H ζωή τους ένωσε. O θάνατος δε µπόρεσε να τους χωρίσει. Οκτώ ιστορίες μυστηρίου με πρωταγωνιστές Χαλκιδαίους που προσπέρασαν την αόρατη γραµµή ανάµεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς.
«Δε µε πρόλαβες…»
Η µεγαλύτερη επιθυµία της 40χρονης γυναίκας ήταν να αντικρίσει για µια τελευταία φορά τη µητέρα της. Μόνο που εκείνη… δεν ήταν ζωντανή.
Η Αργυρώ είναι µια πολυάσχολη, εντυπωσιακή 40χρονη γυναίκα, που ζει στη Χαλκίδα και εργάζεται στην Αθήνα. Λόγω της δουλειάς της είναι αναγκασµένη να ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό. Το 1999 βρισκόταν στο Λονδίνο, όταν της τηλεφώνησε ο σύζυγός της για να της ανακοινώσει ότι η µητέρα της θα πέθαινε από στιγµή σε στιγµή. Η γυναίκα δεν έχασε την ψυχραιµία της και φρόντισε αµέσως να βρει ένα αεροπορικό εισιτήριο, έτσι ώστε να προλάβει τη µητέρα της, προτού φύγει από τη ζωή. «Μέσα στο αεροπλάνο αισθανόµουν ένα κενό. Δε µπορούσα να κλάψω, ούτε να σκεφτώ λογικά. Το µόνο που έκανα ήταν να κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Παρακαλούσα να δω τη µητέρα µου για τελευταία φορά, για να προλάβω να της πω ότι την αγαπώ…» Όταν έφτασε στο Νοσοκοµείο ήταν πλέον αργά. Ο πατέρας της ήταν απαρηγόρητος και αµίλητος. Ο άντρας της δεν ήξερε πώς να χειριστεί τον πόνο της Αργυρώς. Λίγες ώρες αργότερα η γυναίκα βρισκόταν στο πατρικό της. Θέλησε να περάσει εκεί τη νύχτα, ίσως για να αισθανθεί την παρουσία της γυναίκας που τη µεγάλωσε. «Δε µ’ έπαιρνε ο ύπνος. Είχα εστιάσει το βλέµµα µου στον τοίχο και το µόνο που σκεφτόµουν ήταν η χαµένη ευκαιρία να της πω αυτά που άξιζε να ακούσει.» Η γυναίκα επαναλάµβανε: «Μαµά, πόσο θέλω να σε δω για λίγο!» Κάποιοι υποστηρίζουν πως ό,τι επιθυµούµε πολύ, µπορεί να πραγµατοποιηθεί. Έτσι τουλάχιστον συνέβη στην περίπτωση της Αργυρώς! «Συνέχισα να κοιτάζω τον άδειο τοίχο, όταν ξαφνικά είδα µια φιγούρα, µια σκιά, κάτι τέλος πάντων που θύµιζε έντονα το θέατρο σκιών. Και αυτή η φιγούρα είχε το σωµατότυπο της µητέρας µου. Πέρασε από µπροστά µου για δευτερόλεπτα σαν καρέ… κινηµατογραφικής ταινίας…»
Λίγο πριν το ταξίδι…
Μπορεί εν ζωή οι σχέσεις του ζευγαριού να ήταν τεταµένες, όµως, όταν ήρθε η ώρα του «αποχωρισµού», τίποτα πλέον δεν ήταν όπως πριν…
Ο Νικηφόρος ζούσε µε τη γυναίκα του στη Χαλκίδα, µέχρι την ηµέρα που εκείνη πέθανε από καρκίνο. Οι σχέσεις τους δεν ήταν αρµονικές µε αποτέλεσµα να καβγαδίζουν καθηµερινά. Όταν οι αιµατολογικές εξετάσεις έδειξαν ότι η υγεία της Σοφίας είχε κλονιστεί ανεπιστρεπτί, ο σύζυγός της παραµέρισε τις διαφορές τους. Φυσικά, ουδέποτε η γυναίκα του ενηµερώθηκε από τι ακριβώς έπασχε. Εξάλλου όλοι περίµεναν το «τέλος» µέσα σε ένα, το πολύ δύο µήνες από την εµφάνιση του καρκίνου. Ωστόσο η Σοφία συνέχιζε να έχει ένα πιεστικό, σχεδόν αφόρητο χαρακτήρα. Οι αντιδράσεις της στο νοσοκοµείο όπου νοσηλευόταν µπορούσαν να εξοργίσουν και τον πιο συµπονετικό άνθρωπο. Παρόλα αυτά ο Νικηφόρος ήλπιζε ότι κάτι θα άλλαζε έστω και την τελευταία στιγµή. «Όλοι γνωρίζαµε ότι θα πεθάνει. Το µόνο για το οποίο πλέον προσευχόµουν ήταν να µη φύγει έτσι από τη ζωή. Δηλαδή µε το θυµό που είχε µέσα της…» Λίγο πριν την αυγή, ερχόταν η «δύση» της ζωής της άτυχης γυναίκας. Στο δωµάτιο ήταν ο Νικηφόρος και δύο οικογενειακοί φίλοι. Σιγά σιγά η Σοφία έχανε τις αισθήσεις της και παραµιλούσε. Επαναλάµβανε διαρκώς «Ναι… εντάξει…», σα να επικοινωνούσε µε κάποιους που οι υπόλοιποι στο δωµάτιο δε µπορούσαν να δουν. Σύµφωνα µε το Νικηφόρο, «Τη στιγµή που έφευγε, συνέβη ένα γεγονός που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Ένιωσα να µε διαπερνά κάτι σαν ηλεκτρισµός, ή κρύος αέρας. Το µυαλό µου πήγε αµέσως στη γυναίκα µου που πέθαινε µπροστά στα µάτια µου. Θέλω να πιστεύω ότι ήταν η ψυχή της, που έφυγε και διαπέρασε το σώµα µου για µερικά κλάσµατα του δευτερολέπτου!» Τον διαπέρασε η ψυχή της και ο Νικηφόρος ένιωσε την τρυφερότητα που είχε χαθεί, αλλά που ξαναβρέθηκε τη στιγµή του αποχαιρετισµού…
Νεκρική συγγένεια
«Όταν ο θείος µου πέθανε, το µόνο που δεν περίµενα ήταν να τον ακούσω να µε καλεί µέσα στα όνειρά µου. Μέχρι που το όνειρο βγήκε αληθινό…»
Η Νίκη Α. ζει στη Χαλκίδα µια απλή και καθηµερινή ζωή. Είναι επιχειρηµατίας και σίγουρα ουδείς θα µπορούσε να τη χαρακτηρίσει φαντασιόπληκτη. Όµως κατέχει ένα χάρισµα που την κάνει να είναι ξεχωριστή. Τα όνειρά της βγαίνουν… αληθινά! Λίγους µήνες αφότου ο θείος της πέθανε, είδε ένα παράξενο όνειρο. Τον είδε στον ύπνο της σα να ήθελε να της πει: «Υποσχέθηκες ότι θα πας µια γλάστρα στον τάφο µου…» Πράγµατι η Νίκη είχε σκεφτεί να τοποθετήσει µια γλάστρα στον τάφο του, όµως λόγω πολλών επαγγελµατικών υποχρεώσεων, το είχε αµελήσει. «Όταν επιτέλους βρήκα το χρόνο για να πάω να τον επισκεφτώ, παρατήρησα ότι ο λάκκος είχε υποχωρήσει προς τα µέσα!» Προφανώς ο νεκρός συγγενής της προσπάθησε να επικοινωνήσει µαζί της µε το µοναδικό µέσο που µπορούσε να χρησιµοποιήσει, τα όνειρά της. Όµως δεν έπαψαν να συµβαίνουν παρόµοια ανεξήγητα περιστατικά στη ζωή της γυναίκας. Την ηµέρα που µετακόµισε µε την οικογένειά της σε καινούργιο σπίτι, αποφάσισε να ξεκουραστεί στο κρεβάτι. Σύµφωνα µε την ίδια, «Κατάλαβα ή ένιωσα δίπλα µου µία πίεση. Δε µπορώ να σας το εξηγήσω διαφορετικά…» Η Νίκη για µια στιγµή πίστεψε ότι τα παιδιά τής έκαναν πλάκα. Παρόλα αυτά κανείς δεν υπήρχε µέσα στο δωµάτιο, εκτός από εκείνη! «Είµαι σίγουρη ότι είδα µια σκιά πάνω στο κρεβάτι. Και αυτό που είδα, το αντιλήφθηκα όσο ήµουν ξύπνια!» Δε γνωρίζει αν πρέπει να συνδυάσει τα δύο αυτά ανεξήγητα γεγονότα. Όµως για ένα πράγµα είναι πλέον σίγουρη. Ότι, αν ένα αγαπηµένο πρόσωπο φύγει από τη ζωή, όπως εµείς την ορίζουµε, τίποτα δεν τελειώνει. Αρκεί να µπορέσεις να αφουγκραστείς τις φωνές αλλά και να δεις τις σκιές που προσπαθούν να επικοινωνήσουν µαζί σου…
Σαράντα ηµέρες
Λένε ότι, πριν η ψυχή ταξιδέψει προς το άγνωστο, συνεχίζει να «κινείται» στο υλικό πεδίο για 40 µέρες. Τα γεγονότα που ακολουθούν το επιβεβαιώνουν…
Η 24χρονη Μαρία έχασε ένα αγαπηµένο της πρόσωπο πριν από 6 µήνες. Για σαράντα ολόκληρες ηµέρες ένιωθε τη φυσική παρουσία της νεκρής. Η νεαρή Χαλκιδέα δε µπορούσε παρά να δεχτεί το πιο φυσικό πράγµα µετά τη γέννηση. Το θάνατο. «Την αγαπούσα πολύ και ήταν φυσικό τις πρώτες ηµέρες να τη βλέπω συνεχώς στα όνειρά µου. Ένα βράδυ όµως, ήταν πολύ έντονο. Είδα ότι ήρθε και µε αγκάλιασε για να σταµατήσω να στεναχωριέµαι. Με αυτό τον τρόπο µου έδειξε ότι είναι καλά…». Η Μαρία ξέσπασε σε κλάµατα την ώρα που κοιµόταν. Όµως, όταν ξύπνησε, η παρουσία της συγγενούς της έγινε ακόµη πιο αποκαλυπτική. Σύµφωνα µε τα λεγόµενά της, «Όταν ξύπνησα, συνειδητοποίησα ότι έκλαιγα στην πραγµατικότητα και όχι µέσα στο όνειρό µου! Αλλά αυτό που µε έκανε να… φρικάρω ήταν το γεγονός ότι εκείνη τη συγκεκριµένη στιγµή µπόρεσα να µυρίσω το χαρακτηριστικό άρωµά της.» Αµέσως µετά από αυτό το περιστατικό η νεαρή γυναίκα έµεινε στην κυριολεξία χωρίς ανάσα. Εκείνη τη στιγµή κατάλαβε πόσο πολύ της έλειπε και ότι θα έδινε τα πάντα για να τη νιώσει έστω και για µια τελευταία φορά. Επί 40 ηµέρες η Μαρία «συγκατοικούσε» µε τη νεκρή. Την αισθανόταν δίπλα της σαν να προσπαθούσε η νεκρή να της µεταφέρει ένα µήνυµα: «Μην κλαις, είµαι καλά. Τίποτα δε χάνεται. Τα πάντα είναι προσωρινά. Κάποια στιγµή έρχεται το τέλος που δεν είναι παρά µια καινούργια αρχή…» Όταν πέρασαν οι σαράντα ηµέρες, η Μαρία έπαψε να «επικοινωνεί» µε αυτό που θα µπορούσαµε να αποκαλέσουµε ως «ψυχή» της νεκρής. Τα όνειρα «διαλύθηκαν» µέσα στην οµίχλη του άγνωστου. Το… «νεκρικό» άρωµα εξαφανίστηκε. Εξάλλου η ψυχή όφειλε να ξεκινήσει το ταξίδι της προς το υπερπέραν. Εκεί όπου οι ζωντανοί δε µπορούν να ταξιδέψουν…
Αόρατη συγγνώμη
Μια γυναίκα που είχε ταλαιπωρηθεί από την άστατη ζωή του άντρα της. Ένας σύζυγος που της ζήτησε συγγνώµη γραπτώς και… µετά θάνατον.
Οι σχέσεις µεταξύ της Άννας και του Βασίλη ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Εκείνη ασχολούνταν µε τις δουλειές του σπιτιού και εκείνος µε τη… διπλή ζωή του. Η Άννα δεν ήταν αφελής. Όµως, αυτό που επιθυµούσε περισσότερο ήταν να µεγαλώσει τα παιδιά της, χωρίς εκείνα να συνειδητοποιήσουν ότι ο πατέρας τους συµπεριφερόταν ως… εργένης. Η οικογένεια από τη Χαλκίδα είχε µετακοµίσει στην Αθήνα εξαιτίας των επαγγελµατικών υποχρεώσεων του Βασίλη. Εκείνος συνέχιζε να αγνοεί τα πληγωµένα αισθήµατα της γυναίκας του. Ένα βράδυ του Μαρτίου 1985 το τηλέφωνο χτυπούσε ασταµάτητα. Η Άννα ήταν µόνη στο σπίτι. Στην άλλη γραµµή ένας αστυνοµικός είχε αναλάβει τον άχαρο ρόλο, δηλαδή να την ενηµερώσει ότι ο άντρας της είχε πάθει συγκοπή σε µια (άγνωστη για την Άννα) γκαρσονιέρα. Η κηδεία του Βασίλη έγινε δύο µέρες αργότερα. Η Άννα αισθανόταν ένα πελώριο κενό. Αλλά και µια µεγάλη πικρία. «Ο αιφνίδιος θάνατός του δεν του άφησε την ευκαιρία να µου ζητήσει συγγνώµη. Και πίστεψέ µε, την είχα ανάγκη τόσο πολύ…» Κάποια µέρα η Άννα είδε στον ύπνο της το Βασίλη. «Τον έβλεπα να βγάζει από ένα µικρό θησαυροφυλάκιο µέσα στο οποίο έκρυβε τις µετοχές της εταιρίας του, ένα κοµµάτι χαρτί. Μόλις ξύπνησα, σχηµάτισα τον κωδικό και κατόπιν ξεκλείδωσα το κουτί.» Τότε άρχισε να ψάχνει ανάµεσα στα διάφορα έγγραφα. Κάτω από κάποια χαρτιά της επιχείρησής του, βρήκε ένα µικρό σηµείωµα, όπου αναγραφόταν µια λέξη. Η γυναίκα αδυνατούσε να την «αποκωδικοποιήσει», επειδή ο γραφικός χαρακτήρας του Βασίλη ήταν τόσο ακατανόητος όσο και η συµπεριφορά του. Την εποµένη είχε βρει τη λέξη που είχε γράψει µε άσχηµα γράµµατα. Μια απλή, αλλά λυτρωτική για την Άννα, «συγγνώµη».
«Είµαι εδώ!»
«Σσσ! Μη µιλάς. Κανείς δε µ’ ακούει…» Μια 20χρονη φοιτήτρια συνειδητοποιεί ότι το αγαπηµένο πρόσωπο που έχασε είναι κοντά της…
«Με τη γιαγιά µου είχαµε µια γλυκιά, γεµάτη και ειλικρινή σχέση. Στην ουσία εκείνη µε µεγάλωσε. Ίσως γι’ αυτό ήµασταν τόσο δεµένες µεταξύ µας. Από τότε που πέθανε, την αισθάνοµαι παντού και πάντα. Από τα όνειρά µου µέχρι… δίπλα µου!» Η Κατερίνα είναι φοιτήτρια φιλολογίας και σίγουρα δεν πρόκειται για κάποιο 20χρονο κορίτσι που πετάει στα σύννεφα. Και παρόλο που η συγγενής της πέθανε, ουδέποτε έχασε την επαφή µαζί της. Την ηµέρα της κηδείας η φοιτήτρια έβαλε ένα γράµµα µέσα στον τάφο της γιαγιάς της. Δε µας είπε τι έγραψε σε εκείνη την ιδιαίτερη επιστολή. Όµως µας αποκάλυψε ότι από τότε νιώθει πως το άτοµο που την… «έλαβε», την προστατεύει! Σύµφωνα µε τα λεγόµενα της ίδιας, η γιαγιά της τη βοηθάει, ακόµη κι αν δεν είναι δίπλα της το φυσικό σώµα της. Όλα ξεκίνησαν από κάποια απλά όνειρα. Θα µπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι το υποσυνείδητο της έπαιξε περίεργα «παιχνίδια». Ωστόσο τα γεγονότα διαψεύδουν ακόµη και τον πιο σκεπτικιστή! «Μέσω κάποιων ονείρων που είδα, µου είπε ότι µε βοηθάει. Δε σας κρύβω ότι ένιωσα πάµπολλες φορές αυτό το συναίσθηµα. Όµως το πιο συνταρακτικό ήταν όταν σε κάποιο από τα όνειρα την άκουσα να µου λέει: “Σσσ… µη µιλάς. Κανείς δε µε βλέπει πέρα από σένα!” Την τελευταία φορά που την είδα στον ύπνο µου, µου είπε ότι θα φύγει. Όταν της ζήτησα να έρθω µαζί της, µου απάντησε ότι δεν είχε έρθει ακόµη η ώρα µου…». Η επικοινωνία τους δεν είναι µόνο… ονειρική, αφού σε κάποια στιγµή χαλάρωσης η Κατερίνα ένιωσε ένα αεράκι να περνά από δίπλα της. Με λίγα λόγια, αισθάνθηκε τη φυσική παρουσία της γιαγιάς της. Η 20χρονη είναι πλέον πεπεισµένη πως ο θάνατος είναι µια κατάσταση τόσο υποκειµενική όσο και η ίδια η ζωή. Με λίγα λόγια, δεν πεθαίνουµε. Απλώς «µετακοµίζουµε» σε κάποιο άλλο συνειδησιακό πεδίο…
Απόκοσµη βοήθεια
«Ποτέ δεν πίστευα στο υπερπέραν. Όµως τα διάφορα πιστεύω που έχουµε, υπάρχουν για να καταρρίπτονται…»
Η 30χρονη Μαρία είναι µουσικός και προσφάτως αρραβωνιασµένη. Όταν έχασε τον πατέρα της ήταν 18 ετών. Ο θάνατός του την έκανε να αναιρέσει τα θρησκευτικά της πιστεύω. Θεωρούσε ότι αυτός που βρίσκεται «εκεί πάνω» είναι άδικος και δεν εκπληρώνει σωστά το… ρόλο που του είχε ανατεθεί. Ο αθεϊσµός της την οδήγησε στο να µην πιστεύει καν στην ύπαρξη της ψυχής. Με λίγα λόγια, γεννιόµαστε, ζούµε και πεθαίνουµε. Μετά ακολουθεί το… τίποτα. Επιπλέον, τη στιγµή του θανάτου του πατέρα της, δε βρισκόταν κάποιος συγγενής στο πλευρό της. «Όσα πέρασα, τα βίωσα µόνη µου», µας είπε. «Όταν έφυγε ο πατέρας µου από τη ζωή, η µητέρα µου βρισκόταν σε επαγγελµατικό ταξίδι. Τον είδα να σβήνει µπροστά στα µάτια µου, χωρίς να µπορώ να κάνω κάτι για να το αποτρέψω…» Επιπλέον, δεν είχε εκµυστηρευτεί σε κανέναν τα τελευταία λόγια του πατέρα της: «Μαρία µου, θέλω να σπουδάσεις. Τα χρήµατα για το πανεπιστήµιο τα έχω βαλει σε λογαριασµό…» Ο πατέρας της δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Μετά το θάνατό του η οικογένεια βρέθηκε σε σοβαρή οικονοµική στενότητα. Παρόλα αυτά, η νεαρή γυναίκα κατόρθωσε να σπουδάσει στο εξωτερικό. Εκεί γνώρισε το Μάνο, ένα φοιτητή µε τον οποίο έκανε σχέση. Κάθε φορά που ο φίλος της άνοιγε το καυτό θέµα του θανάτου του πατέρα της, η Μαρία έκλεινε τα αυτιά της. Λίγο πριν αρραβωνιαστούν, ο Μάνος της περιέγραψε ένα όνειρο, που στάθηκε αφορµή για να αλλάξει η ζωή της νεαρής γυναίκας. «Την εποµένη ο Μάνος µου είπε πως ο πατέρας µου ανέφερε κάτι σχετικό µε κάποια χαµένα χρήµατα!» Η Μαρία δε χρειάστηκε πολύ για να θυµηθεί τα τελευταία λόγια του πατέρα της: «Τα χρήµατα για το πανεπιστήµιο τα έχω βαλει σε λογαριασµό…» Τρεις µήνες αργότερα και µε τη βοήθεια ενός δικηγόρου, η Μαρία τελικώς µπόρεσε να βρει τα… χαµένα χρήµατα µέσα σ’ ένα ξεχασµένο τραπεζικό λογαριασµό…
Μαγικός καθρέφτης
Συνήθως στους καθρέφτες εµφανίζεται το είδωλο του εαυτού µας. Σπανιότερα εµφανίζεται η εικόνα κάποιου που είναι… νεκρός.
Τα νέα του θανάτου της γιαγιάς της έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Η 23χρονη Ελένη από τη Χαλκίδα έχασε έναν άνθρωπο, χωρίς να ήταν προετοιµασµένη για κάτι τέτοιο. Ο λόγος; Η νεαρή γυναίκα ήταν τότε 9χρονη µαθήτρια του δηµοτικού και η λέξη «θάνατος» της ήταν ακόµη άγνωστη. Επιπλέον το δέσιµο µεταξύ της εγγονής και της γιαγιάς ήταν κάτι περισσότερο από δυνατό. «Ένα χρόνο αργότερα πήγα µε τους γονείς µου στο σπίτι όπου έµενε η γιαγιά, µε σκοπό να κάνουµε το ετήσιο µνηµόσυνο. Η µητέρα µου πήγε στον κήπο του σπιτιού, ενώ εγώ κάθησα στο µικρό σαλόνι. Εκεί – µεταξύ άλλων – βρισκόταν και το κρεβάτι της. Επίσης σ’ αυτό το χώρο υπήρχαν µια πιατοθήκη, το ψυγείο και ένας καθρέφτης. Κάποια στιγµή θέλησα να πιω λίγο νερό και πήγα να πάρω ένα ποτήρι από το ντουλάπι. Λίγο πριν φτάσω, σταµάτησα µπροστά στον καθρέφτη για να ρίξω µια φευγαλέα µατιά.» Τότε, συνέβη το αναπάντεχο! «Είδα για δευτερόλεπτα τη γιαγιά µου να στέκεται δίπλα µου και να µε κοιτάζει έντονα!» Η Ελένη ανατρίχιασε. Δε µπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβαινε, ή καλύτερα αυτό που αντίκριζε. Ήταν πέρα από τις δυνάµεις, αλλά και από τα πιστεύω της. Προσπάθησε να ηρεµήσει, χωρίς να τολµήσει να περάσει ξανά µπροστά από τον καθρέφτη. «Αν και δεν πιστεύω σε τέτοια πράγµατα, είµαι σίγουρη γι’ αυτό που είδα», µας είπε. «Ήµουν εγώ στον καθρέφτη και αυτό που είδα δε βγήκε από τη φαντασία µου. Την είδα πραγµατικά!» Ουδέποτε ανέφερε το γεγονός στη µητέρα της. Ίσως να µην ήθελε να τη στεναχωρήσει. Εξάλλου µπορεί και να µην την πίστευε! Ένα πράγµα είναι σίγουρο. Ότι η Ελένη δε θα «θάψει» ποτέ στο «νεκροταφείο» της λήθης το είδωλο της γιαγιάς της…