Οι άντρες χορεύουν περισσότερο όταν δεν έχουν σχέση ή όταν στην παρέα υπαρχουν νέα πρόσωπα του αντίθετου φύλου. Επίσης όταν στον ίδιο χώρο βρίσκεται και η «πρώην», ώστε έτσι να της δείξουν πως ο χωρισμός τους δεν ήταν και το τέλος του κόσμου.
Τα τελευταία δύο χρόνια ομολογώ πως έχω σταματήσει να κυκλοφορώ στη Χαλκίδα τα βράδια. Για την ακρίβεια, δε βγαίνω με τη συχνότητα που το έκανα παλιότερα, όταν πήγαινα «για ποτό» κάθε νύχτα και γυρνούσα στο σπίτι μου ξημερώματα.
Η ζωή μας στο πέρασμα του χρόνου αλλάζει. Έτσι άλλαξα κι εγώ και δε λυπάμαι καθόλου γι’ αυτό. Στα 16 μου ανέβαινα στις μπάρες των club και χόρευα ασταμάτητα μαζί με τους υπόλοιπους τρελαμένους της παρέας μου. Εκείνη την εποχή δε μας ενδιέφερε τίποτα, παρά μόνο να περνάμε καλά και να ανακαλύπτουμε διαρκώς καινούργια για μας πράγματα. Τότε επίσης, κάτι άλλο πολύ βασικό, δε δουλεύαμε, οπότε όλη μας την ενέργεια την ξοδεύαμε στο χορό.
Όταν αναπολώ εκείνες τις ξέγνοιαστες στιγμές, σκέφτομαι πως ο χορός εκτός από εκτόνωση ήταν και κάτι σαν ερωτικό κάλεσμα. Κάθε άντρας προσπαθεί με διάφορους τρόπους, όταν γνωρίζει μια γυναίκα, να την εντυπωσιάσει. Εκείνη την εποχή νομίζω πως προσπαθούσαμε να κερδίσουμε τις εντυπώσεις μιμούμενοι τις φιγούρες του Michael Jackson και κουνώντας τα χέρια ασταμάτητα στον αέρα, όταν ακούγαμε το «Ride on time» των Blackbox.
Έχω παρατηρήσει πως οι άντρες ως επί το πλείστον χορεύουν περισσότερο, όταν δεν έχουν σχέση ή όταν στην παρέα συμπεριλαμβάνονται και νέα πρόσωπα του αντίθετου φύλου. Το ίδιο κάνουν αν εκεί κοντά βρίσκεται και η «πρώην», οπότε χορεύουν και γελάνε χωρίς λόγο για ξεκάρφωμα, για να δείξουν με τη γλώσσα του σώματος πως ο χωρισμός τους δεν ήταν και το τέλος του κόσμου.
Αντιθέτως, για κάποια περίεργη αιτία, οι περισσότεροι άντρες που συνοδεύουν τη «μόνιμη» σχέση τους, συνηθίζουν να κάθονται σοβαροί στο τραπέζι ή στο μπαρ, πίνοντας το ποτό τους και κουβεντιάζοντας με την ομήγυρη χαλαρά. Αυτά είναι και τα πρώτα συμπτώματα του ιού «μπαστουνίαση». Μια ασθένεια που, κυκλοφορώντας όλ’ αυτά τα χρόνια στη Χαλκίδα, βλέπω να χτυπά ολοένα και περισσότερους ανυποψίαστους πολίτες, ακόμη και πολλούς χωρίς σχέση.
Μια πιθανή εξήγηση αυτής της συμπεριφοράς είναι η πεποίθηση πως το λίκνισμα των γοφών ενδεχομένως να βλάψει τη σοβαρή εικόνα που θέλουν να δώσουν στους συμπολίτες τους. Παρόλα αυτά, είναι οι ίδιοι, που όταν βλέπουν μια κινηματογραφική ταινία με άντρες, με όλη τη σημασία της λέξης, να χορεύουν, τους θαυμάζουν και ίσως, κρυφά μέσα τους, ζηλεύουν τις χορευτικές τους ικανότητες. Πολύ θα ήθελαν να κάνουν τα ίδια, αλλά φοβούνται το «κράξιμο».
Δεν ξέρω αν έχει τύχει να δείτε πως αλλάζει η συμπεριφορά ενός Χαλκιδαίου, όταν είναι εκτός πόλης. Άλλος άνθρωπος. Κάνει άνω – κάτω όλο το μαγαζί, χορεύει και δε σκέφτεται πως θα τον χαρακτηρίσουν οι άλλοι, γιατί πολύ απλά δεν τον ενδιαφέρει, δεν τον ξέρουν και δεν τους ξέρει. Με μια φράση, είναι ο εαυτός του.
Όταν όμως ξαναπερνά την υψηλή και επιστρέφει στην καθημερινότητά του, γίνεται πάλι Χαλκιδαίικο «μπαστούνι» και δεν επιτρέπει σε κανένα ποτό να λερώσει το επώνυμο πουκάμισό του αλλά και την εικόνα του. Κατ’ επέκταση, αν όντως ο χορός είναι και ερωτικό κάλεσμα, ο Χαλκιδαίος δε φλερτάρει, το σκέφτεται πολύ πριν «την πέσει» σε μια γυναίκα, με αποτέλεσμα να χάνει τη γλύκα του παιχνιδιού. Φοβάται τη χυλόπιτα, λειτουργεί όπως ο τύπος στο ανέκδοτο με το γρύλο και δε ρισκάρει.
Εν τέλει, ζει;