Ένας συναρπαστικός θρύλος της βόρειας Εύβοιας.
Πολλές οι ιστορίες για νεράιδες που συναντάµε από άκρη σε άκρη της χώρας. Μια από τις οµορφότερες που έχουν διασωθεί µέχρι σήµερα έρχεται από το χωριό Βασιλικά, στη Βόρεια Εύβοια.
Πολύ παλιά, τα καλοκαίρια οι βοσκοί κοιµόνταν έξω στη φύση, κάτω από τα δέντρα. Μια νύχτα, ξηµερώµατα συγκεκριµένα, ένας νεαρός βοσκός ξύπνησε από γυναικεία γέλια και τραγούδια. Ακολουθώντας τους ήχους έφτασε σε ένα σηµείο όπου είδε µε έκπληξη κάποιες νεράιδες! Κρυµµένος πίσω από κάτι δένδρα τις έβλεπε να τραγουδούν και να χορεύουν. Φορούσαν µακριά ασηµόχρυσα ρούχα, είχαν µακριά µαλλιά µέχρι τους αστράγαλους και στο κεφάλι τους φορούσαν µαντήλες φτιαγµένες από φύλλα. Ήταν πανέµορφες. Ο βοσκός θαµπώθηκε µόλις τις είδε αλλά ξεχώρισε µία από όλες και ένιωσε πως ερωτεύτηκε. Νεραϊδοπαρµένος όπως ήταν πήγε γρήγορα στο σπίτι του στο χωριό και είπε στη µάνα του: «Είδα νεράιδες να χορεύουν ξέφρενα στο βουνό και εγώ αγαπώ µία… Πώς µπορώ να την κάνω δική µου;» Και η µάνα του απάντησε. «Εκεί που θα χορεύει πήγαινε και τράβα τη µαντήλα της και µην της τη δώσεις όσο και αν στο ζητάει. Χωρίς αυτή δεν θα µπορεί να φύγει και θα µείνει για πάντα κοντά σου.» Πράγµατι, ο βοσκός έκανε ό,τι του είπε η µητέρα του, της πήρε το µαντήλι και αυτή τον ακολούθησε παρακαλώντας τον να της το δώσει πίσω. Αλλά ο βοσκός δεν το έκανε, την πήγε σπίτι του και η νεράιδα ανάγκαστηκε να τον παντρευτεί αφού δεν µπορούσε να φύγει. Οι µέρες περνούσαν µε την όµορφη νεράιδα να ζητά κάθε µέρα το µαντήλι της. Μετά από λίγο καιρό του γέννησε ένα παιδί χαµογελαστό σαν τον ήλιο και χλωµό σαν το φεγγάρι. Όσο το παιδί ήταν ακόµα στους πρώτους του µήνες η νεράιδα είπε στον βοσκό: «Τώρα, άντρα µου, δώσε µου τη µαντήλα µου γιατί έχω το παιδί και να φύγω δεν µπορώ.» Αφού ο βοσκός την έβαλε να υποσχεθεί τρεις φορές πως δεν θα φύγει από κοντά του της την έδωσε πίσω. Τότε όµως εκείνη τη φόρεσε και ξαφνικά εξαφανίστηκε.
Αλλά κάθε βράδυ η νεράιδα πήγαινε στο σπίτι στο χωριό, έµπαινε κρυφά από το παράθυρο, άλλαζε, θήλαζε και νανούριζε το µωρό της, άφηνε τα άπλυτα δίπλα στην κούνια και έφευγε ξανά. Αυτό γινόταν για πολλές νύχτες ώσπου µια µέρα λέει ο βοσκός στη µάνα του: «Μάνα, το µωρό το βρίσκω καθαρό, αλλαγµένο, χορτασµένο και ήσυχο και τα άπλυτα ρούχα κάτω. Τα βράδια µάλλον έρχεται η καλή µου και τ’ αλλάζει.» Εκείνη χωρίς να χάσει χρόνο του είπε: «Κρύψου και όταν µπει πάρε τη µαντίλα της ξανά και αυτή τη φορά ριξ’ τη µέσα στη φωτιά.» Έτσι κι έκανε. Όταν ξαναήρθε ο βοσκός πήρε τη µαντήλα της και µπροστά στα µάτια της αγαπηµένης του την έκαψε. «Τώρα θα µείνεις για πάντα µαζί µου και δεν πρόκειται να φύγεις ξανά», της είπε µε ενθουσιασµό. Η νεράιδα θρηνούσε και έκλαιγε για µέρες. Απελπισµένη πήγε στο κεντρικό σηµείο του χωριού, τραγούδησε ένα από τα αρχαία τραγούδια των ξωτικών και ήσυχα µετά ξεψύχησε…