Εφιάλτες θερινής νυκτός, µε πρωταγωνιστές Χαλκιδαίους της διπλανής πόρτας.
Αγωνία στο camping
Παραλία Αγίου Δηµητρίου, νότια Εύβοια. Ένα ζευγάρι Χαλκιδαίων αποφάσισε να περάσει το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, κάνοντας ελεύθερο camping. Όµως δεν ήταν µόνοι στην παραλία…
Όλα είχαν προβλεφθεί µέχρι την τελευταία λεπτοµέρεια: από τη σκηνή, µέχρι τα τρόφιµα που θα έπαιρναν µαζί για το τριήµερο. Στα µέσα της διαδροµής όµως, συνειδητοποίησαν πως ξέχασαν να πάρουν κάτι βασικό: ένα φακό, για τις… σκοτεινές νύχτες. Ο Λευτέρης και η Άννα έφτασαν στην παραλία το απόγευµα. Ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τη θάλασσα. Στην παραλία είχε αποµείνει µια παρέα, που σύντοµα θα αποχωρούσε. Η Άννα σκέφτηκε πως αυτή θα ήταν µια µοναδική ευκαιρία για ν’ απολαύσουν την ειδυλλιακή θέα, χωρίς ενοχλητικούς «γείτονες». Το ζευγάρι άναψε µια πρόχειρη φωτιά, µε τα ξύλα που είχε µαζέψει. Κάθισαν αγκαλιασµένοι απολαµβάνοντας τη στιγµή και κάνοντας έρωτα µπροστά στη φωτιά. Κάποια στιγµή η φωτιά έσβησε και το ζευγάρι µπήκε στη σκηνή. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, το ίδιο κι οι απόκοσµοι ήχοι που άρχισαν ν’ ακούν. Ο Λευτέρης βγήκε απ’ τη σκηνή κρατώντας ένα µαχαίρι. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί έξω. Ξαναµπήκε στη σκηνή και ο ήχος, σαν κάποιος να έσερνε ένα αντικείµενο στην άµµο, άρχισε πάλι να βασανίζει τα αυτιά τους. «Ήταν σαν κάποιος να ήθελε να µας τροµοκρατήσει µε τεχνητούς θορύβους. Όµως έξω απ’ τη σκηνή, δεν βρισκόταν ψυχή! Κανένας!» Το επόµενο πρωινό διαπίστωσαν ότι ένα µαχαίρι που δεν τους ανήκε ήταν παρατηµένο στην άµµο…
Αιµατηρό… beach party
Στο beach party µπορεί να λερωθείς απ’ την άµµο, ή αν χυθεί ποτό στη µπλούζα σου. Το αίµα, λερώνει σπάνια…
Εκείνο τον Ιούλιο του 1988, η νύχτα ήταν τόσο µαγική, που σ’ έκανε να πιστεύεις πως θα µπορούσαν να εκπληρωθούν οι πιο κρυφές σου επιθυµίες! Έτσι τουλάχιστον πίστευε η 20χρονη Δήµητρα, που είχε βρεθεί σ’ εκείνο το beach party, σε µια παραλία κοντά στη Χαλκίδα. Σε µερικές ώρες θα βρισκόταν για σπουδές στο Λονδίνο. Όµως εκείνη η νύχτα, ήταν δική της. Για εκείνη και την παρέα της. Το ντύσιµό της ήταν κατάλληλο για την περίσταση: σορτς, µπλούζα και πέδιλα. Η µουσική ακουγόταν δυνατά. Το φλερτ ανάµεσα στ’ αγόρια και τα κορίτσια «γέµιζε» την ατµόσφαιρα. Η άµµος µπλεκόταν µε τα πόδια εκείνων που χόρευαν, σαν µια οργιαστική τελετουργία προς την µητέρα φύση. Η Δήµητρα είχε αγκαλιάσει τις φίλες της. Χόρευαν, κάπου δάκρυζαν που η κολλητή τους θα τους εγκατέλειπε για 3 χρόνια. Η ώρα είχε πάει 4 το πρωί. Σύντοµα θα έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι της, να χαιρετήσει την αδελφή της και οι γονείς της να την πάνε στο αεροδρόµιο. Όταν µπήκε στο αυτοκίνητο της κολλητής της, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το λευκό της µπλουζάκι είχε κόκκινες κηλίδες. Το ίδιο και το σορτς της. Σκέφτηκε ότι πολύ απλά, µάλλον λερώθηκε από το ποτό που της έχυσε κατά λάθος πάνω της µια άσχετη µε την παρέα γυναίκα. Λίγο αργότερα, στο µπάνιο του σπιτιού της, διαπίστωσε µε τρόµο και αηδία ότι οι κηλίδες πάνω στα ρούχα της ήταν από καθαρό… αίµα! Η ίδια πιστεύει ακόµη και σήµερα, ότι αυτή η άγνωστη γυναίκα έριξε πάνω της το αίµα. ‘Ετσι, χωρίς εµφανή λόγο κι αιτία. Η Δήµητρα δεν επέστρεψε στην Ελλάδα. Όµως έχει φυλάξει τη µπλουζα, για να θυµάται για πάντα το αιµατηρό… beach party.
«Εξοχικός» φόβος
Ένας µεταφραστής χρειάζεται ηρεµία για να µην χαθεί κι ο ίδιος… στη µμετάφραση. Όταν απομονωθεί όµως, ίσως νιώσει πως είναι να χάνεται κάποιος µέσα στον ίδιο του τον φόβο…
Η Χριστίνα «µεταφράζει» την ίδια και τους άλλους, από τότε που ξεκίνησε ν’ ασχολείται µε την αναζήτηση του εαυτού της. Με αυτογνωσία και επίγνωση των ελαττωµάτων της, προχωρά µπροστά, µόνη, χωρίς φόβο και ανέλπιδα… όνειρα. Απλώς, ζει το τώρα. Εργάζεται ως µεταφράστρια και πριν από δυο καλοκαίρια, αποφάσισε ν’ αποµονωθεί σ’ ένα εξοχικό που βρίσκεται κοντά στη Λίµνη Ευβοίας. Το σπίτι ανήκε σε µια συνάδελφο, που της το ενοικίασε σε µια προκλητικά… χαµηλή τιµή. Οι πρώτες εβδοµάδες κύλησαν δηµιουργικά και ήρεµα. Μια νύχτα που καθόταν στον υπολογιστή για να ολοκληρώσει µια εργασία, συνειδητοποίησε πως ένα λεξικό τεχνικών όρων είχε εξαφανιστεί από το αρχείο της. «Δεν είναι υπερβολικό αν πω ότι έφαγα τον κόσµο για να δω που στο καλό το είχα κρύψει. Στο τέλος, συµπέρανα ότι απλώς, το έχασα.» Όµως πώς γίνεται να χαθεί ένα βιβλίο που είχε χρησιµοποιήσει δυο µέρες νωρίτερα; Η Χριστίνα έφτασε στο σηµείο να πιστέψει πως κάποιος είχε µπει µέσα στο σπίτι. Όµως ποιος τρελός θα παραβίαζε την ιδιωτικότητα ενός χώρου, για ένα δυσνόητο βιβλίο; Μια τόση µικρή απώλεια, την είχε κάνει σχεδόν… παρανοϊκή: «Είχα πειστεί ότι κάποιος µπήκε στο σπίτι και το πήρε. Έτσι, αποφάσισα ν’ αλλάξω τις κλειδαριές της εξώπορτας, αλλά και της πίσω πόρτας που οδηγούσε στην αυλή.» Νιώθοντας πλέον ασφάλεια, συνέχισε να χάνεται στις µεταφράσεις της. Το πρωί της 14ης Ιουλίου, ηµέρα του εορτασµού της γαλλικής επανάστασης, πήρε τηλέφωνο ένα φίλο και γαλλοµαθή συνάδελφο, για να του ευχηθεί χαριτολογώντας: «Χρόνια πολλά στους Γάλλους!» Δεν πρόλαβε όµως να ολοκληρώσει τη φράση. Μια κραυγή κάλυψε το σαλόνι: «Αυτή τη στιγµή, βλέπω πεταµένο στο χολ το βιβλίο που έχασα! Καταλαβαίνεις; Είναι πίσω από την εξώπορτα!» Η Χριστίνα ήταν σε πανικό. Σηκώνει το βιβλίο από το πάτωµα, το ξεφυλλίζει εν τάχει και παρατηρεί έκπληκτη µια µικρή… «λεπτοµέρεια»: Η σελίδα 14 ήταν τσαλακωµένη, ενώ στο κείµενό της ήταν υπογραµµισµένη µε στυλό η λέξη «Juillet», δηλαδή Ιούλιος. Το βιβλίο «επέστρεψε» στα χέρια της Χριστίνας, στις 14 Ιουλίου. Κάποιες «συµπτώσεις» είναι ανεξήγητα «σατανικές»…
Οδηγώντας µε τα «φαντάσµατα» του παρελθόντος
Οι αυτοκινητόδρομοι δεν οδηγούν πάντα σε προορισµούς, αλλά κάποιες φορές και στο… «παρελθόν». Ένα ανώδυνο auto – stop, έφερε στην επιφάνεια «χαµένες» µνήµες. Μια γυναίκα οδηγεί από τη Χαλκίδα µε προορισµό την Κάρυστο. Ένας νεαρός προσπαθεί να την οδηγήσει εκεί που τελειώνει η λογική και ξεκινά ο τρόµος…
«Μα καλά, πώς βρέθηκες στη µέση του δρόµου; Από πού είσαι;», ρώτησε η Όλγα το νεαρό που έκανε οτο-στοπ. Η Όλγα δεν φοβάται εύκολα. Μισή ώρα πριν φτάσει στην Κάρυστο, είδε «στη µέση του πουθενά» έναν 20χρονο άντρα που της έκανε νόηµα µε τις επίµονες κινήσεις των χεριών του. Καθ’ όλη τη διαδροµή, ο νεαρός ήταν αµίλητος και ανήσυχος. «Μου πέρασαν πολλές σκέψεις απ’ το µυαλό: µήπως τον ψάχνει η αστυνοµία; Κι αν είναι κάποιος δολοφόνος; Πολλά έχουν δει τα µάτια µας», είπε η 45χρονη Όλγα «και φυσικά δεν είχα καµία διάθεση να µπλέξω σε περιπέτειες. Το βλέµµα του ήταν ανέκφραστο. Η σιωπή του µε τρόµαζε. Όµως δεν µπορούσα να κάνω πίσω». Λίγο πριν φτάσουν στην πόλη, ο νεαρός επιτέλους της µίλησε: «Πριν από 2 χρόνια, η κυρία Όλγα µε είχε πάει µε το αυτοκίνητο στο νοσοκοµείο.» Η Όλγα, µόλις άκουσε το όνοµά της, δεν ήξερε τι να πρωτοσκεφτεί: Ήταν µια απλή και… «άβολη» σύµπτωση; Μήπως είχαν ξανασυναντηθεί στο παρελθόν; Παρόλα αυτά, ουδέποτε της είχε τύχει να εξυπηρετήσει κάποιον µε οτο-στοπ! «Συγγνώµη, τι είπες;», ρώτησε ψύχραιµα, κρύβοντας τον φόβο της. «Πριν από 2 χρόνια µε πήγε η κυρία Όλγα στο νοσοκοµείο», επανέλαβε ο άγνωστος, αλλά αυτή τη φορά η φωνή του είχε γίνει επιτακτική, σχεδόν παραµορφωµένη και παρανοϊκή. Η Όλγα, µε µια ενστικτώδη κίνηση, σταµάτησε το αυτοκίνητο, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Ο νεαρός ατάραχος, βγήκε κι αυτός έξω, σταµάτησε στην άκρη της ασφάλτου και σήκωσε το χέρι του µε τον ίδιο επίµονο τρόπο. Μετά από λίγα λεπτά, ένας άλλος οδηγός ανταποκρίθηκε στο «αίτηµά» του, βάζοντάς τον στο αυτοκίνητό του. Η γυναίκα έµεινε µόνη, παρατηρώντας το «φάντασµα» από το ξεχασµένο παρελθόν, να την κοιτάζει χωρίς εµφανή λόγο στα µάτια µε µίσος από το παράθυρο του συνοδηγού…
Σκιά στο παράθυρο
Γύρω µας κυκλοφορούν διάφορες «σκιές». Κάποιες τις βλέπουμε καθαρά. Ορισμένες τις αγνοούµε. Ενώ άλλες µας απειλούν, χωρίς να ξέρουµε από που έρχονται. και τι πραγματικά «θέλουν» από εµάς…
Αν θέλεις να µάθεις πόσο επικίνδυνος είναι ο εχθρός σου, κοίταξε τη σκιά του. Θα σου «πει» πολλά. Όµως στην περίπτωση της Ειρήνης, η σκιά που την «παρακολουθούσε», βρισκόταν στο παράθυρο του σπιτιού της. Η παραθαλάσσια µονοκατοικία όπου ζούσε, βρισκόταν 500 µέτρα από το κοντινότερο χωριό. Ανέκαθεν η Ειρήνη αναζητούσε την ηρεµία της, µακριά από τα βλέµµατα των άλλων ανθρώπων. Ο ήλιος είχε δύσει. Το Αυγουστιάτικο φεγγάρι βρισκόταν στο απόγειό του. Εξαιτίας του καύσωνα, σκέφτηκε να κλείσει τα παράθυρα, για ν’ ανάψει το air condition. «Τότε ήταν που άρχισε ο εφιάλτης µου. Το ρεύµα κόπηκε ξαφνικά, λόγω υπερφόρτωσης του δικτύου. Και φυσικά, δεν έβλεπα µπροστά µου! Πάλι καλά που υπήρχε το φως του φεγγαριού, ειδάλλως θα είχα πανικοβληθεί!», δήλωσε η 45χρονη ιδιωτική υπάλληλος µε καταγωγή από τη Δροσιά. Η ζέστη άρχισε να την πνίγει, µε αποτέλεσµα να κατευθυνθεί προς το µεγάλο παράθυρο του σαλονιού. «Σκέφτηκα πως αν το άνοιγα, ίσως να έµπαινε λίγο αεράκι. Ήµουν έτοιµη να κάνω την κίνηση για να το ανοίξω. Όµως όταν είδα αυτό το πράγµα, πως αλλιώς να το πω, έβαλα τις φωνές!». Ακόµη και σήµερα, η Ειρήνη δεν είναι σε θέση να περιγράψει αυτό που είδε στο παράθυρο. «Δεν µπορώ να σου πω µε σιγουριά αν ήταν σκιά, αντικατοπτρισµός ή κάτι άλλο. Όµως δεν ήταν ένα παιχνίδι του µυαλού. Πίστεψέ µε, ξέρω καλά τι είδα, αλλά δεν µπορώ να σου πω τι ήταν αυτό που είδα». Μετά από δική µας «πίεση», µας το περιέγραψε ως µια σκοτεινή και «ζωντανή» θολούρα, που είχε συνείδηση. «Αυτό το πράγµα βρισκόταν στο παράθυρό µου για δέκα λεπτά. Μετά, εξαφανίστηκε στο πουθενά. Θέλω να πουλήσω αυτό το σπίτι. Δεν αντέχω να ζω πλέον εδώ. Μόνο η σκέψη πως η αποκρουστική σκιά είχε… κολλήσει στο παράθυρό µου, µ’ έκανε να µισήσω το σπίτι, αλλά και την περιοχή». Την επόµενη µέρα, η Ειρήνη ρώτησε επιλεκτικά κάποιους γείτονες από το διπλανό χωριό, για να µάθει αν εκείνη τη νύχτα του 2001, είδαν κάτι παράξενο ή ιδιαίτερο. Οι δυο από τους πέντε απάντησαν ότι ένιωθαν εκνευρισµό, σαν κάτι να είχε «σκεπάσει» την ατµόσφαιρα της περιοχής. Ναι. Ήταν κάτι «κακό» που δεν έδειξε το «πρόσωπό» του…
Το χαµένο κλειδί
Ό,τι χαθεί, µπορεί να ξαναβρεθεί. Αρκεί ν’ απευθυνθείς σε κάποιον άγνωστο. Αυτός, γνωρίζει καλύτερα…
Τη δεκαετία του 1980, η παραλία της Κοτσικιάς στην Εύβοια, ήταν πολύ διαφορετική απ’ ό,τι είναι τώρα. Λιγότερα σπίτια, περιορισµένη τουριστική κίνηση, ελάχιστα µαγαζιά. Ήταν ιδανικό µέρος για χαλάρωση οικογενειακών… προδιαγραφών. Ο Νίκος παραθέριζε µε την οικογένειά του σ’ αυτό το κοµµάτι της Εύβοιας, µένοντας σ’ ένα ξενοδοχείο που ήταν σχεδόν κατοικήσιµο! Στις 7 το απόγευµα, ο ήλιος αποχαιρετούσε την παραλία. Το ίδιο και ο Νίκος, που ετοιµαζόταν να επιστρέψει στη Χαλκίδα. «Μια τελευταία βουτιά δεν βλάπτει!», αναφώνησε και βούτηξε στα σχεδόν σκοτεινά νερά. Βγαίνοντας από τη θάλασσα, συνειδητοποιεί πως είχε κολυµπήσει µε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, που µε τις βουτιές είχαν χαθεί στον πυθµένα. Μπορεί ο 40χρονος να µην είναι από εκείνους που πανικοβάλλονται, παρόλα αυτά, είχε έρθει η στιγµή για να πανικοβληθεί! «Πώς θα επέστρεφα µε την οικογένεια στη Χαλκίδα; Η παραλία άδειαζε. Τότε δεν υπήρχαν κινητά στην Ελλάδα. Το χωριό ήταν σχεδόν «νεκρό» και θ’ αναγκαζόµασταν να µείνουµε στην περιοχή, µέχρι να βρεθεί κάποιος για να µας πάει στο σπίτι.» Ο από µηχανής… Θεός ή δαίµονας, ήταν µια µισότρελη γυναίκα ψαρά, που βρέθηκε κατά τύχη (;) στην περιοχή. «Αυτή µου ‘λειπε τώρα», αναστέναξε. Εντελώς αναπάντεχα, η γυναίκα του είπε: «Βούτηξε προς τα φύκια. Θα βρεις αυτό που έχασες». Εκείνη τη στιγµή, ο Νίκος πίστευε οτιδήποτε άκουγε. Και όντως, κολύµπησε µέχρι στο σηµείο που του υπέδειξε η γυναίκα. Ο άντρας έκπληκτος, βρήκε τα κλειδιά, ή µάλλον την… «σταγόνα» στον ωκεανό! Μερικές φορές, αυτό που σώζει δεν έχει λογική.
Ευβοϊκός οιωνός
Όταν το νυχτερινό πότισµα των λουλουδιών του κήπου προκαλεί… ρίγος, όχι από κάποιο φυσικό αυγουστιάτικο µελτέµι, αλλά από µια αναπάντεχη στενή επαφή τρίτου τύπου…
Η µαρτυρία του Νίκου Π. επιβεβαιώνει έναν άγραφο νόµο: οι δύσπιστοι «βλέπουν» καθαρότερα τα «σηµάδια» του ουρανού. Ο 45χρονος από τη Χαλκίδα είναι ένα… κινούµενο ερωτηµατικό: «Αν δεν δω κάτι, δεν το πιστεύω. Όµως τον Αύγουστο του ’89, αυτό που συνέβη κλόνισε τα πιστεύω µου». Εκείνη τη νύχτα, ο Νίκος ασχολούνταν µε την καθιερωµένη ιεροτελεστία του ποτίσµατος των λουλουδιών και του γκαζόν στο εξοχικό του, λίγα χιλιόµετρα έξω από τη Χαλκίδα. Επειδή η περιοχή δεν είναι φωτισµένη, τα αστέρια φαίνονταν τόσο καθαρά, όσο καθαρά φάνηκε και ο «δίσκος» που εµφανίστηκε πάνω απ’ το κεφάλι του, λίγα µέτρα από την επιφάνεια. «Δεν πιστεύω σε πράσινα ανθρωπάκια κι εξωγήινους. Όµως, όταν είδα αυτό το πράγµα, τρόµαξα». Σύµφωνα µε τον ίδιο, η διάµετρός του ξεπερνούσε τα 20 µέτρα! Στον ουρανό ακουγόταν ένα απόκοσµο βουητό. Τότε, αισθάνθηκε ότι «κάτι» τον παρακολουθούσε από ψηλά. Μόλις το ιπτάµενο όχηµα ακινητοποιήθηκε, ο Νίκος παράτησε το λάστιχο, κοίταξε φοβισµένα προς τα πάνω και το βλέµµα του παρέµεινε χαµένο στο αστρικό θέαµα. «Την εποµένη, ρώτησα ένα φίλο που εργαζόταν στην ΕΜΥ, για να µάθω αν έγιναν µετεωρολογικές έρευνες στην περιοχή». Η απάντηση του επιστήµονα ήταν αρνητική…
Οι «Ατλάντιοι»
Ένας µικρός βράχος, σαν μικρογραφία του νησιού της σειράς µυστηρίου «lost», βρίσκεται 15 λεπτά από την Κοτσικιά Ευβοίας. Το ξεχασμένο «νησί» δεν κατοικείται. Όµως ορισμένοι ισχυρίζονται πως δέχεται περίεργες επισκέψεις…
Ο Αντώνης και ο Πέτρος είχαν πάρει το φουσκωτό ενός συγγενή από την Κοτσικιά. Η διαδροµή στη θάλασσα κράτησε 15, ίσως και 20 λεπτά. Λίγο αργότερα, έβλεπαν µπροστά τους έναν χαµένο ευβοϊκό παράδεισο: ένας βράχος, όχι µεγαλύτερος από 10 µέτρα, που µοιάζει µε νησί-µινιατούρα, είναι το πλέον κατάλληλο «σκηνικό» για να ξεχάσει κανείς την πεζή καθηµερινότητα. Η θάλασσα είναι σχεδόν τυρκουάζ. Οι πέτρες στον πυθµένα έχουν όλα τα χρώµατα της ίριδας. Όσο για τη ζωή στο βυθό, µε τα δεκάδες χρώµατα και ψάρια, δηµιουργεί την ψευδαίσθηση ότι η χαµένη Ατλαντίδα εκεί ακριβώς «βυθίστηκε». Αφήνουν το φουσκωτό, βγαίνουν στη στεριά, µε τη σκέψη να βγάλουν τα ρούχα τους για να βουτήξουν στα πιο κρυστάλλινα νερά που είχαν δει ποτέ στη ζωή τους. Ο Αντώνης ήταν έτοιµος να βουτήξει στη θάλασσα, όταν πρόσεξε ότι ερχόταν προς το µέρος του ένα ζευγάρι που περπατούσε µε γρήγορο βηµατισµό. Μιλούσαν µεταξύ τους περί ανέµων και υδάτων. Ο 25χρονος δεν πτοήθηκε: βούτηξε κατευθείαν στο νερό. Όµως αυτό δεν τον εµπόδισε στο να ακούσει διακριτικά τη συζήτηση αυτού του ωραίου ζευγαριού. Όµως τα λόγια τους δεν έβγαζαν νόηµα. «Ήθελα να βάλω τα γέλια. Μιλούσαν σε µια γλώσσα κάπως… επιστηµονική! Ειλικρινά σου λέω, δεν κατάλαβα κουβέντα απ’ όσα έλεγαν!». Ο Αντώνης περίµενε µέσα στη θάλασσα µέχρι το ζευγάρι να φύγει από το πίσω µέρος του βράχου όπου βρισκόταν. Ο λόγος απλός: Δεν ήθελε να τον δουν γυµνό. Όταν ο άντρας και η γυναίκα αποµακρύνθηκαν, ο νεαρός πήγε να βρει τον κολλητό του. Τον ρώτησε µε νεανική αφέλεια: «Είδες τη γκόµενα µε τον τύπο;». Η απάντηση του Πέτρου τον αποστόµωσε: «Ποιους;». Οι δυο φίλοι ήταν οι µοναδικοί «κάτοικοι» του «νησιού». Κανείς δεν είχε έρθει µε βάρκα, πέρα απ’ τους δυο Χαλκιδέους. Ο Αντώνης ακόµη και µέχρι σήµερα προσπαθεί να πείσει τον φίλο του ότι εκείνο το καλοκαιρινό µεσηµέρι είχε δει δυο «άνθρώπους», πάνω σ’ ένα «ξεχασµένο» απ’ τον πολιτισµό βράχο. «Ξέρω πολύ καλά τι είδα. Ευτυχώς δεν τα ‘χω χάσει ακόµα! Δεν αµφιβάλλω ότι ο κολλητός µου δεν τους άκουσε. Όµως κανείς δεν µπορεί να µε πείσει πως δεν είδα… τίποτα». Λογικό.