Σωτήρης Βαξεβάνης
Συντάκτης του Square περιγράφει πως βίωσε τις διακοπές του στη βόρεια Εύβοιας και γιατί δεν θέλει να τις θυμάται.
Παρασκευή μεσημέρι
Έκλεισα την πόρτα του γραφείου μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τα τριχωτά μου αφτιά. Οι Αυγουστιάτικες διακοπές μου μόλις ξεκινούσαν!
Το σαββατοκύριακο θα βρισκόμουν μαζί με το αμόρε μου σε κάποια παραλία της Β. Εύβοιας, απολαμβάνοντας στιγμές ηρεμίας. Δυστυχώς, όπως θα δείτε παρακάτω, τα πράγματα δεν κύλησαν όπως τα είχα στο μυαλό μου.
Παρασκευή βράδυ
Μπορεί να μην είχαμε κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο, μπορεί να μην ξέραμε τον τελικό μας προορισμό, αλλά το θέμα των διακοπών μονοπωλούσε τις συζητήσεις με την Ειρήνη.
Γύρω στο βράδυ και για να την κάνω να σκάσει επιτέλους, έβαλα να δούμε την ταινία «The Shawshank Redemption» (Τελευταία έξοδος. Ρίτα Χέιγουρθ.). Ποιος να μου το λεγε πως πολύ σύντομα θα βρισκόμουν στην τραγική θέση του πρωταγωνιστή; Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος;
Πρώτη μέρα: Σάββατο
Οι σάκοι στο πορτ μπαγκάζ, τα πουκάμισα με τις κρεμάστρες να κρέμονται στις πίσω θέσεις κι εγώ να κατεβάζω με λύσσα το χειρόφρενο, λες και θα ξεχυθώ στο Γράντ Πρι του Μόντε Κάρλο.
Μετά την υπόσχεση στην Ειρήνη ότι δε θα επιδιώξω να φτάσω στον Άγιο Ιωάννη Ρώσο από τη Χαλκίδα μέσα σε 19,5 λεπτά, ξεκινήσαμε με όνειρα, προσδοκίες και πολύ κέφι για ένα ξένοιαστο τριήμερο.
Τα πρώτα χιλιόμετρα
Τα σκυλοτράγουδα από το ραδιόφωνο εναρμονίζονταν απόλυτα με το μοναδικό τοπίο της διαδρομής.
Λίγο πριν τον Άγ. Ιωάννη το Ρώσο, το βλέμμα μας συνάντησε μία ευχάριστη έκπληξη. Ένα όχημα της πυροσβεστικής μαζί με αρκετούς άνδρες βρισκόταν στην άκρη του δρόμου, επιβλέποντας μετά «ζαρίων και κλάδων» ώστε να μην υπάρξει εστία φωτιάς. Η στάση στην γνωστή εκκλησία ήταν απαραίτητη για να πάρουμε την ευλογία του Αγίου αλλά και ένα – δυο κιλά μέλι (απ’ το καλό). Τελικά έφτασα μετά από μία ώρα και κάτι. Πολλές στροφές και πέτυχα και φορτηγά μπροστά μου, οπότε τα 19,5 λεπτά όπου προσδοκούσα να φτάσω έγιναν καπνός, όπως αυτός που έβγαζα από τα αυτιά πηγαίνοντας «σημειωτόν» στο δρόμο.
Αγία Άννα σου ‘ρχομαι!
Η ιδέα της Ειρήνης για παραμονή στην Αγία Άννα δε μου ακούστηκε καθόλου κακή.
Λίγο μετά τη Στροφυλιά πήραμε τον σπιράλ κατήφορο, με σκοπό να βρούμε τον ανήφορο της διάθεσής μας. Αμ δε! Αφού «μπήκαμε» στην παραλία της Αγίας Άννας γύρω στις 9:00, παρκάραμε και αρχίσαμε να αναζητούμε το ξενοδοχείο των ονείρων μας. Μετά από πολύ ποδαρόδρομο κι ένα φουσκωμένο λογαριασμό στο κινητό μου απ’ την προσπάθεια να κλείσω ένα δωμάτιο, φτάσαμε άπραγοι στο παρκαρισμένο αυτοκίνητό μας. Δωμάτιο γιοκ! Ούτε ντιβάνι δεν υπήρχε στα δέκα περίπου καταλύματα της περιοχής. Το ατυχές περιστατικό δε μας πτόησε. Το κέφι ακόμη στα ύψη, εγώ με την Ειρήνη στα μέλια (του Άγ. Ιωάννη), έτοιμοι ν’ ανοίξουμε και πάλι πανιά ή καλύτερα το πορτοφόλι μας στο πρώτο βενζινάδικο BP για να πάρουμε και κανένα μπολάκι παγωτού.
Επόμενος προορισμός: Κοτσικιά.
Έχοντας στα χέρια της το 28ο μπολάκι παγωτού της BP και κοιτώντας το χάρτη, η Ειρήνη είχε μια φαεινή ιδέα. Να επισκεφθούμε την Κοτσικιά!
Έτσι, είπαμε να στρίψουμε λίγο πριν τους Παπάδες και να επισκεφθούμε την παραλία της. Οι «κλειστές» στροφές ταλαιπώρησαν λίγο την Ειρήνη, η οποία είδε το τοστ με ζαμπόν και τυρί που είχε ντερλικώσει το πρωί να γίνεται ένα με το οδόστρωμα. Μετά από λίγο κατηφορίζαμε με καμάρι στην παραλία της Κοτσικιάς. Τα κόκκινα βράχια με τα πεύκα, που κύκλωναν την παραλία, μου θύμισαν τον τόπο των διακοπών που είχα στο μυαλό μου. «Εδώ είμαστε!», είπα με ικανοποίηση στην Ειρήνη. Το παραθαλάσσιο ξενοδοχείο που έβλεπα στην άκρη της παραλίας θα προσέφερε το ιδανικό καταφύγιο των διακοπών μας. Αυτό πίστευα πριν ακούσω τον ξενοδόχο να μου λέει: «Έχω ένα με θέα στη θάλασσα, roll bar, δορυφορική, στρώμα με νερό, και υδρομασάζ.» «Πλάκα μου κάνεις;», του είπα ενθουσιασμένος. «Εσύ το ξεκίνησες», μου απάντησε γελώντας. Ρώτησα εδώ, ρώτησα εκεί, αλλά δωμάτιο δεν υπήρχε. «Κρίμα και είναι ωραία εδώ», σιγομουρμούρησε η Ειρήνη. Οι πιθανότητες να βρούμε δωμάτιο ήταν μηδαμηνές, γι’ αυτό και αποφασίσαμε να αναζητήσουμε αλλού την τύχη μας.
Με θέα τον ελαιώνα
Καθώς ανηφορίζαμε απ΄ την παραλία προς το χωριό της Κοτσικιάς, η θεά Γκαντέμω μας έκλεισε το μάτι όταν είδαμε μια πινακίδα ενοικιαζόμενων δωματίων.
Για να μην πολυλογώ (όπως στο sex), κατάφερα να βρω μία μικρή γκαρσονιέρα για να απολαύσω το μεγαλείο της Κοτσικιάς. Με 35 ευρώ την ημέρα, είχα στη διάθεσή μου δύο μικρά κρεβάτια, μία λιλιπούτεια τηλεόραση, ένα φουρνάκι, τέσσερα πιάτα, ένα ψυγείο και 10 ενοχλητικούς γείτονες μ’ έναν παπαγάλο (τον Κοκό) στις τρεις διπλανές γκαρσονιέρες. Γενικά, το δωμάτιο μόνο πεντάστερο δεν το έλεγες, αν και η τιμή του ήταν σχετικά καλή: €40. Κατά το μεσημέρι, γύρω στις 15:30, μου ήρθε η όρεξη για τρελίτσες με την Ειρήνη. Στις 15:35 και ενώ κάπνιζα ένα τσιγάρο στο κρεβάτι, ένιωσα μια λιγούρα. Κατηφορίσαμε προς την παραλία, αναζητώντας μία καλή παραδοσιακή ταβέρνα. Ακόμη την αναζητάμε! Με τα πολλά βρεθήκαμε σ’ ένα Ουζερί – Μπαρ – Καφέ – Ταβέρνα χώρο. Αφού για καμιά εικοσαριά λεπτά δεν ήρθε κανείς για να δώσουμε παραγγελία, φύγαμε και κατευθυνθήκαμε προς τη δεύτερη και τελευταία ταβέρνα του χωριού. Ομολογώ πως ήταν μοναδική εμπειρία να τρως κατεψυγμένα καλαμαράκια μπροστά στη θάλασσα, ακούγοντας το «Sexy» και απ’ το δίπλα τραπέζι μία παρέα να τσακίζει πιάτα με μουσακά. Ο σερβιτόρος – ψήστης – ιδιοκτήτης της ταβέρνας φαίνεται πως είχε εμπειρία από μεγάλα εστιατόρια, καθώς σέρβιρε τα πιάτα ένα – ένα. Πρώτα οι πατάτες, μετά από μισή ώρα τα καλαμαράκια, αφού τα φάγαμε έφερε τις μπύρες, ενώ για γλυκό μας έφερε στο τέλος τη χωριάτικη. Η ιδέα των ξένοιαστων διακοπών είχε αρχίσει να ξεθωριάζει.
Πάμε για μπάνιο;
Ελαφρώς απογοητευμένοι και βαρέως νηστικοί επιστρέψαμε στο δωμάτιό μας, περιμένοντας να πέσει ο ήλιος για να πάμε για μπάνιο.
Γύρω στις 19:00 βρεθήκαμε στην παραλία των παρ’ ολίγον ονείρων μας. Η θάλασσα ήταν εκπληκτική. Η στεριά είχε το πρόβλημα. Καθώς κολυμπούσαμε αρχίσαμε να παρατηρούμε την ακτή και να συνειδητοποιούμε πως η περιοχή είχε δύο ταβέρνες, ένα ξενοδοχείο και μία παράγκα που πουλούσε τζην παντελόνια! Τίποτε άλλο. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει από το μέτωπό μας μόλις βγήκαμε στην ακτή. Τα τσιγάρα τελείωναν, καφέ δεν είχαμε πιει, ήμασταν νηστικοί και η τουαλέτα του δωματίου δεν είχε χαρτί υγείας! Τότε στο μυαλό μου ήρθε ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Η τελευταία έξοδος». Έπρεπε ν’ αποδράσουμε από εκεί, αλλά το πυκνό σκοτάδι που απλωνόταν αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα. Ρωτώντας οδηγηθήκαμε στο μοναδικό mini market της περιοχής. Από εκεί πήραμε δύο πακέτα τσιγάρα, τέσσερα μπουκάλια νερό και μπατονέτες για τα αφτιά. Έτσι, αφού «αδειάσαμε» το μαγαζί, γυρίσαμε στο δωμάτιό μας.
Η νύχτα είναι μεγάλη
Πρώτη στο μπάνιο μπήκε η Ειρήνη παίρνοντας μαζί της όλη τη σειρά περιποίησης προσώπου – σώματος. Η κακομοίρα περίμενε κοσμοπολίτικες διακοπές.
Την ώρα που έκανε μπάνιο, εγώ χτύπαγα το κεφάλι μου στον τοίχο. Τόσες ώρες δε μπορούσα να εκφράσω μπροστά της την αγανάκτησή μου, έπρεπε να παίζω το ρόλο του ψύχραιμου. Ενώ άκουγα δίχως ιδιαίτερη δυσκολία όλη την οικογενειακή κατάσταση των γειτόνων μου από το διπλανό μικρό μπαλκόνι, άρχισα να καταστρώνω σχέδιο απόδρασης. Αφού δεν οργάνωσα τις διακοπές μου, έπρεπε να οργανώσω την έξοδό μου από αυτές. Το βράδυ κύλησε σχετικά ήρεμα, παρέα με την TV και την εκπληκτική ταινία «Σεισμός στη Ν. Υόρκη»! Ναι, πήγα διακοπές για να δω τηλεόραση. Τα κολαριστά πουκάμισα στη ντουλάπα, τα καλά σκουλαρίκια της Ειρήνη στο κομοδίνο και η ιδέα ενός τρελού ξεφαντώματος σε κάποιο παραθαλάσσιο club, στοιβαγμένα σ’ ένα δωματιάκι πέντε επί πέντε. Προσποιούμενοι και οι δύο ότι δεν πεινάμε καθόλου, αν και τα στομάχια μας ακούγονταν μέχρι την Αιδηψό, αποφασίσαμε να το ρίξουμε στον ύπνο, μπας και περάσουν οι ώρες.
Goodbye my lovely place
Tην πρωινή ηρεμία αναστάτωσε μια τσιρίδα που ξεσήκωσε στο πόδι όλους τους γείτονές μας.
Η Ειρήνη είχε ξυπνήσει αντικρίζοντας ένα άδειο δωμάτιο κι εμένα να λείπω! Είχα σηκωθεί από τα ξημερώματα, είχα πακετάρει όλα μας τα πράγματα και ακούγοντας «Αιδηψός Fm» την περίμενα στο αμάξι μας! Τόσο ενθουσιασμένος ήμουν από την Κοτσικιά. Επόμενος σταθμός τα Ελληνικά. Λίγο μετά τα Βασιλικά ίσως να βρίσκαμε τον κωλοπαράδεισο που αναζητούσαμε. Με νεύρα τσατάλια και διάθεση στον πάτο, φτάσαμε στα Ελληνικά. Πανέμορφη τοποθεσία με τέσσερα ουζερί, μία καφετέρια αλλά ούτε ένα δωμάτιο διαθέσιμο – πάλι! Ήθελα να περάσω μερικές ξένοιαστες μέρες και είχα καταλήξει να θέλω τη μαμά μου! Η Ειρήνη προσπαθώντας να με ηρεμήσει μου πετάει την ιδέα να συνεχίσουμε προς το Πευκί. Νηστικοί, ταλαιπωρημένοι και δίχως να έχουμε πιει καφέ, αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς το Πευκί. Ανάθεμα την ώρα, την Ειρήνη και τις ιδέες της.
Πευκί σου ‘ρχομαι!
Η άφιξή μας στο Πευκί αποτέλεσε και τη χαριστική βολή!
Εκατοντάδες πούλμαν άδειαζαν στην κυριολεξία ορδές ηλικιωμένων που ξεχύνονταν στη μεγάλη παραλία επιδεικνύοντας τις τεράστιες ποσότητες κυτταρίτιδας που κουβαλούσαν. «Φεύγωωω!», άρχισα να ουρλιάζω προς την Ειρήνη, η οποία μ’ ένα χαζοχαρούμενο ύφος ήθελε να πάμε μέχρι τη Σκόπελο, κάνοντας ακόμη μία προσπάθεια! Το μόνο που ακούστηκε μετά ήταν οι στροφές του κινητήρα του αυτοκινήτου μας, που πέταγε φωτιές από τη λύσσα για να φύγω από εκεί. Θα γύριζα στη Χαλκίδα, έστω και μπουσουλώντας.
Μην πεις λέξη!
Στην επιστροφή εγώ και η Ειρήνη δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Μόνο «Μην τρέχεις» φώναζε που και που.
Έκανα τη διαδρομή Πευκί – Χαλκίδα σε μιάμιση ώρα! Έφτασα στην Καστέλα και ήθελα να φιλήσω τα γυφτάκια από τη χαρά μου. Στη στροφή των Ψαχνών σταμάτησα το αυτοκίνητο και βγαίνοντας έξω πήρα αγκαλιά την Ειρήνη στριφογυρίζοντάς την μπροστά στα μάτια των έκπληκτων διερχόμενων οδηγών. Το απόγευμα πήγαμε για φαγητό στη Λάμψακο και για μπάνιο στο Αλιβέρι. Το βράδυ για ποτό και στην επιστροφή αγοράσαμε σουβλάκια. Αυτές είναι διακοπές!