Κώστας Καράμπελας
Το δημόσιο ήταν ανέκαθεν κυβερνητικό «τσιφλίκι». Υποδεχόταν την κομματική πελατεία, η οποία έδειχνε εσαεί ευγνωμοσύνη, εξυπηρετώντας τα συμφέροντά της.
Το δημόσιο ήταν ανέκαθεν κυβερνητικό «τσιφλίκι». Υποδεχόταν την κομματική πελατεία, η οποία έδειχνε εσαεί ευγνωμοσύνη, εξυπηρετώντας τα συμφέροντά της.
Είναι κοινός τόπος στη χώρα μας ότι το δημόσιο αποτελούσε για κάθε κυβέρνηση το «τσιφλίκι» της και ανέκαθεν διαδραμάτιζε έναν διπλό ρόλο: αφ’ ενός αποτελούσε τον φορέα υποδοχής της κομματικής πελατείας στην οποία εξασφάλιζε εφ’ όρου ζωής μια σχετικά καλοπληρωμένη εργασία. Αφ’ ετέρου η διορισμένη κομματική πελατεία έμενε εσαεί υποχρεωμένη στον ευεργέτη της, του οποίου τα συμφέροντα εξυπηρετούσε.
Η κατάσταση αυτή διαφοροποιήθηκε κατά ένα ποσοστό μετά τη σύσταση της «ανεξάρτητης αρχής επιλογής προσωπικού» (ν. 2190/1994) αλλά γρήγορα εφευρέθηκαν άλλοι ευφάνταστοι τρόποι για το διορισμό των «ημετέρων». Στρατιές συμβασιούχων έργου, προγράμματα ΟΑΕΔ, δημοτικές επιχειρήσεις, προσλήψεις σε ΔΕΚΟ, σύμβουλοι κρυφοί και φανεροί, αποσπάσεις ή μετατάξεις σε ειδικές υπηρεσίες, ψευδοεπιδόματα, ψευδοαμοιβές, άπειρες τροποποιήσεις του ν. 2190/1994 αποτέλεσαν μερικά από τα εργαλεία εξυπηρέτησης του πελατειακού συστήματος.
Παρ’ όλα αυτά, το δημόσιο είχε κάποιο έργο να επιτελέσει. Οι «ημέτεροι» υπάλληλοι δεν ενδιαφέρονταν να συνεισφέρουν στην εξυπηρέτηση του «τυχαίου» πολίτη. Η εξυπηρέτηση του ευεργέτη, κατανάλωνε σχεδόν όλο το οκτάωρό τους καθώς αναλώνονταν στην εξυπηρέτηση των συστημένων πολιτών οι οποίοι, αφού είχαν προηγουμένως πάρει τις κατάλληλες συμβουλές, ζητούσαν συγκεκριμένους υπαλλήλους με «ευαισθησίες» για την άμεση εξυπηρέτησή τους.
Οι «τυχαίοι» πολίτες, που δεν έρχονταν συστημένοι, εξυπηρετούνταν από κάποιους επίσης «τυχαίους» υπαλλήλους, οι οποίοι ποτέ δε γίνονταν γνωστοί αλλά ήταν αυτοί που εργάζονταν διπλά και τριπλά για να καλύψουν τα κενά που άφηναν πίσω τους οι «ευαίσθητοι» ημέτεροι, οι αποσπασμένοι, οι αδιάφοροι, οι βαριεστημένοι και όλοι αυτοί που επιβεβαίωναν το στερεότυπο του Έλληνα δημόσιου υπάλληλου.
Αυτοί οι άγνωστοι δημόσιοι υπάλληλοι μολονότι εργάζονται για το δημόσιο συμφέρον, βάλλονται πανταχόθεν καθώς από τη μια μεριά η κοινωνία δεν τους ξεχωρίζει, από την άλλη βρίσκουν το μπελά τους για την ευσυνειδησία τους, διότι έτσι και γίνει το μοιραίο λάθος και η κρίσιμη υπόθεση του τάδε τοπάρχη χρεωθεί σε κάποιον εξ αυτών τότε αρχίζουν οι πιέσεις: «να το ξαναδείτε το θέμα πιο προσεκτικά», «είστε νέος υπάλληλος… είναι κρίμα», «θα σε στείλω στον Έβρο», είναι μερικές από τις συνηθισμένες απειλές.
Αν τυχόν είναι από αυτήν τη σπάνια ράτσα που παρόλα ταύτα δεν κάμπτεται, τότε πολύ απλά παρακάμπτεται. Η υπόθεση ανεβαίνει στον επόμενο όροφο της ιεραρχίας (πάντα υπάρχει) ο οποίος κάνει το άσπρο-μαύρο με την αιτιολογία «λόγω πλάνης περί των πραγματικών περιστατικών» κι εγκρίνει…
Η ακαμψία βέβαια δεν επιβραβεύεται από κανέναν. Το ελληνικό κράτος τηρεί ισότιμη στάση απέναντι στο «όλον» σώμα της δημοσιοϋπαλληλίας. Όμοια είναι και η στάση της ΑΔΕΔΥ, που ζήταγε συνεχώς αυξήσεις για όλο τον κόσμο χωρίς εξαιρέσεις.
Παρόμοια είναι και η κριτική στάση της ελληνικής κοινωνίας: «όλοι είναι διεφθαρμένοι και άχρηστοι». Καμία διάκριση, καμία προστασία, καμία αξιοποίηση των άκαμπτων, καμία αξιοκρατική κρίση.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως και οι πολιτικοί, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο ισοπεδωτικό τρόπο, με αποτέλεσμα η ισότιμη μεταχείριση άνισων καταστάσεων να οδηγεί σε ανισότητες. Διότι η αρχή της ισότητας επιτάσσει τα ίσα να κρίνονται όμοια και τα άνισα ανόμοια. Σε διαφορετική περίπτωση κάποιοι αδικούνται, όπως εν προκειμένω οι άκαμπτοι, οι τίμιοι και οι εργατικοί.
Πόσο δίκαιη είναι λοιπόν η έντονη κριτική που ασκείται σήμερα κατά όλων ανεξαιρέτων των στελεχών του δημοσίου; Είναι σαφές ότι η δυσμενής κριτική χωρίς εξαιρέσεις δεν είναι δίκαιη. Ε και; Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που θα γίνουν αδικίες στον κόσμο ετούτο.
Προκειμένου να καθαρίσει η «κόπρος του Αυγείου» ας προκαλέσουμε τσουνάμι να παρασύρει τους πάντες στο πέρασμά του για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, ακόμη και αν μεταξύ των θυμάτων βρίσκονται και λίγες χιλιάδες αθώων, ισχυρίζονται πολλοί. Εξάλλου, ακόμα και οι αθώοι ευθύνονται για την κατάρρευση του συστήματος. Ευθύνονται πρωτίστως διότι τόσα χρόνια «ποιούσαν τη νήσσαν» και με την ανοχή και την εν γένει εγωιστική, αδιάφορη ή δουλική τους συμπεριφορά, απώλεσαν την επαγγελματική τους αξιοπρέπεια και ευθύνονται διότι ενώ έβλεπαν τις πελατειακές πρακτικές δεν όρθωσαν ποτέ το ανάστημά τους απαιτώντας την παύση τους. Ζούσαν ίσως μέσα στην πλάνη ότι υπήρχε ψωμί για όλους, οπότε εφάρμοζαν την τακτική «ζήσε και άσε και τους άλλους να ζήσουν».
Μόνο που όπως αποδείχτηκε οι ορδές των «ημετέρων» δεν τρώγανε απλώς «μια μπουκιά ψωμί», αλλά όλο το καρβέλι. Το κράτος δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να ξεχωρίσει «τα γαλάρια από τα στέρφα» στελέχη του, να ανακαλύψει αυτά τα άγνωστα κορόιδα που «έτρεχαν» τις υπηρεσίες και να τα αναδείξει. Έτσι δημιουργήθηκε το στερεότυπο ότι «όλοι ίδιοι είναι». Πλέον δεν υπάρχουν τα χρονικά περιθώρια για να κρίνει το κράτος την ικανότητα των στελεχών του. Κατά συνέπεια είναι βέβαιο ότι θα εφαρμόσει το ενιαίο μισθολόγιο με οριζόντιο τρόπο και αύριο ίσως έρθουν και οι απολύσεις με τον ίδιο ισότιμο τρόπο…
Ούτε ένα δάκρυ για τον άγνωστο δημόσιο υπάλληλο λοιπόν! Να σταυρωθούν άπαντες και να κατεδαφιστεί άμεσα το απαξιωμένο και αναποτελεσματικό δημόσιο το οποίο ευτέλισε ακόμα και τα ικανά στελέχη του. Δηλαδή: να περισταλούν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες. Να καταργηθούν οι περιττές αρμοδιότητες. Να πάψει το κράτος και η κοινωνία να θεωρεί αποδεκτές τις προσλήψεις για λόγους κοινωνικής πολιτικής. Να φτιαχτούν σοβαρά οργανογράμματα επί τη βάσει της οικονομίας και της αποτελεσματικότητας. Να αυτοδιαλυθούν τα συνδικαλιστικά όργανα και στη θέση τους να δημιουργηθούν νέα, με στόχο πρωτίστως, την επαγγελματική αξιοπρέπεια των μελών τους.
Ήρθε η ώρα για τη δημοσιοϋπαλληλία να ανέβει το Γολγοθά της. Να σταυρωθούν δίκαιοι και άδικοι με την ελπίδα της αναστάσεως του ελληνικού κράτους. Στο κάτω-κάτω η ίδια ανηλεής κατάσταση δεν ισχύει και στον ιδιωτικό τομέα; Φυσικά ένα λάθος δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με άλλο λάθος και επιπλέον «ουκ ισότης εν τη παρανομία» (και «εν τη βλακεία» θα συμπλήρωνα, αλλά πλέον όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα καθώς δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο). Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει γρήγορα. ‘Αρον, άρον σταύρωσον αυτούς! Και καλή ανάσταση…