H πορτα του οικου ανοχης στη χαλκιδα ανοιξε για να μας φανερώσει την ιστορία και ολα όσα κρυβει πίσω της.
Συνήθως ο έρωτας συµβολίζεται µε το φτερωτό άγγελο που κυκλοφορεί ελεύθερος σκορπώντας τα βέλη του στις ανθρώπινες καρδιές.
Στη συγκεκριµένη περίπτωση, ο έρωτας είναι κλεισµένος σ’ ένα χώρο στην περιοχή της Γλύφας και δέχεται τα βέλη της αµαρτίας. Πρώτη φορά από την αρχή της λειτουργίας του µοναδικού οίκου ανοχής της Χαλκίδας, ένα ΜΜΕ περνάει το κατώφλι του και σας µεταφέρει την ιστορία του. Το «Square» τόλµησε και κατάφερε να καταγράψει από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τα πάθη που κρύβουν τα ιδρωµένα σεντόνια της Γλύφας.
Η πόρτα άνοιξε
Η θέα του διαδρόµου που οδηγούσε στο εσωτερικό του οίκου ανοχής µου ξύπνησε µνήµες της εφηβείας.
Αρκετές φορές είχαµε σκεφτεί µε την παρέα µου να τον επισκεφθούµε, αλλά ποτέ δεν περάσαµε την παλαιά γέφυρα γι’ αυτό το λόγο. «Πόσα άραγε ανδρικά χέρια να έχουν σπρώξει αυτή την αυλόπορτα», σκέφτηκα και άρχισα να βαδίζω προς το σπίτι. Ένα ελαφρύ τρίξιµο από τους µεντεσέδες της πόρτας συνόδευσε την είσοδό µου στο χώρο. Μπροστά µου ήταν ένα µικρό χωλ που φαινόταν ποτισµένο µε τα συναισθήµατα όλων όσων είχαν καθίσει στο µικρό και άβολο παγκάκι «αναµονής». Η αγωνία του πρωτάρη, η ανυποµονησία του έµπειρου, η ταραχή του παντρεµένου. Αυτά σκεφτόµουν ώσπου µία γυναικεία φωνή µε κάλεσε σ’ ένα µικρό δωµατιάκι που χρησίµευε ως κουζίνα. Εκεί, σαν από σκηνή της ταινίας «Ευδοκία», τρεις γυναίκες που συζητούσαν χαµηλόφωνα διέκοψαν την κουβέντα τους και µε υποδέχθηκαν. «Καλώς τον. Είσαι ο δηµοσιογράφος που ήρθες και το πρωί», ρώτησε η µεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα. Μετά την καταφατική µου απάντηση, άναψε τσιγάρο και µου συστήθηκε. «Είµαι η Έµµυ, η ιδιοκτήτρια του «σπιτιού» κι εγώ θα σου πω όσα θέλεις να µάθεις», είπε χτυπώντας µε µάγκικο τρόπο τον αναπτήρα της στο τραπεζάκι που είχε µπροστά της. Η συζήτησή µας µόλις άρχιζε.
Η δηµιουργία των «σπιτιών»
Την ώρα που η Έµµυ µου περιέγραφε πως από τη Ρόδο βρέθηκε στη Χαλκίδα ανοίγοντας τη χρονιά του 1984 τον πρώτο και µοναδικό –τότε- οίκο ανοχής στην περιοχή της Χαλκίδας, οι δύο γυναίκες που βρίσκονταν δίπλα µου άκουγαν µε διακριτικό τρόπο τη συζήτησή µας, µέχρι τη στιγµή που ακούστηκαν βήµατα στο βάθος του διαδρόµου.
Αµέσως σηκώθηκε η µία για να υποδεχθεί τον πελάτη, ενώ η δεύτερη άνοιξε τη ρόµπα της επιδεικνύοντας στον επισκέπτη – «αγοραστή» τα κάλλη της. «Μη δίνεις σηµασία. Αν δεν του αρέσει η Μπέµπα, θα πάει στο διπλανό χώρο που είναι η Νατάσα. Τέλος πάντων, στην κουβέντα µας τώρα…», είπε γελώντας και άναψε δεύτερο τσιγάρο. Όπως µου διηγήθηκε, εργαζόταν για πολλά χρόνια µόνο ως υπεύθυνη σε οίκους ανοχής, ώσπου κάποτε αποφάσισε να ανοίξει τα δικά της «σπίτια», για να έχει εξασφαλισµένους πόρους ακόµη και για τα γεράµατά της. Αρχική της ιδέα ήταν να φτιάξει έναν οίκο ανοχής στη Ρόδο, αλλά ένας αστυνοµικός του τοπικού τµήµατος της άλλαξε τα σχέδια. «Ήταν φίλος µου και µου πρότεινε τη Χαλκίδα ως ιδανική τοποθεσία για κάτι τέτοιο. Ο λόγος ήταν ότι όλοι οι οίκοι ανοχής της Χαλκίδας είχαν κλείσει (βλ. εδώ) από το 1981», µου είπε µε έµφαση και συνέχισε. «Το 1982 αγόρασα από το µεγαλοκτηµατία της περιοχής, Παναγιώτη Δεληγιάννη, αυτό το στρέµµα στην τιµή των δυόµισι εκατοµµυρίων και έχτισα τα δύο «σπίτια» που υπάρχουν ως σήµερα. Κάπως έτσι ξεκίνησε ο οίκος ανοχής εδώ». Εκείνη τη στιγµή επέστρεψαν και οι δύο γυναίκες. Ο πελάτης µάλλον είχε προτιµήσει τη Νατάσα για να µοιραστεί τη «µοναξιά» του.
«Οι αλλοδαποί δεν είναι ευπρόσδεκτοι στα δωμάτια, γιατί εκτός του ότι οι περισσότεροι οπλοφορούν, είναι και φορείς της ηπατίτιδας».
Τα πρώτα χρόνια
Όπως µου περιέγραψε η Έµµυ, τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Υπήρχαν πολλές αντιδράσεις από κατοίκους των γύρω περιοχών για την επιχείρησή της.
Η αστυνοµία συχνά ερχόταν για να επιβάλει την τάξη, καθώς κάποιες φορές οι καταστάσεις ξέφευγαν απ’ τον έλεγχο. Η Έµµυ δεν αντιµετώπιζε µόνο αυτά, αλλά έπρεπε να παλέψει και µε την ίδια της την οικογένεια. Τα παιδιά της αγνοούσαν την ύπαρξη της επιχείρησης και έµαθαν γι’ αυτή σε αρκετά µεγάλη ηλικία. Ο οίκος ανοχής ξεκίνησε νόµιµα µε δύο ιερόδουλες, οι οποίες έπρεπε εκείνη την εποχή να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε 70 άτοµα κάθε µέρα τουλάχιστον! Όπως καταλαβαίνετε, υπήρχε αρκετή πελατεία, κάτι που δηµιούργησε φθόνο από κάποιες κοπέλες που εργάζονταν στο χώρο της Έµµυ. «Δεν έχω µετανιώσει για τη ζωή που επέλεξα, αλλά για το ότι φέρθηκα καλά σε κάποιους ανθρώπους και εκείνοι επέδειξαν αχαριστία», δήλωσε αναστενάζοντας η Έµµυ.
Οι κίνδυνοι της δουλειάς
Όταν η συζήτησή µας έφτασε στο ζήτηµα του λεγόµενου νταβατζή, η Έµµυ ήταν κάθετη. «Νταβατζή ποτέ δεν είχα στη δουλειά µου», φώναξε και χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι. «Τα σπίτια που έχω είναι νόµιµα, γι’ αυτό έχω και την κάλυψη της αστυνοµίας.
Ένας κάποτε τόλµησε να µ’ εκβιάσει και τελικά τη «βρήκε» µε τρόπο που δε θα ήθελα να σου περιγράψω», είπε και σκούπισε τα χείλη της µ’ ένα µαντηλάκι.» Συµπέρανα ότι οι κίνδυνοι της δουλειάς πρέπει να είναι πολλοί. Η επιβεβαίωση ήρθε µέσα από τον αυθόρµητο διάλογο της Έµµυς µε τη Μπέµπα, µία από τις ιερόδουλες των «σπιτιών».
Έµµυ: «Όπως τότε που ένας Ινδός κουβαλούσε µαζί του µαχαίρι.»
Μπέµπα: «Και τι έγινε;»
Ε: «Μπήκα µέσα στο δωµάτιο που ούρλιαζε η κοπέλα και τον πέταξα έξω. Άτυχη ήταν µία κοπέλα που είχε δουλέψει σ’ εµένα και αργότερα βρέθηκε δολοφονηµένη στο Άργος.»
Μ: «Ποιος τη σκότωσε;»
Ε: «Την απειλούσαν κυκλώµατα που την είχαν φέρει στην Ελλάδα και τελικά την έβγαλαν από τη µέση.»
Μ: «Πόσο χρονών ήταν;»
Ε: «Μόλις 26…»
«Αµέσως διέκοψα το διάλογο και ρώτησα αν υπάρχουν τέτοια κυκλώµατα και στη Χαλκίδα. «Γιατί νοµίζεις πως πλέον η δουλειά έχει πέσει; Όταν διάφορα bar έχουν κοπέλες που εισάγονται και εκδίδονται παράνοµα στην Ελλάδα, πώς να µη συµβαίνουν και τέτοια στη Χαλκίδα;», µε ρώτησε η Έµµυ. Εκείνη τη στιγµή ήρθε από την πίσω πόρτα του χώρου που ήµασταν και η δεύτερη ιερόδουλη των «σπιτιών». «Εσύ, Νατάσα, θα µας πεις καµία από τις εµπειρίες σου;», τη ρώτησα. Εκείνη έριξε ένα κάπως βιαστικό χαµόγελο και αρνούµενη να µου πει οτιδήποτε έφυγε. «Είναι καινούργια στο χώρο. Μόλις 10 µέρες έχει εδώ», µου είπε η Έµµυ.
Καθώς κυλούσε η κουβέντα µας για τους κινδύνους του επαγγέλµατος, η Έµµυ ανέφερε το όνοµα του Παπαχρόνη.
Έµµυ: «Το ξέρεις ότι ήµουν µπροστά, όταν ο Παπαχρόνης απείλησε την ιερόδουλη που ήταν και το πρώτο θύµα του;»
Σωτήρης: «Ακούω προσεκτικά την ιστορία…»
Ε: «Ο Παπαχρόνης, λίγο πριν πάει φαντάρος είχε επισκεφθεί έναν οίκο ανοχής στην Ξάνθη, όπου ήµουν υπεύθυνη. Η ιερόδουλη που ξάπλωσε µαζί του τον κορόιδεψε για κάποιο ελάττωµα του πέους του και εκείνος την απείλησε µπροστά µου πως κάποτε θα την σκότωνε και αυτό έκανε. Έτσι η Τούλα η Λαρισαία βρέθηκε σφαγµένη µία µέρα από τα χέρια του.»
Σ: «Ο άνθρωπος είχε και ψυχολογικά προβλήµατα…»
Ε: «Η Τούλα τον πρόσβαλε πολύ άσχηµα όµως, εδώ που τα λέµε. Όλοι όσοι έρχονται εδώ αναζητούν εκτός από έρωτα και κάποια παρηγοριά για κάποιο πρόβληµα που τυχόν αντιµετωπίζουν.»
Σ: «Μιας και αναφέρθηκες στους πελάτες των «σπιτιών» σου, θα µου πεις από την πείρα σου τι είδους άνθρωποι είναι;»
Ε: «Κάτσε να ανάψω ένα τσιγάρο και θα σου πω ό,τι θέλεις…»
«Είναι πιο εύκολο για κάποιον που θέλει κάτι διαφορετικό από τη γυναίκα του, να έρθει εδώ και να εκτονωθεί, παρά να κυκλοφορεί έξω µε µία γκόµενα».
Οι πελάτες
Από 16 ετών µέχρι και 90 είναι οι πελάτες του οίκου ανοχής στη Γλύφα, σύµφωνα µε τα λεγόµενα της ιδιοκτήτριας.
Οι άνδρες που επισκέπτονται τα «σπίτια» της είναι κυρίως από τη Χαλκίδα και τις γύρω περιοχές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δήλωσή της, στην οποία συνηγόρησε και η Μπέµπα. «Οι νέοι σήµερα δε µπορούν να κάνουν εύκολα έρωτα. Το άγχος, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά τους έχουν καταστρέψει. Οι µεσήλικες πελάτες είναι πιο εύκολοι. Σε 10 λεπτά, όσο δηλαδή είναι και ο µέσος χρόνος παραµονής του κάθε άνδρα στα δωµάτια, έχουν κάνει τη δουλειά τους», µου είπε χαµογελώντας παιχνιδιάρικα η Μπέµπα. Η απάντηση στο ερώτηµά µου αν έχουν πολλούς παντρεµένους και γενικά δεσµευµένους πελάτες, ήταν θετική. «Από εδώ περνάνε όλα τα στρώµατα της κοινωνίας και κάθε λογής άνθρωποι. Γνωστοί οικογενειάρχες της Χαλκίδας, ευυπόληπτοι πολίτες µε τρελά βίτσια και οτιδήποτε άλλο µπορείς να φανταστείς», µου τόνισε µε νόηµα η Έµµυ. «Επειδή δεν έχω µεγάλη φαντασία, µπορείς να µου πεις κάποια από αυτά τα βίτσια και τα περίεργα που έχουν συµβεί», της είπα κλείνοντάς της το µάτι. Η Έµµυ δε µου χάλασε χατίρι…
Στην τρέλα της ηδονής
Όπως µου περιέγραψε η Έµµυ, αρκετές φορές πελάτες της ζητούν να κάνουν οµαδικό έρωτα µε κάποια από τις κοπέλες, αίτηµα όµως που δε γίνεται δεκτό.
Έµµυ: «Εµένα αυτά τα πράγµατα δε µου αρέσουν, όπως άλλωστε και οι ανωµαλίες που θέλουν κάποιοι.»
Σωτήρης: «Σε τι είδους ανωµαλίες αναφέρεσαι;»
Ε: «Πολλοί πελάτες έχουν µαζί τους και δονητές µε σκοπό να ικανοποιηθούν από τις κοπέλες µου.»
Σ: «Δηλαδή θέλουν οι κοπέλες να τους “βάλουν” τους δονητές;»
Ε: «Ακριβώς. Και αυτό δεν είναι τίποτα. Άκου τώρα µία θεότρελη ιστορία που δεν πρόκειται να ξεχάσω. Ένα καλοκαίρι έσκασε µύτη στο χωλ ένας τύπος που φορούσε string και ήθελε να «πάει» µε τους πελάτες που περίµεναν τη σειρά τους, για να µπουν στα δωµάτια! Και άντε, αυτοί είναι σαλταρισµένοι. Κάποιοι όµως που υποτίθεται πως είναι και µορφωµένοι;»
Σ: «Τι εννοείς;»
Ε: «Ότι οι πατεράδες φέρνουν τους γιους τους σε τέτοιους χώρους το γνωρίζεις. Το ίδιο κάνουν πλέον όµως και οι µητέρες. Αυτό δεν είναι κατακριτέο, όµως µία περίπτωση έχει µείνει χαραγµένη στο µυαλό µου για τα ανώµαλα ένστικτα της µάνας, που δεν άφηνε το γιο της να πάει µε γυναίκα…»
Όπως µου περιέγραψε, µία καθηγήτρια από τη Χαλκίδα επισκέφθηκε το χώρο της Έµµυς µε το γιο της για τους λόγους που όλοι καταλαβαίνουµε. Μία από τις κοπέλες του χώρου πλησίασε το νεαρό και άρχισε να τον χαϊδεύει, κάτι το οποίο δυσαρέστησε τη µητέρα. Εκείνη ήθελε ο γιος της να γνωριστεί πρώτα µε την κοπέλα και, αφού βγουν για ποτό, να πάνε στο σπίτι του, όπου και θα γινόταν η πράξη! Όλα αυτά βεβαίως µετά τις Πανελλήνιες εξετάσεις, καθώς εκείνη η επίσκεψη στο χώρο είχε γίνει για λόγους γνωριµίας! Η Έµµυ είχε να µας µεταφέρει και άλλες όµως εµπειρίες και πράγµατι το έκανε.
Έµµυ: «Θες να σου πω για το ζαχαροπλάστη που αυνανίζεται πάνω από τα γλυκά που παρασκευάζει;»
Σωτήρης: «Πλάκα µου κάνεις;»
Έ: «Όχι βέβαια. Γνωστός ζαχαροπλάστης της Χαλκίδας µε µεγάλο ζαχαροπλαστείο έχει την τάση ν’ αυνανίζεται πάνω από τα γλυκά που παρασκευάζει. Τα ξέρουµε αυτά, γιατί είναι συχνός πελάτης µας.»
Σ: «Αυτά που µου λες είναι θεότρελα!»
Ε: «Άκουσε λοιπόν και το πιο τρελό. Μία φορά ένας πελάτης δεν ήθελε να «πάει» µε τις κοπέλες, αλλά µαζί µου!»
Το περιστατικό περιγράφηκε τόσο παραστατικά από την Έµµυ, ώστε όλοι όσοι ήµασταν στο χώρο βάλαµε τα γέλια. Κάπου εκεί ανάµεσα στα γέλια, διέκρινα και έναν προβληµατισµό στο πρόσωπο της Μπέµπας. Έναν προβληµατισµό που µε έκανε να τη ρωτήσω αν της αρέσει η δουλειά της.
«Οι νέοι σήµερα δε µπορούν να κάνουν εύκολα έρωτα. Το άγχος, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά τους έχουν καταστρέψει. Οι µεσήλικες πελάτες είναι πιο εύκολοι. Σε 10 λεπτά έχουν κάνει τη δουλειά τους»
10 χρόνια πείρας
Η «Μπέµπα» δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Ξεκίνησε αυτό το επάγγελµα στην ηλικία των 20 και σήµερα, µετά από 10 χρόνια, συνεχίζει να το εξασκεί.
Σωτήρης: «”Μπέµπα”, σου αρέσει η δουλειά σου;»
Μπέµπα: «Όχι.»
Έµµυ: «Καµιά γυναίκα ποτέ δεν αγάπησε αυτή τη δουλειά.»
Σ: «Έχεις απολαύσει ποτέ τον πληρωµένο έρωτα;»
Μ: «Ούτε µία φορά. Όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, πρόκειται απλώς για µία δουλειά. Έτσι το αντιµετωπίζω. Εξάλλου, όλα είναι µέσα στο µυαλό.»
Σ: «Πώς και βρέθηκες σ’ αυτό το χώρο;»
Ε: Όλες οι γυναίκες που µπλέκουν σ’ αυτό το χώρο αγάπησαν πολύ κάποιον και εκείνος θέλησε να τις εκµεταλλευθεί.»
Σ: «Πόσες ώρες εργάζεσαι;»
Μ: «Και τα δύο σπίτια λειτουργούν από τις τρεις το µεσηµέρι µέχρι όσο πάει το βράδυ.»
Σ: «Κάθε µέρα;»
Μ: «Όλη την εβδοµάδα, αν και έχει περισσότερη δουλειά από Πέµπτη ως Κυριακή.»
Σ: «Ποια εποχή έχει περισσότερη κίνηση;»
Μ: «Το καλοκαίρι κυρίως.»
Σ: Πόσο κοστίζει η επίσκεψη;
Μ: «Ξεκινάει από €25-30 και ανεβαίνει ανάλογα µε το τι θέλει ο πελάτης.»
Σ: «Τι ηλικίας είναι ο µικρότερος πελάτης που σου έχει τύχει;»
Μ: «16 ετών.»
Σ: «Και ο µεγαλύτερος;»
Μ: «Άστα να πάνε!»
Τα πράγµατα στον οίκο ανοχής της Έµµυς είναι καλύτερα από εκείνους των Αθηνών, σύµφωνα µε την ίδια. Εδώ η κοπέλα, αν δε θέλει, µπορεί και να µην προσφέρει τις υπηρεσίες της σε κάποιο πελάτη, αρκεί βέβαια να έχει κάποιο σοβαρό λόγο. Επίσης οι αλλοδαποί δεν είναι ευπρόσδεκτοι στο χώρο, γιατί εκτός του ότι οι περισσότεροι οπλοφορούν, έχουν και ηπατίτιδα. «Και οι δύο κοπέλες που εργάζονται στα «σπίτια» µου έχουν περάσει από τόσες εξετάσεις, όσες δεν έχει περάσει η κοπέλα σου», µου είπε. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει και για κάποια άτοµα, που δεν κατονόµασε, και τα οποία σύµφωνα µε την ίδια αποτελούν ανεξέλεγκτους φορείς του AIDS και σκορπούν το θάνατο µε τις ευλογίες µάλιστα δηµόσιων υπηρεσιών!
Ανεπιβεβαίωτες καταγγελίες
Έµµυ: «Γνωρίζεις ότι οι επιτροπές γιατρών που χορηγούν τις συντάξεις πολλές φορές στερούν τη σύνταξη από άτοµα που πραγµατικά την έχουν ανάγκη, έτσι δεν είναι;»
Σωτήρης: «Με επίσηµα και διασταυρωµένα στοιχεία, όχι. Ανεπίσηµα, ξέρω ότι το πρόβληµα υφίσταται, όπως άλλωστε και πολλά άλλα.»
Ε: «Γνωρίζεις ότι οµοφυλόφιλοι, τους οποίους µάλιστα ξέρω, έχουν πάρει συντάξεις από γιατρούς που διατηρούν µαζί τους σεξουαλικές σχέσεις;
Σ: «Ονόµατα έχουµε;»
Ε: «Δε θέλω να κατονοµάσω άτοµα, αλλά να καταγγείλω το φαινόµενο. Σηµασία δεν έχουν τόσο τα πρόσωπα, όσο η σαπίλα που επικρατεί πλέον παντού.»
Σ: «Μου ανέφερες και τη λέξη AIDS. Πώς εµπλέκεται σ’ αυτά που µου λες;»
Ε: «Υπήρξε άνθρωπος για τον οποίο ήξερα πως είναι φορέας του ιού και όταν του ζήτησα πιστοποιητικό υγείας, για να µπει στα «σπίτια» µου και να κάνει τη «δουλειά» του, µου έφερε ψεύτικα χαρτιά.»
Σ: «Δηλαδή;»
Ε: «Χαρτιά από γιατρούς νοσοκοµείου της Αθήνας που ανέφεραν πως είναι υγιέστατος, την ώρα που είχε µεταδόσει το AIDS σε πολλούς Χαλκιδέους!»
Σ: «Πώς κατάφερε κάτι τέτοιο;»
Ε: «Είτε πλήρωσε, είτε έστειλε κάποιο γνωστό του να κάνει για λογαριασµό του τις εξετάσεις.»
Μπέµπα: «Το σύστηµα δε λειτουργεί σωστά. Εµένα το κορµί µου ελέγχεται µε διεξοδικές εξετάσεις κάθε τόσο. Γιατί να µη συµβαίνει το ίδιο και για όλους αυτούς που δε διστάζουν να εξαπλώνουν τον ιό του AIDS στη Χαλκίδα;»
Σ: «Φαίνεται πως κάποιοι κερδίζουν και ηδονή και χρήµατα…»
Ε: «Δε γίνεται όλα τα πράγµατα να είναι χρήµα. Και εµείς βγάζουµε χρήµατα, αλλά προσφέρουµε παράλληλα και έργο. Κοινωνικό έργο.»
Σ: «Τι ακριβώς εννοείς;»
Ε: «Ναι, αλλά µισό λεπτό να πω στην υπεύθυνη ν’ ανάψει τα φώτα.»
Σε δευτερόλεπτα ο χώρος λούστηκε από ένα κόκκινο αισθησιακό φως που κυριάρχησε σε όλα τα δωµάτια του σπιτιού. Κατάλαβα πως η ώρα είχε περάσει, αλλά ήθελα πολύ ν’ ακούσω από το στόµα µιας γυναίκας που πέρασε όλη της τη ζωή σε τέτοιους χώρους, γιατί το επάγγελµα της ιερόδουλου είναι λειτούργηµα.
Η είσοδος στο ναό της ηδονής.
Το λειτούργηµα
Ακουµπώντας τα χέρια της στο τραπέζι και τεντώνοντας ελαφρά τα πόδια της, η Έµµυ µου είπε επί λέξει: «Υπάρχουν άνδρες που µπορούν να βρουν γυναίκα και να δηµιουργήσουν σχέση.Υπάρχουν όµως και άνδρες που για διάφορους λόγους δε µπορούν. Αυτοί πρέπει κάπως να εκτονωθούν».
Συνεχίζοντας µου εξήγησε πως αν δεν υπήρχαν αυτοί οι χώροι, τότε η κοινωνία θα αντιµετώπιζε πολλά προβλήµατα. Τα ποσοστά των βιασµών θα ήταν αυξηµένα, αλλά και πολλές οικογένειες θα διαλύονταν. «Είναι πολύ πιο εύκολο για κάποιον που θέλει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που παίρνει από τη γυναίκα του να έρθει εδώ και να εκτονωθεί, παρά να κυκλοφορεί έξω µε µία γκόµενα. Ίσως τον δουν κάποια µάτια και διαλυθεί έτσι το σπιτικό του», µου δήλωσε µε έµφαση. Η Έµµυ όµως προχώρησε και ένα βήµα παρακάτω, λέγοντάς µου πως έχει απολύσει ιερόδουλη από τα «σπίτια» της, επειδή δε δέχθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε διανοητικά καθυστερηµένο άτοµο. «Εδώ αντιµετωπίζουµε µε σεβασµό τον κάθε άνθρωπο και δε δέχοµαι κανείς να έρθει σε δύσκολη θέση», είπε µε σταθερή φωνή η Έµµυ. Κατόπιν, µε ρώτησε αν έµαθα αυτά που ήθελα. Κατάλαβα πως η συζήτησή µας είχε φτάσει στο τέλος και ετοιµάστηκα να φύγω. Αφού σηκώθηκα και την ευχαρίστησα για το χρόνο της, τη ρώτησα κάτι τελευταίο. «Εκπτώσεις κάνετε;», της είπα. Εκείνη γέλασε και κοιτώντας µε, απάντησε: «Εκπτώσεις στο κορµί δε γίνονται. Να είσαι καλά.»
Η πόρτα κλείνει
Άρχισα να βαδίζω µε τη σκέψη πως την ώρα που εγώ µιλούσα µε την Έµµυ, στο διπλανό δωµάτιο το κρεβάτι έτριζε στο ρυθµό του πληρωµένου έρωτα.
Βγήκα στην αυλή και έριξα µια τελευταία µατιά στα δύο «σπίτια». Εκεί µέσα έχουν βρεθεί κάθε λογής άνθρωποι. Ίσως από τον περιπτερά που αγοράζω τσιγάρα, µέχρι και κάποιο συγγενή µου! Κοιτάζοντας από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου µου τον οίκο ανοχής που άφηνα πίσω µου, διέκρινα το φωτάκι της εξώπορτάς του. Ένα φωτάκι που οδηγούσε όλους εκείνους που αναζητούν τον πληρωµένο έρωτα να τον βρουν µέσα στη σκοτεινιά της νύχτας. Ένα φωτάκι που µόλις µου είχε αποκαλύψει τα µυστικά του.