Βάγιας Κατσός
Πως περιγράφεται το λήμμα στο σύγχρονο νεοελληνικό λεξικό.
Τσίπρας (ο)
Η λέξη «τσίπρας» (στο θηλυκό τσίπρω και σε πολλές παραλλαγές και για τα δύο φύλα) ανήκει στη νεοελληνική καθομιλουμένη και κυριολεκτικά σημαίνει τον αυνανιζόμενο.
Μεταφορικά: (μειωτικά) ο αποβλακωμένος, ο αποχαυνωμένος. Ο άνθρωπος που κάνει λάθη γιατί έχει ψευδαισθήσεις, ο χαζός. (υβριστικά) ο ποταπός, ο απεχθής, ο ηλίθιος, ο χαζός, ο κουτός, το κορόιδο.
Συνώνυμα: Μαλάκας, απατεώνας, αφερέγγυος, ψεύτης, λακαμάς, παπάρας.
«Τον τσίπρα πολλοί αγάπησαν, την τσιπριά ουδείς»: Ο ενοχλητικός / αδιάφορος / αγενής / υπερόπτης που δεν έχει ενσυναίσθηση του περιβάλλοντος του, ο ίδιος νοιώθει καλά με τις πράξεις του, μα ενοχλεί τους άλλους με την συμπεριφορά του.
«Μην είσαι τσίπρας!»: μην κάνεις μαλακίες, ανόητες πράξεις.
«Η τσιπριά πάει σύννεφο!»: Γίνονται πολλές μαλακίες.
«Κοίτα (ρε) έναν τσίπρα / είσαι πολύ (μεγάλος) τσίπρας / πόσα κιλά τσίπρας είσαι / ο πολύς τσίπρας τυφλώνει / ο τσίπρας τον βάρεσε στον εγκέφαλο / ο τσίπρας σε βάρεσε κατακούτελα»: επιφωνηματική φράση αγανάκτησης ή απόρριψης.
(Πιο αναλυτικά μια απ’ τις παραπάνω εκφράσεις) «πόσα κιλά τσίπρας είσαι;»: Έκανες μεγάλη βλακεία, είσαι πολύ λάθος, έχεις λάθος στάση.
«(Καλά) ρε τσίπρα…»: Δίνοντας έμφαση σε μία φράση, συχνά επιπληκτικά.
«Αν στερέψ’ ο τσίπρας, η τσιπριά παραμένει»: Ο χαρακτήρας δεν αλλάζει ακόμα και σε ευνοϊκές συνθήκες.
«Αν η τσιπριά ήταν άθλημα ο (τάδε) θα ήταν πρώτος»: μειωτική – σκωπτική απόρριψη.
«Είπαν βλάκα τον τσίπρα και του έπεσε η βράκα»: για κάτι αρνητικό που ήταν ήδη γνωστό
Συγγενικές λέξεις
Τσίπρω.
Τσιπριά.
Τσιπράκος.
Τσιπριστήρι
Τριπρισμένος
Τσιπρούλης
Σύνθετα
Τσιπροκαμένος
Τσιπροσόι
Τσιπρόφατσα
Τσιπροπίτουρας
Τσιπροκαύλης
Τσιπροκεφτές
Αρχοντοτσίπρας
Αναρχοτσίπρας
Αρχιτσίπρας
Χοντροτσίπρας
Τσιπρομπούκωμα
Σκατοτσίπρας
Δείτε επίσης: Μαλάκας στη Βικιπαίδεια.