Κωνσταντίνος Καράμπελας
Στην Ελλάδα ζούσαμε το μύθο μας. Δεν διανοούμασταν πως όλα όσα ζόυσαμε μεχρι το έτος 2004, δεν ήταν παρά η εξαίρεση στον κανόνα των συγκρούσεων και των αναταράξεων.
Η γενιά μας έχει άλλη ομορφιά
Με τον όρο γενιά εννοούμε μια χρονική περίοδο τριάντα περίπου ετών.
Όπως φαίνεται, κάθε γενιά βιώνει τουλάχιστον ένα μεγάλο πόλεμο. Η γενιά των ετών 1900 – 1930 βίωσε τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο τους Βαλκανικούς πολέμους και τη Μικρασιατική καταστροφή. Η γενιά 1930 – 1960 βίωσε τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τον εμφύλιο που επακολούθησε και την κυριαρχία του φασισμού. Η γενιά της επανάστασης 1960 – 1990 έζησε τη χούντα, την Κυπριακή τραγωδία, και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1991.
Η επόμενη γενιά είμαστε εμείς. Η γενιά των ετών 1990 – 2020. Αφού περάσαμε τα πρώτα είκοσι χρόνια μέσα στη μαστούρα της κατανάλωσης, των δανεικών και των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, πιστέψαμε ότι οι πόλεμοι τελείωσαν.
Επρόκειτο για μια ψευδαίσθηση παγκοσμίων διαστάσεων αφού ακόμα και έγκριτοι πολιτικοί επιστήμονες όπως ο Francis Fukuyama έγραψαν για «το τέλος της ιστορίας» με την έννοια ότι μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το δυτικό πρότυπο διακυβέρνησης, εδραζόμενο στο κεφαλαιουχικό σύστημα ανάπτυξης δεν είχε πλέον αντίπαλο και μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο ενός παγκόσμιου ομογενοποιημένου συστήματος διακυβέρνησης. Έτσι, πολλοί πίστεψαν ότι θα δοθεί ένα τέλος στους πολιτικούς και οικονομικούς πειραματισμούς ενώ η παγκόσμια κοινότητα μπορούσε να οργανωθεί επί τη βάσει κοινώς αποδεκτών πολιτικών και οικονομικών κανόνων με στόχο την ανθρώπινη ευημερία.
Συλλογικές ψευδαισθήσεις
Τριάντα χρόνια επιδοτήσεων και δανειοδοτήσεων χωρίς φειδώ και αιδώ, πτώσης επιτοκίων, ανεξέλεγκτης κατανάλωσης και ευμάρειας μας έκαναν να πιστέψουμε ότι ο Fukuyama είχε δίκιο.
Οι πόλεμοι και οι κακουχίες υπήρχαν πλέον μόνο στα ιστορικά βιβλία και τα ασπρόμαυρα ντοκιμαντέρ. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Επικράτησε και εδώ η συλλογική ψευδαίσθηση της «Pax Europaea». Το πιστέψαμε ότι αποτελούσαμε ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον ζούσαμε σε ένα κράτος ασφαλές δημοκρατικό, με ισχυρούς θεσμούς, αταλάντευτες δομές, επιφανειακά πλήρως λειτουργικό και ελεγχόμενο, όπου κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να στερήσει τα κεκτημένα μας. Καταναλώναμε όπως οι Ευρωπαίοι ενώ καταφέραμε να διαμορφώσουμε σταδιακά, ένα θεσμικό πλαίσιο σπάνιας νομικής πληρότητας, κοινωνικής πρόνοιας και περιβαλλοντικής ευαισθησίας παρά τις όποιες καθυστερήσεις και ανεπάρκειές του, χάριν στη συμμετοχή μας στο ενωσιακό φαινόμενο.
Τη συλλογική ψευδαίσθηση τάραξε ξαφνικά ο Κων/νος Καραμανλής ο μικρός όταν προκήρυξε εκλογές εκείνο το Σεπτέμβριο του 2009 χωρίς ο λαός να καταλάβει το λόγο, ούτε καν ο Γεώργιος Παπανδρέου που τις κέρδισε.
Ο λόγος ήταν ότι οι διεθνείς αγορές είχαν αποφασίσει να κλείσουν τη στρόφιγγα των δανειοδοτήσεων με αποτέλεσμα χώρες με τεράστια ελλείμματα στον προϋπολογισμό τους να αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Η οικονομία ως πόλεμος με άλλα μέσα.
Η πραγματικότητα διέψευσε τις θεωρίες περί του τέλους των πολέμων και της ιστορίας.
Περισσότερο κοντά στην αλήθεια βρέθηκε η «Σύγκρουση των Πολιτισμών» του Samuel P. Huntington που προειδοποιούσε για σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης με πρόφαση τη θρησκεία αλλά πραγματική αιτία τη διαχείριση της εξουσίας και των φυσικών πόρων, όπως γινόταν πάντα.
Ο οικονομικός ή νομισματικός πόλεμος δεν αποτελεί παρά έναν πόλεμο με άλλα μέσα (Clausewitz) που όμως δεν γνωρίζουμε πώς να τον πολεμήσουμε καθώς τα οπλικά του συστήματα, μας είναι άγνωστα. Ένας πόλεμος με θύματα τόσο τις παρούσες όσο και τις μελλοντικές γενιές με όπλα άϋλα τα οποία ενώ μέχρι πρίν λίγο καιρό λειτουργούσαν υπέρ μας τώρα στράφηκαν εναντίον μας. Πότε άραγε λειτουργούσαν καλά οι διεθνείς αγορές; Όταν μας χρηματοδοτούσαν αφειδώς ή σήμερα που μας στερούν το οξυγόνο; Πότε ήταν ορθολογική η λειτουργία τους; Ποιος είναι ο στόχος των Γερμανικών εμμονών περί αποπληθωρισμού της Ευρωπαϊκής οικονομίας και γιατί αυτό δεν συνέβαινε μέχρι εχτές; Τι άλλαξε;
Κατά τη γνώμη μου τίποτα δεν άλλαξε. Απλώς τα προηγούμενα χρόνια είχαμε παραμυθιαστεί. Δεν διανοούμασταν την πιθανότητα να ζούμε την ιστορική εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Στην παγκόσμια σκακιέρα, οι πόλεμοι και οι οικονομικές αναταράξεις αποτελούσαν ανέκαθεν τη νόρμα.
Πολλώ δε μάλλον τώρα, που λόγοι που σχετίζονται με την τεχνολογική εξέλιξη επέβαλλαν την οικονομική αναδιάταξη της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό που ζούμε, ίσως να αποτελεί μια διορθωτική κίνηση των παγκόσμιων αγορών οι οποίες αντιλήφθησαν ότι η ταχύτητα της τεχνολογίας που ενσωματώθηκε στις εμπορικές, τραπεζικές και χρηματιστηριακές συναλλαγές ήταν πιο γρήγορη από όση μπορούσε το σύστημα να αντέξει και κινδύνευε με εκτροχιασμό.
Ουσιαστικά δηλαδή όλος αυτός ο εφιάλτης που ζούμε δεν είναι, κατά μια άποψή, τίποτα άλλο παρά μια συστημική διόρθωση. Μια διόρθωση των οικονομικών μεγεθών που είχαν λάβει γιγάντιες και ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Πόσο από το χρήμα που κυκλοφορεί ηλεκτρονικά και με το πάτημα ενός κουμπιού αλλάζει ηπείρους και κατόχους στη στιγμή, είναι αληθινό; Αν δηλαδή πάγωναν τα πάντα και προσπαθούσαμε να αντιστοιχίσουμε τις άϋλες ηλεκτρονικές συναλλαγές με την υλική μορφή του χρήματος, των πολύτιμων μετάλλων, των ενεργειακών αποθεμάτων, των υπεγγύων προσόδων και των πάσης φύσεως ασφαλιστικών συμβολαίων, θα καταλήγαμε σε κάποια εξίσωση ή θα διαπιστώναμε με φρίκη μια τεράστια ανισότητα; Πολύ φοβάμαι πως ένα μεγάλο μέρος των καταθέσεων ανά την υφήλιο δεν αποτελεί παρά μόνο μια ηλεκτρονική και κενή περιεχομένου εγγραφή στην οθόνη μας.
Όλες οι φούσκες κάποτε σκάνε.
Ήρθε η ώρα να σκάσουν οι φούσκες.
Η Ελλάδα δεν είχε κατακτήσει τη θέση της στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα με μόχθο ή με ευρεσιτεχνίες αλλά με δανεικά και επιδοτήσεις τις οποίες σπατάλησε σε καταναλωτικά αγαθά Γερμανικής η άλλης προελεύσεως. Το ίδιο περίπου έγινε και στην Κύπρο που είδε την οικονομία της να ανυψώνεται πολύ παραπάνω από τις πραγματικές δυνατότητές της και μέσα στο Σαββατοκύριακο 23-24/3/2013 υπέστη συντριπτικό χτύπημα από την «Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη».
Όσοι νοσταλγούν τη φούσκα του 2004, τότε που ζούσαμε το όνειρο, λυπάμαι που διαφωνώ με τους περισσότερους από εσάς, αλλά δεν συμμερίζομαι τον καημό σας. Η Ελλάδα αυτή της υπερβολής, της ξιπασιάς, της αλαζονείας, της έπαρσης, της μανιακής κατανάλωσης, της αρχοντοχωριάτικης συμπεριφοράς δεν ήταν ούτε αρεστή ούτε υπεύθυνη και εξαιτίας της φτάσαμε σήμερα να ζούμε σε μια κοινωνία όπου σοβεί η κοινωνική εξέγερση.
Ουδέν κακό αμιγές καλού.
Ζήσαμε αμαρτωλά και σήμερα ζούμε μια κόλαση. Δικαιούμαστε να ελπίζουμε πώς κάποια στιγμή θα περάσουμε στο καθαρτήριο και απο εκεί, με πολύ κόπο, ίσως φτάσουμε κοντά στον παράδεισο.
Θα είναι μια επώδυνη διαδικασία αλλά σε βάθος χρόνου, μάλλον θα αποβεί επ’ ωφελεία μας καθώς αφενός θα μας μαζέψει στο πραγματικό οικονομικό μας μέγεθος και αφετέρου θα συμβάλλει πολύ περισσότερο από την πολιτική βούληση ή τη μεταρρυθμιστική διάθεση της κοινωνίας στην αναμόρφωση του κράτους και της οικονομίας μας.
Διότι όπως αποδείχθηκε και από τα έργα της γενιάς μας, τις τελευταίες δεκαετίες εκμεταλλευτήκαμε τους πόρους των μελλοντικών γενεών με αφροσύνη και έλλειψη αλληλεγγύης. Το κράτος και η κοινωνία που χτίσαμε δεν ήταν θεμελιωμένα σε υγιείς βάσεις ενώ οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισής ξεφούσκωνε υπό την πίεση των θιγόμενων.
Διότι είναι γνωστό πως κανένα σύστημα δεν επιθυμεί την αλλαγή εις βάρος του και τόσα χρόνια, οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής προσέκρουε στα όρια που το ίδιο το σύστημα έθετε στους μεταρρυθμιστές του. Με άλλα λόγια επειδή κάθε αλλαγή πραγματοποιείται μέσα σε ένα πλαίσιο οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων που φυσικά ανθίστανται στην συρρίκνωση των προνομίων τους, το αποτέλεσμα είναι η παρεμπόδιση των πραγματικών αλλαγών ή τέλος πάντων η βήμα – βήμα κατάκτησή τους με χρονοβόρα αποτελέσματα εις βάρος της αποτελεσματικότητας. Τελικώς οι εγκατεστημένες ελίτ και οι μεγάλες ή μικρότερες επαγγελματικές συντεχνίες περιορίζουν τις αλλαγές στοχεύοντας στη λείανση των αιχμηρών σημείων τους.
Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η οικονομική κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του τόπου, να εκμεταλλευτούν τις εξωτερικές πιέσεις και να απαιτήσουν τον εκσυγχρονισμό του κράτους εξαναγκάζοντας την ελίτ της χώρας, τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, και τις επιμέρους συντεχνίες επαγγελματικών συμφερόντων να ολοκληρώσουν επιτέλους κάποιες απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για τον πραγματικό εκδημοκρατισμό της χώρας μας.
Διότι ποιος αμφισβητεί ότι το τέλος του νεποτισμού δεν θα αποτελούσε μια θετική εξέλιξη; Ποιος δεν απολαμβάνει την κατάρρευση του δικομματισμού, την αποκαθήλωση των πολιτικών που μονοπωλούσαν το πολιτικό σκηνικό; Ποιός διαφωνεί με την κατάργηση του πολιτικού ασύλου, την άρση της μονιμότητας, την αυστηροποίηση των ποινών για τους φοροφυγάδες και τους εκμεταλλευτές της ανασφάλιστης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα; Ποιός εν τέλει διαφωνεί με την επανεξέταση του παραγωγικού προτύπου της χώρας και την τιμωρία των παρανομούντων όσο ψηλά και αν βρίσκονται;
Τα διδάγματα της κρίσης.
Με τις σκέψεις αυτές, ας προβούμε σε μερικές τελικές διαπιστώσεις:
Α) Τελειώσαμε επιτέλους με τις ψευδαισθήσεις και τις φούσκες της γενιάς μας. Όποια σκατούλα νόμιζε ότι ήταν εκλεράκι θα επανεξετάσει την ύπαρξή της υπό το φώς των νέων δεδομένων. Η εμμονή μας να συγκρινόμαστε μόνο μισθολογικά με τις αναπτυγμένες χώρες αδιαφορώντας για τα λοιπά οικονομικά μεγέθη, ήταν λάθος.
Β) Η κρίση μπορεί να μας σοκάρει αλλά σε βάθος χρόνου δεν είναι τίποτα άλλο παρά business as usual και θα έπρεπε να ήμασταν προετοιμασμένοι για να ελέγξουμε τις παρενέργειες. Το γεγονός ότι δεν ήμασταν, μεγιστοποίησε τα αποτελέσματά της.
Γ) Η κρίση είναι μια χρυσή ευκαιρία να διεκδικήσουμε, ο καθένας από το μετερίζι του, με δυναμισμό, τις δημοκρατικές εκείνες αλλαγές που θα μεταμορφώσουν θεσμικά τη χώρα. Διότι δυστυχώς, αν τα πράγματα εξελίσσονταν ομαλά στην Ελλάδα, τίποτα δεν θα άλλαζε υπό το άγρυπνο βλέμμα της ελίτ, των πολιτικών, των συνδικαλιστών, των συντεχνιών και των διαφόρων παραγοντίσκων που κατέστησαν το κράτος λάφυρό τους. Το Ελληνικό κράτος υπήρχε από αυτούς και για αυτούς και κάπως έτσι φτάσαμε, δεδομένης και της παγκόσμια συγκυρίας, στο σημερινό αδιέξοδο.