Ειρήνη Μανουσάκη
Ανάμεσα στη λογική και το παράλογο υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την αλήθεια από το ψέµα. Ιστορίες από τα σύνορα του μυστηρίου.
Ήταν Σεπτέµβριος του 2005. Ο Δηµήτρης και η Άννα, ένα ζευγάρι µε καταγωγή από τη Χαλκίδα, συζούσαν σε ένα διαµέρισµα στην οδό Αριστοτέλους κοντά στην πλατεία Βικτωρίας στην Αθήνα.
Ένα βράδυ είχαν µεταξύ τους έναν άσχηµο καυγά, όπου στο τέλος κατέληξε να µη µιλάει ο ένας στον άλλον. Ετσι, προτίµησαν να κοιµηθούν σε ξεχωριστά δωµάτια. Ο Δηµήτρης στον καναπέ – κρεβάτι του γραφείου και η Άννα στο υπνοδωµάτιο που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο σαλόνι και το οποίο είχε δύο πόρτες. Η µία επικοινωνούσε µε το υπόλοιπο σπίτι και η άλλη ήταν µία µεγάλη πόρτα, συρρόµενη, που είχε πρόσβαση στο σαλόνι. Η ώρα ήταν περίπου δύο µετά τα µεσάνυχτα και η Άννα από την υπερένταση του καβγά δεν µπορούσε να κοιµηθεί και διάβαζε ένα βιβλίο. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες, µιας και δεν είχε συνηθίσει να κοιµάται µόνη της, δεν αισθανόταν άνετα. Είχε απορροφηθεί απο το διάβασµα, όταν ξαφνικά τα µάτια της ξεκόλλησαν από τις σελίδες του βιβλίου και επικεντρώθηκαν σε αυτό που έβλεπε µπροστά της. Σχεδόν στα δύο µέτρα απόσταση, µια γυναικεία µορφή, αχνή, που δε φαινόταν να έχει υλική υπόσταση, αιωρούταν λίγο πάνω από το πάτωµα και µε αργό ρυθµό διέσχιζε το σαλόνι, κατευθυνόµενη προς την µπαλκονόπορτα. Η Άννα πάγωσε, την κοιτούσε µε το βλέµµα κολληµένο πάνω της, ανοιγοκλείνοντας τα µάτια της για να συνειδητοποιήσει αν αυτό που έβλεπε ήταν πραγµατικό ή όχι, νιώθοντας πως το αίµα της είχε παγώσει και ένα ρίγος διαπερνούσε όλο της το σώµα. Παρόλ’ αυτά, η µορφή της κοπέλας δεν ήταν καθόλου αποκρουστική. «Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω τα χαρακτηριστικά της» µας είπε η Άννα µε µια λάµψη στα µάτια της. «Ήταν µια κοπέλα πανέµορφη, γύρω στα τριάντα, ψηλή, µε ξανθά, ίσια µαλλιά πιασµένα κότσο και λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Το σώµα της ήταν καλυµµένο µε ένα ύφασµα σαν καραβόπανο, που έπεφτε επάνω της σα φόρεµα, δεµένο µε ένα σκοινί στη µέση της. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν καλυµµένα. από το ύφασµα. Το βλέµµα της ήταν παγωµένο και έδειχνε σα να µην κοιτάζει πουθενά. Το κεφάλι ήταν στην απόλυτη ευθεία µε το σώµα της, το οποίο κατευθυνόταν προς τα έξω. «Ευτυχώς, δεν κοίταξε καθόλου, γιατί διαφορετικά πιστεύω πως θα έµενα επί τόπου!». Έτσι όπως ξαφνικά εµφανίστηκε η µορφή αυτή, έτσι προσπέρασε και εξαφανίστηκε. Μην µπορώντας να πιστέψει στα ίδια της τα µάτια, η Άννα έµεινε αποσβολωµένη, καθώς το βιβλίο έπεφτε από τα χέρια της. Σκέφτηκε να βάλει τις φωνές, να πεταχτεί επάνω, αλλά από το φόβο που ένιωθε δεν έκανε τίποτα. Μετά από αυτό τί να έκανε; Σκέφτηκε να τρέξει στο σύντροφό της, να χωθεί δίπλα του και να του πει τί της είχε συµβεί. Αλλά σκέφτηκε εγωιστικά, πως αν έκανε κάτι τέτοιο, ο Δηµήτρης δε θα την πίστευε και θα νόµιζε πως το κάνει ως µια πολύ χαζή αφορµή για να τα ξαναβρούνε. Έτσι, προτίµησε να παραµείνει στο κρεβάτι της, ώσπου αποκοιµήθηκε… Έκτοτε τίποτα ασυνήθιστο δε συνέβη στη ζωή της. Το γεγονός πως λίγο αργότερα χώρισε εξάλλου, δε θεωρείται βέβαια παραφυσική δραστηριότητα…
Επόμενες ιστορίες από τα σύνορα του μυστηρίου:
Ιστορίες από τα σύνορα του μυστηρίου.
Η γυναικεία µορφή
Το περίεργο αuto – stop
Ήχοι στο σκοτάδι
Το φοιτητικό στοιχειωµένο σπίτι