Η απόκοσμη έλξη των νεκροταφείων και οι ξεχωριστοί τάφοι στο Δημοτικό Κοιμητήριο Χαλκίδας
Ιστορικά Νεκροταφεία
Κανείς φυσιολογικός άνθρωπος δεν πάει βόλτες στα νεκροταφεία, αλλά το έχω κάνει και αυτό δυο φορές στη ζωή μου.
Έχω πάει δηλαδή μια βόλτα στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών, το οποίο όμως είναι περισσότερο ένα υπαίθριο μουσείο, καθώς είναι το παλιότερο στη χώρα, αναπαύονται εκεί σπουδαίες προσωπικότητες και περιλαμβάνει γλυπτά μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας και στα φυλακισμένα μνήματα της Κύπρου. Πρόκειται για ένα κοιμητήριο που βρίσκεται στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας όπου οι Βρετανοί έθαβαν τους απαγχονιζόμενους κατά τη διάρκεια του ενωτικού απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου την περίοδο 1955 – 1959. Τέλος ομολογώ -και σε βάρος «της φυσιολογικότητάς μου»- ότι χρόνια τώρα θέλω να επισκεφτώ και το Γερμανικό Στρατιωτικό Κοιμητήριο Διονύσου – Ραπεντώσας. Είναι το ένα από τα δυο νεκροταφεία Γερμανών στρατιωτών, θυμάτων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην Ελλάδα με 9.973 στρατιώτες θαμμένους εκεί, ενώ το άλλο είναι στο Μάλεμε της Κρήτης με 4.465 θαμμένους στρατιώτες.
Περπατώντας ανάμεσα στα μνήματα
Τέλος πάντων, στο δημοτικό κοιμητήριο Χαλκίδας εκεί στην περιοχή «Δυο δέντρα», πήγα πριν λίγες μέρες για ένα μνημόσυνο και όχι για βόλτα.
Όμως αφού τελείωσε η διαδικασία και όλοι έφυγαν άρχισα πάλι το περπάτημα. «Δεν πας καλά παιδάκι μου» λέει η Έλενα κάθε φορά που ξεμακρύνομαι ανάμεσα στα μνήματα, αλλά μια ανάγκη εξοικείωσης με το θάνατο με σπρώχνει κατά κει.
Χάνομαι στα στενά δρομάκια του περιποιημένου νεκροταφείου. Τους φροντίζουμε τους νεκρούς μας. Τα περισσότερα μνήματα είναι ομοιόμορφα αλλά υπάρχουν και μερικά εντυπωσιακά που ξεχωρίζουν. Ένας οικογενειακός τάφος με προθάλαμο και παγκάκι για να κάθεται ο επισκέπτης που ο γιος τον ανοίγει -λέει- συχνά, για να λιάζεται και να μην μυρίζει μούχλα, το μεγαλειώδες μαύρο – ανθρακί μνήμα του πιλότου, το μνήμα – παιδικό σπιτάκι με μπασκέτα και παιχνίδια και το άλλο το αστείο με τη φωτογραφία του καλόκαρδου χοιροβοσκού που ποζάρει καμαρωτός με τα γουρουνάκια του. Αν κάποιος πλησιάσει, μπορεί να διαβάσει επιγραφές και αφιερώσεις για τα παιδιά που χάθηκαν πρόωρα, για όμορφες κοπέλες που δεν έζησαν να δουν τη νιότη τους να μαραίνεται και για δυνατούς άντρες που έσβησαν αδύναμοι.
«Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός»
«Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα άμορφον, άδοξον, μή έχουσαν είδος.
Ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται και διαλύεται πάς άνθρωπος…Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον. Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα. Επελθών γαρ ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισε…Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον, πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυίας ο φυσικώτατος δεσμός θείω βουλήματι αποτέμνεται…» λέει ο ιερός Δαμασκηνός και αξίζει τον κόπο να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει κάποιος τα λόγια αυτά, για να κατανοήσει λίγο το μυστήριο του θανάτου και τη ματαιότητα της ύπαρξής μας.
Στο μυαλό μου ανακατεύω τα λόγια αυτά, ώσπου περπατώντας, φτάνω ψηλά κοντά στην εκκλησία της Αναστάσεως. Εκεί πέφτει το μάτι μου αριστερά
σε ένα κομμάτι εμφανώς διακριτό από το υπόλοιπο νεκροταφείο. Δεν το είχα προσέξει μέχρι σήμερα. Δεν έχει ούτε μονοπάτι. Πατάω στα ξερόκλαδα και προσπαθώ να καταλάβω τι βλέπω. Στη μια πλευρά είναι οι τάφοι των αλλόθρησκων. «Ξένος ήρθα, ξένος έφυγα» αναγράφεται στο μνήμα ενός αλλοδαπού. Στο διπλανό η αέρινη αραβική γραφή μοιάζει με ζωγραφιά. Ποιος ξέρει τι να γράφει. Ξεχωρίζει το μνήμα του γνωστού Χαλκιδέου γιατρού. «Χαίρε» γράφει δαφνοστεφανωμένα. Δωδεκαθεϊστής εν ζωή από ό,τι αντιλαμβάνομαι, πρέπει να είχε αφήσει παραγγελία να μην ταφεί χριστιανικά και ως εκ τούτου κατέλαβε τη θέση του μαζί με τους αλλόθρησκους. Διακρίσεις ακόμα και στο θάνατο.
Αν οι τάφοι των αλλόθρησκων τράβηξαν το ενδιαφέρον μου, οι τάφοι παραδίπλα μου έσφιξαν το στομάχι. Τάφοι βρεφών και μωρών. Μικροσκοπικοί και προχειροφτιαγμένοι. Ένα σκουριασμένο καγκελάκι, μια υποτυπώδη περίφραξη σηματοδοτεί τη θέση που κατέλαβαν στον κόσμο τα άγνωστα μωρά του νεκροταφείου. Μωρά προφανώς αβάπτιστα αφού δε φέρουν σταυρό ούτε σημάδι άλλου δόγματος. Βρέφη που κατά πάσα πιθανότατα πέθαναν στη γέννα, σε κάποια έκτρωση. Μωρά με ανυπέρβλητα προβλήματα υγείας ίσως. Μου κάνει εντύπωση που είναι τόσο λίγα. Που θάβονται τα υπόλοιπα; Θάβονται; Το μεγαλύτερο είναι δυο ετών. Το μόνο, που πάνω στην ταπεινή πλάκα που το σκεπάζει έχουν γραφτεί δυο λέξεις. Στα υπόλοιπα τίποτα. Ούτε μια λέξη. Ούτε αυτό το εύκολο, το ασήμαντο δεν πήραν από τον κόσμο αυτό. Αγριόχορτα και ξερόκλαδα παντού. Ίχνος περιποίησης. Ίχνος φροντίδας. Δεν μπορείς να μην το σκεφτείς. Εδώ σ’ αυτή τη γωνιά του νεκροταφείου σπάνια έρχονται οι άνθρωποι, εδώ σ’ αυτό το κομμάτι δεν φαίνεται ο Θεός.
«Ρυθμίζοντας» το θάνατο
Απομακρύνομαι, ενώ το μυαλό μου ακολουθεί περίεργες, δικές του διαδρομές και από τη θλίψη των διακριτών τάφων με πηγαίνει στη νομοθεσία που διέπει τα νεκροταφεία.
Προσπαθώ να θυμηθώ το νόμο ίσως και για να ξεφύγουν οι σκέψεις μου, Α.Ν. 582/1968 και δημοτικοί κανονισμοί νεκροταφείων, σκέφτηκα ευχαριστημένος που τα κατάφερα. Περίεργα τα παιχνίδια του μυαλού. Ό,τι θέλει κάνει. Αργότερα στο σπίτι μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο μου επιβεβαίωσε ότι κάθε Δήμος έχει το δικό του κανονισμό μεν, αλλά λίγο πολύ όλοι οι κανονισμοί κάπως έτσι είναι (δες σχετικά εδώ): «Δύνανται να γίνονται ταφές προσώπων που ανήκουν σε άλλα δόγματα και θρησκείες σε οικογενειακούς τάφους αλλά και σε τάφους τριετούς χρήσεως των Δημοτικών Κοιμητηρίων, με την απαραίτητη προϋπόθεση της ανακομιδής στα τρία (3) χρόνια και καταβολή των δικαιωμάτων του Δήμου. Ο Δήμος υποχρεούται να καθορίσει ιδιαίτερο χώρο εντός των Δημοτικών Κοιμητηρίων για τον παραπάνω σκοπό». Ω, ναι ισχύει και για τα μωρά σκέφτομαι, αβάπτιστα γιατί.
Συναντώ την Έλενα μπροστά από την εκκλησία. Κατηφορίζουμε το δρόμο προς το αυτοκίνητο αμίλητοι. Βάζω μπροστά και αυτομάτως ανοίγω το ραδιόφωνο που παίζει τραγούδια και ειδήσεις. Επαφή με την πραγματικότητά μας. Συνερχόμαστε σιγά – σιγά. Αρχίζουμε να μιλάμε για τις δουλειές μας το απόγευμα. Οι εικόνες ξεχνιούνται. Καλύτερα έτσι. Δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να ασχολείται με το θάνατο.