Καλοκαίρι χωρίς summer clubs δεν γίνεται! Ξέφρενοι ρυθμοί, χορός μέχρι τελικής πτώσης και δροσιστικά κοκτέιλ. Ακούγεται ειδυλλιακό, είναι όμως έτσι;
«Έλα, μην είσαι ξενέρωτος, θα είναι όλη η Χαλκίδα εκεί!». «Τι ωραία… Δεν φτάνει που κολύμπησα στις Αλυκές με όλη την Αθήνα, τώρα θα πάω για clubbing με όλη τη Χαλκίδα!». «Έλα μωρέ…».
Να’ μαι λοιπόν Σαββατόβραδο στο αυτοκίνητο με τρεις τρελιάρες και να πηγαίνουμε σε summer club στη Γλύφα. Δεν θα σας πω σε ποιο. Έτσι κι αλλιώς αν δεις ένα, τα είδες όλα. Θα μπορούσε να λέγεται «dapa» ή «dupa» ή και τα δυο μαζί.
Δεν το πιστεύω. Μποτιλιάρισμα στις δύο μετά τα μεσάνυχτα! Αυτή η πόλη πάει όλη μαζί για ψώνια, όλη μαζί για μπάνιο, όλη μαζί για καφέ και όλη μαζί για clubbing! Ομαδική παράκρουση! Αβάντων, Αγγελή Γοβιού, Δροσιά και Γλύφα… Δεν έχω δρόμο να διαβώ, σοκάκι να περάσω.
Ευτυχώς στο μαγαζί υπάρχουν παρκαδόροι. «Μεγάλε, πού να το αφήσω;». «Προχώρα, στο βάθος». «Μα αυτός το άφησε εδώ μπροστά». «Όταν πάρεις κι εσύ Porsche θα σου το παρκάρω μέσα». «Κατάλαβα, η ταξική πάλη μεταφέρθηκε στα summer clubs».
Ακολουθώ τη μοίρα του προλετάριου των 1100 κυβικών και προχωρώ. «Νεαρέ, τα Fiat εδώ τα παρκάρουμε;”. «Μας δουλεύεις ρε φίλε, δεν βλέπεις ότι είναι φίσκα; Προχώρα».
Δρόμο πήραμε, δρόμο αφήσαμε και φτάσαμε στην άκρη της γης… συγνώμη του parking. Σε ένα τεταρτάκι είμαι μπροστά στην πύλη του παραδείσου. Δεν την φυλάει ο Άγιος Πέτρος μα δυο ντερέκια αγγελούδια με κάτι άθλια σακάκια.
«Πού πάτε κύριε;». «Έλεγα μιας και ήρθα ως εδώ να μπω και μέσα». «Λυπάμαι, δεν μπορείτε να μπείτε ασυνόδευτος». «Τι μου λες; Τα έχω κλείσει τα δεκαοκτώ εδώ και χρόνια». «Χωρίς γυναίκα εννοώ». Κοίτα να δεις κατακτήσεις το φεμινιστικό κίνημα… Κάποτε δεν έβγαιναν οι γυναίκες απ’ το σπίτι χωρίς άντρα. «Ο κύριος είναι μαζί μας!», όπα, κατέφθασαν οι ενισχύσεις! Παιδιά μην ξεχνάτε, η δουλειά σας είναι να μας ανοίγετε την πόρτα! (Πάντα ήθελα να το γράψω αυτό).
Μπήκαμε. Και τι καταλάβαμε; Πώς θα περάσουμε απέναντι; Μια λαοθάλασσα φουρτουνιασμένη απλώνεται μπροστά μας… «Κοίτα, κοίτα! Ο Χρήστος Κοσμικός και η Ελένη Γνωστίδου!». «Πω πω, ανατρίχιασα». «Μμμ, ζηλεύεις που δεν σε ξέρει η μάνα σου». «Ε, όχι μιλάμε πού και πού…».
Παρακάτω, μπλοκάραμε πάλι. «Συγνώμη, να περάσω λίγο;». «Πρόσεχε ρε φίλε, με ξενύχιασες!». «Με συγχωρείτε…». «Άντε ρε παιδιά περάστε». «Συγνώμη κύριε, μπορείτε να πάρετε το χέρι σας από τον ποπό μου; Ναι, δικός μου είναι, δεν είναι της φίλης σας. Σταματήστε να τον χαϊδεύετε!».
Με τα πολλά, φτάσαμε στο σημείο που θέλαμε να αράξουμε! «Κοίτα, ο DJ Nikos!». «Ο Νικόλας!». «Τον ξέρεις;». «Τον Νικόλα τον Μπουχρουμάτογλου δεν ξέρω, ήμαστε συμμαθητές κάποτε. Πάω να του μιλήσω…». Πλησιάζω, τον χτυπώ στη πλάτη και εκείνος γυρνά. «Ρε Χάρη, εσύ;». «Ρε Μπουχρουμάτογλου τι γίνεσαι;». «Πού το θυμήθηκες το επώνυμό μου τώρα;». «Γιατί, εσύ το ξέχασες;». «Απλώς το αποφεύγω, λέγε με Νίκο ή Nick». Τώρα που το σκέφτομαι θα είχε πλάκα η αφίσα «Guest DJ: Nikolas Bouhroumatoglou». Βρε το Νικόλα… Kαι το λέγανε στον Πάλιουρα. Μια μέρα θα σαλαγάει αυτούνος τα δικά του πρόβατα. Μέσα πέσανε!
Τι κέφι τρελό είναι αυτό; Όλοι με ένα ποτήρι στο χέρι κουνάνε τα πόδια τους να ξεμουδιάσουν. Μάλλον πρέπει να πάω κι εγώ στο bar. Μια ματιά σου μόνο φτάνει… Μα καλά επίτηδες το κάνει ο barman; Δεν με βλέπει ή κάνει πως δεν με βλέπει; «Ε, φίλε εδώ είμαι…» Πού να ακούσει; Ούτε εγώ δεν με ακούω. Με είδε, έρχεται προς το μέρος μου, θα βρέξω το λαρύγγι μου, θαύμα. «Τι θες;», με ρώτησε με έμφυτη ευγένεια. «Μήπως την έχεις δει κάπως;». «Δεν ακούω! Τι θα πιεις;». «Κώνειο έχεις;». «Πες μου και θα στο φτιάξω». «Μια μπύρααα!». «Ορίστε, το martini σου. Είκοσι ευρώ». Τώρα θα δεις. «Δεν ακούω!». «Είκοσι ευρωωώ». «Δεν ακούω ρε γαμώτο! Πάρε δέκα και τα βρίσκουμε. Γεια…».
«Ωραία μουσική!». «Τι να σου πω; Νομίζω ότι από την ώρα που ήρθαμε παίζει το ίδιο τραγούδι». «Αντε ρε ξενέρωτε! Απλώς μοιάζουν λίγο οι ρυθμοί». «Ναι, διαφέρουν στους τίτλους».
Τι έγινε ρε παιδιά; Αρχίσανε τα τσιφτετέλια. Α, ρε Νικόλα, επιστροφή στις ρίζες… Τι χαλασμός είναι αυτός; Και να θέλεις να αγιάσεις δεν σ’ αφήνουν. Shake it mi amor, shake it! Τώρα αυτός με το τσιγκελωτό μουστάκι τι μπήκε μες τη μέση και λικνίζεται σ’ ανατολίτικους ρυθμούς; Τώρα βρήκε να έρθει σε επαφή με τη θηλυκή πλευρά της προσωπικότητάς του;
«Χάρη! Πρέπει να μας πας σπίτι…». Κοίτα ρε, πάνω που είπα να αλλάξω γνώμη για τη νυχτερινή διασκέδαση στα clubs! «Ok, πάμε». Το βράδυ τελείωνε.
«Ωχ. Ο Βάγιας!». «Ποιος; Αυτός με τα άσπρα; Θα του πεις να με βάλει στο Square;». «Επ, τι κάνεις εσύ εδώ; Και μου λες ότι δεν έχεις χρόνο να γράψεις ένα κείμενο… Θες και αύξηση ανάθεμα σε!». «Το δουλεύω ρε Βάγια, το δουλεύω…».