Ένα όνειρο, σαν παραμύθι!
Σαν παραμύθι!
Παραμυθένια πόλη. Κάπως έτσι έμοιαζε η Χαλκίδα του ονείρου που είδα χθες το βράδυ.
Το άγχος, η καθημερινότητα, το κυκλοφοριακό και γενικά όλα αυτά που βασανίζουν τους Χαλκιδαίους, είχαν πάει περίπατο. Στη θέση τους είχαν έρθει το παράδοξο, η τρέλα και η ανεμελιά μιας χριστουγεννιάτικης μέρας. Το ξέρω πως το βράδυ εκείνο δεν έπρεπε να ξενυχτίσω βλέποντας χριστουγεννιάτικες ταινίες, αλλά δεν κρατήθηκα. Πέφτοντας για ύπνο, είδα ένα ομολογουμένως τρελό όνειρο. Να σας το εξομολογηθώ;
Tο όνειρο ξεκινά
Εντάξει, το μισό μέτρο χιόνι που ήταν απλωμένο σε όλη τη Χαλκίδα, δε με παραξένεψε.
Από την άλλη βέβαια, σκέφθηκα πως το βράδυ που έπεσα για ύπνο ούτε ψιχάλα δεν έριξε, αλλά το έπαιξα «τρελίτσα». Άλλωστε πρωί ήταν ακόμα. «Και τώρα πώς θα μετακινηθώ;» αναρωτήθηκα βγαίνοντας από το σπίτι. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου και από το πουθενά ξεπετάχτηκε ένα έλκηθρο με τέσσερις ταράνδους!
Έγραφε πάνω Τaxi και σας διαβεβαιώνω πως εκείνη τη στιγμή και το πλοίο από το πείραμα της Φιλαδέλφειας να εμφανιζόταν μπροστά μου, θα έμπαινα! Είχα να κάνω αρκετές δουλειές. Τουλάχιστον έτσι πίστευα…
Ένας περίεργος ταρίφας
Την ώρα που το ταξί, συγγνώμη το έλκηθρο, διέσχιζε τη Χαϊνά, εγώ θαύμαζα τους περίλαμπρους στολισμούς στους δρόμους – απίστευτα όμορφοι!
Χάζευα τον κόσμο που με κάτι χαμόγελα «ΝΑ με το συμπάθειο», έμπαινε στα μαγαζιά να ψωνίσει. «Άσε με στην πιάτσα των ταξί, στον Άγιο Νικόλαο», είπα στον οδηγό μου, που σε όλη τη διαδρομή δεν είπε ούτε μια λέξη!
Πράγματι, σταμάτησε στην πιάτσα, μόνο που τα πράγματα ήταν λίγο πιο περίεργα, απ’ό,τι συνήθως. Αντί να βλέπω ταξί στη σειρά, έβλεπα έλκηθρα, το ένα πίσω από τ’ άλλο. Τάρανδοι με κουδούνες και κόκκινα χαλινάρια περίμεναν τους πελάτες.
Για μια στιγμή κόντεψα να τσακωθώ και με τον αμαξά μου, διότι δε δεχόταν ευρώ. Ήθελε λέει χρυσά νομίσματα! «Ε, δεν είμαστε καλά», του φώναξα και άρχισα να τρέχω. Μπήκα στην Αβάντων και εκεί τα είδα όλα.
Κάτι έχει αλλάξει
Κάθε μαγαζί στον μεγαλύτερο εμπορικό δρόμο της Χαλκίδας είχε και μία καμινάδα.
Οι πολυκατοικίες είχαν εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση τους σε πανέμορφα νεοκλασσικά, σα και αυτά που χαζεύουμε στις παλιές φωτογραφίες. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν χαμογελαστός καλημερίζοντας τους πάντες και ανταλλάσσοντας ευχές. Τόσα χαμόγελα πότε δεν είχα ξαναδεί στην πόλη μου!
Παιδιά με τρίγωνα στα χέρια έψελναν χριστουγεννιάτικους ύμνους και όλο το σκηνικό μου θύμιζε κάτι από το «σπίτι στο λιβάδι», στο χειμωνιάτικο του. «Μη χαζολογάς καθόλου», είπα στον εαυτό μου και κατευθύνθηκα προς την τράπεζα. Μπαίνοντας μέσα είδα κάτι μικρά πράσινα και κακομούτσουνα ανθρωπάκια, που κάθονταν στα ταμεία.
«Τι θα θέλατε;» με ρώτησαν ευγενικά. «Το… τον… τον κύριο διευθυντή» απάντησα με περίσσια έκπληξη. «Κύριε Σκρούτζ, ένας κύριος σας ζητάει», φωνάξαν τα ξωτικά. Τότε τον είδα. Όπως στην τηλεόραση. Φόραγε μαύρα ρούχα και κουδούνιζε τα κέρματα στις τσέπες του. «Κακακαλημέρα σας», φώναξα και όπου φύγει φύγει, αλλά από τη Χαλκίδα πώς να ξεφύγει;
Σίγουρα κάτι άλλαξε
«Τράβα στο δημαρχείο μπας και βγάλεις άκρη, γιατί αλλιώς θα σαλτάρεις», με πρόσταξε η λογική μου. Και αυτό έκανα.
Την ώρα που κατευθυνόμουν προς το δημαρχείο, κοίταζα και ξανακοίταζα την πλατεία του Αγίου Νικολάου. «Μπα», λέω από μέσα μου. Η πλατεία γεμάτη αληθινά στολισμένα έλατα. Άρχισα να λέω στον εαυτό μου «είσαι καλά, είσαι καλά;». Όχι δεν ήμουν καλά. Στη Βενιζέλου είδα αστυνομικούς πάνω σε ελάφια να καταδιώκουν κάτι κοντά πλάσματα με κόκκινους σκούφους. «Πάλι αυτοί οι “Καλικάντζαροι”, πριόνιζαν το δέντρο της ζωής. Να δω, πότε θα τους πιάσουν!», μονολόγησε μια κυρία δίπλα μου. «Ποιοι καλικάντζαροι, είστε κάλα; Δεν έχετε αντιληφθεί ότι κάτι δεν πάει καλά στην καθημερινότητα της Χαλκίδας;», της είπα. Κούνησε το κεφάλι σα να μην καταλάβαινε τι θέλω να πω και απομακρύνθηκε.
«Θα αστειεύεστε. Ποτέ στη χριστουγεννιάτικη Χαλκίδα δε συμβαίνει κάτι σοβαρό.», άκουσα μια άλλη φωνή πίσω μου να λέει. Γυρνώντας για να δω τον ξερόλα της υπόθεσης, είδα ένα χιονάνθρωπο, που είχε τυλιγμένο στο λαιμό του ένα κόκκινο κασκόλ! Τελικά είχε δίκιο. Όλα ήταν φυσιολογικά στη Χαλκίδα – τα πάντα είναι φυσιολογικά σε ένα όνειρο!
Ο Άϊ Δήμαρχος
Κατευθύνθηκα γρήγορα στο δημαρχείο. Σκέφτηκα πως ο Δήμαρχος θα μπορούσε να μου εξηγήσει, τι συνέβη στην πόλη.
Έφτασα στην πόρτα του γραφείου του και χτύπησα για να μπω. Η απάντηση τάραξε λίγο το νευρικό μου σύστημα. «Χο, χο, χο. Ποιος είναι;», ρώτησε μια φωνή μέσα απ’ το γραφείο. Με το που μπήκα, έπαθα πλάκα! Στην καρέκλα του Δημάρχου καθόταν ένας χοντρός κύριος (όχι, δεν ήταν ο Παγώνης) με κόκκινη στολή και γένια. Κρατούσε μια κουδούνα και μου είπε πως είναι ο δήμαρχος της πόλης. «Συγγνώμη κύριε, αλλά εγώ θυμάμαι έναν με γκρίζο μουστάκι για δήμαρχο και όχι με λευκή γενειάδα. Τι συμβαίνει εδώ;». Όλα είναι φυσιολογικά παιδί μου, μου είπε. «Ανέβα στον Καράμπαμπα και θα καταλάβεις, άπιστε ρεαλιστή», φώναξε γελώντας. «Να καταλάβω τι, Άγιε Βασίλη, συγγνώμη, άνθρωπέ μου;» του απάντησα. «Ανέβα και θα δεις», μου είπε με το μπουκωμένο από καραμέλες στόμα του.
Η θέα από ψηλά
Η ανηφόρα του Καράμπαμπα μου φάνηκε Γολγοθάς. Έφτασα σε κάποιο ύψωμα και κοίταξα τη Χαλκίδα.
Η παλαιά γέφυρα ήταν φτιαγμένη από ζαχαρωτά. Η παραλία της πόλης ήταν στρωμένη με τρούφα και καραμέλες. Όλοι οι στύλοι της ΔΕΗ είχαν μετατραπεί σε γλειφιτζούρια σε σχήμα μπαστουνιού. Τα νερά του Ευρίπου ήταν από λιωμένη σοκολάτα! Αντί για βάρκες, έπλεαν μεγάλα τσόφλια από αμύγδαλα και καρύδια. Όλη η Χαλκίδα ήταν από σοκολάτα. Ναι, σοκολάτα!
Κάποια στιγμή, είδα τον άρχοντα της πόλης, αλλά και του ονείρου μου, να φεύγει με το έλκηθρο από το μπαλκόνι του μεγάρου Κότσικα και να πετάει πάνω από τη Χαλκίδα. Έκανα δύο μικρά βήματα, για να τον δω καλύτερα και εκείνη τη στιγμή έπεσα. Όχι από το λόφο του Καράπαμπα, αλλά από το κρεβάτι μου. Αυτό ήταν, το όνειρό μου είχε πια διαλυθεί…
Ποτέ μη λες ποτέ
Περπάτησα μέχρι το μπάνιο και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Ντύθηκα και βγαίνοντας από το σπίτι επανήλθα στην πραγματικότητα.
Το ταξί νόμιζα πως έκανε δέκα ώρες, για να διασχίσει την πόλη. Οι τράπεζες γεμάτες κόσμο, όλοι σκυθρωποί και στις δημόσιες υπηρεσίες όλοι στον κόσμο τους – που δεν έμοιαζε καθόλου με αυτόν του ονείρου μου.
«Εντάξει» μονολόγησα, «επανήλθα στη φυσιολογική Χαλκίδα». «Ήθελες να επανέλθεις στη στυγνή πραγματικότητα και το κατάφερες», ακούω μια φωνή. Κοιτάζω γύρω μου και δε βλέπω τίποτα. «Ωραία», λέω στον εαυτό μου, «σου έμειναν και κουσούρια από το όνειρο». «Κοίταξε κάτω και πες μου, τι σου θυμίζω», ξανάπε η φωνή. Κοιτώ σε μια λιμνούλα από νερό, και βλέπω ένα βρώμικο κασκόλ. «Χιονάνθρωπε;». «Προτιμώ, πνεύμα των Χριστουγέννων» μου απάντησε. « Έλιωσα και έγινα νερό, όπως έλιωσες και εσύ το όνειρο μιας φανταστικής Χαλκίδας. Αφού δεν πίστεψες αυτό το υπέροχο παραμύθι, ζήσε τη δύσκολη πραγματικότητα, μαζί με τους υπόλοιπους συμπολίτες σου που επισκέφθηκα στον ύπνο τους»…