρόσβαση γίνεται μέσω επιφανειακών καταπακτών και λειτουργούσαν ως δεξαμενές ύδατος (κινστέρνες), αφού τα τοιχώματα τους είναι επενδυμένα με υδραυλικό κονίαμα.
Η ανατολική πλευρά του διώροφου κτίσματος. Στο μέσο της φωτογραφίας διακρίνεται το κατώφλι της θύρας εισόδου.
Ο αστικός μύθος της χαμένης στοάς.
Ως επιμύθιο θα παραθέσουμε μία λαογραφική δοξασία σχετική με το Ριζόκαστρο και τους Protimo.
Σύμφωνα λοιπόν με την τοπική παράδοση, μέσα στον οχυρωματικό περίβολο είναι θαμμένος ο θυρεός της Βενετσιάνικης οικογένειας, στον οποίο απεικονίζεται μία γουρούνα με τα επτά γουρουνάκια της, ενώ κατά μία παραλλαγή βρίσκεται φυλαγμένος σε μία εικαζόμενη σήραγγα μήκους 2 χιλιομέτρων, που ξεκινάει κάτω από τον πύργο του και καταλήγει στον έτερο παραλιακό πύργο στο εργοστάσιο της ΔΕΗ. Στα παλιά χρόνια πάρα πολλοί άνθρωποι, Έλληνες και Φράγκοι, αναζητούσαν το αντικείμενο σκάβοντας στα χαλάσματα. Λέγονταν ότι εκείνος που θα το ανακάλυπτε θα είχε ευμενή μοίρα, καθώς θα αποκτούσε το χάρισμα να του φανερώνεται κάθε κρυμμένος θησαυρός, τα χρήματα του δεν θα τελείωναν ποτέ και όλες του οι δουλειές θα πήγαιναν καλά. Όμως κανείς ακόμα δεν έχει βρει το οικόσημο. Παρόμοιοι θρύλοι με την γουρούνα και τα γουρουνόπουλα απαντώνται σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, στις οποίες υπάρχουν ερειπωμένα μεσαιωνικά κάστρα. Η δε φημολογία περί υπόγειων στοών είναι ιδιαίτερα δημοφιλής[16], αλλά στην περίπτωση του Ριζόκαστρου δημιουργήθηκε από την εφελκυστική αναγωγή των δύο υφιστάμενων θολωτών δεξαμενών ύδατος. Εντελώς φιλολογικά επισημαίνεται ότι οι παραστάσεις χοίρων και αγριόχοιρων διακοσμούσαν τους εραλδικούς θυρεούς ορισμένων αριστοκρατικών οίκων της δυτικής Ευρώπης, συμβολίζοντας την γονιμότητα και την γενναιότητα αντίστοιχα.
Το άνοιγμα μίας εκ των καταπακτών των δύο δεξαμενών ύδατος (κινστέρνες) του Ριζόκαστρου, από την παρουσία των οποίων δημιουργήθηκε ο θρύλος για την ύπαρξη μίας υπόγειας σήραγγας, που συνδέει το φρούριο με τον παραλιακό μεσαιωνικό πύργο.
Αντί επιλόγου: Η ανάγκη αποκατάστασης του κάστρου.
Το Ριζόκαστρο Αλιβερίου ή κάστρο Protimo αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα φεουδαρχικής οχυρωματικής τέχνης της περιόδου της Λατινοκρατίας στην Εύβοια και γενικότερα στον Ελληνικό χώρο.
Ωστόσο, απαιτείται μία ενδελεχής αρχιτεκτονική μελέτη του μνημείου, για να αποτυπωθεί το σύνολο των κτισμάτων και ο οχυρωματικός του περίβολος, αλλά και για να αποσαφηνιστούν οι οικοδομικές φάσεις του. Επίσης θα ήταν ευχής έργον μία έστω και μερική αποκατάσταση του μελλοντικά, με μέριμνα της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και την σύμπραξη όλων των πολιτειακών φορέων, έτσι ώστε να πάρει την θέση που του αρμόζει στο ιστορικό στερέωμα της Εύβοιας, την οποία προσπαθήσαμε να διαφωτίσουμε με την διερευνητική προσέγγιση του παρόντος άρθρου. Μέχρι τότε, το αγέρωχο Ριζόκαστρο θα εξακολουθήσει να ορθώνει το ηγεμονικό ανάστημα του και να μας υπενθυμίζει ότι είναι ένας από τους ακοίμητους φρουρούς της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας, που μας προσκαλούν να τους γνωρίσουμε από κοντά.
Το Ριζόκαστρο είχε άμεση οπτική επαφή με τον παραλιακό μεσαιωνικό πύργο εντός των εγκαταστάσεων του ΑΗΣ της ΔΕΗ Αλιβερίου, ανάμεσα στις δύο πανύψηλες καμινάδες, οι οποίες διακρίνονται στο βάθος της φωτογραφίας.
Παραπομπές
[1] Ο οικισμός καταγράφεται με την επωνυμία «Μηλάκι» στην επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου Κύμης – Αλιβερίου (www.kimis-aliveriou.gr), ενώ στους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού επισημαίνεται με την πρωτύτερη ονομασία του ως «Μυλάκι».
[2] Σε ορισμένες πηγές, κυρίως του διαδικτύου, το Ριζόκαστρο καταχωρείται εσφαλμένα ως Φράγκικο κτίσμα. Επιβάλλεται να διευκρινιστεί ότι η Εύβοια δεν αποτελούσε μια Φράγκικη (Γαλλική) ηγεμονία, αλλά αρχικά υπήρξε Λομβαρδική κτήση και αργότερα Βενετσιάνικη.
[3] Σύμφωνα πάλι με τον καθηγητή αρχιτεκτονικής Σταύρο Μαμαλούκο.
[4] Πολύ σπάνια καταγράφεται και ως «Protemo» ή «Portimo», μία παρέκκλιση που δύναται να αποδοθεί σε τυπογραφικό λάθος ή σε αναγραμματισμό. Σε νεότερους ναυτικούς χάρτες αναφέρεται και με τις ονομασίες «Tour» ή «Kastelli».
[5] «Αι Επισκοπαί Πορθμού, Αυλώνος, Αιδηψού, Ζάρκων και Καναλίων», Θέμελης Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Μεσσηνίας, περιοδικό «Θεολογία», τόμοι ΚΔ’ και ΚΕ’, σελίδες 4 έως 11 και ανάτυπο, Αθήναι, 1954.
[6] Ο Nicolo Zorzi κατέστη επίσης και μαρκήσιος της Βοδονίτσας (σημερινή Μενδενίτσα Φθιώτιδας) στα 1416, όταν του μεταβίβασε την ηγεμονία ο συνονόματος ανιψιός του κατά την ανασύσταση της, η οποία προβλέπονταν στους όρους της Βενετό – Οθωμανικής συνθήκης εκείνου του έτους. Το μαρκιζάτο είχε κατακτηθεί από τους Τούρκους στα 1414.
[7] Ο Λατινικός τίτλος του βιβλίου είναι: «Lider Consuetudinum Imperii Romaniae».
[8] «Αι Ασσίζαι εν Ευβοία», Μαστροδημήτρη Δ. Παναγιώτη, ΑΕΜ, τόμος Η’, σελίδες 249 – 252, Αθήνα, 1961.
[9] «Catholics & Sultans. The Church and the Ottoman Empire, 1453 – 1923», Charles A. Frazee, page 37, Cambridge University Press, New York, 1983.
[10] Αρκετοί ιστοριοδίφες υποστηρίζουν λανθασμένα ότι το εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου βρίσκονταν εντός του Ριζόκαστρου, αφού δεν διαπιστώνεται καμία ανάλογη ένδειξη από τα σωζόμενα οικοδομικά κατάλοιπα, ενώ και ο Θεόδωρος Σκούρας επιβεβαιώνει πως δεν υφίσταται κανένα τέτοιο ίχνος εντός του περιβόλου ή στην γύρω τοποθεσία.
[11] Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο της Ελληνικής επανάστασης Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Τρικούπης (1788 – 1873) υπήρξε λόγιος, πολιτικός και συντάκτης του τετράτομου έργου «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», που είναι μία από τις πιο αντικειμενικές πραγματείες πάνω σε αυτό το θέμα. Διατέλεσε Πρωθυπουργός του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους από τις 25 Ιανουαρίου έως τις 12 Οκτωβρίου 1833, κατά τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Όθωνα. Ο Άρειος Πάγος της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας ήταν μία προσωρινή κυβερνητική αρχή της Στερεάς Ελλάδας, η οποία συγκροτήθηκε στα Σάλωνα (Άμφισσα) στις 15 – 20 Νοεμβρίου 1821 και λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα. Σε αυτήν υπάγονταν διοικητικά ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
[12] Ο Νικόλαος Κριεζώτης γεννήθηκε στον οικισμό Αργυρό (Βήρα) της επαρχίας Καρυστίας και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Χαρχαλιάνης. Κατά την επανάσταση έλαβε το προσωνύμιο Κριεζώτης, καθώς όταν ακόμα ήταν σε παιδική ηλικία, η οικογένεια του είχε μετακομίσει στο χωριό Κριεζά, από όπου κατάγονταν η μητέρα του.
[13] Σύμφωνα με μία πληροφορία που αναπαράγεται σε διαδικτυακές πηγές, ο Νικόλαος Κριεζώτης φέρεται να κατείχε ήδη το Ριζόκαστρο από το καλοκαίρι του 1823, όπου και φυλάκιζε τους Τούρκους αιχμαλώτους του. Ωστόσο αυτή η εκδοχή δεν ευσταθεί, καθόσον καταρρίπτεται από την χρονική αλληλουχία των γεγονότων.
[14] Ο Ανδρούτσος οργάνωσε τη συστηματική πολιορκία του «Κάστρου» της Χαλκίδας, η οποία διαλύθηκε στις 24 Απρίλιου του 1824, όταν εισήλθε ένας ισχυρός Οθωμανικός στόλος στο βόρειο Ευβοϊκό κόλπο εκκαθαρίζοντας τις ακτές και αποβιβάζοντας στρατεύματα στην πρωτεύουσα της νήσου. Την ίδια τύχη είχε και ο αποκλεισμός της Καρύστου από τον Κριεζώτη, ο οποίος είχε διακόψει την πολιορκητική επιχείρηση και την επανέλαβε από τις αρχές Μαρτίου 1824, κρατώντας την μέχρι τις πρώτες μέρες του Μαΐου, οπότε και καταργήθηκε το κυρίως Ελληνικό στρατόπεδο στα Βρυσάκια Πολιτικών, με αποτέλεσμα την καταστολή της επαναστατικής δραστηριότητας στην Εύβοια.
[15] Ο πύργος του Κουτουμουλά διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και σχεδόν ακέραιος εξωτερικά. Στην έκταση γύρω από αυτόν απλώνονταν ένας οικισμός την μεσαιωνική εποχή, όπως μαρτυρείται από το πλήθος της διάσπαρτης κεραμικής, τις αχνές θεμελιώσεις κτισμάτων και τους λιθοσωρούς. Δίπλα από τον πύργο βρίσκεται η ανακαινισμένη καμαροσκεπής εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου ή της «Μεσοσπορίτισσας», που η πρώτη οικοδομική φάση της ανάγεται στον 14ο αιώνα και οι αποσπασματικές αγιογραφίες της θεωρούνται ότι φιλοτεχνήθηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα. Στην κορυφή του λόφου της ακρόπολης της αρχαίας Δύστου διασώζονται τα ερείπια ενός μεσαιωνικού πύργου, ο οποίος περιβάλλονταν από οχύρωση και πρέπει να λειτουργούσε ως εποπτικό φυλάκιο του κύριου δρομολογίου προς τα Στύρα και την Κάρυστο.
[16] Μία παραπλήσια παράδοση διαδίδεται και για το κάστρο των Φύλλων, το οποίο εικάζεται ότι συνδέεται μέσω υπόγειας στοάς με τους δύο πύργους του Μύτικα.