Η παλιότερη πανοραμική εικόνα της Χαλκίδας (περίπου δεκαετία 1860). Είναι ευδιάκριτος ο διαχωρισμός μεταξύ των Συνοικιών του περιτοιχισμένου Κάστρου και του αναπτυσσόμενου Προαστίου. Ανάμεσά τους, εντοπίζεται η μεγάλη τάφρος με τις γέφυρες της Κάτω και Άνω Πύλης. Επίσης, ξεχωρίζουν το τζαμί στη θέση τον Αγ. Νικολάου, το τζαμί στην πλατεία αγοράς και το παλιό ρολόι της πόλης (σημερινή σειρήνα). Παρατηρώντας αριστερά -στα δεξιά του μεγάρου Αβέρωφ- διαφαίνεται το οίκημα που στέγασε το Γυμνάσιο Χαλκίδος, μπροστά από το αδιαμόρφωτο έως τότε κρηπίδωμα. Ψηφιακή επεξεργασία 2014: Βάγιας Κατσός
Μία συγκλονιστική περιγραφή – πανόραμα της ζωής στο Κάστρο και το Προάστιο της Χαλκίδας στα 1858-1859. Ποια ήταν η κυρά Μαργιώρα που «είχεν έτη σαράντα πέντε περίπου, θυγατέρας δύο καί δύο άνδρας είς τόν άλλον κόσμον;»
To άρθρο αποτελεί ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου «1836 – 2000. Η ιστορία του Δήμου Χαλκιδέων» του Ελευθέριου Μ. Ιωαννίδη. Έκδοση: Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών – τμήμα Χαλκίδας, 2002. Ευχαριστούμε το συγγραφέα για την παραχώρηση άδειας ψηφιοποίησης και πρώτης δημοσίευσης στο internet, αποκλειστικά στο square.gr
Οι τίτλοι, οι υπότιτλοι, τα lead των άρθρων, οι λεζάντες των φωτογραφιών όπως και οι παραθέσεις διευκρινιστικών σχολίων εντός αγκυλών είναι του επιμελητή της δημοσίευσης στο square.gr Βάγια Κατσού.
Η ζωή στο Κάστρο
Μερικές απαράμιλλης αξίας πληροφορίες για τη συνοικία «Κάστρο» της πόλης μας την περίοδο 1858-1859 παρέχει ένα σπάνιο βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας το 1870 και φέρει τον τίτλο «Ή στρατιωτική ζωή έν Ελλάδι»[1].
Ο συντάκτης του προαναφερθέντος βιβλίου, ένας Έλληνας υπαξιωματικός που ήλθε από το εξωτερικό, για να υπηρετήσει την πατρίδα ως εθελοντής, χαρακτήρισε τη Χαλκίδα «μία από τάς πολυπληθεστέρας πόλεις τής Ελλάδος, καί τάς πλέον σημαντικάς, που σύγκειται από τό Φρούριον της καί από τό Προάστειον».
Ο κειμενογράφος μας πληροφορεί ότι η φρουρά διέμενε στο «Φρούριον»[2] που χρησιμοποιούνταν και ως στρατώνας, στον οποίο στρατοπέδευσαν δύο ολόκληροι λόχοι. Επιπλέον, αξιοποιήθηκε το τζαμί [Εμίρ Ζαδέ] στη μεγάλη πλατεία -τη σημερινή Πεσόντων Οπλιτών-, το οποίο περιγράφεται ως «στρατών […] ευρύχωρος καί θολοσκέπαστος διότι είς τόν καιρόν τών Τούρκων ήτο τζαμίον…» και απαρτιζόταν από «μίαν καί μόνην αίθουσαν, διηρημένην είς δύο πατώματα».
Η προ του τζαμιού -στρατώνος- πλατεία είχε απελευθερωθεί από τα παλιά κτίσματα και, ως προς τη συμμετρία της, ήταν «τετράγωνος, με δύο σειράς δένδρων σε κάθε πλευράν καί εμπορικά καταστήματα», τα οποία εκμεταλλεύονταν χριστιανοί, Εβραίοι και Οθωμανοί. Στην πλατεία αυτή παρατασσόταν ο στρατός και στα γύρω καφενεία σύχναζαν όσοι από τους στρατιώτες είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τον καφέ, το ρούμι, ή το «λοκούμι». Στους περισσότερους στρατιώτες «από τά 80 λεπτά τής πενθημερίας, αφού επλήρωναν τά πλυστικά, τους έμενε καμιά πεντάρα, ηγόραζαν ολίγον καπνόν ή έσφιγγον τό πενηντάρι[3]. Καφές δι’ αυτούς ή λοκούμι ήτο πολυτέλεια σαρδαναπαλική».
Το πιο φημισμένο καφενείο της πλατείας το διατηρούσε η «κυρά Μαργιώρα» που «είχεν έτη σαράντα πέντε περίπου, θυγατέρας δύο καί δύο άνδρας είς τόν άλλον κόσμον, ώς έλεγεν, έναν τόν δικό της, έναν τής θυγατρός της τής μεγάλης…». Η επίπλωση του καφενείου αποτελούνταν από «δυο τραπέζια και τέσσερα καθίσματα ξύλινα, εξ-οκτώ καθέκλας, μίαν εικόνα τής βασιλίσσης Αμαλίας είς τόν τοίχον πλησίον μικρού καθρέπτου καί τα εξής: καφέν καλόν καί ζάχαρην μαυριδερήν, έν κουτίον λουκούμια, έν μικρόν βουκάλιον μέντα καί έν βουκάλιον ρώμι. Είς τό επάνω καφενείον επαρίστανον, σχεδόν καθ’ εσπέραν τόν Καραγκιόζην».
Το τζαμί Εμίρ Ζαδέ (το μοναδικό σωζόμενο) σε μία φωτογραφία από τις αρχές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ανώνυμου υπαξιωματικού στα 1858-1859 είχε μετατραπεί σε στρατώνα για τη φρουρά της πόλης. Ψηφιακή επεξεργασία 2014: Βάγιας Κατσός
Η ζωή στο Προάστιο
«Οί χοροί καί τά θέατρα… ήσαν όλα εκτός τού Φρουρίου, καί τούτου αί πύλαι εκλείοντο με τήν υποχώρησιν»[4].
Πράγματι, με τη δύση του ηλίου οι πύλες του Φρουρίου έκλειναν και ήταν αδύνατη η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων του Κάστρου και του Προαστίου. «Ή Χαλκίς είναι φρούριον από τό οποίον η φρουρή τη νύχτα δεν εξέρχεται, ούτε κι’ άν οί λησταί επιπέσουν είς τό Προάστειόν της, καθώς πρό ενός έτους τούτο συνέβη», κατέγραψε, ανασύροντας πιθανώς από τη μνήμη του την περίπτωση αρπαγής της κόρης του Βουδούρη από ληστές.
Αξίζει να γίνει μνεία στη διήγηση του στρατιώτου-συγγραφέα, που προκαλεί τέρψη στον αναγνώστη, σχετικά με τα τεχνάσματά του, προκειμένου να αγοράσει τις νυχτερινές χαρές και διασκεδάσεις που παρείχε το «Ξώχωρο» της πόλεως, φορώντας, όταν μπορούσε, πολιτικά ρούχα: «Ανέβαινον είς τάς επάλξεις καί έφθανον τής Κάτω Πύλης, εκεί πλησίον τό τείχος ήτο καταπεσμένον, ώστε ευκόλως κατέβαινον είς τόν χάνδακα, καί άπ’ αυτόν ευκολότερον ανέβαινον απέναντι, όπου τό Προάστειον ήρχιζε. Οί σκοποί τής Κάτω Πύλης έτυχε να με παρατηρήσουν πολλάκις, αλλά συνήθως ήσαν προειδοποιημένοι με πέντε δεκάρας[5], ἐξ αυτών τινές με εκλάμβαναν ώς φάντασμα ή βρυκόλακα, διότι πολύς εγίνετο μεταξύ τών λόχων λόγος περί φωνών καί βοών καί φαντασμάτων καί βρυκολάκων, όσα ηκούοντο καί εβλέποντο τήν νύκτα είς τήν Κάτω Πύλην, τής οποίας τό Μπουντρούμι ήτο γεμάτον από τροχούς καί σκώλωπας καί σκελετούς ανθρώπων τόν καιρόν τών Τούρκων[6].
Πολεοδομικό διάγραμμα Κάστρου, τάφρου και Προαστίου της Χαλκίδας (τέλη του 19ου αιώνα), πάνω σε σύγχρονο χάρτη της πόλης. Είναι βασισμένος σε εργασία του Κωνσταντίνου Δημητούλη, δημοσιευμένη στο βιβλίο του «Ποθητός Καμάρας 1861 – 1935» – ΤΕΕ 2009 (ψηφιακή επεξεργασία 2014: Βάγιας Κατσός). Εδώ απεικονίζεται ο προμαχώνας της Κάτω Πύλης. Τμήμα του προεκτεινόταν έως τη θάλασσα και κάτω από τις επάλξεις του ήταν το περίφημο «μπουντρούμι» το οποίο χρησιμοποιούνταν ως στρατιωτική φυλακή.
Οι κάτοικοι του Κάστρου της Χαλκίδας τα μετεπαναστατικά χρόνια.
Ο εθελοντής υπαξιωματικός μάς παρέχει όμως και μερικές άλλες χρήσιμες πληροφορίες για τους κατοίκους του Κάστρου στο τέλος της δεκαετίας του 1850:
«Έλληνες, Εβραίοι καί Τούρκοι, ζώσιν είς αυτό με τήν μεγαλυτέραν ομόνοιαν. Ποτέ δεν ενθυμούμαι είς τήν Χαλκίδα κανένα στρατιώτην να προσβάλη Τούρκον ή Τούρκισσαν ή να φερθεί κακώς πρός αυτούς. Ώς πρός τους Εβραίους λέγω την αλήθειαν, ότι τήν νύκτα τής Μεγάλης Παρασκευής τά κοντάκια τών στρατιωτών, τών συνοδευόντων τόν Επιτάφιον, τούς έσπαζον πολλάς θύρας, διά τούτο ο Φρούραρχος τήν άλλην ημέραν εγέμιζε τήν Ημερησίαν Διαταγήν του με πολλάς αυστηράς τιμωρίας στρατιωτών».
Επιπροσθέτως, πληροφορούμαστε ότι στο «Φρούριον», όπως το αποκαλεί, «όπου διαμένει η φρουρά, κατοικούσι καί σαράντα περίπου οικογένειαι Τούρκων, αποκαταστημένων εκεί από τόν καιρόν τής Τουρκοκρατίας καί άλλαι τόσαι Εβραϊκαί»[7].
Οι ειρκτές του Φρουρίου στην περιοχή του Βούρκου που μετεπαναστατικά λειτούργησαν ως φυλακή – κολαστήριο, φημισμένη για την αγριότητά της. Ψηφιακή επεξεργασία 2014: Βάγιας Κατσός.
Οι υπόλοιπες πληροφορίες του κειμένου
– «Στον νοτιοανατολικό προμαχώνα και κάτω από τις επάλξεις του, είναι εγκατεστημένη η πυριτιδαποθήκη του φρουρίου». Πρόκειται για το μοναδικό εναπομείναν κομμάτι αυτού του περίφημου φρουρίου, στις τρεις αίθουσές του οποίου στεγάζεται το Λαογραφικό μουσείο.
– Μεταξύ της «Πυριτιδαποθήκης» και των «Ειρκτών» [προμαχώνας Βούρκου] μεσολαβούσε το περιφραγμένο προαύλιο των «Ειρκτών». Αυτό το τμήμα του Κάστρου, μετά την κατεδάφιση των τειχών, αποτέλεσε τη Δημοτική Πλατεία του Άρεως, η οποία παρεχωρήθη το 1907 από τον Δήμο για την ανέγερση των Στρατώνων[8].
– Οι φυλακές των γυναικών έχουν μεταφερθεί σε «παλαιά τουρκική οικία», πλησίον των Ειρκτών, ίσως για ενιαία φύλαξή τους.
– Το στρατιωτικό θεραπευτήριο και αυτό στην ίδια περιοχή βρισκόταν: «πλησίον αυτών (τών Ειρκτών), καί απέναντι τού σεραΐου, είς τήν θέσιν όπου άλλοτε ήτο τζαμίον. Εδιαιρείτο είς δύο δωμάτια διά τούς ασθενείς καί είχε περιπλέον τό γραφείον καί τό μαγειρείον του»[9].
– Η μουσική της Φρουράς, με γερμανό αξιωματικό Αρχιμουσικό, έπαιζε μουσική «δίς εβδομάδος, τήν Πέμπτην καί Κυριακήν», στην Πλατεία [του τζαμιού Εμίρ Ζαδέ], «πρός τέρψιν στρατιωτών καί κοινού. Οί πλησίον τής πλατείας απελάμβανον τό θέαμα καί ακρόαμα από τά παράθυρα τών οικιών των.»
Το Νταούτ Μπέη Τζαμί, είχε κατά πάσα πιθανότητα μετατραπεί σε στρατιωτικό θεραπευτήριο τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια.
Μιλούσε πέντε ξένες γλώσσες, πράγμα σπάνιο για την εποχή του!
Ο υπαξιωματικός συγγραφέας του βιβλίου είναι, σχεδόν, ο μοναδικός γλωσσομαθής στην πόλη της Χαλκίδος του 1858.
Λόγω της γλωσσομάθειάς του γίνεται ο διερμηνέας του άγγλου χειριστού της βυθοκόρου που φθάνει στο Λιμάνι για την εκβάθυνση του πορθμού. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής της τότε γέφυρας και με την άδεια του ταγματάρχου διοικητού του, παραδίδει μαθήματα ξένων γλωσσών κατ’ οίκον σε «μικρούς καί μεγάλους, φαρμακοποιούς καί ανακριτάς, γραφείς ανακριτων καί θυγατέρας γερουσιαστών, κοράσια δώδεκα ετών καί μητέρας σαράντα πέντε» διότι «διδάσκαλος ξένων γλωσσών είς τήν Χαλκίδα ήτο φαινόμενον σπάνιον καί περίεργον, ήτο αερόλιθος πίπτων, τίς ηξεύρει πόθεν, μίαν φοράν είς τα πεντακόσια έτη» επισημαίνει ο συγγραφέας πληροφοριοδότης μας, συμπληρώνοντας ότι έπαιρνε 10 δραχμές από κάθε μαθητή του ως αμοιβή, από τις οποίες κατέθετε «δέκα δραχμάς κατά μήνα είς όφελος τού συσσιτίου τού λόχου»[10].
Η Νοτιοανατολική παραθαλάσσια πλευρά του Κάστρου της Χαλκίδας (Βούρκος), με τις περίφημες Ειρκτές του στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη φωτογραφία ξεχωρίζουν επίσης η Αγία Παρασκευή και δεξιότερα το Νταούτ Μπέη τζαμί. Ψηφιακή επεξεργασία 2014: Βάγιας Κατσός.
Οι αναφορές του Παπαδιαμάντη στη Χαλκίδα
Με διαρκή μείωση του τουρκικού πληθυσμού, με ανεγέρσεις περίφημων νεοκλασικών σπιτιών στους κεντρικότερους δρόμους, με τροποποιητικές διορθώσεις του ρυμοτομικού σχεδίου και επιμένοντας στο αίτημα: «Να πέσουν τα τείχη!», για να ελευθεροκοινωνήσουν με τους συμπολίτες τους στο Προάστιο, χωρίς πύλες και φρουρούς, για μη νιώθουν «μανδρομένοι», έζησαν οι καστρινοί της Χαλκίδος μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Εν τέλει η ενοποίηση αυτή επιτεύχθει, θέτοντας τα θεμέλια για μία νέα αρχή της πόλης σε γεωγραφικό και κοινωνικό επίπεδο.
Γύρω στα 1897, ζούσαν στο Κάστρο τέσσερις μόνο οικογένειες Τούρκων[11] και αυτοί πολιτογραφημένοι πλέον ως Έλληνες πολίτες, έχοντας όλα τα δικαιώματα, αλλά και τις υποχρεώσεις των Ελλήνων.
Πριν κλείσω την αναδρομή στο Κάστρο, θα ήθελα να εκθέσω δύο περιγραφές του κοσμοκαλόγερου και αναμφισβήτητης λογοτεχνικής αξίας Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που το 1867-1868 φοίτησε στο Γυμνάσιο της Χαλκίδας. Οι περιγραφές αυτές σχετικά με την πόλη εντοπίζονται στο περίφημο διήγημά του «Η Φόνισσα» που χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Παρά τήν Άνω Πύλην, είς τρώγλην είς ένα τουρκόσπιτον -κοντά είς τά Εβραϊκά»- κατοικεί η ηρωίδα του. Καθημερινά διέρχεται «από τόν μέγαν καί άκομψον παλαιόν ναόν τής Αγίας Παρασκευής» ενώ πήγαινε «είς τάς ειρκτάς τού Φρουρίου, τάς πρωϊνάς ώρας κατά τήν έξοδον τών φυλακισμένων». Οι διερχόμενοι δια της Άνω Πύλης προς το Προάστειο, «έβλεπον κρεμάμενα εκεί, είς τόν σκοτεινόν πυλώνα, τήν κνήμην του “Ἕλληνος γίγαντος”[12] καί τό “τσαρούχι του”, τεραστίου μεγέθους,..». Παράλληλα, περιγράφεται η συνοικία Σουβάλα που αποτελούσε τότε το άκρο της πόλης «και η κατά τόν Άγιον Δημήτριον», όπου κατοικούσαν οι Αρχές του τόπου, μακριά από το ασφυκτικό περιβάλλον του Κάστρου.
Ο «μέγας και άκομψος παλαιός ναός της Αγίας Παρασκευής», κατά τον Παπαδιαμάντη, στη συνοικία του Κάστρου, όπως ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα. Ψηφιακή επεξεργασία 2014: Βάγιας Κατσός.
Παραπομπές
[1] Βλέπε «Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι χειρόγραφον Έλληνος υπαξιωματικού» Επιμέλεια Mario Vitti -Α’ ανατύπωση Αθήνα 1986 – σελ. 59-99
[2] Εννοεί το περιτειχισμένο τότε τμήμα της πόλεως, το γνωστό μετέπειτα με την ονομασία «Κάστρο».
[3] Εννοεί τα 50 δράμια κρασί, όπως αργότερα λέγαμε “Ένα κατοστάρι ή ένα “κατοσταράκι”.
[4] Με τη λέξη “υποχώρησιν” εννοεί το βραδινό προσκλητήριο για την επανασυγκέντρωση του στρατού στα καταλύματά του και το κλείσιμο των θυρών του Κάστρου.
[5] Ο συγγραφέας υπαξιωματικός είναι πράγματι πολύ ευκατάστατος. Οι συνάδελφοι του τον αποκαλούν «το αρχοντόπουλο» γιατί όχι μόνο από το σπίτι του έχει εμβάσματα, αλλά κερδίζει πολλά από την παράδοση μαθημάτων ξένων γλωσσών στους διακεκριμένους πολίτες της Χαλκίδος. Έχει ακόμη τη δυνατότητα και πληρώνει αντικαταστάτες για να κάνει τη βάρδια του, πράγμα που επιτρεπόταν εκείνα τα χρόνια, και να δωροδοκεί φρουρούς για τις νυχτερινές εξόδους του από τις φυλακές -όταν ήταν τιμωρημένος- ή από τις επάλξεις του Κάστρου προς το Προάστιο, για διασκέδαση.
[6] Κάτω από τις επάλξεις και τον προμαχώνα της Κάτω Πύλης, ήταν το περίφημο «Μπουντρούμι» που χρησιμοποιείτο τότε σαν φυλακή των στρατιωτών. Αυτό είναι τελείως ανεξάρτητο από τις ειρκτές του Φρουρίου στην περιοχή του Βούρκου. Και τα δύο αυτά κολαστήρια ήσαν ονομαστά για την αγριότητά τους.
[7] Βλέπουμε, λοιπόν ότι στο τέλος της δεκαετίας του 1850 οι Οθωμανοί της Χαλκίδας έχουν αποχωρήσει κατά τα 3/4 αυτών που υπήρχαν το 1840, αν βέβαια λάβουμε σαν μέτρο κάθε σπίτι και οικογένεια.
[8] σημερινή σχολή πεζικού, απόφαση Δημ. Συμβουλίου 50/1907.
[9] Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για το τρίτο τζαμί που προαναφέρθηκε, το οποίο είχε τότε μετασκευασθεί σε στρατιωτικό θεραπευτήριο. Το μόνο τέμενος που λειτουργούσε ακόμη για τις λατρευτικές ανάγκες των Οθωμανών ήταν το Περγιακλί ή Μπαϊρακλί τζαμί, στην πλατεία Εμπόρων. Τα θεμέλιά του βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές στην πλατεία για την κατασκευή του υπόγειου παρκινγκ.
[10] Αναφέρονται στο κείμενο πασίγνωστα ονόματα Χαλκιδέων του 19ου αιώνα, όπως των Μπουντούρη -έτσι αποκαλούσαν τότε την οικογένεια Βουδούρη- του Αβέρωφ, του Ηλιάδη του Οικονομίδη με το θαυμάσιο αμπελόκτημα στο Δοκό, όπου ο συγγραφέας απολάμβανε τα εξαίρετα σταφύλια και σύκα και την συντροφιά της οικογένειας, έστω και αν τα πλήρωνε με οκτώ μέρες φυλάκιση στο Μπουντρούμι για καθυστέρηση επιστροφής του στο στρατόπεδο!.. Οι δέκα δραχμές ανά μαθητή, που έπαιρνε ο στρατευμένος δάσκαλος των ξένων γλωσσών, ήταν αρκετά μεγάλη αμοιβή για την εποχή, όταν η ημερήσια αμοιβή κάθε στρατιώτη ήταν 16 λεπτά (εκατοστά) της δραχμής και όταν ο μισθός ενός δικαστού ήταν 200 δραχμές το μήνα!
[11] Βλέπε «Η Άγνωστος Ελλάς – Χαλκίς (Εύβοια)». Ανακοίνωση Ελένης Οικονόμου. Α.Γ.Μ. τομ. 10/1974, σελ. 273-276.
[12] Εξ αυτού του λόγου ονομάστηκε η παρακείμενη οδός «Γιγάντων».