Ιούνιος, η θερμοκρασία ανεβαίνει, τα ρούχα μικραίνουν και οι ειδήσεις δείχνουν τα ρεπορτάζ της παραλίας, γνωστά και ως ρεπορτάζ του κώλου. Καιρός για παραλία αλλά προσέξτε: μια απλή εξόρμηση μπορεί να εξελιχθεί κάπως έτσι…
Καλοκαιράκι, Σάββατο μεσημέρι, ο τζίτζικας έχει σκάσει. Ο εκδότης θέλει λέει ένα κείμενο για το καλοκαίρι. Σιγά μην κάτσω μέσα να το γράψω. Αυτός ετοιμάζει ρεπορτάζ για τις ωραιότερες παραλίες της Εύβοιας κι εγώ πήζω… Θα πάω με τα παιδιά στις Αλυκές για μπάνιο.
Αλυκές… Η Super Paradise της Χαλκίδας. Καλλίγραμμα κορμιά μέσα (τι μέσα δηλαδή;) σε μικροσκοπικά μπικίνι, μουσική και καφεδάκι με χαλαρή κουβέντα, ενίοτε και ταβλάκι. Θα περάσουμε φίνα!
«Τι έγινε ρε παιδιά, γιατί πάμε σημειωτόν»; «Έχει λίγη κίνηση», απαντάνε. Τι να πω, στη Βασιλίσσης Σοφίας σε ώρα αιχμής δεν έχει τέτοιο μποτιλιάρισμα. Μετά από μια ώρα φτάσαμε από τη Δροσιά στις Αλυκές. Την επόμενη φορά να πάμε στη Χαλκιδική, θα κάνουμε λίγη ώρα παραπάνω αλλά αξίζει τον κόπο.
Πρώτη διαπίστωση; Έφυγα από την Αθήνα για Σαββατοκύριακο, αλλά η Αθήνα με ακολούθησε. Είναι τραγικό. Δεύτερη διαπίστωση: Ήρθε ο καιρός για την κατασκευή υπόγειου πάρκινγκ στις Αλυκές. Πιο πολύ κίνηση θα έχει από αυτό στην αγορά της Χαλκίδας.
Αφού παρκάραμε μόλις λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, ξεκινάμε για την ειδυλλιακή παραλία. Μιλιούνια κόσμου στοιβάζονται στην αμμουδιά και στο νερό. Να απλώσουμε τις πετσέτες και τις ψάθες, αλλά πού;
«Παιδιά βρήκα ένα καλό μέρος», φώναξε η Χριστίνα. «Τέλεια» επικρότησαν οι υπόλοιποι την ανακάλυψη. Μα καλά, μόνο εγώ βλέπω ότι είναι λιγότερο από ένα τετραγωνικό μέτρο: «Ρε παιδιά εδώ χωράει μια πετσέτα μόνο κι εμείς είμαστε πέντε». Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Κατάλαβα, θα κάνουμε ηλιοθεραπεία όρθιοι για ομοιόμορφο μαύρισμα. «Έλα, το νερό είναι πολύ ζεστό»! Και θολό επίσης. Γιατί έχω μια υποψία ότι δεν το ζέστανε ο ήλιος αλλά ο τύπος με το μουστάκι λίγο πιο πέρα που χαμογελάει πονηρά; «Δεν πειράζει, αργότερα ίσως». Θα μείνω να φυλάω τον χώρο μας, είναι πολύτιμος.
Κάποιοι πάλι δεν πτοούνται από την έλλειψη χώρου. «Συγνώμη κύριε, μου δίνετε λίγο το μπαλάκι μου». Τι να του δώσω; «Το μπαλάκι μου, για τις ρακέτες, έπεσε στο ποτήρι με τον καφέ της φίλης σας…». Πες το ντε, κι ανησύχησα. Έδωσα το καφέ, πλέον, μπαλάκι στα τριαντάχρονα παιδιά να παίξουν και ξάπλωσα να απολαύσω την υπεριώδη ακτινοβολία.
Ξαφνικά, ένα μελαψό χέρι πετιέται μπροστά στο πρόσωπό μου κραδαίνοντας μια χούφτα CD. «Έχει Σάκη Ρουβά, θέλει;». Να χαρείς ρε άνθρωπε, εσύ δεν έχεις πρόβλημα, άσε κι εμένα να πάρω λίγο χρώμα. «Δε θέλω, η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική», του απαντώ. «Αυτό τραγούδι δεν το έχει, Ντοντορίντου θέλει;». Όχι. Τρία δευτερόλεπτα ησυχίας θέλω μόνο.
Βλέπω ορισμένες με γυναικείο μαγιό-κορδόνι. Μα καλά δεν τις ενοχλεί; Αν συνεχίσουμε με αυτό το ρυθμό, σε κάποια χρόνια θα φοριέται το μαγιό μισινέτζα. Κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά είμαι περικυκλωμένος. Γι’ αυτό έχουμε τόσα εμφράγματα το καλοκαίρι, όχι λόγω καύσωνα. Αλλά τι κοιτάω… Εδώ μου φαίνεται έρχονται μόνο όσοι πάνε στα γυμναστήρια της πόλης. Μα που πήγαν οι άντ
ρες με τις γοητευτικές κοιλίτσες, είμαι μήπως ο τελευταίος;
Ωχ, ο μουστακαλής έχει φέρει και τα αξιολάτρευτα παιδάκια του στην παραλία. Ο Κωστάκης κι η Ελενίτσα βγήκαν στη στεριά, προσοχή. «Σας παρακαλώ κύριε μου, μαζέψτε τα παιδάκια σας, μας πετάνε άμμο» τόλμησε να μιλήσει το πρώτο θύμα. «Άσε μας κυρά μου, παιδιά είναι, να παίξουν θέλουν. Στην παραλία είσαι, άμμο έχει…», απάντησε ο πατέρας των δύο μικρών αγγέλων. Έρχονται προς το μέρος μου. «Κύριε να σας θάψουμε στην άμμο;». «Όχι, να με αποτεφρώσετε και να σκορπίσετε τη στάχτη μου στο Αιγαίο». Φύγανε. Ελπίζω να μη γυρίσουν με σπίρτα…
Επιτέλους, βγήκαν κι οι άλλοι από τη θάλασσα. «Έχασες, η θάλασσα ήταν απίθανη». «Προτιμώ να βουτήξω στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης». «Άντε ρε! Έχει γαλάζια σημαία!». «Και εγώ έχω μία σπίτι, Ελληνική, αλλά δεν κάνω μπάνιο στο σαλόνι μου». «Ρε παιδιά, τι ήταν αυτά τα ασπράκια στο νερό;». «Τι να σου πω ρε Μαράκι, εγώ δεν μπήκα μέσα, αλλά καλού κακού κάνε ένα τεστ εγκυμοσύνης όταν πας σπίτι και τώρα που θα κάνετε ντους βάλτε και λίγο Betadine». «Μμμ, εξυπνάδες, Θα κάτσουμε για καφεδάκι;». «Εγώ πρέπει να πάω σπίτι να γράψω κάτι για το Square». «Βρήκες τι θα γράψεις τελικά;». «Κάτι έχω κατά νου…»