Στοιχειωμένες ιστορίες Χαλκίδαίων που νόμιζαν πως ήταν μόνοι στο σπίτι… αλλά δεν ήταν.
Όταν ήµασταν παιδιά, όλοι µας κάναµε κάποιες σκανταλιές. Μερικές από αυτές αργότερα τις µετανιώσαµε. Κάτι που συνέβη και στη σκανταλιάρα µικρή της ιστορίας µας. Μια που η παράνοµη επίσκεψη της στο νεκροταφείο του Αη Γιάννη έκρυβε κάτι αναπάντεχο.
Η παρέα της µικρής εκείνο το καλοκαιρινό πρωϊνό έκανε ποδήλατο στην παραλία της Χαλκίδας και πείραζε ο ένας τον άλλον. Η βόλτα τούς έφερε µετά από ώρα στο νεκροταφείο του Αη Γιάννη όπου άρχισαν να λένε ιστορίες για φαντάσµατα. Λίγο πριν τη δύση του ηλίου, µία κοπέλα από τις µεγαλύτερες σε ηλικία άρχισε µία ιστορία που υποθετικά είχε συµβεί σε ένα εγκαταλελειµµένο νεκροταφείο. Όσο προχωρούσε η ιστορία, όλοι στην παρέα άρχισαν να φοβούνται και να νιώθουν άβολα. Η βαριά σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου στεκόταν ανάµεσα στην παρέα και τους θαµµένους νεκρούς. Η ιστορία τελείωνε µε µία νεκρή νύφη να διεκδικεί τη ζωή του άπιστου άντρα της και την παρέα να είναι κυριολεκτικά τροµοκρατηµένη. Η µικρή Χαλκιδέα γύρισε και είπε µε θράσος «και µετα τι έγινε;». Η άλλη κοπέλα την κοίταξε ατάραχη και της είπε να πάει µέσα στο νεκροταφείο να τσεκάρει, αν δεν φοβάται. Κάποιος άλλος την προκάλεσε να φέρει πίσω κάποια απόδειξη ότι πράγµατι µπήκε στο νεκροταφείο. Επειδή η µικρή δεν ήθελε να την κοροϊδεύουν οι φίλοι της, αποφάσισε να πηδήξει την πόρτα και να µπει στο νεκροταφείο, ενώ είχε ήδη σκοτεινιάσει. Μετά από έντονες συζητήσεις, µπήκε τελικά µέσα και άρχισε να περπατάει στις πρασιές. Ένιωθε περίεργα φοβισµένη για το περιβάλλον τριγύρω της, αλλά και για το ενδεχόµενο κάποιος φύλακας να την πιάσει. Αφού πέρασε κάποιους ανοιχτούς τάφους, ξαφνικά είδε έναν που τα µάρµαρα της ταφικής στήλης ήταν στο πλάι, σπασµένα σε κοµµάτια. Σταµάτησε, έκανε την προσευχή της και έβαλε το χέρι της µέσα στον τάφο για να βρει κάτι να δείξει στους φίλους της. Εκεί ένιωσε κάτι στερεό και το τράβηξε έξω. Ήταν ένα κοµµάτι από οστά ποδιού. Αµέσως το πήρε και άρχισε να τρέχει προς την πύλη. Προς µεγάλη της έκπληξη όλοι οι φίλοι είχαν φύγει εκτός από δύο. Είδαν το οστό και βαριεστηµένα είπαν ότι ήταν ώρα να φύγουν και καβάλησαν τα ποδήλατά τους. Νευριασµένη από αυτή τη συµπεριφορά, η µικρή αποφάσισε να επιστρέψει το οστό στον ιδιοκτήτη του, πράγµα που έκανε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι είδε τη µητέρα της νευριασµένη να γκρινιάζει για τα λερωµένα της ρούχα.
Πήγε αµέσως για ύπνο και άρχισε να σκέφτεται τι συνέβη εκείνη τη µέρα µέχρι που αποκοιµήθηκε. «Εγώ ήρθα ποτέ να µπω στο σπίτι σου; Ανακάτεψα ποτέ τα ρούχα σου;» H νευριασµένη φωνή ακούστηκε στον ύπνο της και την ξύπνησε λουσµένη στον ιδρώτα! Η µητέρα της µπήκε µέσα στο δωµάτιο και της είπε ότι όλα ήταν απλώς ένα όνειρο. Την άλλη µέρα το πρωί η µητέρα της τη ρώτησε τι έιχε γίνει µε τα ρούχα της. Η µικρή πίστεψε ότι αναφερόταν στη χθεσινή µέρα, ενώ στην πραγµατικότητα εκείνη ρωτούσε για το ίδιο πρωϊνό. «Έπλυνα τις λάσπες χτες το βράδυ και σήµερα το πρωί ήταν πάλι λερωµένα. Τα ξαναφόρεσες από χτες το βράδυ;», ρώτησε η µητέρα. Η µικρή όµως δεν τα είχε φορέσει και µέσα σε λυγµούς εξοµολογήθηκε στη µητέρα την περιπέτειά της και το περίεργο όνειρο. Η µητέρα την µάλωσε και παράλληλα την καθησύχασε. Το ίδιο βράδυ όµως επανήλθε µε τον παππού της µικρής για να ρωτήσει αν είχε ξανασχοληθεί µε τα ρούχα γατί, ενώ τα είχε πλύνει πάλι, ήταν λερωµένα. Ο παππούς θορυβηµένος πήρε τη µικρή και πήγαν µαζί στο νεκροταφείο όπου προσπάθησαν να βρουν το σηµείο από το οποίο είχε πάρει το οστό. Όσο κι αν γύρισαν όλο το νεκροταφείο, δεν βρήκαν πουθενά τον τάφο και ο παππούς έφερε ένα παπά στο σπίτι για να κάνει τρισάγιο. Όσο για τα ρούχα, παρά την επιµονή της µητέρας, η µικρή τα κράτησε λερωµένα για πολλά χρόνια σε µία γωνιά του σπιτιού.